"Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται" (π. Παΐσιος)
Ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος μιλώντας από την εμπειρία της μεγάλης δοκιμασίας του έλεγε: «Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται... Μεγάλη τιμή θα μου έκαμε ο Χριστός να υπέφερα ακόμη περισσότερο για την αγάπη Του, αρκεί να με ενίσχυε, ώστε να αντέχω, και μισθό δεν θέλω... Όσο ωφελήθηκα από την αρρώστια δεν ωφελήθηκα από όλη την άσκηση πού είχα κάνει μέχρι τότε». «Μεγάλο πράγμα η υγεία, άλλα και το καλό πού προσφέρει η αρρώστια, η υγεία δεν μπορεί να το δώση! Πνευματικό καλό! Είναι πολύ μεγάλη ευεργεσία, πολύ μεγάλη! Καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία, και μερικές φορές του εξασφαλίζει και μισθό. Η ψυχή του ανθρώπου Είναι σαν το χρυσάφι και η αρρώστια είναι σαν την φωτιά πού την καθαρίζει. Βλέπεις, και ο Χριστός είπε στον απόστολο Παύλο: Η δύναμις μου εν ασθένεια τελειούται. Οσο περισσότερο ταλαιπωρηθή με κάποια αρρώστια ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο εξαγνίζεται και αγιάζεται, αρκεί να κάμνη υπομονή και να την δέχεται με χαρά... Η σωματική αρρώστια βοηθά στην θεραπεία της πνευματικής αρρώστιας. Την εξουδετερώνει με την ταπείνωση που φέρνει».
* *
Αξίζει να αναφερθή εδώ η μαρτυρία μιας εκλεκτής ψυχής πού έπασχε από μυασθένεια πάνω από 30 χρόνια, και εκοιμήθη πριν από λίγο καιρό σε άσυλο ανιάτων:
«Η καρδιά μου αγαπούσε δυνατά τον Πλαστουργό της. Αυτός ήταν ο πλούτος και η τροφή μου! Άλλα αν όλα τα χρόνια ήμουν κάτω από την προστασία και την αγάπη Του, το 1980... βρέθηκα σε καταιγισμό αγάπης!... Από το κεφάλι μέχρι τα δάκτυλα των ποδιών μου ήμουν ακίνητη... Τα μάτια δεν άνοιγαν για να δουν, άλλα και όταν άνοιγαν τα έβλεπα ή θαμπά ή διπλά. Δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου,... τα πνευμόνια δεν λειτουργούσαν από μόνα τους. Είχα πάντα οξυγόνο, μερικές φορές και αναπνευστήρα... Είχα για 3 συνεχή χρόνια όρο χωρίς να παίρνω από το στόμα ούτε μια κουταλιά γάλα. Έτσι δοκίμασα στον τέλειο βαθμό της την πείνα και την δίψα... Η δόση των καθημερινών μου φαρμάκων έφθανε τα 60-70 χάπια με άδειο τελείως στομάχι. Πολλές φορές πλησίασα την γεύση του θανάτου.
Όλα αυτά φαίνονταν σαν ταλαιπωρίες, όμως η πραγματικότητα ήταν άλλη. Ποτέ δεν θα μπορέσω να περιγράψω την γλυκύτητα και την εσωτερική ανάπαυση και χαρά... Βυθίζομαι σε ωκεανούς χαράς και ευτυχίας. Και αιτία αυτών η μακροχρόνια ασθένεια μου».
Ό γέροντας Παΐσιος Διηγείται:
Κάποτε ήμουν επί δεκαπέντε μέρες άρρωστος με πυρετό, ρίγος, χωρίς σόμπα, μόνος, δεν μπορούσα να κάνω ένα τσάϊ, ούτε να βγω έξω. Πίστευα ότι θα πέθαινα, και έρριξα επάνω μου το Σχήμα του γέροντα μου, του παπα-Τύχωνα. Τότε αισθάνθηκα τέτοια χάρι! Βρέθηκα έξω από το Κελλί μου μέσα σε φως, και έβλεπα με άλλα μάτια τα πάντα. Τα πουλιά, τα ψάρια, τους πλανήτες, τον κόσμον όλον. Και όλα αυτά μιλούσαν και έλεγαν ότι, όλα τα έκανε ο Θεός για σένα, τον άνθρωπο.
Παρακαλούσα τον Θεό, όταν πεθάνω να είμαι μόνος, και μόνο μ' αυτή τη σκέψη πλημμύριζα από χαρά και αγαλλίαση. Η ανθρώπινη εγκατάλειψη και η στέρηση της ανθρώπινης παρηγοριάς φέρνει πλούσια την θεϊκή παρηγοριά .
