"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

῾Ο ἀδούλωτος Φώτης Κόντογλου γράφει πρός κάποιον μητροπολίτη πού λατινίζει!



"Ο Παπισμός είναι και για τους άπιστους, ακόμη και για τους αδιάφορους, η προσωποποίηση του πνεύματος «του κόσμου», και κατέστησε τόσο απεχθές και μισητό το Ευαγγέλιο, όσο κανένας άθεος ή φανερός εχθρός του Χριστού"


Αθήνα, 7 Μαρτίου 1965

Σεβασμιότατε,
Θερμά σας ευχαριστώ για την επιστολή Σας της 4ης Μαρτίου, στην οποία μου γράφετε ότι θα προσπαθήσετε να μου απευθύνει η Κοινότητα επιστολή για να προβώ στην αγιογράφηση των ιερών εικόνων του ιερού Ναού του Γενέσιου της Θεοτόκου.
Όσον αφορά στις τιμές τους, επαφίεμαι στην καλή θέλησή τους. Ας τις υποτιμήσουν όσο νομίζουν, κι ας γνωστοποιήσουν σε μένα πού κατέληξαν. Εάν όμως δυσκολεύονται, οπωσδήποτε, ν' αναθέσουν σε εμένα την εργασία για οποιονδήποτε λόγο, και βρεθεί ο εξίσου με εμένα κατάλληλος και πεπειραμένος τεχνίτης, ας μη διστάσουν να αναθέσουν την αγιογράφηση σε εκείνον.

***
Οι αντιλήψεις μου για την κίνηση προς την ενότητα του Χριστιανικού κόσμου είναι γνωστές στον Παναγιότατο, και από σύντομες μεταξύ μας συνομιλίες, όταν ήρθε αυτός στην Αθήνα, και από διεξοδικότερες αλληλογραφίες μαζί του και με τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Δέρκων κ.κ. Ιακώβου.

Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αυτές οι αντιλήψεις δεν οφείλονται σε ελατήρια μισαλλοδοξίας ή άγνοιας, αλλά σε βαθιά πίστη και γνώση του μυστηρίου της Ορθοδοξίας, την οποία είχα, με τη χάρη του Θεού, από την παιδική μου ηλικία, από όπου αναδύεται η βαθύτατη αγάπη και ο σεβασμός προς αυτήν, καθώς έχω δεσμευτεί για μια ζωή με θυσίες και αγώνες που με καταδικάζουν σε ηθελημένη ακτημοσύνη, αν και κατά τη διάρκεια του χρόνου θα μου ήταν εύκολο να αποκτήσω πολλά υπάρχοντα, δεδομένου ότι ο Κύριος, που δίνει τα πάντα πλουσιοπάροχα, προίκισε εμένα τον ανάξιο με πολλά προσόντα που εξασφαλίζουν επιτυχία υλική και φήμη, στον αιώνα αυτό τον πονηρό.

Χωρίς τη θέλησή μου επεκτάθηκα περισσότερο από όσο πρέπει. Με τη θεία φώτιση μείναμε μακριά από τις ματαιοδοξίες του ουμανισμού, αγωνιζόμενοι μαζί με ψυχές πυρακτωμένες από ασάλευτη πίστη προς την Ορθοδοξία, προερχόμενη από τη βαθιά γνώση και επίγνωση ότι αυτή υπερέχει έναντι των δυτικών ορθολογιστικών και αριστοτελικών παραμορφώσεων της θρησκείας του Χριστού, τις οποίες, αλίμονο! ονομάζουμε «Εκκλησίες», όσο ομολογούμε την πίστη μας με το Σύμβολο, που βεβαιώνει ότι πιστεύουμε «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», ενώ αναγνωρίζουμε το δικαίωμα στους Λατίνους να αυτοχαρακτηρίζονται με την ελληνική λέξη «Καθολικοί», την οποία πονηρά άρπαξαν. Οι Λατίνοι δεν έχουν παρά την Παπική αυλή διάδοχο της αυλής των αυτοκρατόρων της Ρώμης, που εκπροσωπούσαν το πνεύμα «του κόσμου», το οποίο χαρακτήρισε επανειλημμένα ο Κύριος ως εχθρικό προς Αυτόν και προς το ευαγγέλιο (ιδίως στο Κατά Ιωάννου η' 23, ιδ' 27, ιε' 18, ιστ' 20 και μάλιστα στο Κατά Ιωάννου ιζ' 9, όπου λέει προς τον Πατέρα Του, Αυτός που ήρθε για να σώσει τον κόσμο: «Δεν παρακαλώ διά τον κόσμον αλλά παρακαλώ δι' αυτούς τους οποίους μοι έδωσες»). Ο Παπισμός είναι και για τους άπιστους, ακόμη και για τους αδιάφορους, η προσωποποίηση του πνεύματος «του κόσμου», και κατέστησε τόσο απεχθές και μισητό το Ευαγγέλιο, όσο κανένας άθεος ή φανερός εχθρός του Χριστού.

Σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε για αυτές τις γραμμές. Σεβαστός και αγαπητός ο Πατριάρχης, σεβαστοί και αγαπητοί οι αρχιερείς, αλλά περισσότερο σεβαστή και αγαπητή είναι η αλήθεια του Χριστού.

Με σεβασμό και αγάπη,
ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Υ.Γ.

Σεβασμιότατε,

Εμείς, οι θεωρούμενοι φανατικοί και μισαλλόδοξοι, έχουμε στις καρδιές μας αληθινή αγάπη, δηλαδή την αγάπη την οποία δίνει μόνο ο Χριστός, όχι την ψεύτικη αγάπη την οποία έχει ο «κόσμος». Δε θέλω να αμφισβητήσω ότι εσείς και άλλοι κληρικοί μαζί σας οδηγούνται από το πνεύμα αληθινής αγάπης. Αλλά, με αφορμή τη φιλοπαπική κίνηση συντάχθηκαν με το στρατόπεδο των φιλοπαπικών άνθρωποι, οι οποίοι ήταν και είναι εντελώς άπιστοι ζώντας μακριά από την Εκκλησία, υπολογιστές και συμφεροντολόγοι, οι οποίοι ως δια μαγείας, ενώ ενέπαιζαν προηγουμένως τη θρησκεία μας, μεταβλήθηκαν σε κήρυκες της αγάπης, ψεύτες, εκμεταλλευτές των πάντων. Την ιερή αγάπη την έχουν ως προπέτασμα καπνού, και ως εκ τούτου εξευτέλισαν την ιερή αγάπη του Ευαγγελίου, «τον σύνδεσμον της τελειότητος».

Έχω πολλά να σας εξομολογηθώ και να σας καταστήσω γνωστά κάποια πράγματα τα οποία με ενίσχυσαν στην προκατάληψή μου έναντι των Λατίνων. Σας μιλώ ως προς πνευματικό Πατέρα. Πολλά δε γνωρίζετε, από τα οποία γίνεται φανερό ότι ο λατίνος δεν έχει πνεύμα Θεού.

*«Ο.Τ.», Ιούνιος 1967. Σε εισαγωγικό σημείωμα, ο «Ο.Τ.» λέει τα εξής: «Παροιμιώδης υπήρξε η αφιλοκέρδεια, αλλά και η άρνηση και της ελάχιστης συγκατάβασης στα ζητήματα της Πίστεως, του αλησμόνητου συνεργάτη του "ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ" μακαριστού Φωτίου Κόντογλου σε πείσμα των βιοποριστικών του αναγκών.

Η παρακάτω δημοσιευμένη επιστολή προς κάποιο Μητροπολίτη που λατινίζει είναι χαρακτηριστική της ανυπέρβλητης αρετής και του αδαμάντινου χαρακτήρα του ασύγκριτου αυτού προμάχου της Ορθοδοξίας».

«ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΑ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ»
ΑΘΗΝΑ 1993


Απόδοση στα Νέα Ελληνικά
Τερζή Όλγα
Πτ. φιλοσοφικής σχολής (Α.Π.Θ.)

Διαδίκτυο:http://www.impantokratoros.gr/A3A4B661.el.aspx

῞Ενα ἀπίστευτο θαῦμα- ῞Αγιος ᾿Αρσένιος Καππαδόκης: Πῶς τὸν ἔσωσε ἡ Παναγία ἀπὸ βέβαιο θάνατο!


Μία Γυναῖκα, τὸν κατέβασε κάτω καὶ τὸν ἄφησε. Εἶχε νιώσει τὸν ἑαυτὸ του, ὅπως ἔλεγε, ἐκείνη τὴν ὥρα, σὰν νὰ ἦταν μωρὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του.



