"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

O «MIKPOAΣTOΣ» (Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ) ENA EPΩTHMATOΛOΓIO ΠEPI THΣ «METAΦPAΣEΩΣ» ΛEITOYPΓIKΩN KEIMENΩN (Ἐγερτήριες σκέψεις πάνω σὲ μὴ καθεῦδον θέμα) Οἰκον

O «MIKPOAΣTOΣ» (Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ)


ENA EPΩTHMATOΛOΓIO ΠEPI THΣ «METAΦPAΣEΩΣ» ΛEITOYPΓIKΩN KEIMENΩN
(Ἐγερτήριες σκέψεις πάνω σὲ μὴ καθεῦδον θέμα)

Οἰκονόμου π. ᾿Αθανασίου Λαγουροῦ

Ὑποστηρίζεται ἐπιμόνως καὶ μεθοδικῶς ἐδῶ καὶ χρόνια μὲ τὴν ἐπίκληση σχετικῆς ἐπιχειρηματολογίας ἡ «χρεία μετάφρασης τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων τῆς Λατρείας μας στὰ Νέα Ἑλληνικά, μιὰ διαδικασία ἄκρως ἀπαραίτητη, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε ἤδη νὰ ἔχει ξεκινήσει πρὸ πολλοῦ» (http://pakapodistrias.blogspot.com/2008/05/blog-spot_20.html)
Τεκμηριωμένα ἔχει ἐπίσης διατυπωθεῖ καὶ ἡ ἀντίθετη ἄποψη, ποὺ ὑπερασπίζεται τὴν παραδεδομένη γλῶσσα.
Εἰδικότεροι καὶ ἀξιότεροι περὶ τὰ θέματα ἔχουν ἐκφέρει πλούσιο καὶ θεμελιωμένο προβληματισμό. Ἐν τούτοις εἶναι τόσο ἀκριβὸ καὶ ἀπαράγραπτο τὸ ἐλεύθερον τῆς γνώμης, κατακριτέο δὲ τὸ «ὑποσιωπᾶν καὶ ὑποστέλλεσθαι», ὥστε ἡ καταγραφὴ καὶ τῆς ταπεινότερης γνώμης νὰ μποροῦσε νὰ συμβάλει ἔστω κατ’ ἐλάχιστον στὴν προαγωγὴ ἑνὸς διαλόγου, ὁ ὁποῖος στὰ ὅρια τῆς θεανθρωπίνης λειτουργίας ὑπηρετεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ (καὶ ὄχι τῶν ἀνθρώπων) καὶ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δηλαδὴ ἀνοικτὸς στὴν φωνὴ τοῦ Οὐρανοῦ. Μὲ μιὰ ἐπισήμανση, ὅτι στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καραδοκεῖ ἐνίοτε ὁ κίνδυνος, ἡ διαφοροποίηση γνωμῶν νὰ προσλαμβάνει προσωπικὸ χαρακτήρα. Μὴ γένοιτο! Γὶ’ αὐτὸ ἐδῶ ἀποφεύγεται ἡ ἀναφορὰ σὲ πρόσωπα.
Μὲ ὁδηγὸ τὴν καλὴ προαίρεση προχωρῶ στὴν σύντομη καταγραφὴ ὁρισμένων ἁπλῶν (ἂν ὄχι ἁπλοϊκῶν) καὶ κοινῶν σκέψεων, λίγο ἀκατέργαστων καὶ πολὺ ἀφιλόδοξων, ὑπὸ μορφὴν εἰλικρινῶν ἐρωτημάτων (μὲ χαρακτήρα προκαταρκτικὸ ἢ περιφερειακό), τὰ ὁποῖα ὅμως θεωρῶ ἐξ ἴσου σπουδαῖα μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀφοροῦν στὸ βαθύτερο περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγῳ θέματος (Αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν ἡ μετάφραση, οἱ ὄροι της καὶ ἡ “ἑρμηνεία”, ἡ “οὐσία”, ὁ “χαρακτήρας” καὶ ἡ ἀξία τῆς γλώσσης).

1. Ἀφετηριακὸ εἶναι τὸ ἑξῆς: ἡ «χρεία μετάφρασης», τὸ «ἄκρως ἀπαραίτητο» τοῦ πράγματος μὲ ποιὸ τρόπο, μὲ ποιὸ μετρητὴ μετριέται, ἀποδεικνύεται, ὥστε ἐπ’ αὐτοῦ νὰ θεμελιώνεται ἕνας ὁλόκληρος συλλογισμός; Πιθανὸν ἡ ποιμαντικὴ ἢ διδακτικὴ πείρα νὰ ἀπαντοῦν ἐν μέρει ὅτι οἱ νεώτερες γενιὲς πλέον (Σ: τὰ νέα ἑλληνικὰ μιλιοῦνται ἤδη τὸν 10ο-12ο αἰ.!) δὲν καταλαβαίνουν τὰ λόγια τῆς Λατρείας, τοὺς ὕμνους, τὶς εὐχές, καθ’ ὅτι ἔχει ἀρχίσει νὰ κρυσταλλώνεται μιὰ ἀγεφύρωτη γλωσσικὴ ἀπόσταση καὶ συνακόλουθη ἀδυναμία κατανοήσεως κ.λπ. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀρκεῖ;
Σαφηνίζω: ἡ ποιμαντικὴ ἀλλὰ καὶ κοινωνικὴ παρατήρηση λέει ὅτι σήμερα κι ἄλλα –ἄλλης βεβαίως τάξεως– πράγματα τῆς Ἐκκλησίας κυρίως, ἀλλὰ καὶ τοῦ μέχρι τώρα ἀξιακοῦ μας περιβάλλοντος, δὲν γίνονται “κατανοητά”, ἀλλὰ αὐτὸ ἄραγε εἶναι δυνατὸν νὰ συνεπαχθεῖ τὸν “ἀναπροσδιορισμό” ἢ τὴν “τροποποίηση” ἢ τὴν “κατάργησή” τους, ὅπως, παραδείγματος χάριν, τὰ θέματα τῆς νηστείας, τῶν λεγομένων προγαμιαίων σχέσεων (δηλ. πορνεία), τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἢ τῶν ἐκτρώσεων(δηλ. φόνος);

2. Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὑπερβαίνεται αὐτὸ τὸ πρῶτο ἐρώτημα, ἔρχεται ἀμέσως ἕνα δεύτερο, ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐπάρκεια τῆς “ἐπιχειρησιακῆς μελέτης”. Ἐπειδὴ ἡ προώθηση ἑνὸς τέτοιου σχεδίου ἀφορᾶ σὲ μείζονος σημασίας θέμα, ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν πλήρη μετά-βαση σὲ ἕνα ἄλλο “κόσμο”, ἔχουν ἄραγε μελετηθεῖ μὲ προσοχὴ ὅλες οἱ παράμετροι; Ἔχουν ζυγιστεῖ ἐξαντλητικὰ τὰ προσδοκώμενα ὀφέλη καὶ οἱ πιθανὲς ζημίες ποὺ θὰ προκύψουν; Ἴσως νὰ ἀπατῶμαι, ἀλλὰ μᾶλλον ἔχει δοθεῖ ἀρκετὴ ἔμφαση στὴ “νομική” ἐξέταση τοῦ ζητήματος (ἂν “ἐπιτρέπεται” ἢ ὄχι ἡ μετάφραση στὴν λογικὴ τῶν δῆθεν ἱερῶν γλωσσῶν), ἢ στὴν γλωσσσοερμηνευτική του πλευρὰ (ἂν “πετυχαίνει”, ἂν δηλ. εἶναι ἐφικτὴ ἡ μεταφορὰ στὰ νέα ἑλληνικά), ἐνῶ τὸ ζήτημα εἶναι πολυπαραγοντικό.
Ἐπικουρικῶς, ἔχει γίνει ἄραγε ἐμπεριστατωμένη ἀξιολόγηση τῆς χειροπιαστῆς ἐμπειρίας ἀπὸ τὸ ἀνάλογο ἐγχείρημα ὑπὸ τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας; Διερωτῶμαι γιὰ τὰ “ποσοστὰ ἐπιτυχίας” του. Καὶ ἴσως νὰ μὴ χρειάζεται νὰ πᾶμε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἔχουμε μιὰ πρώτη ἀντίληψη(!). Ὁ νοῶν νοείτω...
Καὶ ὁ ἐπιδιωκόμενος σκοπός; Ἄραγε νὰ ἐκτιμᾶται ὅτι μὲ τὴν «μετα-φρασμένη» Λατρεία θὰ γεμίσουν οἱ Ναοὶ (ἂν βεβαίως θεωρηθεῖ σὰν ἐπιτυχία ἡ “πλήρωση” τῶν Ναῶν) ἢ ὅτι θὰ προαχθεῖ τὸ ἐπίπεδο καὶ ἡ “ποιότητα” τῆς συμμετοχῆς καὶ προσευχῆς; Εἴμαστε στὴν πνευματικὴ θέση καὶ βεβαιότητα ὅτι θὰ “παραγάγουμε” ἴσης πνευματικῆς ἀξίας δημιουργία, ἡ ὁποία θὰ ἀντικαταστήσει ἐπαξίως τὴν ὑπάρχουσα;

3. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἐπείγουσα «χρεία” νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὶς ἀνάγκες τοῦ σήμερα, ἔχουν ἄραγε χρησιμοποιηθεῖ καὶ ἐξαντληθεῖ ἄλλα πρόσφορα μέσα; Ἄραγε ἡ μεθοδική, συγκροτημένη, προγραμματισμένη (σὲ κεντρικὸ ἐπίπεδο) κατήχηση, ἐξήγηση, ἑρμηνεία καὶ παροχὴ ἐλαχίστων γραμματικῶν γνώσεων (π.χ. μὲ διανομὴ τευχιδίων κατὰ ἑορτολογική-λειτουργικὴ περίπτωση) δοκιμάστηκε καὶ ἀπέτυχε; Διαθέσιμα στοιχεῖα δείχνουν πὼς οἱ “ἰδιωτικές” (ἀπὸ ἱερεῖς , ἐκδότες, μονές, θεολόγους, κατηχητές) πρωτοβουλίες πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶχαν ἐνθαρρυντικὰ ἀποτελέσματα. Στὸ τέλος-τέλος ἂν λίγα πράγματα ἐξηγηθοῦν ἅπαξ, “κατανοηθοῦν” καὶ ἀφομοιωθοῦν (π.χ. στὴν Θ. Λειτουργία – πράγμα πού κάνουν πάρα πολλοὶ εὐσυνείδητοι χριστιανοὶ ἀπὸ μόνοι τους), ὑπάρχει λογικός, πειστικὸς λόγος νὰ παραμένει ἐφ’ ὅρου ζωῆς ὁ βοηθητικὸς “νάρθηκας” (ἡ μόνιμη πλέον “μεταπεφρασμένη Λατρεία”); (ἐπιτρέψτε μου νὰ παραπέμψω σχετ. στὸ Προλογικὸ Σημείωμα τοῦ ὑπογραφομένου στὸ μικρὸ βιβλίο «KAΘHMEPINEΣ ΠPOΣEYXEΣ – μὲ Ἑρμηνευτικὴ Ἀπόδοση στὴν N. Ἑλληνική», ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι 19891 καὶ ἔκτοτε ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις). Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ σκέψη μᾶς ὁδηγεῖ στὸ ἑπόμενο ἐρώτημα.

4. Γιατί νὰ ἔχει προεξοφληθεῖ πὼς οἱ νεώτεροι εἶναι τόσο ἀπρόθυμοι νὰ καταβάλουν ἕνα μικρὸ κόστος στὸν διάλογο, στὴν σχέση τους μὲ τὸν Θεό; Νομίζω πὼς τοὺς ἀδικοῦμε. Ὅταν τὰ Ἑλληνόπουλα μαθαίνουν δύο καὶ τρεῖς ξένες γλῶσσες, ἀπορροφοῦν πλῆθος παρεχομένων γνώσεων στὴν ἠλεκτρονικὴ ἐποχή μας, γιατὶ νὰ τὰ ἀπαξιώνουμε τόσο; Μαθαίνουν μὲ ἰδιαίτερη εὐκολία π.χ. τὰ πολυάριθμα περιφραστικὰ ρήματα τῆς ἀγγλικῆς γλώσσης καὶ δὲν μποροῦν νὰ μάθουν ὅτι «ποιῶ» σημαίνει «κάνω», «Πάτερ ἡμῶν» «Πατέρα μας» καὶ «παράσχου» «δῶσε» (ἄλλο βεβαίως ποὺ τὸ «δίνω» δὲν ταυτίζεται ἐννοιολογικῶς μὲ τὸ «παρέχω»!) κ.λπ.; Ἐκτὸς ἂν συμβαίνει κάτι χειρότερο: μήπως μὲ τὴν ὑποστηριζομένη «μετάφραση» ἀνακυκλώνεται τὸ κακὸ μάθημα τῆς “εὐκολίας” (μάθημα ποὺ τὸ μπουχτίζουν σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς) μὲ εὐθύνη τῶν ποιμένων;
Ἐδῶ ὅμως ξεφυτρώνει κι ἄλλο ἕνα θέμα. Ἡ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία, ἢ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἕνα μόνιμο χαρακτήρα, εἶναι μιὰ διαρκὴς ἀγωγὴ καὶ καλλιέργεια. Ὑποτίθεται λοιπὸν ὅτι ἡ Πίστη εἶναι ἡ μητρικὴ “γλῶσσα” μικρῶν, μεγάλων (ἐξ οὗ καὶ ὁ νηπιοβαπτισμός). Καὶ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν πιστῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία τοὺς ἐξοικειώνει φυσιολογικὰ μὲ τὴν λειτουργικὴ γλῶσσα. Προεκτείνοντας λίγο διερωτῶμαι, χωρὶς γλωσσολογικὴ καὶ παιδαγωγικὴ “εἰδικότητα”: Στὸ νήπιο ποιὸς ἐξηγεῖ τὰ νοήματα ποὺ βαστᾶνε οἱ λέξεις; Ποιὸς τοῦ φυτεύει τὴν “κατανόηση” σὲ τόσο μικρὴ ἡλικία, ὅπου δὲν ὑπάρχει “μετάφραση”; Ποιὸς εἶναι δηλ. ὁ μηχανισμὸς τῆς μητρικῆς γλώσσης; Ἄραγε ἀναλογικῶς δὲν θὰ μποροῦσε τὸ ἴδιο νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἐν λόγῳ ζήτημα; Ἐκτὸς ἐὰν εὐσταθοῦν δυὸ ὑποθετικὲς παραδοχές:
• α) ὅτι τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ ἐπάρκεια τοῦ τρόπου εἰσόδου τῶν ἀνθρώπων στὴν Ἐκκλησία (ρεαλιστικὲς προϋποθέσεις τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ χαρακτήρας τῆς κατηχήσεως σήμερα κ.λπ.)
• β) ὅτι προωθεῖται ἕνα τέχνασμα/πρόγραμμα λειτουργικοῦ (λατρευτικοῦ) φάστ-φοὺντ γιὰ περαστικούς, βιαστικούς, ἀνυπόμονους, φυγόπονους, λίγο ἀδιάφορους, σχεδὸν ἀποξενωμένους “πιστούς”, ἄμαθους νὰ ὑψώνουν «ὁσίους χεῖρας” (A΄ Τιμ. β΄ 8) καὶ νὰ ξεκολλᾶνε τὶς καρδιές τους.
Εἰδικότερα, ἡ «μετάφραση» καὶ συνεπῶς ἡ «κατανόηση» εἶναι ἄραγε ἀρκετὴ γιὰ νὰ προσπελάσει ὁ πιστὸς στὸν πνευματικὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο τὸν καλεῖ ἡ Λατρεία, ἕνα κόσμο γεμάτο σύμβολα; Χάριν παραδείγματος, ἄραγε “φτάνει”, ἀρκεῖ ἡ τέλεση μεταφρασμένης Θ. Λειτουργίας, κι ἂν ἀρκεῖ, τότε τί θὰ κάνουμε τὴν μυσταγωγικὴ Κατήχηση; Ἢ ἀλλιῶς διατυπωμένο, μέσα στὴν Μυσταγωγικὴ Κατήχηση, στὴν Ἐξήγηση τῆς Θ. Λειτουργίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐνσωματωθεῖ καὶ μιὰ γλωσσικὴ διασάφηση γιὰ “καλύτερη” κατανόηση, δηλ. «μετάφραση»; Καὶ τέλος πάντων, αὐτὴ ἡ «κατανόηση» δὲν κατανοεῖται, δὲν ἐμπεδώνεται, δὲν ἀφομοιώνεται ποτέ; Θεωροῦνται δηλαδὴ οἱ πιστοὶ σὰν ἀνόητοι καὶ ἀνεξέλικτοι διὰ βίου;
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς θεοπαράδοτο τρόπο ζωῆς καὶ βίωμα τὴν ἄσκηση, τὴν γενικὴ φιλοπονία, τὸν κόπο. Ἄρα ἡ ἀπόδυση ὅλων, ποιμένων καὶ ποιμαινομενων, σὲ μιὰ συντονισμένη ἐργασία γιὰ τὴν ἐλαχίστη γλωσσικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν ὑπέρβαση τῶν μικρῶν γλωσσικῶν “ἐμποδίων” στὴν Λατρεία, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς καταξιωμένη (π.χ. πλῆθος ἑρμηνευτικῶν ἔργων [γιὰ τὰ «δυσκολοκατάληπτα», ὅπως γράφει] τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στὰ ὁποῖα μαθητεύουν ὅσοι τίμιοι ἐπιθυμοῦν νὰ “καταλάβουν”) καὶ πάντως ἐπιβεβλημένη. Κανένας δὲν γεννιέται γιατρός, δικαστής, χημικός. Γίνεται. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστιανός. Γίνεται. Συνεχῶς. Ἑκουσίως. Ἐν τῷ μέτρῳ τῆς αὐτοῦ προαιρέσεως. Μὲ τρόπους πνευματικούς, δηλαδὴ ὑλικούς-πρακτικούς-σωματικούς-ψυχικούς-συναισθηματικούς-λογικούς-ἐκκλησιαστικοὺς ἐν Χάριτι. Θὰ ἦταν ἄραγε ἐντελῶς μὰ ἐντελῶς ἀβάσιμο νὰ βλέπαμε σ’ αὐτὴ τὴν μικρὴ “γλωσσική” διακονία “μιὰ σύγχρονη μορφή”, μιὰ ἐπικαιροποιημένη ὄψη αὐτοπαραδόσεως στὸ βαθιὰ ἀσκητικό, θυσιαστικὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ σοφία τῆς ἐρήμου φαίνεται νὰ ἐπιμαρτυρεῖ: Ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος μπροστὰ στὴν ἀδυναμία ἑνὸς ἀδελφοῦ, ποὺ τὸν ρωτᾶ: «διαβάζω τὸ ἑλληνιστὶ (κείμενο τῶν Ψαλμῶν) καὶ δὲν νοῶ τί λέγω», τοῦ ἀπαντᾶ πὼς ὁ κόπος γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας ὄχι μόνο θὰ τὸν βοηθήσει στὴν κατανόηση, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, θὰ τοῦ δώσει πλούσια χάρη «εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἀπόκριση σκη΄/ 228). Τί νὰ σημαίνει αὐτό;

5. Μετάφραση σημαίνει τὴν μεταφορὰ ἀπὸ ξένη γλῶσσα. Καὶ ἡ ὑποστήριξη τοῦ αἰτήματος γιὰ τὴν «μετάφραση» δηλώνει ἔμμεση παραδοχὴ καὶ θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ὡς δῆθεν “ξένης”. Αὐτὸ ὑπὸ μία ἔννοια δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συνιστᾶ καὶ ἕνα εἶδος μειονεξίας ταυτότητος ἢ μειοδοσίας (ἐθνικῆς); Μήπως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν κάνουμε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδεικνύουμε πάλιν καὶ πολλάκις τὸν ἐπαρχιωτισμό μας μπροστὰ στὴν ἀρχοντιὰ τῆς Παραδόσεώς μας, τὴν μικρότητά μας μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Πολιτισμοῦ μας, τὴν (ἀθέλητη) συνθηκολόγησή μας μὲ τὶς ἀρχαῖες δυνάμεις ποὺ μηχανεύονται τὸν ἀφανισμὸ τῆς σαρκωμένης μαρτυρίας Χριστοῦ, τὴν (ἀκούσια) συμμαχία μας μὲ τοὺς προβοκάτορες τοῦ πνευματικοῦ ἐξολοθρεμοῦ μας;
Ἂν μή τι ἄλλο μήπως τίθεται θέμα στοιχειώδους αὐτοσεβασμοῦ; Ποιὸς ἄραγε μᾶς ἐβάσκανε; Τί ἔμεινε νὰ θυμίζει τὴν γλῶσσα ποὺ δίδασκε ὁ Ἀριστοτέλης τὸν M. Ἀλέξανδρο, μέρες πού 'ναι...; Τί μένει σήμερα χειροπιαστό, ζωντανὸ στὴν ἀνερμάτιστη Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν θεωρητικῶς (καὶ ἐμπορικῶς!) πολυδιαφημιζόμενο ἀλλὰ πρακτικῶς πολύκλαυστο Ἑλληνικὸ Πολιτισμό; Λίγα πράματα μᾶλλον: κανένα ἀνθοστόλιστο παραθύρι, καμιὰ ἀχνοφώτιστη ἐκκλησιά, κανένα σπασμένο ἀκροκέραμο, κανένα ἀναμμένο προσκυνητάρι, κανένα λαμπρὸ πανηγύρι, καμιὰ ξυσμένη ἁγιογραφία, καμιὰ ἐγκάρδια φιλοτιμία στὴ δουλειά, κανένα λεβέντικο τραγούδι ν’ ἀκοῦν τὰ βουνά, ν’ ἀκούει ὁ ἥλιος, ν’ ἀκούει κι ἡ θάλασσα καὶ νὰ ξεγελιοῦνται. Μὰ πιότερο ἀπ’ ὅλα τὸ «Φῶς ἱλαρόν», τὸ «Σήμερον κρεμᾶται», τὸ «Γλυκύ μου ἔαρ», τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», τὸ «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», τὸ «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», «τὸ Ἄξιόν ἐστι», ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει πῶς θὰ ἀπολογηθοῦμε (καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι ἀλλὰ καὶ ὡς Ἕλληνες) στοὺς νεωτέρους, ποὺ ἡ γενιά μας δὲν εἶχε τὸ σθένος νὰ κρατήσει τὴν πατρικὴ κληρονομιά; Τί θὰ δικαιολογηθοῦμε, ποὺ τοὺς ἀποκόψαμε ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ κομμάτι πολιτισμοῦ ποὺ ἐνδιαφέρει πανανθρώπινα; Τί θὰ τοὺς ποῦμε, ποὺ διακόψαμε σὲ μιὰ τεχνητὴ συγκυρία –κατασκευασμένη ἀπὸ τὶς στρεβλώσεις τοῦ μεταπολιτευτικοῦ Ἑλλαδιστάν– γιὰ χάρη μιᾶς προσκαιρης διανοητικῆς “ἀπολαύσεως” καὶ διευκολύνσεως τὴν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μεχρι σήμερα ἀδιάκοπη λαλιὰ τοῦ λαοῦ μας, ποὺ μιλιέται ἀκόμη –ναί, μιλιέται καὶ τραγουδιέται, εἰς πεῖσμα πολλῶν– μέσα στὶς ἐκκλησιές; Τί θὰ τοὺς ποῦμε, ποὺ πνίξαμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια τὸν ἑλληνικὸ λόγο στὴν ἀκατάπαυστη συνάντησή του μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Σκηνή Του; Ποιῶν ἐν τέλει τὸ χατήρι κάναμε καὶ κόψαμε σύρριζα τοὺς δεσμούς μας μὲ τὴν συνέχειά μας;
Στοὺς ὁμοδόξους ἀδελφούς μας, Σέρβους, Ἄραβες, Ρώσους, Γεωργιανοὺς τί θὰ βροῦμε γιὰ δικαιολογία;
Ἀλλὰ καὶ στοὺς ξένους μελετητὲς τί θὰ ποῦμε, ποὺ στρέφονται, ἂν ὄχι μὲ σεβασμό, τουλάχιστον μὲ ἐνδιαφέρον, στὴν Ἀνατολή, ἡ ὁποία κρατάει ζωντανὰ στὴν πρωτότυπη γλῶσσα τὰ “ἱδρυτικά” κείμενα, στὶς λέξεις τῶν ὁποίων σημάνθηκε ἅπαξ ἡ εἰς Χριστὸν Πίστη καὶ ζωὴ –κείμενα ἀναφορᾶς στὴν παγκόσμια Γραμματεία καὶ Ἱστορία– τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ κατόπιν τὴν Ὑμνολογία;
Θὰ καταφέρναμε ἄραγε νὰ τοὺς καθησυχάσουμε ὅλους αὐτούς, καὶ μεῖς νὰ ξενοιάσουμε, ἂν τοὺς ἐξηγούσαμε πὼς δὲν μᾶς ἄξιζε πιὰ μιὰ τέτοια ἀτίμητη περιουσία;
Ὁ Ὀδ. Ἐλύτης γράφει: «Εἶναι μία γλῶσσα ...ποὺ τὴν τήρησε (ὁ λαός) μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμε ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὴν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὴν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς της καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῆς ροκανίσαμε τὴν ἴδια της τὴν ὑπόσταση, τὴν κοινωνικοποιήσαμε, τὴν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό...».

