"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

῾Ο χαμογελαστός ποιητής τοῦ πόνου-Ποίηση ᾿Ελευθερίου Μαϊνα (1928-1996)




[Μάινας, Ελευθέριος
Ο Λευτέρης Μάινας γεννήθηκε το 1928 στον Πειραιά. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Σαντορίνη. Μεγάλωσε στην Αθήνα. Το 1948 γράφεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1952. Εργάστηκε ως θεολόγος καθηγητής στη Δημόσια και Ιδιωτική εκπαίδευση στην επαρχία και στην Αττική (μεταξύ άλλων ως Γυμνασιάρχης στην Καρδίτσα, στα Καλύβια Αττικής και στην Ελληνογαλλική Σχολή "Άγιος Ιωσήφ"). Παράλληλα βοήθησε στο ποιμαντικό έργο της εκκλησίας. Το 1983 αποχώρησε από το χώρο του σχολείου για λόγους υγείας. Έγραψε πολυάριθμα άρθρα, πεζά, μεταφράσεις, ποιήματα. Υπήρξε τακτικός συνεργάτης των περιοδικών Ακτίνες, Ζωή του παιδιού, Κόσμος της Ελληνίδος, Καινή Κτίση, Ευθύνη, Σκαπάνη, Σύνορο, Σύναξη, Νειάτα. Για το ποιητικό του έργο, βραβεύτηκε από τη Χριστιανική Λογοτεχνική Συντροφιά. Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 1996]


[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως:Τά παραπάνω εἶναι τά τυπικά βιογραφικά στοιχεῖα, ὅσοι ὅμως ἀπό ἐμᾶς τόν γνώρισαν, σίγουρα θά ἔχουν νά καταθέσουν ὅτι ὁ ᾿ελευθέριος Μάϊνας ἦταν σάν τούς Μακάριους πού περιγράφει στό παρακάτω ποίημα. Μακάριος, μάλισταστα ἀπό αὐτή τή ζωή, γιατί ἦταν ὀργανικά συνδεδεμένος μέ τήν ῎Αμπελο τήν ἀληθινή. Μακάριος καί ἀθόρυβος, σκυφτός καί διαρκῶς προσευχόμενος στήν παλιά ᾿Εκκλησία τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου στό Πολύδροσο, μαζί μέ τόν ἀγαθό λευίτη παπα-Χρῆστο ᾿Αηδονίδη, στούς ὄρθρους, τίς λειτουργίες, τούς ῾Εσπερινούς. Καληνύχτα ἀξέχαστε δάσκαλε...Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ...]


Ποίηση ᾿Ελευθερίου Μαϊνα (1928-1996)



Προσευχή

Σήκωσα τ ὰ μάτια μου στὸν ἥλιο,
τὰ ἔκλεισα καὶ χάθηκε.
Σήκωσα τὰ μάτια μου στὴ σελήνη,
τὰ ἔκλεισα καὶ χάθηκε.
Σήκωσα τὰ μάτια μου στ’ ἀστέρια,
τὰ έκλεισα καὶ χάθηκαν.
Σήκωσα τἀ μάτια μου σὲ Σένα,
τὰ ἔκλεισα καὶ Σὲ βλέπω.




Οἱ μακάριοι

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ τῆς ζωῆς τὴν πίκρα
Λησμονοῦνε,
ἄν ξεψυχοῦν μὲ τοῦ Κυρίου τ᾿ ὄνομα στὰ χείλη.
῎αγγέλους μέ λευκά φτερὰ ᾿Εκεῖνος θὰ τοὺς στείλει
Στὴν ἀγκαλιὰ Του νὰ τοὺς φέρουν κι ἥσυχα νὰ κοιμηθοῦνε.
Μάκάριοι, στὸν ὕπνο τους σὰν τὰ μικρὰ γελοῦνε

"Ζοῦμε τό τέλος τῶν καιρῶν": ᾿Ασκητής Καρουλίων-Γώργου Θεοτοκᾶ:῾ Η ἔρημος τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους



Η έρημος του Αγίου ΄Ορους-Του Γιώργου Θεοτοκά

από το «Οδοιπορικό του Αγίου Όρους»



(...) Γέρων Νίκων, Ρσος πρίγκιπας των Καρουλιών: - Ζούμε το τέλος των καιρών, είπε. Nous vivons Ia fin des temps.

-Και καθώς κόμπιαζα κάπως, με ρώτησε αν διάβασα την Αποκάλυψη.

Ναι, την είχα διαβάσει.

- Εκεί τα βλέπετε όλα καθαρά, είπε. Κι αυτά που γίνονται και τα όσα θα συμβούν.



Με το μικρό βενζινόπλοιο που κάνει την τακτική συγκοινωνία από τη Μεγίστη Λαύρα ως τη Δάφνη, παραπλέουμε το νότιο άκρο του Άθω. Στο σημείο αυτό, η χερσόνησος απότομα αλλάζει σχήμα. Η ήπια, καταπράσινη βουνοσειρά της ξεπετιέται στα ύψη, σχηματίζοντας ένα θεόρατο λίθινο κώνο που πλησιάζει τις δύο χιλιάδες μέτρα. Προς τη θάλασσα, το έδαφος γίνεται απόκρημνο, αιχμηρό, επικίνδυνο και για τους πεζοπόρους και για τα πλοιάρια, αν ο καιρός είναι κακός. Είναι μια διαδοχή από άβατες, σχεδόν κάθετες πλαγιές και από σκισμάδες βράχων που κρύβουν σπήλαια απλησίαστα. Την τελευταία ήμερη εικόνα που αντικρίζουμε μας τη δίνουν τα ονομαστά Καυσοκαλύβια, χτισμένα σ'; ένα φυσικό αμφιθέατρο, απάνω από τη θάλασσα.Τη μεγάλη αυτή σκήτη την αποτελούν καμιά σαρανταριά οικήματα, τριγυρισμένα από περιβόλια, που ζώνουν τον κεντρικό της ναό. Η περιοχή έχει νερό και αρκετή πρασινάδα που της δίνει την όψη ενός ειδυλλιακού χωριού.

Πέρα απ' εκεί, το τοπίο αγριεύει ολότελα. Τα βραχώδη κράσπεδα του μεγάλου βουνού προβάλλουν ολοένα πιο ψηλά. Η φυτεία αραιώνει, ο τόπος είναι άνυδρος, απροσπέλαστος, απωθεί κάθε ζωή. Μονάχα μερικοί θάμνοι, μερικά αγριόδεντρα προσθέτουν εδώ κι εκεί λίγο πράσινο στις σκληρές, πέτρινες επιφάνειες. Καθώς ατενίζει κανείς, από το πέλαγος, το θέαμα που συνθέτουν οι φοβεροί βράχοι και τα βάραθρα, έχει την εντύπωση ότι δεν είναι δυνατό να κινηθούν άνθρωποι σ' αυτά τα μέρη.



Είναι η λεγόμενη Έρημος του Αγίου Όρους, η μοναδική γωνιά της γης όπου συνεχίζεται η παλαιοχριστιανική παράδοση των ερημιτών της Αιγύπτου, του Σινά, της Παλαιστίνης. Εκεί καταφεύγουν και απομονώνονται oι μοναχοί των άκρων, καθώς θα λέγαμε με την κοσμική μας ορολογία οι «εξτρεμιστές», οι πιό αδιάλλακτοι, οι απόλυτοι, εκείνοι που θεωρούν ότι ακόμα και του μοναστηριού η ζωή είναι μια παραχώρηση στην κοινωνικότητα, μια αδυναμία, ένας συμβιβασμός.



Μέσα στην τέλεια ησυχία, στην όσο το δυνατό πιο ολοκληρωτική απογύμνωσή τους από τις ανάγκες της υλικής ύπαρξης κι από τις φροντίδες του κόσμου, αγωνίζονται να συλλάβουν και να ζήσουν το πνεύμα στην πιο άδολη ουσία του, στα τελευταία σύνορα, στις εσχατιές του «ενθάδε» προς το «επέκεινα». Διατύπωσα παραπάνω την άποψη ότι το Άγιον Όρος είναι μια μεταφυσική εμπροσθοφυλακή της Ορθοδοξίας. Η έρημος είναι η εμπροσθοφυλακή της εμπροσθοφυλακής.

Φτάνουμε στο Νυμφαίο ακρωτήριο, την τελευταία νότια αιχμή της χερσονήσου. Εκεί μας περιμένει το πιο ονομαστό, το πιό θρυλικό σημείο της Ερήμου, που παλαιότεροι συγγραφείς το έλεγαν το «φρικτόν», το «φρικαλέον» Καρούλι. Είναι ένας πανύψηλος βράχος, σωστό πέτρινο βουνό, στημένο απόκρημνα απάνω στη θάλασσα. Στις σπηλιές του και στις προεξοχές του βρίσκονται χτισμένα αρκετά μικρά καλύβια, σε απόσταση το ένα από το άλλο. Οι ταξιδιώτες τα παρομοίασαν με φωλιές γλάρων, κοράκων ή γυπαετών. Φαίνονται πολύ δυσπρόσιτα και λέγεται ότι οι ερημίτες που τα κατοικούν επικοινωνούν με τον έξω κόσμο κατεβάζοντας με καρούλι ένα καλάθι ως τη θάλασσα. Από τούτο το πρωτόγονο μηχάνημα πήρε το όνομά της η περιοχή. Τη σκηνή αυτή δεν την είδα, πιστεύω όμως πως, όταν χαλνά ο καιρός, κάθε κίνηση στο στενό χείλος των γκρεμνών θα είναι πολύ επικίνδυνη κι η απομόνωση των ασκητών θα είναι σχεδόν απόλυτη.


Πώς περνούν τη ζωή τους; αναρωτιέται κανείς. Η κυριότερη απασχόληση τους είναι η προσευχή, το αδιάκοπο τέντωμα της ψυχής προς τον υπέρτατο σκοπό που έχουν τάξει στον εαυτό τους. Η υλική τους ζωή έχει περιοριστεί στο ελαχιστότατο όριο που μπορεί η διάνοια να συλλάβει. Ένα τριμμένο ράσο, ένα σκεπασμένο μέρος για να κοιμούνται, ξεροί καρποί και κανένα παξιμάδι για να μην πεθάνουν της πείνας, ίσως το καλοκαίρι κανένα λαχανικό, κανένα νωπό φρούτο: μ' αυτά συντηρούνται. Νερό συνάζουν από τη βροχή, όταν βρέξει. Για να προμηθευτούν τη στοιχειώδη τροφή τους, ασκούν μερικές χειροτεχνίες. Πλέκουν καλάθια, κατασκευάζουν κομπολόγια, ξύλινους σταυρούς κι άλλα μικρά αντικείμενα που τα πηγαίνουν, σε αραιά διαστήματα, και τα πουλούν ή τα ανταλλάσσουν με τρόφιμα στη Δάφνη ή σε κανένα μοναστήρι.


