"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

«Ιερό» κίνηµα κατά της Κάρτας ῞Ολο καί περισσότεροι Μητροπολίτες κατά τῆς νέας ἀστυνοµικῆς ταυτότητας







Του Μάνου Χαραλαμπάκη από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Μορφή ιερού κινήµατος παίρνει η αντίδραση της Εκκλησίας για την Κάρτα του Πολίτη. Οι φωνές διαµαρτυρίαςµητροπολιτών που διατυπώνουν ενστάσεις πληθαίνουν συνεχώς, ενώ προχθές ενστάσεις για την κάρταδιατύπωσε εµµέσως και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος. 


Ο κ. Ιερώνυµος µε πρωτοβουλία του συναντήθηκε στην Αρχιεπισκοπή µε τους πέντε αστυνοµικούς από τη Θεσσαλονίκη οι οποίοι αρνήθηκαν να παραλάβουν τη νέου τύπου υπηρεσιακή τους ταυτότητα. Ο Αρχιεπίσκοπος απευθυνόµενος στους αστυνοµικούς και ουσιαστικά καλύπτοντας την κίνησή τους είπε πως «οποιαδήποτε κίνηση εντάσσεται στο πλαίσιο της προστασίας των ατοµικών δικαιωµάτων του ανθρώπου βρίσκει σύµφωνη την Εκκλησία». Πρόσθεσε µάλιστα πως το θέµα τους αναµένεται να εξεταστεί «µε τη δέουσα προσοχή στις προσεχείς συνεδριάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου». 


Υπενθυµίζεται πως ένας αστυνοµικός από το Τµήµα Αλλοδαπών Αθήνας αποτάχθηκε επειδή αρνήθηκε να παραλάβει την Κάρτα. Και άλλοι δύο από τη Θεσσαλονίκη παραπέµφθηκαν στο Πειθαρχικό µε το ερώτηµα της απόταξης για τον ίδιο λόγο. Δύο από τους αστυνοµικούς προσέφυγαν στο ΣτΕ χαρακτηρίζοντας τον νέο τύπο των υπηρεσιακών τους ταυτοτήτων παράνοµο και αντισυνταγµατικό. 


Πηγές της Αστυνοµίας τονίζουν πάντως πως από τους 55.000 αστυνοµικούς µόνο τρεις δεν έχουν δεχθεί να παραλάβουν τη νέου τύπου υπηρεσιακή ταυτότητα. 


Αντί ταυτότητας
Η Κάρτα του Πολίτη που σχεδιάζει η κυβέρνηση αναµένεται να αντικαταστήσει τις αστυνοµικές ταυτότητες. Θα έχει µικρό µέγεθος και θα περιλαµβάνει αναγνώριση µε ηλεκτρονικό τρόπο, στοιχεία για την ασφαλιστική κατάσταση και την υγεία καθώς και για τη φορολογική εικόνα. Η εφαρµογή άρχισε πιλοτικά από την Αστυνοµία. 


Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έχει εν µέρει υιοθετήσει τη γραµµή µερίδας σκληρών µητροπολιτών της Εκκλησίας, οι οποίοι είχαν «αφορίσει» την Κάρτα προτού ακόµη εκδοθεί. Η Σύνοδος αποφάσισε να αναθέσει το ζήτηµα σε δύο επιτροπές της προκειµένου να το µελετήσουν. 


Οι αντιδράσεις της Εκκλησίας
Στο µεταξύ οι φωνές διαµαρτυρίες των σκληρών της Ιεραρχίας πληθαίνουν. Την περασµένη εβδοµάδα ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθιµος διατύπωσε εντάσεις για την Κάρτα από τον τηλεοπτικό σταθµό Μega. Είπε, «πώς µπορούµε ως ελεύθεροι άνθρωποι σε µια δηµοκρατία που έχει τόσους αγώνες κατακτήσει εδώ και αιώνες, να αποδεχθούµε να έχουµε µια Κάρτα στην οποία θα έχουν πρόσβαση για κάποια προσωπικά µας στοιχεία και δεδοµένα κάποιοι άλλοι και όχι εµείς;». Πρόσθεσε επίσης πως οτιδήποτε είναι κοινωνικό και στερεί τον άνθρωπο από την ελεύθερη βούληση που του έδωσε ο Θεός, είναι και εκκλησιαστικό. «Τι νοµίζετε εσείς, ότι εκκλησιαστικό θέµα είναι να είµαστε γονατισµένοι και να προσευχόµαστε;». 


Λάβρος κατά της Κάρτας είναι και ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης κ. Ανδρέας, ο οποίος χαρακτήρισε ντροπή την απόταξη αστυνοµικού που αρνήθηκε να παραλάβει τη νέα ταυτότητα. Ο µητροπολίτης για την κίνηση των αστυνοµικών που αρνήθηκαν να παραλάβουν τις νέες τους ταυτότητες είπε ότι «άριστα έπραξαν τα γενναία αυτά Ελληνόπουλα. Από την ακριτική µου επαρχία τα συγχαίρω εγκαρδίως και τα ασπάζοµαι πατρικώς, γιατί έγιναν διδάσκαλοι και παράδειγµα για όλους µας». 


Σε ακόµη πιο σκληρή γραµµή κινούνται οµάδες κληρικών και πιστών οι οποίοι συνδέουν την Κάρτα µε τον… Σατανά, το 666 και την Αποκάλυψη. 


Από το καλοκαίρι συγκεντρώνουν υπογραφές και µέσα από blogs ζητούν από τη διοίκηση της Εκκλησίας να µην αποδεχθεί την Κάρτα. 


Η ΔΙΑΡΚΗΣΙΕΡΑΣΥΝΟΔΟΣ
έχει εν µέρει υιοθετήσει τη γραµµή µερίδας σκληρών της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν «αφορίσει» την Κάρτα προτού ακόµη εκδοθεί

Νέα ταυτότητα και για ηλεκτρονικές συναλλαγές
ΝΕΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, µέσω της οποίας θα µπορούν να πραγµατοποιούν και ασφαλείς ηλεκτρονικές συναλλαγές, έχουν από σήµερα στα χέρια τους οι γερµανοί πολίτες. 


Η αποκαλούµενη eΡerso έχει τη µορφή κάρτας µε ενσωµατωµένο τσιπ, η οποία µπορεί να εισάγει τον κάτοχό της τόσο στον πραγµατικό όσο και στον ψηφιακό κόσµο. 