6. Μήπως μὲ τὴν «μετάφραση» ἐπιτευχθεῖ μὲν ἡ «κατανόηση», διακυβευθοῦν δὲ ἄλλα πνευματικὰ ἀγαθά, ὅπως ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ἀσφάλεια διατυπώσεως, ἡ “δουλεμένη” συναρμογὴ ἁγιογραφικῶν ἀποσπασμάτων καὶ ὑμνολογίας, πολὺ περισσότερο δὲ αὐτὴ ἡ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐλάλησε ἐν τοῖς Ἁγίοις μὲ τὶς λέξεις; Ὁ M. Ἀθανάσιος λέει συγκεκριμένα: «μηδὲ πειραζέτω τὰς λέξεις μεταποιεῖν ἢ ὅλως ἐναλλάσσειν», γιατί τὸ Πνεῦμα βλέποντας νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια, ποὺ τὸ Ἴδιο “ὑπαγόρευσε” στοὺς Ἁγίους, μᾶς ἀκούει καὶ μᾶς συντρέχει. (Πρὸς Μαρκελλίνον..., λ-λα΄, ΒΕΠΕΣ, σελ.28)
Στὶς Κατηχήσεις του (Προκατήχ., 9) ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων, μιλώντας γιὰ τοὺς ἐξορκισμούς, γράφει πὼς τὰ λόγια τοῦ ἱερέως διώχνουν τὰ δαιμόνια ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον ἐπειδὴ εἶναι εἰλημμένα αὐτούσια ἀπὸ τὴν Γραφή.
Ἐπιπροσθέτως, στὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως (καὶ παρεμπιπτόντως, τί “καταλαβαίνουμε” οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῶν πόλεων ἀπὸ τὴν λέξη «σπορά»;) (Λουκ. η΄ 5-15) ἀναφέρεται ἡ ἀπορία τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ νόημά της. Ἐρώτησαν δηλ. τὸν Χριστὸ τί σημαίνει ἡ παραβολὴ αὐτή. Ἔλαβαν τότε τὴν ἀπάντηση: «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσι» (... μὲ παραβολές: αἰνιγματώδεις διηγήσεις μὲ βαθύτερες ἀλήθειες ἀπὸ τὶς φαινομενικές, ἵνα διεγείρῃ τὸν ἀκροατήν, ἐπειδὴ πολλοὺς ἡ εὐκολία εἰς ραθυμίαν ἄγει [ἅγ. Ἰω. Χρυσ.]). (βλ. καὶ τὴν σχετ. ἑρμην. ἀπόδοση Π. Τρεμπέλα, σελ. 250). Ἄραγε αὐτὸ τὸ χωρίο θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς βοηθήσει στὸν συγκεκριμενο προβληματισμό, ἂν συλλογιστοῦμε καὶ τὴν περίπτωση τῆς «ἀναξίας τοῦ δεξασθαι» ἀκοῆς (ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσ.);

7. Θὰ εἶναι ἄραγε ἐντελῶς ἀπίθανο, παραλλήλως πρὸς τὴν «μετάφραση» γιὰ τὴν καλύτερη «κατανόηση», νὰ μᾶς μπεῖ καὶ ὁ πειρασμὸς νὰ προχωρήσουμε σὲ “ἐκκαθαρίσεις” ὑμνολογικῶν στοιχείων ἢ ἀναφορῶν, ποὺ σήμερα δὲν γίνονται “κατανοητά” ἢ ἀποδεκτά, ἢ δὲν “ταιριάζουν” μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα;
Τότε φυσικὰ ἡ ἐπιδιωκομένη «μετάφραση» θὰ λειτουργεῖ ὡς κερκόπορτα πολλῶν εἰσελάσεων καὶ ἀπελάσεων...
Ἀλλά, διόλου ἀπίθανο, πῶς θὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ ὑμνολογικοῦ “κίτς”; (ὅπως οἱ κακόγουστες ζωγραφιὲς καὶ χαλκομανίες, οἱ ἄτακτες φωνές, τὰ ἄγαρμπα ἠλεκτρικὰ φῶτα, τὰ ἐξουθενωτικὰ μεγάφωνα, τὰ ἄθλια παραφινόκερα). Καὶ ποιὸς θὰ ἐμποδίσει κάθε περαιτέρω αὐτοπροαίρετο αὐτοσχεδιασμό, ἀφοῦ πιὰ τὸ “πράσινο φῶς” θὰ ἔχει ἀνάψει; Μήπως κινδυνεύσουμε νὰ γίνουμε μιὰ ὑπερ-ἀγορὰ ὅπου ὁ καθένας θὰ “διαλέγει” τί προϊὸν θὰ ἀγοράσει;

8. Συνωδὰ τῷ προηγουμένῳ ἀναφύεται καὶ τὸ ἑξῆς συμφυές: Μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἡ ὁποία ντύνει τὸν λειτουργικὸ λόγο, τί θὰ γίνει; Ἄραγε δὲν εἶναι κι αὐτὴ μιὰ “γλῶσσα” ποὺ δὲν “μιλιέται” πιά; Καὶ γιατί νὰ μὴ σκεφθοῦμε, μετὰ τὴν «μετάφραση» στὴν νέα ἑλληνική, νὰ προχωρήσουμε στὸ ἑπόμενο βῆμα, αὐτὸ τῆς μεταφορᾶς τῆς μουσικῆς σ’ ἐκείνην ποὺ “καταλαβαίνουν” οἱ ἄνθρωποι σήμερα; Κι ἂν τοὺς τὸ ἀρνηθοῦμε, ποιὸ ἐπιχείρημα θὰ ἐπιστρατεύσουμε;
Παραθέτω ἀπόσπασμα ποὺ ἁλίευσα στὸ διαδίκτυο, τὸ ὁποῖο μοῦ βαθαίνει πιὸ πολὺ τὴν ἀπορία, καθ’ ὅτι ἡ ὑποστηριζομένη θέση (περὶ μεταφράσεως) προσκρούει στὴν προεξοφλημένη χρήση τῆς ἐκκλησιαστικῆς (βυζαντινῆς) μουσικῆς:
«Ἴσως νὰ μὲ ἐνθάρρυνε (δηλ. στὴν ἰδέα “γιὰ μετάφραση καὶ τῶν ποιητικῶν μερῶν ἐκτὸς τῶν πεζῶν”) τὸ μελοποιημένο ἄκουσμα ποὺ εἶχα ἑνὸς ἐξαίρετου ποιήματος, προσόμοιου πάνω στὸν εἱρμὸ “Ἄφραστον θαῦμα”: Δάκρυα χάμου/κι ἀνατριχιάζουν τὰ χώματα/τῆς ἀγάπης μέγας χορηγός/ελί-χρυσο θαῦμα κρινάκι φύεται/γιὰ νὰ μυρίζει ἀνόρθωση πενθούντων./Τὴ Χαρά/νὰ φορᾶτε μὴ λυπᾶσθε.»
Ἂν ἡ διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ἐκλαμβάνεται ὡς προσκόλληση, τότε ἡ διατήρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους πῶς χαρακτηρίζεται; (φορμαλιστική;) Καὶ κατὰ λογικὴ ἀκολουθία, διερωτῶμαι (καὶ «ἀνατριχιάζω») –χωρὶς διόλου διάθεση εἰρωνείας– γιατί νὰ μὴ φορέσουμε στὴ νεοελληνικὴ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ τὴ μουσικὴ Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, ἤ... Ρουβᾶ;
Διευκρινίζω βεβαίως, πὼς προσωπικά μοῦ ἀρέσει τὸ ἀνωτέρω ποιητικὸ ἀπόσπασμα. Ἀλλά, προχωρώντας ἔτι περαιτέρω, δὲν εἶμαι σχεδὸν καθόλου σίγουρος πὼς μιὰ τέτοια ποίηση (μιὰ ποίηση ἐπιπέδου Ἐλύτη) θὰ εἶναι πιὸ “κατανοητή” μέσα στοὺς ναούς. Ὁπότε ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν θὰ χρειαζόμασταν καὶ πάλι ἑρμηνεία-ἐξήγηση γιὰ τὰ νέα ἑλληνικά;
Ἀκόμη καὶ ἡ στιχουργικὴ αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος μεταχειρίζεται τεχνικὴ παλαιᾶς (ἐκκλησιαστικῆς) κοπῆς. Νομίζω πὼς σήμερα ἡ ποίηση δὲν γράφεται ἐμμέτρως.
Καὶ ἀκολούθως, θὰ μπορούσαμε ἐξ ἴσου νὰ διερωτηθοῦμε καὶ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφικὴ εἶναι πάλι μιὰ “γλῶσσα”, “ἀκατανόητη” στὸν σύγχρονο ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο.
Μήπως ἄλλωστε δὲν ἔχουμε ἤδη ἀναρωτηθεῖ καὶ γιὰ τὸ Τυπικὸ (τῶν Ἀκολουθιῶν), τὸ ὁποῖο μοιάζει μ’ ἕνα «ἀπολίθωμα» τοῦ μεσαίωνα;
Καὶ πιὸ πέρα, τί θὰ μᾶς δυσκολέψει νὰ “ξαναδοῦμε” τὸ θέμα (ἤδη τεθειμένο) τῆς χρήσεως τῶν εὐχαριστιακῶν εἰδῶν στὴν Θ. Λειτουργία; Σήμερα ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δὲν ἀποτελοῦν τὴν “βασικὴ γλῶσσα” διατροφῆς τοῦ παγκοσμίου ἀνθρώπου, ὅπως στὴν Παλαιστίνη στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ ἐπαναδιαπραγμάτευση μὲ σύγχρονη καὶ ἀνοικτὴ “γλῶσσα”, ἄραγε δὲν θὰ μᾶς ἔδινε πιὸ “κατάνοητά” ἀποτελέσματα, δὲν θὰ μᾶς ἀπενεκλώβιζε ἀπὸ τὴν ἀπολίθωση τοῦ παρελθόντος καὶ τὴν ἱεροποίηση τοῦ παλιοῦ πολιτισμοῦ;
Νὰ τολμήσω νὰ ρωτήσω κάτι πιὸ κατανοητό; Τί “καταλαβαίνει” ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀκούγοντας τὴν λέξη “θυσία”; Σὲ ποιὰ πραγματικότητά του, σὲ ποιὰ προσλαμβάνουσα παράστασή του ἀντιστοιχεῖ, ὥστε νὰ ἀναχθεῖ στὴν ἀναιμακτη Θυσία τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ἡ πρόσβαση στὸ ἐννοιολογικὸ ἢ σημασιολογικό της περιεχόμενο θὰ ἐπιτευχθεῖ διὰ τῆς «μεταφράσεως», ἢ μήπως θὰ χρειαστεῖ νὰ “ἀνακαλύψουμε” ἕνα σύγχρονο ὑποκατάστατο τῆς “θυσίας”, δίκην “παρα-φράσεως”;
Μὲ λίγα λόγια ἡ «μετάφραση» ἐνδέχεται νὰ συμπαρασύρει –καὶ θά ’ναι ἀνακόλουθο νὰ μὴ συμπαρασύρει– κι ἄλλα πράγματα, καθὼς ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ γενικὴ τάση (σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο – «Νέα Ἐποχή»;) “ἐπαναπροσδιορισμοῦ”, “ἐπαναξιολογήσεως”, “ἐπανερμηνείας” τῶν ὑφισταμένων “δομῶν” ἢ “παραδεδομένων ἀρχῶν”, αἰτημάτων δηλ. παρομοίων μὲ τὰ θέματα τῆς εἰκονομαχίας (π.χ. ἔχει προβληθεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς πὼς ἡ διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ἰσοδυναμεῖ μὲ εἰδωλολατρία). Ἡ θεολογία τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ μᾶς διαφωτίσει συνολικῶς σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα;

9. Κατὰ τὴν ὡραία καὶ νόμιμη διαδικασία ἐπανόδου στὴν θεώρηση τῆς Λατρείας μέσα στὴν ἀρχαιοεκκλησιαστική της προοπτικὴ προκύπτει τὸ ἑξῆς ζήτημα: Τὰ Εὐαγγέλια (ὄχι ὅλα τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης) γράφτηκαν στὴν καθομιλουμένη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς. Γιατί ὅμως μετὰ ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες οἱ Μεγ. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι προβαίνουν σὲ ἕνα καθοριστικὸ τόλμημα καὶ γράφουν τὶς εὐχὲς τῆς Ἁγ. Ἀναφορᾶς (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα συγγράμματά τους– π.χ. ἑρμηνευτικὲς ὁμιλίες, δηλ. κηρύγματα στὸν λαό) σὲ γλῶσσα, τὸ ἐπίπεδο τῆς ὁποίας εἶναι “ἀττικό” καὶ γυρίζει 800 χρόνια πίσω; Αὐτὴ ἡ ἐπιλογή τους, ἀσφαλῶς ἐνσυνείδητη, ἄραγε δὲν περιλαμβάνεται ὡς δεδομένο μέσα στὴν ἀρχαία παράδοση, ἄραγε δὲν μᾶς ἐφοδιάζει μὲ ἕνα ἰσχυρὸ ἀξιολογικὸ κριτήριο; Ποιὸς λόγος νὰ θεμελίωσε ἄραγε αὐτὴ τὴν ἐπιλογὴ τῶν θεοφόρων Πατέρων;
Κι ἀκόμη, βάσει ποίας λογικῆς, ἀρκετὰ ἀργότερα, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτὸν ὑμνογράφοι διευρύνουν κι ἄλλο τὸ χάσμα καὶ γράφουν Ἰαμβικοὺς Κανόνες στὴν ἔτι ἀρχαιότερη καὶ πλέον «δυσνόητη» ὁμηρική, ποὺ ἀναμφιβόλως δὲν μιλιόταν οὔτε “καταλαβαινόταν” ἐκείνη τὴν ἐποχή;

10. Μήπως ἡ παραδεδομένη γλῶσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας συνιστᾶ ἕνα αἰσθητοποιὸ ὑλικὸ καὶ συγχρόνως ἀσκητικὸ στοιχεῖο ἀποφυγῆς συσχηματισμοῦ μὲ τὸν κόσμο; Μήπως, δηλαδή, ἡ εἴσοδος στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο τῆς “ἀμετάφραστης” Λατρείας προικίζει τοὺς πιστοὺς μὲ ἕνα ὑποβοηθητικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου καὶ τὴν τρέχουσα καθημερινότητα καὶ γιὰ μιὰ «ἀληθινὴ εἴσοδο ἀπὸ ἔξω στὴν ἐκκλησία»; (R. Taft)
Ἐκ παραλλήλου θὰ συνιστοῦσε ἄραγε κατακριτέα καὶ ἀπορριπτέα ὑπερβολὴ ἡ παρομοίωση, ἡ ἀναγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν κατακομβῶν (τοῦ κριτηρίου των) μὲ τὴν διατήρηση τῆς ἐκκλ. γλώσσης τῆς Λατρείας; Δηλαδὴ ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ κρύβονταν ἐπὶ τρεῖς αἰῶνες στὶς κατακόμβες, γιὰ νὰ προσφέρουν τὴν Λατρεία τους στὸν Θεό, ἔτσι καὶ σήμερα οἱ ἑλληνόφωνοι Χριστιανοὶ ὑπὸ τὸν ἀκήρυκτο συνειδησιακό, ἀξιακό, γλωσσικό, πνευματικό, γιατὶ ὄχι καὶ ἐθνικό, διωγμὸ “διασφαλίζουν” τὴν Λατρεία τους καὶ τὴν Πίστη τους στὸ ἀσφαλέστερο περιβάλλον τῆς ἤδη ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης; Μέσα σ’ ἕνα κόσμο πλήρους συγχύσεως ἐννοιῶν, ἀρχῶν, δομῶν καὶ ἀξιῶν, ὅπου οἱ λέξεις κατακερματίζονται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, ἡ συνείδηση ξεχαρβαλώνεται καὶ ἡ συνεννόηση καθίσταται ὅλο καὶ πιὸ δύσκολη, ἄραγε ἡ «μετάφραση» τῶν πεζῶν καὶ ποιητικῶν μερῶν τῆς Λατρείας δὲν φαντάζει σὰν τὸ τελευταῖο “ἀπονενοημένο” διάβημα, νὰ αὐτοεμπλακεῖ δηλαδὴ ἡ (ἑλληνόφωνη) Ἐκκλησία σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο “νεογλωσσικῶν ἐρίδων” περὶ τὶς λέξεις, τὰ νοήματα, τὶς σημασίες, τὶς ἀποχρώσεις, ἐνῷ ἔχει τὸ πολύτιμο προνόμιο τῆς ἀκριβοῦς ἐκφράσεως-διατυπώσεως;

11. Ἐξ ἄλλου ἡ Λατρεία ἀποτελεῖ μιὰ σύνθεση ποὺ ἔχει σχηματισθεῖ μέσα στὶς πνευματικὲς ζυμώσεις πολλῶν αἰώνων καὶ περικλείει ζωντανὰ στοιχεῖα ἱστορικῆς (καὶ ἐσχατολογικῆς) μνήμης, παροντοποιεῖ τὰ σωτηριώδη γεγονότα τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας ἀλλὰ παραλλήλως κουβαλάει κι ὅλο τὸ σφρίγος μιᾶς Ἐκκλησίας ποὺ πάλεψε καὶ παλεύει μέσα στοὺς αἰῶνες νὰ διαφυλάξει τὴν Πίστη ἀκριβῶς διατυπωμένη καὶ ἀνόθευτη καὶ παρέχει τὴν δυνατότητα νὰ ψηλαφήσουμε τὶς διαφορετικὲς ἱστορικὲς στρωματώσεις. Δικαιούμαστε νὰ παρακάμψουμε αὐτὴ τὴν παράμετρο;
Ἀλλὰ κυριότερο κριτήριο, ποὺ ἴσως ἀμφισβητεῖ τὴν πρακτικὴ λογικὴ τῆς «μεταφράσεως» εἶναι τὸ ἱστορικό: Ἡ ἴδια ἡ “ἐπιλογή” τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες τῆς ’Ενσαρκώσεως, τοὺς Μαθητές Του, τὴν Ἵδρυση τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν συγγραφὴ λίγο ἀργότερα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ (κτιστό) ἐργαλεῖο χαράξεως, σημάνσεως, γραφῆς, περιγραφῆς, καταγραφῆς τῆς ἱστορικῆς ἀπαρχῆς καὶ φανερώσεως τῆς Σωτηρίας τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Δὲν νομιμοποιούμαστε ἄραγε νὰ θεωρήσουμε πὼς κατὰ ἕνα τρόπο προνομιακὸ –ὄχι ὅμως νομικὸ ἢ ἀποκλειστικὸ– “κλείδωσε” ἡ τότε ἑλληνικὴ γλῶσσα;

12. Δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση –μακάρι ἐσφαλμένη– πὼς ἡ Λατρεία (καὶ ἡ γλῶσσα της) ἀντιμετωπίζεται ἂν ὄχι ὡς δοκιμαστικὸς σωλήνας ἢ κρυσταλλοπίνακας καταστήματος στὴν ὁδὸ Σκουφᾶ (!...), τουλάχιστον ὡς εἶδος θρησκευτικῆς “παραστάσεως”, ἕνα εἶδος “σκηνικοῦ ντεκόρ”, ὁπότε κάλλιστα εἶναι θεμιτοὶ πάσης φύσεως (δηλαδὴ ὄχι μόνο γλωσσικοί...) πειραματισμοί. Ἡ Λατρεία ὅμως εἶναι ἔκφραση τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, ἀρχαιόθεν. Κατὰ συνέπειαν στὴν Λατρεία ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἔχουν ἀποτυπωθεῖ καὶ τὰ “ἀνώτατα ἐπίπεδα πνευματικότητος”, τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, ὡς δεῖκτες, ὡς φάροι, μὲ τὸν ἀνθρωπίνως ὑψηλότερο γλωσσικὸ τρόπο. Συναφῶς, ἡ Λατρεία, ἐξαιρέτως δὲ ἡ Θ. Λειτουργία, εἶναι ἀδιάσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἄσκηση, τόσο ποὺ μιὰ Λειτουργία χωρισμένη ἀπὸ τὴν “πνευματικότητα”, τὴν πνευματικὴ προετοιμασία, κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο, νὰ κινδυνεύει νὰ μετατραπεῖ σὲ “ἱερὸ θέατρο”. Ἡ ἄσκηση ὅμως σήμερα εἶναι μιὰ ἀκόμα “ἀκαταλαβίστικη γλῶσσα”, μιὰ “ἀ-κατανόητη” ὑπόθεση, γιὰ τὸ συντριπτικὰ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε μήπως ἡ «μετάφραση» ἀποκεκομμένη ἐμμέσως μέν, ἐμπράκτως δέ, ἀπὸ τὴν “ἀμετάφραστη γλῶσσα τῆς ἀσκήσεως” θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει μιὰ ἀνέξοδη καὶ “κατανοητή” “παράσταση”;
13. Κρατῶ προτελευταία τὴν ἀναφορὰ στὸ μέγα θέμα τῆς ἑρμηνείας καθ' ἑαυτήν, ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἀναπόφευκτη κατὰ τὴν νεοελληνικὴ ἀπόδοση. Γι’ αὐτὸ τὸ θέμα ἐγκρατεῖς θεολόγοι, φιλόλογοι καὶ διανοητὲς ἔχουν ἐπιχειρηματολογήσει. Σύντομα ὅμως ἐπαναλαμβάνω ὡς ἐρώτημα: ἄραγε δὲν εἶναι ἀναντιλέκτως ἀποδεκτὸ ὅτι πάντα μιὰ μετάφραση εἶναι μιὰ προδοσία; Ποιὸς ἀναλαμβάνει μιὰ τέτοια εὐθύνη; Κι ἂν τὴν ἀναλαμβάνει γιὰ τὴν “προδοσία”, τὴν ἀναλαμβάνει καὶ γιὰ πιθανὸ σχίσιμο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας;
14. Γιὰ τελευταία ἄφησα μιὰ σκέψη κάπως προσωπικότερη: Μοῦ φαίνεται λίγο δυσανάλογη, ὀξύμωρη καὶ αἰθερία ἡ “ἐργώδης” αὐτὴ ὑποστήριξη τῆς «μεταφράσεως» ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὡς πρὸς τὴν διαμορφωμένη κοινωνικὴ κατάσταση καταρρεύσεως στὴν Ἑλλάδα, «ὅπου δὲν ἔχει μείνει τίποτα ὄρθιο, ὅπου οἱ κάθε λογῆς αὐθαιρετοῦντες ἁπλῶς ἀποτελειώνουν, μὲ τὰ δικά τους μέσα, τὸ καταστροφικὸ ἔργο τῶν ἐλὶτ τοῦ κατεστημένου. Ψάχνεις ἀπεγνωσμένα γιὰ ἐλπίδα καὶ βλέπεις παντοῦ ὠμὴ ἰδιοτέλεια καὶ ξεδιάντροπη ὑποκρισία» (Χαρίδ. K. Τσούκας, http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_11_15/03/2009_307687)· ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὡς πρὸς τὴν προφητικὴ διακονία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, στὶς μέρες μας. Ἁπλούστερα, μοῦ φαίνεται πιὸ ρεαλιστικός, πιὸ ἐπείγων καὶ πιὸ συμβατὸς μὲ τὶς σημερινὲς ἀνάγκες ἕνας χαμηλόφωνος ἑρμηνευτικὸς καὶ (εἰ δυνατόν) βιωματικὸς λόγος γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ συνολικὴ ἀναθεώρηση τρόπου ζωῆς, μιὰ ζωντανή, θερμή, ἢ καὶ αἱματηρὴ μαρτυρία ἀγάπης Χριστοῦ, παρὰ μιὰ “ἐργολαβία” Λειτουργικῆς Μεταρρυθμίσεως (μεταφράσεως).
Ἂν οἱ ἄνθρωποι σήμερα τείνουν νὰ ἀποστρέφουν τὸ πρόσωπό τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὸ κάνουν τόσο γιατὶ δὲν κατανοοῦν τὴν γλῶσσα τῆς Λατρείας, ὅσο γιατί, πρῶτον, δὲν κατανοοῦν ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετὰ πράγματα ποὺ δὲν “κατανοοῦνται”, γιατί, δεύτερον, δὲν κατανοοῦν τί ἀκριβῶς “ἐννοοῦν” τὰ ἐκκλησιαστικὰ λόγια (ἀκόμα καὶ μεταφρασμένα), δὲν καταλαβαίνουν δηλαδὴ τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ “λόγια”, τὰ νοήματα, τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας στὴν ζωή τους (καὶ δὲν βρίσκεται εὔκολα κάποιος ἱκανὸς νὰ τοὺς τὰ καταστήσει ζωντανά, νὰ τοὺς τὰ ἑρμηνεύσει ἀληθινά) καὶ γιατί, τρίτον, ἴσως καὶ οἱ ἴδιοι νὰ μὴ ἔχουν καὶ πάρα πολλὴ ὄρεξη νὰ “καταλάβουν” κάτι ἀπὸ τὴν Ζωή, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κύριος Ἰησοῦς δῴη ἡμῖν δώρημα ἀγαθόν: κάποτε κάτι νὰ καταλάβουμε.
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
Ἀθανάσιος Στ. Λαγουρὸς
ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς

AΠO TO TPIMHN. ΠEPIOΔ. XPIΣTIANIKH BIBΛIOΓPAΦIA, T. 42, IAN.-MAPT. 2009)

Ἡ ἀνομία τῶν λειτουργικῶν μεταφράσεων καί ἡ διαστροφή τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας.

Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου
(συνυπογράφουν 13 πατέρες).
Ἡ ἀνομία τῶν λειτουργικῶν μεταφράσεων καί ἡ διαστροφή τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας.
[Ὅσα ἀκολουθοῦν δέν ἔχουν σκοπό τήν ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων τῶν ἐπιδόξων μεταρρυθμιστῶν τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας καί δή τῶν ὑπερμάχων τῆς μεταφράσεως τῶν κειμένων της. Αὐτό ἔχει γίνει πρό πολλοῦ μέ τή δημοσίευση εἰσηγήσεων καί κειμένων τῶν καθηγητῶν Πανεπιστημίου π. Θεοδώρου Ζήση[1], κ. Σταύρου Κουρούση[2] καί τοῦ δόκτορος Φιλοσοφίας κ. Φώτη Σχοινᾶ. Ὁ τελευταῖος εἰδικά ἐπέφερε συντριπτικά κατάγματα στήν ἀναγεννησιακή μανία «διορθώσεως» τῶν μεταρρυθμιστῶν μέ τή βοήθεια ὄχι μόνο τῆς Παραδόσεως ἀλλά καί πάσης ἀνθρωπιστικῆς ἐπιστήμης δηλ. μέ γλωσσολογικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά καί λογικά ἐπιχειρήματα καί τήν παράθεση πλουσιωτάτης ἑλληνικῆς καί ξένης βιβλιογραφίας[3]. Νηφάλιες καί πολύ χρήσιμες κρίνουμε καί τίς τοποθετήσεις τοῦ πρεσβυτέρου π. Ἀθανασίου Λαγουροῦ διατυπωμένες ὑπό μορφή 14 ἐρωτήσεων καί δημοσιευμένες πρόσφατα στό περιοδικό Χριστιανική Βιβλιογραφία[4].
Στόχος τῶν παρακάτω σκέψεων εἶναι ἡ μέσω παραδειγμάτων παρουσίαση τῶν ἁπτῶν συνεπειῶν μιᾶς συγκεκριμένης πειραματικῆς ἐφαρμογῆς, δηλαδή μεταφράσεων κειμένων τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου λατρείας οἱ ὁποῖες ἐπεβλήθησαν ὑπό συγκεκριμένου Μητροπολίτου στούς ἱερεῖς πρός χρῆσιν στήν καθ’ ἡμέραν Λατρεία].
Τίς δώσει κεφαλῇ μου ὕδωρ καί ὀφθαλμοῖς μου πηγήν δακρύων καί κλαύσομαι τόν λαόν τοῦτον; ...βολίς τιτρώσκουσα ἡ γλῶσσα αὐτῶν, δόλια τά ρήματα αὐτῶν...Ἡ σκηνή μου ἐταλαιπώρησεν, ὤλετο, καί πᾶσαι αἱ δέρρεις μου διεσπάσθησαν...οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο...Οὐκ ἐκάθισα ἐν συνεδρίῳ αὐτῶν παιζόντων» ( Ἱερεμ. 8, 23· 9, 7· 10, 20-21· 15, 17) .

Μέ λύπη παρατηροῦμε ὅτι τά τελευταῖα χρόνια ἡ ἁγιωτάτη, Ὀρθόδοξη Λατρεία καί ὅ,τι σχετίζεται μέ αὐτήν ὑπόκειται σέ μιά δῆθεν ἐπιστημονική κριτική, ἐνῷ στήν πραγματικότητα πολεμεῖται καί ἀλλοιώνεται. Ἡ τυπική Tάξις καταπατεῖται στό βωμό μιᾶς δῆθεν ποιμαντικῆς· οἱ μυστικές εὐχές θεατρίζονται χάριν μιᾶς προτεσταντικοῦ εἴδους συμμετοχῆς · καινούργιες ἀκολουθίες καί καινούργιες εὐχές ἐφευρίσκονται· τελοῦνται δύο ἤ καί τρεῖς λειτουργίες τήν ἴδια ἡμέρα, γίνονται λειτουργίες τό ἀπόγευμα ἤ οἱ λειτουργοί κατά τήν προσφορά τῆς Θ. Εὐχαριστίας στρέφονται πρός δυσμάς λειτουργοῦντες «κατενώπιον τοῦ λαοῦ», παρά πᾶσαν ἀρχαίαν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν. Κάποιοι κατέβασαν χαμηλά τό ἱερό τέμπλο ἤ τό κατήργησαν. Τό κακό εἶναι ὅτι ἐπί ἀρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου αὐτή ἡ ἐπίθεση κατά τῆς λατρείας ἐνδύθηκε ἐπίσημο μανδύα μέ τή λεγομένη «Ἐπιτροπή Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», ἡ ὁποία συστηματικῶς ἐργαζόταν γιά τήν εἰσαγωγή καινοτομιῶν στή Λατρεία. Ὑπό τήν ἐπίδρασή της δι’ Ἐγκυκλίου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἐπέβαλε τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Εὐαγγελίου καί στή δημοτική[5]. Σέ μιά Ἀνακοίνωση μετά ἀπ’ αὐτή τήν Ἐγκύκλιο προετοιμάζονταν οἱ χριστιανοί νά δεχθοῦν στή λατρεία καί καινούργιους ὕμνους στή δημοτική[6]. Ἄν καί αὐτό τό «πιλοτικό» πρόγραμμα κατέρρευσε, τό κακό προηγούμενο βρῆκε τούς μιμητές καί συνεχιστές του.

Ι. Οἱ κακές παραφράσεις τοῦ Μητροπολίτου Μελετίου
Μεταξύ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι μετέρχονται ποικίλες ἀντιπαραδοσιακές «ποιμαντικές» εἶναι ὁ μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κ. Μελέτιος, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει στούς ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς του α) νά τελοῦν τή Θ. Λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό ΔΙΚΗ ΤΟΥ φυλλάδα στήν ὁποία οἱ μυστικές εὐχές, γραμμένες στή δημοτική πρέπει νά διαβάζονται ἐκφώνως. β) νά τελοῦν τά Ἱ. Μυστήρια καί νά διαβάζουν τίς ποικίλες ἱερατικές εὐχές στή δημοτική γλώσσα ἀπό ΔΙΚΟ ΤΟΥ εὐχολόγιο. Σ’ αὐτό τό «εὐχολόγιο» περιέλαβε τήν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τοῦ Ἁγιασμοῦ στά Σχολεῖα, τίς εὐχές τῆς πρώτης, ὀγδόης καί τεσσαρακοστῆς ἡμέρας ἀπό τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου, τήν εὐχή στή γυναῖκα ὅταν ἀποβάληται, τήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Εὐχελαίου, τοῦ Γάμου καί διάφορες εὐχές ὑπέρ ὑγείας, εἰς βασκανίαν κλπ.[7] γ) νά διαβάζουν σέ ΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ἐμπνεύσεως λαϊκή μετάφραση τίς εὐχές τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ καί τῆς Γονυκλισίας κατά τίς ἑορτές τῶν Θεοφανείων καί τῆς Πεντηκοστῆς ἀντιστοίχως.
ΙΙ. Καινοτομίες σέ ὅλα τά πεδία
Σέ σχέση μέ τήν ἀπ’ αἰῶνος λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἐνέργειες αὐτές τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀποτελοῦν ἀνεπίτρεπτες καινοτομίες, στήν οὐσία ἀλλοιώσεις, οἱ ὁποῖες διαστρέφουν τό πνευματικό αἰσθητήριο, τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν χριστιανῶν καί τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη τους στήν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Οἱ ἀλλοιώσεις αὐτές πραγματοποιοῦνται στά ἑξῆς πεδία : α) στό γλωσσικό (λεκτικό-ἐκφραστικό) β) στό ποιητικό γ) στό θεολογικό δ) στό ἑρμηνευτικό ε) στό ἐπίπεδο τῆς τυπικῆς Τάξεως καί στ) στό επίπεδο τοῦ οὐσιώδους περιεχομένου τῶν εὐχῶν.
Α) Στό γλωσσικό (λεκτικό - ἐκφραστικό) πεδίο.
Οἱ μεταφράσεις-παραφράσεις, στήν ἀγχώδη προσπάθεια τοῦ μεταφραστοῦ νά δοθοῦν στόν λαό κατανοητά, «μασημένα» τά ὑψηλά νοήματα τῆς λατρείας καταντοῦν πρόχειρες καί λαϊκιστικές. Κι αὐτό γιατί ἐκλαϊκευμένη μετάφραση τῶν κειμένων τῆς θείας λατρείας εἶναι ἀδύνατον νά γίνει χωρίς ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου γιά παρά πολλούς λόγους, π.χ. λόγῳ τοῦ ὑψηλοῦ λατρευτικοῦ ὕφους ἤ τῶν ὑψηλῶν νοημάτων πού περικλείονται στίς εὐχές ἤ λόγῳ τῶν ποιητικῶν σχημάτων πού δέν μεταφράζονται.
Παραδείγματα[8]

ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
1. Κλῖνον, Κύριε, τό οὗς σου Σκύψε, Κύριε, γύρισε τ’ αὐτί σου.
2. Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Μήν αποστρέψεις τό πρόσωπό σου από μένα καί καταντήσω πεθαμένος!
3. Σήμερον ὁ Δεσπότης πρός τό βάπτισμα ἐπείγεται Σήμερα ὁ Δεσπότης τρέχει στό Βάπτισμα.

Οἱ μεταφράσεις αὐτές στεροῦνται σοβαρότητος καί προκαλοῦν θυμηδία.
Ἡ προχειρότητα ἐπίσης, ὁ λαϊκισμός καί ἡ ποιμαντική «ἀγωνία» ὁδηγεῖ σέ φοβερές ἀνακρίβειες πού «στεγνώνουν» τούς πνευματικούς χυμούς τῶν εὐχῶν καί τίς μεταμορφώνουν σέ πρόχειρες, αὐτοσχέδιες προσευχές.

Παραδείγματα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
1. … καί ἐπίστρεψον τήν αἰχμαλωσίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, τήν οἰκείαν συμπάθειαν ἔχων ὑπέρ ἡμῶν πρεσβεύουσαν Ἀπάλλαξέ μας ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν ψυχῶν μας, Σύ πού πονᾶς τόσο γιά μᾶς..
2. ..καί πρόσχες ἡμῖν ἐν εὐμενείᾳ καί χάριτι. Ρίξε μας μιά σπλαχνική ματιά!

Ἄλλη γλωσσική συνέπεια τῶν μεταφράσεων εἶναι ἡ ἀφαίρεση ἀπό τό λεξιλόγιο τῶν χριστιανῶν ποικίλων λέξεων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας πού εἶναι φορτισμένες μέ μοναδικό περεχόμενο καί εἶναι συνδεδεμένες μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν θεολογική και ἀσκητική Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Αὐτό σημαίνει παντελῆ ἀποξένωση τῶν πιστῶν ἀπό τά ἐμπεριεχόμενα στίς λέξεις αὐτές σωτηριώδη νοήματα καί πλήρη ἀποκοπή τους ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο τῆς ἁγίας Γραφῆς, τά κείμενα καί τή θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Παράδειγμα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Αδελφοί ὑπόδειγμα λάβετε τῆς κακοπαθείας καί τῆς μακρο-θυμίας τούς Προφήτας (Ἰακ. 5, 10) Αδελφοί μου πάρτε για παρά-δειγμα καρτερικότητας στις θλίψεις τους προφήτες.

Οἱ λέξεις «ὑπόδειγμα», «κακοπάθεια», «μακροθυμία» ἐξορίζονται ἀπό τόν πνευματικό-μορφωτικό ὁρίζοντα τῶν πιστῶν. Οἱ Χριστιανοί κατατάσσονται στούς ἠλιθίους, ἀμορφώτους, καί ἀνικάνους νά κατανοήσουν τί σημαίνουν οἱ λέξεις αὐτές. Ταυτόχρονα ἀπομακρύνονται ἀπό τό νόημα τῆς «κακοπαθείας», ὅπως ὁρίζεται αὐτή στά ἀσκητικά κείμενα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ὅρο «μακροθυμία» πού ἔχει εὐρύτερο καί δυναμικώτερο περιεχόμενο ἀπό τή λέξη καρτερία καί τά παράγωγά της καί χρησιμοποιεῖται πολύ συχνά γιά νά ἐκφράσει τή....μακροθυμία ( πῶς ἀλλιῶς νά τή μεταφράσουμε ;) τοῦ Δεσπότου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ[9].

Β) Στό ποιητικό πεδίο. Οἱ μεταφράσεις τοῦ Μητροπολίτου ἀποτελοῦν ἀληθῆ καταστροφή τοῦ ποιητικοῦ λόγου καί τοῦ ρυθμοῦ.
Παράδειγμα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Εὐλογητός Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν ὁ τοῦ μυστικοῦ γάμου ἱερουργός καί τοῦ σωματικοῦ νομοθέτης ὁ τῆς ἀφθαρσίας φύλαξ καί τῶν βιωτικῶν ἀγαθός οἰκονόμος Ευλογητός είσαι Κύριε και Θεέ μας που είσαι ιερουργός του μυστικού γάμου των ψυχών μας μαζί Σου, και νομοθέτης του σωματικού γάμου. Σύ που είσαι φύλακας της πνευματικής ακεραιότητας και ρυθμιστής καλός των βιωτικών αναγκών.

Ἄν καί ἡ ποιητική τῶν εὐχῶν εἶναι εὐκολότερα αἰσθητή στόν ἀναγινώσκοντα ἱερέα, ὅμως καί οἱ ἀκροατές πιστοί δέν εἶναι ἄμοιροι αἰσθήσεως τοῦ κάλλους τῶν εὐχῶν. Κάθε εἰλικρινής ἀναγνώστης μπορεῖ νά δεῖ ἀπό τή μιά τό ζωηρό κείμενο μέ τίς μετρημένες συλλαβές, τόν προσεκτικό τονισμό καί τίς ἐπιλεγμένες λέξεις στήν κατάλληλη σειρά, κι από τήν ἄλλη τήν καταλογάδην μετάφραση · νά συγκρίνει τό ἄψογο ἀπό πάσης πλευρᾶς τῆς εὐχῆς[10] μέ τήν πεζότητα τῆς δῆθεν ἠθικοπλαστικῆς μεταφράσεως. Ἄς μή μᾶς πεῖ κανείς ὅτι αὐτά δέν ἔχουν σημασία! Δηλαδή σημασία ἔχει μόνο νά ἐπιβάλλουμε στανικῶς τό θέλημά μας στήν Ἐκκλησία;
Ἐπιτρέπεται νά θυσιάζουμε κυριολεκτικῶς τά πάντα στό βωμό τῆς κατανοήσεως καί μάλιστα κατανοήσεως ἀπό τούς πιστούς τῆς δικῆς μας ἑρμηνείας τῶν εὐχῶν; Ἠ μήπως θά φροντίσουμε νά κάνουμε καλλίτερες, ποιητικότερες μεταφράσεις; Οἱ νοῦν ἔχοντες ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτό εἶναι αδύνατον.

Γ) Στό θεολογικό πεδίο. Κατά τήν παράφραση τῶν εὐχῶν, ψαλμῶν καί ἀναγνωσμάτων φαίνεται ὅτι μαζί μέ τόν ὑπέρμετρο λαϊκισμό συμβαδίζει ἡ ἐπιπόλαιη θεώρηση τῶν θεολογικῶν νοημάτων τῶν ἱερῶν κειμένων.
Παραδείγματα

ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
1. Τριάς ὑπερούσιε, ὑπεράγαθε, ὑπέρθεε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, ἀόρα-τε, ἀκατάληπτε...(Ἀπό τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου-Θεοφάνεια). Ἁγία τριάς, ὑπερούσια, ὑπεράγαθη, παντοδύναμη, ἀόρατη, ἀκατάληπτη...
2. Σήμερον ὁ ἄκτιστος ὑπό τοῦ ἰδίου πλάσματος βουλῇ χειροθετεῖται ( Ὡς ἄνω). Σήμερα ὁ ἄκτιστος καί δημιουργός Θεός, τό θέλησε, καί δέχθηκε ἑκούσια, νά βάλει τό χέρι του ἐπάνω στό κεφάλι Του ἕνα πλάσμα του, γιά νά Τοῦ δώσει εὐλογία!
3. Σήμερον ρείθροις μυστικοῖς πᾶσα ἡ κτίσις ἀρδεύεται ( Ὡς ἄνω). Σήμερα τό ἁγιασμένο αὐτό νερό, τό παίρνει καί τό πίνει ὁ κόσμος ὅλος.
4. Σήμερον λαμπαδοφεγγεῖ πᾶσα ἡ κτίσις ἄνωθεν ( Ὠς ἄνω). Σήμερα ὁλόκληρος ὁ ἄνω κόσμος πανηγυρίζει, σκιρτάει ἀπό χαρά, κρατάει κεριά!
5. Ἄχραντε, ἀμίαντε....φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον (Α΄εὐχή γονυκλισίας). Ἄχραντε ἀμίαντε..τό φῶς τό ἀπρόσιτον.
6. Καί καταξίωσον αὐτήν διά τῶν εὐχῶν τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου καταφυγεῖν ἐν τῇ ἀγίᾳ σου καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ..» (Β΄ Εὐχή τοῦ ἐκκλησιασμοῦ). Και καταξίωσέ την δια των ευχών των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας Σου, να καταφύγει στην αγία Σου Ἐκκλησία….

Σχόλια στίς παραπάνω θεολογικές ἀστοχίες
• Στήν 1η περίπτωση ἀπουσιάζουν ἀπό τή μετάφραση τά ἐπίθετα «ὑπέρθεε» καί «παντεπίσκοπε». Γιατί; Εἶναι κατά τή γνώμη τοῦ μεταφραστοῦ περιττά, δέν κατάφερε νά τά ἀποδώσει στή δημοτική ἤ στή βιασύνη του τά λησμόνησε; Σέ κάθε περίπτωση φανερώνεται ἐλλιπής σεβασμός πρός τήν ἀκρίβεια τῆς ἁγιαστικῆς εὐχῆς.
• Στή 2η περίπτωση, ἐκτός ἀπό τίς ἀναλυτικές ἑρμηνευτικές παρεμβάσεις ὁ μεταφραστής μᾶς λέγει κάτι παράδοξο · ὅτι ὁ Χριστός δέχεται «εὐλογία» ἀπό τόν Πρόδρομο! Ἴσα -ἴσα ὁ ὑμνογράφος στόν προεόρτιο Οἶκο τῆς 5ης Ἰανουαρίου θέτει στό στόμα τοῦ Κυρίου τήν ἑξῆς προτροπή πρός τόν Πρόδρομο : «μόνον βάπτισόν με σ ι ω π ῶ ν καί προσδοκῶν τά ἀπό τοῦ Βαπτίσματος». Ἐκεῖνο πού διαβάζουμε στήν Εὐχή εἶναι ὅτι ὁ Κύριος «χειροθετεῖται» ἀπό τόν Τίμιο Πρόδρομο καί οὐδέν ἄλλο.
• Στήν 3η περίπτωση τά «μυστικά ρεῖθρα» πού ἀρδεύουν τήν κτίση εἶναι οἱ θεῖες ἄκτιστες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἁπλοῦνται σέ ὅλη τή δημιουργία διά τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων. Πάντως δέν εἶναι ἁπλῶς «τὀ ἁγιασμένο νερό πού τό παίρνει καί τό πίνει ὁ κόσμος ὅλος».
• Στήν 4η περίπτωση ἡ μετάφραση δέν ἀποτελεῖ ἁπλή ἀστοχία, ἀλλά ὀλισθαίνει πρός τόν εὐτελισμό τοῦ θεολογικοῦ νοήματος : «Σήμερα ὁλόκληρος ὁ ἄνω κόσμος πανηγυρίζει, σκιρτάει ἀπό χαρά, κρατάει κεριά»!!! Έδῶ ὁ ἅγιος ποιητής τῆς εὐχῆς ὁμιλεῖ γιά τήν ἄκτιστο θεοποιό χάρη, τό ἄκτιστο φῶς διά τοῦ ὁποίου καταλάμπονται τά ἀγγελικά τάγματα κατά τήν βάπτιση τοῦ Κυρίου. Μέσα ἀπό τήν Παρακλητική γίνεται συνεχῶς λόγος περί τῆς ἐλλάμψεως τῶν ἀγγέλων. Ἕνα ἀπό τά ἀπειράριθμα παραδείγματα: «Φωτί θεουργῷ τά Σεραφείμ ἀμέσως πλησιάζοντα καί πολλαχῶς αὐτῷ ἐμπιπλάμενα, ταῖς πρωτοδότοις σαφῶς ἐλλάμψεσι, πρωτουργῶς λαμπρύνονται...» (Παρακλητική Ἦχος α΄ , Δευτέρα, Κανών Ἀσωμάτων Ὠδή γ΄ α΄τροπ.). Τό νά ποῦμε ὅτι οἱ Ἄγγελοι «κρατοῦν κεριά» δέν ἀποτελεῖ φθηνή καί ρηχή παράφραση τοῦ ἱεροῦ νοήματος; Κι ἔπειτα ποῦ βρῆκε ὁ μεταφραστής ὅλες αὐτές τίς λέξεις πανηγυρίζει, σκιρτάει ἀπό χαρά;
• Στήν 5η περίπτωση τό θεολογικό ὅρο «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον», μέ τόν ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ Ἐκκλησία πρός τόν Πατέρα, κατά τήν Α ΄ Εὐχή τῆς Γονυκλισίας, ὁ μεταφραστής τόν ἀποδίδει ὡς «φῶς ἀπρόσιτον». Ὅμως ὁ ὅρος «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» εἶναι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ( Α΄Τιμ. 6, 16) καί ἔχει βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες (π.χ. ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης) δίδουν βαθύτατη ἑρμηνεία στήν μετοχή «οἰκῶν». Ἐξηγοῦν ποιός εἶναι ὁ «οἰκῶν» καί ποιό εἶναι τό «ἀπρόσιτον φῶς». Γι’ αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά ἰσοπεδωθεῖ ἡ θεολογική αὐτή φράση μέ τήν παράλειψη τῆς μετοχῆς, ὅπως συμβαίνει στή δεδομένη μετάφραση.
• Στήν 6η περίπτωση παραλείπει τό ἐπίθετο «Καθολική» πού χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία. Τοῦ ἀρκεῖ ἴσως τό «ἁγία» ; ἤ φοβᾶται ὅτι ἀκούγοντας οἱ πιστοί τή μετάφρασή του θά νομίσουν ὅτι πρόκειται γιά τή λεγομένη ρωμαικαθολική ἐκκλησία; Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πρᾶγμα ἡ παράλειψη εἶναι σοβαρή ἀφοῦ ἡ Εὐχή ἀπαιτεῖ νά γίνει λόγος γιά τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί γιά τήν «καταφυγή» τῆς μητέρας καί τοῦ ἐκκλησιαζομένου βρέφους, ὄχι σέ ὁποιαδήποτε «ἐκκλησία», ἀλλά στήν ἁγία Καθολική, δηλαδή τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Δ) Στό ἑρμηνευτικό πεδίο.
Ὁ μεταφραστής στήν προσπάθειά του νά κάμει κατανοητά τά κείμενα καταφεύγει σέ ποικίλες ἑρμηνεῖες μέ τίς ὁποῖες εἴτε ὑποκαθιστᾶ τό κείμενο τῶν ψαλμῶν ἤ τῶν εὐχῶν εἴτε τίς παρεμβάλλει στή μετάφρασή του ὡς συμπλήρωμα κατά τό δοκοῦν.
Παράδειγμα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Ἀπό τόν Ν΄ Ψαλμό)
Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην.
Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι Μέσα στόν κύκλο τῆς παράβασης καί τῆς φθορᾶς ἄρχισε καί ἡ δική μου ἡ ζωή
Θά καθαρίσεις την ψυχή μου με το Πνεύμα Σου τό άγιο και με το Βάπτισμα λευκότερο από το χιόνι θα με κάνεις.