πάρχουν και οι περιπτώσεις αγίων ανθρώπων πού ζήτησαν οι ίδιοι από τον Θεό να τους δώση μια αρρώστια. Και το ζήτησαν, ή για "να ξοφλήσουν" για τις αμαρτίες τους ή για να ανταποκριθούν στην μεγάλη αγάπη του Θεού ή, τέλος, για να βοηθηθούν κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Όσοι ζήτησαν αυτή την χάρι από τον Θεό, κινήθηκαν με μεγάλη αγάπη προς Αυτόν και προς τους ανθρώπους. Και η αγάπη τους αυτή τους έκαμε να είναι τα αγαπημένα παιδιά του Θεού. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή εκ μέρους μας μήπως επιχειρήσουμε να τους μιμηθούμε, ενώ βρισκόμαστε σε πολύ χαμη λότερα πνευματικά επίπεδα. Διότι τότε υπάρ χει κίνδυνος να γογγύσουμε εναντίον του Θεού πού παρεχώρησε την δοκιμασία μας, ενώ εμείς οι ίδιοι την είχαμε ζητήσει.
Έλεγε ο μακαριστός γέροντας Πορφύριος
Έλεγε ο μακαριστός γέροντας Πορφύριος: «Ευχαριστώ τον Θεό, πού μου έδωσε πολλές αρρώστιες. Πολλές φορές του λέω: "Χριστέ μου, η αγάπη σου δεν έχει όρια". Το πώς ζω είναι ένα θαύμα. Μέσα στις άλλες μου αρρώ στιες έχω και καρκίνο στην υπόφυση... Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι όμως σηκώνοντας τον Σταυρό του Χρίστου με υπομονή... Πονάω πο λύ, υποφέρω, άλλα Είναι πολύ ωραία η αρρώ στια μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χρίστου. Κατανύγομαι και ευχαριστώ τον Θεό. Είναι για τις αμαρτίες μου. Είμαι αμαρτωλός και προσπαθεί ο Θεός να με εξαγνίση. Όταν ήμουν δεκαέξι χρονών παρακαλούσα τον Θεό να μου δώση μια βαριά αρρώστια, έναν καρ κίνο, για να πονάω για την αγάπη Του και να Τον δοξάζω μέσα από τον πόνο... Ο Θεός δεν λησμόνησε το αίτημα μου, και μου έδωσε αυ τήν την ευεργεσία μετά από τόσα χρόνια! Τώ ρα δεν παρακαλώ τον Θεό να μου πάρη αυτό πού Του ζήτησα. Χαίρομαι πού το έχω, για να γίνω κι εγώ συμμέτοχος στα πάθη Του από την πολλή μου αγάπη. Έχω την παιδεία του Θεού. Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει. Η αρ ρώστια μου είναι μία ιδιαίτερη εύνοια του Θεού πού με καλεί να μπω στο μυστήριο της αγάπης Του... Γι' αυτό δεν προσεύχομαι να με κάνη ο Θεός καλά. Προσεύχομαι να με κάνη καλό».