Ἐπάνω σ᾿ ἔναν βράχο μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ἦταν ἕνα ᾿Εξωκκλῆσι τῆς Παναγίας ( σὸ Κάντσι). Οἱ Φαρασιῶτες εἶχαν προεκτείνει πρὸς τὰ ἔξω τοῦ βράχου σανιδένιο ἐξώστη γιὰ εὐρυχωρία. Γιὰ νὰ φθάσουν μέχρι ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ ἀνεβοῦν σαράντα σκαλοπάτια σκαλιστὰ στὸν βράχο καὶ ἄλλα ἑκατὸν εἴκοσι, ποὺ εἶχαν φτιαχμένα μὲ σανίδες. Σ΄ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἐξωκκλῆσι εἶχε πάει να λειτουργήσει ὁ π. Ἀρσένιος καὶ ὁ Πρόδρομος, ὡς συνήθως. Ὅταν τελείωσε ἡ θεία λειτουργία, ὁ πατὴρ βγῆκε λίγο στὸν ἐξώστη. Ἐκεῖ ποὺ ἀκουμποῦσε, ξεκαρφώθηκε μιὰ σανίδα καὶ ὁ πατὴρ ἔπεσε κάτω στὸν γκρεμό. ῞Ενας γεωργός, ποὺ τὸν εἶδε ἀπὸ ἀπέναντι νὰ πέφτει, ἄφησε τὰ βόδια του στὸν ζυγὸ καὶ ἔτρεξε γιὰ νὰ συμμαζέψει τὸ σκορπισμένο του κορμί, ὅπως νομίζε. Ὁ Πρόδρομος δὲν εἶχε καταλάβει τίποτε, γιατὶ ἦταν μέσα στὸν ναὸ καὶ τὸν συγύριζε. ΄Ὅταν λοιπὸν ἔφτασε ὁ γεωργὸς ἐκεῖ κοντὰ στὸν γκρεμὸ κάτω, εἶδε τὸ κορμὶ τοῦ πατρὸς Ἀρσενίου ὁλόκληρο ἀλλὰ ἀκίνητο, καὶ πῆγε νὰ τὸ πιάσει. Ὁ πατὴρ ὅμως, εἶπε στὸν γεωργό: «μὴ μ᾿ ἐγγίζεις, δέν ἔχω τίποτα». Ἔμενε ἀκίνητος ὁ πατήρ, ὄχι γιατὶ εἶχε χτυπήσει, ἀλλὰ ἀπὸ μεγάλη συγκίνηση, διότι τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφτε κάτω στὸν γκρεμό, τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιὰ της Μία Γυναῖκα, τὸν κατέβασε κάτω καὶ τὸν ἄφησε. Εἶχε νιώσει τὸν ἑαυτὸ του, ὅπως ἔλεγε, ἐκείνη τὴν ὥρα, σὰν νὰ ἦταν μωρὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του. Σηκώθηκε λοιπόν, μετὰ ἀπὸ τὴν συγκίνηση ἐκείνη καὶ ἀνέβηκε ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ τὰ ἑκατὸν ἑξήντα σκαλοπάτια, ποὺ μόνον αὐτὰ συμπλήρωναν πενήντα μέτρα ὕψος, καὶ πῆγε ξανὰ στὸ ἐξωκκλῆσι τῆς Παναγίας καὶ διηγήθηκε ὃ,τι ἔγινε στὸν Πρόδρομο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφοσιωμένος στὸ συγύρισμα τοῦ Ναοῦ καὶ δὲν εἶχε καταλάβει ἀκόμη τίποτε. Ὁ γεωργὸς ἐπίσης πῆγε μετὰ στὰ Φάρασα καὶ τὸ ὡμολογοῦσε.


᾿Από τό βιβλίο ῾Ο πατήρ ᾿Αρσένιος Καππαδόκης, σελ. 82, 83, 1975

Προσπάθεια ἀπαξίωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας-τοῦ ᾿Ανδρέα Κατσούρη- καθηγητῆ Φιλολογίας Παν/μίου ᾿Ιωαννίνων


Φαίνεται ότι εμάς τους Έλληνες μας κατατρέχει ένα σύνδρομο αυτοκαταστροφής, αυτοπεριφρόνησης και αυταπαξίωσης, αλλιώς δεν εξηγείται το πάθος και η άλογη εμμονή που διακατέχει κάποιους για κ

ατάργηση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο ή, ακόμη χειρότερο, την παντελή απαξίωσή της από το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Εάν αντιμετωπίζονται προβλήματα στη μέθοδο διδασκαλίας ή στην πρόσληψή της από τους μαθητές, πράγμα φυσιολογικό για κάθε κλάδο του επιστητού, το σωστό είναι να προσπαθήσουμε να βρούμε τις πιο κατάλληλες λύσεις...

και όχι να απαιτούμε την κατάργηση του μαθήματος. Δυσκολίες παρουσιάζονται και στη διδασκαλία των μαθηματικών και της φυσικής και της χημείας, ωστόσο δεν ακούγονται φωνές για κατάργηση της διδασκαλίας αυτών των γνωστικών αντικειμένων.

Αυτοί που ζητούν την κατάργηση της διδασκαλίας του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες, από πανεπιστημιακούς δασκάλους και καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης μέχρι και πολίτες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Δυστυχώς, μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ακόμη και φιλόλογοι, οι οποίοι είτε από άγνοια είτε από έλλειψη αυτοπεποίθησης λόγω ελλιπούς κατάρτισής τους είτε επειδή θέλουν να θεωρούνται, για δικούς τους λόγους, «προοδευτικοί», γίνονται ένθερμοι υποστηρικτές της καταστροφικής για τον τόπο αυτής της αντίληψης.

Η πρόσφατη δήλωση του καθηγητού Κριαρά έδωσε το έναυσμα για μια συντονισμένη επίθεση με διάφορα επιχειρήματα που όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά και δεν βασίζονται σε καμιά επιστημονική ή εμπειρική έρευνα και παρατήρηση.
Όσοι υποστηρίζουν αυτό το επιχείρημα εκκινούν από λάθος αφετηρία, αφού θεωρούν ως «εξ αποκαλύψεως αλήθεια» την άποψη ενός συγκεκριμένου προσώπου, σεβαστού κατά τα άλλα και επιστημονικά καταξιωμένου.
Αναφερόμενοι σε μεγάλους δημοτικιστές, επιστήμονες και ποιητές, αποσιωπούν το γεγονός ότι αυτοί γαλουχήθηκαν μέσα σε ένα σχολείο με εκείνη τη γλωσσική μορφή, την οποία οι δημοτικιστές περιφρονούν, δηλαδή την καθαρεύουσα, και την αρχαία, την οποία προσπαθούν να απαξιώσουν. Τόσο ο Κριαράς, όσο και οι μεγάλοι πεζογράφοι και ποιητές μας, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Παπαδιαμάντης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μυριβήλης, ο Καζαντζάκης και τόσοι άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός, χειρίζονταν άριστα την καθαρεύουσα και γνώριζαν εξίσου άριστα την αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία.

Αν όλοι αυτοί μεγάλωναν με μόνο εφόδιο την δημοτική, δεν θα ήσαν αυτοί που είναι και τους θαυμάζουμε. Ο Παπανούτσος, τον οποίο επίσης επικαλούνται για να στηρίξουν τις απόψεις τους, δήλωνε απερίφραστα – κάτι που σκόπιμα παραλείπουν να αναφέρουν οι έχοντες τις πιο πάνω εμμονές – πως: «Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει και να γράψει σωστά τη δημοτική, αν δεν πατάει στέρεα στη γνώση της αρχαίας κλασικής γλώσσας».
Απτή απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι οι μεγάλοι δημοτικιστές έγραφαν σε πολύ καλή δημοτική γλώσσα, χωρίς να την έχουν ουσιαστικά διδαχθεί. Τέτοια παραδείγματα είναι εξόφθαλμα και σήμερα. Μπορεί κανείς να κάνει τη σύγκριση μεταξύ εκείνων που διδάχτηκαν μόνο τη δημοτική και εκείνων που διδάχτηκαν όλες τις μορφές της γλωσσικής μας παράδοσης. Πιο σωστή και πλούσια σε λεξιλόγιο δημοτική γράφουν οι δεύτεροι. Ας σταματήσει λοιπόν το επιχείρημα ότι μαθαίνει και γράφει κανείς τη δημοτική, μόνο αν διδάσκεται αποκλειστικά αυτή τη μορφή της γλώσσας μας.
Η περιφρόνηση προς την καθαρεύουσα είναι επίσης χαρακτηριστικό αυτών των ιδίων κύκλων που στοχεύουν, όπως φαίνεται, στην «ολοκληρωτική αποξένωση των μαθητών από τις «επικίνδυνες» ιδέες των αρχαίων κειμένων, μέσω της καλλιέργειας μιας απέχθειας για την αρχαιογνωσία» (Κ. Αγγελάκος, επίκουρος καθηγητής).

Λησμονούν ή αποσιωπούν οι έχοντες αυτές τις εμμονές ότι αριστουργήματα της λογοτεχνίας μας είναι γραμμένα σε αυτή τη γλωσσική μορφή, ότι η αποξένωση των μαθητών από την καθαρεύουσα τους στερεί τη δυνατότητα και τη χαρά πρόσληψής τους, ότι η καθαρεύουσα είναι ο συνδετικός κρίκος της δημοτικής με την αρχαία ελληνική γλώσσα, και ότι η αφαίρεση αυτού του συνεκτικού κρίκου δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ της δημοτικής και της αρχαίας, χάσμα που δύσκολα καλύπτεται και δημιουργεί τεράστια και ανυπέρβλητα προβλήματα στην πρόσβαση από την δημοτική στην αρχαία.
Σε καμιά άλλη χώρα του κόσμου οι πολιτικές παρεμβάσεις και αποφάσεις δεν καθόρισαν την εξέλιξη της γλώσσας. Η γλώσσα, ως ένας ζωντανός οργανισμός εξελίσσεται και πρέπει να εξελίσσεται χωρίς άσκηση βίας και καταναγκασμού, πράγμα δυστυχώς που δεν συνέβη στη χώρα μας, όπου οι πολιτικοί επέβαλαν την αποκλειστική χρήση της δημοτικής και του μονοτονικού, πλήττοντας έτσι καίρια την ομαλή εξέλιξη της γλώσσας και την γλωσσική παράδοση αιώνων. Όπως σωστά παρατηρεί ο Γιανναράς, «η γλώσσα πλάθεται από τον λαό, τις ανάγκες και τις ευαισθησίες του, δεν μπαίνει στον γύψο με κρατικά διατάγματα δίχως να προκληθούν τερατογενέσεις».

Η γλώσσα μας είναι ο μεγάλος και ανεκτίμητος θησαυρός μας, είναι η ψυχή μας.

Όλα τα άλλα είναι εξωτερικά αγαθά, τα οποία μπορεί να κάνουν τη ζωή μας ευκολώτερη. Αν όμως απαλλοτριωθούμε από τη γλώσσα μας, θα χάσουμε τη ψυχή μας, την ταυτότητά μας, όπως την χάνουν εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες μας, όταν απολέσουν την ελληνική λαλιά τους.

