"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΑΓ. ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΚΑΠΠΑΔΟΚΟΥ

Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄.
Βίον ἔνθεον, καλῶς ἀνύσας,
σκεῦος τίμιον τοῦ Παρακλήτου, ἀνεδείχθης θεοφόρε Ἀρσένιε,
καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν δεξάμενος,
πᾶσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν,
πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεόν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι, ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ὁ Ὀσιώτατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχώρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά. Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο). Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε Θεόδωρου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος. Ἐν συνεχείᾳ μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴν Νίγδη καὶ μετὰ στὴν Σμύρνη ὅπου τελείωσε τὶς σπουδές του.
Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲν χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παϊσιος ὁ Β΄ τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα, γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλελειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δύο προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.
Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι , ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ὅπου τὸν συναντοῦσε, σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τὶς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε “φυλακτὸ” ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχές, ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση. Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντάς το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲν δεχόταν ποτὲ οὔτε κι ἔπιανε στὰ χέρια του. Συνήθιζε νὰ λέγει “ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται”. Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ “ἔπασχε τὰ Θεῖα”.
Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διαφόρους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτός τοῦ κόσμου. Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεῖα του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δύο ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος, οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση. Ἰδιαίτερα στὰ ζῶα. Ποτὲ τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτέ Του δὲν κάθισε σὲ ζῶο – μόνο μία φορὰ – καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: “Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ’ αὐτό;”
Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, κατέφευγε σ’ ὁρισμένες “ἰδιοτροπίες”. Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διαφόρους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: “Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Ὁ καλόγηρος, ποὺ τὸν ὑπηρετοῦνε γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος”. Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, “Θεέ μου! λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιά του ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πῶς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. Ἐμεῖς, ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, “στὴν Πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός δὲν ξέραμε, στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλ’ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα”. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα.
Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ’ ἕνα νησί. Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἐμοίαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ. Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.
Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ’ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλο του τὸν ἑαυτὸ σ’ Αὐτόν. Ἔφυγε στὶς 10 Νοεμβρίου, τὸ 1924. Μὲ λίγα λόγια αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος. Ἂς ἔχομε ὅλοι τὶς ἅγιές του Εὐχές.
Πηγή: http://www.zoiforos.gr,
http://pneumatikotita.blogspot.com
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σχετικὰ μὲ τὸ ψεῦδος Τοῦ Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκυ



Mι φορά, πρόσφατα, σ βαγόνι, τυχε ν’ κούσω λόκληρη πραγματεία γι τν θεϊσμό. μιλητς ταν νας κύριος π κείνους τος κοσμικος κα τεχνοκρατικος κύκλους, πο κατ τ λλα εχε τ σκυθρωπή, λλ ρρωστημένη δίψα γι κροατές.

ρχισε τν μιλία του π τ μοναστήρια. Δν γνώριζε τίποτα σχετικ μ τ μοναστήρια κα ατ φάνηκε π τς πρτες κι όλας λέξεις: δεχόταν τν παρξη τν μοναστηριν ς κάτι τ διαίρετο π τ δόγματα τς πίστης, φανταζόταν τι τ μοναστήρια συντηρονται π τ κράτος κα στοιχίζουν πολ κριβ στ δημόσιο ταμεο καί, ξεχνώντας τι ο μοναχο εναι μία πολύτως λεύθερη ταιρεία προσώπων, πως κα ποιαδήποτε λλη, παιτοσε στ νομα το φιλελευθερισμο τν καταστροφή τους, σ ν ταν κάποιο τυραννικ καθεστώς. λοκλήρωσε τν μιλία του μ πιχειρήματα το πόλυτου κα πέραντου θεϊσμο στ βάση τν φυσικν πιστημν κα τν μαθηματικν. Φοβερ συχν ναφερόταν στς φυσικς πιστμες κα τ μαθηματικά, χωρς ν παραθέτει, λλωστε, οτε να πιχείρημα δανεισμένο π ατς τς πιστμες κατ τ διάρκεια λόκληρης τς διατριβς του. Μιλοσε παρόλα ατ μόνος του, ν ο πόλοιποι κουγαν: «Θ διαπαιδαγωγήσω τ γιό μου ν εναι τίμιος νθρωπος, ατ εναι λο κι λο», συμπέρανε τελειώνοντας, χοντας φανερ τν πεποίθηση τι τ γαθ ργα, θικ κα τιμιότητα εναι κάτι τ δεδομένο κα τ πόλυτο, πο δν ξαρτται π τίποτα κα τ ποο πάντα μπορε κανες ν τ βρε στν τσέπη του, ταν τ χει νάγκη, χωρς κόπους, μφιβολίες κα παρεξηγήσεις. Κα ατς κύριος εχε συνήθιστη πιτυχία. Μαζί του ταν ξιωματικοί, γέροντες, κυρίες κα μεγάλα παιδιά. Τν εχαρίστησαν θερμ φεύγοντας γι τν μεγάλη εχαρίστηση πο τος δωσε κα μία κυρία μάλιστα, μητέρα μις οκογένειας, ντυμένη στ μετάξια κα πολ μορφη, γελώντας εχάριστα, δυνατά, το νακοίνωσε τι τώρα πλέον εναι πεισμένη τι στν ψυχή της πάρχει «μόνο τμός». Κα ατς κύριος φυγε μ να συνήθιστο συναίσθημα σεβασμο πρς τν αυτό του.

Ατς λοιπν σεβασμς εναι πο μ κάνει ν χάνω τ μυαλά μου. Τ τι πάρχουν βλάκες κα φλύαροι, φυσικ δν μπορε ν μς καταπλήσσει· ατς μως κύριος εναι φανερ τι δν εναι βλάκας. Πιθαν ν μν εναι οτε κα πατεώνας, οτε κα χρεος· μπορε μάλιστα ν εναι τίμιος νθρωπος κα καλς πατέρας. Ατς πλ δν κατανοοσε πολύτως τίποτα π λα κενα πο ποφάσισε ν κρίνει. Δν εναι δυνατ ν μν το ρθε στ μυαλ σκέψη με τ π μία ρα, μέρα μήνα: «Φίλε μου, βν Βασίλιεβιτς ( πως λλις τν λεγαν), συζητοσες, λλ δν γνωρίζεις τίποτα γι λα ατ πο λεγες. Βλέπεις, ατ τ γνωρίζεις καλύτερα π τν καθένα. Νά, λοιπόν, πο ναφερόσουν στς φυσικς πιστμες κα τ μαθηματικ μως γνωρίζεις καλύτερα π’ λους τι τ φτωχ μαθηματικ πο μαθες στ δικό σου σχολεο π καιρ τώρα τ χεις ξεχάσει, λλωστε ποτ δν τ κατεχες καλά, ν ποτέ σου δν εχες καμι σχέση μ τς φυσικς πιστμες. Πς τότε μιλοσες; Μ ποιό δικαίωμα δίδασκες τος λλους; Γιατ καταλαβαίνεις πολ καλ τι τ μόνο πο κανες ταν ν ψεύδεσαι· κα δν φτάνει ατό, λλ μέχρι σήμερα ξακολουθες ν εσαι περήφανος γι τν αυτό σου· δ ντρέπεσαι καθόλου;».

Εμαι πεπεισμένος τι θ μποροσε ν ναρωτηθε, σχετα μ τ τι θ ταν πασχολημένος μ «ποθέσεις» κα δν θ εχε καθόλου χρόνο ν ναζητ παντήσεις σ ργόσχολες ρωτήσεις. Εμαι ναμφισβήτητα πεπεισμένος τι ατς ο σκέψεις, στω κα φευγαλέα, πέρασαν π τ μυαλό του. Ατς μως δ ντράπηκε, δ φιλοτιμήθηκε! Ατ γνωστο εδους ναισχυντία το Ρώσου διανοουμένου εναι να σημαντικό, κατ τ γνώμη μου, φαινόμενο. Κα δ σημαίνει πολύτως τίποτα τ γεγονς τι ατ βρίσκεται παντο κα πάντα κα τι λοι τν χουν συνηθίσει κα βαρεθε· παρόλα ατ ξακολουθε ν παραμένει γεγονς ξιοθαύμαστο κα ξιοπερίεργο. Μς μαρτυρε γι τν διαφορία πο κυριαρχε πέναντι στν κρίση το διου μας το αυτο νώπιον τς συνείδησής μας , πράγμα πο εναι τ διο, μς μαρτυρε γι τν συνήθιστη λλειψη σεβασμο πέναντι στν αυτό μας κα μς δηγε στν πογοήτευση κα τν πώλεια κάθε λπίδας τι μπορε ν συμβε κάτι τ νεξάρτητο κα σωτήριο γι τ θνος, κόμη κα στ μέλλον, π τέτοιους νθρώπους κα τέτοια κοινωνία. Τ κροατήριο, δηλαδ πιφάνεια, τ ερωπαϊκ περίβλημα, νόμος πο χει δοθε π τν Ερώπη «παξ δι παντός» ατ τ κροατήριο χει καταλυτικ πίδραση σ κάθε Ρσο.


[Ἀπ «Τ μερολόγιο νς συγγραφέα», Α΄ μέρος (1873), κδ. ρμός, σ μετάφραση (π τ ρωσικά) Βασίλη Τριανταφυλλίδη]







(Πηγή ηλ. κειμένου: «Πειραϊκή Εκκλησία» Ιούνιος 2010)
Διαδίκτυο: http://www.alopsis.gr