Εάν ο πιστός συμμετέχει στην θεία Κοινωνία με την κατάλληλη προετοιμασία, με καθαρή εξομολόγηση, με νηστεία, με αγάπη προς τους αδελφούς, με πίστη και φόβο Θεού, τότε η συμμετοχή του είναι καρποφόρος πνευματικά. Ο άνθρωπος ενούται με τον Χριστό, ενούται με τους εν Χριστώ αδελφούς του. Δια της θείας Κοινωνίας ο πιστός γίνεται «σύσσωμος και σύναιμος» του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός, όταν για πρώτη φορά μίλησε για το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είπε: Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ. Με την θεία Κοινωνία γινόμαστε ένα κράμα με το πανάγιον Αίμα του Χριστού, γινόμαστε ένα φύραμα με το πανάγιο Σώμα Του. «Δέχεσαι μέσα σου τον Χριστό, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, αναμιγνύεσαι με το άγιο Σώμα Του, αναφύρεσαι με το Σώμα του Κυρίου που βρίσκεται στον ουρανό». Η αγάπη του Χριστού για μας, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν αρκέστηκε στο γεγονός της σαρκώσεως, στα άχραντα πάθη και στην ταφή. Προχώρησε στην προσφορά της θείας Κοινωνίας: «Δεν ήρκεσε στον Χριστό το να γίνει άνθρωπος, να ραπισθεί και να σφαγεί για μας, αλλά και συμφύρει τον εαυτό Του με μας. Και όχι μόνο με την πίστη, αλλά και στην πραγματικότητα μας κάνει σώμα δικό Του… Σκέψου ποιας τιμής αξιώθηκες! Ποια τράπεζα απολαμβάνεις! Αυτό το οποίο οι άγιοι Άγγελοι όταν το βλέπουν φρίττουν και δεν τολμούν να το κοιτάξουν χωρίς δέος, εξαιτίας της λάμψεως που εκπέμπεται από εκεί, με αυτό εμείς τρεφόμαστε, με αυτό συμφυρόμαστε και έχουμε γίνει ένα σώμα Χριστού και μία σάρκα. Τις λαλήσει τας δυναστείας Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις Αυτού;». Σε άλλη πάλιν ομιλία του ο θεοφώτιστος Χρυσόστομος, τοποθετεί στο στόμα του Κυρίου τούτα τα λόγια: «Για σένα, άνθρωπε, εμπτύστηκα, ραπίστηκα, κενώθηκα από την δόξα, άφησα τον Πατέρα και ήλθα σε σένα που με μισείς και με αποστρέφεσαι και δεν θέλεις ούτε το όνομα μου να ακούσεις. Έτρεξα προς εσένα και σε κατεδίωξα, για να σε κάμω δικό μου. Σε ένωσα και σε συνέδεσα με τον εαυτό μου. Σου είπα: Φάγε το Σώμα μου και πιες το Αίμα μου. Και στον ουρανό σε έχω και κάτω στην γη είμαι ενωμένος μαζί σου… Όχι απλώς συνδέομαι μαζί σου, αλλά συμπλέκομαι, τρώγομαι, λεπτύνομαι λίγο-λίγο, για να γίνει μεγαλύτερη η ανάμειξη, η συμπλοκή και η ένωση. Γιατί εκείνα που ενώνονται διατηρούν τα όρια τους, εγώ όμως συνυφαίνομαι μαζί σου. Δεν θέλω δηλαδή να υπάρχει κάτι ανάμεσα μας. Θέλω να είναι ένα τα δύο, Εγώ και συ». Ανάμεσα στον Χριστό και στον πιστό που άξια κοινωνεί δεν παρεμβάλλεται πλέον τίποτε. Όλα λιώσανε μέσα στην φωτιά της αγάπης Του. «Ημείς και ο Χριστός εν εσμέν», λέει ο θεοφόρος Χρυσόστομος. Τόσο τολμηρά μόνον ένας Άγιος μπορεί να μιλήσει. Και πράγματι έτσι μίλησαν οι Άγιοι: Μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δε και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου και χειρ Χριστού και πους Χριστού ο άθλιος εγώ δε… Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου Σώτερ; Με την συμμετοχή μας στην θεία Κοινωνία ενούμεθα με τους αδελφούς μας και όλοι μαζί οικοδομούμε το Σώμα του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: Ότι είς άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν. Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. Και ο άγιος Ιωάννης παρατηρεί ότι όπως ο άγιος Άρτος που κοινωνούμε είναι Σώμα Χριστού, έτσι και όσοι κοινωνούμε γινόμαστε Σώμα Χριστού. «Όχι πολλά σώματα, άλλα ένα σώμα. Διότι όπως ο άρτος, ενώ αποτελείται από πολλούς κόκκους, είναι ένας, ώστε πουθενά να μην φαίνονται οι κόκκοι, ενώ υπάρχουν,… έτσι ενούμεθα και μεταξύ μας και με τον Χριστό. Διότι δεν τρέφεσαι από άλλο σώμα εσύ και από άλλο εκείνος, αλλά όλοι από το ίδιο σώμα τρεφόμαστε. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος προσέθεσε Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν». Με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος γίναμε, κατά Χάριν, παιδιά του Θεού και μέλη της αγίας οικογενείας Του, της Εκκλησίας. Με την θεία Κοινωνία τρεφόμαστε με το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ο Χριστός, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «αναμειγνύει τον εαυτόν Του με τον καθένα από τους πιστούς δια των αγίων Μυστηρίων, δηλαδή δια της θείας Κοινωνίας. Και εκείνους που γέννησε ο Χριστός δια του αγίου Βαπτίσματος τους τρέφει με τον εαυτόν Του». Δημιουργείται έτσι μεταξύ των πιστών ένας δεσμός πνευματικός, δεσμός αγάπης αληθινής. Αυτή η αγάπη πρέπει πάντα να διακρίνει τους πιστούς στις σχέσεις τους. Λέει σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Εγίναμε κοινωνοί της πνευματικής Τραπέζης. Ας γίνουμε κοινωνοί και της πνευματικής αγάπης. Διότι αν ληστές μοιράζοντας τα λάφυρα τους ξεχνούν τους ληστρικούς τρόπους τους, ποια δικαιολογία θα έχουμε εμείς που συνεχώς κοινωνούμε του αγίου Σώματος του Κυρίου και δεν μιμούμεθα ούτε των ληστών την ημερότητα; Αν και σε πολλούς ανθρώπους όχι μόνον η συμμετοχή στην κοινή τράπεζα, αλλά και το ότι κατάγονται από την ίδια πόλη, υπήρξε αρκετό για να συνάψουν φιλία. Εμείς όμως οι πιστοί όταν έχουμε την ίδια πόλη και το ίδιο σπίτι και την ίδια τράπεζα και οδό και θύρα και ρίζα και ζωή και κεφαλή και τον αυτό ποιμένα και βασιλέα και διδάσκαλο και κριτή και δημιουργό και πατέρα και όταν όλα τα έχουμε κοινά, ποιας συγχωρήσεως θα ήταν δυνατόν να τύχουμε, εάν διαιρούμεθα ο ένας από τον άλλο;». Για τους πιστούς που κοινωνούν το άγιο Σώμα του Χριστού τα πάντα τους ενώνουν, επειδή τους ενώνει ο Χριστός. Η αγία μας Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και ο Ναός είναι ο πατρικός μας Οίκος. Όσοι έρχονται στην θεία Λειτουργία είναι αδελφοί μας εν Χριστώ και η αγάπη πρέπει να υπάρχει πάντα ανάμεσα μας. Εάν ο Χριστός δίνει για μας το πανάγιο Σώμα Του, οφείλουμε και μείς από καρδίας να αγαπούμε τους αδελφούς μας και να τους βοηθούμε σε κάθε τους ανάγκη. Σ’ εκείνους που παρέβλεπαν τους πεινώντας αδελφούς, ο ιερός Χρυσόστομος απηύθυνε τούτα τα λόγια: «Ο Χριστός έδωσε εξίσου σε όλους το άγιο Σώμα Του και συ ούτε κοινό ψωμί δεν δίνεις ελεημοσύνη εξίσου σε όλους;». Αυτό είναι πράξη ανάξια για όσους κοινωνούν τον Χριστό. Η θεία Λειτουργία είναι η φανέρωση του μυστηρίου της Εκκλησίας. Η κοινωνία των πιστών είμαστε ο ευλογημένος λαός του Θεού, ενωμένοι μέσα στην αγάπη του Χριστού. « Ένα είμαστε όλοι και μεταξύ μας και εν Χριστώ. Διότι ο Χριστός είναι ο σύνδεσμος της ενότητας, επειδή είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος», γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Δια της σαρκώσεως Του ο Χριστός «εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» και «ήρθε στο δικό της σπίτι. Την βρήκε λερωμένη, λιγδωμένη, γυμνή, βουτηγμένη στα αίματα και την έλουσε (με το Βάπτισμα), την άλειψε με αρώματα (με το Χρίσμα), την έθρεψε (με την θεία Κοινωνία) και την έντυσε ιμάτιο που όμοιο του δεν είναι δυνατόν να βρεθεί: Αυτός ο Ίδιος έγινε στολή της και την πήρε από το χέρι και την ανεβάζει στα ύψη». Την οδηγεί στην ουράνιο Βασιλεία όπου ιερουργείται η θεία Λειτουργία.