Εἶναι φανερό ὅτι δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά παρεμβάλλουμε μέσα στό κείμενο τοῦ Προφητάνακτος τήν ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία. Εἶναι ἄλλο νά ἑρμηνεύουμε τά ἱερά κείμενα στό πλαίσιο ἑνός κηρύγματος ἤ μιᾶς συγγραφῆς καί ἄλλο μέσα στή λατρεία νά παρεισάγουμε δικές μας ἑρμηνεῖες κατά τήν ἀνάγνωση τῶν Ψαλμῶν ἤ τῶν λοιπῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων. Παύει πλέον π.χ. στή συγκεκριμένη περίπτωση ὁ ψαλμός νά εἶναι ὁ Ν΄ Ψαλμός τοῦ Δαυΐδ. Μπροστά μας ἔχουμε ἕνα ἀλλόκοτο μίγμα μεταφράσεως καί ἑρμηνείας τοῦ Ψαλμοῦ.
Αὐτή ἡ διαρκής προσπάθεια, ὁ πειρασμός τοῦ μεταφραστοῦ νά ἑρμηνεύει, ἔχει συνέπειες καί στά ἄλλα ἐπίπεδα ἀλλοιώσεως.

Ε) Στό ἐπίπεδο τῆς Τάξεως ἤ ἀλλιῶς τοῦ Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν ἀκολουθιῶν.
Οἱ Ἀκολουθίες τελοῦνται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντοτε κατά τήν Τάξη πού ὥρισαν οἱ θεοφόροι Πατέρες. Δέν ἐπιτρέπονται οἱ αὐτοσχεδιασμοί κατά τήν κρίση τοῦ κάθε ἱερέως, ἀρχιερέως, ἤ καί μιᾶς Συνόδου ἀκόμη, τοὐλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στήν βασική δομή τῶν Ἀκολουθιῶν καί τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, τίς συγκεκριμένες εὐχές καί τά ἀναγνώσματα πού εἶναι θησαυρισμένα στό λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν ἡ ἐκκλησιαστική τυπική τάξις καταφρονεῖται, σύντομα θά φτάσουμε στήν προτεσταντική καί πεντηκοστιανή ἀταξία, ἀναρχία καί σύγχυση. Στήν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Πρεβέζης ἔγιναν πολύ «τολμηρά», γιά νά μή χαρακτηρισθοῦν ἀλλιῶς, βήματα εἰς βάρος τῆς τάξεως.
Στό Εὐχολόγιο ΤΟΥ ὁ Μητροπολίτης δίπλα στήν καινοτομία τῆς μεταφράσεως ὅλων τῶν εὐχῶν διέπραξε καί τά ἀκόλουθα ἀτοπήματα :
• 1) Στήν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ κατήργησε τήν μεγάλη, ὑπέροχη εὐχή : «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ μέγας τῇ βουλῇ καί θαυμαστός τοῖς ἔργοις...» καί τήν ὑποκατέστησε μέ μία μικρή εὐχή- τίς οἶδεν ἀπό ποῦ τήν ἀνέσυρε- ἀγνώριστη κι αὐτή ἀπό τήν κακή μετάφρασή της. (Λείπουν καί ὁ Ν΄ Ψαλμός τό «Θεός Κύριος» καί τά μετ’ αὐτό τροπάρια, τά τροπάρια πρό τοῦ τρισαγίου και τό Εὐαγγέλιο καί ὁ Ἀπόστολος. Πιστεύουμε ὅτι παραλείπονται ὡς ἀναγινωσκόμενα ἀπό τό κανονικό εὐχολόγιο).
• 2) Κατήργησε πλήρως τίς τρεῖς εὐχές πού διαβάζονται τήν πρώτη ἡμέρα γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ καί τίς ὑποκατέστησε μέ κάποια εὐχή πού δέν μπορεῖς λόγῳ τῆς μεταφράσεως νά ἀναγνωρίσεις ἄν εἶναι παλαιά πού ἔχει περιπέσει σέ ἀχρησία ἤ εἶναι εὐχή δικῆς του ἐπινοήσεως.
• 3) Ἀπό τίς εὐχές τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν παιδιῶν (σαραντισμοῦ) κατήργησε τήν εὐχή «Ὁ Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Παντοκράτωρ» καί διέστρεψε καί σφαγίασε τήν εὐχή «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ διά τῆς ἐνανθρωπήσεως», ἡ ὁποία κανονικά ἀπευθύνεται στόν Πατέρα. Τήν «κουτσoύρεψε» καί τήν ἀπευθύνει στόν Χριστό.
• 4) Ἀπό τήν Τάξη τελέσεως τοῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου κρατεῖ μόνο τό Τρισάγιο, τόν Πεντηκοστό ψαλμό, τά Εἰρηνικά, τήν πρώτη εὐχή «Κύριε ὁ ἐν τῷ ἐλέει καί τοῖς οἰκτιρμοῖς», τρία τροπάρια, τόν Α΄ Ἀπόστολο καί τό Α΄ Εὐαγγέλιο, τήν αἴτηση «Ἐλέησον ἡμᾶς», τίς εὐχές «Βασιλεῦ ἅγιε, εὔσπλαχνε», «Ἄναρχε, ἀδιάδοχε» καί «Πάτερ ἅγιε ἰατρέ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων» μετά ἀπό τίς ὁποῖες τελειώνει μέ τό «Δι’ εὐχῶν» ἄνευ ἀπολύσεως. Παραλείπει πλήν τοῦ Κανόνος, 6 Εὐαγγέλια, 6 Ἀποστόλους καί 6 εὐχές!
• 5) Κατήργησε πλήρως τήν ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβῶνος.
• 6) Μέσα στήν Ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου μετέφερε τήν α΄ εὐχή τοῦ Ἀρραβῶνος «Ὁ Θεός ὁ αἰώνιος» (ἐννοεῖται μεταφρασμένη). Μετά ἀπ’ αὐτήν γράφει : «καί θέτει [ ἐνν. ὁ ἱερεύς] τά δαχτυλίδια στά χέρια τους, χωρίς νά λέγει κάτι». Μέ τόν τρόπο αὐτό προκλητικά ἀρνεῖται τόν ἀρραβῶνα ( «ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ.... ) ὅπως τόν ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία. Ἐπίσης καταργεῖ τήν Α΄ Εὐχή τοῦ γάμου «Ὁ Θεός ὁ ἄχραντος» καί τήν εὐχή «Ὁ Θεός, ὁ Θεός ἡμῶν ὁ παραγενόμενος ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας».

ΣΤ) Στό ἐπίπεδο τοῦ περιεχομένου τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λατρείας.
Ὁμιλοῦμε ἐδῶ γιά «διόρθωση» τῶν εὐχῶν, δηλαδή «διόρθωση» τῶν Ἁγίων Πατέρων, κατ’ ἐπέκτασιν «διόρθωση» τῆς Ἐκκλησίας. Παραθέτουμε τίς κυριώτερες περιπτώσεις ἀλλοιώσεως τοῦ περιεχομένου τῶν εὐχῶν :
• 1) Διαφωνεῖ εὐθέως μέ τό περιεχόμενο τῶν εὐχῶν «Εἰς γυναῖκα λεχώ» πού διαβάζονται τήν πρώτη ημέρα τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ. Τόν ἐνοχλεῖ, ὡς φαίνεται, τό γεγονός ὅτι, ὅπως ἀναφέρει ἡ α΄ Εὐχή «κατά τόν τοῦ προφήτου Δαυΐδ λόγον, ἐν ἀνομίαις συνελήφθημεν καί διά ρύπου πάντες ἐσμέν ἐνώπιόν σου». Τόν ἐνοχλεῖ ἡ ἱκεσία τοῦ ἱερέως γιά τή λεχώνα : «τοῦ ρύπου κάθαρον ... καί καθάρισον αὐτήν ἀπό τοῦ σωματικοῦ ρύπου...»( β΄ Εὐχή). Τόν ἐνοχλεῖ καί ἡ γ΄ συγχωρητική Εὐχή «συγχώρησον τῇ δούλῃ σου...καί τοῖς ἁψαμένοις....». Ἀδιαφορεῖ γιά τήν παλαιοτάτη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καταργεῖ τίς εὐχές αὐτές πού δέν συνάδουν μέ τό ἐκσυγχρονιστικό, φεμινιστικό πνεῦμα μέ τό πνεῦμα τῆς ἑωσφορικῆς ἀνταρσίας κατά τῆς Παραδόσεως καί τήν ψευδοεπιστημονική νοοτροπία τῶν ποικίλων «λειτουργιολόγων». Διαφωνεῖ μέ τό πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων. Μέ τήν εἰσαγωγή μιᾶς ἄλλης εὐχῆς στή δημοτική, ἀλλοιώνει τό πλῆρες περιεχόμενο καί νόημα τῶν εὐχῶν τῆς πρώτης ἡμέρας. Καί ἐκτός ἀπό τά «ἐπίμαχα» σημεῖα πού προαναφέραμε, παραλείπει καί ὅλα τά ἄλλα πού περιλαμβάνονται στίς εὐχές καί στερεῖ ἀπό τίς λεχῶνες τήν ἰαματική χάρη καί τήν θεία προστασία πού προσφέρονται σ’ αὐτές (τίς λεχῶνες) μέ τίς ἅγιες εὐχές τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντί ὅλων ὅσων ἀναφέρουν οἱ εὐχές, ἀποκλειστικά γιά τή μητέρα, γράφει ὁ Μητροπολίτης περιληπτικά στήν «εὐχή» του ( σέ μονοτονική, βέβαια, γραφή): «Την δούλη Σου (....) προστάτευσέ την και απάλλαξέ την από κάθε πόνο και ανάγκη, και περιέθαλψέ την[11] με αγγέλους σου φαιδρούς[12] και φωτεινούς».
• 2) Ἐξ αἰτίας τοῦ ἰδίου πνεύματος σφαγιάζει τήν α΄ Εὐχή καί καταργεῖ τήν γ΄ Εὐχή τοῦ ἐκκλησιασμοῦ (σαραντισμοῦ). Διότι, κατά τήν Εὐχή αὐτή, ὁ μέν Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἄν καί συνελήφθη ἀσπόρως «μετά τήν ἐκπλήρωσιν τῶν ἡμερῶν τοῦ καθαρισμοῦ τῷ Ἱερῷ προσαχθῆναι ἠνέσχετο», ὁ δέ Μητροπολίτης Μελέτιος δέν ἀνέχεται νά μνημονεύσει «καθαρισμό» τῶν γυναικῶν!
• 3) Ἀπό τήν Εὐχή «εἰς γυναῖκα ὅταν ἀποβάληται» στήν κακοποιημένη παράφρασή της ἐκτός πολλῶν ἄλλων διαστρεβλώσεων, ἀφαιρεῖ τή φράση «τήν σήμερον ἐν ἁμαρτίαις εἰς φόνον περιπεσοῦσαν ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως». Ἡ φράση αὐτή περιλαμβάνεται δύο φορές στήν Εὐχή γιά νά τονίσει ἡ Ἐκκλησία τή σημασία τῆς ἀποβολῆς τοῦ ἐμβρύου, ὅτι πρόκειται δηλαδή γιά φόνο ἑκούσιο ἤ ἀκούσιο ἀνάλογα μέ τήν διάθεση τῆς ἐγκύου. Καί ἔτσι νά καλύψει διά τῆς συγχωρήσεως πλήρως ἀκόμη καί τήν πιθανή ἐνδόμυχη, ὁμολογημένη ἤ ὄχι ἐπιθυμία τῆς ἐγκύου γυναίκας νά «ξεφορτωθεῖ» τό συλληφθέν. Ἀποβάλλει λοιπόν ὁ μητροπολίτης τή φράση αὐτή καί μαζί της τή χάρη τῆς συγχωρήσεως πρός τήν ταλαιπωρημένη διά τῆς ἀποβολῆς γυναῖκα.
• 4) Στήν παραφρασμένη καί κατακρεουργημένη Εὐχή τοῦ Γάμου « Εὐλογητός Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν»[13] παρερμηνεύει τή φράση πού ἀκολουθεῖ :
Παράδειγμα
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
«Αὐτός καί νῦν Δέσποτα, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, κατάπεμψον τήν χάριν σου τήν ἐπουράνιον ἐπί τούς δούλους σου τούτους...καί δός τῇ παιδίσκῃ ταύτῃ ἐν πᾶσιν ὑποταγῆναι τῷ ἀνδρί καί τόν δοῦλον σου τοῦτον εἰς κεφαλήν τῆς γυναικός...» Σύ λοιπόν και τώρα, Δέσποτα Κύριε ο Θεός, ευλόγησε τους δούλους σου τούτους...και κάνε την κοπέλα αὐτή να αγαπά και να υποτάσσεται στον άνδρα της, και ο δούλος σου τούτος να είναι κεφαλή της ενώσεώς τους...

α) Θεωρεῖ περιττή τήν δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ πρός τούς μελλονύμφους ; Ἀλλιῶς πῶς τήν ὑποκαθιστᾶ μέ τήν εὐλογία («ευλόγησε τους δούλους σου») ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τήν Εὐχή προσφέρεται ἐπανειλημμένως στούς μελλονύμφους, μ ε τ ά ὅμως τήν ἐπίκληση τῆς «ἐπουρανίου Χάριτος»[14];
β) Διά τῆς Εὐχῆς παρακαλεῖται ὁ Θεός νά δώσει τή Χάρη Του ὥστε ἡ γυναῖκα νά ὑποταχθεῖ καθ’ ὅλα στόν ἄνδρα της ( «ἐν πᾶσιν ὑποταγῆναι τῷ ἀνδρί»). Πρόκειται γιά ἕνα δύσκολο κατόρθωμα, τήν ἑκούσια ὑπακοή στό σύζυγο, τό ὁποῖο γιά νά ἐπιτευχθεῖ, χρειάζεται τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ μεταφραστής σέ μιά πιό ἀποδεκτή ἀπό τό σύγχρονο ἐκκοσμικευμένο πνεῦμα, πιό...light ἐκδοχή παρακαλεῖ «νά ἀγαπᾶ καί νά ὑποτάσσεται στόν ἄνδρα της» μειώνοντας τόν σταυρό τῆς ὑπακοῆς.
γ) Ἐπίσης ὁ ποιητής τῆς Εὐχῆς ζητεῖ ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά διακονήσει τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός δίδοντας στόν ἄνδρα τή θέση τῆς κεφαλῆς τῆς γυναικός. Ὅσα λέγει ἡ Εὐχή εἶναι ἁπλῶς ἐπανάληψη τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου «ὁ ἀνήρ εστί κεφαλή τῆς γυναικός, ὡς καί ὁ Χριστός κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας». Εἶναι ἐπανάληψη ὅμως πλήρης Χάριτος διά τῆς προσφερομένης ἱερατικῆς εὐλογίας.
«Διορθώνοντας» τόν Ἀπόστολο ὁ μεταφραστής ἐμφανίζει τόν ἄνδρα «κεφαλή της ενώσεως» ἀνδρός καί γυναικός. Πρόκειται γιά τραγελαφική ἑρμηνεία. Σύμφωνα μ’ αὐτήν ὑπόκειται ἡ ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός καί πάνω ἀπό τήν ἕνωση αὐτή βρίσκεται πάλι ὁ ἄνδρας!
Ὅλες οἱ μεταφραστικές καινοτομίες πού ἐπιφέρουν ἀλλοιώσεις τῶν εὐχῶν, ἔχουν ἕνα κοινό παρανομαστή : τό φεμινιστικό σύνδρομο, τόν τρόμο μήπως παρεξηγηθοῦμε ἀπό τίς φεμινίστριες ὡς Ἐκκλησία ἐφαρμόζοντες τήν ἁγιογραφική καί Πατερική διδασκαλία!

ΙΙΙ. Λειτουργική ἀνομία
Τό σύνολο τῶν ἀλλοιώσεων πού προαναφέραμε συνιστοῦν λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ή ἀ ν ο μ ί α, ἀθέτηση δηλαδή καί καταφρόνηση τῆς καθιερωθείσης καί καθαγιασθείσης Όρθοδόξου λατρείας. Καί πρέπει νά ἐξηγήσουμε τί ἐννοοῦμε:
α) Ὁ Μητροπολίτης Μελέτιος ἐνεργεῖ ἀθέσμως ἐκκλησιολογικά 1) διότι ἡ πρωτοβουλία του εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας 2) διότι - ἄν ἀληθεύουν οἱ πληροφορίες μας - ἐξαναγκάζει τό πρεσβυτέριο, τό ὁποῖο ἐκκλησιολογικά εἶναι ἁρμοσμένο μ’ αὐτόν «ὡς χορδαί ἐν κιθάρᾳ» καί παρακάθηται μαζί του στό σύνθρονο, νά ἀκολουθεῖ τίς καινοτομίες του 3) διότι ἀδιαφορεῖ γιά τήν κατακραυγή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού ὑποχρεώνεται νά μετέχει στά Ἱερά Μυστήρια, τά ὁποία τελοῦνται μέ κακοποιημένες καί ἐν πολλοῖς γελοιοποιημένες τίς ἅγιες εὐχές. Μέ ὅλα αὐτά φαίνεται νά ἀπαιτεῖ παρά πάντων, κλήρου καί λαοῦ, μιά ἀπροϋπόθετη, πέραν ὁποιωνδήποτε ὀρθοδόξων ἐκκλησιαστικῶν προδιαγραφῶν, «ὑπακοή».
β) Ἐνεργεῖ ἀσεβῶς ὡς πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρός τό περιεχόμενο καί τό νόημά της, ὡς ἐάν νά μήν ἔχει ἀνάγκη νά παραλαμβάνει ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καί νά παραδίδει στούς ἀδελφούς του συμπρεσβυτέρους, τόν λαό καί τά πνευματικά του τέκνα ὅ, τι ἡ Ἐκκλησία κέκτηται ὡς πολύτιμο θησαυρό καί παρακαταθήκη διά μέσου τῶν αἰώνων.
γ) Ἐνεργεῖ καταφρονητικῶς ἔναντι τῶν Ἁγίων Πατέρων ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων τῶν συνταξάντων τίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί τίς φρικτές εὐχές διά τῶν ὁποίων τελοῦνται τά Μυστήρια, θεοῦνται καί ἁγιάζονται οἱ πιστοί, ἁγιάζεται ὅλη ἡ δημιουργία καί ἡ ζωή τῶν χριστιανῶν. Τό ἴδιο διαπράττει καί ἔναντι τῶν μετ’ αὐτούς ἁγίων Πατέρων, ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων, οἱ ὁποῖοι παρέλαβαν «τῇ χαρᾷ καί τῷ φόβῳ» τήν ἱερά παρακαταθήκη τῆς Λατρείας, καί ὅπως εἶπε εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος, «ἐχρύσωσαν» τά θεῖα λόγια τῶν Ἀκολουθιῶν μέ τά ἁγιασμένα χείλη τους.

IV. Δύο καταλυτικές μαρτυρίες
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι, φρονοῦμε, χρήσιμο νά παραθέσουμε δύο μαρτυρίες βαρυτίμου ἀξίας γιά τό θέμα μας.
α ΄ μαρτυρία
Ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος στήν εἰσαγωγή του στήν Ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν[15] παραθέτει τή γνώμη ἑνός ἀνωνύμου ἁγίου Γέροντος, ὡς γνώμη πού ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρνεῖται λοιπόν ὁ ἅγιος Γέρων καί βεβαίως ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὁποιαδήποτε ἀλλαγή λέξεων, διόρθωση καί παρέμβαση μέσα στό κείμενο τῶν Ψαλμῶν ἐξηγώντας καί τήν αἰτία τῆς ἀρνήσεώς του.
Παράδειγμα:
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
«...Μή περιβαλλέτω μέντοι τις αὐτά τοῖς ἔξωθεν πιθανοῖς ρήμασι, μηδέ πειραζέτω τάς λέξεις μεταποιεῖν ἤ ὅλως ἐναλλάσσειν· ἀλλ’ οὕτως ἀτεχνῶς τά γεγραμμένα λεγέτω καί ψαλλέτω, ὥσπερ εἴρηται, ὑπέρ τοῦ καί τούς διακονήσαντας ἀνθρώπους αὐτά ἐπιγινώσκοντας τό ἑαυτῶν συνεύχεσθαι ἡμῖν· μᾶλλον δέ ἵνα καί τό Πνεῦμα τό λαλῆσαν ἐν τοῖς ἁγίοις θεωροῦν τούς παρ’ αὐτοῦ λόγους ἐνηχηθέντας ἐκείνοις, συναντιλαμβάνηται ἡμῖν.



Ὅσῳ γάρ τῶν ἁγίων ὁ βίος βελτίων τῶν ἄλλων ἐστί, τοσούτῳ καί τά παρ’ αὐτῶν ρήματα τῶν παρ’ ἡμῶν συντιθεμένων βελτίονα καί ἰσχυρότερα ἄν τις εἴποι δικαίως...

