"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Ἀρχ. Σαράντη Σαράντου Μετάφραση τοῦ Ἀποστολικοῦ καί Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος





Στό Συνέδριο πού διοργανώθηκε στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) ἀπό τό τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας, σέ συνεργασία μέ τήν Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων σπουδῶν ἀπό τίς 20 ἕως 25 Σεπτεμβρίου 2004 μέ θέμα: "Οἰκουμενισμός: γένεση, προσδοκίες, διαψεύσεις" ἀκούστηκαν ἑξήντα περίπου ἐνδιαφέρουσες εἰσηγήσεις. Ἡ εἰσήγησή μας εἶχε ὡς θέμα: Οἰκουμενισμός καί ἐκκοσμίκευση. Μέσα στά σχέδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἦταν πάντοτε ἐκτός τῶν ἄλλων καί ἡ χρήση τῶν μεταφράσεων τῶν Λειτουργικῶν κειμένων. Στίς μέρες μας οἱ πιέσεις εἶναι περισσότερες, ἀφοῦ ὁ σκοπός τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀδελφοποιημένου πιά μέ τή Nέα Ἐποχή εἶναι ἡ πανθρησκειοποίηση, στήν ὁποία πολύ βοηθοῦν οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων. Διευρυμένο ἀπόσπασμα τῆς εἰσηγήσεώς μας γιά τή μετάφραση Ἀποστολικοῦ καί Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος καταδεικνύει τή σύγχρονη ἐκκοσμικευτική νοοτροπία πού ὑφέρπει στήν Ὀρθόδοξη λατρεία μας ἐπιβαλλομένη ἄνωθεν.

Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι δέν ἐνδείκνυται ἡ εἰσαγωγή μεταφράσεων τοῦ Ἀποστολικοῦ καί Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος τῆς Θείας Λατρείας γιά τούς ἑξῆς λόγους:

· Θά προκαλέσει διάσπαση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διότι καί κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν, ἀλλά καί λαϊκοί ἀντιδροῦν στίς μεταφράσεις.

· Σχόλια, κρίσεις καί κατακρίσεις συνοδεύουν τίς συζητήσεις, πού βλάπτουν σοβαρά τήν ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου.

· Ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται στά μάτια τῶν πιστῶν αὐταρχική, ἀφοῦ ἐπιθυμεῖ νά περάσει τό μέτρο αὐτό διά τῆς βίας. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός δέν εἶναι συνηθισμένος νά ἀποδέχεται τετελεσμένες ἄνωθεν ἀποφάσεις. Ἡ κομματική πειθαρχία εἶναι ἄγνωστη στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

· Ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας πέφτει στό ἐπίπεδο τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας πού χρησιμοποιεῖ ὡς ἐπί τό πλεῖστον τίς γνωστές μεθόδους ἐπιβολῆς ἀντιλαϊκῶν μέτρων. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι φιλόστοργη μητέρα πού ἀκούει τά παιδιά της καί Συνοδικῶς ἀποφασίζει.

· Μέ τήν ἐπιβολή τοῦ παραπάνω μέτρου παύει ἡ ἐπί αἰῶνες θεσμοθετημένη σταθερότητα τοῦ Ὀρθοδόξου Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ καί εἰσάγεται ἡ ρευστότητα, ἡ ὑποκειμενικότητα καί ἡ κοσμική μεταβλητότητα. Συσχηματιζόμενη ἡ Ἐκκλησία μέ τήν κοσμική ὑποκειμενικότητα, ἐνισχύει τή σύγχρονη ἀντιπαιδαγωγική προωθουμένη ἀντίληψη μέσα στήν ἐθνική μας Παιδεία πού ἐγκρίνει τήν "αὐτοοριζόμενη νεανική προσωπικότητα". Μέ ἁπλούστερα λόγια εὐνοεῖται ὁ αὐταρχισμός τῶν νέων καί ἡ ἔντονη ἀκύρωση τῆς ἐμπειρίας τῶν μεγαλυτέρων. Πλατύνεται ἔτσι μεθοδευμένα τό χάσμα τῶν γενεῶν.

· Ὑποτιμᾶται, ὡς μή ὤφειλε, τό πλήρωμα τῶν νέων τῆς Ἐκκλησίας μας καί χαρακτηρίζεται ἀντιπαιδαγωγικά ὡς ἀμόρφωτο. Ἐπί αἰῶνες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὑπῆρξε ἄριστη παιδαγωγός, πού ἀκόμα καί στά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας δέν ἄλλαξε τήν Παιδαγωγική ἐπίπονη ἀγωγή της, ἀλλά μόρφωνε τή νεολαία της μέ τά πλουσιώτατα σέ γλωσσικό καί χριστοχαρισματικό πλοῦτο ἁγιογραφικά καί λειτουργικά κείμενά της.

Θαυμάσιος εἶναι ὁ ζωγραφικός πίνακας τοῦ Γύζη, "τό Κρυφό Σχολειό" πού παρουσιάζει τήν ἀκένωτη παιδαγωγική διάθεση τῶν καλογήρων καί τῶν παπάδων νά μυήσουν προσωπικά τά πνευματικά τους παιδιά, τά Ἑλληνόπουλα στούς ἀρχαιοελληνικούς θησαυρούς τῆς θείας Λατρείας μας. Ποτέ δέ διανοήθηκαν οὔτε δάσκαλοι οὔτε μαθητές νά εὐτελίσουν τή Λατρεία μέ εὐκολότερα μόνο κτιστά μαθησιακά σκευάσματα οὑμανιστικῆς εὐρωνοησιαρχικῆς προελεύσεως. Ἡ ἀρχαιο-γλωσσική δυσκολία καί ἡ διά τῆς θείας Χάριτος ἀποκάλυψη στούς νέους καί στούς μεγαλυτέρους τῶν ἁγιογραφικῶν μηνυμάτων εἶναι ἀπόλυτα συμβατές μέ τήν ἀσκητική καί ἀγωνιστική πορεία, πού ζητάει ἀπό ὅλους μας ὁ Χριστός.

· Τό παραπάνω μέτρο ἐγγίζει τή Βαρλααμική ἀντορθόδοξη νοησιαρχική νοοτροπία, ἀφοῦ δίνει προτεραιότητα στή νόηση γιά τήν κατανόηση τῶν Ἀναγνωσμάτων, μειώνοντας ἔτσι τόν παράγοντα τῆς θείας Χάριτος πού ἐνυπάρχει στά Ἀρχαῖα κείμενα τῶν Ἀναγνωσμάτων καί φωτίζει μικρούς καί μεγάλους πρός κατανόησή τους.



Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζουν τρία ἐπίπεδα ἀνάγνωσης τῶν Ἁγίων Γραφῶν:

α. Τό πρῶτο εἶναι τό ἀρχικό ἀκουστικό, δηλαδή ὅ,τι προσλαμβάνει ἡ ἀκοή.

β. Τό δεύτερο ἐπίπεδο εἶναι τό διανοητικό. Γίνεται προσπάθεια ἀπό τούς ἀκροατές τῶν Ἁγίων Γραφῶν κατανοήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ νόηση εἶναι τό ἐργαλεῖο πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἐννοήσει σωστά τό γνωστικό του ἀντικείμενο. Ὅμως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἀντικείμενο τῆς νοήσεως. Δέν εἶναι δυνατόν ὁ κτιστός νοῦς νά εἶναι κατάλληλος πρός κατανόηση, ἀφοῦ μεταπτωτικά εἶναι διασπασμένος, ἐμπαθής καί ἀφώτιστος. Γι’αὐτό ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός συνιστᾷ τή διέγερση τῆς λεπτῆς προσοχῆς καί τήν κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τό μεταπτωτικό πλέγμα τῶν λογισμῶν, γιά νά μπορέσει νά κατέβει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπό τό νοῦ στή καρδιά.

γ. " Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς Σῆς Θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς..." λέγει ἡ Χρυσοστομική εὐχή, πού μυστικῶς ἀναφέρει ἱκετευτικά ὁ λειτουργός στό Χριστό πρίν ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστολικοῦ καί Εὐαγγελικοῦ κειμένου. Κατά τό διάβα ὅλης τῆς ζωῆς μας μέσα στή στρατευομένη Ἐκκλησία καί μέ τίς ἐπανειλημμένες ἀκροάσεις τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται μεθεκτός φωτίζοντας καί ἁγιάζοντας μικρούς καί μεγάλους.

· Αὐξάνει ἐπικίνδυνα ὁ χρόνος τῶν Ἀναγνωσμάτων καί ἑπομένως συνολικά ὅλης τῆς θείας Λειτουργίας μέ προβλεπόμενη συνέπεια τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κειμένου καί τήν ἀντικατάστασή του ἀπό τίς μεταφράσεις ὅπως δυστυχῶς συνέβη κατά τό παρελθόν μέ τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά στήν Ἐθνική Παιδεία μας.

Ὁ ἐμπνευστής τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως Εὐάγγελος Παπανοῦτσος εἶδε νά καταργεῖται τό ἀρχαῖο Ἑλληνικό κείμενο καί νά μένει μόνο ἡ μετάφραση γιά τή διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στή δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶχε προτείνει παράλληλη χρήση κειμένου καί μεταφράσεως. Οἱ τότε ἐκσυγχρονιστές τῆς Παιδείας τόν περιφρόνησαν καί προχώρησαν στά ἐκθεμελιωτικά σχέδιά τους. Φοβούμεθα ὅτι τό ἴδιο θά συμβεῖ καί στή θεία Λατρεία μας.

· Ποιές μεταφράσεις θά χρησιμοποιοῦνται; Εἶναι γνωστό καί στούς εἰδικούς ἀλλά καί στό λαό μας ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνες ἐπεδίωκαν τήν κυκλοφορία τῶν ἁγιογραφικῶν μεταφράσεων πού περιεῖχαν τίς κακοδοξίες τους.

Ἐπίσης εἶναι γνωστή ἡ διγλωσσία ἤ ἡ πολυγλωσσία τῶν ὀπαδῶν τῆς νέας Ἐποχῆς. Χρησιμοποιοῦν λέξεις καί ὅρους παραδοσιακούς, πού τούς ἀλλάζουν τό περιεχόμενο γιά νά σημάνουν τίς νεοεποχίτικες ἰδέες καί τίς αἱρετικές δοξασίες, κρυμμένες κάτω ἀπό τίς παραδοσιακές ὁρολογίες. Ἔτσι παραπλανοῦν τούς ἀφελεῖς, μπερδεύουν τούς μή συνειδητούς Χριστιανούς καί ἀπαξιώνουν τήν παράδοση τοῦ πολιτισμοῦ μας.

· Ὁ ἐπιστημονικός κλάδος τῆς γλωσσολογίας, πού ὀνομάζεται σημειολογία, ὑποστηρίζει, ὅτι τό πρόβλημα τῶν μεταφράσεων γενικῶς εἶναι ὀξύ, ἀφοῦ ὁ μεταφραστής θά πρέπει νά εἶναι ἐγκρατής γνώστης ὁλοκλήρου τοῦ φάσματος τῆς γλώσσης. Ὀξύτερο γίνεται τό πρόβλημα τῶν μεταφράσεων τῶν ἱερῶν κειμένων, ἀφοῦ ὁ μεταφραστής πρέπει νά διαθέτει τήν ἐν Χριστῷ κάθαρση καί τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

· Τά κείμενα τῶν μεταφράσεων θά θεωροῦνται ἱερά κείμενα ; Ἰσότιμα μέ τό χριστοκαταξιωμένο ἀρχαῖο κείμενο ; ἐλάσσονος σημασίας ; Ἤ κείμενα πού τυφλά, ἀβασάνιστα, μαγικά, ὡς ταμποῦ θά πρέπει νά διαφυλάσσουμε καί νά χρησιμοποιοῦμε ; Ποτέ ἡ Ἐκκλησία μας δέ χρησιμοποίησε στή Θεία Λατρεία της πειραματικά, μή αὐθεντικά κείμενα.

· Ὁπωσδήποτε δημιουργεῖται ἀλλαγή τοῦ δοκιμασμένου ρυθμοῦ τῆς θείας Λειτουργίας, χαλάρωση τῆς προσοχῆς τῶν πιστῶν καί τῶν νέων καί τῶν μεγαλυτέρων, πού θά δυσκολεύει στήν περαιτέρω προσοχή γιά νά ἀπωθήσουν " πᾶσαν τήν βιοτικήν μέριμναν" καί νά ἀφοσιωθοῦν στό καθαυτό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

· Κάθε " ἐκσυγχρονιστική" ἀλλαγή στό Τυπικό τῆς θείας Λατρείας μας στερουμένη ἰσχυρῶν θεολογικῶν καί Ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων θά ἐπιφέρει σύγχυση, ψυχρότητα καί τελικά ἀπομάκρυνση τῶν πιστῶν ἀπό τή μεταλλαγμένη θεία Λατρεία, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔγινε στή Λατρεία τῶν Παπικῶν.