Πηγή:http://www.pigizois.net/tefxi_filadia/101_150/105.htm Share This
"Τα άθεα γράμματα παραμέρισαν τους αγίους και τους αγωνιστές και βάλανε στο κεφάλι του Έθνους ξένους και άπιστους γραμματισμένους, που πάνε να νοθέψουνε τη ζωή μας. http://aktines.blogspot.com/2009/01/blog-post_27.html Τ' άθεα γράμματα κόψανε το δρόμο του έθνους και τ' αμποδάνε να χαρεί τη λευτεριά του. Είναι ντροπή μας, ένα γένος που με το αίμα του πύργωσε τη λευτεριά του, που περπάτησε τη δύσκολη ανηφοριά, να παραδεχτή πώς δεν μπορεί να πορπατήσει στον ίσιο δρόμο άμα ειρήνεψε, κι ότι δεν ξέρουμε εμείς να συγυρίσουμε το σπίτι, που με το αίμα μας λευτερώσαμε, άλλά ξέρουν να το συγυρίσουν εκείνοι που δεν πολέμησαν, εκείνοι που δεν πίστευαν στον αγώνα, εκείνοι που πάνε να μας αποκόψουνε από τον Χριστό, και πασχίζουνε να μας ρίξουνε στη σκλαβιά άλλων αφεντικών, που' ναι πιο δαιμονισμένοι από τους Τούρκους.Γιατί κι εκείνα που εσεβάστηκεν ο Τούρκος, τ' άθεα γράμματα τα πετάνε και πάνε να τα ξερριζώσουνε. Αφανίζουνε τα μοναστήρια, πομπεύουνε τους καλογέρους και τις καλόγριες, κλέβουνε τ' άγια δισκοπότηρα και τα πουλούνε γι' ασήμι που θα στολίσει τις βρωμογυναίκες. Αρπάζουνε τ' άγια των αγίων και τα βάζουνε κάτω από τα πόδια της εξουσίας τους, που τα ορίζει κατά τα νιτερέσια της.Τ' άθεα γράμματα υφαίνουνε το σάβανο του Γένους. Αυτά λοιπόν τα γράμματα θα μάθουνε τα παιδιά μας; Κι αν ακόμα συναχτούν όλοι οι άθεοι γραμματισμένοι και στυφτούνε σαν το λεμόνι, δεν θα πετύχουν να γράψουν μια αράδα που ν' αξίζει μια γραμμή από τα ευαγγέλια. Αλλά τι λέω μια αράδα; Ούτε μία λέξη που να μοιάζει με μία του Θεοτοκικού αυτού βιβλίου. Γιατί κάθε τι εκεί μέσα είναι λόγος Κυρίου, είναι σοφία ορθή, και τα όσα λέει το χτίσμα δεν γίνεται να φτάσουν το λόγο του Πλάστη. Αντίς να μαθαίνουνε στα παιδία μας απ' τ' άγια συναξάρια το πως ζήσανε οι άγιοι της χριστιανοσύνης και το πως μαρτυρήσανε για την αγάπη του Χριστού, τους μαθαίνουνε την ιστορία του κολασμένου κόσμου. Γιατί δυο λογιών είναι και οι ιστορίες. Είναι η αγιασμένη και η κολασμένη ιστορία. Αδιάκοπα φανερώνουμε την κολασμένη εικόνα του κόσμου και σιγά-σιγά καταφέραμε να πιστέψουμε πώς η εικόνα αυτή είναι η γνήσια εικόνα του ανθρώπου και πως όξω απ' αυτήν άλλη ζωή δεν εστάθη.Όλα τούτα είναι άτιμα ψέματα, είναι τα ζιζάνια που σπέρνουνε στον αγρό του Κυρίου τ' άθεα γράμματα. Μας μιλάνε για τους αρχαίους.Κι εγώ ο ταπεινός και αγράμματος κήρυκας του λόγου του Χριστού μας σας λέγω πώς κανένας αρχαίος δεν ξεπερνά σε παλικάρια, σε μεγαλείο και σε δόξα τον Άγιο Κοσμά, τους μάρτυρες και τους μεγάλους ασκητάδες. Γιατί αν εκείνοι πεθάνανε γιά μια πατρίδα, ο Άγιος Κοσμάς μαρτύρησε για μιαν Ελλάδα του Χριστού, και όχι γιά μιαν Ελλάδα δουλωμένη στον αντίχριστο"
Αποσπάσματα από το βιβλίο του ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ, «ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» - ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 1987 Αναρτήθηκε από τήν φιλική ἰστοσελίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ Ετικέτες ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ - ΑΘΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ἡ θεία το Ρηνιώ, πρωτεξαδέλφη της μητρός μου, έγεννήθη εν τη κοιλάδι του κλαυθμῶνος τῇἔτει σωτηρίω 1901, διό και ερωτώμενη περί της ηλικίας της ήρέσκετο να ἀπαντᾶ: «—Εγώ πηγαίνω με το έτος!». Αναγνωρισθείσα υγιής υπό των αρμοδίων