Ὅθεν καί καταγνώσεως πάσης ἀξίους εἶναι ἔλεγε τούς ταῦτα μέν ἀφιέντας, συντιθέντας δέ ἑαυτοῖς ἔξωθεν πιθανά ρήματα, καί ἐν τούτοις εξορκιστάς ὀνομάζοντας...Ταῦτα μέν γάρ ἀκούοντες παρά τῶν τοιούτων οἱ δαίμονες παίζουσι· τά δέ τῶν ἁγίων ρήματα φοβοῦνται, ἤ καί φέρειν αὐτά οὐ δύνανται».
… Λοιπόν ἄς μήν ντύνει κανείς αὐτά (δηλ. τά λόγια τῶν Ψαλμῶν) μέ λέξεις κοσμικές καί ἑλκυστικές. Οὔτε νά ἀποπειραθεῖ νά μεταποιήσει τίς λέξεις τῶν Ψαλμῶν ἤ νά τίς ἀλλάξει διόλου. Ἀλλά, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ, ἔτσι ὅπως εἶναι ἄτεχνα γραμμένα ἄς τά λέγει κι ἄς τά ψάλλει, ὥστε καί ἐκεῖνοι πού διακόνησαν στή συγγραφή τους (δηλ ὁ Ἅγιοι) νά τά ἀναγνωρίζουν ὡς ἰδικά τους καί νά προσεύχονται μαζί μας· μᾶλλον γιά νά βλέπει καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὁμίλησε στούς Ἁγίους, τούς ἴδιους λόγους πού τούς ἐνέπνευσε καί νά νά γίνεται συνεργός καί βοηθός μας.
Θά μποροῦσε δικαίως νά εἰπεῖ κάποιος ὅτι ὅσο καλλίτερος εἶναι ὁ βίος τῶν Ἁγίων ἀπό τόν βίο τῶν ἄλλων, τόσο καί τά λόγια τους εἶναι καλλίτερα καί ἰσχυρότερα ἀπό ἐκεῖνα πού συνθέτουμε ἐμεῖς....
Γι’ αὐτό ἔλεγε ( ὁ Γέρων) ὅτι εἶναι ἄξιοι κάθε ἐπικρίσεως αὐτοί πού ἀφήνουν αὐτά ( αὐτά τά ἴδια τά λόγια τῶν Ψαλμῶν), συνθέτουν δέ ἰδικά τους μέ κοσμικές ἑλκυστικές λέξεις καί μ’ αὐτά τά κατασκευάσματά τους αὐτο-αποκαλοῦνται ἐξορκιστές. Ὅταν οἱ δαίμονες ἀκοῦνε ἀπ’ αὐτούς τά λόγια τοῦτα, κοροϊδεύουν. Τούς λόγους ὅμως τῶν ἁγίων τούς φοβοῦνται καί δέν μποροῦν νά τούς ἀντέξουν.

Εἶναι βεβαίως καταλυτική ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Οἱ Ἅγιοι εἴτε τῆς Παλαιᾶς εἴτε τῆς Καινῆς Διαθήκης πόρρω ἀπέχουν ἀπό τη δική μας πνευματική κατάσταση καί οἱ Εὐχές τους σέ μιά ἀκατάλυτη ἑνότητα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἔχουν φοβερή δύναμη σωστική, ἰαματική καί φωτιστική. Μέ τίς δικές μας προσευχοῦλες ἤ τήν «ἐναλλαγή» καί «μεταποίηση» τῶν λέξεων τῶν Ἁγίων οἱ δαίμονες-ἔτσι λέει ὁ ἅγιος – κοροϊδεύουν καί χορεύουν («παίζουσιν»)! [16] Καί μιᾶς καί γίνεται λόγος ἀπό τόν ἅγιο Ἀθανάσιο γιά ἐξορκισμούς μέ λόγια διαφορετικά ἀπό τά λόγια τῶν Ἁγίων, παραθέτουμε ἀντικρυστά μέρος τοῦ κειμένου τῶν Ἐξορκισμῶν καί λίγη ἀπό τήν «μεταποίηση» πού τόλμησε νά κάμει ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως στίς λέξεις τῶν ἐξορκισμῶν πού τελοῦνται πρό τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος :
Παραδείγματα:
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
1. «...καί σέ, καί τήν συνεργόν σου δύναμιν, κολάσει εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός, παραδούς εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον, ὅπου ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος καί τό πῦρ οὐ σβέννυται» (Β΄ Εύχή ἀφορκισμῶν) Καί σένα καί κάθε συνεργάτη σου θά σᾶς στείλει στήν κόλαση· στή γέενα τοῦ πυρός· θά σᾶς παραδώσει στό σκότος τό ἐξώτερο· ἐκεῖ πού η ταλαιπωρία εἶναι μόνιμη.
2. Ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ; Καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ; καί πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ; καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ; καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ; »[17]
Ἀποτάσσεσαι τόν σατανά ; καί τά ἔργα του; καί τούς ὑπηρέτες του ; καί κάθε τι πού ἔχει σχέση μαζί του;

Ἀλήθεια, τί ἀπέγιναν κατά τήν μετάφραση στήν πρώτη περίπτωση ἡ φράση «ὅπου ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος καί τό πῦρ οὐ σβέννυται» καί στή δεύτερη ἡ «λατρεία» καί ἡ «πομπή» τοῦ Διαβόλου; Ἀσφαλῶς θά χαίρεται καί θά «παίζει» ὁ διάβολος γι’ αὐτή τήν παράλειψη τῶν λέξεων τῶν Ἁγίων καί τήν «ἐναλλαγή» τους στήν μέν πρώτη περίπτωση μέ τή φράση «ἐκεῖ πού ἡ ταλαιπωρία εἶναι μόνιμη»[18] στή δέ δεύτερη μέ τήν ἀόριστη φράση «κάθε τι πού ἔχει σχέση μαζί του».

β΄ μαρτυρία
(Ἡ μαρτυρία αὐτή ἀνήκει στόν Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ) :
«Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τήν <ἐξηρτημένην-ἀντανακλαστικήν> ἐνέργειαν τῶν λόγων, ὀφείλομεν ἰδιαιτέρως νά δώσωμεν προσοχήν εἰς τήν λειτουργικήν γλῶσσαν, ἥτις σκοπόν ἔχει νά γεννήσῃ ἐν τῷ νοΐ καί τῇ καρδίᾳ τῶν προσευχομένων τήν αἴσθησιν ἄλλου κόσμου, τοῦ ὑψίστου. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται διά τῆς παρουσίας ὀνομάτων καί ἐννοιῶν ἀνηκόντων ἀποκλειστικῶς εἰς τό θεῖον ἐπίπεδον, ὡς καί διά τῆς χρήσεως μικροῦ ἀριθμοῦ εἰδικῶν μορφῶν ἐκφράσεως.
Οἱ Ἕλληνες διά τῆς φιλοσοφίας ἔφθασαν εἰς τά ὑψηλότερα δυνατά ὅρια ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καί διά τῆς γλώσσης παρουσίασαν τήν τελειοτέραν δυνατήν μορφήν ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου. Τήν μορφήν ταύτην τῆς ἐκφράσεως προσέλαβε καί ἐχρησιμοποίησε κατά Πρόνοιαν Θεοῦ εἰς τήν λατρείαν ἐπί δύο χιλιετίας ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Λειτουργία ὡς τό κορυφαῖον μέσον ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν, εἶναι φυσικόν νά ἔχῃ ὡς ἐκφραστικόν ὄργανον τήν κατά τό δυνατόν τελειοτέραν γλῶσσαν...
Ἡ ἐπί τοσοῦτον χρόνον χρησιμοποιηθεῖσα καί καθαγιασθεῖσα γλῶσσα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἥτις δύναται νά χαρακτηρισθῇ καί ὡς κατηγόρημα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντικατασταθῇ ἄνευ οὐσιώδους βλάβης αὐτῆς ταύτης τῆς λατρείας.
(Ὑποσημ. τοῦ π. Σωφρονίου: «Διαφωτιστική ἴσως ἐνταῦθα δύναται νά θεωρηθῇ καί ἡ πεῖρα ἐκ τῆς ἀλλαγῆς τῆς λειτουργικῆς γλώσσης ἐν τῇ Ἀγγλικανικῇ ἐκκλησίᾳ. Οὕτως, ἡ εἰσαγωγή ἁπλουστέρας λειτουργικῆς γλώσσης εἰς τήν λατρείαν τῆς ἐν λόγῳ ἐκκλησίας ἤμβλυνε τήν λατρευτικήν διάθεσιν τῶν πιστῶν καί ἐζημίωσε τάς λατρευτικάς συνάξεις»).
Διά τούς λόγους τούτους εἴμεθα κατηγορηματικῶς πεπεισμένοι ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ χρῆσις τῆς παραδεδομένης Λειτουργικῆς γλώσσης ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς ἀκολουθίαις· οὐδόλως ὑπάρχει ἀνάγκη ἀντικαταστάσεως αὐτῆς ὑπό τῆς γλώσσης τῆς καθ’ ἡμέραν ζωῆς, πρᾶγμα ὅπερ ἀναποφεύκτως θά καταβιβάσῃ τό πνευματικόν ἐπίπεδον καί θά προξενήσῃ οὕτως ἀνυπολόγιστον ζημίαν. Εἶναι ἄτοποι οἱ ἰσχυρισμοί περί τοῦ δῆθεν ἀκατανοήτου διά πολλούς συγχρόνους ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, μάλιστα δέ δι’ ἀνθρώπους ἐγγραμμάτους καί πεπαιδευμένους εἰσέτι...Πάντες ἀνεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας προσπαθείας διά τήν ἀφομοίωσιν πολυπλόκων ὁρολογιῶν διαφόρων τομέων τῆς ἐπιστημονικῆς ἤ τῆς τεχνικῆς γνώσεως, τῆς πολιτικῆς, τῆς νομικῆς καί τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν...γλώσσης φιλοσοφικῆς ἤ ποιητικῆς καί τά παρόμοια. Διατί λοιπόν ἀναγκάζομεν τήν Ἐκκλησίαν νά ἀπολέσῃ γλῶσσαν ἀπαραίτητον διά τήν ἔκφρασιν ὑψίστων μορφῶν τῆς θεολογίας καί τῶν πνευματικῶν βιωμάτων;
Πάντες ὅσοι εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νά γίνουν κοινωνοί τῆς αἰωνοβίου παραδόσεως τοῦ Πνεύματος, εὐκόλως θά ἀνεύρουν τήν δυνατότητα νά ἐξοικειωθοῦν μετά τοῦ ἀτιμήτου θησαυροῦ τῆς ἱερᾶς λειτουργικῆς γλώσσης, ἥτις κατά τρόπον ὑπέροχον προσιδιάζει εἰς τά μεγάλα μυστήρια τῆς λατρείας...
Οἱ λόγοι τῆς Λειτουργίας, καί ἐν γένει τῶν προσευχῶν, δέν εἶναι μόνον ἀνθρώπινοι, ἀλλά καί Ἄνωθεν δεδομένοι»[19].

V. Ὀλέθριες οἱ συνέπειες τῆς διαστροφῆς τῆς θείας Λατρείας
Δι’ ὅλου αὐτοῦ τοῦ φρονήματος τῆς καινοτομίας καί τῶν ἐπί μέρους ἀλλοιώσεων προκύπτει διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας. Ἡ «ἐναλλαγή» καί «μεταποίηση» τῶν λόγων τῶν Ἁγίων συνεπάγεται, κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, τήν ἀποστασιοποίηση τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἐνεργό παρουσία καί «συναντίληψιν» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀντικατάσταση «τῆς παραδεδομένης Λειτουργικῆς γλώσσης... ὑπό τῆς γλώσσης τῆς καθ’ ἡμέραν ζωῆς», ὅπως γράφει προφητικῶς ὁ Γέρων Σωφρόνιος «θά καταβιβάσῃ τό πνευματικόν ἐπίπεδον καί θά προξενήσῃ οὕτως ἀνυπολόγιστον ζημίαν». Σ’ αὐτό συνίσταται καί ἡ διαστροφή τῆς Λατρείας. Μέ τίς φοβερές ἀλλοιώσεις πού προαναφέραμε δέν μπορεῖ νά ἐπιτελέσει τό ἀναγωγικό της ἔργο, τήν ἁγιαστική της λειτουργία, τή φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καθηλώνει καί ἐγκλωβίζει τούς χριστιανούς στήν επίπεδη πεζότητα, τήν ὁποία ἐνδύει μέ εὐτελές θρησκευτικό ἔνδυμα.
Στή συνάφεια αὐτή θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ὁ μεταφραστής διά τῶν μεταφράσεών του ἐνεργεῖ ἀδιαφόρως, προχείρως, ἀκαλλῶς καί ἀκόμψως, ἔναντι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ἑνός θησαυρίσματος πολυτίμου καί ἀναγκαίου διά τήν διατήρηση καλλιέργεια καί ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἑνός ἀμυθήτου ἀξίας μέσου ἐκφράσεως ποικίλων νοημάτων καί πρό πάντων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, ἐργαλείου σκέψεως, ποιήσεως καί πολιτισμοῦ. Διά τῶν μεταφράσεών του εὐτελίζει τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα, ὑποβαθμίζει τήν ἀξία της, ἰσοπεδώνει καί διαστρεβλώνει τά νοήματά της, ἐνῷ δίνει καί χαριστικές βολές κατά τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας μέ τή μονοτονική ἔκδοση τοῦ «εὐχολογίου» του.
Ἄν θά θέλαμε τώρα νά ἀναφέρουμε τίς ἁπτές συνέπειες τῆς διαστροφῆς τῆς Λατρείας, τήν «ἀνυπολόγιστον ζημίαν» θά τίς συγκεφαλαιώναμε ὡς ἑξῆς:
Α) Ἀπώλεια ἐκ τῆς συνειδήσεως τῶν πιστῶν τῆς ἱερότητος, τῆς μοναδικότητος τῆς Λατρείας· τῶν ὑψηλῶν νοημάτων καί τοῦ ὑπερφυοῦς περιεχομένου τους. Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Γέρων Σωφρόνιος καταβίβασις «τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου». Θά ἀπωλεσθεῖ ἡ σαφής δογματική τους συνείδηση ὅταν βιώνουν μέσα στούς ναούς τελούμενη τή λατρεία σ’ αὐτή τήν τετριμμένη γλῶσσα. Ἐξ αὐτοῦ θά ψυχρανθεῖ τό ἐνδιαφέρον τους καί ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τή σωτηρία τους.
Β) Χάνοντας τή δογματική συνείδησή τους καί μή μπορώντας νά διακρίνουν τήν ἀλλοιωμένη ὀρθόδοξη ὑμνολογία ἀπό τά θρησκευτικά τραγούδια τῶν αἱρέσεων θά ἀποτελοῦν εὔκολη λεία τῶν αἱρετικῶν. Καί ἐξηγούμεθα. Οἱ χριστιανοί λόγῳ τῆς συμμετοχῆς τους στή Θεία Λατρεία εἶναι ἐξοικειωμένοι μέ τό πρωτότυπο κείμενο τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί γνωρίζουν ἀπό μνήμης παρά πολλά χωρία κρίσιμα γιά τήν πίστη καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄν μέ τίς εὐτελεῖς μεταφράσεις ἀποσυνδεθοῦν ἀπό τό διά τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων παραδοθέν κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης, θά ἀναγκάζονται νά διαλέγονται μέ τούς αἱρετικούς ἐπί ἴσοις ὅροις, χωρίς ἀναφορά στό ἱερό κείμενο. Αὐτό ἐξυπηρετεῖ τούς τελευταίους, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν, ὡς καιόμενοι, τίς συζητήσεις ἐπί τῇ βάσει τοῦ πρωτοτύπου κειμένου. Ἄν μάλιστα πραγματοποιηθεῖ - Θεός φυλάξοι! – καί τό ἄλλο σκέλος τῶν μεταρρυθμίσεων δηλ. ἡ μετάφραση τῆς Ὑμνολογίας στή Δημοτική ἤ ἡ δημιουργία νέων ὕμνων τότε οἱ διαφορές Ὀρθοδοξίας -αἱρέσεων θά εἶναι δυσδιάκριτες καί ἡ σύγχυση τῶν πιστῶν δέν θά ἔχει προηγούμενο.
Γ) Μετά τήν καθιέρωση τῆς ἀναγνώσεως στή Δημοτική τῶν εὐχῶν θά ἀκολουθήσει εἰσροή μέσα στή Λατρεία καί ἄλλων εὐχῶν, καί σταδιακά ἄλλων ὕμνων κατά τήν αὐθαίρετη κρίση τῶν λειτουργῶν. Ἤδη οἱ «εὐχές» τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, γιά τό Μετρό, γιά τίς πυρκαϊές καί τό Ἀεροδρόμιο σκόρπισαν νότες θυμηδίας ἀλλά καί νέφη ἀνησυχίας γιά τό λειτουργικό μας μέλλον.
Δ) Ἀπεριόριστες σέ ποικιλία καινοτομίες θά ἀκολουθήσουν μέσα στή λατρεία μέ τήν κατάργηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, τοῦ Ἱεροῦ Τέμπλου, τή μεταφορά τῆς ἁγίας Τραπέζης στό μέσον τοῦ Ναοῦ, μέ τήν ὑποχρεωτική καθιέρωση μικτῶν χορωδιῶν καί μέ κάθε ἄλλη ψευδοποιμαντική πρακτική πού θά ἐφευρίσκουν οἱ καινοτομοῦντες κληρικοί.
Ε) Ἡ θεία λατρεία θά γίνει πεδίο πειραματισμοῦ, πεδίο διακινήσεως ποικίλων ἰδεῶν «εὐγενῶν» καί μή, σύμφωνα μέ τήν ὄρεξη καί τίς ἰδεοληψίες τῶν μοντερνιστῶν καί μεταμοντερνιστῶν κληρικῶν. Καθώς θά αὐξάνονται σάν ἀκατάσχετη πλημμύρα οἱ αὐθαίρετες καινοτομίες, τίποτε δέν θά μπορέσει νά τίς συγκρατήσει νά τίς ἐλέγξει καί νά τίς ἐκλογικεύσει μέ θεσμικό τρόπο (μέ ἐγκυκλίους κλπ)[20]. Τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι μιά ἀταξία καί σέ μικρό χρόνο σύγχυση καί λειτουργική καί ἐκκλησιολογική ἀναρχία.
ΣΤ) Μέσα στό εὐρύτερο πλαίσιο οἱ καινοτομίες θά συνεισφέρουν στήν γενικώτερη ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, στόν συγχρωτισμό μέ τούς αἱρετικούς καί σέ διάχυτες παντοῦ συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους.
Ὑπάρχει μήπως τίποτε χειρότερο;

VI. Ἡ διαστροφή τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἑστώς ἐν τόπῳ ἀγίω»;
Ὁ Κύριος μας μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι θά δοῦμε κάποια στιγμή «τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως», τόν Ἀντίχριστο, «ἑστώς ἐν τόπῳ ἀγίῳ» (Ματθ. 24, 15).
Στή Β΄ Ἐπιστολή πρός Θεσσαλονικεῖς διαβάζουμε ἐπίσης ὅτι «ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας» δηλ. ὁ Ἀντίχριστος «ὁ ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ καθίσαι, ἀποδεικνύοντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός». Θά θελήσει ἑπομένως νά καθίσει στό ναό καί νά λατρεύεται ὡς Θεός. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό παραπάνω χωρίο λέγει ὅτι ὁ Ἀντίχριστος «καθεσθήσεται εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, οὐ τόν ἐν Ἱεροσολύμοις μόνον, ἀλλά καί εἰς τάς πανταχοῦ Ἐκκλησίας» (P.G. 62, 482). Πῶς θά καθίσει ὁ Ἀντίχριστος σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες; Ἀσφαλῶς μέσω τῆς λατρείας του ἐντός τῶν ναῶν. Θά ἐπέλθει τέτοια ἀλλοίωση στήν τέλεση τῆς λατρείας, ὥστε μέ φυσικότητα θά ἔλθει νά «δέσει» ἡ λατρεία αὐτοῦ τοῦ ὑπερόχου, πράου, εἰρηνικοῦ βασιλέως, ὅπως περιγράφει τόν Ἀντίχριστο ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, στήν ὁμιλία του περί τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό;
Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν λαϊκῶν μεταφράσεων τῶν εὐχῶν καί τῶν καινούργιων ὕμνων πού θά ἐπενδυθοῦν μέ καινούργια μουσική θά ὑποστεῖ σταδιακά τίς φοβερές ἀλλοιώσεις πού προαναφέραμε. Εὔκολα στή συνέχεια μπορεῖ νά ἀποβάλει τά δογματικά της στοιχεῖα, χριστολογικά, τριαδολογικά, ἐσχατολογικά, σωτηριολογικά. Ἔπειτα μπορεῖ μέσω τῆς καθημερινῆς γλώσσας καί στά πλαίσια τῆς «προσλήψεως καί μεταμορφώσεως τοῦ κόσμου», ὅπως τήν ἐννοεῖ ἡ ψευδοθεολογία τοῦ Σμέμαν καί τῆς «Συνάξεως» νά προσλάβει ἡ λατρεία «προσευχές» πχ ὑπέρ τοῦ περιβάλλοντος, κατά τῆς τρομοκρατίας, ὑπέρ τῆς εἰρήνης, κατά τοῦ ρατσισμοῦ κλπ. καί νά μεταμορφωθεῖ ἔτσι σέ λατρεία τοῦ Ἀντιχρίστου.
Μήπως ὅλα αὐτά μοιάζουν μέ ἐφιαλτικό σενάριο; Μήπως καί ἡ διαστροφή τῆς Λατρείας πού πραγματώνεται μέσω τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης σέ ὅλα τά πεδία πού προαναφέραμε δέν μοιάζει, γιά ὅσους δέν τήν βιώνουν, μέ ἐφιαλτικό ὄνειρο; Καί ὅμως αὐτή τή στιγμή αὐτό τό «ὄνειρο» εἶναι γιά τούς χριστιανούς τῆς Πρεβέζης μιά ἐφιαλτική πραγματικότητα.