· Γι’αὐτό καί ἡ μακραίωνη Λειτουργική Παράδοση τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας ἦταν: πάγια χρήση τῶν ἀρχαιοελληνικῶν κειμένων, μή χρήση μεταφράσεων, ἀλλά πλούσια ἑρμηνευτική ἐκ τῶν Ἁγίων Πατέρων Διδασκαλία.

· Σύμφωνα μέ τήν ἐκτίμηση τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων τῆς γλωσσολογίας καί δή τοῦ μεγάλου γλωσσολόγου Χατζηδάκι, ἡ ἀρχαία Ἑλληνική Κοινή διάλεκτος τοῦ Εύαγγελίου ἐλάχιστα ἀπέχει ἀπο τή Νεοελληνική. Σ' ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες δέν ἰσχύει τό ἴδιο ὅπως π.χ. μέ τούς Σέρβους πού ἀναγκάστηκαν νά κάνουν μετάφραση ὁλόκληρης τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό τή Σλαβωνική στή Σερβική, ἀφοῦ ἡ διαφορά τῶν δύο γλωσσῶν εἶναι μεγάλη, ἤ ὅπως σέ ἄλλες γλῶσσες ἐντελῶς διαφορετικές.

· Ἡ Παιδαγωγική Ἐπιστήμη μέ τή μακρά Ἑλληνοχριστιανική της ἐμπειρία φρονεῖ ὅτι ὁ νέος ἄνθρωπος ἀπό τήν πολύ μικρή του, προσχολική ἡλικία, δέν εἶναι tabula rasa δηλ ἄγραφη πλάκα, ἀλλά εἶναι γεμάτος μέ πλούσια ἀρχέτυπα μαθήσεως, τά ὁποῖα, ἄν ἀξιοποιηθοῦν ἀπό τόν Ἐπιστήμονα Παιδαγωγό ἀποδίδουν πολλαπλασίους μαθησιακούς καρπούς πολύ πρώιμα.

· Ἐπί προσθέτως, ὑποστηρίζει ἡ Ἐπιστήμη τῆς Παιδαγωγικῆς ὅτι τά παιδιά ἤδη ἀπό τήν προσχολική ἡλικία διαθέτουν μιά ἐκλεκτή προσθετική καί ἀφαιρετική ἱκανότητα, πού μπορεῖ κάλλιστα νά καλλιεργηθεῖ ἀπό τόν ἔμπειρο παιδαγωγό γιά ἐμπέδωση καί τοῦ πιό δυσκόλου μαθήματος. Σχετικά μέ τήν ἐκμάθηση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ὑπάρχει στήν ἱστορία τῆς " εἰδικῆς διδακτικῆς τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν" τεράστια μαθησιακή ἐμπειρία, πού μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ καί γιά τό παρόν. Ποίου ἐπιπέδου ὑπῆρξε τό κρυφό σχολειό καί ποιά τά ἀποτελέσματά του;

· Ἡ ἐνθουσιώδης ὑποδοχή τοῦ ὡς ἄνω μέτρου ἀπό τό CNN καί τόν Γαλλικό τύπο μᾶς ἐνισχύει τήν ἄποψη, ὅτι τό μέτρο ἔχει ἐκκοσμικευτικό χαρακτήρα καί μᾶς ἐμβάλλει καί πολλούς ἄλλους λογισμούς.

Ποιμαντική ἀποτυχία ἀποδεικνύεται ἡ προσθήκη τῆς μεταφράσεως πλάι στό αὐθεντικό Θεόπνευστο κείμενο. Οἱ πολλές ἀντιδράσεις ἐπωνύμων καί μή πιστῶν δέν προέρχονται καθόλου ἀπό ἀντιπολιτευτική διάθεση κατά τοῦ προσώπου τοῦ Μακαριωτάτου. Προέρχονται ἀπό τήν πνευματική εὐαισθησία τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι δέ διανοοῦνται χειρουργικές ἐπεμβάσεις τῆς στιγμῆς στή Λατρεία μας.

Ποιμαντική ἐπιτυχία τῶν μάχιμων ἐφημερίων θά εἶναι ἡ φιλοπονότερη παράθεση τῆς ἁγιοπατερικῆς ἑρμηνευτικῆς ἐμπειρίας καί ἐντός τῆς θείας Λατρείας καί ἐκτός αὐτῆς σέ πολλές ποιμαντικές εὐκαιρίες. Κατά τόν ἅγιο Πατέρα Ἰουστῖνο Πόποβιτς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Ἀλήθεια καί Ζωή. Οἱ μεταφράσεις ἐγκλωβίζουν τούς ἀναγνῶστες στίς εὔκολες λέξεις στερώντας τους τήν ἀναζήτηση γιά τήν Ἀλήθεια καί τή Ζωή πού εἶναι ὁ Χριστός.



Συνυπογράφουν:



Πρωτοπρεσβύτεροι:

π. Ἰωάννης Νηριανάκης ἐφ. Ἱ. Μ. Ἁγ. Σκέπης Δροσιᾶς

π. Ἰωάννης Χατζηθανάσης ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς

π. Ἰωάννης Φωτόπουλος ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς

π. Ἀντώνιος Μπουσδέκης ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Νικαίας

π. Ἐμμανουήλ Μαθιουδάκης ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἰωάννου Μαδύτου



Πρεσβύτεροι:

π. Νικόλ. Πουρσανίδης ἐφ. Ἱ. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Ἀχαρνῶν

π. Ἀθανάσιος Μηνᾶς ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἐλευθερίου Γκύζη

π. Βασ. Κοκολάκης ἐφ. Ἱ. Ν. Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ Χολαργοῦ

π. Πέτρος Πανταζῆς ἐφ. Ἱ. Ν. Μεταμορφώσεως Χαλανδρίου

π. Σταῦρος Τρικαλιώτης ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς

π. Γεώργιος Ἀφθίνος ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἐλευθερίου Κάτω Χαλανδρίου

π. Σωτήριος Γκίκας ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου Ἁγ. Παρασκευῆς

π. Εὐστάθιος Ἀθανασόπουλος ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἀννης Κηφισιᾶς

π. Εὐθύμιος Μουζανίτης ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἐλευθερίου Ἀμαρουσίου

π. Ἀθανάσιος Γεραμάνης ἐφ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἰωάννου Καλυβίτου Αὐλίδας

π. Βασίλειος Σπηλιόπουλος ἐφ. Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ν. Ἰωνίας

π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος διάκονος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Ἠλιουπόλεως

Ο γέροντας Φιλόθεος της Πάρου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη



"Από τον Παπαδιαμάντη έμαθα να ψάλλω ταπεινά καί με συναίσθηση"

«Είχα γνωριμία καί φιλία με τον αείμνηστο Παπαδιαμάντη. Τον γνώρισα στο εκκλησάκι του Προφήτου Ελισαίου, ένα Σάββατο απόγευμα. Δεν έλειψα ποτέ από κοντά του, έψαλλα δίπλα του ως βοηθός του. Από αυτόν έμαθα να ψάλλω συνετά καί με ευλάβεια, με κατάνυξη, φόβο Θεού καί τρόμο. Πριν τον γνωρίσω έψελνα με υπερηφάνεια, δυνατά, για να ευχαριστούνται οι εκκλησιαζόμενοι καί για να με επαινούν στη συνέχεια. Από τον Παπαδιαμάντη έμαθα να ψάλλω ταπεινά καί με συναίσθηση.

Όταν έψελνε ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά στο φοβερό βήμα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε το Θεό, αγρυπνούσε πρόθυμα, έψελνε, υμνούσε, ευλογούσε το Θεό χαρμόσυνα. Ήταν ακτήμων όπως οι Άγιοι Απόστολοι. Μισούσε τον πλούτο, ως επιβλαβή καί μάταιο. Θα μπορούσε να γίνει βαθύπλουτος, αλλά προτίμησε να μένει πάμπτωχος. Ό,τι του έδιναν για τον κόπο του το μοίραζε στους φτωχούς αδελφούς. Πολλές φορές έμενε χωρίς χρήματα. Δεύτερη ενδυμασία δεν είχε. Όταν οι φίλοι, του πρόσφεραν καινούργια ρούχα, δεν τα δεχόταν. Εγύρισα όλα τα μοναστήρια της Ελλάδας, του Αγίου Όρους, της Παλαιστίνης, του Σινά. Ακτήμονες σαν τον Παπαδιαμάντη, βρήκα πολύ λίγους».

Πηγή: http://agiabarbarapatras.blogspot.com/2009/06/blog-post_6781.html

«Η παιδαγωγική αξία της Ελληνικής Γλώσσας»-Χαρᾶς Κοσεγιάν




[ Σχόλιο ᾿Οδυσσέως:῾Η ὁμιλία πού ἀκολουθεῖ μᾶς καλύπτει στό μεγαλύτερο μέρος της. ᾿Επί μέρους διαφοροποιήσεις μπορεῖ νά ὑπάρχουν, στό σύνολό της ὅμως μέ ἁπλό καί κατανοητό τρόπο ἀποδεικνύει τή διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. ᾿Ιδιαίτερη ἐντύπωση μᾶς ἔκαναν τά παράγωγα τοῦ ρήματος βαίνω, παραδείγματα, νομίζω, ἱκανά νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι ὅταν μιλᾶμε γιά ἀρχαία καί νέα ἑλληνική γλῶσσα, δέν μιλᾶμε γιά δυό γλῶσσες πού ἤρθανε ἀπό τό πουθενά, ἀλλά γιά μιά γλῶσσα ἑνιαία καί μέ ἀποκλίσεις ὄχι τόσο σημαντικές τόσο στό φωνολογικό, τό μορφολογικό, συντακτικό καί λιγότερο στό λεξιλογικό ἐπίπεδο.]


Ομιλία στο συνέδριο της Στέγης Γραμμάτων Και Τεχνών Δωδεκανήσου σε συνεργασία με την Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά με θέμα:
«Η παιδαγωγική αξία της Ελληνικής Γλώσσας»
Ρόδος, 13-5-2006
Χαρά Κοσεγιάν, δ.φ. Πανεπιστημίου Αθηνών
«Ιχνηλατώντας την Ελληνική γλώσσα μέσα από τη διαχρονία»

Κυρίες και κύριοι,
Η συζήτηση για την ελληνική γλώσσα παραμένει πάντοτε επίκαιρη κι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα κι αυτό ισχύει όχι μόνο γιατί συμβαίνουν συχνά παλινωδίες και πισωγυρίσματα στις απόψεις των φιλολόγων, των γλωσσολόγων ή ακόμα και των οποιονδήποτε ενδιαφερομένων για τη γλώσσα που εκφράζουν θεμιτά και δικαίως μεν, τις απόψεις τους, κάνοντας λόγο όμως εντελώς ατεκμηρίωτα για δύο διαφορετικές γλώσσες, τα Αρχαία και τα Νέα Ελληνικά, αλλά γιατί, ακόμα κι αν παραδεχτούμε, ότι στο επίπεδο της κατάκτησης της γλώσσας από τους Νεοέλληνες –κατανόηση, χρήση, λεξιλογικό πλούτο, ορθογραφία- τα πράγματα είναι υπέροχα –που δεν είναι- φροντίζουμε για να έχουμε.
Δεν θα μιλήσω για λεξιπενία, ούτε για γλωσσική παρακμή. Δεν είμαστε «γλωσσαμύντορες», ούτε κινδυνολόγοι συλλήβδην για τη γλώσσα που γράφεται διδάσκεται και ομιλείται . Μακριά από μένα οι δαιμονοποιήσεις και οι αφορισμοί. Δεν θα μιλήσω φυσικά για απόρριψη της Νέας Ελληνικής, ούτε για κατάργηση της δημοτικής. Φέτος γιορτάζουμε τα 30 χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής, της απλούστερης γλώσσας του προφορικού λόγου των Ελλήνων, ως επίσημης γλώσσας του κράτους μας κι είναι μια επέτειος που πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα και να τιμούμε, διότι με αυτήν ήρθε να μπει τέλος στο ολέθριο γλωσσικό ζήτημα, τη γλωσσική σύγχυση, που ταλάνισε τη χώρα από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους το 1830 και για ενάμιση αιώνα περίπου.Τη γλώσσα όμως πρέπει να μπορούμε να τη δούμε από δύο βασικές οπτικές γωνίες, στη συγχρονική της διάσταση, απλωμένη οριζόντια στο χρόνο και στις τοπικές ιδιολέκτους και στη διαχρονική της διάσταση, κάθετα στο χρόνο, εκτεθειμένη στην εξέλιξή της. Η διαχρονική προσέγγιση της Ελληνικής γλώσσας αποκαλύπτει δύο καίριες διαστάσεις της: α) την οικουμενικότητα της Ελληνικής. β) τον ενιαίο χαρακτήρα της. Η οικουμενικότητα της Ελληνικής - επισημαίνει ο Γ. Μπαμπινιώτης - οφείλεται στο υψηλό γόητρο που απέκτησε διεθνώς μέσα από τα κείμενα της επιστήμης, της λογοτεχνίας και του εν γένει στοχασμού της αρχαιότητας. Οφείλεται επίσης στη λειτουργία της, επί Μ. Αλεξάνδρου, ως διεθνούς γλώσσας του πολιτισμού και του εμπορίου, στο κύρος της ως γλώσσας της βυζαντινής αυτοκρατορίας στον Μεσαίωνα, στην αίγλη της ως γλώσσας του πνεύματος στην Αναγέννηση, στην καθιέρωσή της ως γλώσσας της διεθνούς επιστημονικής ορολογίας και στην ισχύ που απέκτησε ως επίσημη γλώσσα της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού. Με τον όρο ενιαίο χαρακτήρα Ελληνικής γλώσσας εννοούμε ότι ο ίδιος λαός, οι Έλληνες, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, την Ελλάδα, μιλάει χωρίς διακοπή 40 αιώνες τώρα και επίσης γράφει -με την ίδια γραφή (από τον 8ο π.Χ. αι.) και την ίδια ορθογραφία (από το 400 π.Χ.)- την ίδια γλώσσα, την Ελληνική. Αυτό βεβαίως είναι γνωστό.
Τα προβλήματα ξεκινούν με την υιοθέτηση της οποιασδήποτε μονομέρειας. Αν περιοριστούμε –για παράδειγμα- στη συγχρονική διάσταση τότε θα μιλήσουμε όχι μόνο για δύο ξεχωριστές γλώσσες, τα Αρχαία και τα Νέα, αλλά για πολύ περισσότερες. Την ελληνιστική, τη Βυζαντινή, τη μεσαιωνική και ίσως και άλλες. Ωστόσο, πρέπει να προσέξουμε ότι στα Ελληνικά δεν δημιουργήθηκε κάποιο ρήγμα, όπως συνέβη , για παράδειγμα, στις Λατινικές και τις Ρωμανικές γλώσσες.
Τα Αρχαία Ελληνικά δεν αποτελούν ξένη γλώσσα για το σημερινό Έλληνα, όπως συμβαίνει με τα Αγγλοσαξωνικά για το σύγχρονο Άγγλο, επισημαίνει ο Browning. Ξεκινούμε έτσι από λογικές αυτονομίας και φτάνουμε πολύ μακρύτερα, να μιλούμε για «διγλωσσία», αποκηρύσσοντας τη σχέση ΑΕ και ΝΕ ως μη υπάρχουσα, κάνοντας ακόμα λόγο και για «διαχρονικό δανεισμό» της νέας από την αρχαία εμμένοντας και υπογραμμίζοντας τις διαφορές ανάμεσα στις δύο γλωσσικές μορφές και όχι τα κοινά τους στοιχεία. Κι έτσι φτάνουμε στην αντίπερα όχθη, σε ένα σύγχρονο αποκλεισμό. Η πόλωση αυτή δημιουργεί την εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικές γλώσσες, για «διγλωσσία», ενώ στην ουσία μιλούμε για «διμορφία» ή «δι-υφία», για μια δομικά ενιαία δηλαδή γλώσσα, η οποία επιφανειακά διαφοροποιείται. «Δυο διαφορετικές γλώσσες δεν θα μπορούσαν ποτέ να συναντηθούν και να δημιουργήσουν δομικώς ενιαία μορφή, όπως είναι η σύγχρονη καθομιλουμένη», υποστηρίζει ο κ. Μπαμπινιώτης. «Η διαφοροποίηση, δε, που μπορεί να σημαίνει και εξέλιξη και αλλαγή, είναι πολύ φυσική και ορθή, διότι η γλώσσα από τη φύση της είναι ένας βαθύτατα εξελικτικός θεσμός. Αυτό εξηγεί το γιατί όταν κοιτάξεις από απόσταση δύο διαφορετικές μορφές της γλώσσας που απέχουν και χρονικά μεταξύ τους σου φαίνονται ολότελα ξένες η μία προς την άλλη. [[[ Ένας φίλος το έδωσε ιδιαίτερα παραστατικά. Βλέπουμε δυο φωτογραφίες ενός μικρού κοριτσιού και μιας μεγάλης γυναίκας. Φαίνονται δυο τελείως διαφορετικά άτομα. Είναι όμως φωτογραφίες της ίδιας γυναίκας. Φωτογραφίσαμε όμως τη στιγμή και κάναμε το λάθος να μην αναζητήσουμε τη σχέση. Έτσι και με τη γλώσσα.]]]] Βλέποντας τις δυο μορφές της, ξεχνούμε, ή για κάποιους δυσνόητους λόγους δεν θέλουμε να θυμόμαστε, πως είναι δυο στιγμές στην ίδια γραμμή, πως πρόκειται για την ίδια ευθεία. Από κεί και πέρα, είναι πολλά τα κοινά στοιχεία, σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας, ώστε να μην μπορούμε να μιλήσουμε για διγλωσσία. Στο φωνολογικό αρχικά επίπεδο, παρότι έχουμε την επικράτηση των τύπων φτωχός αντί πτωχός, χτίζω αντί κτίζω, ή χτες αντί χθες, έχουμε ένα μεγάλο σώμα λέξεων όπως οι : πτώμα, αίσθημα, αφθονία, οπτικός, εκτιμώ, ασθενής, αυτοκτονία, που δείχνουν επηρεασμό από τη λόγια παράδοση.
Στη συνέχεια, αν και στο μορφολογικό επίπεδο, η κλίση του ονόματος και του ρήματος έχουν απλοποιηθεί σημαντικά στην ΚΝΕ, στο συντακτικό επίπεδο η δομή της ΝΕ είναι μάλλον προϊόν συνθέσεως με έντονη τη λόγια παρουσία. Εκεί όμως που η συνάντηση των δύο γλωσσικών μορφών, της σύγχρονης και της παλαιότερης, είναι γεγονός, είναι το λεξιλόγιο. Η σύγχρονη γλώσσα προκειμένου να ανταποκριθεί με οικονομία και πληρότητα στις επικοινωνιακές της ανάγκες, εκτός από τις νεόπλαστες λέξεις ή τα ξένα δάνεια, επέλεξε, συνέθεσε και αξιοποίησε στοιχεία, που ξεκινούν από την αρχαία μορφή, μέσα από τα κληρονομημένα στοιχεία , τα οποία δεν είναι ένας μικρός αριθμός τύπων, αλλά ενας τεράστιος όγκος, και αποτελούν αυτό ακριβώς που ονομάζουμε «συνέχεια» της Ελληνικής γλώσσας. Και δεν πρόκειται βεβαίως για υποτίμηση της ΝΕ έναντι της ΑΕ- όσο κι αν αυτό είναι το μόνιμο επιχείρημα και η απόλυτη βεβαιότητα κάποιων που προσπαθούν να ερμηνεύσουν γιατί κάποιοι άλλοι –εμείς εν προκειμένω- δεν αρνούμαστε την αποδοχή και αναγνώριση πρωιμότερων μορφών της γλώσσας μας μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα . Έτσι ώστε τα παιδιά μας να χαίρονται τον Παπαδιαμάντη στη γλώσσα που γράφτηκε, γιατί σε αυτή τη γλώσσα το τραγούδησε ο συγγραφέας κι έχουμε εκείνη τη μουσικότητα στα αυτιά μας «του χορευτού και νανουρισμένου ύπνου» κάθε φορά που βυθιζόμαστε στις εικόνες του κι όχι να χρειάζεται να κυκλοφορήσει στη σύγχρονη απόδοση για να τον διαβάσουν. Αυτή είναι η άλλη ακρότητα. Φοβάμαι –μάλιστα- ότι έτσι μπορεί να τον διαβάσουν, αλλά δεν θα μπορέσουν να τον χαρούν…
Ωστόσο, αυτή τείνει να γίνει η «σύγχρονη πρόταση». Υποστηρίζεται μάλιστα, ότι όσοι κινδυνολογούν για την απόδοση στη νε αυτών των κειμένων θα έπρεπε να ανησυχούν και για τις διασκευές λογοτεχνικών κειμένων για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο, ή ακόμα και για τις μελωποιήσεις ποιημάτων , παραγνωρίζοντας ότι μια τέτοια μεταφορά αφορά άλλο επίπεδο χρήσης της γλώσσας και άρα θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και συγχρονικά. Ένα λογοτεχνικό έργο για παράδειγμα, προκειμένου να μεταφερθεί στην τηλεόραση, θα υποστεί διασκευή, έτσι που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του μέσου στο οποίο μεταφέρεται. Είναι λυπηρό λοιπόν να χρησιμοποιούνται τέτοιας τάξης σοφίσματα για να καλύψουν αφενός το κενό της αδυναμίας των νέων να προσεγγίσουν παλαιότερες μορφές του λόγου τους και αφετέρου την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να τη διδάξει, διότι δυστυχώς η ανάλογη προσέγγιση και ο κατάλληλος τρόπος για μια τέτοια διδασκαλία βρίσκεται συχνά μακριά από την ιδεολογία και τη γνώση των εχόντων την ευθύνη του σχεδιασμού των Αναλυτικών Προγραμμάτων. Δεν πρόκειται λοιπόν για υποτίμηση, ούτε για «την αυθαίρετη υπόθεση ότι η ΝΕ χρειάζεται την ΑΕ για να καλύπτει τα κενά της» , αλλά για τη διαπιστωμένη πραγματικότητα σύνθεσης και συγκερασμού των δύο γλωσσικών μορφών, μέσα από τις δυνατότητες επιλογής που προσφέρει η α΄ στη β΄. Αυτές δε οι επιλογές πρέπει να γίνει συνείδηση ότι είναι στη διακριτική ευχέρεια του κάθε χρήστη της γλώσσας. Κανονιστικού τύπου ρυθμίσεις, προσδιορισμός ορίων, κανονικοτήτων, πραγμάτων που επιτρέπονται ή που απαγορεύονται στην καθημερινή γλώσσα υπό αυτήν την έννοια δεν νοούνται. [Μπαμπινιώτης 1979, σ. 67-70]. Η συνεχής χρήση επιβάλλει και διαμορφώνει τη γλωσσική πραγματικότητα και εμείς μπορούμε μόνο να την παρατηρούμε και να την καταγράφουμε. Ακόμα περισσότερο να την κατανοούμε, να την ερμηνεύουμε σε βάθος, μέσα από την ιστορική της διαδρομή και τις σημασίες της και να την εμπλουτίζουμε. Διότι η αλλαγή, όχι μόνο δεν αναιρεί, αλλά επιβεβαιώνει την ενότητα της γλώσσας μας. Αυτό όμως για να το καταλάβουμε, γιατί μόνο με παραδείγματα πρέπει να μιλούμε, αλλά και για να το χαρούμε –κυρίως μάλιστα για αυτό- θα περιδιαβούμε μια λέξη –αρχίζοντας από την αρχική της βαθμίδα, την πρώτη ρίζα της λέξης και παρακολουθώντας μέσα από το δικό της χτίσιμο, το χτίσιμό της ίδιας της γλώσσας, του συστήματος της, μέσα δηλαδή από τα παράγωγα και τα σύνθετά της, θα νοιώσούμε την οικονομία της.
Έτσι από το ΒΑΙΝΩ < βαν-jω[παρατ: έβαινον, μελ.: βήσομαι, αόρ. : έβην, παρακ.: βέβηκα] : Βαδίζω, προχωρώ, εξελίσσομαι Θέματα: βα- , βε-, βη- βω- και βιβα- Έχουμε τα παραγωγα: Από το θέμα βα: • Βάδην [το] • Βαδίζω: >βάδισμα > βαδιστής
• Βαθμίδα[η]: σκαλί, με έννοια που να αφορά στη Μουσ. Και τη Γεωλ.: > βαθμηδόν > βαθμιαία >βαθμιδωτός:
• Βαθμός >
• Βάθρο: βάση: < Βασίζω >βάσιμος και βεβαίως με διαφοροποιήσεις της σημασίας καθώς αναφερόμαστε σε διαφορετικά γλωσσικά περιβάλλοντα. Έτσι, βάση είναι το βάθρο, το σημείο στήριξης, ο κατώτερος απαιτούμενος βαθμός για την εισαγωγή λχ. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, Γεωμ: η έδρα ενός γεωμετρικού σχήματος, Χημ. : η βάση μιας χημικής αλκαλικής ένωσης.
• βατήρας [ο]:
• βατός: > βατότητα
Από τον παρκ. «βέβηκα» :
• βέβαιος: >βεβαιότητα: > βεβαιώνω: βεβαίωση , βεβαιωτικός, αλλά και :
• βέβηλος, βεβηλώνω, >βεβήλωση
απο το θέμα Βη- : βήμα[το]
• βηματίζω: >βηματισμός
• Αλλά από το βαίνω προέρχεται και το βιβάζω [το οποίο κατά τους Ηofman και Lidell- Scott είναι σε αττική διάλεκτο το Βαίνω. Τύπος με αναδιπλασιασμό: βι-βάζω. Κατά τον Curtius πρόκειται για «διαφορετικό τύπο» του βαίνω. Κατά τον Σταματάκο, το μεταβατικό ρήμα του βαίνω: κάνω κάποιον να προχωρήσει, σηκώνω, κάνω μεγάλα βήματα] κι απο κει και πέρα:
• βωμός
Με Σύνθεση έχουμε τις λέξεις:
ι. Με χρήση του στερητικού -α:
• αβαθμολόγητος < α + βαθμός + λόγος • Άβατος< α+βαίνω • άβγαλτος < α + βγαίνω < βαίνω • αβέβαιος > αβεβαιότητα, αβεβαίωτος
• α-διάβατος
• αμετάβατος : με την πρόθεση ανα:
• αναβαθμίζω αναβάθμιση
• Ανεβάζω <ανά +βιβάζω το οποίο χωρίς τον αναδιπλασιασμό απαντάται ως βάζω, >ανέβασμα,
• Ενώ με το ανά+ βαίνω: Ανεβαίνω >ανάβαση , αναβάτης >αναβατήρας
• ανεβοκατεβάζω
• απαράβατος< Α + παρά + βαίνω • • με το από: • Αποβαίνω > απόβαση. > αποβατικός>αποβάθρα
• Αποβιβάζω >αποβίβαση
• Ασύμβατος <α+ συν +βατός • Ασυμβίβαστος • αντισυμβατικότητα • αλλά και τις λέξεις: Βαθμοθέτης : βαθμός + θέτω • Βαθμοθήρας <βαθμός + θήρα= κυνήγι > βαθμοθηρία > βαθμοθηρικός
• βαθμολογία: <βαθμός + λέγω >βαθμολόγηση, βαθμολογικός >βαθμολόγιο:> βαθμολογητής
• βαθμονόμηση
• βαθμούχος: <βαθμός + έχω > βαθμοφόρος: >δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια
• βγάζω <εκ+ βιβάζω > βγάλσιμο:
• βγαίνω <εκ+ βαίνω: • Βημόθυρον < Θρησκ: η ωραία πύλη • βηματοδότης • βωμολοχώ <βωμός + λοχεύω: παραφυλάω στο βωμό [για να πάρω ό,τι περίσσεψε από τη θυσία >ανίερη πράξη, υβριστική >βωμολοχώ: υβρίζω]
• βωμολόχος: >βωμολοχία: αισχρολογία, χυδαιολογία
• Με το δια: διαβάζω <δια+ [βιβάζω>] βάζω:> διάβασμα
• Διαβαθμίζω >διαβάθμιση,
• διαβαίνω: >διάβαση: >διάβα [το] > διαβατός > διαβατάρης >διαβατάρικος, >διαβάτης > Νομ: διαβατήριο:
• διάβημα >διαβήτης με χρήση στη Γεωμ: ,αλλά και στην Ιατρ: > διαβητικός
• διαβεβαιώνω >διαβεβαίωση, διαβεβαιωτικός
• διαβιβάζω: μεταβιβάζω, στέλνω >διαβιβαστικό >διαβίβαση
• έκβαση < εκ + βαίνω : κατάληξη • εμβάζω< εν + βιβάζω: > έμβασμα[το]:
• εμβάς [η] ους. < εμβάς –άδος< εν + βαίνω : η παντόφλα • εμβατήριο < εν + βάινω: • επεμβαίνω > επέμβαση
• επιβεβαιώνω > επιβεβαίωση > επιβεβαιωτικός
• Επιβαίνω >επιβάτης >επιβήτορας: το αρσενικό άλογο
• Επιβιβάζω
• Κτηνοβατώ> κτηνοβασία > κτηνοβάτης
• μεταβαίνω> μετάβαση > μεταβατικός .
• μεταβιβάζω: >μεταβίβαση > μεταβιβαστικός # αμεταβίβαστος
• κατεβάζω: >κατέβασμα
• κατεβαίνω >κατεβατό >κατάβαση:
• μπαίνω >μπαινοβγαίνω >μπασιά >μπάτης : <εμβάτης: Μετεωρ.: θαλάσσια ή υπόγεια αύρα • ξε+ βγάζω • ορειβασία > ορειβάτης
• παραβαίνω: > παράβαση: >παραβάτης-
• παρεκβαίνω > παρέκβαση > παρεκβατικός
• παρεμβαίνω< παρά +εν +βαίνω > παρέμβαση > παρεμβατικός> παρεμβατισμός
• προβαίνω: >και από τη μετχ. Του παρακειμ: προβεβηκώς : ο γερασμένος
• προβιβάζω: > προβιβασμός
• πρόσβαση < προς+ βαίνω >προσβασιμότητα
• πρωτοβγαίνω > πρωτόβγαλτος
• συγκαταβαίνω:> συγκατάβαση >συγκαταβατικός, συγκαταβατικότητα
• συμβαίνω < εύχρηστο ως απρόσωπο ρήμα: συμβαίνει >συμβάν [το] το γεγονός > σύμβαση, η συμφωνία και ως νομικός όρος > συμβατικός: > συμβατός, ο σύμφωνος με κάποια χαρακτηριστικά >συμβατικότητα > συμβασιούχος,όρος οιοκονομικός.
• Συμβιβάζω > συμβιβασμός > συμβιβαστικός > συμβιβαστικότητα
• στυλοβάτης:
• υπνοβατώ > υπνοβασία: > υπνοβάτης
• υποβαθμίζω: > υποβάθμιση > υπόβαθρο
• Υποβιβάζω > υποβιβασμός
Ελπίζω να μην σας κούρασα με όλα αυτά, αλλά η οικονομία της γλώσσας μας και η διαχρονική της συνέχειά είναι κάτι αξιοθαύμαστο που πρέπει να συνειδητοποιούμε όλοι και να έχουμε την ευκολία σε κάθε ευκαιρία να επικαλούμαστε παραδείγματα για να την αποδείξουμε. Οι πρώτοι μάλιστα που αξίζει να το κατανοήσουν αυτό είναι οι μαθητές των σχολείων μας, στους οποίους θα έπρεπε πρώτο να στοχεύει ένα αναμορφωμένο Αναλυτικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας στο σύνολό της, έτσι ώστε οι νέοι και να μπορούν να αντιληφθούν την εξέλιξη της γλώσσας μας στο πέρασμα των αιώνων και να την ερμηνεύουν, αλλά και να την εμπλουτίζουν υποβοηθούμενοι μέσα από την ανάλυση της λέξης με τη διαδικασία της ετυμολογίας. Το ταξίδι στην ιστορία μέσω της γλώσσας είναι ένα γοητευτικότατο ταξίδι που μας κάνει ιδιαίτερα στις μέρες μας να είμαστε πιο πλούσιοι πνευματικά και πιο δυνατοί ψυχικά. Η αναγνώριση της διαχρονικότητας της γλώσσας μας και της άρρηκτης σχέσης της ΑΕ και της ΝΕ είναι το μέλλον της γλώσσας μας.
Και κάτι ακόμα: Στα Ελληνικά δεν είναι η λέξη μέσο για το διανόημα, για τη σκέψη. Στα ελληνικά η ίδια η γλώσσα είναι σύστημα σκέψης, δεδομένου ότι σε αυτόν το χώρο και με αυτή τη γλώσσα νοηματοδοτήθηκαν για πρώτη φορά και οριοθετήθηκαν σημαινόμενα και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο ώστε χιλιετίες μετά να προσφέρονται για τη νοηματοδότηση σύγχρονων εννοιών καθόλα άγνωστων στον αρχαίο κόσμο ως αυτούσιες σημασίες αλλά τελικά αποδείχτηκαν οι μόνες που μπορούσαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες. Θυμίζουμε την τηλεόραση, το αεροπλάνο, την ψυχανάλυση, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και πιο πρόσφατα τον κυβερνοχώρο, ‘cyber”με την Αγγλική προφορά. Είναι λοιπόν, άδικο να ζητούν αλλόγλωσσοι λαοί το δεκανίκι της ελληνικής για να εκφράσουν τα νεά προϊόντα της σύγχρονης σκέψης και της τεχνολογίας και τα ελληνόπουλα να μη μπορούν να αντιληφθούν την ευρύτητα της ιδιας της λέξης, τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για τη δική τους γλώσσα, για τη δική τους σκέψη, Κι αυτή είναι η προσφορά –μία από τις προσφορές- του Ελληνικού στοιχείου στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ελβετός ιστορικός του πολιτισμού Jacob Burckhardt ομολογεί ότι “βλέπουμε με τα μάτια των Ελλήνων και μιλούμε με τις εκφράσεις τους». Ο Ισπανός εξαίρετος κλασικός φιλόλογος Adrados –άλλωστε- υποστηρίζει σε κάθε ευκαιρία πως οι Ευρωπαϊκές γλώσσες είναι «κρυπτοελληνικές». Έχοντας αυτά υπόψη μας εύκολα μπορούμε να εξηγήσουμε τα λόγια του Ψυχάρη για την πατρίδα μας: «μικρός τόπος και γέμισε τη γης»
Σας ευχαριστώ πολύ.
Χαρίκλεια Κ. Κοσεγιάν
Trackback URI | Comments RSS
2 Responses to “ Η διαχρονικότητα της Ελληνικής Γλώσσας. Ομιλία στο συνέδριο της Στέγης Γραμμάτων Και Τεχνών Δωδεκανήσου σε συνεργασία με την Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά με θέμα: «Η παιδαγωγική αξία της Ελληνικής Γλώσσας» ”
1. # 1 Dr Moshe Says:
September 24th, 2007 at 2:28 am
Αγαπητή Χαρά,
Είστε αξιέπαινη για την ισορροπημένη άποψη που προωθεί η ομιλία σας, καθώς και για την αδιαμφισβήτητη κατάρτιση που μαρτυρεί. Δυστυχώς, η οπτική γωνία πολλών ακροατηρίων σχετικά με τη γλώσσα κινδυνεύει να διαστραφεί από ελλιπή γνώση και να στρεβλωθεί από τον φανατισμό.
Αν ζητούσαμε ένα παράδειγμα για τη συνέχεια της γλώσσας, νομίζω ότι πιο επιτυχημένο (από τη σχέση μητέρας-κόρης) θα ήταν να τη σκεφτούμε σαν ποταμό που διαρρέει διαφορετικούς χώρους και εμπλουτίζεται συνεχώς από παραποτάμους και χειμάρρους. Συνήθως χρησιμοποιώ αυτή την εικόνα, για να δείξω ότι η συνέχεια δεν είναι «γραμμική», αν μου επιτρέπετε, αλλά κλαδική ή συνθετική, όπως έχουν δείξει οι ιστορικοσυγκριτικές μελέτες για όλες σχεδόν τις γλώσσες.
Εύχομαι καλή συνέχεια στις δραστηριότητές σας.
2. # 2 Φλαμουροπούλου Στέλλα Says:
May 9th, 2008 at 1:39 pm
Συγχαρητήρια για τις απόψεις σας και την τεκμηριωμένη έρευνά σας.
Είμαι εδώ και 2 χρόνια φοιτήτρια γερμανικής φιλολογίας στη Γερμανία και από τότε που ζω εδώ έχω νοιώσει την ελληνική γλώσσα όπως δεν την ένοιωσα 25 χρόνια στην Ελλάδα. Διαπιστώνω καθημερινά αυτή τη λεξιλογική συνέχεια από την αρχαία όχι μόνο χάρη στη γερμανική φιλολογική ορολογία που αποτελείται σχεδόν μόνον από “ελληνισμούς” αλλά και χάρη σε κάποιους γερμανούς καθηγητές που γνωρίζοντας αρχαία ελληνικά, μπορούν να διακρίνουν την εξέλιξη και τη νέα μορφή λέξεων στα νέα! Αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά εκτιμούν τον ελληνικό πολιτισμό και τη γλώσσα σε τέτοιο βάθος, που κανένα σχολείο και κανένας έλληνας καθηγητής δε μας μετέφερε εμάς ποτέ. Γιατί να ασχολούμαστε με τις διαφορές μεταξύ αρχαίας και νέας, που είναι σίγουρα υπαρκτές ειδικά στη γραμματική και στη σύνταξη και όχι με τις ομοιότητες, που είναι τεράστιες και αδιαμφισβήτητες. Στο κάτω κάτω η Ευρώπη όλη και πάνω από όλα εμείς θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες, που μετά από 2 και πλέον χιλιετίες, μέσα από τόσες ταραχές και ξένες κυριαρχίες επιβιώνει σήμερα αυτή η γλώσσα και ομιλείται παραγωγικά εστώ και σε μια απλουστευμένη μορφή.
Με λίγη εξάσκηση μπορεί ο κάθε Έλληνας (παράδειγμα εγώ, που δεν έχω σπουδάσει τα αρχαία) να καταλάβει μια χαρά την Καινή Διαθήκη απ’το πρωτότυπο. Αμέσως μια σύνδεση με την Κοινή Ελληνική.
Λοιπόν ας κοιτάξουν οι δάσκαλοι να ανοίξουν τα μυαλά και τους ορίζοντες των νέων και όχι να βολεύονται όλοι μαζί δάσκαλοι και μαθητές σε απόψεις του τύπου “τα αρχαία είναι ξένη γλώσσα”.
Συγχαρητήρια και πάλι για τη συμβολή σας στον τόσο σημαντικό χώρο της ελληνικής γλώσσας.
Πηγή: http://www.chara-cosseyan.com/?p=34