Ετσι, πέρα από τις προφανείς χρήσεις της, επιτρέπει σε όσους την αποκτήσουν – πληρώνοντας από 22,80 έως 28,80 ευρώ – να κάνουν κάθε είδους συναλλαγή στο Ιnternet µε απόλυτη ασφάλεια. Το ενσωµατωµένο τσιπ της κάρτας σε συνδυασµό µε το ειδικό λογισµικό που έχει αναπτύξει το γερµανικό κράτος, µαζί µε µια ειδική συσκευή ανάγνωσης της κάρτας (όπως αυτές που χρησιµοποιούν οι επιχειρήσεις για τις πιστωτικές) φιλοδοξούν να δηµιουργήσουν ένα απροσπέλαστο τείχος προστασίας από κακόβουλες επιθέσεις. Δεν λείπουν πάντως και οι επικρίσεις τόσο για το υψηλότερο κόστος (στο παρελθόν ήταν 8 ευρώ) όσο και για την ασφάλεια δεδοµένων που αποθηκεύονται στην ηλεκτρονική πλέον ταυτότητα.

http://syndesmosklchi.blogspot.com/

ΣΕ VIDEO Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ π. ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΝΙΚΑΙΑΣ (31-10-2010, )






Πηγή:᾿Αντιαιρετικό ᾿Εγκόλπιο

῾Ο Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ γιά τήν «Κάρτα τοῦ Πολίτη» (video)








᾿Αλβανοί ἔκαψαν σημαία στό μνημεῖο τῶν ῾Ελλήνων ἀγωνιστῶν


Ο
ύτε τη μνήμη των αγωνιστών κατά του φασισμού και του ναζισμού δεν σεβάστηκαν οι... υπερπατριώτες της Αλβανίας.Εκατοντάδες Έλληνες συγγενείς και απόγονοι των ηρώων εκμεταλλευόμενοι την αργία έκαναν το μακρύ ταξίδι απ' όλα τα σημεία της Ελλάδας και πήγαν χθες να τιμήσουν τους πολεμιστές που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο μέτωπο της Κορυτσάς.


Έξω από την πόλη, στο χωριό Μπομποστίτσε, έχει στηθεί το μνημείο του Έλληνα Στρατιώτη, εκεί εκατοντάδες Έλληνες έκαναν μια μικρή τελετή και κατέθεσαν στεφάνια.
Παρουσία πολλών αστυνομικών, που μετά τα τελευταία φαινόμενα βίας κατά βορειοηπειρωτών, είχαν λάβει έκτακτα μέτρα, δεν συνέβη το παραμικρό.


Λίγες ώρες αργότερα και ενώ τα πούλμαν είχαν αποχωρήσει κάποιοι βάνδαλοι έφτασαν στο σημείο και έβαλαν φωτιά καίγοντας τα στεφάνια και προκαλώντας ζημιές στο μνημείο.
Το νέο περιστατικό με επίθεση Αλβανών εξτρεμιστών εναντίον ενός ιερού χώρου που έχει σχέση με την Ελλάδα όπως ήταν φυσικό έγινε πρώτη είδηση στη γειτονική μας χώρα με το σύνολο του Τύπου να το καταδικάζει.


Πηγή: http://mantatanews.blogspot.com

ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΚΑΙ Η ΥΠΑΚΟΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ




Επισκόπου Θεοφίλου Καναβού
Μητροπολίτου Γόρτυνος και μεγαλουπόλεως

Είχε βάλει στο νου του ο Γέροντας να επανέλθει στα παλαιά, για να δει την υπακοή του. Ζητούσε ευκαιρία και τη βρήκε. Τον είχε στείλει στην Άρτα από τη Ναύ­πακτο μια φορά. Και εκείνος, όπως έκανε παλαιά, ξεκί­νησε με τα πόδια και χωρίς παπούτσια. Είχε το σκοπό του. Περίμενε να πάρει τα παπούτσια του, όμως δεν τα πήρε. Μέρες περπατούσε για να πάει στην Άρτα, να κά­νει τη δουλειά και να γυρίσει πίσω. Ξεκουραζόταν κά­που στην άκρη της πόλεως, όταν περνούσε από εκεί έ­νας άρχοντας Χριστιανός. Είδε το Μοναχό κουρασμένο και χωρίς παπούτσια και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε στο σπίτι του και του έφερε ένα ζευγάρι παπούτσια. Τα πή­ρε, μάλλον για να τον ευχαριστήσει, και γύρισε στην Άρτα μ' αυτά.
- Τι παπούτσια είναι αυτά Δαβίδ; Ήθελε να δει αν έχει τίποτε από την παλαιά υπακοή του.
- Γέροντα, όπως καθόμουνα για να ξεκουραστώ, έ­νας καλός Χριστιανός με είδε κουρασμένο και με λυπή­θηκε. Χωρίς να πάρω είδησι, τον είδα σε λίγο να μου φέρνει αυτά τα παπούτσια.
- Έτσι λοιπόν, ο καλός χριστιανός στον καλό Μο­ναχό. Πήγαινε τα λοιπόν τώρα πίσω και έλα όπως έφυ­γες από τη Ναύπακτο.
- Γέροντα συγχωρέστε με, να είναι ευλογημένο, αλλά γέροντα...
- Φύγε λοιπόν. Ακόμη είσαι στη Ναύπακτο;
Γύρισε έπειτα από ημερών πορεία. Δεν κάθησε που­θενά και χωρίς παπούτσια έκανε το «πάνε και έλα».


Από το βιβλίο ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Επισκόπου Θεοφίλου Καναβού
Μητροπολίτου Γόρτυνος και μεγαλουπόλεως

Πηγή:http://serafeimtousarof.blogspot.com

Βίος καΊ Πολιτεία τοῦ ῾Οσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Δαυίδ τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ ασκήσαντος. Μερικά θαύματά του (+1 Νοεμβρίου)