υγειονομικών αρχών του «θεραπευτηρίου», ήγουν «παράκουκος», ως ἐκαλοῦντο τότε τα υγιή τέκνα λεπρών γονέων, έχωρίσθη βίᾳ τῶν γεννητόρων της, μετήχθη εις το χωρίον Έξω Μουλιανά, η Ἅη-Γιώργης ως ἐκαλεῖτο τότε, δια την ὕπαρξιν εν αύτώ δύο Ναών έπ' ονόματι του Μεγαλομάρτυρος, ενός εις την μεσοχωριάν και ετέρου εις το Απάνω Χωριό, του τέως Δήμου Τουρλωτής, ένθα διέμενον οί εκ μητρός συγγενείς της, και ἡἈλλὰ το Μανάκι, ἤγουν ή προμάμμη μου, Ζαμπία το όνομα, μετεκλήθη ἐνωρίτατα υπό του Κυρίου της ζωής και του θανάτου και ούτω το Ρηνιώ ευρέθη δια δευτέραν φοράν ορφανή, διό και συχνάκις διηγουμένη τα του βίου της βάσανα ανέφερε μετά ψυχικού άλγους: «Ή διπλή και ἀξιολύπητή μου ορφάνια!». Όμως, το Ρηνιώ δεν έμεινεν, ασφαλώς, εις τον δρόμον. Ή νεωτέρα αδελφή της μητρός της, Μαρία το όνομα, γνωστή περισσότερον ως Χατζήνα, καθ' όσον ό σύζυγος της Γεώργιος, τελωνοσταθμάρχης το επάγγελμα εν τω λιμενίσκω του Μοχλού του ως άνω τέως Δήμου Τουρλωτής, είχε παλαιότερον πραγματοποιήσει προσκύνημα εις τους Αγίους Τόπους, ένεκα του οποίου έτρεφε και πώγωνα μακρότατον, σεβάσμιον, πατριαρχικόν, μονογενή έχουσα υίόν, κατά μόνον εν έτος νεώτερον του Ρηνιοῦ, Ίωάννην το όνομα, ὁὁποῖος έγνωρίζετο δια βίου ως ό Γιαννάκης της Χατζήνας, φιλοστόργως παρέλαβε το Ρηνιώ εις τα ἴδια και άνέθρεψεν αυτήν ως ἰδίαν θυγατέρα, διό και το Ρηνιώ και ό Γιαννάκης έθεώρουν και ἠγάπων αλλήλους ως αδελφούς μάλλον ἢ ως πρωτεξαδέλφους.
* * *
Το Ρηνιώ διεκρίνετο παιδιόθεν έπ' ευφυΐᾳ, και φιλομάθεια, διήκουσε δε και τα αρμόδια μαθήματα παρά τω Δημοτικώ Σχολείω των Μουλιανών, τω παρά τω παλαίω έξωκκλησίω του Αφέντη Χριστού, ἀρχαίῳ Μετοχίῳ της σεβάσμιας Σταυροπηγιακής Μονής της Παναγίας Άκρωτηριανής Σητείας, της επικαλουμένης Τοπλοῦ, ἡ οποία το είχε προφρόνως παραχωρήσει εις τάς Ενορίας των δύο πλησίον χωρίων, Έξω Μουλιανών και Μέσα Μουλιανών από κοινού, προκειμένου να δημιουργηθή Σχολεῖον. Παρά του Δημοτικού τούτου Σχολείου το Ρηνιώ δεν ηὐμοίρησε να γνωρίση ἕτερον, άνώτερον έκπαιδευτήριον. Εμεινεν ἰσοβίως, του Δημοτικού. Το όντως, όμως, Σχολεῖον, το ὁποῖον κυριολεκτικώς έμόρφωσε την θεια Ρηνιώ, ήτο ἡ Εκκλησία του χωρίου της, εν τη οποία ίεράτευσεν επί τεσσαρακοντατετραετίαν ὅλην ό φιλόστοργος θείος της και πνευματικός προστάτης, ό ἱεροπρεπέστατος παπά Γεώργιος Μαστοράκης. Ούτος ὁ παπά Γιωργάκης, ως τον άπεκάλουν θωπευτικώς μέχρι βαθυτάτου γήρως και πρεσβείου οί ἐνορῖται του, του Τετραταξίου Δημοτικού απόφοιτος, έχειροτονήθη υπό του Αγίου Ιεράς και Σητείας Αμβροσίου, κοινή ψήφῳ των συγχωριανών, παρά τάς αντιρρήσεις του, καθότι ἔπασχεν εκ προκεχωρημένης ἑλονοσίας, ἡ κινίνη δεν ειχεν ακόμη έμφανισθή εις τον ορίζοντα και οί άσκληπιάδαι της εποχής τον είχον αποφασίσει. Ύπήκουσε παρά ταύτα τη Έκκλησίᾳ και άφ' ότου ἔκαμψε προ της Αγίας Τραπέζης το γόνυ, δια να καταστῇ Διάκονος, αί θέρμαι της ελονοσίας τον εγκατέλειψαν οριστικώς, άμα ακριβώς τη εκφωνήσει υπό του Άρχιερέως του «Ή θεία Χάρις, ή πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα» και έχαιρε κατόπιν δια βίου σκανδαλώδους ύγιείας, έποίμανε δε το ποίμνιόν του κατά τα παλαιά, με νηστείας, Παρακλήσεις, μικροαγρυπνίας, εύχέλαια και τα τοιαύτα, καθ' εβδομάδα μελετών το Ψαλτήριον, εύωδιάζων πάντοτε παπαδίλαν, ήγουν μοσχοθυμίαμα μελισσοκέρι και ελαιον, ουχί δε μυρεψικάς μαγγανείας, ως έθος παρά πολλοίς των νεωτέρων, μάλιστα δε των ύψηλότερον ίσταμένων και των δεσποτικής χαράς όρεγομένων.
* * *
Ή εν τῷ ναώ θέσις του Ρηνιού ἦτο πάντοτε παρά τη μάμμη Ζαμπίᾳ και ταῖς θείαις της Μαρία τη Χατζήνᾳ και Δεσποινιᾷ, τη Πρεσβυτέρα, συζύγω του ίερέως θείου της. Ἡ γωνιά των διεκρίνετο έπ' άκρα σιγή και προσηλώσει εις τα ιερά δρώμενα, την ψαλμωδίαν και τα αναγνώσματα. Άλλοίμονον εις ἐκείνην, ἡ οποία θα έτόλμα να διαταράξη την ίεράν ήσυχίαν δια λόγων ή ψιθύρων. Έφθανε το κεραυνοβόλον βλέμμα της Χατζήνας, δια να την έπαναφέρη πάραυτα εις την τάξιν. Ούτω το Ρηνιώ παιδιόθεν συνήθισε να ροφᾷ, κατά κυριολεξίαν, πάν το εν τω ναώ τελούμενον, ψαλλόμενον ἢ άναγινωσκόμενον. Την ενθυμούμαι καλώς, γραῖαν πλέον, προσευχομένην όρθοστάδην καθ' ὅλην σχεδόν την διάρκειαν της Λειτουργίας, να είναι σύννους, ὅλη ἕν βλέμμα, εν οὖς, εἷς σπόγγος απορροφητικός, ώστε να μη τῇ διαφεύγῃ το παραμικρόν, έτοιμη να κατακεραυνώση μικρούς ἢ μεγάλους, οί ὁποῖοι θα ήνώχλουν την άκραν προσήλωσίν της, δια λόγου ἢ και ψιθύρου μόνον, με εν άπότομον — Σιωπή!... Μουρμού!... Ἀχνιά!... συνοδευόμενον υπό χαρακτηριστικής φοράς του δείκτου της δεξιάς κατενώπιον της ρινός και του στόματος. Εντεύθεν και δια ταύτα απέκτησε βαθμηδόν πλουσιώτατον λεξιλόγιον, Ιεροπρεπές, αρχαιοπρεπές, δαψιλέστατα ἠρτυμένον, καταστόλιστον ἐξ αγιογραφικών και ύμνογραφικών στοιχείων. Ερωτώμενη, επί παραδείγματι, εάν έγνώριζε τον φιλοξενούμενον του Κουκουδόγαμπρου, ἀπήντα: «ουκ οιδα τον ανθρωπον»! Θεωρούσα τον χοῖρον της Κανονομαρίας να τρέχη σύρων όπισθεν αυτού σχοινίον, εις το άκρον του οποίου εὑρίσκετο σιδηρούς πάσσαλος, όστις τέως συνεκράτει το ζώον και ήδη έκροτάλιζε δαιμονιωδώς επί του καλντεριμίου, έσχολίασε: «και μοχλούς σιδηρούς συνέτριψε»! Ερωτηθείσα ποτέ υπό της πρωτεξαδέλφης της και μητρός μου, -Εἰρήνη, πού πήγε ἡ Μαρίκα; ήγουν ἡ κόρη της, απήντησε μετ' ακαριαίας ετοιμότητος: «Πέραν του χειμάρρου των κέδρων, ὅπου ἦν κήπος». Τῷὄντι αὕτη ειχεν υπάγει εις τον κήπον της κείμενον πέραν του χειμάρρου Παντελή παρά τον Πετράν, μεσαιωνικόν της Σητείας οἰκισμόν, ένθα και δεικνύουν μέχρι της σήμερον οικίαν άποδιδομένην εις τον Βικέντιον ή, επί το λατινικώτερον, Βιτσέντζον Κορνάρον, ποιητήν του Έρωτοκρίτου, ὅν, ειρήσθω εν παρόδω, το Ρηνιώ έγνώριζεν από στήθους, ως έγνώριζε και τον Άθανάσιον Διάκον του Βαλαωρίτου και ἄλλα του αυτού και άλλων ποιήματα, τα ὁποῖα και έφιλοτιμεῖτο να μοι άπαγγέλλη, ὅτε ἤμην παιδίον, δια να τα μάθω. Ουδέποτε το Ρηνιώ διενοήθη να όνομάση το Κλεινόν Ἄστυ Αθήνα. Ώμίλει πάντοτε περί Αθηνών: «Ήλθε από τάς Αθήνας ό Κωστής του παπά», έπληροφόρει τα τέκνα της. Μεμψιμοιρούσα δια γενομένην τυχόν εις βάρος της άδικίαν, έστρέφετο προς τον γείτονα "Αη-Γιώργην και έπεκαλεῖτο: «Ἅγιε Γεώργιέ μου, συ πού είσαι των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής»!