Τότε εκβαρβαρίζονται, με την έννοια ότι χάνουν βαθμιαία την ελληνική ταυτότητα, την ελληνική ψυχή τους, γίνονται ένα με την ψυχή του λαού μέσα στον οποίο διαβιώνουν.
Ο λαϊκισμός και η ήσσων προσπάθεια στην εκμάθηση της γλώσσας μας σε όλες τις ιστορικές μορφές της έχουν οδηγήσει σε μια γλωσσική και διανοητική ακαταστασία. Με αυτό τον λαϊκισμό, αν τελικά επικρατήσει, η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει σε μερικές δεκαετίες να αντικατασταθεί από τα «Γκρίκλις», δηλαδή τα ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτό θα είναι η χαριστική βολή στην πνέουσα τα λοίσθια ελληνική ταυτότητα. Το εύκολο δεν είναι πάντοτε και το καλύτερο για την παιδεία. Με αυτή τη λογική το επόμενο βήμα είναι η αντικατάσταση της ιστορικής με τη φωνητική ορθογραφία, κάτι που θα ισοδυναμεί με θανατική εκτέλεση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού, και κατʼ επέκταση του ελληνικού έθνους.

Το επιχείρημα ότι η καθιέρωση της δημοτικής και του μονοτονικού θα βοηθήσει στη μορφωτική ανύψωση του ελληνικού λαού αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων εντελώς αβάσιμο. Αρκεί να δει κανείς τη λεξιλογική πενία, τη γλωσσική ακαταστασία, τη διανοητική σύγχυση, την παντελή άγνοια γραμματικών και συντακτικών φαινομένων και του ετυμολογικού, και την αδυναμία στη διατύπωση και έκφραση των σκέψεων, καθώς και στην κατανόηση και πρόσληψη κειμένων της λόγιας παράδοσης και της αρχαίας λογοτεχνίας μας.
Η κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων βασίστηκε και σε ένα άλλο επιχείρημα, στον δήθεν «κακό τρόπο» διδασκαλίας τους. Αυτό όμως, έστω και αν δεχτούμε ότι αληθεύει, δεν είναι δικαιολογία για την κατάργησή τους. Αρκούσε η βελτίωση του τρόπου διδασκαλίας τους. Γιʼ αυτό το θέμα χρήσιμο είναι πάλι να παραθέσουμε την άποψη του Γιανναρά «ότι χάρη σε εκείνο τον «κακό τρόπο» η ζωντανή καθημερινή γλώσσα, ακόμα και των μη λόγιων Ελλήνων, διέσωζε τότε την ορθή κλίση των τριτοκλίτων, τη σωστή εκφορά των επιρρημάτων, τη διάκριση του στιγμιαίου από το διαρκές στους χρόνους των ρημάτων, και πλήθος ακόμη εκφραστικών δυνατοτήτων που σήμερα έχουν σχεδόν αφανιστεί. Η ανεπιτήδευτη καθημερινή γλώσσα ήταν κατάσπαρτη με τύπους και εκφράσεις της λόγιας, της εκκλησιαστικής ή και της αρχαιοελληνικής παράδοσης.

Λειτουργούσε, έστω ανεπίγνωστα, η συνέχεια της γλώσσας, η συνέχεια του Γένους των Ελλήνων».
Δύο λύσεις υπάρχουν, όπως πολύ σωστά θέτει το ζήτημα αυτό ο αξιόλογος διανοητής Χρήστος Γιανναράς (Καθημερινή, 8 Νοεμβρίου 2009): «Έχουμε κουραστεί από την προγονοπληξία, την κενή ρητορεία για τον κάποτε πολιτισμό μας, θέλουμε να τα παραμερίσουμε όλα αυτά; Ή πιστεύουμε ότι η αρχαία γλώσσα είναι στέρεα, εκπληκτικό σε αρτιότητα εφαλτήριο για το άλμα στη λογική συγκρότηση, τη δημιουργική φαντασία σήμερα; Αν θέλουμε το πρώτο, να καταργήσουμε τα Αρχαία. Αν θέλουμε το δεύτερο, να το διδάξουμε σαν συναρπαστικό παιχνίδι, από το δημοτικό. Το Ετυμολογικό και το Συντακτικό της Αρχαίας έχει πειραματικά αποδειχθεί ότι γίνεται παιχνίδι για τα παιδιά. Παράλληλα, την τρέχουσα γλώσσα να την προσλαμβάνουν τα παιδιά από κορυφαία σημερινά λογοτεχνήματα, χωρίς Γραμματική και Συντακτικό «της δημοτικής», δηλαδή της τεχνητής μας σχιζοφρένειας».Εφʼ όσον αποφασίσουμε το δεύτερο, θα πρέπει να εξετάσουμε τους λόγους για τους οποίους το μάθημα των Αρχαίων πιθανόν να προκαλεί απέχθεια στους μαθητές και να προσπαθήσουμε να το κάνουμε ελκυστικό.
Αυτοί οι λόγοι, εν συντομία, έχουν σχέση πρωτίστως με την κατάρτιση των καθηγητών, τη μέθοδο διδασκαλίας, τα διδακτικά βιβλία, τα αναλυτικά προγράμματα, τη συνεχή ουσιαστική επιμόρφωση των φιλολόγων, αλλά και την περιρρέουσα ιεράρχηση των αξιών από την κοινωνία μας.
Είναι γνωστό ότι στη Μέση Εκπαίδευση, με το ισχύον σύστημα, διορίζονται ως καθηγητές φιλολογικών μαθημάτων πτυχιούχοι όχι μόνο του Τμήματος Φιλολογίας, αλλά και του Τμήματος Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, καθώς και του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Στα τελευταία αυτά τμήματα η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και του αρχαίου πολιτισμού είναι όχι μόνο ελλιπής, αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτη. Με το σύστημα όμως που το Υπουργείο Παιδείας επέβαλε μπορούν και οι πτυχιούχοι αυτών των πανεπιστημιακών τμημάτων να συμμετέχουν στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ, αφού με δική τους ευθύνη και προσπάθεια «μάθουν» τα απαραίτητα για να πετύχουν στις εξετάσεις. Πέραν τούτου, για μια δεκαετία περίπου, όσο ίσχυε η επετηρίδα, μπήκαν στην εκπαίδευση ως φιλόλογοι πολλές εκατοντάδες των πιο πάνω τμημάτων. Επομένως, υπάρχει πρόβλημα ουσιαστικής κατάρτισης των διδασκόντων.

Η μέθοδος διδασκαλίας εξαρτάται και από την κατάρτιση του διδάσκοντος. Αν ο διδάσκων δεν είναι καλός γνώστης του αντικειμένου του, τότε καμιά μέθοδος δεν θα κάνει το μάθημα ελκυστικό. Αν θεωρήσουμε ότι ο διδάσκων έχει επάρκεια, τότε η μέθοδος είναι σημαντικό εργαλείο, για να γίνει το μάθημα ευχάριστο και αποδοτικό, να κεντρίσει το ενδιαφέρον των μαθητών και να τους εμποτίσει με την αγάπη για το μάθημα. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το μάθημα των Αρχαίων, αλλά για όλα τα μαθήματα. Είναι γνωστό ότι σε αυτό τον τομέα οι νεαροί καθηγητές πειραματίζονται χωρίς καμιά σχεδόν βοήθεια και χωρίς καμιά προπαρασκευή. Η διετής δοκιμαστική περίοδος διορισμού, κατά την οποία θα πρέπει να προσφερθεί στους νέους εκπαιδευτικούς ουσιαστική βοήθεια προς αυτή την κατεύθυνση, είναι απολύτως απαραίτητη. Θα πρέπει επίσης να γίνει μια κατάλληλη προετοιμασία, θεωρητική και πρακτική, των προς διορισμό εκπαιδευτικών.
Τα διδακτικά βιβλία και η έκταση της διδακτέας ύλης είναι επίσης ένας σημαντικός παράγων. Είναι αναγκαία προϋπόθεση της επιτυχίας ένα καλογραμμένο και ελκυστικό βιβλίο των Αρχαίων, στο οποίο τα κείμενα να είναι έτσι επιλεγμένα, ώστε να υπάρχει μια κλιμάκωση από τα πιο εύκολα προς τα δύσκολα, αλλά και να ερεθίζει το ενδιαφέρον των μαθητών.

Η δυσκολία και η σύγχυση, την οποία επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων στο Γυμνάσιο, οφείλονται και στο γεγονός που αναφέρθηκε πιο πάνω, δηλαδή στο χάσμα που δημιουργείται με τον εξοβελισμό της καθαρεύουσας από το δημοτικό, αλλά και από την καθιέρωση του μονοτονικού. Πώς να μην υπάρξει σύγχυση, όταν ο μαθητής καλείται στα νέα ελληνικά να γράφει στο μονοτονικό – έτσι έχει συνηθίσει από το δημοτικό – και στα αρχαία στο πολυτονικό, π.χ. αγαπώ και γαπ, οξεία στο πρώτο, περισπωμένη στο δεύτερο. Αυτή τη γλωσσική σύγχυση πέτυχε η καθιέρωση του μονοτονικού, μια σύγχυση που βέβαια μεταφέρεται στη σκέψη.
Τέλος, η απαξιωτική αντιμετώπιση των αρχαίων ελληνικών, με κριτήριο την κακώς εννοουμένη χρησιμότητα του μαθήματος, δεν συμβάλλει στη δημιουργία ενός ευνοϊκού μαθησιακού κλίματος. Όταν οι μαθητές βομβαρδίζονται καθημερινά με απαξιωτικές κρίσεις για την αρχαιοελληνική γλώσσα, γιατί να περιμένουμε ότι θα αντιμετωπίσουν τα Αρχαία με το ανάλογο ενδιαφέρον και την αγάπη που απαιτείται, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της μαθήσεως;

Το επιχείρημα επίσης που μανιωδώς προβάλλεται, ότι δηλαδή μπορεί και πρέπει ο μαθητής να γνωρίσει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό μέσα από τις μεταφράσεις, δεν είναι πειστικό. Δεν είναι δυνατόν να αγνοούν οι κατά κόρον επαναλαμβάνοντες αυτό το επιχείρημα ότι το περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού έργου είναι συνυφασμένο με τη γλωσσική μορφή στην οποία γράφτηκε. Πέρα από το γεγονός ότι καμιά μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει σωστά το περιεχόμενο του αρχαίου κειμένου, καμιά μετάφραση δεν μπορεί να θεωρηθεί δόκιμη, είναι αυτονόητο ότι π.χ. ο Όμηρος σε μετάφραση δεν είναι Όμηρος. Παλαιότερα που διδασκόταν στο Γυμνάσιο π.χ. ο Όμηρος από μετάφραση των Κακριδή και Καζαντζάκη, οι άγνωστες και αδόκιμες λέξεις ήταν περισσότερες από τις άγνωστες λέξεις του πρωτότυπου Ομηρικού κειμένου. Οι μεταφράσεις μπορούν μόνο συμπληρωματικά με το αρχαίο κείμενο να διδαχθούν, για να μη μένει ένα έργο ημιτελές στη διδασκαλία. Προσεγγίζοντας το πρωτότυπο κείμενο ο μαθητής θα αισθανθεί χαρά, ικανοποίηση και περηφάνεια βλέποντας και συνειδητοποιώντας τη συνέχεια της γλωσσικής μας παράδοσης. Η πρόσληψη της γλώσσας είναι εξίσου σημαντική με το περιεχόμενο ενός έργου. Είναι σαν να υποστηρίζει κανείς ότι αισθάνεται την ίδια αισθητική απόλαυση διαβάζοντας Παπαδιαμάντη από μετάφραση με αυτή που νοιώθει διαβάζοντας «γνήσιο» Παπαδιαμάντη.

