"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ; ΣΕΒ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ



[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: ῾Ο Σεβ Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κ. Μελέτιος σέ ἄρθρο-ἀπάντηση στό περιοδικό Σύναξη τονίζει μέ ἔμφαση ὅτι γιά τήν εἰσαγωγή τῆς Δημοτικῆς στή θεία λατρεία –πού τήν ἐφαρμόζει μέ προκλητικότητα στήν ῾Ιερά Μητρόπολή του- δέν χρειάζεται προηγούμενη ἀπόφαση τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου. Δηλαδή στήν ᾿Εκκλησία μας ἰσχύει τό :ἀπόψε αὐτοσχεδιάζουμε; ῎Η γιά νά τό πῶ διαφορετικά:ἐμπᾶτε σκύλοι ἀλέστε κι ἀλεστικά μήν δίνετε; Δέν ὑπάρχει σεβασμός στό συνοδικό σύστημα καί σέ τελευταία ἀνάλυση στό ὑπέροχο λαό μας; Στό θέμα ὅμως θά ἐπανέλθουμε, γιατί σέ ὁρισμένους ἔχει ἀνοίξει ἡ ὄρεξη καί κάνουν ὅ, τι θέλουν. Γιά τήν ὥρα παραθέτουμε μιά ἀπάντηση πού ἔδωσε σέ συνέντευξη ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί ῾Αγίου Βλασίου κ. ῾Ιερόθεος Βλάχος, ὁ ὁποῖος καί σαφῶς διαφοροποιεῖται ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ Σεβ. ἁγίου Πρεβέζης κ. Μελετίου]

ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ: ΚΑΘΕ ΠΑΡΕΒΑΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΓΙΟΥΣ-Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Αριστείδη Βικέτα

της Εφημερίδος «Ο Φιλελεύθερος» Κύπρου (Μάϊος 2008)

Ερώτηση: Ποιά η άποψή σας για τις εισηγήσεις ακαδημαϊκών για αλλαγές –γλώσσα κλπ.– στην θεία Λειτουργία;

Απάντηση: Ο χώρος της λατρείας είναι αρκετά ευαίσθητος και σε αυτόν εκφράζονται όλα τα ορθόδοξα δόγματα και οι αιρετικές αποκλίσεις. Κάθε παρέμβαση πρέπει να γίνεται από αγίους που γνωρίζουν το «πνεύμα» της λατρείας. Άλλωστε, μέσα στην λατρεία δεν υπάρχει μόνον η γλώσσα των χειλέων και της λογικής, αλλά και η γλώσσα των συμβόλων. Αν δεν μάθουμε αυτήν την συμβολική γλώσσα (κινήσεις Ιερέων, εικόνες, κανδήλες, κερί κλπ.) και εάν δεν μάθουμε πως λειτουργεί η πνευματική καρδιά, δεν θα μπορέσουμε να έχουμε πραγματική μετοχή στην λατρεία. Για να χορεύη κανείς, δεν είναι απαραίτητο να μάθη τα λόγια των τραγουδιών και την γλώσσα με την οποία εκφράζονται (ελληνική, αγγλική, γαλλική). Μπαίνει στον χορό και εκστασιάζεται. Η λατρεία της Εκκλησίας είναι μια «νηφάλια μέθη». Την ζη αυτός που μπαίνει στον χορό της ζωής των αγίων. Αν πρέπει να γίνη μια προσπάθεια, είναι να μάθουμε το «πνεύμα» της λατρείας, να μάθουμε να «χορεύουμε» πνευματικά, να έχουμε θείο έρωτα. Και αν γίνουν μερικές αλλαγές, τις δέχομαι όταν γίνονται από τους αγίους. έτσι πάντοτε έγιναν οι λειτουργικές αλλαγές στην ιστορία της Εκκλησίας.–

http://www.parembasis.gr/2008/frames_08_05.htm

ΜΑΪΟΣ 2008

=

ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ-ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ




ο Φώτης Κόντογλου ενάντια στην νεοταξική πανθρησκεία
έγραφε προφητικά ο μακαριστός κυρ Φώτης Κόντογλου,o μεγάλος αυτός δάσκαλος του Γένους:



Μεγάλο, πολύ μεγάλο και σπουδαίο είναι ένα ζήτημα που δεν του δώσανε σχεδόν καθόλου προσοχή οι περισσότεροι Έλληνες. Κι αυτό είναι το ότι από καιρό αρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοί να θέλουν και να επιδιώκουν να δέσουν στενές σχέσεις με τους παπικούς, που επί τόσους αιώνες μας ρημάξανε. Γιατί στ' αληθινά, δεν υπάρχει πιο μεγάλος αντίμαχος της φυλής μας, κι επίμονος αντίμαχος, που, σώνει και καλά θέλει να σβήσει την Ορθοδοξία.
Οι δεσποτάδες πού είπα πως τους έπιασε, άξαφνα κι αναπάντεχα, ο έρωτας με τους Λατίνους, λένε πως το κάνουμε από «αγάπη». Μα αυτό είναι χονδροειδεστάτη δικαιολογία και καλά θα κάνουνε να παρατήσουνε αυτά τα ροσόλια της «αγάπης», που την κάναμε ρεζίλι. Ο διάβολος, άμα θελήσει να κάνει το πιο πονηρό παιγνίδι του, μιλά, ο αλητήριος γιά αγάπη. Ο,τι είπε ο Χριστός, το λέγει κι αυτός κάλπικα, για να ξεγελάσει. Τώρα, στα καλά καθούμενα, τους ρασοφόρους μας στην Πόλη, τους έπιασε παροξυσμός της αγάπης για τους Ιταλιάνους, που στέκουνται, όπως πάντα, κρύοι και περήφανοι και δεν γυρίζουνε να τους δούνε αυτούς τους «εν Χριστώ αδελφούς», που όσα τους κάνανε από τον καιρό των Σταυροφόρων ίσαμε τώρα, δεν τους τάκανε μήτε Τούρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωμαχετάνος. Ίσως κι οι δικοί μας να κάνουν από παρεξηγημένη καλοσύνη. Όπως είπα, οι περισσότεροι δικοί μας δεν δώσανε καμμιά σημασία σ' αυτές τις φιλοπαπικές κινήσεις, που είναι θάνατος για το γένος μας και που τις κινήσανε οι καταχθόνιες δυνάμεις που πολεμάνε τον Χριστό και που με τα λεπτά τους αγοράζουνε όλους, δεν δώσανε λοιπόν καμμία σημασία, γιατί τα θεωρούνε τιποτένια πράγματα, αν δεν είναι κι οι ίδιοι αγορασμένοι... Τώρα τα μυαλά γινήκανε φαρδειά, και καταγίνονται με άλλα, κοσμοΐστορικά προβλήματα! «Θα καθόμαστε να κυττάζουμε τώρα παπάδες και Ορθοδοξίες»; Μα αυτούς δεν τους μέλλει κι αν εξαφανισθεί από τον κόσμο κάθε ελληνικό πράγμα. Και θα εξαφανισθεί όχι τόσο εύκολα με τον αμερικανισμό που πάθαμε, όσο αν γίνουμε στη θρησκεία παπικοί. Γιατί γι' αυτού πάμε. Παπική Ελλάδα θα πει αξαφάνιση της Ελλάδας. Να γιατί είπα πως είναι πολύ σπουδαίο ζήτημα αυτές οι ερωτωτροπίες που αρχίσανε κάποιοι κληρικοί δικοί μας με τους παπικούς, κι η αιτία είναι το ότι δεν νοιώσανε τι είναι Ορθοδοξία ολότελα, μ' όλο που είναι δεσποτάδες. Το κακό είναι πως ο λαός δεν πήρε, καλά - καλά, είδηση για τη συνωμοσία.Ποιος να τον πληροφορήσει αφού οι γραμματισμένοι τα θεωρούνε αυτά τα πράγματα ανάξια για τη μοντέρνα σοφία τους, και τρέχουν σημαιοφόροι σε κάθε νεωτερισμό; Από τότε που αρχίσανε οι λυκοφιλίες ανάμεσα στους δικούς μας και στους παπικούς (και σημείωσε πως οι δικοί μας φαγωθήκανε πρώτοι να πιάσουνε σχέση με τους Λατίνους σαν να πήρανε από κάπου διαταγή, κι ολοένα μιλάνε για «τον διάλογο μαζί τους, δίχως να ξέρουνε καλά - καλά τι λένε), από τότε λοιπόν, ακούμε, κάθε τόσο κάτι πράγματα θεατρικά, άνοστα, ανόητα, δίχως καμμιά σοβαρότητα, όπως είναι η λεγόμενη «Διάσκεψις της Ρόδου», τα νέα παρεκκλήσια του Βατικανού, κ.τ.λ. Στη Ρόδο πήγανε οι δικοί μας με σκοπό να πουλήσουν την Ορθοδοξία, γιατί γι' αυτούς είναι καθυστερημένη μορφή του Χριστιανισμού, δηλαδή ένας βλάχικος χριστιανισμός και να αρχίσουν τον «διάλογον», που να τον πάρει η ευχή αυτόν τον «διάλογον». Και τι κάνανε; Τίποτα! Λόγια πολλά και χαμένα, που να ντρέπεται κι ο τελευταίος Έλληνας Ορθόδοξος. Ο Πάπας λοιπόν θα προσεύχεται μπροστά στις δικές του φωτογραφίες! Δηλαδή τρελλάθηκαν οι άνθρωποι! Αυτά δεν τα κάνανε μήτε οι αραπάδες της Αφρικής. Συλλογίζομαι πόση σοβαρότητα έχουν οι Μουσουλμάνοι στη θρησκεία τους, και που καταντήσανε τη θρησκεία του Χριστού αυτοί οι αθεόφοβοι Ιταλιάνοι, που προσκυνάνε αγάλματα της Παναγίας με κοκκινάδια , με σκουλαρίκια και με δαχτυλίδια. Κι εμείς οι Ορθόδοξοι που φυλάξαμε το βαθύ μυστήριο της ευσεβείας, τώρα, στα καλά καθούμενα, πάμε να γίνουμε ένα μ' αυτούς που γελοιοποιήσανε τον Χριστό όσο κανένας άθεος. Αλλά, από που να πιάσει κανένας και πολύ να τελειώσει; Όσοι ήταν έως τώρα αδιάφοροι για τη θρησκεία και για την Εκκλησία, και που πολλοί απ' αυτούς την περιπαίζανε μάλιστα, όλοι αυτοί γινήκανε έξαφνα παπόφιλοι, και μασάνε σαν μαστίχι την ψεύτικη λέξη «αγάπη». Μεγαλύτερο ρεζιλίκι δεν έγινε. Εμείς οι άλλοι που είμαστε κολλημένοι από νεότητος στην Εκκλησία μας, είμαστε στενοκέφαλοι, μοχθηροί, γυμνοί από αγάπη κι από αληθινή ευσέβεια. Η μόδα είναι τώρα να φαίνεσαι άνθρωπος της εποχής μας, που ένοιωσε τα «αιτήματα» της.
Πίστη ασάλευτη στην Ορθοδοξία, που εμείς οι προκομμένοι την πήραμε κληρονομιά και την πουλάμε «αντί πινακίου φακής» και ασπασμού της παντόφλας του Πάπα! Μα σε τέτοιο σημείο εκφυλισθήκαμε;
Αιτία είναι η έμφυτη ματαιοδοξία μας, που μας κάνει να θέλουμε να φαινόμαστε έξυπνοι συγχρονισμένοι, προοδευτικοί, κι όχι καθυστερημένοι. Με τη συναίσθηση της κατωτερότητας που αποχτήσαμε, φοβόμαστε σαν τον διάβολο μήπως μας πούνε «παλιά μυαλά, παλιοημερολογίτες, καθυστερημένους». Και τρέχουμε να πάμε πρώτη σε κάθε κίνηση που περνά για «μοντέρνα», θέλεις μίμηση της «αφηρημένης ζωγραφικής», θέλεις ακαταλαβίστικες «λογοτεχνίες» (καημένη λογοτεχνία, πού κατάντησες!), θες φιλοπαπισμός, θες φιλοαμερικανισμός, στα πάντα, στα ντυσίματα μας(προ πάντων της νεολαίας), στον τρόπο που μιλάμε και σκεπτόμαστε, ακόμα και στις χειρονομίες. Δηλαδή, καταντήσαμε μαϊμούδες του ανθρωπίνου γένους «εν ονόματι της προόδου και της θαυμάσιας εποχής μας».
3 Δημοσιεύτηκε: 03 Νοε 2008

Ἅγιος Νεκτάριος - Πανθαύμαστη θεραπεία



Στ θάλαμο 2 το δεύτερου ρόφου, κε στ ρεταίειο, που γιος Νεκτάριος φησε τν τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκς να καντήλι μπρς στν πάνσεπτη εκόνα του.

Καθημεριν περνον π κε πλθος πιστν, κυρίως ρρώστων, ο ποοι στέκονται γι λίγο κα νοερ φήνουν τος στεναγμος τς καρδις τους, σν μία θερμ κεσία πρς τν φιλάνθρωπο γιο.

Κα κενος φαίνεται ν συγκατανεύει. Τος δίνει κουράγιο μ τ λαρό του βλέμμα κα νισχύει τν πίστη τους. Τος θυμίζει τι κα διος πόνεσε ψυχικ κα σωματικ λλ νισχυόταν πάντα π τν διάκοπη παφή του μ τ Θεό.

Τ Θαύματα το γίου μας εναι πολλά. Τόμοι λόκληροι χουν γραφτε γι ατά. Θ ναφέρω μία στορία γεμάτη με τν «παρουσία» κα παρέμβαση το γίου Νεκταρίου, ρκετ πρόσφατη, πο γινε φορμ πολλο συνάνθρωποί μας ν δον κα ν ζήσουν τν εεργεσία το Κυρίου μας ησο Χριστο προσφερομένη διαμέσ τν θείων δοχείων χάριτος, τν γίων μας.

ταν νήμερα το γίου Πνεύματος ταν μικρ Βαρβάρα στν λικία τν 10 τν χτυπήθηκε π γκεφαλικ αμορραγία. μεταφορ στ νοσοκομεο Παίδων ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ, γινε σχετικ γρήγορα κα σ διάστημα 2 ρν τ κοριτσάκι χειρουργήθηκε π τν Διευθυντ Νευροχειρουργικς Προδρόμου. Στ μετεγχειρητικ διάστημα κα μετ π 3 ρες μικρ παρουσίασε κα νέα αμορραγία. Χειρουργήθηκε ξανά, λλ ο γιατρο ταν παγορευτικοί σε ασιόδοξες προβλέψεις.