Ἄξιον εἶναι τῷ ὄντι καὶ χρεωστούμενον, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ Χριστιανοί, νὰ ἀναγινώσκουμε μετ᾿ εὐλαβείας καὶ πόθου πνευματικοῦ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, διηγούμενοι τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα αὐτῶν, ὄχι μόνον διὰ νὰ μὴ ἀμνημονήσωμεν τὰ λαμπρὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰς θαυματουργίας, ἀλλὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὴν ζωὴν καὶ πολιτείαν των, ἐξ ὧν ὑπάρχει ὁ σήμερον ἑορταζόμενος ὅσιος Δαβίδ, ὅστις ἐγένετο παιδιόθεν ζηλωτὴς καὶ μιμητὴς τῆς ἀληθοῦς καὶ εὐθείας ὁδοῦ, ἐκλεξάμενος τὴν καθαρωτάτην καὶ ἁγνὴν πολιτείαν, λέγω, τὸν μοναδικὸ βίον, μιμούμενος κατὰ πάντα τρόπον τὸν τῆς ἀσκήσεως δρόμο τῶν ἐναρέτων ὁσίων ἀνδρῶν.
Διότι οὖτος ὁ μακάριος διὰ τῶν ἐνθέων καὶ ὑψηλῶν κατορθωμάτων τῆς ἀρετῆς κατεφώτισε τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων καὶ μέχρι τοῦδε παρέχει ἀενάως τὰς χάριτας καὶ τὰς εὐεργεσίας εἰς ἐκείνους, οἵτινες μετ᾿ εὐλαβείας προσκυνοῦσι τὴν πάντιμον αὐτοῦ κάρα καὶ ἐπικαλοῦνται εἰς ἀρωγὴ καὶ βοήθειαν τὸ ἅγιον αὐτοῦ ὄνομα. Πρέπον εἷναι λοιπὸν νὰ διηγηθοῦμε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἡμῖν, τοῦ μακαρίου καὶ θεοφόρου τούτου πατρὸς ὁσίου Δαβὶδ τὰς ἀρετὰς καὶ λαμπρὰ θαυμάσια ἔργα καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ μιμηθῶμεν καὶ ἡμεῖς τὰ κατορθώματα αὐτοῦ πρὸς ψυχική μας ὠφέλειαν.
Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀληθὴς καὶ γνήσιος ὑπουργὸς τοῦ παναγάθου Θεοῦ ἧτο μὲν ἀπὸ τὴν χώραν ἥτις καλεῖτο Γαρδινίτζα, κειμένη πλησίον τοῦ Ταλαντίου εἰς τὸ παραθαλάσσιον, ἀντικρὺ εἰς τὴν Εὔβοιαν νῆσον, ὅστις ἤκμασε περίπου τὸ 1519 ἔτος, πατριαρχεύοντος ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ ἀοιδίμου
Ἱερεμίου· εἶχε δὲ γεννήτορας θεοσεβεῖς τε καὶ εὐλαβεῖς, καὶ ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Χριστόδουλος, ὧν κατὰ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης ἐστολισμένος μετὰ χαρίτων καὶ ἀρετῶν, ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ Θεοδώρα, ἥτις τῷ ὄντι κατεγίνετο εἰς τὸ νὰ ἀναδειχθῇ τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ δῶρον καθαρὸν ἔζων δὲ καί οἱ δύο ἐνάρετως, δηλαδὴ μὲ προσευχάς, μὲ νηστείας, μὲ ἐλεημοσύνες, μὲ δάκρυα, παρακαλοῦντες τὸν ἅγιον Θεὸν ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς παγίδας καὶ ἐνέδρας τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ νὰ τοὺς ἀξιώσῃ τῆς ἐπουρανίου αὐτοῦ βασιλείας.
Εἰδὼς δὲ ὁ ἐλεήμων Θεὸς τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς των ἐχαρίσατο αὐτοῖς τέσσαρα τέκνα, τὰ μὲν δύο ἀρσενικά, τὰ δὲ δύο θηλυκά, εἰς τὰ ὁποῖα χαίροντες καὶ εὐφραινόμενοι δόξαζαν τὸ πανάγιον αὐτοῦ ὄνομα, ἐξ ὧν ὁ μακάριος Δαβὶδ εὐφραίνετο καὶ εὐχαριστεῖ τοὺς γονεῖς του περισσότερον, ὡς ἔχων παρὰ τοῦ Κυρίου πλείονας χάριτας. Ὅτε δὲ ἐγένετο τῇ ἡλικίᾳ τριῶν χρόνων ὁ τρισόλβιος, ἐν μιᾷ νυκτὶ καθ᾿ ὕπνον ἐφάνη αὐτῷ ὁ θεῖος Πρόδρομος Ἰωάννης, λέγων, ἀνάστα τέκνον μου καὶ ἀκολούθει μοι καὶ εὐθέως ἠκολούθησε μετὰ χαρᾶς ὡς νὰ ἧτο γέρων, ἔμφρων καὶ συνετός.
Ἐξελθόντες λοιπὸν ἀμφότεροι ἐκ τοῦ οἰκήματος ᾖλθον εἰς μίαν Ἐκκλησία κειμένη πλησίον τῆς χώρας ταύτης, ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ τιμίου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου, καὶ ἀμέσως εὑρέθη ἡ θύρα τῆς Ἐκκλησίας ἠνεωγμένη τῇ θείᾳ ἐπιταγῇ καὶ εἰσῆλθον ἔνδον τοῦ ναοῦ.
Ὁ μὲν θεῖος Πρόδρομος ἐφάνη τῷ μακαρίῳ Δαβὶδ ὅτι ἐστάθη εἰς τὴν εἰκόνα, ἥτις ἔφερε τὸν χαρακτῆρα κατὰ τὸ πρωτότυπον τοῦ Προφήτου, τὸ δὲ παιδίον ἐστάθη ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος μετ᾿ εὐλαβείας, ἔχον τὰς χεῖρας του σταυροειδῶς, εἰς ἓξ ἡμέρας ὁλοκλήρους, ἀνυπόδητο καὶ ἀσκεπές, μόνον μὲ ἕνα ὑποκάμισο, θεωροῦν τὸν τίμιον Πρόδρομο.
Οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ ἐγερθέντες τοῦ ὕπνου καὶ μὴ εὑρόντες τὸ παιδίον λυπήθησαν μεγάλως· ὅθεν περιήλθαν τὴν χώραν ἐρευνώντας διὰ τὸ παιδίον τοὺς καὶ οὐχ εὗρον αὐτὸ διὸ ἐλεεινολογούμενοι ἔκλαιον τὸ αἰφνίδιον τῆς στερήσεως τοῦ παιδός των. Κατὰ τὴν ἕκτη ἡμέραν δηλονότι, ἥτις ἧτο Σάββατον, τῇ αὐτῇ ἑσπέρᾳ κατὰ τὸ ἔθος, κατῆλθεν ὁ Ἱερεύς, ὁ πατὴρ αὐτοῦ στὴν Ἐκκλησίαν ταύτην, ἵνα ψάλει τὸν ἐσπερινὸ μεθ᾿ ἑτέρων ἐγχωρίων του Χριστιανῶν, καὶ ἐξαίφνης ὁρᾷ τὸ παιδίον τοῦ ἱστάμενο ἔμπροσθεν τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ τιμίου Προδρόμου, ἀστράπτον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ἥλιος, καθὃ πεπλησμένον θείας χάριτος, καὶ ἐξέστη ὅλος ὑπὸ τῆς ὑπερβαλλούσης χαρᾶς διὰ τὴν ἀπροσδόκητο εὕρεσιν τοῦ παιδίου του καὶ μετὰ δακρύων λέγει πρὸς αὐτό· τέκνον μου ἀγαπητὸ ποῦ ἧσο τόσας ἡμέρας; ποίος σὲ ἔφερε ἐνταῦθα;
Τὸ δὲ παιδίον ἀμέσως, ὢ παραδόξου θαύματος, ἐδείκνυε δακτυλοειδῶς τὴν τίμια εἰκόνα τοῦ Προδρόμου, λέγον, ὡς γέρων νουνεχὴς οὖτος, ἀγαπητέ μου πάτερ, μὲ ἔφερεν ἀποχῆς οἰκίας μας εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον ναόν. Καὶ ἐξέστησαν πάντες οἱ παρευρεθέντες Χριστιανοί, δοξάζοντες τὸν πανάγαθον Θεόν. Ἀφοῦ δὲ τελείωσε ὁ ἑσπερινός, ἐπέστρεψε ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετὰ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ εἰς τὸν οἶκον του, καὶ δοξολογοῦντες ὑμνολόγουν τὸ ὑπεράγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡσαύτως καὶ τοῦ θείου Προδρόμου, τόσον οἱ γεννήτορες, ὅσον καὶ πάντες οἱ κάτοικοι τῆς χώρας διὰ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀξιάκουστον θαῦμα.
Ἔκτοτε οὖν ὁ θαυμαστὸς καὶ παμμάκαρ Δαβίδ, ἐμφορηθεὶς τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος, εἰσήρχετο εἰς τὸν ναὸ τοῦ Προφήτου Προδρόμου καὶ προσηύχετο, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς Ῥωμαίους Κεφ. η´: Ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι εἶσιν υἱοὶ Θεοῦ. Βλέποντες οὖν οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς χάριτας, ἃς ἔλαβε παρὰ Θεοῦ, καὶ ὅσον τῇ ἡλικίᾳ προύβαινε, τοσούτον ηὔξανε καὶ εἰς τὰς ἀρετάς, ὑμνολογοῦντες ἐδόξαζον τὸν παντάνακτα Θεόν.
Ἀφ᾿ οὗ δὲ ᾖλθε ἐν τῇ πρεπούσῃ ἡλικίᾳ ὁ μακάριος, οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα, ὅπως διὰ τούτων ἀναγινώσκει τὰς θείας Γραφὰς καὶ ἱερὰς βίβλους πρὸς μείζονα ὠφέλειαν τοῦ προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου, ἐστολίζετο διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ ἀναγνώσεων ὁ μακάριος, καὶ μάλιστα μὲ τὴν γύμνασιν καὶ ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς, μὲ νηστείας, μὲ ἀγρυπνίας, μὲ προσευχὰς καὶ δεήσεις πρὸς τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Ποιητήν, καὶ ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἐνησχολεῖτο μετὰ πόθου πολλοῦ ἐπικαλούμενος τὸν Δεσπότην Χριστὸν βοηθὸν καὶ ἀντιλήπτορα, ἵνα καταπάτησῃ τὸν πολυμήχανον ἐχθρὸν διάβολο καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας, τῆς ἀνεκλαλήτου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως καὶ τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν, περὶ ὧν ἀείποτε ἐφρόνει καὶ διενοεῖτο ἀναγιγνώσκων τὸν μακάριο Παῦλο, τὸν λέγοντα περὶ τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν: «Ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη πώποτε, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».

Διὰ παντὸς δὲ ἧτο πρόθυμος νὰ ὑπακούῃ εἰς τὴν ἐπιταγὴν τῶν γεννητόρων του, μάλιστα ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, ὁπότε ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετήρχετο τὴν γεωργική, μετ᾿ ἐπιμελείας ἔτρεχε εἰς τὰ χωράφια, συνεργάτης γινόμενος τῷ Πατρὶ αὐτοῦ· ἀλλ᾿ ἐν ᾧ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀνεπαύετο μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἡμέρας, ἀποφεύγων τὴν ὑπερβάλλουσαν θερμότητα τοῦ ἡλίου, ὁ ἀοίδιμος Δαβὶδ ἐν ὥρᾳ τοῦ σφοδροῦ καύματος προσηύχετο, ἀναπέμπων δοξολογίας τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ πρὸς ταλαιπωρία καὶ κακουχία τοῦ σώματός του, καὶ τοιουτοτρόπως, παραμένων τοῖς γεννήτορσιν αὐτοῦ, μετ᾿ εὐπειθείας καὶ ὑπακοῆς διῆγε τὸν βίον του, καὶ μάλιστα μηδένα ἔχων πνευματικὸν πατέρα ὁδηγὸν διόπερ λυπούμενος ἐδέετο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναδείξῃ αὐτῷ τὸν τῆς ἀληθείας δρόμο, εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ἐναρέτου αὐτοῦ πόθου καὶ σκοποῦ.
Μετὰ δὲ καιρὸν πολὺν ἔχων ὅλη τὴν ἐλπίδα του ἐξηρτημένη εἰς τὸν ἅγιον Θεόν, προσευχόμενος ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς παρεκάλει αὐτὸν τὸν κηδεμόνα τοῦ παντὸς νὰ τὸν ὁδήγηση νὰ ἐπιτύχῃ ἀρμόδιο καὶ ἀκύμαντο λιμένα, ἵνα ἀποφύγῃ τὰς τρικυμίας καὶ ταραχὰς τοῦ ματαίου βίου καὶ τὰς ὁσημέραι ἐνέδρας καὶ ἐπιβουλὰς τοῦ δολίου δράκοντας, ἵνα κερδήσῃ τὴν μακαρία ζωὴν τῶν δικαίων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν.
Φθάσας δὲ τὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε χρόνων, ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς πατρίδος του καί, ποιήσας εὐχὴν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, εἶπε: «Δέσποτα καὶ Δημιουργὲ ἁπάσης τῆς κτίσεως, εὔσπλαχνε καὶ πολυέλεε Θεέ, ὁ καταδεξάμενος διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων σαρκωθῆναι ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς ἀκηράτου μητρός σου καὶ ἐξ αὐτῆς γεννηθῆναι καὶ σταυρωθῆναι καὶ ταφῇ δοθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι, σὺ Βασιλεῦ πανάγιε, ἐπάκουσον ἑμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου δούλου σου καὶ ὁδήγησόν με ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου σου, τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, ἵνα κἀγὼ ὁ δείλαιος ἀξιωθῶ τῆς ἐπηγγελμένης ἐκείνης οὐρανίου σου μακαριότητας».
Ὁ δὲ πανάγαθος Θεὸς ὡς οἰκτίρμων καὶ εὐσυμπάθητος, ὁ θέλων τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, εἱσήκουσε τῆς δεήσεως αὐτοῦ καί, καθὼς ἐξῆλθε τῆς πατρίδος του, εὐθὺς εὑρίσκει ἕνα ἐνάρετον ἄνθρωπον καθ᾿ ὁδόν, ὅστις ἐκαλεῖτο Ἀκάκιος. Οὗτος δὲ ἧτο πολὺς εἰς τὴν σοφία καὶ παιδεία καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς καὶ ἐγνωσμένος εἰς διαφόρους τόπους, ὡς ὠφελήσας διὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων.
Τούτου γίνεται ἀληθὴς μαθητής, ὑποσχεθεὶς νὰ φυλάξῃ τὴν ὑπακοὴν καὶ νὰ εἶναι πρόθυμος διὰ παντὸς εἰς τὰ ὑπουργήματα τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων. Ὁ δὲ μακάριος Ἀκάκιος ἐδέχθη μετὰ προθυμίας τὸν Ὅσιο, προορῶν ὅτι μέλλει νὰ γένῃ ὁ παμμάκαρ Δαβὶδ θαυμάσιος καὶ ἄξιον δῶρον τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ, καὶ τὸν πῆγε εἰς τὴν μονήν του καὶ τὸν ἔγραψε συνασκητὴν μετ᾿ ἄλλων πατέρων, διδάξας αὐτὸν καὶ καθοδηγήσας εἰς ἅπαντα τὰ ἑπόμενα τοῦ μοναδικοῦ βίου, καὶ εὐθέως ἐνέδυσεν αὐτὸν τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ἐνασχολεῖται εἰς κόπους καὶ ἱδρῶτας ἀσκητικούς.
Ἔκτοτε λοιπὸν ὁ μακάριος Δαβὶδ κατεγίνετο εἰς κόπους, εἰς ἀγρυπνίας, εἰς νηστείας, εἰς δεήσεις καὶ προσευχὰς καὶ εἰς τελείαν ἀποχὴ τῶν κακῶν, καὶ σπουδάζε διὰ παντὸς νὰ γένῃ ἔξω τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ τοῦ φθοροποιοῦ κόσμου, διὰ νὰ γένῃ θῦμα καθαρὸν τοῦ οὐρανίου Βασιλέως.
Ἠναγκάζετο δὲ μάλιστα ὁ Ὅσιος κατὰ συνέχεια παρὰ τοῦ γέροντός του Ἀκακίου χάριν δοκιμῆς εἰς τὸ νὰ περιφρονῆται μὲ λόγια μεμπτὰ καὶ ψυχρότατα καὶ ἐπέμπετο παρ᾿ αὐτοῦ νὰ πωλῇ στάκτην, ὁ δὲ ἀοίδιμος Δαβὶδ μὲ μεγάλην ταπεινοφροσύνην καὶ ἄμετρον ὑπομονὴ ὑπέμενε καρτερώτατα καὶ ἔκαμνε κάθε πρόσταγμα τοῦ γέροντός του, εἰδὼς ὅτι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἀποκατασταίνει τὸν ἄνθρωπον νὰ δοξασθῇ παρὰ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τῆς οὐρανίου μακαριότητας.
Μετ᾿ ὀλίγον ὁ διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου ὁ πατὴρ Ἀκάκιος ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ μοναστήριον ἐπὶ σκοπῷ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλο μέρος νὰ εὕρῃ ἄλλους πλέον ἐναρέτους ἄνδρας, χάριν συναναστροφῆς καὶ ὁμιλίας πρὸς αὔξησιν καὶ πλεονασμῶν τῆς ἀρετῆς· ἔλαβε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν Ὅσιο Δαβίδ. Περιπατοῦντες οὖν ἀμφότεροι καὶ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον περιερχόμενοι πολλὰ μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια διὰ νὰ ἐπιτύχωσιν ὅ,τι ποθοῦν, ᾖλθον εἰς τὴν Ὄσσα, ἥτις εἶναι μεταξὺ τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου ὄρους· ἐκεῖ δέ, μαθόντες τὸ μοναστήριον τοῦ Οἰκονομίου, εἰσῆλθαν καὶ παρέμειναν ὀλίγον καὶ ὠφελήθηκαν παρὰ τῶν πατέρων ἐκείνων, ὁμοίως καί οἱ πατέρες ἐκεῖνοι ἐκ τούτων, ἐπειδὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ γύμνασις τῆς ἀρετῆς ἐγίνετο ἀκωλύτως.