Τα εμπειρικά συμπεράσματα που συνάγονται από τα αποτελέσματα της γλωσσικής παιδείας του παρελθόντος αλλά και του παρόντος αδιαμφισβήτητα συνηγορούν, πρώτον, υπέρ της διδασκαλίας όλων των μορφών της γλωσσικής μας παράδοσης, δεύτερο, αποδεικνύουν ότι η διδασκαλία και η γνώση της καθαρεύουσας και της Αρχαιοελληνικής είναι προϋπόθεση για την καλή γνώση της δημοτικής, και, τέλος, ότι η απλοποίηση της γλώσσας, είτε με την καθιέρωση του μονοτονικού είτε με άλλους τρόπους, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε γλωσσική και διανοητική σύγχυση.
Η μεγάλη παιδευτική και μορφωτική αξία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αναγνωριζόταν σε όλες τις εποχές, αλλά ακόμα και σήμερα που η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την επικράτηση της τεχνολογίας. Βρετανοί επιχειρηματίες και ειδικοί μελετητές προτρέπουν τα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων να μάθουν Αρχαία Ελληνικά «επειδή αυτά περιέχουν μια ξεχωριστή σημασία για τους τομείς οργανώσεως και διαχειρίσεως επιχειρήσεων, ενισχύουν τη λογική, τονώνουν τις ηγετικές ικανότητες. και έχουν μεγάλη ωφελιμότητα στην πληροφορική και την υψηλή τεχνολογία».

Δυστυχώς, η αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών προβλημάτων από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, τόσο την Κυβέρνηση συνολικά όσο και το Υπουργείο Παιδείας ειδικότερα, είναι άτολμη, συχνά στρεβλωμένη από τον κομματισμό και τον λαϊκισμό, με φοβικά σύνδρομα, για το ποια θα είναι η αντίδραση.


πηγή: http://epirus-ellas.blogspot.com/2009/12/blog-post_2366.html

῾Η ῾Ιερά Σύνοδος πρέπει νά ἐπαγρυπνεῖ σέ πιθανές γλωσσικές καινοτομίες τῆς κ. ὑπουργοῦ Παιδείας....


ΦΩΤΟ: Γιά πάντα μαζί!


[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: Τό κείμενο πού φιλοξενοῦμε, προφανῶς δέν μᾶς ἐκφράζει, τό παραθέτουμε ὅμως νά νά δείξουμε πῶς σκέπτονται μερικοί...῾Η παροιμία λέει: «Φύλαγε τά ροῦχα σου νἄχεις τά μισά». ᾿Εκεῖ φτάσαμε...]


Θα αλλάξει η Άννα Διαμαντοπούλου τη γλωσσική πολιτική του Υπουργείου Παιδείας;

Η τοποθέτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στη θέση της υπουργού «Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων» έχει ήδη προκαλέσει τις πρώτες «εθνικές ανησυχίες». Λίγο που ο Γιώργος Παπανδρέου θεωρείται «άνθρωπος των Αμερικάνων» σε αντίθεση με τον υποτιθέμενα πιο «ελληνόψυχο» και «φιλορώσο» Κώστα Καραμανλή, λίγο που καταργήθηκε το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης (διάδοχο υπουργείο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας για την ενσωμάτωση των κατειλημμένων εδαφών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και προπύργιο εθνικοφροσύνης και αντικομμουνισμού), λίγο που το υπουργείο από «Εθνικής Παιδείας» έγινε απλώς «Παιδείας», ήταν αναμενόμενο τα πατριωτικά πληκτρολόγια να πάρουν φωτιά.

Ειδικά όμως το πρόσωπο της Διαμαντοπούλου ήδη συγκεντρώνει αισθητά περισσότερο τα πυρά του πατριωτικού χώρου. Ο λόγος βέβαια είναι η πρόταση της από το 2001 «να γίνουν τα αγγλικά δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα». Ήδη από τότε αποτελούσε κοινή πεποίθηση ότι η πρόταση αυτή συνιστά εθνική προδοσία και προσπάθεια να «πολτοποιηθεί» η ελληνική εθνική συνείδηση μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Η κριτική αυτή, όπως τότε έτσι και τώρα, προέρχεται από τον «πατριωτικό χώρο», όπως πολύ εύστοχα έχει ονομάσει ο Ιός τη Ελευθεροτυπίας τη σύγκλιση σε μια εθνικιστική ατζέντα δυνάμεων που ξεκινούν από την ακροδεξιά και την εκκλησία, περνούν από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και φτάνουν στην αριστερά.

Το πρόβλημα όμως με την τοποθέτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στη θέση του Υπουργού Παιδείας δεν είναι κάποια υποτιθέμενα «μειωμένα εθνικά αντανακλαστικά». Είναι σαφές ότι, όταν συζητάμε για τις διαφορές της σοσιαλδημοκρατίας από τη δεξιά γύρω από το ζήτημα του έθνους, δεν έχουμε να κάνουμε με μια άρνηση του εθνικού συμφέροντος από τη σοσιαλδημοκρατία αλλά με μια διαφορετική αντίληψη για το πώς αυτό εξυπηρετείται. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποια σύγκρουση ανάμεσα σε Έλληνες και ανθέλληνες, αλλά για σύγκρουση ανάμεσα σε δύο απόψεις για το πώς εξυπηρετείται το εθνικό συμφέρον. Παρά τις διαφορές στην πολιτική τους, δεξιά και σοσιαλδημοκρατία ξεκινούν από την ίδια ιδεολογική και πολιτική παραδοχή: του έθνους και των ενιαίων συμφερόντων του.

Αντίθετα, η τοποθέτηση της Διαμαντοπούλου σε αυτήν τη θέση θα έπρεπε να προκαλέσει ανησυχίες σε έναν εντελώς διαφορετικό τομέα. Η Διαμαντοπούλου είναι γνωστή για τις θέσεις της υπέρ της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης στο χώρο της εκπαίδευσης. Ανέλαβε λοιπόν αυτό το υπουργείο για να προωθήσει αλλαγές όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τη μετακύλιση του κόστους σπουδών στους φοιτητές και τους σπουδαστές , την παραπέρα υπαγωγή των πανεπιστημίων και ειδικότερα της έρευνας στις ανάγκες των επιχειρήσεων κλπ. Θα είναι δηλαδή , όπως και η Μαριέττα Γιαννάκου παλαιότερα, αυτή που θα προσπαθήσει να εφαρμόσει όλη τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα στην εκπαίδευση. Σε αυτά τα ζητήματα βέβαια ο πατριωτικός χώρος δεν έχει καμία αντίρρηση, μάλιστα επικροτεί και υπερθεματίζει. Σε αυτά τα ζητήματα, επίσης, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα θετικό από την Άννα Διαμαντοπούλου.