Μια μικρή προβλήτα, καινούργιο απόκτημα του τόπου, επιτρέπει σήμερα στα πλοιάρια ν' αράξουν κάτω από τα Καρούλια, χωρίς δυσκολία. Ένα μονοπάτι σε κορδέλες ανεβαίνει στην κορυφή του βράχου, από τη μια πλευρά του. Από την άλλη δεν υπάρχει καμιά ομαλή διάβαση. Στο μέρος εκείνο οι ερημίτες όταν αποφασίσουν να αφήσουν τα ησυχαστήρια τους, πηγαινοέρχονται από ανεμόσκαλες ή πιασμένοι από αλυσίδες, σε γλιστερά περάσματα, απάνω από αβύσσους. Ψηλότερα από τα Καρούλια, βρίσκονται τα Κατουνάκια, σε μια ορεινή περιοχή της Ερήμου κάπως ομαλότερη. Εκεί πρόκειται να φιλοξενηθούμε, στον αγιογραφικό οίκο των Δανιηλαίων, σε ύψος, καθώς μου λένε, απάνω από τριακόσια πενήντα μέτρα.

Ο φίλος μας ο πολιτικός διοικητής έχει οργανώσει τη μετακίνησή μας με πολλή μεθοδικότητα, αλλιώς, βέβαια, δεν θα ήταν εύκολο να τραβήξουμε στην τύχη, σ' αυτά τα άγρια μέρη. Τα Κατουνάκια έχουν ειδοποιηθεί.

Ο πατήρ Γερόντιος, από τους προϊσταμένους του αγιογραφικού οίκου, μεσόκοπος, ζωντανός και ανοιχτόκαρδος μοναχός, βρίσκεται στην προβλήτα των Καρουλιών και μας περιμένει. Έφερε κι ένα μουλάρι για να σηκώσει τις αποσκευές μας. Παίρνουμε σιγά-σιγά τον ανήφορο, γεμάτο πέτρες κοφτερές που κυλούν κάτω από τα πόδια μας, ενώ ο συνοδός μας μιλά για τη ζωή των ερημιτών.

- Εδώ λίγο παραπάνω, μας λέει, ασκητεύει ένας Ρώσος μοναχός, ένας πρίγκιπας της παλαιάς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ονομαστός. Μα δεν μιλά ελληνικά. Αν ξέρετε ξένες γλώσσες, μπορούμε να δοκιμάσουμε να τον δούμε.

Ναι, έχουμε ακούσει αρκετά για τον πατέρα Νίκωνα, το Ρώσο πρίγκιπα των Καρουλιών. Ο πατήρ Παύλος, στη Μεγίστη Λαύρα, μας σύστησε θερμά να τον πλησιάσουμε, θα θέλαμε πολύ να τον συναντήσουμε, αν είχε διάθεση να μας δεχτεί.

- Θα προσπαθήσω, λέει ο πατήρ Γερόντιος. Είναι πολύ γέρος και αποφεύγει τις συζητήσεις.

- Πώς ζει; ρωτούμε.

- Έχει έναν παραγιό που του μπλέκει καλάθια. Ρώσος κι αυτός, μα έμαθε ελληνικά και του κάνει και το διερμηνέα. Πουλούν τα καλάθια και πορεύονται. Ο Νίκων βρίσκεται εδώ καμιά τριανταριά χρόνια, ίσως και περισσότερα. Ήταν αξιωματικός στο στρατό του Τσάρου. Ταξίδεψε πολύ, γνώρισε καλά τον κόσμο. Λένε πως έχει συγγένεια με βασιλιάδες.

Σταματούμε εμπρός σ' ένα περιφραγμένο πεζούλι όπου βρίσκεται ένα ταπεινό κελλί. Ο πατήρ Γερόντιος μας συστήνει να περιμένουμε απ' έξω και μπαίνει να ζητήσει την άδεια να παρουσιαστούμε. Επιστρέφει σε λίγο και μας λέει ότι ο πατήρ Νίκων θα μας δεχτεί, αλλά στο πόδι. Δεν θα μας βάλει να καθίσουμε γιατί δεν θέλει να μας κρατήσει πολλή ώρα.

Προχωρούμε σ' ένα μισοσκότεινο καμαράκι όπου ο παραγιός, καθισμένος χάμω, μπλέκει τα καλάθια του. Είναι μορφή Ρώσου καλόγερου κλασική, θα έλεγα, με καστανόξανθα γένια, βλέμμα ανοιχτό κι εκείνον τον απροσδιόριστο σλαβικό αέρα που περιέχει ζωική ορμή και μυστικοπάθεια, ανθρωπιά απέραντη και καταστροφή. Μας χαμογέλα και συνεχίζει τη δουλειά του. Από ένα διπλανό δωμάτιο, προβάλλει ο πατήρ Νίκων, χαμογελαστός κι αυτός και μας χαιρετά.

Είναι ίσιος, μάλλον υψηλός, με λίγα άσπρα γένια. Δεν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, ούτε σωματικά ούτε διανοητικά, παρά τη μεγάλη του ηλικία. Τουναντίον, βαδίζει με άνεση και το βλέμμα του σπιθοβολεί, ολοζώντανο. Έχει μια γοητεία παράξενη, πολύ ισχυρή, που κατακτά από την πρώτη στιγμή το συνομιλητή του. Η όψη του υποβάλλει μια βαθιά, άδολη, πολυδουλεμένη και πολύ έμπειρη πνευματικότητα, μια ήρεμη εγκαρτέρηση, μια αδιατάρακτη εσωτερική γαλήνη και, μαζί, μιαν εξαίρετη ευγένεια καταγωγής και ήθους, μια πολύ μεγάλη αρχοντιά. Η παραμικρή του κίνηση αναδίνει μια κομψότητα, μια λεπτότητα, μια χάρη που δεν βρίσκονται πια στη σημερινή κοινωνία και που μου φάνηκαν σαν επιβιώσεις ανακτορικές από έναν άλλον αιώνα.

Μας μίλησε πρώτα αγγλικά, ύστερα η συζήτηση κύλησε αυθόρμητα στα γαλλικά. Μεταχειριζότανε και τις δύο γλώσσες τέλεια. Είπαμε μερικά πράματα για το Άγιον Όρος, για τις εντυπώσεις μας από την επίσκεψή μας.

- Εδώ μας φυλάει η Παναγία, είπε.

Μιλήσαμε λίγο και για τον κόσμο και είδαμε πως ήταν ενήμερος για τη γενική κατάσταση των πραγμάτων. Άφησε να διαφανεί η απογοήτευσή του για την εξέλιξη του πολιτισμού μας. Του είπα ότι πιστεύω σε μια μελλοντική πνευματική αναγέννηση που θα ακολουθήσει, μια μέρα, τη σημερινή υποχώρηση των άξιων του πνεύματος. Πρόσθεσα, μάλιστα, ότι θεωρώ πιθανό, σε μια τέτοια ανόρθωση, να παίξει μεγάλο ρόλο η πατρίδα του, η Ρωσία.

-Όχι, κύριε, αποκρίθηκε σιγανά, μ'; ένα ύφος γεμάτο κατανόηση και επιείκεια, σαν να ήξερε καλά τι εννοούσα και σαν να το είχε ξεπεράσει από πολύ καιρό. Όχι, κύριε, δεν θα γίνει τέτοιο πράμα σε τούτον τον κόσμο, ούτε στην πατρίδα μου ούτε αλλού.

Με κοίταξε στα μάτια μ' ένα τρόπο σαν να ήθελε να μου δώσει μιαν είδηση που θα έπρεπε να την είχα υπ' όψη μου. Δεν επέμενε όμως σ' αυτό που έλεγε, απλώς το σημείωνε.

- Ζούμε το τέλος των καιρών, είπε. Nous vivons Ia fin des temps.

Και καθώς κόμπιαζα κάπως, με ρώτησε αν διάβασα την Αποκάλυψη.

Ναι, την είχα διαβάσει.

- Εκεί τα βλέπετε όλα καθαρά, είπε. Κι αυτά που γίνονται και τα όσα θα συμβούν.

Προτού φύγουμε, τον παρακαλέσαμε να μας ευλογήσει. Στάθηκε μια στιγμή.

- Είστε ορθόδοξοι; ρώτησε.

- Ναι.

-Ω τότε ... είπε με μια κίνηση που σήμαινε πως, αφού ήμασταν ορθόδοξοι, δεν υπήρχε δυσκολία σ' αυτά που του ζητούσαμε.

Μας ευλόγησε και του φιλήσαμε το χέρι.

Σαν ξαναπήραμε το μονοπάτι, ο πατήρ Γερόντιος μου ζήτησε να του μεταφράσω ελληνικά τη συζήτηση. Του τα είπα όλα.

- Σωστά σας μίλησε, είπε. Πολύ σωστά. Αυτά πιστεύουμε όλοι μας εδώ.

Στα πόδια μας τώρα χαίνει ο γκρεμνός των Καρουλιών. Για να μας τονώσει στον ανήφορο, ο συνοδός μας κόβει και μας προσφέρει κλωνάρια από μιαν ερημική, μεγάλη φασκομηλιά που κανείς δεν ξέρει πως ξεπετάχτηκε, σε μια στροφή του μονοπατιού, από τους βράχους. Τόσο έντονη ευωδιά δεν θυμούμαι να αισθάνθηκα άλλη φορά από θάμνο. Είναι άραγε το κλίμα που της δίνει το χάρισμα να αναδίνει τόσο άρωμα; Είναι μήπως η δύναμη που πρέπει να βάλει το φυτό για να μπορέσει να υπάρξει και να φουντώσει μέσα στην τόση ξηρότητα; Με θέλγει τόσο που κρατώ τα φύλλα της ακατάπαυστα κοντά στο πρόσωπό μου.