VII. Ἀκαινοτόμητη ἡ Θεία Λατρεία
Γιά ὅλους τούς ἀνωτέρω λόγους δηλ. τήν ἀπροσμέτρητη πνευματική βλάβη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπό τή δ ι α σ τ ρ ο φ ή τ ῆ ς Ὀ ρ θ ο δ ό ξ ο υ Λ α τ ρ ε ί α ς ἐναντιούμεθα σφοδρῶς στήν καινοτομία τῶν μεταφράσεων ὄχι μόνον τοῦ Μητροπολίτου Πρεβέζης ἀλλά καί ὁποιουδήποτε ἄλλου διαπράττει τήν ἱεροσυλία τῆς εἰσαγωγῆς μέσα στό ἄβατο τῆς Λατρείας μεταφράσεων τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων καί εὐχῶν · δηλαδή ὁποιουδήποτε ἐπιχειρεῖ ὑποκατάσταση, ἑρμηνεία καί συμπλήρωση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων μέ δικά του ἐγωϊστικά καί εὐτελῆ λόγια, ἀπό τά ὁποία κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἀπουσιάζει ἡ Χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Μήπως λοιπόν πρέπει νά διερωτηθοῦμε κατά πόσον μέ τίς αὐθαίρετες ἀλλοιώσεις καί προσθαφαιρέσεις στούς λόγους τῶν ὑπό τῶν Ἁγίων συντεθειμένων Εὐχῶν ἐνεργεῖ ἡ θεία Χάρις κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων;
Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι φρονοῦμε ὅτι μόνο μιά λατρεία θεόπνευστη, ὀρθόδοξη, ἀκαινοτόμητη εἶναι ὁ φραγμός διά τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός περιφράττει τήν Ἐκκλησία Του. Λέγει ὁ ἴδιος : «...καί φραγμόν αὐτῷ [δηλ. τῷ ἀμπελῶνι] περιέθηκε» (Ματθ. 21, 33). Ἑπομένως ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, ὁ ὀρθός, θεοπαράδοτος, ἀποστολοπαράδοτος καί πατροπαράδοτος τρόπος τῆς λατρείας τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἑνώνει μέ τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ἁγία Τριάδα καί μᾶς ἀσφαλίζει ἀπό τήν πλάνη καί τό ὀλίσθημα σέ ψευδοχριστιανικές λατρεῖες, πού τελικά θά συγκλίνουν στή λατρεία τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἐφόσον πιστεύουμε ὅτι ἔτσι ἔχουν τά πράγματα θά πρέπει ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί νά παραμένουμε ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι στήν ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς λατρείας μας, ἀποφεύγοντας ὄχι μόνο εἰσαγωγή ξένων ἀντιεκκλησιαστικῶν πρακτικῶν, ἀλλά καί δικῶν μας ἐφευρημάτων πού θά τραυματίσουν τή Λατρεία μας. Νά μήν ἀνεχόμεθα μέσα στούς ναούς μας κληρικοί καί λαϊκοί λατρευτικές αὐθαιρεσίες καί καινοτομίες γιατί αὐτές ἀντιτίθενται στήν Παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων. Νά μήν τείνομε εὐήκοον οὖς σέ ψευδο-επιστημονικές θεωρίες καί προτάσεις περί «ἀναγεννήσεως» τῆς Λατρείας, οἱ ὁποῖες ἐμβάλλουν στήν καρδιά μας ἀμφιβολίες γιά τήν ὀρθότητα τοῦ Τυπικοῦ, τό ὁποῖο μέ φόβο καί τρόμο καί κατόπιν πολλῆς δοκιμασίας ἐθέσπισαν οἱ Ἅγιοί μας. Νά μήν δεχόμεθα θεωρίες περί «σκουριᾶς» πού ἐπεσώρευσαν οἱ αἰῶνες στή Λατρεία μας. Νά ἀποκτήσουμε τήν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε κληρονόμοι ὅλης αὐτῆς τῆς πλουσίας θεολογικῆς, ὑμνολογικῆς καί μουσικῆς παραδόσεως τῶν Ἁγίων γιά τή διαφύλαξη καί τή διάδοση τῆς ὁποίαςθά κριθοῦμε ἀπό τόν Χριστό, πρό πάντων οἱ κληρικοί, ἄν φανήκαμε πιστοί καί φρόνιμοι ἤ ἄπιστοι καί ἄφρονες οἰκονόμοι. Τέλος θά πρέπει νά ἐνθυμούμεθα τούς λόγους τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ πρός τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας :
«Διό δυσωπῶ τόν τοῦ Θεοῦ λαόν, τό ἔθνος τό ἅγιον, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνθέξεσθαι παραδόσεων· ἡ γάρ κατά μικρόν τῶν παραδεδομένων ἀφαίρεσις ὡς ἐξ οἰκοδομῆς λίθων θᾶττον ἅπασαν τήν οἰκοδομήν καταρρήγνυσιν. Εἴη δέ ἡμᾶς ἑδραίους, ἀκαμπεῖς, ἀκλονήτους διαμένειν, ἐπί πέτραν ὀχυράν ἐστηριγμένους, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός, ᾧ πρέπει δόξα, τιμή καί προσκύνησις σύν τῷ πατρί καί τῷ Πνεύματι, νῦν τε καί ἀεί καί εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν[21].

Τίς θέσεις του κειμένου ὑπογράφουν οἱ κάτωθι πατέρες :

Π. Ἰωάννης Φωτόπουλος, εφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Ἀθανάσιος Μηνᾶς, πρώην εφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ελευθερίου Ἄρεως
Π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἀνδρέου Λαυρίου
Π. Βασίλειος Κοκολάκης ἐφημ. Ἱ. Ν. ‘Υψώσεως Τ. Σταυροῦ Χολαργοῦ
Π. Σταῦρος Τρικαλιώτης, ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Ἀντώνιος Μπουσδέκης, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Νικαίας
Π. Γεώργιος Παπαδάκης ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Νικολάου Ἀμαρουσίου
Π. Νικόλαος Πουρσανίδης ἐφημ. Ἱ.Ν. Παμμ. Ταξιαρχῶν Ἀχαρνῶν
Π. Γεώργιος Χρόνης, ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγίου Ἀνδρέου Παιανίας
Π. Ἰωάννης Χατζηθανάσης ἐφημ. Ἰ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Εὐθύμιος Μουζακίτης, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Κοσμᾶ Αἰτ. Ἀμαρουσίου
Π. Χρῆστος Κατσούλης, ἐφημ. Παναγίας Βλαχερνῶν Ἀμαρουσίου
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος ἐφημ. Ἱ. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Ἀμαρουσίου


________________________________________
[1] ΠΡΩΤ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Πρέπει νά μεταφρασθοῦν τά λειτουργικά κείμενα ; Πρακτικά Λειτουργικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν «Τό μεγαλεῖο τῆς θείας Λατρείας. Παράδοση ἤ ἀνανέωση;» περιοδ. Θεοδρομία, ἔτος Δ΄ τεύχη 1-3 σ. 347-416).
[2] ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΟΥΡΟΥΣΗ, Ἡ ἀνάγκη ἁγιογραφικῶν μεταφράσεων, περιοδ. Θεοδρομία, Ἔτος Ζ΄ Τεῦχος 1 σ. 11-20. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Καί πάλιν ὁ... πειρασμός τῶν μεταφράσεων, Ορθόδοξος Τύπος, 13-3-09 (Πρόκειται γιά τό πλέον πρόσφατο, σχετικό μέ τό θέμα μας κείμενο, τοῦ κ. Καθηγητοῦ).
[3] ΦΩΤΗ ΣΧΟΙΝΑ, Λειτουργική γλῶσσα (δοκίμια προβληματισμοῦ), Ἐκδόσεις ΤΗΝΟΣ, Ἀθήνα 2006
[4] π.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΑΓΟΥΡΟΥ, «Ὁ Μικροαστός», Ἕνα ἐρωτηματολόγιο περί τῆς «μεταφράσεως» λειτουργικῶν κειμένων ἐν ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚῌ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙᾼ 42 Ἰαν-Μάρτ. 2009 σσ. 1, 3-8).
[5] Ἐγκύκλιος ὑπ’ ἀρ. ΙΓ ΄( Σειρά Β΄ Λειτουργικά καί τελετουργικά θέματα) 1-9-04
[6] « Ἴσως ἡ μελλοντική παραγωγή νέων ὕμνων σέ προσιτότερο ἰδίωμα, χωρίς νά ἀντικατασταθοῦν οἱ ἐν χρήσει σήμερα, θά μποροῦσε νά ἐπιλύσει ἐν μέρει τό πρόβλημα τοῦτο [δηλ. τῆς κατανοήσεως τῶν ψαλλομένων]. Καί ἔχουν γίνει πρός τήν κατεύθυνση αὐτή σχετικοί πειραματισμοί ἀπό ἐγκρίτους κληρικούς καί λαϊκούς χωρίς νά ἔχουν τύχει τῆς ἐπίσημης ἔγκρισης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου». (Ἀνακοίνωσις 6/9/04 ἀναγνωσθεῖσα στούς Ναούς τήν 19 Σεπτ. 2004).
[7] Χάριν τοῦ ....λαοῦ πάντοτε, τό ὑποτιθέμενο εὐχολόγιο είναι γραμμένο στή μονοτονική γραφή!
[8] Κατά τήν ἀνάλυση τῶν μεταφράσεων δέν χρησιμοποιήσαμε καθόλου τίς εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας σέ ἀντιπαράθεση μέ τή μετάφραση τοῦ Μητροπολίτου Μελετίου ἀπό φόβο Θεοῦ.
[9] Ἀλήθεια, ἡ δοξολογική κατακλεῖδα μετά τήν ἀνάγνωση καθενός ἀπό τά 12 Εὐαγγέλια τῆς Μ. Πέμπτης, τό γνωστό «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε δόξα σοι», πῶς θά μεταφρασθεῖ; Μήπως, «Δόξα στήν ...καρτερικότητά σου Κύριε; »
[10] Ὁ μακαρίτης καθηγητής Ἰω. Φουντούλης τή χαρακτήριζε ὑποτιμητικά «λαϊκότροπη»!
[11] Ώραιότατη προστακτική !!
[12] Τό ἐπίθετο «φαιδρός», τό ὁποῖο ἀφήνει ὁ μεταφραστής ἀμετάφραστο ἔχει βέβαια τή σημασία ἀστεῖος στή Ν. Ἐλληνική.
[13] Μέσα στό πλαίσιο τῆς κακοποιημένης καί κακοποιούσης μεταφράσεως ὁ μεταφραστής παραλείπει τίς φράσεις «Διαφύλαξον αὐτούς Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν ὡς διεφύλαξας τόν Νῶε ἐν τῇ κιβωτῷ» «ὕψωσον αὐτούς ὡς τάς κέδρους τοῦ Λιβάνου», «ὡς ἄμπελον εὐκληματοῦσαν», «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν», «λάμψωσιν ὡς φωστῆρες ἐν οὐρανῷ», πιθανόν ὡς εἰκόνες μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς καί ἄρα ὡς περιττά! Ἴσως στά πλαίσια τοῦ μεταμοντέρνου θά μποροῦσε π.χ. ἡ φράση «ὕψωσον αὐτούς ὡς τάς κέδρους τοῦ Λιβάνου» νά ὑποκατασταθεῖ μέ τή φράση «ὕψωσέ τους σάν τούς οὐρανοξύστες τῆς Ν. Ὑόρκης»!
[14] Ἡ μή ἐπίκληση τῆς Θ. Χάριτος ὁμοιάζει μέ τήν πρακτική τῶν παπικῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας τους δέν ἐπικαλοῦνται τό ἅγιο Πνεῦμα πρός καθαγιασμό τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου.
[15] ΕΠΕ 32,λα΄-λγ΄ σ. 28-29
[16] Δέν πρέπει νά συγχέουμε τίς μεταφράσεις τῶν κειμένων τῆς Θείας Λατρείας πού γίνονται πάντοτε μετά φόβου ἀπό τήν ἑλληνική σέ ξένες γλῶσσες, μέ τίς στρεβλωτικές τῶν ἑλληνικῶν κειμένων μεταφράσεις ἀπό ἑλληνικά σέ...ἑλληνικά γιατί αὐτές φθείρουν καί νοθεύουν τό πρωτότυπο κείμενο. Αὐτό εἶναι πού ἐπικρίνει ὁ Μ. Ἀθανάσιος.
[17] Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ ἀπόταξις τοῦ Σατανᾶ μ’ αὐτά τά συγκεκριμένα λόγια αὐτά ἔχει ἀρχαιότατες, πρωτοχριστιανικές ρίζες, αφοῦ ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (313-386) ἑρμηνεύει στίς Μυσταγωγικές Κατηχήσεις του κάθε λέξη τῆς ἀποτάξεως. Μεταξύ αὐτῶν ἑρμηνεύει λεπτομερῶς καί τίς λέξεις «λατρεία» καί «πομπή» τοῦ Σατανᾶ. ( P.G.33 1069C – 1073B)
[18] Ἡ φράση «ὅπου ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος καί τό πῦρ οὐ σβέννυται» δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ ἁγίου συντάκτου τοῦ Ἀφορκισμοῦ, ἀλλά μικρή παραλλαγή τῶν ἰδίων τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾶ καί τό πῦρ οὐ σβέννυται» ( Μαρκ. 9, 44· 46· 49·), τούς ὁποίους ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνει τρεῖς φορές. Εἶναι λοιπόν ἀσήμαντη ἡ διαστροφή τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ πού ἐπιτελεῖται μέ τή μετάφραση «ἐκεῖ πού ἡ ταλαιπωρία εἶναι μόνιμη», ὡσάν ἡ κόλαση νά εἶναι μιά ταλαιπωρία παρόμοια π.χ. μέ τή μόνιμη ταλαιπωρία τῆς ἀναμονῆς τοῦ λεωφορείου ἤ μέ τή μόνιμη ταλαιπωρία στίς δημόσιες ὑπηρεσίες;
[19] ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, Ἱ. Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1993, σ. 374-376.
[20] Ὠς τώρα δέν εἴδαμε συνοδική βούληση καί ἀποφασιστικότητα νά παύσουν καινοτομίες ὅπως πχ τῶν «παπαροκάδων» καί ποικίλων ἄλλων ἀντιχριστιανικῶν κακοδιδασκαλιῶν, ὅπως π.χ. τῶν δημοσίων διακηρύξεων κληρικῶν ὑπέρ τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
[21] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί εἰκόνων Λόγος Α΄ ΕΠΕ 3 σ. 104, 68

Ὄχι στό Προχειρολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πρεβέζης- Πρωτ. π. ᾿Ιωάννης Φωτόπουλος

Ὄχι στό Προχειρολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πρεβέζης
(Ἀπάντηση στό ὑβριστικό κείμενο ἀνωνύμου κληρικοῦ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πρεβέζης)
Πατήρ Ἰωάννης Φωτόπουλος,
ἐφημέριος Ἱ. Ν. ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς

Δημοσιεύσαμε στό Διαδίκτυο καί ἀποστείλαμε πρός διαφόρους ἀποδέκτες κείμενό μας μέ τό ὁποῖο ἀσκοῦμε κριτική στίς ἄνομες λειτουργικές παραφράσεις τῶν κειμένων τῆς ἁγιωτάτης ὀρθοδόξου λατρείας μας τίς ὁποῖες ἀσεβῶς καί κακοτέχνως ἔκαμε ἡ Ἱ. Μητρόπολις Νικοπόλεως καί Πρεβέζης. Σέ ἀπάντηση τῶν θέσεών μας δεχθήκαμε ἐπιστολή μέ ὑπογραφές 77 ἱερέων +10 ἱερομονάχων τῆς ὡς ἄνω Μητροπόλεως. Ἐξ αἰτίας τοῦ ὑβριστικοῦ καί εἰρωνικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἐπιστολῆς προβληματιζόμεθα κατά πόσον οἱ ὑπογραφόμενοι εἶχαν γνώση τοῦ ἀκριβοῦς περιεχομένου της καί ἄν ὑπέγραψαν ἐλεύθερα ἤ ἄν ὑπέγραψαν σέ λευκό χαρτί γιά νά φανεῖ πλήρης κατά τό δυνατόν ὁμοφωνία τοῦ κλήρου τῆς ἐκεῖ τοπικῆς ἐκκλησίας καί νά λάβουν ἐγκυρότητα τά γραφέντα.
Παραβλέπουμε φράσεις ὑβριστικές ἀνοίκειες τῆς ἱερωσύνης ὅπως : «Το πέμπτο Ευαγγέλιο...ο π. Ιωάννης Φωτόπουλος και η παρέα του!», «Αν εσείς νομίζετε ότι προσεύχεσθε στον ...Δία και κινδυνεύετε από τους κεραυνούς του (...βοήθειά Σας! ) », «Δεν καταλάβατε τί λέει ο άγιος Αθανάσιος ή απλώς... <πουλάει> το όνομά του και το θεωρήσατε <τσεκούρι> εναντίον μας» καί «δεν αρχίζουμε διάλογο ..κουφών».
Εἰσερχόμαστε στίς θέσεις τοῦ κειμένου :
α) Μᾶς φαίνεται πρωτάκουστη ἡ θεωρία τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου (ἐφεξῆς Σ.τ. Κ.) ὅτι σέ μιά τοπική Ἐκκλησία «μπορεί να υπάρχουν πρωτοβουλίες και ενέργειες που δεν προέρχονται απαραιτήτως από τον αρχιερέα αλλά από ιερείς, μιάς περιοχής-επισκοπής, απλά και αυτονόητα!». Καλά, δέν γνωρίζει ὁ Σ.τ.Κ. ὅτι ὁ ΛΘ΄ Ἀποστολικός Κανών ἐπιτάσσει «Οἱ Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι ἄνευ γνώμης τοῦ Ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείσθωσαν» ; Δέν γνωρίζει ὅτι «στόν ἐπίσκοπο» κατά τόν Ἅγιο Νεκτάριο «ἐμπιστεύεται ἡ ἀλήθεια καί ἡ λατρεία τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας...αὐτός τίθεται τηρητής τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων...φρουρός τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης...τηρητής τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως» (Ποιμαντική Ρηγόπουλος 121); Ἑπομένως δέν μποροῦν «απλά και αυτονόητα» οἱ ἱερεῖς νά προβαίνουν σέ «πρωτοβουλίες καί ἐνέργειες» καταστροφικές τῆς θείας λατρείας. Ἐκτός ἄν ὁ ἐπίσκοπος δέν εἶναι «τηρητής τῆς παραδόσεως», ὁπότε ἡ τήρηση τῶν παραδόσεων ἐπαφίεται στήν ἱερατική συνείδηση. Σ’ αὐτή τή συνάφεια θά θέλαμε, ἐφόσον ἡ μετάφραση δέν εἶναι τοῦ Μητροπολίτου, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Σ.τ. Κ., νά ζητήσουμε τό ὄνομα τοῦ μεταφραστῆ καί διασκευαστῆ τῶν εὐχῶν, ὥστε ἐπωνύμως νά ἀναφέρεται στήν ἐργασία μας καί νά ἀποφευχθοῦν οἱ παρανοήσεις.

β) Προσπαθεῖ ὁ Σ.τ. Κ. νά χτίσει θεωρητικό ὑπόβαθρο γιά τήν ἀπόπειρα τῶν ἀθλίων παραφράσεων μέ βάση τούς Ἀντιρρητικούς Λόγους κατ’ Εὐνομίου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Ὁ Εὐνόμιος ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ λέξις ἀγεννησία, αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἦχος τῆς λέξεως «ἐμφανῶς δεικνύει τοῦ Θεοῦ τήν οὐσίαν» ( P.G. 45, 957) Ἰσχυριζόταν ἐπίσης ὅτι ὁ Θεός μιλώντας στήν ἑβραϊκή γλῶσσα κατά τή δημιουργία ἒδωσε τά ὀνόματα «τοῖς οὖσι», στά δημιουργήματα. Ἐμφάνιζε ἐπίσης τό Θεό «ὡς τινα γραμματιστήν τάς τοιάσδε τῶν ὀνομάτων θέσεις διαλεπτουργοῦντα καθῆσθαι» (P.G. 45, 992) δηλ. σάν κάποιο λόγιο, φιλόλογο πού κάθεται καί ἐπεξεργάζεται λεπτομερῶς τίς ὀνομασίες τῶν ὄντων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀντιμαχόμενος τόν αἱρετικό Εὐνόμιο ἀπαντοῦσε ὅσον ἀφορᾶ στήν «ἀγεννησία» ὅτι «οὐδέν ὄνομα περιληπτικόν τῆς θείας ἐξεύρηται φύσεως» (P.G. 45, 957) καί ὅσον ἀφορᾶ στήν ὀνομασία τῶν ὄντων ὅτι «ἡ τοῦ λόγου δύναμις ἔργον μέν ἐστί τοῦ τοιαύτην ἡμῶν πεποιηκότος τήν φύσιν, ἡ δέ τῶν καθ’ἕκαστον ρημάτων εὕρεσις πρός τήν χρείαν τῆς τοῦ ὑποκειμένου σημασίας παρ’ ἡμῶν αὐτῶν ἐπενοήθη» ( P.G. 45, 989D) δηλ. ὅτι ἡ δύναμις τοῦ λόγου εἶναι ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ ἀλλά ἡ εὕρεσις κάθε λέξεως πού χρειάζεται γιά νά ὀνοματίζουμε τά πράγματα εἶναι δική μας ἐπινόηση. Καί μέ ἀφορμή τίς πλάνες τοῦ Εὐνομίου ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέγει ὅτι καμμιά γλῶσσα δέν δημιούργησε ὁ Θεός ἀλλά ἄφησε τούς ἀνθρώπους κάθε ἔθνους νά ἔχουν ποικιλία γλωσσῶν.
Μέ βάση τά ἀνωτέρω ὁ Σ.τ.Κ. προσπαθεῖ ἀπεγνωσμένα νά πείσει ὅτι ἐπιτρέπονται οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων στή δημοτική καί ἡ χρήση τους στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Λέγει μάλιστα ὅτι «ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει ότι η εμμονή σε ένα γλωσσικό μόρφωμα με τάχα θεϊκό κύρος : δεν ξέρω πως δεν θα είναι κάτι το καταγέλαστο και βλάσφημο...(ότι δηλαδή τις γλώσσες τις ἐφτιαξε ο Θεός)»; .
Πρίν συνεχίσουμε πρέπει νά ποῦμε ὃτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος δέν λέγει τέτοια πράγματα.
Ἀπαντώντας στήν πλάνη τοῦ Εὐνομίου, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Θεός πρό τῆς δημιουργίας ὁμιλοῦσε ἑβραϊκά καί ἔλεγε «βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου» ἤ «γενηθήτω φῶς», γράφει ὅτι ἄν μιλοῦσε ὁ Θεός ἀπευθυνόμενος στούς ἀνθρώπους χάριν τῆς σωτηρίας τους αὐτό δέν θά ἦταν ἀνάξιο τῆς φιλανθρωπίας του. Ἐνῷ ὅμως δέν ἐπιτυγχάνεται κανένας τέτοιος σκοπός μέ τή χρήση αὐτῶν τῶν λόγων, αφοῦ δέν εἶχε ἀκόμη δημιουργηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, τό νά ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι ὁ Θεός κατασκευάζει καί ἀπαγγέλλει τέτοια λόγια πρός τόν ἑαυτό Του, ἀφοῦ κανείς δέν ὑπάρχει πού νά χρειάζεται τή σημασία τους, εἶναι καταγέλαστο καί βλάσφημο. Ἰδού τό κείμενο : «Τό μηδενός κατορθουμένου σκοποῦ διά τῆς τοῦ λόγου τοιαύτης χρήσεως, ἔπειτα κατασκευάζειν τοιάδε τινά ρήματα τόν Θεόν ἐφ’ ἑαυτόν ραψωδεῖν οὐκ ὄντος τοῦ δεομένου τῆς διά τῶν τοιούτων φωνῶν σημασίας, οὐκ οἶδα πῶς ἐστι μή καταγέλαστον ἅμα καί βλάσφημον τό τοιοῦτον οἴεσθαι» (P.G. 45, 998C). Ἑπομένως καταγέλαστο καί βλάσφημο δέν εἶναι «η εμμονή σε ένα γλωσσικό μόρφωμα», ὅπως ἐσφαλμένα γράφει ὁ Σ.τ.Κ. ἀλλά ἡ παρουσίαση ἀπό τον Εὐνόμιο ἑνός Θεοῦ πού μιλάει ἀνθρώπινα πρός τόν...ἑαυτό του, ἤ ἡ τάση τοῦ Εὐνομίου νά «ἐξανθρωπίζει» (P.G. 45, 988D) ἤ νά «διασχηματίζει τό θεῖον» (P.G. 45, 977C). Γενικότερα τό θέμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δέν εἶναι οἱ μεταφράσεις, (καμμία σχέση!), ἀλλά ἡ ἀσέβεια καί ἡ αἵρεση τοῦ Εὐνομίου πού χρησιμοποιώντας τό «ἀγέννητο» τοῦ Πατρός, ὡς ἔκφραση τῆς οὐσίας Του, Τόν διεχώριζε ἀπό τόν Υἱό, τοῦ ὁποίου, ὅπως ἰσχυριζόταν, ἡ οὐσία ἐκφραζόταν ἀπό μιά ἄλλη λέξη τό «γεννητό». Ἀπολυτοποιοῦσε τή λέξη «ἀγεννησία» ὡς ἐκφραστική τῆς οὐσίας γιά νά φθάσει στό ἐπιθυμητό συμπέρασμα. Καί αὐτό πολεμᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ἀδίκως τόν παριστᾶ ὁ Σ.τ.Κ. ὡς ἄνθρωπο ὑπεράνω οἱασδήποτε γλώσσης καί μάλιστα στή λατρεία.