Στο τομέα όμως του περιεχομένου της εκπαίδευσης και του ρόλου της ελληνορθόδοξης εκκλησίας θα μπορούσαν να υπάρξουν πραγματικές διαφορές από τη συντηρητική και ελληνοχριστιανική ατζέντα των κυβερνήσεων Καραμανλή. Από τον περιορισμό των σκανδαλωδών προνομίων της ελληνορθόδοξης εκκλησίας , συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής κατήχησης στο σχολείο μεταμφιεσμένης σε μάθημα, και την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα μέχρι το μετριασμό της εθνικής μυθολογίας στη διδασκόμενη ιστορία και τον περιορισμό της μονογλωσσίας και της αρχαιολατρίας.
Και είναι ακριβώς στη γλωσσική πολιτική, με βάση και τα ειδικά ενδιαφέροντα των «ανορθογραφιών», που θα θέλουμε να σταθούμε. Σε αντίθεση με τους περισσότερους, πιστεύουμε ότι η Άννα Διαμαντοπούλου θα έπρεπε να κάνει πραγματικότητα τους φόβους του «πατριωτικού χώρου», θα έπρεπε να δράσει στα ζητήματα γλωσσικής πολιτικής ακριβώς με βάση τις δηλώσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις της όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Το πρώτο ζήτημα είναι η καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στην Ελλάδα. Η πρόταση αυτή είχε το νόημα της δραστικής ενίσχυσης της αγγλομάθειας, της εκμάθησης των αγγλικών ως ξένης γλώσσας, στο δημόσιο σχολείο. Παρόλο που τα αγγλικά διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία στις περισσότερες τάξεις, ήδη από την Γ’ Δημοτικού, η επιτυχία της διδασκαλίας είναι πολύ περιορισμένη. Όποιος ξέρει αγγλικά στην Ελλάδα, σίγουρα δεν τα έχει μάθει στο δημόσιο σχολείο, τα έχει μάθει κυρίως στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Το κόστος των μαθημάτων στα φροντιστήρια συνήθως ξεπερνά τα 100 ευρώ το μήνα, ένα δυσβάσταχτο κόστος που αναπαράγει και δημιουργεί κοινωνικές διακρίσεις. Και πάλι, όμως, τα αγγλικά που μαθαίνουμε στα φροντιστήρια, παρόλο που φέρνουν την Ελλάδα στην αγγλομάθεια σε καλύτερη θέση από τη Γαλλία, την Ιταλία ή την Ισπανία, πολύ απέχουν από το σαφώς υψηλότερο επίπεδο γνώσης που υπάρχει στις σκανδιναβικές χώρες ή την Ολλανδία, όπως φαίνεται τόσο από τις στατιστικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και από την προσωπική εμπειρία του καθένα. Πέρα από τη σύγκριση με άλλες χώρες όμως, το ζήτημα είναι ότι η πλειοψηφία στην Ελλάδα δεν μπορεί να επικοινωνήσει άνετα στα αγγλικά, να συμμετάσχει σε μια συζήτηση ή να ακούσει κάποιον να μιλάει χωρίς να ψάχνει τις λέξεις και χωρίς κενά κατανόησης. Είναι σαφές ότι αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την υιοθέτηση του στόχου της αγγλομάθειας από το –δημόσιο και δωρεάν- σχολείο. Εξάλλου, παρά τις υποκριτικές αποδοκιμασίες για την πρόταση Διαμαντοπούλου, η αγγλομάθεια στα σχολεία και στα πανεπιστήμια ενισχύεται. Ήταν ήδη επί υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου που τα αγγλικά στο σχολείο θεσμοθετήθηκε να ξεκινούν από την Γ’Δημοτικού, ενώ ήταν η Μαριέττα Γιαννάκου που έδωσε τη δυνατότητα να διδάσκονται πανεπιστημιακά μαθήματα στα αγγλικά. Τίποτε από αυτά όμως δε έχει τη ριζοσπατικότητα και την αποτελεσματικότητα της πρότασης Διαμαντοπούλου. Αρκεί να μην την έκανε απλώς για να διαμορφώσει ριζοσπαστικό και καινοτόμο προφίλ, αλλά να θέλει πράγματι να την εφαρμόσει και σήμερα ως υπουργός.

Ένα δεύτερο ζήτημα, λιγότερο γνωστό, είναι η στάση που κράτησε η Άννα Διαμαντοπούλου στην παρέμβαση από την κυβέρνηση Καραμανλή για να σταματήσουν οι διαπολιτισμικές δράσεις στο 132ο Δημοτικό Σχολείο στην Αθήνα. Η ΝΔ απομάκρυνε τη διευθύντρια Στέλλα Πρωτονοταρίου, στην οποία μάλιστα ασκήθηκε και ποινική δίωξη, και σταμάτησε, ανάμεσα σε άλλα, τη διδασκαλία αραβικών και αλβανικών στα παιδιά των μεταναστών και τη διδασκαλία ελληνικών στους γονείς μετανάστες. Τότε, η Άννα Διαμαντοπούλου με ερωτήσεις στη Βουλή, με δελτία τύπου και με συμμετοχή σε εκδήλωση της ΔΟΕ είχε καταδικάσει τη στάση του υπουργείου και είχε στηρίξει τους εκπαιδευτικούς του σχολείου. Θα αποκαταστήσει τώρα τη Στέλλα Πρωτονοταρίου; Θα πάψει η δίωξη εναντίον της; Θα ξαναξεκινήσουν οι διαπολιτισμικές δράσεις του σχολείου; Θα κατοχυρωθεί νομικά η διδασκαλία και της μητρικής γλώσσας των παιδιών μεταναστών , όπως ζητάει τόσο η ΟΛΜΕ όσο και η ΔΟΕ; Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας είναι απόλυτα αναγκαία, τόσο ως βάση για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας που για πολλά παιδιά μεταναστών είναι η ελληνική, όσο και για την ισότιμη ένταξη και όχι τη βίαιη αφομοίωσή τους στην ελληνική κοινωνία.

Ένα τρίτο ζήτημα είναι η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στα σχολεία. Η μεταρρύθμιση Ράλλη είχε περιορίσει τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Λύκειο και μόνο. Η ΝΔ, όμως, με τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό, το Σουφλιά υπουργό και τον Μπαμπινιώτη πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, επανέφερε τα αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Παρόλο που ο Αρσένης περιόρισε κάπως τις ώρες, η ΝΔ με τη Γιαννάκου αυτή τη φορά επανήλθε δριμύτερη. Αύξησε τη διδασκαλία τους κατά μία ώρα σε κάθε τάξη του Γυμνασίου και κατά δυο ώρες στην Α΄ τάξη του Λυκείου, κατά μία ώρα στη Θεωρητική Κατεύθυνση στη Β’ Λυκείου και έκανε τη διδασκαλία του Επιτάφιου του Περικλή από το Θουκυδίδη μάθημα Γενικής Παιδείας στην Γ’ Λυκείου. Τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο, όμως, με την κεντρική μάλιστα θέση που έχουν στο ελληνικό σχολείο, είναι ένα κατάλοιπο της κυριαρχίας της καθαρεύουσας, καλλιεργούν αρχαϊστικά πρότυπα και δε βοηθούν τους μαθητές να μάθουν καλύτερα τα νέα ελληνικά, συνιστούν ταύτιση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας με την εκμάθηση της αττικής διαλέκτου του 5ου-4ου π.Χ. αιώνα, εμποδίζουν την επικοινωνία του μαθητή –που δε μπορεί να συγκριθεί με τον ερευνητή φιλόλογο- με το περιεχόμενο των κειμένων και στερούν πολύτιμες ώρες από άλλα, αναγκαία αντικείμενα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η Άννα Διαμαντοπούλου και το ΠΑΣΟΚ δεν είχαν πάρει τότε μια σαφή θέση ενάντια στα νεοσυντηρητικά μέτρα της ΝΔ για τη γλώσσα. Αυτό όμως δε δικαιολογεί τη διατήρησή τους, όταν μάλιστα είχαν καταδικαστεί από την εκπαιδευτική και επιστημονική κοινότητα και όταν ήδη η κυβέρνηση Σημίτη, σιωπηρά και στην πράξη, είχε περιορίσει τη γλωσσική αντιμεταρρύθμιση του Σουφλιά. Θα αντιστρέψει λοιπόν η Διαμαντοπούλου τις νεοκαθαρευουσιάνικες παρεμβάσεις της ΝΔ στην εκπαίδευση; Θα πάρει πίσω την ενίσχυση των αρχαίων τόσο από το Σουφλιά όσο και από τη Γιαννάκου, μέτρο που έχει καταδικάσει και η ΟΛΜΕ; Αυτά θα έπρεπε να είναι τα πρώτα βήματα της νέας υπουργού. Τα πρώτα, αλλά όχι τα μόνα. Γιατί τα αρχαία στο σχολείο θα έπρεπε να διδάσκονται, για όσο καιρό διδάσκονται ακόμη, με τη μεθοδολογία που διδάσκονται και οι ξένες γλώσσες, όπως έχει επισημάνει επανειλημμένα ο Εμμανουήλ Κριαράς(που συμπεριλήφτηκε και στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ), και όχι σαν μια παραλλαγή των νέων ελληνικών. Και, επίσης, γιατί το τέλος των επιπτώσεων της καθαρεύουσας στην εκπαίδευση θα ήταν η διδασκαλία των αρχαίων μόνο από μετάφραση, ο μόνος τρόπος να ωφεληθεί ο μαθητής από τη μελέτη τους, αντί να μαθαίνει αορίστους β’ και την τρίτη κλίση.

Μια τέτοια νέα γλωσσική πολιτική από τη νέα υπουργό είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι επαρκής, αφού δε γίνεται καν λόγος για τα δικαιώματα των ομιλητών των μειονοτικών γλωσσών ή μια νέα ορθογραφική μεταρρύθμιση. Αυτά τα τρία μέτρα, όμως, που περιγράψαμε παραπάνω είναι μια γλωσσική πολιτική που η Άννα Διαμαντοπούλου και το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν και θα έπρεπε σήμερα να ακολουθήσουν, όχι με βάση το τι θα θέλαμε εμείς σαν «ανορθογραφίες», αλλά με βάση το πώς έχουν πολιτευτεί ως τώρα, τι έχει δημόσια διατυπώσει η νέα υπουργός ως γλωσσική της πολιτική. Οι αντιδράσεις είναι βέβαιες, αλλά θα μπορούσαν να είναι περιορισμένες στο βαθμό που η εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα και ειδικότερα τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών προσέφεραν την ενεργή στήριξή τους στη νέα γλωσσική πολιτική. Και τα ίδια τα συνδικάτα βέβαια, παρά κάποιες θετικές ανακοινώσεις, κάθε άλλο παρά είναι αμόλυντα από νεοκαθαρευουσιάνικες και κινδυνολογικές απόψεις για τη γλώσσα. Το ερώτημα όμως είναι πώς θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια τέτοια συμμαχία, όταν η Διαμαντοπούλου θα αποξενώσει τους μόνους πιθανούς συμμάχους της με την απεχθή, νεοφιλελεύθερη πλευρά της πολιτικής της. Αυτή η αντίφαση θα είναι και το κυριότερο εμπόδιο για να γίνει αυτή η νέα γλωσσική πολιτική πράξη.

Copyright©ομάδα «ανορθογραφίες» 9.11.2009
ΠΗΓΗ: http://stachtes.stratosfountoulis.com/

῾Ο Θεός εἶναι παντοῦ -Γιῶργος Γεραλῆς




Kι αν εσύ δεν τον θωρείς, πάντα αυτός σε σκέπει...
Εὐχαριστοῦμε τόν π. Παντελεήμονα γιά τήν ὡραία ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά!

O Θεός είναι παντού.
Σαν χαράζει η μέρα,
τα πουλιά τον περπατούν
στο γαλάζιο αγέρα.