Κατά την επί γης τελευταίαν συνάντησιν ημών κατά Σεπτέμβριον του έτους 1991 από Χριστού, καθώς άπεχαιρέτουν αυτήν, δια να αναχωρήσω εις Αντίποδας, μοι είπε: «Δεν θα ξαναϊδωθούμε, Δεσπότη μου. Εις την προβληθεῖσαν εις τούτο άντίρρησιν, καθ' όσον ἡ υγεία της ήτο, ως συνήθως, ωσάν το πετραμύγδαλον, ἀντεῖπε: «Όταν θα έλθετε ξανά, εμένα θα μου έχουν πεῖ το "Ἄμωμοι εν ὁδῷ. Αλληλούια"». Τω ὅντι της το εἶπον. Έφυγεν ἐνενηκοντοῦτις και έκηδεύθη την πα-ραμονην των Χριστουγέννων του ἰδίου έτους, ένταφιασθεῖσα εις την Παναγίαν, εις τον τάφον του πάππου και της μάμμης της, ένθα προλαβών ειχεν ήδη ένταφιασθή ό καλοκάγαθος σύζυγος της, ό Νικολάκις, έχουσα ένθεν μεν τον τάφον της θείας Χατζήνας, του Χατζή και του Γιαννάκη, ένθεν δε ἐκεῖνον της θείας - παπαδιάς και της πεφιλημένης εξαδέλφης της Κατίνας του παπά, δια να δυνηθη πλέον να συμψάλη μετά της θριαμβευούσης Εκκλησίας τάς προσφιλείς αὐτῇ Καταβασίας «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», περί των οποίων μοι έλεγε: «Αἴ και να κάτεχες πόσο ρέγομαι ὅντο τσὶ γροικῶ»!
Ατυχώς το Ρηνιώ έφυγεν εκ του ματαίου τούτου κόσμου ενωρίς και δεν προέλαβεν, ἡ βαρυδαίμων, να χάρη -ἔστω από ραδιοφώνου— τάς κοσμοσωτηρίους καινοτομίας περί την άνάγνωσιν έπ' Εκκλησίας, και δη και χύμα, ως τα όσπρια εις τους σάκκους του Παντοπωλείου του εξαδέλφου της του Μανωλάκι, των συγχρόνων μεταφράσεων του Ιερού Αποστόλου και των θείων Ευαγγελίων, τάς οποίας ήτοίμασαν ευρυμαθείς και διπλωματούχοι άνθρωποι της Θρησκείας, γνωστοί κραταιοί της Αλεξανδρινής Κοινής των Γραφών, χρόνον πολύν καὶ χρήματα δαπανήσαντες δια σπουδάς εν τη Εσπερία και τους Έσπερίους ομοτέχνους των, τους την Κοινὴν Κοϊνίιν προσφέροντας, καταφαγόντες με τα εξώφυλλα, ώστε να καταλάβη και αυτή, επί τέλους !, ἡ αγράμματη, του Δημοτικού, τα θειότατα κείμενα, τα ὁποῖα, κατά τους μεγαλοπράγμονας μεταρρυθμιστάς, ασφαλώς τῇἦσαν ακατανόητα, τόσον, ὅσον τουλάχιστον και τα Οὐζμπεκικά ἢ τα Κινέζικα...