Ὁ Ἅγιος δέν ἦταν κάποιος θεωρητικός ἐπιστήμονας, ἦταν ὑπέρμαχος τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί ἐναντίον οἱασδήποτε ψευδοκουλτούρας. Ὑπεραμυνόταν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἔγραφε ὅτι εἶναι πεπεισμένος πώς μέ τήν ὁμολογία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «κυροῦσθαι τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον καί τῇ τῶν μυστικῶν ἐθῶν τε καί συμβόλων κοινωνίᾳ τήν σωτηρίαν κρατύνεσθαι» (P.G. 45, 880B)


Σ’ αὐτά τά μυστικά ἔθη περιλαμβάνει τό Βάπτισμα τό Χρῖσμα, τήν προσευχή, τήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν, τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν καί τή μετάδοση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ὡς ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, τόν ὁποῖο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀποκαλεῖ «μέγα», ἦταν ὑπέρμαχος ὅλων τῶν παραδόσεων ἐγγράφων καί ἀγράφων. Δέν θά μποροῦσε νά φαντασθεῖ κάποιος ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δεχόμενος ὅλα «τά διατηρούμενα παρά τῶν μεμυημένων ἔθη» ( P.G.881A ) θά ἀθετοῦσε αὐτούς τούς ἴδιους τούς λόγους τούς παραδοθέντας ὑπό τῶν ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τούς ὁποίους χρησιμοποιοῦσε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας καί τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, χάριν δικῶν του ἐφευρημάτων θεολογικοφιλοσοφικῶν, μιᾶς δικῆς του ἤ μιᾶς λαϊκῆς-κατανοητῆς γλώσσας, καίτοι ἦταν δεινός περί τούς λόγους καί τή φιλοσοφία. Ἐξ ἄλλου ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι ἡ εὔκολη κατανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, ὅπως περιέχεται στή Γραφή καί βεβαίως τή λατρεία γιά τήν ὁποία κόπτεται ὁ Σ.τ.Κ., δέν εἶναι ὠφέλιμη : « Σιωπῆς δέ εἶδος καί ἡ ἀσάφεια ᾗ κέχρῃται ἡ Γραφή, δυσθεώρητον κατασκευάζουσα τῶν δογμάτων τόν νοῦν, πρός τῶν ἐντυγχανόντων λυσιτελές» (Μ. Βασιλείου Περί Ἁγίου Πνεύματος ΕΠΕ 10, σ. 460). Ὑπάρχει ἀσάφεια στήν Ἁγία Γραφή καί στά δόγματα. Τά νοήματα εἶναι δύσκολα, ἀλλά αὐτό εἶναι ὠφέλιμο γιά τούς χριστιανούς γιά νά μήν καταφρονοῦν τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πού τή συνηθίζει κανείς μέ τή διαρκῆ καί εὔκολη ἐνασχόληση μαζί της. Χρειάζεται κόπος καί προσπάθεια γιά τήν οἰκειοποίηση τῆς πλήρους ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας.
Πάντως, γιά νά ἐπανέλθουμε στό σκοπό τῆς παραθέσεως κειμένων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἐκεῖνο πού θέλει νά μᾶς πεῖ ὁ Σ.τ.Κ. εἶναι ὅτι ἐμεῖς ἀρνούμεθα τίς μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων διότι δῆθεν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός ἔφτιαξε τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα (ἑπομένως μοιάζουμε μέ τούς εὐνομιανούς) ὅτι γι’αὐτό εἶναι ἱερή καί καθό ἱερή δέν ἐπιδέχεται μετάφραση. Ἄς γίνουμε λοιπόν σαφέστεροι.
Ἐννοεῖται ὅτι δέν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα δέν εἶναι ἱερή ἤ ἁγία καθ’ἑαυτήν, ἀπό μόνη της. Πουθενά δέν ἰσχυρισθήκαμε κάτι τέτοιο. Ἱερή καί ἁγία εἶναι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία μας, καθώς διεμορφώθη ὑπό τῶν Ἁγίων, τελεῖται μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, στό ἱερό θυσιαστήριο καί τόν Ὀρθόδοξο ναό καί ἔχει γίνει καθολικά ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κι’ ἐπειδή ἡ Θεία Λατρεία εἶναι ἁγία γι’αὐτό καί ἡ γλῶσσα στήν ὁποία τελεῖται, ὅπως μορφοποιήθηκε ὑπό τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων εἶναι καί ἱερή καί ἁγία.
Ἐπελέγησαν διά μέσου τῶν αἰώνων κατάλληλες λέξεις καί φράσεις, ὅροι θεολογικοί, συγκεκριμένο ὕφος, καθωρισμένα μέτρα, κατάλληλη μουσική, ὅλα αὐτά διαφορετικά γιά τούς ὕμνους, διαφορετικά γιά τίς εὐχές, τίς ἐκφωνήσεις κλπ. καθώς ἐπίσης συγκεκριμένες «φόρμες» μέ τίς ὁποῖες ἄρχονται καί καταλήγουν οἱ ὕμνοι, οἱ εὐχές κλπ. Μέχρι καί «διαγωνισμοί» ἔγιναν γιά νά ἐπιλεγεῖ ὁ τάδε ἤ ὁ δεῖνα ἀσματικός Κανόνας.
Ὅλος αὐτός ὁ κόπος καί ὁ πόνος, ἡ δοκιμασία, ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ συγκατάθεση τοῦ πληρώματος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας σέ τόσο βάθος χρόνου θά καταφρονηθεῖ, θά ἀπαξιωθεῖ, θά ποδοπατηθεῖ ἐπειδή ζηλέψαμε τή μετάφραση στά ἀφρικανικά ...σουαχίλι; ἐπειδή νομίζουμε ὅτι ἄν ἀλλάξουμε τούς λόγους τῶν Ψαλμῶν μέ ἑλληνικά σουαχίλι, μέ...κορακίστικα, θά ὁδηγήσουμε τούς χριστιανούς «να πέσουν στην αγκαλιά του Χριστού»(Σ.τ.Κ.) ; Θά ὑποκαταστήσουμε τή λειτουργική μας γλῶσσα μέ ἀνόητα, δῆθεν ποιητικά, κατασκευάσματα γιά νά γελάει κάθε πικραμένος καί νά κλαίει κάθε σώφρων νουνεχής καί συνετός; Ἡ γλῶσσα τῆς θείας λατρείας-ναί!- εἶναι ἱερή καί ἁγία, ὅπως καί ἡ μουσική της, ὅπως καί οἱ ναοί τῶν ὀρθοδόξων σέ σχέση μέ τό ὁποιοδήποτε κτίσμα, ὅπως καί τό πρόσφορο σέ σχέση μέ τό καρβέλι. Προσφέρουμε στόν Κύριό μας ὅ, τι καλλίτερο ἔχουμε γιά νά τελέσουμε τήν Εὐχαριστία, γιά νά Τόν ὑμνήσουμε κατά τό μεσονύκτιο, τό πρωΐ, τό Ἑσπέρας, μετά τό δεῖπνο.
Χρησιμοποιοῦμε τό τελειότερο γλωσσικό ὄργανο, τό ὁποῖο οἰκονόμησε ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά νά γραφεῖ τό Εὐαγγέλιο καί στό ὁποῖο μεταφράσθηκε τό ἑβραϊκό πρωτότυπο τῆς Π.Δ. Τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος; «πᾶν τό ἐξ ἐπινοίας εὑρισκόμενον τε καί κατορθούμενον εἰς τόν ἀρχηγόν τῆς δυνάμεως ταύτης ἐπαναφέρεται» (P.G. 45, 972A) δηλ. ὁτιδήποτε ἐφευρίσκεται καί ἐπινοεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο, στόν ἀρχηγό τῆς δυνάμεως τοῦ νοῦ, στό Θεό ἐπιστρέφει καί ἀναφέρεται. Καί ἀλλοῦ: «Τά καθ’ ἕκαστόν ἐστι μέν ἔργα ἡμέτερα, εἰς δέ τόν ἡμῶν αὐτῶν αἴτιον τήν ἀναφοράν ἔχει, τόν δεκτικόν πάσης ἐπιστήμης τήν φύσιν ἡμῶν δημιουργήσαντα» (P.G. 45, 989C) δηλ. τά ἐπί μέρους ἔργα –καί ἡ γλῶσσα μεταξύ αὐτῶν- εἶναι δικά μας, ὅμως ἔχουν τήν ἀναφορά τους στόν Αἴτιο μας, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τή φύση μας δεκτική κάθε ἐπιστήμης. Τί λοιπόν θά ἐπιστρέψουμε στό Θεό, πού μᾶς δώρισε τό νοῦ καί τή λογική; Τί θά ἀναφέρουμε σ’αὐτόν κατά τήν ἁγία Ἀναφορά, ὡς εὐχαριστία καί δοξολογία; Τά δικά μας εὐτελῆ λόγια, τίς πρόχειρες λέξεις τῆς πεζῆς μας καθημερινότητας ἤ αὐτούς τούς ἰδίους λόγους τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων; Αὐτοί οἱ λόγοι δέν εἶναι ἡ «ἀπαρχή», οἱ καλλίτεροι καρποί τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος προσφερόμενοι ἀπό τήν «ἀπαρχή» τῆς Ἐκκλησίας, τούς Ἁγίους; Ἀλλιῶς ὑπάρχει κίνδυνος νά μή γίνει δεκτή ἡ προσφορά μας ἀπό τό Θεό. Ἡ θυσία τοῦ Κάϊν δέν ἔγινε δεκτή γιατί ἦταν εὐτελής καί ἀνάξια τοῦ ἐλέους καί τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια κατ’ ἐξοχήν αὐτά ἰσχύουν γιά τούς Ἕλληνες καί ἑλληνοφώνους. Κι ἐδῶ πρέπει νά μιλήσουμε γιά τίς κατά κυριολεξίαν μεταφράσεις. Παραθέτει ὁ Σ.τ.Κ. σέ ἐλεύθερη μετάφραση ἀπόσπασμα ἀπό τόν ΙΓ΄ ἀντιρρητικό λόγο κατ’ Εὐνομίου : «...ο Θεός γι’αυτό την δύναμη του Αγίου Πνεύματος την διεμέρισε σε πολλές φωνές (Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται) για να μη στερείται κανένας αλλόγλωσσος την ωφέλεια». Ὀρθῶς, βεβαίως ὁμιλεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Καί ἄριστα, ασφαλῶς, ἔπραξε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἐμεῖς δέν « ἀντιπίπτουμε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι » ἀφοῦ οἱ «ἑτερόγλωσσοι» ( Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν πρέπει νά στερηθοῦν τή γνώση τῆς ἀληθείας. Γι’ αὐτό συμφωνοῦμε στήν ἐκπόνηση μεταφράσεων. Μεταφράσεων ὅμως σέ ἄλλες γλῶσσες, χάριν τῶν ἑτερογλώσσων. Ἔχουν γίνει ἀνέκαθεν μεταφράσεις καί ἡ Θ. Λατρεία ἐτελεῖτο στή γλῶσσα κάθε λαοῦ καί φυλῆς.
Ἔμεῖς ὅμως εἴμαστε «ἑτερόγλωσσοι» σέ σχέση μέ τή γλῶσσα τοῦ βιβλικοῦ πρωτοτύπου; Μήπως εἴμαστε «Πάρθοι καί Μῆδοι καί Ἐλαμῖται»; Μήν τρελλαθοῦμε! Εἶναι ἡ γλῶσσα μας. Καί ἔχουμε τιμηθεῖ ἀπό τόν Χριστό μέ τό ὑπέρ-προνόμιο νά ἀναγινώσκουμε κατ’οἶκον καί ἐπ’ ἐκκλησίας κατά τή Θ. Λατρεία τό πρωτότυπο τῆς ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, νά ψάλλουμε στό πρωτότυπο τά ποιήματα - ὕμνους τῶν Ἁγίων Πατέρων μέ τήν ἀρχαία παραδεδομένη ἐκκλησιαστική μουσική. Αὐτή ἡ γλῶσσα, ἡ λειτουργική δέν εἶναι γιά μᾶς νεκρή, εἶναι ζωντανή γιατί σ’ αὐτήν προσευχόμεθα καί στό σπίτι καί στήν Ἐκκλησία. (Μήπως ἄραγε οἱ σχεδιαστές τῆς νέας λατρευτικῆς μόδας σχεδιάζουν καί τή μετάφραση τοῦ Ἀποδείπνου καί τῶν Χαιρετισμῶν γιά νά τά...καταλαβαίνουμε καλλίτερα ἢ μᾶλλον γιά νά μᾶς ἐμπαίζουν οἱ δαίμονες;).
Ὑπάρχει βέβαια πρόβλημα κατανοήσεως. Πάντοτε ὑπῆρχε καί πάντοτε θά ὑπάρχει. Ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ ἰδιώματος, ἀλλά καί τῶν δυσκόλων νοημάτων. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε τό πρόβλημα αὐτό πάντοτε μέ τή βοήθεια μεταφράσεων καί ἑρμηνείας, ὄχι ὅμως πρός χρήση τους κατά τή Λατρεία, ἀλλά κατά τό κήρυγμα καί κατά τήν κατ’οἶκον μελέτη.
Τό κολοσσιαῖο ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου εἶναι ἕνα λαμπρό παράδειγμα ἀληθινῆς εὐαισθησίας πρός τήν ἀδυναμία τῶν ἀναγνωστῶν νά κατανοήσουν τήν Κ. Διαθήκη, τά τροπάρια τῶν ἀκολουθιῶν, τούς Ἱερούς Κανόνες, τά κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων (Βλ. π.χ. τό Ἑορτοδρόμιο, τή Νέα Κλίμακα, τό Πηδάλιο). Γράφει ἐπίσης ὁ Ἅγιος Νικόδημος τά κείμενά του σέ γλῶσσα κατανοητή γιά τούς ἀναγνῶστες τῆς ἐποχῆς του καί μετά ἀπό τά πατερικά ἀποσπάσματα παραθέτει τίς πιό πολλές φορές τή μετάφρασή τους.
Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἐκπόνησε μεταφράσεις τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Μ .Ἑβδομάδος καί τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
Σέ ὅλες τίς παραπάνω περιπτώσεις δέν πρόκειται βέβαια γιά κατά κυριολεξία μετάφραση ἀλλά γιά μεταφορά τοῦ πρωτοτύπου στό ἀντίστοιχο γιά τήν ἐποχή γλωσσικό ἰδίωμα. Καί ἐδῶ μπαίνει κάποιο ἐρώτημα: Μποροῦμε νά φανταστοῦμε τί θά συμβεῖ ἄν κάθε 20-30 χρόνια, ἀκολουθώντας τόν κατήφορο τοῦ γραπτοῦ καί προφορικοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, μεταβάλουμε καί πάλι τό γλωσσικό ἰδίωμα στά λειτουργικά μας κείμενα, ὄχι γιά νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς βοήθημα, ἀλλά ὡς ἐπίσημο κείμενο γιά λειτουργική χρήση; Τέτοιες ἰδέες ἀκόμα καί σάν ἁπλές ὑποθέσεις δείχνουν φανερή ἀσέβεια πρός τό Εὐαγγέλιο, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τήν ἐν γένει λειτουργική παράδοση, προχειρότητα καί ἔλλειψη σοβαρότητας καί ὑπευθυνότητας.


Γιατί μέ τί ἄλλο μοιάζει αὐτό τό σκεπτικό παρά μέ τό σκεπτικό τοῦ Χότζα ὁ ὁποῖος γιά νά ἱκανοποιήσει τούς ἀπαιτητικούς γειτόνους του ἔβαλε τό φοῦρνο του πάνω σέ ἕνα κάρο καί τό περιέστρεφε σέ κάθε σημεῖο τοῦ ὁρίζοντα, ἀνάλογα μέ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ καθενός!

Ἐπιμένουμε ἐπίσης ὅτι δέν ἐπιτρέπονται οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων κατά τή λατρεία γιά ἕναν ἀκόμα λόγο, φανερό στήν «προσπάθεια τῶν ἱερέων » τῆς μητροπόλεως Πρεβέζης: Οἱ μεταφράσεις ἀνοίγουν τούς ἀσκούς τοῦ Αἰόλου σέ κάθε ἰδιόρρυθμη διορθωτική ἐπιθυμία κάθε νέου...Χρυσοστόμου, Βασιλείου καί Δαμασκηνοῦ. Ἔτσι στό δῆθεν Εὐχολόγιο τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης στό ὁποῖο ἔχει ἀφανισθεῖ τό πρωτότυπο κείμενο, ὁ μεταφραστής ἐπέφερε τοῦ κόσμου τίς ἀλλαγές, τίς «διορθώσεις», τίς παραλείψεις, τίς τροποποιήσεις. Τό πρωτότυπο κείμενο λοιπόν ἵσταται φρουρός σέ κάθε ἀπόπειρα καταστροφῆς τῆς λατρείας καί τῆς μετατροπῆς τοῦ Εὐχολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ Προχειρολόγιο κάποιας «προσπάθειας ἱερέων».

Τελειώνοντας μέ τό θέμα τοῦ ἐπιτρεπτοῦ ἤ ὄχι τῶν μεταφράσεων μέ σαφήνεια λέμε ὅτι δέν διαφωνοῦμε

1) μέ τήν κατά κυριολεξία μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων σέ ἄλλες γλῶσσες πρός χρήση στή λατρεία πού ὅμως πρέπει νά γίνεται μέ φόβο Θεοῦ καί ἀπόλυτο σεβασμό πρός τό πρωτότυπο.
2) μέ τή μεταφορά τῶν πρωτοτύπων λειτουργικῶν κειμένων στή νέα ἑλληνική. Αὐτό ὅμως ὀφείλει νά γίνεται
I) μέ ἀπόλυτο σεβασμό στό πρωτότυπο.
II) μέ πολυτονική γραφή, ὥστε νά μήν ἀποξενωθοῦν οἱ νεώτεροι ἀπό τήν ἔστω ὀπτική ὁμοιότητα πλείστων λέξεων τῆς ἀρχαίας καί τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας.
III) μέ ἀντικρυστή παράθεση τοῦ πρωτοτύπου γιά νά λειτουργεῖ (ἡ μετάφραση) ὡς παιδευτική μέθοδος καί
IV) ὄ χ ι γιά χρήση στή λατρεία, ἀλλά γιά μελέτη πρός πνευματική καλλιέργεια καί κατανόηση δυσκόλων νοημάτων καί ἐμβάθυνση στήν ἐν Χριστῷ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Διαφωνοῦμε κάθετα μέ τή μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων πρός χρήση στή Λατρεία, ἡ ὁποία κατά τήν ἐν ἐκκλησίᾳ προσευχή ἰσοδυναμεῖ μέ φθορά καί διαφθορά τοῦ πρωτοτύπου ἁγίου καί ἱεροῦ κειμένου τῶν Θείων Γραφῶν τῶν ἱερῶν Ὕμνων καί τῶν θεοπνεύστων εὐχῶν. Καί θά ἀγωνισθοῦμε ἕως ἐσχάτων κατά τῆς ἀντιχρίστου αὐτῆς προσπαθείας.
γ) Εἰρωνικά ὁ Σ.τ.Κ. ἀποκαλεῖ τό Εὐχολόγιο «τό...πέμπτο Ευαγγέλιο». Μιά ἁπλῆ σύγκριση τοῦ Εὐχολογίου τῆς Ἐκκλησίας μέ τό «Εὐχολόγιο» πού χρησιμοποιοῦν στανικά οἱ ἱερεῖς τῆς μητροπόλεως Πρεβέζης («προσπάθεια τῶν ἱερέων», τό ὀνομάζει ὁ Σ.τ. Κ.) μᾶς ἀναγκάζει νά ὀνομάσουμε Προχειρολόγιο αὐτό τό πρόχειρο καί ἀσεβές κατασκεύασμα. Τί συνέβη στήν πραγματικότητα; Ὁ ἀνώνυμος μεταφραστής ἔκαμε τή πρόχειρη μετάφρασή του, ἔκοψε καί ἔρραψε τίς ἀκολουθίες καί τίς εὐχές καί ἀνάγκασε, ἴσως μέ τή δύναμη τῆς θέσεώς του, ὅλους τούς ἱερεῖς νά κάνουν τό θέλημά του. Ἐξοβέλισε, κυριολεκτικά πέταξε στά σκουπίδια, τούς λόγους τῶν Ἁγίων καί ἔβαλε στή θέση του τά δικά του κορακίστικα.
Διερωτᾶται ὁ Σ. τ. Κ. «από πότε οι εγκωμιαστικοί λόγοι, π.χ. Σωφρονίου Ιεροσολύμων έγιναν ευχές;». Ἀπαντοῦμε: ἀπό τότε πού ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ἱερά Παράδοσις ἐνέταξε τόν Λόγο αὐτόν στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Θά ρωτούσαμε μέ τή σειρά μας. Ἀπό πότε τό εὐτελές δημιούργημα-παράφραση τῆς Εὐχῆς, ἄν θέλετε τοῦ Ἐγκωμιαστικοῦ λόγου, τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου μπορεῖ νά πάρει τή θέση τοῦ ἱεροῦ πρωτοτύπου κειμένου κατά τήν τέλεση τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ; Μήπως ἀπό τότε πού ἐπιβλήθηκε διά τῆς βίας στή μητρόπολη Πρεβέζης; Καί μπορεῖ ὁ συντάκτης τῆς μεταφράσεως νά παραβάλει τόν ἑαυτό του μέ τόν Ἅγιο Σωφρόνιο;
Μιλάει ὁ Σ. τ. Κ. γιά λειτουργίες, τυπικά, ἀκολουθίες, ψαλμούς, Κοντάκια καί διερωτᾶται «πότε χρειάστηκαν εγκρίσεις για ευχές και προσευχές και Λειτουργίες». Ἀπαντοῦμε : Δέν χρειάστηκαν ἐγκρίσεις τυπικές. Ὅμως ὅλα αὐτά ἔγιναν δεκτά ἀπό τήν Καθόλου Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς συντεταγμένα ὑπό τῶν ἁγίων καί ὡς ἐκφράζοντα τήν πίστη της, τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων. Ἔστω καί ἄν ὑπῆρχε κάποια διαφοροποίηση τῶν εὐχῶν σέ κάποιες περιόδους, δέν ὑπῆρχε αὐθαιρεσία. Οἱ Ἅγιοι δέν ἐπιζητοῦσαν ρομαντική ἐπιστροφή στήν ἀρχέγονη Ἐκκλησία. Ὅ,τι οἰκοδομοῦσαν οἱ Ἅγιοι, ὅ,τι μετά φόβου καί θείου φωτισμοῦ προσέθεταν ὡς πολυτίμους λίθους στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας δέν τά γκρέμιζαν οἱ μετ’ αὐτούς Ἅγιοι καί οἱ λοιποί ὑπεύθυνοι ποιμένες ὡς σοφώτεροι τῶν πρό αὐτῶν.

Ὅλες οἱ παλαιότερες διαφοροποιήσεις σέβονταν τή λειτουργική παράδοση, σέβονταν τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή λατρεία. Οἱ συντάξαντες ἀλλά καί οἱ τηρήσαντες τήν Τάξη καί τό περιεχόμενο τῆς Λατρείας δέν διακατέχονταν ἀπό μανία κατεδαφίσεως, ἀπό φεμινιστικά σύνδρομα καί ἀνθρωπαρέσκεια.