Kι η πνοή του, όπου χυθεί,
δίνει φως στους τόπους
και ξυπνάει απ’ το βαθύ
ύπνο τους ανθρώπους.

Kατεβαίνει χαμηλά
κι όθε κι αν περάσει,
ζωγραφίζει μ’ απαλά
χρώματα την πλάση.

Tα υπνωμένα δάση, αβρά
χάιδεψε η φωνή του,
και τα δέντρα, όλο χαρά,
τραγουδούν μαζί του.

Σε θαμπές ερμοκλησιές
τους διαβάτες σμίγει.
και φυσάει στις φυλλωσιές
κι όλα τ’ άνθη ανοίγει.

Σε ποτάμια αστραφτερά,
ρυάκια διαμαντένια,
δίνουν δρόμο στα νερά
τα ξανθά του γένια.

Στέλνει τη γλυκιά βροχή,
στο φρυγμένο χώμα
και ακούει την προσευχή
απ’ το αγνό σου στόμα.

Mε την τρικυμία μιλά,
τη γαλήνη απλώνει.
Στους καλούς χαμογελά,
τους κακούς μερώνει.

Eίναι μες στο κάθε τι
και τα πάντα ορίζει.
Mια καρδιά ζεστή, ανοιχτή,
που όλους μάς γνωρίζει.

Kι αν εσύ δεν τον θωρείς,
πάντα αυτός σε σκέπει.
Σαν δροσούλα είναι λαφρύς,
σαν ανθό σε βλέπει.

(από το βιβλίο: Aντιγόνη Mεταξά, H νέα εγκυκλοπαίδεια του παιδιού, Φυτράκης-«Tύπος» A.E., χ.χ.)

Βυζαντινή μουσική -Κωνσταντίνου Φωτόπουλου, καθηγητῆ Βυζαντινῆς Μουσικῆς



[Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: Τόν κ. Κωνσταντῖνο Φωτόπουλο τόν διακρίνει ἕνα μεράκι γιά τήν παραδοσιακή μας Βυζαντινή μουσική. Χωρίς «πάθος καί μεράκι» δέν γίνεται τίποτε τό ἀξιόλογο. Τοῦ εὐχόμαστε καλή ἐπιτυχία στήν πορεία πού ἔχει χαράξει, πάντα ὅμως μέ πνεῦμα ταπεινώσεως καί εἰλικρινοῦς ἀγάπης γιά τήν διακονία του στόν ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ μας.]

Ομιλία του καθηγητή της σχολής ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΨΑΛΤΙΚΗΣ κ. Κωνσταντίνου Φωτόπουλου, που εκφωνήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Αγ. Τύχωνος στη Μόσχα κατά τη διάρκεια εκδήλωσης βυζαντινής μουσικής που πραγματοποιήθηκε εκεί υπό τη διεύθυνσή του τον Ιανουάριο του 2004).

ὁ π. Παΐσιος ἔλεγε: «όταν ο ψάλτης ψάλλει με ευλάβεια, ξεχειλίζει από την καρδιά του η ψαλμωδία και ψάλλει κατανυκτικά». Για να γίνει αυτό πρέπει ο ψάλτης να είναι σε καλή πνευματική κατάσταση και να είναι τακτοποιημένος, ισορροπημένος εσωτερικά.

«Όποιος ψάλλει» λέει ο γέροντας Παΐσιος για να ψάλλει κατανυκτικά « πρέπει να έχει το νου του στα θεία νοήματα και να έχει ευλάβεια• να μην πιάνει τα θεία νοήματα λογοτεχνικά, αλλά με την καρδιά. Άλλο η ευλάβεια και άλλο η τέχνη, η επιστήμη της ψαλτικής. Η τέχνη χωρίς ευλάβεια είναι ...μπογιές»


Κων/νος Φωτόπουλος:«όπως διαβάζουμε σε παλαιό βιβλίο θεωρίας της Μουσικής,(οι ψάλτες πρέπει) να μιμούνται τα αγγελικά τάγματα, να τα ακολουθούν και με φόβο και τρόμο ιστάμενοι στο Ναό να υμνούν τον Θεό με άγια άσματα»


1. Σε κάποιο παλαιό χειρόγραφο βιβλίο διδασκαλίας της Βυζαντινής Μουσικής διαβάζουμε τον εξής διάλογο διδασκάλου και μαθητού.
Μαθητής: «Διδάσκαλε, σε παρακαλώ στο όνομα του Κυρίου να μου φανερώσεις και να μου ερμηνεύσεις τα μουσικά σημάδια και εύχομαι ο Θεός να πολλαπλασιάσει το τάλαντο που σου έδωσε. Κάμε το ώστε να μην κατακριθείς όπως ο δούλος εκείνος που έκρυψε το αργύριο στη γη, αλλά να ακούσεις από το φοβερό κριτή : «εύγε αγαθέ και πιστέ δούλε. Στα λίγα φάνηκες πιστός, πολλά θα σου δώσω να απολαύσεις. Είσελθε εις την χαρά του κυρίου σου».
Διδάσκαλος : «Επειδή αδελφέ διψάς να μάθεις, συγκέντρωσε το νου σου και άκουσέ με. Θα σου διδάξω αυτά που μου ζητάς, σύμφωνα με αυτά που θα μου αποκαλύψει ο Θεός».

Με το διάλογο αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι η Βυζαντινή εκκλησιαστική Μουσική (το ίδιο και η υμνογραφία, η εικονογραφία και η αρχιτεκτονική) δεν είναι μια αυθαίρετη μουσική καλλιτεχνική έκφραση κατά την οποία ο μουσικός, ο ψάλτης μπορεί να δημιουργεί και να αυτοσχεδιάζει σύμφωνα με την ατομική του έμπνευση. Ο μουσικοδιδάσκαλος παραδίδει την μουσική που παρέλαβε σαν δώρο και τάλαντο από τούς προγενεστέρους διδασκάλους σαν δώρο και ο μαθητής τα παραλαμβάνει με προσοχή ευλάβεια και σεβασμό: Τούς οκτώ ήχους, τις μουσικές γραμμές, το συγκεκριμένο τρόπο που ψάλλονται τα τροπάρια. Όλα τούτα έχουν παραληφθεί από τούς Αγίους Πατέρες, οι οποίοι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα ξεκαθάρισαν και απέβαλαν κάθε θεατρικό - κοσμικό στοιχείο και υιοθέτησαν για την θεία Λατρεία εκείνες τις κλίμακες, τούς ρυθμούς και τις μουσικές γραμμές που βοηθούν την προσευχόμενη ψυχή να κατανυχθεί και να αγαπήσει το Θεό. Γι’ αυτό ο Γέροντας Πορφύριος, τον οποίο γνώρισα και πήρα την ευλογία του όταν ήμουν μικρός, έλεγε : «Η Βυζαντινή Μουσική δεν ταράσσει την ψυχή, αλλά την ενώνει με το Θεό και την αναπαύει τελείως» (Ανθολόγιο Συμβουλών σ.449).

2. Πριν μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βυζαντινής Μουσικής, τον πνευματικό της χαρακτήρα και το ρόλο που έχει στη Θεία Λατρεία θα ήταν καλό να πούμε μερικά στοιχεία για την ιστορία της Βυζαντινής Μουσικής.

Γνωρίζουμε αυτό που λέγει το Ευαγγέλιο ότι δηλ. μετά το Μυστικό Δείπνο ο Κύριος μας και οι Άγιοι Απόστολοι ύμνησαν τον Θεό και πορεύθηκαν στο όρος των Ελαιών (Ματθ.26,30). Αλλά και ο Απόστολος Παύλος μαρτυρεί ότι οι πρώτοι χριστιανοί υμνούσαν το Θεό με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές (Εφ. 5,19). Η μουσική λοιπόν από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια εχρησιμοποιείτο στην Εκκλησία. Γράφει και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος ότι ψαλμοί και ωδές εποιήθησαν «απ’ αρχής υπό των πιστών εις ύμνον του Χριστού». Καθώς δε έγραφαν οι χριστιανοί ποιητές τούς ύμνους στην αρχαία ελληνική γλώσσα, χρησιμοποίησαν παράλληλα και την αρχαία ελληνική μουσική που ήταν διαδεδομένη σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Μεγάλοι Πατέρες των τριών πρώτων αιώνων, όπως ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος, ο Άγιος Ειρηναίος, ο Άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νεοκαισαρείας ο θαυματουργός έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψαλμωδία ώστε να είναι σεμνή και θεάρεστη.

Αλλά και οι Άγιοι Πατέρες μετά απ’ αυτούς, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική μουσική, αφού σύμφωνα με την πρακτική των αρχαίων ήσαν ταυτόχρονα ποιητές (υμνογράφοι) και μουσικοί. Έτσι ο ιερός Χρυσόστομος για να αντιμετωπίσει τούς αιρετικούς Αρειανούς ο οποίοι για να πλανήσουν τούς πιστούς Χριστιανούς έψαλλαν ευχάριστους ύμνους που διεκήρυσσαν την πλάνη τους, συνέθεσε ωραίους ύμνους, ευχάριστους με ορθόδοξο περιεχόμενο για να τούς ψάλλουν οι πιστοί και να μη παρασύρονται από τούς αιρετικούς. Το ίδιο είχε κάμει και ο Μ. Αθανάσιος στην Αλεξάνδρεια, ενώ ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος για να προστατεύσει τούς ορθοδόξους από τούς αιρετικούς Γνωστικούς, που χρησιμοποιούσαν γοητευτική μουσική, πήρε στοιχεία από αυτή τη μουσική και έγραψε ύμνους με ορθόδοξο περιεχόμενο. Στις αρχές του 6ου αιώνος έχουμε τον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό που μεταξύ άλλων ύμνων γράφει 1000 Κοντάκια και το 7ο αιώνα τον Άγιο Ανδρέα επίσκοπο Κρήτης με τον Μεγάλο Κανόνα.

3. Μεγάλη τομή στην ψαλτική παράδοση κάμει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676 - 756), ο οποίος εκτός από τούς υπέροχους ύμνους που συνέγραψε, διαμόρφωσε συστηματικά την εκκλησιαστική μουσική.

Χώρισε τη μουσική σε οκτώ ήχους : Το Πρώτο, τον Δεύτερο τον Τρίτο, τον Τέταρτο, τον Πλάγιο πρώτο, τον πλάγιο Δεύτερο, τον Βαρύ και τον πλάγιο Τέταρτο και καθόρισε τον τρόπο γραφής της Μουσικής με ειδικά σημάδια. Ο ιερός Δαμασκηνός περιόρισε την αυθαίρετη, κοσμική μουσική δημιουργία και προτίμησε την απλότητα και κατανυκτική χρήση της Μουσικής.
Μετά από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ακολουθεί μια μεγάλη σειρά υμνογράφων και μουσικών : Ο Άγιος Κοσμάς ο Μελωδός, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, οι αδελφοί Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Γραπτοί, ο Άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος, οι μοναχές Κασσιανή και Θέκλα, οι Βασιλείς Λέων ο Σοφός και Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ο ιερομόναχος Γαβριήλ και ο ιερεύς Ιωάννης Πλουσιαδηνός. Οι δύο μάλιστα τελευταίοι συνέγραψαν και βιβλία για τη διδασκαλία της Βυζ. μουσικής. Αυτή την περίοδο στον 9ο αιώνα μεταφέρεται στη Ρωσία η Βυζαντινή μουσική . Στο Χρονικό του Ιωακείμ γράφεται ότι μετά τη βάπτιση του Αγίου Βλαδιμήρου στο Κίεβο, ο μητροπολίτης Μιχαήλ κάλεσε στο Κίεβο μεταξύ άλλων και κάποιους ψάλτες, ενώ σε άλλη ιστορική πηγή, τη Γενεαλογική βίβλο του μητροπολίτου Κυπριανού, διαβάζουμε ότι κατά τη βασιλεία του Γιαροσλάβου του Α´ ήλθαν στη Ρωσία τρεις ψάλτες που δίδαξαν στους Ρώσους αδελφούς την κατανυκτική ψαλμωδία.

4. Κατά το 12ο αιώνα έχουμε τον λαμπρό ψάλτη τον Άγιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη.

Αξίζει να πούμε δυο λόγια γι’ αυτόν. Από μικρός λόγω της υπέροχης φωνής του σπούδασε στη βασιλική μουσική σχολή, έγινε άριστος μουσικός και διορίσθηκε αρχιμουσικός των αυτοκρατορικών ψαλτών. Ο βασιλεύς θέλησε να τον παντρέψει με μια πριγκήπισσα, αλλά ο Ιωάννης επιθυμούσε τη μοναχική ζωή. Γι’ αυτό με την πρόφαση ότι πηγαίνει στην πατρίδα του για να πάρει τη συγκατάθεση των γονέων του για το γάμο του, φεύγει στο Άγιον Όρος. Εκεί χωρίς να φανερώσει ποιός ήταν, κείρεται μοναχός στη Μεγίστη Λαύρα και αναλαμβάνει το διακόνημα να βόσκει στο βουνό τούς τράγους της Μονής. Στο μεταξύ ο αυτοκράτωρ τον αναζητούσε παντού.
Μια μέρα καθώς φύλαγε το κοπάδι του άρχισε με θείο ενθουσιασμό να ψάλλει με την αγγελική του φωνή. Κάποιος ερημίτης από κάποιο κοντινό σπήλαιο, ακούγοντας τη γλυκιά του φωνή βγήκε έξω και είδε με έκπληξη τούς τράγους ακίνητους να ακούνε την ωραία ψαλμωδία. Είπε τότε στον ηγούμενο το γεγονός. Ο ηγούμενος κάλεσε τον Άγιο Ιωάννη, έμαθε ποιος είναι και πήγε στον αυτοκράτορα για να παύσει να τον αναζητεί και να τον αφήσει ήσυχο στη μοναχική ζωή. Από τότε ο Άγιος Ιωάννης έμενε σε ένα κελί έξω από τη Λαύρα και έψαλλε στο Καθολικό της Μονής τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές. Κάποτε σε μια Αγρυπνία κατά το Σάββατο του Ακαθίστου αποκοιμήθηκε. Τότε τον επισκέφθηκε η Θεομήτωρ,η οποία τον επαίνεσε και τον παρακίνησε να ψάλλει, αφήνοντάς του σαν ευλογία ένα χρυσό νόμισμα. Το μισό νόμισμα βρίσκεται στο Ναό της Μεγίστης Λαύρας, ενώ όπως διαβάζουμε σε βιβλίο της Ιστορίας της εκκλησιαστικής Μουσικής, γραμμένο το 1890 το άλλο μισό είχε δοθεί ως ευλογία στη Ρωσία.

5. Ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης έγραψε πάρα πολλά μουσικά κομμάτια, Χερουβικά Κοινωνικά, Ανοιξαντάρια κ.λ.π. σε όλους τούς ήχους.

Ασχολήθηκε πολύ επίσης με τη θεωρία της Βυζαντινής Μουσικής. Μετά από αυτόν ακολουθούν μεγάλοι πρωτοψάλτες όπως ο Ξένος ο Κορώνης, ο Άγιος Γρηγόριος ο Κουκουζέλης, ο Ιωάννης ο Κλαδάς και οι δύο μεγάλοι ψάλτες που έψαλλαν στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως τον καιρό της Αλώσεώς της από τούς Τούρκους : Ο Γρηγόριος Μπούνης πρωτοψάλτης και ο Μανουήλ Χρυσάφης ο Λαμπαδάριος ,δηλαδή, ο διευθύνων τον αριστερό χορό.
Κατά το διάστημα της δουλείας του Ελληνισμού στους Τούρκους η ψαλτική παράδοση συνεχίζεται. Εδώ διακρίνονται μεταξύ πολλών άλλων ο Μανουήλ Χρυσάφης ο Νεος, ο Γερμανός αρχιεπίσκοπος Νέων Πατρών, ο ιερεύς Βαλάσιος, ο Παναγιώτης Χαλάτζογλους, ο Πέτρος Μπερεκέτης, ο Ιωάννης Τραπεζούντιος, ο Ιάκωβος ο Πρωτοψάλτης και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος.

Το 1814 τριμελής επιτροπή η οποία απετελείτο από τον Χρύσανθο μητροπολίτη Προύσσης, Γρηγόριο Πρωτοψάλτη και Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα, απλοποίησε τον τρόπο μουσικής γραφής και διδασκαλίας της εκκλησιαστικής μουσικής και μετέγραψε πολλά μουσικά κομμάτια από την παλαιά μουσική μέθοδο στη Νέα. Από τότε μέχρι σήμερα αναδείχθηκαν σπουδαίοι ψάλτες σε όλο τον ελληνορθόδοξο χώρο. Στον 20ο αιώνα αναφέρω για παράδειγμα τη σειρά των πρωτοψαλτών Κωνσταντινουπόλεως: Γεώργιος Βιολάκης, Ιάκωβος Ναυπλιώτης, Κωνσταντίνος Πρίγγος, Θρασύβουλος Στανίτσας, ενώ στο Άγιο Όρος έχουμε τον διάκονο Διονύσιο Φιρφιρή, την αδελφότητα των Δανιηλαίων και την αδελφότητα των Θωμάδων. Εδώ δεν μπορώ να παραλείψω τον γλυκύτατο Άρχοντα Λαμπαδάριο Βασιλάκη Εμμανουηλίδη, τον μέχρι τώρα διδάσκαλό μου.

6. Ας έρθουμε τώρα στα χαρακτηριστικά της Βυζαντινής Μουσικής.

α) Η Βυζαντινή Μουσική είναι αποκλειστικά φωνητική. Στην Παλαιά Διαθήκη, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος, είχε επιτραπεί η χρήση των οργάνων επειδή ο νους των Εβραίων ήταν παχύς, όπως ακριβώς τούς επέτρεπε ο Θεός και τις θυσίες. Τώρα όμως, λέγει ο Άγιος, δεν χρειαζόμαστε κιθάρες, χορδές και όργανα, αλλά τη γλώσσα μας, τη φωνή μας, η οποία πρέπει να εύχεται και να πλησιάζει το Θεό με προσοχή και κατάνυξη.

β) Η Μουσική αυτή επίσης είναι μονοφωνική. Είτε ψάλλει ένας είτε πολλοί, η μελωδία, η μουσική γραμμή είναι μία. Όταν ψάλλουν πολλοί μαζί, μια φωνή ακούγεται. Αυτό φανερώνει την ενότητα της πίστεως και αυτό που λέμε στη Θεία Λειτουργία : «Και δος ημίν ε ν ε ν ι σ τ ο μ α τ ι και μιά καρδία δοξάζειν και ανυμνείν το πανάγιον όνομά σου».

γ) Η Βυζαντινή Μουσική είναι αντιφωνική, δηλαδή, ψάλλεται κατά αντιφωνία από δύο χορούς, τον δεξιό και αριστερό. Αυτή η αντιφωνική ψαλμωδία καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Αντιόχεια από τον Άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο, ο οποίος είδε σε όραμα τούς Αγγέλους να υμνούν με αυτό τον τρόπο τον Τριαδικό Θεό.

δ) Επειδή υπάρχει μονοφωνία, καλλιεργείται ιδιαίτερα η μελωδία. Υπάρχει ποικιλία μουσικών κλιμάκων με διαστήματα άγνωστα στην ευρωπαϊκή μουσική.

ε) Παράλληλα με την εκτέλεση της μονωδίας ακολουθεί το ισοκράτημα που είναι μια ευθεία μουσική γραμμή που ψάλλει ένα μέρος των ψαλτών και η οποία μοιάζει να υποβαστάζει τη βασική μελωδία να την τονίζει και να της δίνει συνοχή, ομορφιά και κατάνυξη. Σπανίως μεταβάλλεται η μουσική βάση του ισοκρατήματος.