Φτάσαμε στην κορυφή των Καρουλιών. Προχωρούμε λίγο ακόμα, από ένα κάπως ομαλότερο μονοπάτι, στις υπώρειες της μεγάλης κορυφής του Άθω, και βρισκόμαστε μέσα σ' ένα μεγαλόπρεπο τοπίο που απλώνεται πλατιά στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου. Αλλεπάλληλες μεγάλες χαράδρες σκίζουν το βουνό και σχηματίζουν μια σειρά βραχώδη παραπετάσματα που κατεβαίνουν ως τη θάλασσα. Αρκετά σκόρπια κελιά βλέπουμε σε πετρώδεις πλαγιές, ανάμεσα σε άγριους θάμνους, πιο προσιτά όμως από κείνα των Καρουλιών, σαν εξοχικά, απόμερα καλύβια γεωργών.


Προς τα απάνω είναι τα Κατουνάκια. Τα ησυχαστήρια που βλέπουμε σκορπισμένα στην απέναντι μας πλαγιά αποτελούν τη Μικρή Αγία Άννα.

Πέρα από άλλες χαράδρες απλώνεται αμφιθεατρικά η καθαυτό Αγία Άννα, μεγάλη σκήτη, ολόκληρο χωριό, σαν τα Καυσοκαλύβια, με πολλές οικοδομές και φουντωμένα περιβόλια. Εκεί πια η Έρημος έχει τελειώσει.

Αφήνουμε δίπλα μας ένα μικρό ελαιώνα, φυτεμένο σε πεζούλια, περνούμε μια αγροτική πόρτα, προχωρούμε κάτω από μια κληματαριά. Βρισκόμαστε σ᾿ έναν ωραίο κήπο σαν ταράτσα που αγναντεύει, από πολύ ψηλά, τη θάλασσα.

Ο ήλιος βασιλεύει απέναντι μας, ολοπόρφυρος. Στεκόμαστε μερικά λεπτά μαγεμένοι από τη σιγή, από τα φλογερά χρώματα του ουρανού, από τη δύναμη αυτής της φύσης. Τελειότερο περίγυρο για ν' αφοσιωθεί κανείς ολότελα στη ζωή του πνεύματος δεν μπορώ να φανταστώ.

Ο νους, εδώ, απορρίχνει αυθόρμητα ό,τι περιττό και μάταιο σέρνει μαζί του και συγκεντρώνεται στα ουσιώδη. Η έξαρση, σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, πρέπει να είναι συνηθισμένη κατάσταση, κανόνας ζωής.

Ακούμε νερό να κελαρύζει. Το έφεραν πρόσφατα οι Δανιηλαίοι, από μακριά, στην καρδιά της Ερήμου, και γλύκαναν κάπως τούτη τη γωνιά της.

Είμαστε στον περίβολο του αγιογραφικού τους οίκου. Ο προϊστάμενος του, ο γέροντας Στέφανος, μας περιμένει και προχωρεί, ευγενικός και γλυκομίλητος, να μας καλωσορίσει.

Πηγή

Ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΞΕΣΠΑΘΩΣΕ: ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΙΣ "ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ"ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΔΡΑΓΩΝΑ




Σε επιστολή της στο Μίκη Θεοδωράκη η κ. Θάλεια Δραγώνα διαμαρτύρεται για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον της.

Ο Μίκης, με δική του επιστολή, ξεκαθαρίζει τα πράγματα.

***

Η επιστολή της κ. Δραγώνα:

2 Ιανουαρίου 2010

Αγαπητέ Μίκη Θεοδωράκη,

Κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες στο διαδίκτυο επιστολή σας προς τον Στέφανο Ληναίο με πολύ απαξιωτικά σχόλια για το πρόσωπό μου και παραθέματα από το δημοσιευμένο έργο μου που είναι όλα παντελώς ψευδή και κατασκευασμένα.

Σας ενημερώνω ότι δεν είμαι ιστορικός και δεν γράφω ιστορικά βιβλία. Λόγος σαν «Η ελληνική ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από το 19ο αιώνα. Δημιουργήθηκε έξωθεν σε μια εποχή εθνικισμού, αποικιοκρατίας και επεκτατικού ιμπεριαλισμού. Κοντολογίς κάποιοι από το εξωτερικό μας είπαν τον 19ο αιώνα ότι είμαστε Έλληνες κι εμείς το δεχθήκαμε για να κονομήσουμε (!!!) πουλώντας το παραμύθι ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», δεν βρίσκεται πουθενά στο δημοσιευμένο έργο μου και δεν χαρακτηρίζει την πανεπιστημιακή και κοινοβουλευτική μου πορεία. Τέτοιου είδους κατασκευάσματα είναι μιας συκοφαντικής εκστρατείας εναντίον μου.

Είμαι κοινωνική ψυχολόγος, ερευνώ και γράφω πάνω στις κοινωνικές ταυτότητες έχω δώσει μεγάλο μέρος της ζωής μου για την υπεράσπιση των αρχών της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης σε αυτόν τόπο.

Σας στέλνω μέρος των δημοσιεύσεων μου για να κρίνετε εάν όσα παρατίθενται στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Εάν διαπιστώσετε ότι είναι κατασκευασμένες φράσεις, σας παρακαλώ πολύ να βρείτε μια ευκαιρία να το δηλώσετε.

Σας γράφω επειδή θαυμάζω την αστείρευτη δημιουργικότητά σας και τους αγώνες σας για τη δημοκρατία και είμαι σίγουρη ότι η αναζήτηση της αλήθειας και η προάσπιση των δημοκρατικών αρχών έχει πρώτιστη σημασία για σας.

Με εκτίμηση

Θάλεια Δραγώνα

Σας επισυνάπτω και 2 πρόσφατες συνεντεύξεις μου όπου θα βρείτε και όλα τα παραποιημένα παραθέματα.

***

Απάντηση Μίκη:

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

Επιφάνους 1

117 42, Αθήνα

τηλ. 210-9214863

fax 210-9236325

e-mail: mikisthe@otenet.grΑυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα προστατεύεται από spam bots, θα πρέπει να έχετε ενεργοποιημένη τη Javascript για να το δείτε

Προς την κ. Θάλεια Δραγώνα

Καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας

Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην προσχολική ηλικία

του Εθνικού και Καποδστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ναυαρίνου 13, 10680 Αθήνα

Αθήνα, 10.1.2010

Αγαπητή κυρία Δραγώνα,

Έλαβα την επιστολή και τα βιβλία σας και σας ευχαριστώ. Διάβασα επίσης στο «Βήμα» και τα «Νέα» τις συνεντεύξεις σας, οι οποίες όμως κινούνται μονάχα γύρω από δυο-τρεις φράσεις που σας αποδόθηκαν εδώ και πολύ καιρό, για να διαψευσθούν ύστερα από μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Οι συνεντεύξεις αυτές και η μεγάλη προβολή τους (σε συνδυασμό με την φίμωση των αντιθέτων απόψεων) δεν πετυχαίνουν τίποτε άλλο παρά να αποκαλύπτουν στον ελληνικό λαό τους πανίσχυρους φίλους σας στα ΜΜΕ αποδεικνύοντας το εύρος και τα ερείσματα αλλά και τον συντονισμό της προσπάθειας που εξυφαίνεται με στόχο την αλλοίωση της εθνικής-ελληνικής μας ταυτότητας. Καθώς και τον τρόμο που δημιουργεί η αυξανόμενη παλλαϊκή αντίδραση στις απόψεις σας, που ακυρώνει την αρχική σας προσπάθεια να εκμεταλλευθείτε την αντίδραση του κ. Καρατζαφέρη βαφτίζοντας όσους διαφωνούν «ακροδεξιούς». Τρόμος που φτάνει σε σημείο να προκαλεί συμπτώματα της «Λύσσας-Σόρος» σε υποταχτικούς κονδυλοφόρους όπως σ’ αυτόν τον δυστυχή κ. Χάρη σε σημερινό (9.1.10) ένθετο αθηναϊκής εφημερίδας.

Επειδή τυχαίνει να είμαι ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της εκστρατείας για την ενημέρωση του ελληνικού λαού με ρίζες βαθειές στην αληθινή ελληνική Αριστερά από την εποχή του ΕΑΜ, θα ήμουν ο τελευταίος που θα επέτρεπα στον οποιονδήποτε να καπηλευτεί την λέξη και την έννοια «πατρίδα». Το ΕΑΜ και το τότε ΚΚΕ κατέκτησε την εμπιστοσύνη του 70% του λαού μας για την πίστη του και τους αγώνες του για τη Λευτεριά της ελληνικής πατρίδας και την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Με την πεποίθηση ότι υπηρετούμε τα ιδεώδη των Ελλήνων για την ελευθερία και την δημοκρατία από τα βάθη των αιώνων και φτάνοντας ως το «Ελευθερία ή θάνατος» του Κολοκοτρώνη, ορθώσαμε το ανάστημά μας και αναμετρηθήκαμε με το όπλο στο χέρι, με την πιο φονική δύναμη που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα: την χιτλερική Βέρμαχτ, τα ναζιστικά Ες-Ες και την Γκεστάπο, με αμέτρητες θυσίες σε αίμα, βασανισμούς και διώξεις. Ενώ παράλληλα και μέσα σ΄ εκείνες τις σκληρές συνθήκες τιμούσαμε και τρεφόμαστε με τον ελληνικό πολιτισμό για τον οποίο είμαστε περήφανοι και συγχρόνως οραματιζόμαστε τη μελλοντική κοινωνία της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της «πανανθρώπινης λευτεριάς».

Αυτή υπήρξε ως σήμερα η γνήσια και μοναδική Αριστερά, όπου οι λέξεις «έθνος» και «πατρίδα» ήταν για μας δόξα και τιμή και όχι ντροπή όπως τις κατάντησαν χτες και σήμερα ορισμένα γκρουπούσκουλα και ομάδες «διανοουμένων» που στο όνομα της Αριστεράς ντροπιάζουν με τις «ιδέες» και τα καμώματά τους, τους αγώνες και τις θυσίες μας, ενώ δηλητηριάζουν την ανύποπτη νεολαία μας, που η νικήτρια και θριαμβεύουσα ακόμα και σήμερα εθνικοφροσύνη κρατάει στα σκοτάδια, έχοντας καταδικάσει σε λήθη τη σύγχρονη ιστορία μας.