Κατ τ διάρκεια τς δεύτερης χειρουργικς πέμβασης ο γονες παρακάλεσαν τν γιο Νεκτάριο ν τος βοηθήσει. Κα πράγματι κα ο δυ νιωθαν τν παρουσία του μέσα στος διαδρόμους το νοσοκομείου κα εχαν τν ντύπωση πς εναι παρν στ χειρουργικ τραπέζι! Ο γχειρήσεις λοκληρώθηκαν λλ ο γιατρο δν φηναν περιθώρια ασιοδοξίας στος γονες.

Διευθυντς τς Νευροχειρουργικς Μονάδας κ. Προδρόμου ταν κατηγορηματικός: Παιδι μ τέτοιο χτύπημα σ ποσοστ 80% πεθαίνουν κατ τ μεταφορ στ νοσοκομεο[!!!]... ν πιζήσουν τς πέμβασης πεθαίνουν σ διάστημα 10-20 μερν μετ π ατή... κα φυσικ οτε λόγος γι φυσικ ποκατάσταση ν παρόλα ατ καταφέρουν ν πιζήσουν!!!! Ο γονες σ καμία περίπτωση δν χασαν τ κουράγιο τους κα τν πίστη τους.

... χουν περάσει 3 μνες π τότε. μικρ Βαρβάρα, σύμφωνα μ τ λεγόμενα τς ατρικς μάδας, θ μενε τουλάχιστον 3 μνες στ νοσοκομεο κα φυσικ δν μποροσε ν καθορίσει οτε κατ προσέγγιση τν παιτούμενο χρόνο φυσικοθεραπείας γι τν ΜΕΡΙΚΗ ποκατάσταση.

Βαρβαρούλα δη λοκλήρωσε τν φυσικοθεραπευτικ γωγ πιτυχς κα κολουθε μαθήματα ε δημοτικο μ δάσκαλο κατ᾿ οκον, γι ψυχολογικος λόγους. γιος Νεκτάριος κανε λλο να θαμα.

Τελειώνοντας τν μικρ ατ εχαριστία πρς δόξαν Θεο θα ναφέρω τ λεγόμενα ατρο τς ντατικς μονάδας το ΠΑΙΔΩΝ, σ ρώτηση ν πιστεύει στ Θεό.

- Πιστεύω στ Θε γιατ τν βλέπω δ μέσα καθημερινά!!!


Πηγή:Nektarios.gr


῾Υπεράνω τῶν Νεφελῶν- ᾿Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου



Ἀπὸ τὸ «Μὲ τοῦ βορρηᾶ τὰ κύματα» Ἀθῆναι , ἔκδ. ᾿Ι.Ν.Σιδέρης, 1927.



Ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως συνέπεσε νὰ εὑρίσκωμαι εἰς Κατουνάκια, ἕνα βραχῶδες ὁροπέδιον, ἐπάνω ἀπὸ τὸ Καροῦλι, τὸ περιβόητον ἀκρωτήριον τοῦ Ἄθωνος, εἰς τοὺς πρόποδας ἀκριβῶς τοῦ ἱεροῦ βουνοῦ, φιλοξενούμενος εἰς τὴν Καλύβην τοῦ γνωστοῦ ἐρημίτου Δανιὴλ τοῦ Σμυρναίου, γέροντος ἐκ τῶν μᾶλλον τιμωμένων ἐν Ἁγίῳ Ὄρει διὰ τὴν διάκρισιν αὐτοῦ καὶ τὸν ἀσκητικὸν βίον.

Τὰ Κατουνάκια εἶναι τὸ ἐρημικώτατον μέρος τοῦ Ἄθωνος, ἡ Ἔρημος, ὡς ἀποκαλεῖται κοινῶς, μακρὰν τῶν κέντρων καὶ τῶν συγκοινωνιῶν, ἔνθα ἀπεσύρθησαν οἰκοῦντες εἰς σπηλαιώδεις καλύβας, ταπεινὰ καὶ εὐτελῆ κελλία, οἱ ἡσυχασταί τοῦ Ἄθωνος, οἱ ποθοῦντες τὴν ἄκραν ἡσυχίαν, ἵνα ἀποκτήσωσι τὴν ἀπαιτούμενην ἀπὸ τῶν παθῶν κάθαρσιν, τὴν τόσο ὑμνουμένην ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, διδάσκοντος ἀξιωμάτικῶς: «ἡσυχία, ἀρχὴ καθάρσεως...»

Τὸ μέρος εἶνε εἰς ἄκρον ὑγιεινὸν διὰ τὴν ἁγνὴν δροσιὰν του, ἄλλην μὲν ἀναβαίνουσαν ἀπὸ τοῦ πελάγους, γεμάτην ἀπὸ ἰώδειον, ἄλλην δὲ καταβαίνουσαν ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ Ἄθωνος, γεμάτην ἀπὸ ἀπεσταγμένην κυριολεκτικῶς δροσιάν, κατερχομένην ἀπὸ τῶν αἰθερίων.

Τὴν πρωΐαν μετὰ τὴν Ὀρθρινὴν Ἀκολουθίαν καθὼς καὶ εἰς τὰ εὔμορφα δειλινά, ὁ γέρων Δανιὴλ μὲ τοὺς δύο ὑποτακτικούς του κατεγίνετο εἰς τὴν ζωγραφικήν, ἢ εἶχεν ἐπίσκέπτας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπέλιπον, ζητοῦντες τὰς συμβουλὰς του• ἐγὼ δὲ ρεμβάζων εἰς τὸ γαλήνιον ἐκεῖνο ὕψος ἔβλεπον καθ'ἑκάστην τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνος, ὅπου εἶνε κτισμένος ὁ ναΐσκος τῆς Μεταμορφώσεως, τὸν ὁποῖον ἔβλεπον ὡσὰν ἕνα μνημοῦρι μικρούτσικον.

—Ὅστις δὲν ηὐτύχησε νὰ ἀναβῇ εἰς τὸν Ἄθωνα, μοῦ ἔλεγε καμμιὰ φορὰ ὁ γέρων Δανιήλ, τὴν ἡμέραν τῆς Μεταμορφώσεως, νὰ συμπροσευχηθῇ μετὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ ἐρημιτῶν ἐν μέσῳ τῶν νεφῶν ὑπὸ τὰς ὀφιοειδεῖς ἀναλάμψεις τῶν ἀστραπῶν, πρηνὴς ὡς οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν, ἐν τῇ θείᾳ τοῦ Θαβωρίου λάμψει, μέσα εἰς τοὺς κρυεροὺς κρότους τῶν κεραυνῶν, δὲν δύναται νὰ ἀναπαραστήσῃ μὲ τὴν φαντασίαν του, πόσον ἄρρητον, πόσον ἀπερίγραπτον, πόσον ἐξαίσιον, πόσον οὐράνιον ὄντως, εἶνε τὸ θέαμα μιᾶς ἀγρυπνίας τελουμένης ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνος, ἐν τῷ ναΐσκῳ τῆς θείας τοῦ Σωτῆρος Μεταμορφώσεως...

— «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ Ὄρος Κυρίου...» Μοῦ λέγει τὴν πρωΐαν τῆς παραμονῆς τῆς λαμπρᾶς πανηγύρεως, ἕνας γείτονάς μας ἐρημίτης, θὰ εὐχαριστηθῆς πολύ, πάρα πολύ. Νά, κύτταξε ἐκεῖ ἐπάνω.

Φαίνεται ὄντως ὁ ναΐσκος τῆς Μεταμορφώσεως. Εἶνε πανάρχαιος, χτισμένος ἐπάνω ἀκριβῶς εἰς τὴν
κορυφὴν τοῦ Ἄθωνος, ἐπὶ τῆς στακτερᾶς πέτρας. Φαίνεται ὡσὰν ἕνα σύννεφον ἀπὸ τὴν Λαύραν, σκοῦφος ῾Αγιαννανίτικος ἀπὸ τῶν μακρυνωτέρων τῆς Χερσονήσου Μονῶν. Τὰ περὶ αὐτοῦ ἀδόμενα ὑπὸ τῶν μοναχῶν περιλάλητα, τὰ ὁποῖα ἀπίστευτα καθιστῶσιν αἱ ζωηραὶ διηγήσεις τῶν ὀλίγων τολμηρῶν, ὁποῦ ηὐτύχησαν νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀνέκφραστον αὐτὴν ἡδονήν, ὅλα τὰ μυθοπλαστούμενα ἐκεῖνα, ὅτι ὁ ναΐσκος εἶνε τόσον μικρὸς ὡσὰν τὸ φανάρι τῆς Τραπέζης τοῦ Ρωσικοῦ, ἐν ὧ φυλάσσονται τὰ ἀπομεινάρια τοῦ δείπνου, ὅτι αἱ εἰκόνες του εἶναι κατάμαυροι, ἀπὸ μπροῦντζον, ὅτι ὁ θόλος του εἶνε κατατρυπημένος ἀπὸ τοὺς κεραυνούς, καὶ ὅτι οἱ τοῖχοι καὶ τὸ δάπεδον κατακαυμένα ἀπὸ τὰς ἀστραπάς, καὶ ὅτι σῴζεται ἀκόμη ὁ σκελετὸς τοῦ δυστυχοῦς Διάκου, ὅστις ἐκεραυνώθη μίαν χρονιάν, κατὰ τὴν πανήγυριν, ἐμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Πύλην, ἐνῷ ἒλεγε τὰ Εἰρηνικά... ὅλαι αὐταὶ αἱ τρομεραὶ περιγραφαί, αἱ ὁποῖαι ποικίλλονται ἀναλόγως τῆς φαντασίας ἢ στωμυλίας τῶν αὐτοπτῶν γενομένων, ἢ παρ' ἄλλων αὐτοπτῶν ἀκουσάντων, θὰ ἴδῃ ὅτι εἶνε ἀληθιναὶ καὶ ὄντως ἱστορικαί, ὅταν ἀποφασίση κανείς, μίαν εὐδίαν τοῦ θέρους αὐγήν, ὅτε δὲν εἶνε κανεὶς κίνδυνος θυέλλης, ν' ἀναβῇ εἰς τὴν ὑπερνεφῆ αὐτὴν κορυφήν, ἥτις εἶνε τὸ θέατρον δύο ἀντιθέτων πραγμάτων, δύο ἐναντίων ὁράσεων καὶ θεαμάτων, κέντρον ἐξ ἑνὸς καὶ ὀμφαλὸς οὐρανίου ὄντως καλωσύνης καὶ εὐδίας ἄνω μιᾶς ἀπεράντου γαλανῆς ὀθόνης, ἁπλουμένης ἀπὸ Δαρδανελλίων μέχρι Σμύρνης καὶ Σάμου, καὶ ἐξ ἄλλου ὑπέροφρυ ἐργοστάσιον τερατουργῶν κεραυνῶν, ἐν θυέλλῃ καὶ ζόφῳ, ὡς ἐν Σιναίῳ τὸ πάλαι, ὑπὸ τὰς λάμψεις τὰς ὑπερφιάλους τῶν ἀστραπῶν, ὅτε Ἄθως καὶ ναὸς καὶ προσκυνηταὶ ἀπόλλυνται εἰς τὰ νέφη μὲ ὅλον τὸν περίγειον κόσμον, στοιχεῖον ἒκφυλον, σπαραγμὸς τῶν ἄλλων τῆς Δημιουργίας λυσσαλέων στοιχείων ὅταν εἰς τὸ ἐλάχιστον τοῦ καιροῦ σκανδάλισμα ἔρχωνται ἀπὸ τὸν τετραπέρατον κόσμον αἱ νεφέλαι νὰ καθήσωσιν εἰς τὴν ἀγαπημένην των φωλεάν...

Ἡ κορυφὴ καὶ ὁ ναΐσκος τοῦ Ἄθωνος ἐξαρτῶνται ἀπὸ τῆς Μονῆς τῆς Λαύρας ὡς ἰδιοκτησία της ἀναφαίρετος, ἥτις ἀποστέλλει κατ' ἔτος τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ἐφημέριον μετὰ διακόνου καὶ ψάλτου πρὸς ἐπιτέλεσίν της ἀγρυπνίας, τοὺς ὁποίους συνοδεύουν καὶ οἱ εὐάριθμοι ἐκεῖνοι προσκυνηταί, οἵτινες ἀψηφοῦντες τὸν κίνδυνον τοῦ κεραυνοῦ ἀναβαίνουσι νὰ ἑορτάσουν τὴν Μεταμόρφωσιν ὑψηλὰ ἐκεῖ, οἱ μὲν ἐξ ἁπλῆς περιεργείας ὁδοιπόρων, οἱ δὲ ἐξ εὐλαβείας, ἀββάδες ἐνάρετοι, ποθοῦντες νὰ ψαύσωσι σχεδόν, ἐκεῖ ἐπάνω, τὴν ὑπέρφωτον τοῦ Θαβωρίου δόξαν...
— Καὶ ὅσοι δὲν ἀνέβουν, μετανοοῦν, μοῦ ἔλεγεν ἕνα γεροντάκι εἰς τὰς Καρυάς, ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς, καὶ ὅσοι ἀνέβουν, πάλιν μετανοοῦν.

Οἱ μὲν διότι δὲν ἠσθάνθησαν τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ἀρρήτου θεάματος, οἱ δὲ διότι τὴν ἔχασαν τόσον ὀγλήγορα.

Εἰς τὴν Κερασιάν, λοιπόν, συνεκεντρώθημεν οἱ εὐάριθμοι προσκυνηταὶ τὴν παραμονὴν τῆς ἁγίας ἡμέρας. Εἶνε δὲ ἡ Κερασιὰ κατάρρυτον καὶ χλοερὸν ὀροπέδιον εἰς τὴν ποδιὰν τοῦ Ἄθωνος, ἢ ἂν τὸν Ἄθωνα τὸν παραστήσης ὡς λευκογένειον καὶ λευκόμαλλον ἀσκητήν, σταυροπόδι καθήμενον, εἰς τοὺς κόλπους αὐτοῦ, ὅπου δύο μόνον τοῦ ἔτους ὧραι ὑπάρχουσιν, ἄνοιξις καὶ χειμών, καὶ ὅπου καὶ τὸν Ἰούλιον ἀκόμη ἀνθίζουσιν ἡ ἀγριαμπελιαίς, καὶ ἡ πόα πρασινίζει, πυκνὴ καὶ βαθεῖα, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνέρπει μὲ χάριν ὡς γλάστρα βασιλικοῦ, τὸ χιώτικο Κάθισμα τοῦ παπᾶ - Ἱεροθέου μὲ τοὺς τέσσαρας ὑποτακτικοὺς ἱερεῖς του, οἵτινες ὅλοι ἀλάδωτοι ἀκούονται, ὡς μὴ τρώγοντες οὐδέποτε, καὶ τὸ Πάσχα ἀκόμη, ἔλαιον, ἀντὶ δὲ κόκκινων αὐγῶν μεταχειριζόμενοι βρασταὶς πατάταις... Ἀφ' οὗ ἐσταθμεύσαμεν ὀλίγον εἰς τὸ οὐρανοκρέμαστρον Κάθισμα τοῦτο, μεγάλον ὡς μίαν μικρὰν Μονήν, πέριξ τοῦ ὁποίου εὐωδιάζουν τὰ καζανάκια, δι’ ὧν ἀποστάζουσιν ἐκ τῶν διαφόρων ἰαματικῶν βοτάνων τὰ σπάνια ἁγιορείτικα μυρέλαια οἱ ἐδῶ κ' ἐκεῖ διαιτώμενοι ἀσκηταί, μέλισσαι ἱεραὶ ἐπάνω εἰς τῆς ἀρετῆς τὰ ἄνθη, ἠρχίσαμεν τὴν ἀνάβασιν εἰς τὸν Ἄθωνα. Ὅλοι φέρομεν κατ' ἀρχαίαν συνήθειαν ἀπὸ ἕνα ξύλον, χονδρὴν ράβδον, ἥτις θὰ χρησιμεύσῃ ἐπάνω διὰ τὴν νυκτερινὴν πυρὰν κατὰ τοῦ ψύχους. Μεταξύ μας ὑπάρχουν καί τινες νεαροὶ ρῶσοι μοναχοί, ἐνθουσιώδεις ἀνιχνευταὶ ὄχι τόσον τοῦ ὑπερφυσικοῦ μεγαλείου τοῦ θεάματος, οὐδὲ ἐξ εὐλαβείας μετεωριζόμενοι ἐκεῖ ἐπάνω, ὅσον ἐκ φιλαργυρίας ὠθούμενοι πρὸς τὴν ἐπικίνδυνον κορυφήν, νὰ συνάξουν ἀμάραντα τὰ εὔμορφα λευκοπόρφυρα τῆς πετρώδους κορυφῆς ὁποῦ ποτὲ δὲν μαραίνονται, ἀνθύλλια, τὰ ὁποῖα περιδένοντες εἰς μικρὰ μπουκετάκια ἀποστέλλουσιν εἰς Ρωσίαν, εὐσεβῆ ἀνάμνησιν τοῦ τόσον τιμωμένου ἐν τῇ ἀχανεῖ ὁμοδόξῳ χώρᾳ ἁγίου βουνοῦ.

Ὁ παπᾶ-Βίκτωρ, ἕνας παχὺς καὶ κοντὸς ἐφημέριος Λαυριώτης, πολὺν χρόνον διατρίψας εἰς τὸ Μετόχι τῆς Λαύρας ἐν Ὕδρᾳ, καὶ ἄρτι ἐπανελθὼν εἰς τὴν Μονήν του, εἶνε ὅλος χαρά, διότι μετὰ τόσον καιρὸν ἐν τῷ κόσμῳ ἠξιώθη πάλιν νὰ ἀπολαύσῃ τὴν ἐρημικὴν τῆς Μετανοίας του ἡσυχίαν, μηδὲν ἀποκομίσας ἐκ τῶν ἐγκοσμίων μεριμνῶν του ἤ ὀλίγα ἀρβανίτικα, τὰ ὁποῖα σπείρει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ὡς κουκκία μισιριώτικα, μικρὰ καὶ γλυκά, εἰς τοὺς ἀγόνους τῆς Κορυφῆς βράχους, πολὺ ὁμοιάζοντας πρὸς τὰς φαιὰς πέτρας τῆς ἐνδόξου νήσου, διαχέων οὕτω ἱκανὴν θυμηδίαν, εἰς τὴν εὐλαβῆ συνοδίαν μας, καὶ διαλύων πᾶσαν ὁμίχλην δειλίας ἀπὸ τῶν καρδιῶν μας, ὅταν μάλιστα προσαγορεύων ἀρβανίτικα τοὺς ρώσους λαμβάνῃ ρωσιστὶ τὰς ἀπαντήσεις.

Εἰσήλθομεν ἤδη, ἀναβαίνοντες, εἰς πυκνὸν δρυμὸν ἐκ δρυῶν καὶ καστανεῶν αἰωνοβίων, ὑπὸ τοὺς κλώνους τῶν ὁποίων αἰσθανόμεθα τὴν δρόσον τοῦ θέρους ὡς ἀναφρικίασιν χειμερινοῦ ψύχους, ἐν ὧ ἐξ ἄλλου κατάξηροι καὶ κατάμαυροι κορμοὶ ἐξ αὐτῶν δηλοποιοῦσιν ὅτι τόσον πλησίον μας ἐξερράγησάν ποτε κεραυνοί, οἵτινες ἀπηνθράκωσαν τὰ ὑπερήφανα δένδρα, τὰ ὁποῖα ὑπερηφάνως ἀκόμη, ὡς νὰ μὴ ἐπτοήθησαν ποτέ, ἀνατείνουσι τὸν ἄφυλλον καὶ μαῦρον κορμὸν των, μὲ δύο ξηροὺς κλώνους δεξιὰ καὶ ἀριστερά, οἵτινες ἀπέμειναν ὡς ἀπανθρακωθεῖσαι χεῖρες ἐρημίτου, κεραυνοβοληθέντος ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς προσευχῆς διὰ τὸν γαῦρον φαρισαϊσμόν του, ἴσως, ὅτε κατὰ τὰς θυελλώδεις ἰδίως νύκτας, ἀληθεῖς μάχαι γιγάντων καὶ τιτάνων συνάπτονται μέσα εἰς τὰς ἀνηλίους φάραγγας ἐκείνας. Καὶ ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τὴν Παναΐτσαν, Κάθισμα τῆς Λαύρας εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, ἐξεπεζεύσαμεν νὰ ἀναπαυθῶμεν ὀλίγον καὶ νὰ δειπνήσωμεν ἀπὸ τὴν τράπεζαν, τὴν ὁποίαν προφθάσας εἶχε προετοιμάσει ὁ Κελλάρης τῆς Λαύρας, πλουσιοπάροχον διὰ τοὺς προσκυνητάς.

— Χάνι-μίρ, εἶπεν ἀρβανίτικα προκαθίσας ὁ παπᾶ-Βίκτωρ, θαρρῶν ὅτι εὑρίσκεται ἐν Ὕδρᾳ ἀκόμη, ἐ-πίνι-μίρ! (φᾶτε καλὰ καὶ πιῆτε καλά) θωπεύων δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸν πυρρόχρουν πώγωνά του, καὶ προσφέρων εἰς ἡμᾶς ἄρτον καὶ ὕδωρ καὶ ὀπώρας διὰ τὴν νηστείαν τῆς παραμονῆς.

Ὅλων οἱ ὀφθαλμοί, ἐν ὧ ἐτρώγαμεν, ἦσαν ἐστραμμένοι πρὸς τὴν κορυφὴν διότι τὸν Αὔγουστον δὲν εἶνε σπάνιον πρᾶγμα ἡ ἀλλαγὴ τοῦ καιροῦ αἴφνης, ἡ δὲ καρδιά μας ἔτρεμεν ἀπὸ μέλλοντα φόβον, τὸν ὁποῖον εἰς μάτην προσεπάθει ν' ἀπομακρύνῃ ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς λευίτης μὲ τὰ μονόλεξα ἀρβανίτικά του, ἐπαναλαμβάνων συχνά, διὰ τὴν ὄρεξιν:
— Χάνι-μίρ, ἐ-πίνι-μίρ!
Ἀποτεινόμενος δὲ πρὸς τὸν νεαρὸν ρῶσον Παλάμωνα, τὸν Προφητηλιάτην, τοῦ ὁποίου, ἀστειευόμενος, παρέφθειρε τὸ ὄνομα, ἐπὶ τὸ ὑδραϊκὸν τάχα, εἰς Μπαμπ-Λένο (θεία Ἑλένη) ὅπως ἐκαλεῖτο ἡ κανδηλανάπτρια τοῦ ὑδραϊκοῦ Μετοχίου, εἶπε γελῶν:
— Πίνι-μίρ, Μπάμπ-Λένο!
— Νού, Μπάμπ-Λένο!. διέκοψε πειραχθεὶς ὁ ρῶσος ἀσκητής. Σκουσένιε! Παλάμων! Καὶ ἐπανελάμβανε: Παλάμων! Παλάμων! Σκουσένιε!...

Μέχρι τῆς κορυφῆς ἦτο μιᾶς ὥρας περίπου ἀκόμη ἐπὶ τοῦ βράχου ὁδός. Ὁ καιρὸς ἦτο εὐδιώτατος, ἕν ἐκ τῶν σπανιωτάτων δειλινῶν, ἡ δὲ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος γελαστὴ ὡς ἡ κεφαλὴ τοῦ γέροντος πάππου ἐν τῇ εὐδαιμονίᾳ τῶν μικρῶν ἐγγόνων του, ἐχάνετο εἰς τὸν γαλανὸν ὁρίζοντα. Κάτω πρὸς τὴν βαραθρώδη ἀκτὴν κοιμώμενον τὸ Αἰγαῖον, ὡς κῆτος ξενερισμένον ἀπὸ τὴν ζέστην, ἥπλωνε τὴν οὐράν του ἀτάραχον πρὸς τὸν Ἀκράθω τὸν φοβερόν, τὸν ὁποῖον ἡδέως ἐθώπευε πρὸς μεγάλην χαρὰν τῶν ρώσων ἀσκητῶν ἐκεῖ, οἵτινες καταβάντες ἀπὸ τὸ βραχόσπιτον Καροῦλι, ὅπου ἀσκητεύουν εἰς μίαν κάτω σπηλαιάν, ἡτοίμαζον τὴν βαρκίτσαν των, ἡ ὁποία ὡς σαβουρόκοφα ἐκρέματο ὑψηλὰ ἀπὸ μίαν πέτραν, διὰ νὰ ψαρεύσουν μὲ δυναμίτιδα.

Ἡ γαλανή του Αἰγαίου σινδών, ἀπὸ τὸν πολὺν καύσωνα, εἰς ὁμίχλην μετεβάλλετο πέραν πρὸς τὴν Λῆμνον καὶ τὸν Ἅη-Στράτην, τὸ δὲ ἀτμόπλοιον τοῦ Κουρτζῆ, τὸ ὁποῖον τὴν ὥραν ἐκείνην κατέβαινεν ἀπὸ τὰ Δαρδανέλλια ὡς μαύρη πελαγίσια πάπια μᾶς ἐφαίνετο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ γοερὸς χαιρετισμὸς διὰ τῆς μηχανῆς του δὲν θὰ ἔφθανεν ἕως ἐκεῖ ἐπάνω, οὐδὲ ἡ σημασία του ἦτο ὁρατὴ νὰ τὴν ἀναιβάζῃ καὶ καταιβάζη, ἐχαιρέτιζε μὲ καπνὸν κατάμαυρον, παρερχόμενον γιαλό-γιαλό...

Ἡ Παναΐτσα εἶνε ναΐσκος μετὰ τινων κελλίων, σταθμὸς διὰ νὰ ξαλλάζουν οἱ ὁδοιπόροι, καὶ νὰ διανυκτερεύουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὴν αὐγήν, ὅταν ἴδουν πλέον τὸν οὐρανὸν καθαρὸν καὶ ξάστερον, ἀναβαίνουν χωρὶς φόβον. Ὅλον τὸν χειμῶνα ἡ Παναΐτσα εἶνε σκεπασμένη ἀπὸ τὰς χιόνας, καὶ οὔτε φαίνεται.

Ἄλλοτε οἱ ἀγωγιάται ἄφινον ἐδῶ τοὺς ἡμιόνους των, καὶ οἱ προσκυνηταὶ πεζοὶ ἀνέβαινον τὴν ἄβατον πέτραν. Διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἕνα μονοπάτι ἐπικίνδυνον πολὺ μόνον ὑπάρχει, ὅπου ἀπὸ ἕνας ἕνας προχωροῦν μετὰ φόβου καὶ τρόμου. Ἀλλ' ἐσχάτως δι' ἐξόδων του Ἰωακεὶμ ὁ Γ' κατέστησε βατὴν ἕως ἐπάνω τὴν ὁδόν, ὁποῦ ἀνέτως ἀλλ' οὐχὶ ἄνευ φόβου διὰ τὸ ἄναντες καὶ ὀλισθηρὸν τοῦ βράχου, ἀνέρχονται οἱ προσκυνηταί. Φαντασθῆτε μίαν τεφράν, ξηρὰν καὶ ἄθαμνον κωνικὴν πέτραν, βασιζομένην ἐπὶ τῆς Παναΐτσας. Ἡ κορυφὴ τῆς πέτρας αὐτῆς, εἶνε τοῦ Ἄθωνος ἡ κορυφή.

Ἡ ἀνάβασις.—Ἐξαίσιον τὸ θέαμα.—Ὁ Ναΐσκος.—Ἡ ἀγρυπνία.—Ἡ φωταψία τῆς Λιτῆς.—Ἡ αὐγή.—Ἀπερίγραπτος ὀπτασία.—Ἀνατολή τοῦ ἡλίου ὑπὸ τοὺς πόδας μας.—Αἰφνιδιαστική ὑπεράνω τῶν νεφελῶν ἀνύψωσις.— Ἐπάνοδος εἰς τὴν Παναΐτσαν.—Ἕνα πανηγυρικώτατον γεῦμα.—Ὁ Ρῶσος μὲ τὰ ἀμάραντα.

Νὶ-ρὲ-σόχ! Ἕνα σύννεφο! ἀνεκραύγασεν ὁ παπᾶ-Βίκτωρ αἴφνης ἐπτοημένος, ὅτε ἐξεκινήσαμεν μετὰ τὴν ξηροφαγίαν, διὰ τὴν κορυφήν.

Τρόμος ἐνέπεσε πάραυτα εἰς πάντας, φοβηθέντας θύελλαν.
— Ἆ! Μπάμπ-Λένο! Σκουσένιε! ὑπέλαβε τότε γελῶν ὁ Λευΐτης ἀρβανίτικα καὶ ρωσικὰ ἀναμίξας, ὅστις ἠστεΐζετο ὄχι τόσον διὰ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς ἄλλους, ὅσον διὰ νὰ ἐνισχύσῃ τὸν ἑαυτόν του, ξεσυνειθίσας τὸν τραχὺν καὶ ἄβατον Ἄθωνα ἀπὸ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ μαλθακὴν διατριβήν.
— Νού, Μπάμπ-Λένο! διέκοψε πάλιν ὁ Παλάμων ἐπαναλαμβάνων μετ' ἐπιμονῆς:
— Παλάμων, Σκουσένιε! Παλάμων, Σκουσένιε!...

Ἐφθάσαμεν εἰς τὴν κορυφὴν τέλος μὲ τὴν ὥραν μας. Ὁ παπᾶ-Βίκτωρ ἔβαλεν εὐλογητὸν ἀμέσως, γοργά-γοργά, ἡμεῖς δ’ οἱ ἄλλοι σωρεύσαντες. τὰς ράβδους μας ἠνάψαμεν πυράν, διότι τὸ ψῦχος ἦτο ἐπαισθητὸν ἐκεῖ ἐπάνω. Κ' ἐν ὧ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ «Ἀνοιξαντάρια», ὁ Παλάμων ἑτοιμάσας τὸ τσαγερό του ἔθεσεν εἰς τὴν πυρὰν συμμαζευόμενος μέσα εἰς τὸ πλατὺ ράσον του καὶ ψιθυρίζων:
— Κρύο, σφηνιά! Ἀτόνα, κρύο πολύ! Ὁ ναΐσκος τῆς Μεταμορφώσεως εἶνε μικρός, μόλις δυνάμενος νὰ περιλάβη δεκάδα προσκυνητῶν, οἵτινες διανυκτερεύουσιν ἐν ὑπαίθρῳ, ἐν τῇ λειανθείσῃ πέτρᾳ, ὅπου ἠμποροῦν νὰ χωρέσουν, ἕως διακόσιοι ἄνθρωποι.

Ἡ ἀγρυπνία ἐπροχώρει γοργὰ πάντοτε, ὥστε ὄρθρου βαθέος εἶχεν ἀρχίσει ἡ Λειτουργία διὰ τὸν φόβον πάντοτε τῆς μεταβολῆς τοῦ καιροῦ, τὸν ὁποῖον κίνδυνον ζωηρῶς ἐξεικόνιζον αἱ μαυρισμέναι μπρούντζιναι εἰκόνες καὶ αἱ σχισμάδες τοῦ ναΐσκου, οὗ ὁ θόλος καὶ οἱ τοῖχοι κατατρυπημένοι φαίνονται. Ἀνέκφραστον ὅμως καὶ ἀπερίγραπτον ἦτο τὸ θέαμα τὰ μεσάνυκτα, ὅτε ψαλλομένης τῆς Λιτῆς ἐφωτίσθη ἡ κορυφὴ ἐκείνη ἡ πέτρινος ἀπὸ τὰς λαμπάδας τῶν μοναχῶν καὶ ἡμῶν τῶν ἄλλων.

Ἐθαρροῦμεν ὅτι ἐπὶ φωτεινῆς νεφέλης, ὡς ἐπὶ ἀεροστάτου καίοντος, ἤρθημεν ἐκεῖ ἐπάνω, ὁπόθεν ὡς μαῦρον μέγα θωρηκτὸν ἀπέραντον ἐφαίνετο ὅλη ἡ Χερσόνησος μὲ τὰ φαναράκια τῶν κοιτώνων καὶ τοὺς φανοὺς τοῦ πλοῦ, ὡς ὡμοίαζον τὰ φῶτα τῶν ἀσκητηρίων τῶν ἀγρυπνούντων μοναχῶν τὴν ἱερὰν αὐτὴν τῆς Μεταμορφώσεως νύκτα, καὶ οἱ πυρσοὶ τῶν μονῶν• ἡμεῖς δὲ εἴχομεν ἀνέλθει εἰς τὸ κορζέτο ὡς μοὶ ἐφαίνετο, τοῦ τεραστίου ἱστοῦ. Ὅτε δὲ ὁ παπᾶ-Βίκτωρ βαστάζων τὴν μπρούντζινην εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως ἐξῆλθε λιτανεύων καὶ ψάλλων μὲ τὴν πανηγυρικὴν φωνήν του:

«Τὸ ἄσχετον τῆς σῆς φωτοχυσίας θεασάμενοι τῶν Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι ἐπὶ τοῦ ὄρους τῆς Μεταμορφώσεώς σου, Ἄναρχε Χριστέ, τὴν θείαν ἠλλοιώθησαν ἔκστασιν...», ὢ τότε ἐκστατικῶς ἠλλοιώθημεν ὅλοι, ἐπὶ τῆς ἀπροσίτου ἐκείνης κορυφῆς, καὶ πρηνεῖς ὅλοι κατεπέσαμεν ἐπὶ τοῦ πετρίνου ἐδάφους, ζωντανὴν παριστάνοντες τὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως, ἀνελθόντες ἄλλους, καὶ ἄλλους τόσους ἀκόμη πόδας ὑψηλότερά του Ἄθωνος διὰ τῆς ἐπαρθείσης ἡμῶν φαντασίας, καὶ προσεγγίζοντες ἐκεῖ ὅπου ἡ ἀνεκλάλητος καὶ ἀνέσπερος φωτοχυσία, δι' ἥν οἱ μάρτυρες ἔχυνον τὸ αἷμα των, καὶ οἱ ὅσιοι ἐκακουχοῦντο ἐξαϋλοῦντες διὰ τῶν ἀλγηδόνων τὴν γηΐνην σάρκα. Τὸ δέος τὸ ἀπὸ τῆς αἰφνίδιας μεταλλαγῆς τοῦ καιροῦ συνέχον τὰς καρδίας πάντοτε ὅλων μας καθίστα συγκινητικωτέραν τὴν ἱερὰν σκηνογραφίαν, τὴν ἔλλαμψιν δὲ τῆς χαρᾶς ὡς μισθὸν τοῦ τόσου κόπου ἀπελαύσαμεν, ὅτε γοργὰ-γοργὰ ἐτελείωσε καὶ ἡ θεία Λειτουργία ἐν χαρμοσὺνῳ εὐδίᾳ, καὶ παρέστημεν τότε ἐνώπιον ὑπερτάτου θεάματος, τοῦ ὁποίου τὸ μεγαλεῖον ἀδύνατον νὰ μεταδοθῇ εἴτε διὰ λόγου εἴτε διὰ περιγραφῶν. Ὅλη ἡ Χερσόνησος ἐκτείνεται ἤδη ὑπὸ τοὺς πόδας ἡμῶν μακρὰ καὶ στενή. Ἐνώπιόν μας ἔχομεν τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς ὅρμους της, αἱ δὲ Μοναὶ καὶ αἱ Σκῆται καὶ αἱ Καλύβαι ὅλαι ἐν γραφικωτάτῃ εἰκόνι παρίστανται ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Καὶ ἐν ὧ ὡς φωλεὰς μόλις διακρίνομεν τὰ παμμέγιστα τοῦ Ρωσικοῦ κτίρια, πέραν ἐκεῖ ἀσημένιοι ὄφεις ἑλίσσονται μαρμαίροντες εἰς τὰς πρώτας τῆς ἡμέρας ἀνταύγειας, τῆς Μακεδονίας οἱ ποταμοί. Καὶ ἰδοὺ καταγάλανος ἀνοίγεται ἐδῶ ὁ Ἑλλήσποντος, ἐν ὧ ἐκεῖθεν νῆσοι καὶ ἀκταὶ ἔρχονται νὰ ἐπακκουμβήσωσι κάτω εἰς τὴν ποδιὰν τοῦ Ἄθωνος, ὅστις ἀπαστράπτει μὲ τὸ εὔδιον πρόσωπόν του. Πολλοὶ διατείνονται ὅτι μὲ τὰς διόπτρας δύνανται νὰ διακρίνουν καὶ τὸ Ἑπταπύργιον ἀκόμη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοὺς μιναρέδες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Οἱ ἀναβάντες ἀσκηταὶ φαιδροὶ ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, φαιδροὶ καὶ ἀπὸ τῆς γαλανῆς ἡμέρας ἔσπευδον νὰ κατέλθουν ἀμέσως εἰς τὴν Παναΐτσαν, ὅπου ὁ Κελλάρης θὰ εἶχε σήμερον πλουσιωτάτην τράπεζαν ἐκ καλῶν ἰχθύων, ὀρφῶν καὶ συναγρίδων, ἀλλ' ἡμεῖς ἐμείναμεν μέχρι τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, ἵνα ἀπολαύσωμεν ἔτι μᾶλλον τὸ ἀχόρταστον πανόραμα μιᾶς ὑπερνεφοῦς κυριαρχίας ἐκεῖ ἐπάνω, ὅπου ὁ ἥλιος μᾶς ἐφάνη ὅτι ἀνέτελλεν ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μας, καὶ ὅπου ἔξαλλοι μετ' ὀλίγον εἴδομεν νὰ σχηματισθῶσιν ἀπὸ τοῦ καύσωνος νεφέλαι πολὺ κάτω τῆς κορυφῆς, καλύψασαι τὴν Παναΐτσαν καὶ τὰς ἄλλας Μονάς, τοῦ Διονυσίου καὶ Ἁγίου Παύλου, ὅτε ἠσθάνθημεν πραγματικὴν ἔξαρσιν, ἀπὸ τῶν γηΐνων ὑπεραρθέντες αἴφνης ὑπεράνω τῶν νεφελῶν.

Καὶ ὅτε πλέον ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς ἐξασφαλίσεως τῆς εὐδίας, ἥτις ἀκτινοβολεῖ γύρω μας ὡς ἀδαμάντινον βασιλίσσης στέμμα, λαμποκοποῦν εἰς τὰς πρώτας τοῦ ἡλίου μαρμαρυγάς, τότε ἠδυνήθημεν, ἀφ' οὗ ἐθαυμάσαμεν τὰ μακράν, νὰ παρατηρήσωμεν καὶ τὰ ἐγγύς. Καὶ εἴδομεν τότε φοβερὸν θέαμα, τοὺς βράχους τότε σχισμένους καὶ καυμένους ἀπὸ τοὺς κεραυνούς, καὶ ἀνεπαρεστήσαμεν οὐχὶ ἄνευ φόβου τὴν λυσσαλέαν τῶν στοιχείων πάλην ἐν ὥρᾳ θυέλλης, ὅτε ὀδυνηρῶς κροτοῦσι καὶ κατακροταλίζουσιν ἀπὸ τὰ ἀστροπελέκια αἱ πέτραι, ὡς κροταλίζουσι τὰ πεῦκα ἐν ταῖς πυρκαϊαῖς ὡς μ' ἔμψυχον οἱμωγήν. Καὶ ὁ μὲν ἰδικός μας Διάκος καὶ ἡμεῖς ὅλοι ἐσώθημεν, ἀλλὰ μέσα εἰς τὰς παρακειμένας ἐκεῖ χαράδρας ἔλαμπον φεῦ! τὰ ὀστᾶ ἀνθρωπίνων σκελετῶν, ἄθαπτα καὶ ἀδιάβαστα μέσα εἰς ἀποκρήμνους χαράδρας ὀστᾶ κεραυνοβοληθέντων προσκυνητῶν καὶ ἄλλα πάλιν, Ρώσων αὐτά, οἵτινες δρέποντες τὰ ἀμάραντα ὠλίσθησαν μέσα εἰς τοὺς ἀνηλίους ἐκείνους βράχους, ζωντανοὶ ταφέντες εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα.


Ὅμως ὅλας αὐτὰς τὰς θλιβερὰς εἰκόνας ἀπέσβεσε μετ’ ὀλίγον, πρὸς ὥραν, ὁ Κελλάρης τῆς Λαύρας μὲ ἕνα λαμπρὸν ὀψάρινον γεῦμα εἰς τὴν Παναΐτσαν, ὅτε ὁ παπᾶ-Βίκτωρ προκαθήμενος, καὶ θωπεύων δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸν πυρρόχρουν πώγωνά του, κοντὸς καὶ παχὺς πάντοτε, ὡς ἦτο εἰς τὸ Μετόχι τῆς Ὕδρας, καλὸς καὶ ἀγαθὸς πάντοτε, γελαστὸς καὶ γαλήνιος ὑπὸ αἰωνίαν εὐδίαν, ἐπὶ τῶν ἀθάμνων τοῦ Ἄθωνος βράχων, μὴ δυνάμενος νὰ ξεχάσῃ τὴν τεφρὰν τοῦ Σκυλαίου νῆσον, καὶ θαρρῶν ὅτι ἐκεῖ ἀκόμη, εἰς τὸ Μετόχι τῆς Ὕδρας, μεταξὺ ὑδραίων εὑρίσκεται, ἐπανελάμβανε καταχαρούμενος διὰ τὴν λαμπρὰν πανήγυριν, ὅπου ἔκαμε πάλιν εἰς τὸν Ἄθωνα ὕστερον ἀπὸ τόσα ἔτη:
— Χάνι-μίρ, ἐ-πίνι-μίρ! (Φᾶτε καλὰ καὶ πιέτε καλά!)

Ὅτε δὲ ἀκριβῶς μόλις ἐμοιράσαμεν τὸν πρῶτον παμμέγιστον ὀρφὸν τότε ἐφάνη καὶ ὁ ἀγαθὸς Παλάμων, βρεγμένος ἀπὸ τὸν ἰδρώτα, ὡς ἐὰν ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν, βαστάζων τὸ δισάκκιόν του τὸ ἀσκητικὸν γεμᾶτον ἀμάραντα, κι’ ἔλεγε πλήρης χαρᾶς ὁ Ρῶσος Προφητηλιάτης:
— Ἀμάραντα Ἄθωνα!
Χωρὶς νὰ θέλη ἐξυμνῶν οὕτω τὸν γηραιὸν Ἄθωνα, ὅστις ἀμάραντος τῷ ὄντι καὶ ἀγήρως θὰ μένῃ ἐκεῖ εἰς αἰῶνας αἰώνων, φύλαξ τῆς πίστεως καὶ προασπιστὴς τῆς πατρίου Χώρας...
— Χίνι-μίρ, Μπάμπ-Λένο! τὸν προσεφώνησεν ἀμέσως μειδιῶν ὁ παπᾶ-Βίκτωρ, καὶ καλῶν εἰς τὸ ἁγιορείτικον καί, ἂν θέλετε, Λαυριώτικον ἐκεῖνο πάμπλουτον γεῦμα.

Πηγή: byzantio Ετικέτες Yπεράνω των Νεφελών, Αλέξανδρος Μωραιτίδης