στ) Κατά τη βυζαντινή ψαλμωδία χρησιμοποιείται όχι μόνο ο λάρυγγας, αλλά ολόκληρη η στοματική και ρινική κοιλότητα. Όλη η φωνή γίνεται ένα όργανο για τη δοξολογία του Θεού.

ζ) Όπως είπαμε και στην αρχή η Βυζαντινή Μουσική δεν έχει αυθαίρετες μελωδίες. Ο μελοποιός κατά τη σύνθεσή του πρέπει να λάβει υπόψη του τις καθιερωμένες μουσικές «θέσεις», οι οποίες έχουν γίνει δεκτές από την Εκκλησία και έχουν διαφυλαχθεί με μεγάλη ευλάβεια μέσα στους αιώνες.

η) Ένα άλλο ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο της Βυζαντινής Μουσικής είναι οι εναλλασσόμενοι ρυθμοί. Ο ρυθμός συνήθως καθορίζεται από τον τονισμό των συλλαβών. Με τούς εναλλασσόμενους ρυθμούς αποφεύγεται η κοσμικότητα των ομοιομόρφων ρυθμών που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή μουσική.

θ) Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό της Μουσικής μας είναι η χρήση των κρατημάτων («Κρατήματα»). Είναι οι λεγόμενες ασήμαντες λέξεις το, ρο, ρο, τεριρεμ, τενενα κ.τ.λ. Αυτά τα κρατήματα προστίθενται συνήθως στο τέλος των ύμνων και συμβολίζουν την άρρητη, τη χωρίς ανθρώπινα λόγια υμνωδία των Αγγέλων. Στο τέλος π.χ. ενός ύμνου προς την Αγία Τριάδα ή την Υπεραγία Θεοτόκο, όταν έχουν ειπωθεί πλέον τα θεία δόγματα, η ψυχή ξεχειλίζει σε μια υμνωδία χωρίς λόγια.

7. Ας πούμε τώρα ποιος είναι ο ρόλος, ποιο είναι το «διακόνημα» της Βυζ. Μουσικής μέσα στην Ορθόδοξη λατρεία.

Συνήθως λέγεται ότι η Βυζαντινή Μουσική είναι το ένδυμα του λόγου, της διδασκαλίας που περιέχουν τα τροπάρια. Από όσα όμως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες φρονώ ότι η εκκλ. Μουσική είναι κάτι περισσότερο. Ο Άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου λέγει ότι η μουσική είναι σύμφωνη με τη φύση μας και γι’ αυτό ο προφήτης Δαυίδ ανέμιξε τη μελωδία με τη διδασκαλία των αρετών. Αυτό που έκανε μοιάζει σαν να χύνει ένα μέλι γλυκό στη διδασκαλία του, το οποίο βοηθά την ανθρώπινη ψυχή να εξετάσει τον εαυτό της και να τον θεραπεύσει. Λέγει, επίσης, ο Άγιος Γρηγόριος ότι η εκκλησιαστική μουσική, η απλή και κατανυκτική που παρεμβάλλεται στα θεία λόγια έχει σκοπό να ερμηνεύσει, να εξηγήσει την έννοια όσων λέγονται στους ύμνους, να αποκαλύψει με τις μελωδικές αλλαγές της φωνής το νόημα που κρύβουν τα λόγια των τροπαρίων. Η μουσική είναι σαν το καρύκευμα των φαγητών που γλυκαίνει και κάμει ευχάριστα τα διδάγματα της Εκκλησίας. (Γρηγ. Νυσσης, Εις τας επιγραφάς των ψαλμών). Ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης έλεγε ότι η βυζαντινή μουσική έχει γλυκά «γυρίσματα», δηλαδή, γλυκειές μελωδικές εκφράσεις. Άλλοτε μοιάζουν σαν αηδόνι, άλλοτε σαν απαλό κυματάκι, ενώ άλλοτε δίνουν μια μεγαλοπρέπεια. Και με όλα αυτά αποδίδουν, τονίζουν τα πνευματικά νοήματα. Έλεγε ακόμη ότι η μουσική αυτή ειρηνεύει την ψυχή.

Ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε : « Η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική είναι διδασκαλία...μαλακώνει την ψυχή του ανθρώπου και σιγά - σιγά την μεταρσιώνει σε άλλους κόσμους πνευματικούς. Με τούς φθόγγους αυτούς η βυζαντινή μουσική σπέρνει ηδονή και τέρψη και ευχαρίστηση ταξιδεύοντας τον άνθρωπο σε κόσμο πνευματικό».

Ο αρχιμανδρίτης Σαράντης Σαράντος λέγει, επίσης, ότι η μουσική κατά την ψαλμωδία συμβολίζει τη Χάρη και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Γι’ αυτό, το διακόνημα της ψαλμωδίας είναι σημαντικό και οι ψάλτες ανήκουν στον κατώτερο κλήρο της Εκκλησίας μας.

Ο πατήρ Εφραίμ από τα Κατουνάκια του Αγίου Όρους, ένας άγιος, διορατικός γέροντας έλεγε ότι σε κάθε μοναστήρι, δυο είναι τα σημαντικότερα διακονήματα που παρηγορούν τούς πατέρες, του μαγείρου και του ψάλτη.

8. Γι’ αυτό ο βυζαντινός ψάλτης για να ασκήσει αυτό το διακόνημα χρειάζεται ορισμένες σοβαρές προϋποθέσεις :
α) Πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά τη μουσική. Γι’ αυτό όπως είπα στην αρχή της ομιλίας μου κατά την παράδοση της Βυζαντινής Μουσικής υπάρχει μια μ α κ ρο οχ ρ ό ν ι α σχέση διδασκάλου και μαθητού τόσο στη διδασκαλία όσο και στην ψαλμωδία. Ο π. Παΐσιος διαμαρτύρεται γι’ αυτούς τούς ψάλτες που ψάλλουν τυποποιημένα, χωρίς μουσική έκφραση, ρηχά. Μοιάζει η ψαλμωδία τους έλεγε σαν «να πέρασε οδοστρωτήρας και τα ισοπέδωσε όλα», ενώ «η σωστή ψαλμωδία είναι το ξεχείλισμα της εσωτερικής πνευματικής καταστάσεως. Είναι θεία ευφροσύνη! Δηλαδή ευφραίνεται η καρδιά από τον Χριστό και με καρδιά ευφρόσυνη μιλάει ο άνθρωπος στον Θεό».

β) Απαιτείται να σέβεται την παράδοση της ψαλτικής και να μην αλλοιώνει τα μουσικά κείμενα ούτε κατά την εκτέλεση, ούτε κάνοντας δικές του διασκευές. Ακούγοντας ο π. Παΐσιος κάποιον μοναχό να ψάλλει αλλοιωμένη μια Δοξολογία του Πέτρου του Πελοποννησίου, τον μάλωσε και του είπε ότι αν μπορούσε ας έφτιαχνε κάποια δική του Δοξολογία και να μην αλλοιώνει αυτή την παλαιά μελωδία που δείχνει έλλειψη ευλάβειας.

γ) Ο ψάλτης πρέπει να είναι ευλαβής και να ψάλλει ταπεινά. « Όποιος ψάλλει» λέει ο γέροντας Παΐσιος για να ψάλλει κατανυκτικά « πρέπει να έχει το νου του στα θεία νοήματα και να έχει ευλάβεια• να μην πιάνει τα θεία νοήματα λογοτεχνικά, αλλά με την καρδιά. Άλλο η ευλάβεια και άλλο η τέχνη, η επιστήμη της ψαλτικής. Η τέχνη χωρίς ευλάβεια είναι ...μπογιές» Με αυτά που λέει ο γέροντας θέλει να μας εξηγήσει ότι η ψαλτική τέχνη είναι απαραίτητη, όπως και οι μπογιές για τον αγιογράφο. Αλλά χωρίς την ευλάβεια και την κατάνυξη η τέχνη αυτή είναι περιττή.
Συνεχίζοντας λέει ο π. Παΐσιος ότι «όταν ο ψάλτης ψάλλει με ευλάβεια, ξεχειλίζει από την καρδιά του η ψαλμωδία και ψάλλει κατανυκτικά». Για να γίνει αυτό πρέπει ο ψάλτης να είναι σε καλή πνευματική κατάσταση και να είναι τακτοποιημένος, ισορροπημένος εσωτερικά.

Και ο γέροντας Πορφύριος επαινούσε πολύ τούς αγιορείτες ψάλτες που έψαλλαν, απλά, κατανυκτικά ταπεινά με σκοπό να βοηθήσουν τούς προσευχομένους μοναχούς και έλεγε ότι ο άγιος ψάλτης έχει και κάτι άλλο, δεν έχει μόνο τη φωνή. Μαζί με τη φωνή που εκπέμπεται με τα ηχητικά κύματα, εκπέμπεται και κάποια χάρη με άλλα κύματα, μυστικά, που αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων και τις συγκινούν βαθύτατα. Γίνεται ένα πολύ μεγάλο μυστήριο».

Αγαπητοί μου αδελφοί,
Σ’ αυτό το μεγάλο μυστήριο της κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό μέσα στη θεία λατρεία διακονεί η βυζαντινή εκκλ. Μουσική. Σαν εκκλησιαστική τέχνη, όπως και η εικονογραφία και η υμνογραφία και η εκκλ. αρχιτεκτονική έχει μέσα της το καλλιτεχνικό στοιχείο, απαιτεί επιδεξιότητα και δημιουργικότητα. Αλλά δεν είναι μια αυτόνομη τέχνη κατά την οποία ο καλλιτέχνης εκφράζεται όπως θέλει βάζοντας τούς δικούς του κανόνες. Οι βυζαντινοί ψάλτες οφείλουν να ακολουθούν την παραδεδομένη ψαλμωδία να ψάλλουν και να συνθέτουν μελωδίες σύμφωνα με τούς αρχαιοπαράδοτους κανόνες και, όπως διαβάζουμε σε παλαιό βιβλίο θεωρίας της Μουσικής, να μιμούνται τα αγγελικά τάγματα, να τα ακολουθούν και με φόβο και τρόμο ιστάμενοι στο Ναό να υμνούν τον Θεό με άγια άσματα.