Γνωρίζοντας είς βάθος τίς ἀνθρώπινες προδιαγραφές δέχονταν τή θεραπευτική μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας καί φρόντιζαν διά τῶν ἐπί μέρους εὐχῶν καί δι’ὅλης τῆς τυπικῆς Τάξεως τῆς Θ. Λατρείας νά θεραπεύσουν τίς ψυχές μας. Δέν βλέπει ὁ Σ.τ. Κ. τήν ἀστασίαστη πρακτική ὅλων τῶν Ἁγίων μέχρι τίς μέρες μας; Οὐδείς ἄγγιξε τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε κατά τή δομή της, οὒτε κατά τό περιεχόμενο οὔτε κατά τή γλῶσσα μέ πνεῦμα ὑπερηφανείας, ἀνταρσίας. Οἱ ὅποιες ἀλλαγές ἔγιναν σταδιακά, ἀβίαστα καί χωρίς διάθεση ἀνατροπῆς τῶν παραδεδομένων. Εἶχαν οἱ Ἅγιοι λιγότερη εὐαισθησία, λιγότερη ἀγάπη καί πόνο γιά τούς χριστιανούς; Δέν διαστρέβλωναν καί δέν «διόρθωναν» οἱ Ἅγιοι τίς εὐχές τῶν πρό αὐτῶν Ἁγίων, ἀφαιρώντας ὅσα ἐνοχλοῦν τόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο. Δέν πέταξαν στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τίς εὐχές τοῦ σαραντισμοῦ. Δέν ἀφαίρεσαν τίς καθιερωμένες εὐχές τοῦ Γάμου, ἀφότου ἐντάχθηκαν στήν λειτουργική πράξη. Κανείς, ὄχι μόνο ἐκ τῶν Ἁγίων ἀλλά κυριολεκτικά κανείς ἱερέας ἤ ἀρχιερέας δέν κατήργησε τήν ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος, δέν βεβήλωσε τίς ἀρχαῖες εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας, δέν κατακρεούργησε τό Εὐχέλαιο πετώντας στά ἄχρηστα ἕξι εὐχές, ἕξι Εὐαγγέλια καί ἕξι Ἀποστόλους. Μήπως ἐνοχλεῖται ὁ Σ. τ. Κ. ἀπό τίς θεοδίδακτες μεγάλες εὐχές πού καθιέρωσε στήν Ἐκκλησία γιά τήν τέλεση τοῦ Εὐχελαίου ὁ ἅγιος Ἀρσένιος Πατριάρχης Κων/πόλεως ὁ Αὑτωρειανός κατά τόν 12ο αἰῶνα;

Μοιάζει ὁ Σ.τ. Κ. νά μισεῖ τούς Ἁγίους ἀφοῦ μετά μανίας πετᾶ στά ἄχρηστα τίς εὐχές τους. Ἀσφυκτιᾶ γιά τό μῆκος τῶν Ἀκολουθιῶν καί τῶν Μυστηρίων, βασανίζεται ἀπό τή γλῶσσα τῆς λατρείας καί ἀποφασίζει νά ἐφαρμόσει στήν Ἐκκλησία τήν αὐθαιρεσία του, τήν ὁποία στό κείμενό του μετονομάζει σέ «ἐλευθερία». Μήπως ὅσοι γίναμε κληρικοί δέν γνωρίζαμε σέ ποιό χῶρο εἰσερχόμασταν; Δέν γνωρίζαμε τί τελεῖται καί πῶς μέσα στήν Ἐκκλησία; Ποιός μᾶς ἔβαλε κριτές, διορθωτές, ἀνακαινιστές τῆς ἱερᾶς λειτουργικῆς μας παραδόσεως; Δέν ὀφείλουμε σεβασμό στούς ἁγίους Πατέρες κατά τό παλαιοδιαθηκικό : «Μή μέταιρε ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου»;

δ) Ἐναντιούμενος ὁ Σ.τ.Κ. ρητῶς στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς θέσεως τῆς γυναίκας στή λατρεία ὅταν ἔχει τά καταμήνιά της ἤ ὅταν εἶναι λεχώνα καί ὑποχωρώντας μαζί μέ ἄλλους «ἐπιστήμονες» στίς φεμινιστικές προκαταλήψεις μᾶς παραπέμπει 1) στίς «Ἀποστολικές διαταγές» καί 2) στήν Κανονική Ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου «πρός Ἀμμοῦν μονάζοντα» γιά νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι ἡ ἀπαγόρευση συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στή Θ. Κοινωνία, προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων καί λήψεως ἀντιδώρου ὅταν εἶναι «ἐν ἀφέδρῳ» εἶναι ἰουδαϊκές προκαταλήψεις.
Ὅσον ἀφορᾶ στήν Κανονική Ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου «πρός Ἀμμοῦν μονάζοντα» πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἄσχετη μέ τό θέμα μας διότι παρά τήν ἔκτασή της δέν ἀναφέρεται καθόλου στήν ἔμμηνο ρύση τῶν γυναικῶν.
Ὅσον ἀφορᾶ στίς Ἀποστολικές Διαταγές διαβάζουμε ἐκεῖ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι θεωροῦσαν «ἰουδαϊκά ἔθιμα» τό νά παρατηροῦν οἱ χριστιανοί «γονορρύας» (τήν ἔμμηνο ρύση) τῶν γυναικῶν καί «ὀνειρώξεις» τῶν ἀνδρῶν καί νά θεωροῦν στίς περιπτώσεις αὐτές μολυσμένους τούς ἑαυτούς τους. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύει τή στάση αὐτή τῶν Ἀποστόλων ἀπό τή συνέχεια τοῦ κειμένου τῶν ἀποστολικῶν Διαταγῶν : «Εἰ γάρ νομίζεις γύναι», συνεχίζει τό κείμενο «ἑπτά ἡμέρας ἐν ἀφέδρῳ οὖσα, τοῦ ἁγίου Πνεύματος κενή τυγχάνειν, ἄρα τελευτήσασα ἐξαίφνης, κενή Πνεύματος καί ἀπαρρησίαστος τῆς πρός Θεόν ἐλπίδος ἀπελεύσῃ...Μή προσευχομένη γάρ, μηδέ ἀναγινώσκουσα ἄκοντα αὐτόν [τόν σατανᾶ] προσκαλέσῃ». Ἓπομένως ἐναντιώνονται οἱ ἀπόστολοι σ’αὐτούς πού πίστευαν ὅτι οἱ γυναῖκες ὅταν εἶναι «ἐν ἀφέδρῳ» εἶναι κενές ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί γι’αὐτό δέν μποροῦν οὔτε τήν Ἁγία Γραφή ἤ ἄλλα βιβλία πνευματικά νά διαβάζουν οὔτε νά προσεύχονται. Ποιός δέν συμφωνεῖ μ’ αὐτά καί πιστεύει ὅτι οἱ γυναῖκες κατά τήν ἔμμηνο ρύση εἶναι γυμνές ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά μελετοῦν καί νά προσεύχονται; Οὐδείς, βεβαίως! Ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐπιτάσσει ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι νά ἀπέχουν οἱ γυναῖκες κατά τήν ἔμμηνο ρύση ἀπό τή Θ. Εὐχαριστία καί τά ὑπόλοιπα πού προαναφέραμε. Καί αὐτή ἡ παράδοση ἀποτυπώνεται στούς Ἱ. Κανόνες. Ἰδού τί λέγει ἐν μέσῳ διωγμῶν (περί τό 240 μ.Χ) ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας : «Περί δέ τῶν ἐν ἀφέδρῳ γυναικῶν, εἰ προσῆκεν αὐτάς οὕτως διακειμένας εἰς τόν ναόν εἰσιέναι τοῦ Θεοῦ, περιττόν καί τό πυνθάνεσθαι νομίζω. Οὐδέ γάρ αὐτάς, οἶμαι, πιστάς οὔσας καί εὐλαβεῖς, τολμήσειν οὕτω διακειμένας, ἤ τῇ τραπέζῃ τῇ ἁγίᾳ προσελθεῖν, ἤ τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ προσάψασθαι...Προσεύχεσθαι μέν γάρ ὅπως ἄν ἔχῃ τις καί ὡς ἄν διάκηται μεμνῆσθαι τοῦ Δεσπότου, καί δεῖσθαι βοηθείας τυχεῖν, ανεπίφθονον» (Τοῦ ἁγίου Διονυσίου Κανών Β΄ Πηδάλιον σ. 547). Δηλ. ἐρωτηθείς ἄν μποροῦν νά εἰσέρχο¬νται στό ναό οἱ γυναῖκες πού εὑρίσκονται στήν ἔμμηνο ρύση ἀπαντᾶ ὅτι «εἶναι περιττό καί νά ρωτᾶ κανείς γιατί, νομίζω» γράφει «ὅτι αὐτές ἀπό μόνες τους ἄν εἶναι πιστές καί εὐλαβεῖς, ὅταν βρίσκονται σ’ αὐτή τήν κατάσταση δέν θά τολμήσουν νά πλησιάσουν στήν ἁγία τράπεζα ἤ νά μεταλάβουν τά ἄχραντα μυστήρια». Τά λεχθέντα δἐν μᾶς θυμίζουν τίς σημερινές εὐλαβεῖς γυναῖκες πού θεωροῦν αὐτονόητο νά ἀπέχουν ἀπό τή Θ. Κοινωνία καί τά ὑπόλοιπα; Ἄς δοῦμε καί τόν Ζ΄ Κανόνα τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας « Έρώτησις : Ἐάν γυνή ἴδῃ τά κατ’ἔθος τῶν γυναικείων αὐτῆς, ὀφείλει προσέρχεσθαι τοῖς Μυστηρίοις αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ ἤ οὔ; Ἀπόκρισις : Οὐκ ὀφείλει ἕως οὗ καθαρισθῇ». Αὐτούς τούς Κανόνες ἔχει ἐπικυρώσει ἡ ΣΤ΄ Οἰκ. Σύνοδος. Ὀφείλουμε νά σεβόμεθα καί νά τηροῦμε τούς Ἱερούς Κανόνες ἤ οὔ; Μήπως μαζί μέ τή λειτουργική παράδοση πρέπει νά πετάξουμε στά ἄχρηστα καί τήν κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἴσως πάλι νά συγκινεῖ τόν Σ.τ.Κ. ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου : « Ἐρώτησις ΤΘ΄ : «Εἰ τῶν συνήθων καί κατά φύσιν γινομένων τινί χρή τολμᾶν εἰς κοινωνίαν τῶν ἁγίων προσέρχεσθαι. Ἀπόκρισις : «Κρείτονα τῆς φύσεως καί τῆς συνηθείας ἔδειξεν ὁ ἀπόστολος εἶναι τόν ἐν βαπτισμῷ συνταφέντα Χριστῷ...Τῷ δέ ἐν ἀκαθαρσίᾳ ὄντα τινά ἐγγίζειν τοῖς ἁγίοις καί ἐκ Παλαιᾶς Διαθήκης φοβερώτερον διδασκώμεθα τό κρῖμα. Εἰ δέ πλεῖον τοῦ ἱεροῦ ᾧδε, φοβερώτερον δηλονότι παιδεύσει ἡμᾶς ὁ ἀπόστολος εἰπών· «ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει» ( Μ. Βασιλείου Ὅροι κατ’ἐπιτομήν ΕΠΕ 9, σ. 388). Διακρίνει ἐδῶ ὁ Μ. Βασίλειος τήν ἐν Χριστῷ καθόλου ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ βαπτίσματος καί τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση ἀπό τήν ἐν μέρει καί δι’ ὀλίγον ἀκαθαρσία τῆς γυναίκας κατά τήν ἔμμηνο ρύση. Καί χωρίς τό χαρακτηριστικό γενικό complex τῶν μοντέρνων λειτουργιολόγων ἐπικαλεῖται τήν Π. Διαθήκη : «Τό νά ἀγγίζει, ὅποιος βρίσκεται σέ ἀκαθαρσία, τά ἅγια ἀκόμη καί ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διδασκόμεθα ὅτι εἶναι ἡ φοβερώτερη κατάκριση. Κι ἄν ἐδῶ [κατά τή Θεία Μετάληψη] ἔχουμε κάτι περισσότερο ἀπό ἱερό, ἀκόμη πιό φοβερά θά μᾶς διδάξει ὁ ἀπόστολος: «ἐκεῖνος πού τρώγει καί πίνει ἀνάξια [τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου] σέ κατάκριση δική του τρώγει καί πίνει». Μήπως δέν τά λέει καλά καί ὁ Μ. Βασίλειος; Τότε μήπως ὁ ὑπό πάντων τῶν λειτουργιολόγων ἐπικαλούμενος Ἅγιος Συμεών ὁ Θεσ/νίκης θά ἦταν πειστικότερος ; «Τήν τεσσαρακοστήν δἐ ἡμέραν προσφέρεται ἀπό τήν μητέρα του εἰς τόν ναόν ὡς δῶρον εἰς τόν Θεόν· διότι ὁ ἱερεύς σταθείς ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν τοῦ ναοῦ ( ὅτι δέν εἶναι συγκεχωρημένον νά ἔμβῃ εἰς αὐτόν πρό τῆς εὐχῆς) καί σφραγίσας τήν μητέρα ὁμοῦ μέ τό βρέφος, καί ἁγιάσας αὐτούς μέ εὐχάς, εἰς μέν τήν μητέρα δίδει τόν καθαρισμόν ἀπό τήν ἡδονικήν καί ἀκάθαρτον γέννησιν, ἐπειδή ἀπεπλήρωσε τάς τεσσαράκοντα ἡμέρας...καί ἀφ’οὗ τῇ δώσῃ τήν εἴσοδον εἰς τόν ναόν, εἰς τόν ὁποῖον ἕως τότε δέν ἦτο ἀξία νά ἔμβῃ, μήτε νά μετάσχῃ τῆς καθαρότητος...» (Συμεών ἀρχιεπ. Θεσσαλονίκης τά Ἅπαντα σ. 84). Ἄν σέ ὅλα αὐτά ἀπειθεῖ ὁ Σ.τ.Κ. ἄς πεισθεῖ ἀπό ὅσα γράφει ὁ μοντέρνος θεολόγος π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν στό βιβλίο του «Ἐξ ὕδατος καί πνεύματος» (Ἐκδ. Δόμος σσ. 183-205) σχετικά μέ τίς προβαπτισματικές εὐχές, ὅπου θεολογεῖ ἐπ’ αὐτῶν μέ πολύ σεβασμό καί γράφει ( μ’αὐτά κλείνουμε τή σχετική ἑνότητα) : «Δέν θά πρέπει κάποιος ἁπλῶς νά βρίσκεται σέ λάθος ἀλλά νά εἶναι μικροπρεπής γιά νά βρίσκει ὅτι αὐτές οἱ εὐχές ἀποτελοῦν «προσβολή», αὐτές πού εἶναι τόσο γεμάτες ἀπό θεϊκή ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο, τόσο γεμάτες ἀπό τό μόνο γνήσιο καί ἀληθινά θεϊκό σεβασμό γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἀντί νά ἀκολουθοῦμε τυφλά «αὐτόν τόν κόσμο» στίς φτηνές του ἐπαναστάσεις στό ὄνομα κούφιων δικαιωμάτων, μιᾶς ἀνόητης «ἀξιοπρέπειας» καί μιᾶς μάταιας «εὐτυχίας», ὀφείλουμε νά ξαναβροῦμε καί νά οἰκειοποιηθοῦμε ξανά τό ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή ζωή» (σ. 192).
ε) Ἐπειδή ἀμφισβητεῖται ἡ μαρτυρία τά κ τῶν ἁγίων πού παραθέσαμε χρειάζεται νά παραθέσουμε καί πάλι μέρος τῆς ὄντως καταλυτικῆς μαρτυρίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ _________ ___________ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

«...Μή περιβαλλέτω μέντοι τις αὐτά τοῖς ἔξωθεν πιθανοῖς ρήμασι, μηδέ πειραζέτω τάς λέξεις μεταποιεῖν ἤ ὅλως ἐναλλάσσειν· ἀλλ’ οὕτως ἀτεχνῶς τά γεγραμμένα λεγέτω καί ψαλλέτω, ὥσπερ εἴρηται, ὑπέρ τοῦ καί τούς διακονήσαντας ἀνθρώπους αὐτά ἐπιγινώσκοντας τό ἑαυτῶν συνεύχεσθαι ἡμῖν· μᾶλλον δέ ἵνα καί τό Πνεῦμα τό λαλῆσαν ἐν τοῖς ἁγίοις θεωροῦν τούς παρ’ αὐτοῦ λόγους ἐνηχηθέντας ἐκείνοις, συναντιλαμβάνηται ἡμῖν.



.
Λοιπόν ἄς μήν ντύνει κανείς αὐτά (δηλ. τά λόγια τῶν Ψαλμῶν) μέ λέξεις κοσμικές καί ἑλκυστικές. Ο ὔτ ε ν ά ἀ π ο π ε ι ρ α θ ε ῖ ν ά μ ε τ α π ο ι ή σ ε ι τ ί ς λ έ ξ ε ι ς τ ῶ ν Ψ α λ μ ῶ ν ἤ ν ά τ ί ς ἀ λ λ ά ξ ε ι δ ι ό λ ο υ . Ἀ λ λ ά , ὅ π ω ς ἔ χ ε ι ε ἰ π ω θ ε ῖ , ἔ τ σ ι ὅ π ω ς ε ἶ ν α ι ἁ π λ ά γ ρ α μ μ έ ν α ἄ ς τ ά λ έ γ ε ι κ ι ἄ ς τ ά ψ ά λ λ ε ι, ὥστε καί ἐκεῖνοι πού διακόνησαν στή συγγραφή τους (δηλ ὁ Ἅγιοι) νά τά ἀναγνωρίζουν ὡς ἰδικά τους καί νά προσεύχονται μαζί μας· μᾶλλον γιά νά βλέπει καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὁμίλησε στούς Ἁγίους, τούς ἴδιους λόγους πού τούς ἐνέπνευσε καί νά νά γίνεται συνεργός καί βοηθός μας.


Τί μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἤ μᾶλλον ὁ ἅγιος γέροντας τόν ὁποῖο ἐρώτησε; Ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ὄχι μόνο νά ντύνουμε μέ λογοτεχνικά σχήματα τούς Ψαλμούς ( «πιθανοῖς ρήμασι»), ἀλλά οὔτε κἄν νά μεταποιοῦμε καί νά ἀλλάζουμε τίς λέξεις τῶν Ψαλμῶν («μηδέ πειραζέτω τάς λέξεις μεταποιεῖν ἤ ὅλως ἐναλλάσσειν»), ἀλλά νά τούς ψάλλουμε ἔτσι ὅπως εἶναι γραμμένοι. Πέλεκυ ὄντως («τσεκούρι» τούς λέγει ὁ Σ.τ.Κ.) κατά πάσης ἀλόγου καί ἀνοήτου παραφραστικῆς καινοτομίας, κατά πάσης φθορᾶς καί διαφθορᾶς τοῦ πρωτοτύπου ἀποτελοῦν οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου. Τελικῶς ὅμως, ὅπως φαίνεται, ὑπάρχει εὐρύτερο πρόβλημα κατανοήσεως.
Τό ἴδιο πρόβλημα κατανοήσεως ἰσχύει καί γιά τά γραφέντα ὑπό τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Οἱ 4 σελίδες ἀπό τό βιβλίο του « Ὀψόμεθα τόν Θεόν» δέν εἶναι ἀσήμαντες καἰ γραμμένες «στό πόδι», ἀλλά ἐκφράζουν τή σταθερή γνώμη τοῦ Γέροντος περί «καθαγιασθείσης γλώσσης» περί «οὐσιώδους βλάβης» σέ περίπτωση ἀντικαταστάσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπό τήν τρέχουσα γλῶσσα, περί καταβιβάσεως «τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου» κλπ. Δέν εἶναι κρῖμα ἀκόμη καί τῶν Ἁγίων τούς λόγους νά τούς βάζουμε στήν προκρούστεια κλίνη τυχόν πλανεμένων θέσεων καί νά τούς κόβουμε καί νά τούς ράβουμε γιά νά ταιριάσουν μ’ αὐτές; Ὀλίγη αἰδώς εἶναι ἀπαραίτητη.
στ) Χάνοντας τήν ψυχραιμία του ὁ Σ.τ.Κ. μᾶς ὑβρίζει : «Αν εσείς νομίζετε ότι προσεύχεσθε στον ...Δία και κινδυνεύετε από τους κεραυνούς του (...βοήθειά Σας!)». Πιστεύουμε ὅτι δέν νομίζει γιά μᾶς κάτι τέτοιο. Καί ἄν ξαναδιάβαζε πιό ψύχραιμα αὐτές τίς φανερές ἀνοησίες θά τίς διέγραφε ( ἐννοεῖται ὅτι τό κείμενο δέν ἀναγνώσθηκε ἐνώπιον τῶν ἱερέων, ἀλλιῶς τέτοιες φράσεις δέν θά ἐγκρίνονταν). Τώρα βέβαια ὀφείλει γιά τήν ἄγρια αὐτή ἐπίθεση νά ζητήσει συγγνώμη ἀπό τούς συλλειτουργούς του. Ὅμως δυστυχῶς γι’ αὐτόν τά περί λατρείας τοῦ Δία ταιριάζουν ἀπόλυτα σέ κάποιον ἐκ τῶν ὑπογραψάντων , τόν «πατέρα Κώστα Μπέη» (ἔτσι αὐτοαποκαλεῖται στά κείμενά του). Αὐτός ὄντως κατά κυριολεξίαν προσεύχεται στό Δία. Στό αἰσχρό του δημιούργημα, τό ὁποῖο ὀνομάζει «Θεία Λειτουργία» καί τήν ὁποία τέλεσε στά Ἀρσάκεια σχολεῖα τήν 17 Μαΐου 2009, ξεκινάει μέ μιά φράση-ἐπίκληση παρμένη ἀπό τήν Ὀδύσσεια πού ἀπευθύνεται στό Δία. (Παραθέτουμε τό κείμενο, ὅπως εἶναι καταγεγραμμένο σέ ἔντυπο πού μοιράσθηκε στούς ἐκκλησιαζομένους ) :
« Ο ιερεύς υψώνει το Ευαγγέλιο. Ἐλέαιρε άναξ· ικέτης δε τοι εύχομαι είναι (Όμηρος, Οδύσσεια, Ε΄ 450) Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία....». Καί ὄχι μόνο ἐκεῖ βεβηλώνει τή Θ. Λειτουργία ὁ «πατήρ Κώστας» ἀλλά ἀκόμη καί στήν ἁγία Ἀναφορά παρεμβάλλει φράσεις ἀπό τήν Ὀδύσσεια καί τό φιλόσοφο Ἐμπεδοκλῆ. Μιλᾶμε γιά ἕναν ἐπικίνδυνο κατήφορο, γιά ἐπιβεβαίωση ὅσων γράφαμε στό τέλος τοῦ προηγουμένου κειμένου μας δηλ. γιά «τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τό ἐστώς ἐν τόπῳ ἁγίῳ», γιά τή βδελυκτή ἐνθρόνιση μιᾶς «μοντέρνας» λατρείας πού σφετερίζεται τήν ὀρθόδοξη λατρεία καί ἑτοιμάζει τόν κόσμο γιά τόν Ἄρχοντα τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Τελειώνοντας πρός τό παρόν τίς τοποθετήσεις μας νομίζουμε ὅτι θά ἦταν τραγική ὀπισθοδρόμηση ἡ καθαίρεση τῆς Θ. Λατρείας, ἡ ἀποκαθήλωση τῶν ἱερῶν συμβόλων της δηλ. τῶν ἁγίων τροπαρίων, εὐχῶν, ἀναγνωσμάτων μαζί μέ τήν ἐκκλησιαστική μουσική πού εἶναι ἀπαραίτητο παρακολούθημα τῆς Λατρείας μας καί ἡ ὑποκατάστασή τους μέ πειραματικά ἐξαμβλώματα τοῦ τύπου τοῦ νέου Κακολογίου τῆς Μητροπόλεως. Ὅπως συμβαίνει μέ τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου μετά ἀπό αἰῶνες πολλούς καί ἀγῶνες τῶν Πατέρων ἔλαβαν τήν τελική τους μορφή ἔτσι συμβαίνει καί μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία ἡ ὁποία σταδιακά μέ φόβο Θεοῦ καί τή θεία συνέργεια ἔλαβε τήν τελική της μορφή. Αὐτή τήν ἱερά παρακαταθήκη ας ἂς τή φυλάξουμε «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ» ἀπό κάθε ἐπιβουλή.
Το ιστολόγιό μας πριν φιλοξενήσει τις δύο πιο πάνω επιστολές. είχε ήδη απαντήσει (23 Νοεμβρίου) , στο προσβλητικό κείμενο απο την Πρέβεζα.
Εάν επιθυμείτε να διαβάσετε την ανάρτηση κάντε κλικ στον παρακάτω τίτλο: