"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Τό ἀφηγηματικό ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη









[....]
Δύσκολα πράγματα για τους νέους πάντα αναγνώστες. Γι' αυτό χρειάζεται μια φρέσκια μύηση στο αφηγηματικό ήθος του Παπαδιαμάντη. Χρειάζεται να τον επαναπροσδιορίσουμε ως πεζογράφο, που απεικονίζει τον άνθρωπο· αυτόν που τον κόβουν στα δύο οι ψυχικές του διβουλίες, η εσωτερική του διφυΐα, το μέσα του κομμάτιασμα. Αυτό δηλαδή που πάντα είναι ο άνθρωπος: δύο αντίμαχα κομμάτια, που το ένα τρώει το άλλο.

Να το ξαναπούμε: σε τόσο χαλασμένους καιρούς, όπως αυτοί που ζούμε, χρειάζεται ένα γενναίο αναγνωστικό άνοιγμα. Ενδεχομένως, μια μύηση ή μια ανάγνωση του Παπαδιαμάντη με καινούρια όραση και ματιά. Οι αγνοούντες χρειάζεται να δουν και να νιώσουν πολλά. Ενδεικτικά καταγράφονται κάποια:

α) Τον ασκούμενο δικηγόρο, τον σκοτωμένο στην καθημερινή μιζέρια του αθηναϊκού γραφείου· αυτόν που απαξιώνει εντελώς την εγγράμματη δυστυχία του μορφωμένου και λογαριάζει πιο πολύ την απόλυτη ένδεια της νεανικής αγράμματης ευτυχίας, με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα (Ονειρο στο κύμα).

β) Τους τρεις ήχους που συνυπάρχουν σε μια θαυμαστή συλλειτουργία: πρώτα ο θρήνος μιας γριάς, που κουβαλάει στην πλάτη της θανάτους και θανάτους. Υστερα το σουραύλι του αμέριμνου βοσκού, του σημαδιακού κι αταίριαστου· και, τέλος, η απειρία της παιδικής αθωότητας, που, μαγεμένη απ' το τραγούδι της ζωής, χάνει την ευστάθειά της και κει, στο μούχρωμα της μέρας, γκρεμίζεται στη θάλασσα, στο «μπλουμ» του θανάτου (Το μοιρολόγι της φώκιας).

γ) Τη γυναίκα και τη μοίρα της. Μια ζωή σκυμμένη και βασανισμένη· δοσμένη στην υπηρεσία των άλλων, μέχρι που θόλωσε το μυαλό, ψήλωσε ο νους της και άρχισε να μοιράζει με τα χέρια της τον θάνατο· να πνίγει τα μικρά κορίτσια, για να μη ζήσουν τη δικιά της ζωή· σαν να ήταν αυτός ο θάνατος η δίκαιη λύση (Η Φόνισσα).

δ) Τον τόσο πρώιμο και σχεδόν καφκικό μοντερνισμό, στην όλη οργάνωση της αφηγηματικής λογικής, και μάλιστα σε χρόνους προκαφκικούς, μαζί με, επίσης πρώιμα, υπερρεαλίζοντα στοιχεία (Για την περηφάνεια).

Και άλλα πολλά, φυσικά. Στάθηκα στα ελάχιστα και στα πιο γνωστά. Μόνο και μόνο για να φανεί ότι αυτός ο αναγνωστικός νόστος, αυτή η επιστροφή σε ξεχασμένες, ιδίως απ' τις νεότερες γενιές, σελίδες της πεζογραφίας μας μάς μαθαίνει ή, καλύτερα, μας θυμίζει την πιο απλή και την πιο αυτονόητη αλήθεια: η αυθεντική λογοτεχνία, απ' τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και σήμερα, απεικονίζει τον άνθρωπο: πότε ως πάσχοντα και βασανιζόμενο, παγιδευμένο στα δικά του λάθη ή στις ξόβεργες, που μας στήνουν οι άλλοι και οι περιστάσεις, και πότε ως ευφρόσυνη λαχτάρα, που γεύεται την ομορφιά τού να υπάρχεις.[....]

Νικήτας Παρίσης , "Από το 1911 στο τώρα",
Βιβλιοδρόμιο Ελευθεροτυπίας
Πηγή:http://trelogiannis.blogspot.com