Όμως η ακτινοβολία εκείνων των ηρωικών χρόνων αψηφώντας όλα τα εμπόδια εξακολουθεί να εμπνέει το λαό μας, γι’ αυτό και η αντίθεση στην συστηματική απόπειρα που επιχειρείται εδώ και καιρό με στόχο την ουσιαστική ανατροπή της ελληνικής ιστορίας, είναι καθολική και δεν συνδέεται με την α΄ ή την β΄ πολιτική παράταξη αλλά με το σύνολο των Ελλήνων, που γαλουχήθηκε με μια συγκεκριμένη και βαθειά ριζωμένη άποψη για το τι είναι πατρίδα, τι είναι Ελλάδα, τι είναι ιστορία, τι είναι ελληνικός λαός και ελληνικό έθνος.

Κι ακόμα γνωρίζει καλά -γιατί τα βιώνει, ποια είναι τα βασικά ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία που μας διέπλασαν από το ΄21 έως σήμερα.

Αρνούμενοι και κατεδαφίζοντας όλα αυτά που μας έκαναν αυτούς που είμαστε χτες, προχτές και σήμερα,με το πρόσχημα μιας δήθεν επιστημονικής αναθεώρησης της ιστορικής πραγματικότητας, όπως αποδεικνύεται σε κάθε σελίδα του βιβλίου σας «Τι είν’ η Πατρίδα μας;» στην ουσία αμφισβητείτε ο,τιδήποτε θετικό έπραξε ο λαός αυτός σε όλους τους τομείς του εθνικού μας βίου κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων.

Με το βιβλίο σας αποδομείτε τις ιδέες, πεποιθήσεις, τα «πιστεύω», σε σχέση με το ελληνικό έθνος και τις ρίζες του, δηλαδή όλα αυτά που ενέπνευσαν και παρακίνησαν τον λαό μας. Όμως αν στις αρχές του 19ου αιώνα δεν υπήρχαν οι ιδέες για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους και όλα τα «πιστεύω» που εσείς σήμερα απορρίπτετε ως άνευ ουσιαστικού περιεχομένου και εκτός ιστορικής πραγματικότητας, τότε δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν η Επανάσταση του ΄21, το κίνημα του Φιλελληνισμού, το δημοκρατικό κίνημα του Μακρυγιάννη, η αποπομπή του Όθωνα, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η Εθνική Αντίσταση. Δεν θα υπήρχε ο Άρης Βελουχιώτης. Και όχι μονάχα αυτός, γιατί σύμφωνα με κείνα που επιχειρείτε να διδαχθούν τα παιδιά μας, δεν θα υπήρχε ούτε ένας αντάρτης, μιας και ΟΛΟΙ πήραν τα όπλα για την Ελλάδα και την Πατρίδα. Ενώ αν είχαν τα μυαλά τα δικά σας, δηλαδή εξέταζαν το «επιστημονικώς ορθόν», θα τα βρίσκανε μια χαρά με τους Γερμανούς που εξ άλλου το μόνο που ζητούσαν από μας ήταν να τους παραχωρήσουμε την άδεια χρήσης των λιμανιών και των αεροδρομίων μας.

Κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα υπήρχαν οι δημοκρατικοί αγώνες και η Αντίσταση κατά της χούντας. Δεν θα υπήρχαν ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Καλομοίρης,ο Καζαντζάκης, o Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Εγγονόπουλος,ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, ο Παρθένης, ο Καμπανέλλης, ο Γεωργουσόπουλος, ο Κουν, ο Μινωτής, ο Κακογιάννης, ο Αγγελόπουλος. Όπως δεν θα υπήρχαν οι διανοητές, οι φιλόσοφοι, οι μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες από τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο ωε τον Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν θα υπήρχαν τα μεγάλα κινήματα όπως των δημοτικιστών και των φοιτητών. Δεν θα υπήρχε το κίνημα για την Κύπρο ούτε οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τα σημερινά θύματα του επιθετικού ιμπεριαλισμού, την Γιουγκοσλαυία, την Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Και δεν θα συνέβαιναν προ παντός εκείνες οι πράξεις, που αποδεικνύουν την ιδιαιτερότητα του λαού μας, που τόσο επίμονα σαρκάζετε, όπως το ΟΧΙ το 1940 και η μάχη της Κρήτης, καθώς και το ότι ανάμεσα σε όλους τους ευρωπαίους, μονάχα η Ελλάδα αρνήθηκε να ντύσει τα παιδιά της με την στολή της Βέρμαχτ και να τα στείλει στο ανατολικό μέτωπο. Χάρη στις μοναδικές μέσα στην κατεχόμενη Ευρώπη παλλαϊκές διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας με χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες και εκτοπισμένους σε στρατόπεδα θανάτου.

Κι αυτό γιατί οι εθνικοί και δημοκρατικοί μας αγώνες, καθώς και τα πνευματικά έργα και οι πολιτικές πράξεις των προσώπων αυτών, διαπνέονταν από την πεποίθηση ότι η σύγχρονη Ελλάδα έχει επηρεαστεί βαθειά από μια βαρειά κληρονομιά, απέναντι στην οποία θα πρέπει να φανούμε δημιουργικά αντάξιοι.

Για όλα αυτά έχετε να πείτε μια μόνο λέξη: εθνοκεντρισμός, δηλαδή ότι είναι ασυγχώρητη υπερηφάνεια για ένα λαό να θαυμάζει τα επιτεύγματά του, φτάνοντας στο σημείο να προτείνετε να εκλείψει από τα σχολικά βιβλία, γιατί αυτό επιτάσσει η σύγχρονη επιστήμη για την αναθεώρηση της ιστορίας. Με άλλα λόγια επιχειρείτε έναν γενικευμένο ευνουχισμό σε ό,τι πολυτιμότερο και πιο ελληνικό πέτυχε ο λαός μας έως τώρα, με τελικό αποτέλεσμα την μετατροπή μας σε έναν άλλο λαό, προσαρμοσμένο στις συνταγές του καμουφλαρισμένου αφελληνισμού, που κοσμούν κάθε σελίδα του εν λόγω βιβλίου σας.

Κι αυτό γιατί διαφωνείτε με την ύπαρξη και την αξία των βασικών πυλώνων πάνω στους οποίους στηρίχθηκαν οι ιδέες, οι πράξεις, οι αγώνες, οι θυσίες και τα έργα, πνευματικά και άλλα. Βαφτίζετε εθνοκεντρισμό την ξεχωριστή πίστη, ακόμα και θαυμασμό που μπορεί να έχει ένας λαός για την ιστορία και τον εαυτό του. Τις ξένες επεμβάσεις, που αλλοίωσαν την εθνική μας ζωή, τις θεωρείτε σχεδόν ανύπαρκτες και πρόσχημα για να καλύψουμε τις δικές μας -υπαρκτές βεβαίως- αδυναμίες. Την ιδιαιτερότητα των αγώνων μας, ειδικά στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο την αποκαλείτε σωβινισμό, πράξη εχθρική προς τους άλλους και την θεωρείτε γενεσιουργό αιτία ξενοφοβίας. Την υπερηφάνεια μας για τα κατορθώματα των αρχαίων Ελλήνων την βαφτίζετε στείρο εθνικισμό και ιστορική αυταπάτη. Δηλαδή θέλετε σώνει και καλά να αποδείξετε ότι κακώς πιστεύαμε ως τώρα όσα πιστεύαμε για την καταγωγή, τις παραδόσεις, την ιστορία και τον πολιτισμό μας, πράξη που στην ιατρική επιστήμη ονομάζεται «ευνουχισμός». Και οχυρωμένη πίσω από ηχηρά ονόματα ξένων επιστημόνων βαλθήκατε με την βοήθεια ισχυρών πολιτικών και οικονομικών κύκλων, μιας και είναι πολύ δύσκολο να ευνουχίσετε έναν ολόκληρο λαό κατεδαφίζοντας τα σύμβολα και τους μύθους του, να ξεκινήσετε το θεάρεστο έργο σας από τα τρυφερά και ανύποπτα παιδιά μας.

Όπως το επιχείρησε χθες η φίλη σας κ. Ρεπούση -ανεπιτυχώς- ενώ σήμερα, με τον αέρα μάλιστα της κρατικής συμπαράστασης το επεκτείνετε εσείς με νέα έφοδο για τον ευνουχισμό της μαθητικής μας νεολαίας από κρατικό μάλιστα πόστο!

Γνωρίζετε κυρία Δραγώνα, ότι δεν έχω τίποτα προσωπικό μαζί σας, όπως γνωρίζετε ότι θα σας ήταν λίγο δύσκολο να με βαφτίσετε κι εμένα … ακροδεξιό. Προς το παρόν μπορείτε εσείς και οι φίλοι σας να με φιμώσετε. Όμως σ’ αυτό είμαι συνηθισμένος και μάλιστα θα σας έλεγα ότι όποιοι και όσοι στο παρελθόν κατά καιρούς επεχείρησαν να φιμώσουν τις ιδέες αλλά και την μουσική μου, είχαν … κακά γεράματα. Όπως ίσως ξέρετε ή θα έχετε ακούσει, η ζωή και το έργο μου στηρίχθηκε επάνω σε τρεις λέξεις: Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία. Και όλοι μου οι αγώνες έγιναν μόνο και μόνο για να τις υπερασπίσω με κάθε θυσία. Το ίδιο κάνω και τώρα.

Σήμερα εσείς και οι φίλοι σας, με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι προηγούμενοι, επιχειρείτε να κατεδαφίσετε τις ιδέες, τις πράξεις και τα έργα που συμβολίζουν αυτές οι τρεις λέξεις, που όπως είπα, ενέπνευσαν και στήριξαν όλες τις γενιές των νεοελλήνων, για να γίνουμε αυτό που είμαστε σήμερα. Μια κορυφαία στιγμή στην νεότερή μας ιστορία υπήρξε και η Εθνική μας Αντίσταση, τότε που έλαμψαν αυτές οι τρεις λέξεις οδηγώντας τα νιάτα εκείνης της εποχής σε ανυπέρβλητες θυσίες. Χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες τα θύματα. Τι μας οδηγούσε τότε; Όλα αυτά που καταδικάζονται σε κάθε σελίδα του βιβλίου σας, για να ανοίξει ο δρόμος σε μια γενικευμένη αλλοίωση του εθνικού μας χαρακτήρα ξεκινώντας με δήθεν επιστημονικό τρόπο από τα τρυφερά μας νιάτα. Άλλωστε αυτή η προσπάθεια που γίνεται μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, έχει αφετηρία γνωστά σε όλους διεθνή κέντρα, που επιδιώκουν την διάλυση των εθνών-λαών με εθνικές ιδιαιτερότητες, συμφέροντα και «αρχές» που οδηγούν σε αντιστάσεις μπροστά στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και γι’ αυτό με τη διάλυση των εθνών επιδιώκουν την μετατροπή των ανθρώπων σε ανυπεράσπιστες μονάδες χωρίς μνήμη και ενοχλητικές ιδιαιτερότητες.

Eίναι δυνατόν να επιτραπεί να γίνει κάτι τέτοιο; Να γιατί με βρίσκετε και θα με βρίσκετε πάντοτε αντίθετο, γιατί πιστεύω ότι η γενιά η δική μου έχει αποδείξει στην πράξη, με έργα και όχι μόνο με λόγια, ότι σ’ αυτή τη γωνιά της γης κατοικούν άνθρωποι που είναι Έλληνες με όλη την ιστορική σημασία αυτής της λέξης και τίποτε -απολύτως τίποτε- δεν μπορεί να αμαυρώσει και πολύ περισσότερο να αλλοιώσει.

Τέλος οφείλω να σας πω ότι:

Από την ανάγνωση του βιβλίου σας «Τι είν’ η Πατρίδα μας;» έχω συναγάγει ορισμένα συμπεράσματα, που πιστοποιούν θεμελιακές διαφορές από τις απόψεις σας. Θα αρκεστώ προς το παρόν σε μερικά παραδείγματα:

«Η κυρίαρχη αντίληψη για το έθνος και την εθνική ταυτότητα, με βάση την οποία οι πολιτικές εξουσίες στην Ευρώπη αλλά και έξω από αυτήν οργανώνουν το διαπαιδαγωγητικό ρόλο του σχολείου, είναι ακόμη σήμερα σε μεγάλο βαθμό η αντίληψη που κληρονόμησε ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία το έθνος αποτελεί οικουμενική, «φυσική» οντότητα, ανεξάρτητη από το χρόνο και το χώρο, και η εθνική ταυτότητα, αυτονόητη και αναλλοίωτη αποτύπωση κοινωνικής ομοψυχίας και συνοχής. Οι εθνικές ιστοριογραφίες προέρχονται από αυτή την παράδοση και δίνουν έμφαση στη συνέχεια της ιστορίας και του πολιτισμού της εθνικής ομάδας, στις αντιστάσεις της απέναντι στις εξωτερικές επιβουλές, στην ομοιογένειά της. Στο σχολείο η ιστορία καλείται να διδάξει τα κατορθώματα των προγόνων και να σφυρηλατήσει την εθνική υπερηφάνεια και ενότητα, ενώ η γλώσσα και η γεωγραφία επιβεβαιώνουν την εθνική συνέχεια στο χρόνο και στο χώρο». (σελ. 31)

Είναι φανερό ότι θεωρείτε ότι το έθνος και η εθνική ταυτότητα είναι «κληρονομιά του ρομαντισμού του 19ου αιώνα [και δεν] αποτελεί «φυσική» οντότητα ανεξάρτητη από τον χρόνο και τον χώρο, αυτονόητη και αναλλοίωτη αποτύπωση εθνικής ομοψυχίας και συνοχής».

Φαίνεται ακόμη ότι δεν είσθε σύμφωνη με την έμφαση που δίνεται στο σχολείο «στη συνέχεια της ιστορίας και του πολιτισμού της εθνικής ομάδας, στις αντιστάσεις της απέναντι στις εξωτερικές επιβουλές, στην ομοιογένειά της». Καθώς και στο γεγονός ότι «η ιστορία καλείται να διδάξει τα κατορθώματα των προγόνων και να σφυρηλατήσει την εθνική υπερηφάνεια και ενότητα., ενώ η γλώσσα και η γεωγραφία επιβεβαιώνουν τη συνέχεια στο χρόνο και στον χώρο».

Θα ήθελα ειλικρινά να μου λέγατε, αν η παράγραφος αυτή αναφέρεται θετικά ή αρνητικά στον τρόπο που το σχολείο αντιμετωπίζει τα προβλήματα αυτά. Μιας και δεν το λέτε φανερά. Όμως αφήνετε να υπονοηθεί, ότι όλες αυτές οι ιδέες περί έθνους και εθνικής ταυτότητας αποτελούν σύμπτωμα που μας επιβλήθηκε από την «ρομαντική αντίληψη της ιστορίας στο τέλος του 19ου αιώνα. Άρα ξεπερασμένες και αντιεπιστημονικές σύμφωνα με την οπτική γωνία τη δική σας και των υπολοίπων συνεργατών σας που συμμετέχουν στην συγγραφή του εν λόγω βιβλίου.

Να όμως που τόσο εγώ όσο και οι γενιές των παππούδων μου αλλά και των συμμαχητών και συνοδοιπόρων μου στους δρόμους των εθνικών αγώνων και στις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ελληνικής τέχνης διαπνεόμεθα σε κάθε μας βήμα και προσπάθεια από αυτές ακριβώς τις ιδέες που καταγγέλλετε ως ξεπερασμένες και ευτελή ως φαίνεται προϊόντα μιας ξεπερασμένης πια ρομαντικής αντίληψης. Και μόνο μ’ αυτή την παράγραφο, μου ζητάτε να απαρνηθώ τον εαυτό μου, τη ζωή μου, τις ιδέες και το έργο μου. Και όχι μόνο από εμένα αλλά όπως αποδεικνύεται από τις πράξεις και τα έργα τους, ΟΛΟΥΣ σχεδόν τους νεοέλληνες, ανώνυμους και επώνυμους που από το 1821 έως σήμερα πίστεψαν ακριβώς σ’ αυτά που θεωρείτε ότι κακώς διδάσκονται σήμερα στο ελληνικό σχολείο. Άλλωστε αμέσως μετά διευκρινίσατε ότι «στις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες για το εθνικό φαινόμενο η ρομαντική αντίληψη για το έθνος έχει γίνει αντικείμενο κριτικής… Οι σύγχρονες θεωρήσεις (…) συγκλίνουν στην παραδοχή ότι η έννοια του έθνους είναι σχετικά πρόσφατη, αλλάζει μέσα στο χρόνο» και παρακάτω αποκαλείτε «φανταστική κοινότητα» του έθνους που στηρίζεται στη νέα νοηματοδότηση (ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τον όρο) υπαρκτών κοινών χαρακτηριστικών» και όλα αυτά τα προσφέρει «η εθνική ταυτότητα» (που ήρθε) «να αντικαταστήσει το κενό που δημιούργησε η κατάλυση των παραδοσιακών μορφών κοινωνικής οργάνωσης».

«Καθώς διευρύνεται το σχετικά πρόσφατο ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημών για το εθνικό φαινόμενο, η ρομαντική αντίληψη για το έθνος έχει γίνει αντικείμενο κριτικής τα τελευταία χρόνια. Οι σύγχρονες θεωρήσεις, παρά τις σημαντικές διαφορές τους ως προς την προέλευσή τους, συγκλίνουν στην παραδοχή ότι η έννοια του έθνους είναι σχετικά πρόσφατη, αλλάζει μέσα στο χρόνο και μπορούμε επομένως να κάνουμε την ιστορία της: πιο συγκεκριμένα η έννοια του έθνους όπως χρησιμοποιείται σήμερα διμορφώθηκε ιστορικά τα τελευταία διακόσια χρόνια και συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία των εθνών-κρατών (Noiriel 1991). Η εθνική ταυτότητα ήρθε να αντικαταστήσει το κενό που δημιούργησε η κατάλυση των παραδοσιακών μορφών κοινωνικής οργάνωσης και να προσφέρει στα μέλη των σύγχρονων κοινωνιών νέα βάση κοινωνικής συνοχής μέσα από τη δημιουργία της «φαντασιακής κοινότητας» του έθνους, που στηρίζεται στη νέα νοηματοδότηση υπαρκτών κοινών πολιτισμικών χαρακτηριστικών». (σελ. 31)

Γιατί τάχα πολύπλοκες εγκεφαλικές αναλύσεις για αυτονόητα γεγονότα, όπως είναι η συνεχής ανανέωση των μορφών της κοινωνικής συγκρότησης, για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το έθνος αποτελεί μια «φανταστική κοινότητα»; Αλήθεια, τι θα πει αυτό; Το έθνος σε σχέση με την κοινωνία είναι η ψυχή σε σχέση με το σώμα. Κι εδώ είναι πιστεύω, το λάθος της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης, που επαγγέλλεσθε. Γιατί επιχειρεί να αναλύσει και να εξηγήσει μορφές και λειτουργίες που αφορούν την κοινωνία-σώμα και όχι το έθνος-ψυχή. Που δεν αναλύεται ούτε εξηγείται, γιατί όπως και τα φαινόμενα της θρησκείας και της τέχνης, ανάγεται στην μεταφυσική και στην υπέρβαση. Στο υπερλογικό και ανεξήγητο.

Αν και για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, πέραν του γεγονότος ότι για την παμψηφία θα έλεγα των νεοελλήνων -ανωνύμων και επωνύμων- δεν αποτελούσε και αποτελεί μόνο ένα είδος θρησκευτικής πίστης (άκρως αντιεπιστημονικής βεβαίως για σας) υπάρχουν απτές αποδείξεις ότι ορισμένοι βασικοί άξονες του πνευματικού κόσμου των αρχαίων Ελλήνων κατάφεραν να διατηρηθούν και να φτάσουν ως τις μέρες μας. Λ.χ. είναι πασίγνωστη η διάρκεια της ελληνικής γλώσσας. Δεν είναι όμως γνωστή η διάρκεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής μέσω των βασικών μουσικών κλιμάκων, που παρέμειναν αναλλοίωτες, καθώς οι αρχαίοι μουσικοί τρόποι πέρασαν ατόφιοι στη Βυζαντινή μουσική με το νέο όνομα «ήχοι» κι από κει δια μέσου της αραβικής μουσικής και με καινούριο όνομα, «δρόμοι», δημιούργησαν το ρεμπέτικο τραγούδι από το οποίο προήλθε τόσο η σύγχρονη λαϊκή μας μουσική όσο και η έντεχνη-λαϊκή μουσική, μέσα στην οποία συνενώθηκε η μουσική με την ποίηση. Δηλαδή το φαινόμενο που χαρακτήριζε την αρχαία μουσική, δεδομένου ότι τότε με τον όρο «μουσική» εννοούσαν αποκλειστικά την σύζευξη Μουσικής και Λόγου.

Ένα άλλο σημαντικό δημιούργημα των αρχαίων, υπήρξε ως γνωστόν και η Δημοκρατία και μάλιστα η άμεση Δημοκρατία. Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους και σχεδόν έως σήμερα στην Ευρώπη κυριάρχησαν συστήματα συγκεντρωτικά, βασιλείες αυτοκρατορίες, δικτατορίες, σοσιαλιστικές εξουσίες. Η χώρα μας κατακτήθηκε για τέσσερις αιώνες από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Εν τούτοις και κάτω από αυτές τις καταλυτικές συνθήκες οι ελληνικές κοινότητες, μέσα και έξω από τον γεωγραφικό μας χώρο, κυβερνήθηκαν με δημοκρατικό τρόπο. Οι κάτοικοι λ.χ. ενός χωριού εξέλεγαν τακτικά με καθολική ψηφοφορία την διοικητική και τη δικαστική τους εξουσία. Κι αυτό αντανακλάται στο Σύνταγμα της Επιδαύρου, μέσα στο οποίο ρητώς αναφέρεται ότι απαγορεύονται οι «τίτλοι ευγενείας». Άλλωστε αυτό το δημοκρατικό φρόνημα μπορούμε να πούμε ότι παραμένει έως σήμερα βασικό γνώρισμα της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Κι αυτό σε πείσμα των προσπαθειών των ξένων δυνάμεων να επιβάλουν τις γνωστές δυναστείες των Βαυαρών και των Γλύξμπουργκ. Γεγονός που αρνείσθε πεισματικά να παραδεχτείτε. Δηλαδή το γεγονός των συνεχών παρεμβάσεων των ξένων στην χώρα μας, που υπήρξαν πρόξενοι των μεγαλυτέρων εθνικών μας καταστροφών. Όπως της Μικρασιατικής, του Εμφυλίου, της Κύπρου και τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας.

Συμφωνώ μαζί σας στην παράγραφο της σελ. 33, ότι τα κριτήρια με τα οποία ορίζεται ένα έθνος είναι πολιτισμικού χαρακτήρα: καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και παραδόσεις, μύθοι, ιστορίες, μνήμες.

«Όπως χαρακτηριστικά δείχνουν οι παραπάνω έρευνες, τα κριτήρια με τα οποία ορίζεται το έθνος είναι πολιτισμικού χαρακτήρα: καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και παραδόσεις, μύθοι, ιστορικές μνήμες. Τα πολιτισμικά αυτά κριτήρια, που θεωρούνται κοινά, προσδιορίζουν τον συμβολικό και τον φυσικό χώρο του έθνους. Οτιδήποτε διαφορετικό θεωρείται ότι βρίσκεται έξω από το έθνος και συνήθως απορρίπτεται. Έτσι τα έθνη έχουν προσδιοριστεί ιστορικά κατά κύριο λόγο μέσα από τις διαφορές τους από και σε σύγκριση με άλλα έθνη. Αυτή τη συνεχής διαδικασία ετεροπροσδιορισμού συμβάλλει στην αέναη αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας ως μοναδικής και ομοιογενούς και στηρίζει την τάση της να αρνείται τόσο τις ομοιότητες με καθετί έξω από αυτήν όσο και τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της».

Όμως διαφωνώ με την άποψή σας πως «ό,τι είναι διαφορετικό, θεωρείται ότι βρίσκεται έξω από το Έθνος, συνήθως απορρίπτεται». Και ακόμα ότι «η συνεχής διαδικασία ετεροπροσδιορισμού συμβάλλει στην αέναη αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας ως μοναδικής και ομοιογενούς και στηρίζει την τάση της να αρνείται τόσο τις ομοιότητες με κάθε τι έξω από αυτήν όσο και τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της».

Χωρίς ίσως να το θέλετε, φορτώνετε με αρνητικές ιδιότητες το Έθνος και την εθνική ταυτότητα, μιας και για να υπάρξουν κατά τη γνώμη σας, πρέπει πρώτον να ετεροπροσδιορισθούν και δεύτερον να «απορρίψουν» δηλαδή να κλειστούν στο καβούκι τους. Συμφωνούν άρα γε αυτές οι διαπιστώσεις με το ελληνικό έθνος; (Για να αρκεστούμε στη δική μας ιστορική εμπειρία). Γιατί όλα τείνουν να αποδείξουν ότι ο,τιδήποτε καλό και θετικό έγινε ως τώρα, οφείλεται στο γεγονός ότι είχαμε και έχουμε ανοιχτές θύρες (τουλάχιστον ως προς τον πολιτισμό) και προς Ανατολάς και προς Δυσμάς όπως και προς Βορρά. Έτσι ό,τι υπήρξε και ό,τι υπάρχει, αποτελεί δημιουργική πρόσμιξη διαφόρων ιδεών και πολιτισμών, ακόμα και τρόπων ζωής.

Ήμαστε πάντοτε ανοιχτοί κατά το παράδειγμα του Ρήγα Φεραίου, που ενώ σάλπιζε την επανάσταση των Ελλήνων, οραματιζόταν την μεγάλη οικογένεια των Βαλκανικών λαών. Το ίδιο που κάναμε κι εμείς στην Εθνική Αντίσταση, που αγωνιζόμαστε όχι μόνο για την δική μας ελευθερία αλλά και για την «πανανθρώπινη τη λευτεριά». Και μη μου πείτε ότι επηρεάστηκαν από την ρομαντική άποψη περί έθνους οι φουστανελάδες αγράμματοι ως επί το πλείστον Έλληνες επαναστάτες, όταν το Σύνταγμα της Επιδαύρου στα 1822 διακήρυσσε την ανασύσταση του ελληνικού έθνους αποτελώντας παράλληλα το δημοκρατικότερο Σύνταγμα όλων των εποχών, μιας και είχαν ανοιχτά τα μυαλά τους στις επιρροές της Γαλλικής και της Αμερικανικής ακόμα επανάστασης. Για να ετεροπροσδιοριστούμε θα πρέπει να είμαστε ανίκανοι να αυτοπροσδιοριζόμαστε κάθε στιγμή (ακόμα και σήμερα), ενώ η εθνική μας ταυτότητα υπήρξε και είναι τόσο ισχυρή, ώστε να μην έχουμε ούτε να θέλουμε να έχουμε εχθρούς, για να είμαστε αυτοί που είμαστε. Άλλωστε η βασική εξωτερική μας πολιτική ως τώρα υπήρξε και είναι αμυντική με εξαίρεση την τυχοδιωκτική εκστρατεία στην Τουρκία, που μας κόστισε τόσο ακριβά.

Και γιατί δεν ρωτάτε και μας (όσους επιζήσαμε), που περάσαμε μέσα από το καμίνι της ξένης κατοχής, να σας πούμε από πού αντλούσαμε τη δύναμη και το θάρρος να αναμετρηθούμε ίσος προς ίσον με την τερατώδη Χιτλερική μηχανή θανάτου; Μονάχα με την σκέψη ότι στο βάθος είμαστε ανώτεροι από αυτούς! (Εξ άλλου σ’ αυτό μας βοηθούσε η μετατροπή των εχθρών μας σε μια συμπαγή μάζα αιμοδιψών βαρβάρων). Γιατί; Γιατί ανήκαμε σε ένα Έθνος πολύ ανώτερο απ’ αυτούς στον πνευματικό και πολιτισμικό κυρίως χώρο από τον Αισχύλο και τον Πλάτωνα έως τον Σολομό, τον Παλαμά και τον Καβάφη. Και όσοι είμαστε μορφωμένοι, το ηθικό μας ανάστημα έπαιρνε συνειδητά δύναμη απ’ αυτούς. Όσο για τους αμόρφωτους αλλά γενναίους, αντλούσαν δύναμη όπως οι αγωνιστές του ΄21 από τα «μάρμαρα». Αν όλα αυτά είναι «παραμύθια», τότε ό,τι υπήρξε θετικό και ξεχωριστό ως τώρα, ας πούμε ότι ήταν και είναι «παραμύθι». Τότε για ποιον λόγο θέλετε να το κατεδαφίσετε; Δεν ξέρετε ότι έτσι σκοτώνετε την ψυχή μας; Χάρη στην οποία είσθε κι εσείς σήμερα ελεύθερη;

Όπως ασφαλώς καταλαβαίνετε, για μένα προσωπικά δεν υπάρχει καν ερώτημα «Τι είν’ η πατρίδα μας;». Για όλους όσους αφιέρωσαν το έργο και κυρίως τη ζωή τους ολόκληρη σ’αυτή την πατρίδα -και είναι χιλιάδες, εκατομμύρια Έλληνες, επώνυμοι ή ανώνυμοι, νεκροί ή ζωντανοί, δεν υπάρχουν τέτοια ερωτήματα, γιατί αυτοί οι ίδιοι είναι η πατρίδα…

Γι’ αυτό σας παρακαλώ και εύχομαι να λάβετε σοβαρά υπ’ όψιν την μαρτυρία ενός ελεύθερου Έλληνα και να σταματήσετε αυτή την εκστρατεία, που μόνο δεινά μπορεί να φέρει στον ήδη δοκιμαζόμενο λαό μας.

Σας χαιρετώ,

Μίκης Θεοδωράκης

ΥΓ. Επειδή θεωρώ ότι με την απάντησή μου αυτή μου δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξω ορισμένα ουσιαστικά επιχειρήματα στην προσπάθειά μου να διαφωτίσω όσο γίνεται πληρέστερα τον ελληνικό λαό για τα κίνητρά μου στον αγώνα που ξεκίνησα και συνεχίζω, είμαι υποχρεωμένος να την δημοσιεύσω στο διαδίκτυο, όπως έκανα έως τώρα, δεδομένου ότι τα ισχυρά ΜΜΕ προς το παρόν αποφεύγουν ακόμα και να αναφερθούν στις απόψεις μου καταφεύγοντας ως συνήθως σε ύβρεις…Αυτό θα πει ελευθερία τύπου!

Πηγή: http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=4079

«Θέλω νὰ μιλήσω ἁπλὰ κι ἀληθινά»-Πρεσβυτέρου π. Σταύρου Τρικαλιώτη


[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως:Σέ μιά ἐποχή ὅπου κυριαρχεῖ ἡ διπλωματία καί τό ψεῦδος, ἡ διγλωσσία καί ἡ προβολή τῆς μισῆς ἀλήθειας, οἱ σκοπιμότητες καί ἡ ἰδιοτέλεια, τό ἄρθρο τοῦ π. Σταύρου πού ἀκολουθεῖ βάζει τά πράγματα μέ τή σειρά, ἔτσι γιά νά καταλαβαινόμαστε σέ μιά ἁπλῆ κι ἀληθινή γλῶσσα. ᾿Ιδίως στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ ἁπλῆ κι ἀληθινή γλῶσσα πρέπει νά εἶναι κανόνας ἀπαράβατος. Εἴθε... ]

« γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»


Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ παραλογισμοῦ, ὅπου οἱ λέξεις ἔχουν χάσει τὸ πραγματικό τους νόημα. Δὲν ὑπάρχει κοινὰ ἀποδεκτὸς κώδικας ἐπικοινωνίας. Ὁ καθένας λέει ὅ,τι θέλει, ὅπως τὸ θέλει. Παύσαμε νὰ ὁμιλοῦμε καθαρὰ καὶ ξάστερα, ὅπως λέει κι ὁ λαός μας. Ἄλλοτε ὁμιλοῦμε μὲ ὑπονοούμενα, ἄλλοτε διπλωματικά, ἄλλοτε συμφεροντολογικά, ἄλλοτε ἀποκρύπτουμε γεγονότα καὶ καταστάσεις.

Ἡ διγλωσσία -ἡ ὑποκριτικὴ δηλαδὴ ἔκφραση διαφορετικῶν ἀπόψεων ἀναλόγως πρὸς τὴν περίσταση- ἔγινε ἕνα ροῦχο ποῦ φοριέται πολὺ συχνὰ στὶς μέρες μας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θά μᾶς πεῖ ὅτι ὁ δίγλωσσος, ὅταν βρεθεῖ σὲ κάποια πολυπληθὴ συγκέντρωση ἄλλα γεγονότα τὰ ἀναφέρει καὶ γιὰ ἄλλα σιωπᾶ, ἀνάλογα πρὸς τὸ συμφέρον του. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μας προτρέπει: «Ψίθυρον (=αὐτὸν ποὺ κατακρίνει κρυφὰ καὶ σὲ στενὸ κύκλο) καὶ δίγλωσσον (= διπρόσωπον) καταρᾶσθε, πολλοὺς γὰρ εἰρηνεύοντας ἀπώλεσαν» Σόφ. Σειράχ κη, 13). Μιὰ ἄλλη παρεμφερὴς πληγή στὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία εἶναι καὶ τὰ διφορούμενα λόγια καὶ διατυπώσεις, οἱ διαφορετικὲς δηλαδὴ ἐκδοχὲς στὸν τρόπο κατανοήσεως μιᾶς λέξης. Ὅταν μάλιστα ἀφοροῦν θέματα δογματικὰ ἢ θέματα πίστεως, τότε ὁ κίνδυνος εἶναι ἐμφανής.

Εἶναι πολὺ σημαντικὰ ὅσα μᾶς λέει σχετικὰ ὁ πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης: «Ἡ εἰλικρίνεια στὴ χρήση καὶ ἑρμηνεία τῶν λέξεων εἶναι θέμα σεβασμοῦ τῶν ἀρχῶν τῆς ἐπικοινωνίας καὶ μαζί της ἠθικῆς τῆς γλώσσας. Γιατὶ κάθε ἠθελημένη ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιεῖς ὁ ἴδιος ἢ κάθε παραποίηση τῆς σημασίας τῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄλλος, ὁδηγοῦν σὲ στρέβλωση τῆς ἐπικοινωνίας καὶ νόθευση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων» (Τὸ Βῆμα, 14/ 4/ 2002).

Μερικὲς φορὲς κυριαρχεῖ στὶς σκέψεις μας ἕνας φτηνὸς λαϊκισμὸς εὐρείας καταναλώσεως. Ἄλλοτε παγιδευόμαστε στὴν στείρα κομματικὴ γραμμὴ καὶ γιατὶ ὄχι ἐκκλησιαστικὴ γραμμή - καλύτερα παραταξιακή, ποὺ ἔχει σχέση μὲ πρόσωπα καὶ ἰδιοτελὴ συμφέροντα, ἡ ὁποία δυστυχῶς διχάζει καὶ δηλητηριάζει τὸ ποίμνιο-, ποὺ συνθλίβει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ποὺ τοῦ δίνει ἕτοιμα ἑρμηνευτικὰ ἐργαλεῖα. Ἄλλοτε χρησιμοποιοῦμε ἕνα λόγο ἀμφίσημο. Ἄλλοτε συνθηματικό. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο νὰ πείσουμε τὸν ἄλλο μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα, ὅσο νὰ περάσουμε τὴ γραμμή μας, χρησιμοποιώντας δογματικὰ «κλισὲ» καὶ φθηνὴ προπαγάνδα.

Ἔτσι ὅμως χάνουμε τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης, τὴν χαρὰ τῆς πρωτοτυπίας. Γινόμαστε ἄνθρωποι καλούπια, «στρατιωτάκια ἀκούνητα, ἀμίλητα κι ἀγέλαστα» , γιὰ νὰ θυμηθοῦμε ἕνα παιχνίδι ποὺ παίζαμε μικροί. Ἂν κάποιος τολμήσει νὰ ἀρθρώσει ἕνα λόγο ἀληθινό, ἐλεύθερο, ἀπεγκλωβισμένο ἀπὸ νοσηρὲς νοοτροπίες καὶ σκοπιμότητες, ἅμα βγεῖ ἀπὸ τὸ «μανδρί», τὸν τρώει ὁ λύκος τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀπομόνωσης, τῆς περιθωροποίησης.

Κι ὅμως, ὅλοι μας θέλουμε οἱ ἄλλοι νά μᾶς ὁμιλοῦν τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας· ὄχι νὰ ὑφιστάμεθα τὴν παραπλάνηση τῆς μισῆς ἀλήθειας, τῆς κομμένης καὶ ραμμένης κατὰ τὰ μέτρα καὶ σταθμὰ κάποιων ποὺ ἐπιδιώκουν τὸν ἔλεγχο τῆς κοινῆς γνώμης. Θέλουμε, μὲ ἄλλα λόγια, οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε νὰ ἔχουν ἕνα ἀντίκρυσμα, νὰ μὴν εἶναι λόγια τοῦ ἀέρα, κουβέντες ποὺ λέγονται σήμερα γιὰ λαϊκὴ κατανάλωση.

Ὁ Κύριός μας μᾶς συνέστησε νὰ μὴν ὁρκιζόμαστε καθόλου, ἀντιθέτως οἱ ἄλλοι ὀφείλουν νά μᾶς πιστεύουν μόνο μὲ τὴν ἁπλὴ διαβεβαίωση ἢ ἄρνησή μας: « Ὁ λόγος σας ἄς εἶναι ναὶ ναὶ, ὄχι ὄχι. Τὸ ἐπιπλέον ἀπὸ αὐτὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρό» (Ματθ. ε, 37). Ὁ ἴδιος δέχτηκε τὸν ὕπουλο πόλεμο τῶν ὑποκριτῶν Φαρισαίων οἱ ὁποῖοι τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν φθόνο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν παγιδεύσουν «ἐν λόγῳ». Ὁ λόγος τους δηλαδὴ ὑπηρετοῦσε τοὺς σκοτεινοὺς σκοπούς τους. Ἐκεῖνος ὅμως ξεσκέπαζε τὴν ψευτιά τους καὶ τὰ δικολαβικὰ τους κατασκευάσματα. Συνήθως οἱ ψεύτικοι λόγοι τῶν ἀνθρώπων δείχνουν μιὰ ἐσωτερικὴ φτώχεια, ἕναν εὐτελισμὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὄχι σπάνια ὑποδηλώνουν καὶ μιὰ μετάθεση εὐθυνῶν, μιὰ ἐγωϊστικὴ καὶ ὠφελιμιστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωή. Τὸ ψέμα ἀρχίζει νὰ μπαίνει στὴ ζωὴ τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Τὴν δηλητηριάζει ἤδη μὲ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας. Εἰσηγητὴς καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνέκαθεν ὡς ἔργο του τὴ διαβολή, τὴ συκοφαντία.

Ἀντίθετα, ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας τῶν φώτων, τῆς ἀλήθειας. Ὁ Κύριός μας μᾶς ἔχει πεῖ: « γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. η, 32). Ἡ ἀλήθεια παύει πλέον νὰ εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια καὶ ἐνσαρκώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ, 6). Ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἄνθρωποι ἀτόφιοι καὶ φωτεινοί, πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ καὶ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε νὰ φωτίσει εὐεργετικὰ τὸ ἐσωτερικό μας σκοτάδι.

Οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τὸ σκοτάδι, τὸ ψέμα καὶ τὴν ὑποκρισία, ὅταν τὰ ἔργα τους εἶναι πονηρὰ καὶ σκοτεινά. Τότε μηχανεύονται ἐναντίον τοῦ διπλανοῦ τους συκοφαντίες καὶ κατηγορίες. Δὲν ἀντέχουν τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴν γίνουν φανερὰ τὰ ἔργα τους.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως τῆς ἀλήθειας πλησιάζει τὸν Χριστὸ (Ἐφεσ. γ, 20-21), «καθαρίζεται ἐσωτερικὰ καὶ γίνεται δεκτικὸς τοῦ πνευματικοῦ φωτός, τὸ ὁποῖο καταφωτίζει τὸ νοῦ του, ὥστε νὰ κατανοεῖ πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὶς αἰσθήσεις του» (Ἅγιος Μάξιμος Ὀμολογητής). Μόνο τὸ ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. ιστ, 13).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καλεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἕνα εἰλικρινὴ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του. Σὲ μιὰ ὀδυνηρὴ μὰ καὶ συνάμα σωτήρια συνάντηση μὲ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ κρύβουμε μέσα μας, τὸν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Μᾶς καλεῖ νὰ βγάλουμε ἀπὸ πάνω μας σὰν ἕνα βρώμικο ροῦχο τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν ὑποκρισία καὶ νὰ πλησιάσουμε τὸν διπλανό μας μὲ ἀγάπη, σεβασμὸ καὶ ἀνιδιοτέλεια.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ θελήσει νὰ ἀποκαταστήσει γνήσιες ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ συνάμα νὰ εἶναι ἀναπαυμένος μὲ τὴ συνείδησή του θὰ τὸ ἐπιτύχει μόνο διὰ τοῦ Μυστυρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ Ἅγιον Πνεῦμα «ἀναμορφώνει τὴν ψυχὴ ἡ ὁποία ἐφθάρη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάνει ἄφθαρτη καὶ μεταβάλλει σὲ μιὰ καινούργια ζωὴ ὅ,τι πάλιωσε ἀπὸ ραθυμία καὶ ἐφθασε στὸν ἀφανισμό» (Ἁγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

Ὁ Μακρυγιάννης ἔλεγε μὲ πόνο: « Ἀλήθεια, ἀλήθεια, πικριὰ ὅπου εἶσαι». Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια ὅταν λέγεται εἶναι πικρή. Μοιάζει σὰν τὸ νυστέρι τοῦ χειρουργοῦ ποὺ μπαίνει βαθιὰ μὲς στὸ κόκκαλο γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν πληγή. Ἡ ἀλήθεια ὅμως πρέπει νὰ λέγεται ὁποιοδήποτε κόστος κι ἂν ἔχει. Ἡ ἀπόκρυψη τῆς ἀλήθειας, ὅσο περίτεχνα κι ἂν γίνεται, στρέφεται τελικὰ ἐναντίον τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν: «Ἀληθείας ἔχου», δηλαδὴ νὰ εἶσαι προσηλωμένος στὴν ἀλήθεια καὶ ὁ Πυθαγόρας τόνιζε: «Τὸ νὰ κρύβεις τὴν ἀλήθεια εἶναι σάν νὰ θάβεις χρυσάφι».

῾Η ἀλήθεια εἶναι τόσο πολύτιμη πού δέν μποροῦμε νά τή θυσιάζουμε καί νά τή θάβουμε χάριν τῶν ὁποιοδήποτε σκοπιμοτήτων, ἔστω καί χάριν τῆς ὁμονοίας. «Μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας» τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 17, 492). Οὔτε καί γι᾿ αὐτήν ἀκόμα τήν ἀγάπη - τήν μητέρα καί τό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν- δέν πρέπει νά ἀποκρύβουμε τήν ἀλήθεια. ῎Αλλωστε χαρακτηριστικό τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον κατά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι «νά μήν ἐπιζητοῦμε τό δικό μας συμφέρον, ἀλλά ὅσα εἶναι συμφέροντα γιά τήν ψυχή καί τό σῶμα αὐτοῦ πού ἀγαποῦμε» (P.G. 31, 771BC).

᾿Ολέθριο ρόλο στήν ἀπόκρυψη τῆς ἀλήθεια παίζουν καί οἱ παντός εἴδους κόλακες, πού ἀφθονοῦν στίς μέρες μας καί μέ τέχνη ἀποκρύπτουν τήν ἀλήθεια "πρός ἴδιον ὄφελος". Γι᾿ αὐτό καί ὁ ᾿Ισοκράτης κάνει τήν διαχρονική ὑπενθύμιση: «Μίσει τοὺς κολακεύοντας ὥσπερ τοὺς ἐξαπατῶντας· ἀμφότεροι γὰρ πιστευθέντες τοὺς πιστεύσαντας ἀδικοῦσιν» (Πρὸς Δημόνικον, 30, 1-3). Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴν ἐπιστήμη, ὅταν ἀποκρύπτεται ἡ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια. Δὲν μποροῦν νὰ οἰκοδομηθοῦν σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, ὅταν δὲν θεμελιώνονται στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἔχει χάσει τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν συνάνθρωπό του. Παντοῦ κυριαρχεῖ ἡ καχυποψία. Τὸ ψεῦδος θριαμβεύει. Στὶς διαφημίσεις, στὴν ἐνημέρωση (καλύτερα γράψε: ἔμμισθη συσκότιση), στὴν πολιτική, στὶς κάθε εἴδους συναλλαγές. Κανένας δὲν εἶναι σίγουρος γιὰ κανένα. Ἡ ζωή μας κατάντησε δύσκολη ἢ καλύτερα τὴν καταντήσαμε δύσκολη, ἀνυπόφορη, ἀβέβαιη. Ὁ διπλανός μας ἔγινε ἡ κόλασή μας, ἀντὶ νὰ ἀποτελεῖ πηγὴ χαρᾶς καὶ παρηγοριᾶς.

Φτάσαμε στὸ ἄκρον ἄωτον τῆς ὑποκρισίας, ὥστε τὰ λεγόμενα ἰσχυρὰ χριστιανικὰ κράτη νὰ βαπτίζουν ξεδιάντροπα τὸν πιὸ φρικτὸ πόλεμο καὶ τὰ πιὸ ἀνηλεὴ βασανιστήρια ἀντίσταση κατὰ τῆς διεθνοῦς τρομοκρατίας κι ἄς κρύβονται ἀπὸ πίσω τὰ συμφέροντα τῶν σωτήρων τοῦ πλανήτη.

Πότε ἐπιτέλους θὰ μάθουμε νὰ μιλοῦμε τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας, τὴ γλώσσα τῶν παιδιῶν ποῦ περιμένουν ἀπό μᾶς ἕναν καλύτερο κόσμο; Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἔγραφε: «Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νά μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη». Ἐγὼ θὰ πρόσθετα «ἁπλὰ κι ἀληθινὰ καί ἐν Χριστῷ». Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη ᾿Αλήθεια, ἡ Αὐτοαλήθεια.

Θὰ κλείσω μὲ τὰ λόγια τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος διετράνωνε: "῾Η ζωή ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀλήθεια ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἥλιος ἄνευ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σύμπαντα χωρὶς Αὐτόν, -ὅλα εἶναι τρομερά ἀνοησία, ἀνυπόφορον μαρτύριον, σισύφειον βάσανον, κόλασις! Δέν θέλω οὔτε τὴν ζωήν, οὔτε τὸν θάνατον ἄνευ Σοῦ, Γλυκύτατε Κύριε! Δέν θέλω οὔτε τὴν ἀλήθειαν, οὔτε τὴν δικαιοσύνην, οὔτε τὸν παράδεισον, οὔτε τὴν αἰωνιότητα. ῎Οχι, ῎Οχι! ᾿Εσένα μόνον θέλω, ᾿Εσὺ μόνον νὰ εἶσαι εἰς ὅλα, ἐν πᾶσι, καὶ ὑπεράνω ὅλων!... ῾Η ἀλήθεια, ἐὰν δέν εἶναι ὁ Χριστός, δὲν μοῦ χρειάζεται, εἶναι μόνον μία κόλασις" (῎Ανθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, ἐκδ. ᾿Αστήρ, σελ. 183-184, ᾿Αθῆναι 1981).

Εκτύπωση κειμένου Αποθήκευση κειμένου σε '.pdf'

ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: "Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.



Νίκος Καζαντζάκης - Στα Καρούλια, 1914


[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: ῾Η Νίκος Καζαντζάκης ἐπισκέφτηκε κάποτε τά φοβερά Καρούλια, ὅμως ἡ ἑωσφορική ἀλαζονεία -ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ- τόν ἔκανε νά διαλέξει (αἵρεση=ἐκλογή, ἐπιλογή τοῦ λανθασμένου, ἀπό τό αἱρέω-ῶ) τό δικό του κόσμο. Εἶχε λογοτεχνική πένα καί ἔμπνευση. Τοῦ ἔλειπε ὅμως τό ταπεινό φρόνημα. ῾Ο Κύριος ὄμως «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». ῾Ο γέροντας ἀσκητής μᾶς δείχνει τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή Θεία Βασιλεία καί λέγεται ΑΝΗΦΟΡΟΣ...]

(...) Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ. Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ' έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλο.

(...) (᾿Ασκητής Καρουλίων Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης πρός Καζαντζάκη):Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.

(...) ᾿Ασκητής:- "Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος"

Τελείωνε πια το προσκύνημά μας. Τις παραμονές του μισεμού πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν' ανέβω στ' άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους. Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη θάλασσα, κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ότι έχουν, για να μην αφήσουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας. Πολλοί από τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται. Θαρρούν πώς έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον γκρεμό και γκρεμίζουνται. Κάτω ο γιαλός είναι γεμάτος κόκκαλα.
Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης. Αυτόν κίνησα να δω. Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ. Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ' έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Έφτασα κατά το μεσημέρι στ' ασκηταριά. Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα. Σα να χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του. Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός. Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου δείξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του γκρεμού.

Πήρα ν' ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τα αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά-σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο. Έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδω η φωνή του ανθρώπου.
Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός, ένα πρόσωπο χλωμό, δυό χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:
- Καλώς τον!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρύπνιες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα. Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.
- Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ώρα σωπαίναμε. Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν' ανέβει στον ουρανό. Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει. Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει.
Δεν ήξερα τι να πω, από που ν' αρχίσω. Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μου φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου. Ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.
Αποκότησα τέλος:
- Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
- Όχι πια, παιδί μου. Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό.
- Με το Θεό! έκαμα ξαφνιασμένος κι ελπίζεις να νικήσεις;
- Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.
- Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
- Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
- Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.
- Ένας μονάχα δρόμος.
- Πώς τον λέν;
- Ανήφορο. Ν' ανεβαίνεις ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από τη χαρά στον πόνο. Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.
- Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω.
Aπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:
- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος.
Ανατρίχιασα.
- Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.
- Ο Χάρος αγαπάει τους νέους. Η Κόλαση αγαπάει τους νέους. Η ζωή ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!
Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:
- Είσαι έτοιμος; μου κάνει.
Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.
- Όχι! φώναξα.
- Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις. Δε φοβάσαι;
- Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε ! πόρτα της Παράδεισος. Μα θ' ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; Θ' ανοίξει; είσαι σίγουρος;
Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του. Αναστέναξε. Και σε λίγο:
- Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.
- Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.
- Αλίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού. Η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.
- Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, ! καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, θ' ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ' ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου. Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».
Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου. Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω.
- Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. Ακουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε: «Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;
Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.
Τί συντριβάνι;
Τα δάκρυα των κολασμένων».
Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.
- Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη. Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!
Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:
- Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι ! φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Αγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.
- Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.
- Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε. Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει. Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση; Όταν στράφηκε στx Θεό κι είπε: Εγώ. Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ'; το καλά στx νου σου:
- Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει ! ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί ναι ο θάνατος, θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν. Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
- Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
- Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς. Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
- Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
- Χαιρετίσματα στον κόσμο.
- Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.