Βλέποντες δὲ μάλιστα οἱ ἐκεῖ συνασκούμενοι πατέρες τὸν μακάριο Δαβίδ, ὅτι ἐξετέλει μεγάλα κατορθώματα ἀρετῶν καὶ ἀμέτρους κόπους καὶ ἀγῶνας καὶ ἐπροχώρει ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ εἰς τὸ κρεῖττον τῆς ἀρετῆς, ὥς φησιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τῶν μὲν ὄπισθεν ἐπιλαμβανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος», παρεκίνουν καὶ ἐβίαζον αὐτὸν τὸν ἀοίδιμον νὰ δεχθεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροδιακονίας, ἐπειδὴ ἐπρόβλεπον ὅτι μέλλει νὰ γένῃ ἐντελὴς εἰς τὴν ἀρετὴ καὶ ἔχει νὰ φωτίσῃ μὲ τὰς πνευματικάς του διδασκαλίας καὶ νουθεσίας πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων.
Ἀνεδείχθη λοιπὸν τὸ τῆς Ἱεροδιακονίας ἀξίωμα εἰς τὸ διαληφθὲν μοναστήριον καί, ὡς καθαρὸς καὶ γνήσιος δοῦλος τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, ὑπηρέτει εὐλαβῶς τὰ θεῖα Μυστήρια. Μετ᾿ ὀλίγον δὲ καιρὸν πάλιν ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, ὁ ἱερὸς Ἀκάκιος, καταφλεγόμενος ὑπὸ θείου ἔρωτος ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγει εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ διὰ νὰ προσκυνήσει τὰ ἱερὰ μοναστήρια καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τοὺς ἐκεῖ ἀσκητὲς χάριν εὐλογίας καὶ νὰ γένῃ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς ἐκείνων.
Ὅθεν ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ἔχων μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν μακάριο Δαβίδ, τῇ θείᾳ συνάρσει, ᾖλθε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, περιῆλθε ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὰς σκήτας καί, λαβὼν οὐκ ὀλίγον καρπὸν τῆς ἐνθέου ἀρετῆς, ἔκρινεν εὔλογον πάλιν ὁ σεβάσμιος πατὴρ Ἀκάκιος νὰ ἀποπλεύσῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ δὲ ὅσιος Δαβὶδ ἔμεινε ἐκεῖ εἰς τὸν λιμένα τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν μονὴν τῆς ἁγίας Λαύρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου Ἀθωνίτου, λέγω, χαίρων δὲ καὶ ἀγαλλόμενος μετήρχετο τὸν ἀσκητικὸ βίον.
Ὁ δὲ μακάριος Ἀκάκιος φθάσας εἰς Κωνσταντινούπολιν πῆγε ἀμέσως εἰς τὸ Πατριαρχεῖο, εἰς προσκύνησιν τοῦ Πατριάρχου· ὁ δὲ Πατριάρχης ἱδὼν τὸν ἀοίδιμον Ἀκάκιο, τῷ ὄντι τὸ σκεῦος τῆς ἀκακίας καί, πληροφορηθεὶς τὸν βίον του τὸν καθαρὸν καὶ τὴν διαγωγή του τὴν ἐνάρετο, καθὼς καὶ ἄλλοτε εἶχεν ἀκούσῃ παρ᾿ ἄλλων, ὑπερευχαριστήθη.
Μετὰ ταῦτα δὲ γενομένης συνόδου ἱερᾶς μετὰ τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων, καθῆκον ἐκρίθη παρὰ πάσης τῆς ἁγίας συνόδου νὰ τιμηθῇ ὁ ἀοίδιμος Ἀκάκιος διὰ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τῆς Ἀρχιεροσύνης, ὡς ὧν ἄξιος ἐργάτης τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἵνα ποιμάνῃ τὸ λογικὸ ποίμνιο, ἵνα πληρωθῇ ἡ φωνῇ ἡ Εὐαγγελική, ἡ λέγουσα: «Οὐ καίουσι λυχνῶν καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ λάμπει πᾶσι, τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ»· καὶ τοιουτοτρόπως χειροτονηθεὶς ἠξιώθη τοῦ μεγίστου καὶ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τῆς Ἀρχιεροσύνης, λαχὼν τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης.
Ἂφ᾿ οὖ δὲ κατῆλθεν εἰς τὴν ἐπαρχία του, ἔστειλε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπῆρε τὸν ἀγαπητό του ὑποτακτικὸ καὶ καθαρὸν ὑπουργὸ τοῦ Θεοῦ, λέγω τὸν πανάριστον Δαβὶδ καί, ὡς ἔφθασε οὖτος εἰς τὴν Ναύπακτο ἐντὸς τῆς μητροπόλεως, μεγάλη χαρὰ ἐγένετο ἀμοιβαία εἰς τοὺς δύο, δηλαδὴ εἰς τὸν Ἀρχιερέα καὶ εἰς τὸν Ὅσιο Δαβίδ.
Καὶ ἀμέσως ὁ γέροντάς του μετὰ χαρὰς ψυχικῆς λέγει τὸν ἔνθεον σκοπόν του πρὸς τὸν Δαβίδ- τέκνον μου ἀγαπητὸν ἐν Κυρίῳ, ἐγὼ ἐπίτηδες σὲ μετακάλεσα ἐκ τῆς μονῆς νὰ σὲ χειροτονήσω ἐπίσκοπο, νὰ ποιμάνῃς λαόν, διότι εἶσαι ἄξιος ἐργάτης καὶ διδάσκαλος τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἵνα φωτίζῃς ψυχὰς ἀνθρώπων. Ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ μηδόλως ἔστερξεν, ἂν καὶ ἦτον ἄξιος αὐτοῦ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος, ἐπειδὴ κατεφρόνει τὴν δόξαν, καὶ ἠσπάζετο τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ ἡσυχία διὸ καθ᾿ ἑκάστην κατεγίνετο καὶ ἐνησχολεῖτο νὰ φυλάξῃ τὴν ψυχήν του ἄσπιλο καὶ καθαρὰν ἀπὸ τὰς ἐπιβουλὰς καὶ ἐνέδρας τοῦ δολίου Σατανᾶ καὶ νὰ τὴν λαμπρύνῃ μὲ τὰ πρέποντα προτερήματα καὶ ἀρετάς, θέλων νὰ ἀφανίσῃ τελείως τὰς τῆς σαρκὸς ἀτάκτους κινήσεις καὶ ὁρμὰς καὶ νὰ ὑποτάξῃ τὸ σῶμα εἰς τὴν ψυχήν. Διὰ τοῦτο μὲ μεγάλας νηστείας καὶ μὲ ὁλονυκτίους ἀγρυπνίας καὶ συνεχεῖς γονυκλισίας ἐταλαιπώρει τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδὴ πώποτε δεν χόρτασε τὴν κοιλίαν μὲ φαγητό, ποτὲ δεν φόρεσε εὔμορφον φόρεμα, ποτὲ δεν γέλασε ἄτακτα, ποτὲ δεν ἔκαμε τίποτε ἐναντίον τοῦ μοναχικοῦ βίου, ἀλλ᾿ εἶχε διὰ παντὸς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐπιστηριγμένον εἰς τὴν ψυχήν του καὶ ἠσπάζετο τὴν ταπείνωσιν καὶ ἦτον ὑποτεταγμένος πρὸς τὸν ἅγιον γέροντά του καὶ πνευματικόν του πατέρα διὰ νὰ μάθητε λοιπὸν πόση ὑπακοὴ εἶχεν ὁ παμμακάριστος εἰς τὸν διδάσκαλόν του, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς τὸ ἑξῆς διήγημα.

Ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐστάλη παρὰ τοῦ γέροντος τοῦ ἐκ Ναυπάκτου εἰς τὴν Ἄρτα διά τινα ὑπηρεσία ἡ ὁδὸς ἡ ἀπέχουσα τῆς Ναυπάκτου ἄχρι τῆς Ἄρτης εἶναι τεσσάρων ἡμέρων, ὁ μακάριος ἐπειδὴ συνήθιζε νὰ περιπατῇ ἀνυπόδητος, φθάσας εἰς τὴν Ἄρτα, ὕστατο ἐν μέρει τινὶ χάριν ἀναπαύσεως· ἱδὼν δὲ αὐτὸν εἰς ἄρχων θεοφιλὴς καὶ φιλόπτωχος ἀνυπόδητον, εὐθὺς ἀγόρασε μίαν ζυγὴν ὑποδήματα καὶ ἔρχεται πρὸς τὸν Ὅσιο καὶ τῷ λέγει παρακαλῶν: δοῦλε τοῦ Θεοῦ, λάβε αὐτὰ τὰ ὑποδήματα καὶ βάλε τα εἰς τοὺς πόδας σου καὶ μὴ ταλαιπωρῇς τόσον πολλὰ τὸν ἑαυτόν σου.
Ὁ δὲ μακάριος Δαβίδ, ἐννοήσας τὴν εὐλάβειαν τοῦ ἄρχοντος, τὰ ἐδέχθη καὶ τὰ φόρεσε καί, ἀφ᾿ οὗ ἔκαμε ὅλα τὰ προστάγματα τοῦ γέροντος τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, ἐπέστρεψεν πίσω ταχέως. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς ὁ γέροντάς του, ἱδὼν τὸν Δαβὶδ φοροῦντα τὰ ὑποδήματα, λέγει πρὸς αὐτὸν μετὰ θυμοῦ: «ὦ Γέρων (ἐπειδὴ οὕτω ἐκαλεῖτο παιδιόθεν ὁ μακάριος διὰ τὴν πολλὴν φρόνησίν του) τίς σοῦ ἔδωκε τὰ ὑποδήματα αὐτά»;
Ὁ δὲ ὅσιος Δαβὶδ μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς ἀπεκρίθη καὶ λέγει πρὸς αὐτόν: «ἕνας ἄνθρωπος φιλόχριστος, Πάτερ μου, μοὶ τὰ χάρισε» ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς λέγει πρὸς αὐτόν «αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποταγὴ τὴν ὁποίαν σῴζεις πρὸς ἑμέ, ὦ Γέρων; καὶ διατὶ δεν ᾖλθες ἀνυπόδητος, καθὼς ὑπῆγες; ἀλλὰ ἐλυπήθης τὸν ἑαυτόν σου; ἄπελθε λοιπὸν καὶ δὸς τὰ ὑποδήματα ὀπίσω εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος σοῦ τὰ ἔδωκε καὶ πάλιν στρέψον ὀπίσω, καθὼς ὑπῆγες ἀνυπόδητος· τοῦτον τὸν κανόνα ἔκρινα νὰ σοῦ δώσω, διὰ νὰ μάθῃς ποτὲ νὰ μὴ κάμῃς ἔργον τι χωρὶς τῆς προσταγῆς μου».
Τότε ὁ ταπεινόφρων Δαβίδ, ποιήσας μετάνοιαν, ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς τὴν ἐπιτίμησιν καὶ ἔπραξε καθὼς τὸν διέταξεν ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος Ἀρχιερεύς· καί, ἀφ᾿ οὗ γύρισε πίσῳ, τὸν ὑπεδέχθη ὁ θεῖος ἀνὴρ μετ᾿ εὐλαβείας καὶ χαρᾶς, ὡς ἄξιον ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ καὶ τέκνον τῆς ὑπακοῆς. Οὕτω διάγων δὲ μετὰ τοῦ Ἀρχιερέως ἔλαμπε μὲ τὰς ἀρετὰς καὶ θεῖα κατορθώματα, ὡς ἀστὴρ φαεινότατος.
Εἴτα δὲ χειροτονηθῇ καὶ ἱερεύς, γενόμενος λειτουργὸς τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Μυστηρίων, καὶ ὅλος ηὔξανεν εἰς τὴν ἀρετὴ ἐπιδίδων εἰς τοὺς ἀγῶνας καὶ καμάτους, ὡς δένδρον πεφυτευμένον εἰς γῆν ἀγαθή, ὅπερ ὑψοῦτο τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, φέρον καρποὺς ἀγαθοὺς διότι ἤκουε τὴν σοφίαν τὴν λέγουσα: Ὅσον μέγας εἶ, τοσούτον ταπεινοῦ σεαυτόν, καὶ εὑρήσεις χάριν παρὰ Κυρίου.
Ὅθεν διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ταπείνωσιν ἀπέφυγε τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης ὁρῶν δὲ ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ οἱ τοῦ τόπου ἄρχοντες τὰς οὐρανίους χάριτας καὶ προτερήματα τὰ ὁποῖα εἶχε, τὸν παρεκάλεσαν πολλὰ διὰ νὰ γένῃ ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Θεοτόκου, ἐπιλεγόμενης Βερνικόβης. Οὕτω λοιπόν, διὰ τῶν πολλῶν παρακλήσεων τοῦ Ἀρχιερέως καὶ τῶν ἀρχόντων, ἀπεδέχθη τὴν ἡγουμενεία τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου Μοναστηρίου καὶ πάντοτε διὰ φροντίδας εἶχε τὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχικῆς σωτηρίας τῶν μοναχῶν ἐκείνων, νουθετῶν καὶ διδάσκων καθ᾿ ἑκάστην αὐτοὺς ἅπαντα τοῦ μοναχικοῦ βίου τὰ καθήκοντα, ἀποδεικνύων αὐτοῖς μάλιστα τὸν ἑαυτόν του καλὸν παράδειγμα.
Ἀλλ᾿ οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι δεν ἠθέλησαν πώποτε νὰ ἐπιδώσωσιν εἰς τὴν προκοπὴ τῆς ἀρετῆς καὶ οὕτω ἐπληροῦτο τὸ ῥητὸν ἐκεῖνο τὸ λέγον «Εἰ Αἰθίοψ ἀλλάξεται τὸ δέρμα αὐτὸν καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, τότε καταλείψουσι καὶ ἐκείνοι τὰς κακὰς των συνηθείας», ἐπειδὴ ἠγάπα ὁ καθεὶς νὰ ἔχῃ τὴν ἰδιοῤῥυθμίαν καὶ νὰ τρέχῃ, ὡς θέλει, εἰς τὰς αἰσχράς του πράξεις.
Ἐν ᾧ διῆγεν ὁ μακάριος εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Θεοτόκου, κατὰ τύχην ἐλθὼν εἰς τὴν Ἀχαΐαν ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης Ἱερεμίας, μετὰ τοῦ σοφωτάτου ῥήτορος Ἐμμανουήλ, πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν εἰρημένην Μονὴν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν, ὄντος τοῦ Πατριάρχου ἐκεῖ, ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐπῆρε καιρὸν διὰ νὰ λειτουργήσῃ κατὰ τὸ σύνηθες· ὁ δὲ ῥήτωρ ἔχων οὐκ ὀλίγην εὐλάβειαν πρὸς τὸν μακάριο εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ βλέπει εἰς τὸ ἅγιον βῆμα τὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος ἦτον εἰς τὴν προσκομιδήν, ὅτι τὸν εἶχε περικεκυκλωμένον φῶς θεῖον καὶ ἔλαμπε τὸ πρόσωπόν του ὡς ἥλιος, διότι ἐστέκετο σχεδὸν ἕνα πῆχυν ὑψηλότερον τῆς γῆς.
Τοῦτο τὸ θαῦμα ἱδὼν ὁ ῥήτωρ ἔδραμε εἰς τὸν Πατριάρχη καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ἐλθέ, Δέσποτα ἅγιε, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ ἴδῃς Ἄγγελον ἐπίγειο καὶ εὐθὺς δραμὼν ὁ Πατριάρχης ἔνδον τοῦ ἁγίου βήματος, τὸ μὲν φῶς τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ ῥήτωρ πρότερον, ὁ Πατριάρχης δὲν τὸ εἶδεν, ἀλλ᾿ εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦ ἁγίου βεβρεγμένον μὲ δάκρυα.
Τοῦτο ὡς εἶδεν ὁ Πατριάρχης ἐθαύμασε καὶ ἔπειτα πολλὰ παρεκάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ τὸν κάμῃ Ἀρχιερέα εἰς μίαν μητρόπολιν, ἀλλὰ οὐδόλως ἔστερξε. Διατρίψας λοιπὸν ὀλίγον καιρὸν εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον ὁ Ὅσιος καὶ βλέπων τὸ ἀδιόρθωτο τῶν Μοναχῶν ἐκείνων, ἔφυγε ἐκεῖθεν περιφερόμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, διὰ νὰ τύχη τὸν ἀρμόδιο τόπον τῆς ἀσκήσεως εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ἀληθοῦς σκοποῦ του. Διὸ ποιήσας εὐχὴν πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν εἶπε: Παντοκράτορ Δέσποτα, δημιουργὲ τοῦ παντός, φιλάνθρωπε καὶ ἐλέημον Θεέ, Λυτρωτὰ καὶ ῥύστα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, σύ, ὦ γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, ἔχυσες τὸ πανάγιόν σου αἷμα ἐπάνω εἰς τὸν Τίμιον Σταυρὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, σὺ ὁδήγησόν με, Πανάγιε Βασιλεῦ, τοῦ εὑρεῖν τόπον ἡσυχίας καὶ αἰνέσεως.

Ταῦτα ὅταν ἔλεγε ὁ Ὅσιος μετὰ θερμῶν δακρύων πρὸς τὸν παντάνακτα Θεόν, τῷ ἀπεκαλύφθη οὗτος ἐν ὁράματι καὶ τῷ εἶπε νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸ ὄρος Στείρι καλούμενον, ὅπερ κεῖται μεταξὺ Ἑλικῶνος καὶ Παρνασσοῦ, καὶ ἀμέσως τῇ θείᾳ ὁδηγίᾳ ᾖλθε ἐπὶ τὸ ὄρος καὶ εὗρε τόπον ἀρμόδιο νὰ καθησύχασῃ καὶ ἐκεῖ ἔκαμε μικρὰν οἰκοδομὴν ἀσκητηρίου, ἐσύναξε καί τινας Μοναχοὺς εὐλαβεῖς καὶ σπουδαίους καὶ μετὰ τούτων ὑμνολογεῖ τὸν ἅγιον Θεὸν ἡμέρας τε καὶ νυκτός, διάγων πολιτείαν γέμουσαν ἀρετῶν καὶ θείων χαρίτων.
Διότι ὁ μακάριος Δαβὶδ δεν ἧτο μόνον στολισμένος μὲ τὰς χάριτας τοῦ μοναδικοῦ βίου, ἀλλ᾿ ἧτο καὶ μὲ σοφίαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μαθημάτων, ἐπειδὴ ἐδιδάχθη ἀρκούντως παρὰ τοῦ γέροντος τοῦ Ἀκάκιου ἁγίου Ναυπάκτου καὶ παρ᾿ ἐκείνου ἀπεστάλη πρὸς τὸν Δεκαδίωνα σοφὸν Ἰουστίνων καὶ εὐγενέστατο Ἀνδρέα Ἄρνη, ἐδιδάχθη δὲ καὶ παρ᾿ αὐτῶν μαθήματα ἀρκοῦντα.
Εἰς αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὄρος καθησυχάσας διῆγεν ἀταράχως καιρὸν τίνα ἐκ τῶν σατανικῶν προσβολῶν ἀλλ᾿ ὁ μισόκαλος καὶ πονηρὸς διάβολος δεν ἔπαυε νὰ μηχανᾶται τρόπους δολίους κατὰ τοῦ παμμάκαρος, φθονῶν τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀρετήν του.
Ὁ δὲ Ὅσιος εἰδὼς τὴν ἄμετρον κακίαν καὶ φθόνον τοῦ δολίου ἐχθροῦ ὕστατο ὡς στερεὰ πέτρα, οὐδόλως δειλιῶν τὰ σατανικὰ αὐτοῦ βέλη, καὶ ὡς οὐδὲν λογιζόμενος τὰς πονηρὰς μηχανάς του· ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἔσχατον καταφλεγόμενος ὁ πονηρὸς Βελίαρ ὑπὸ τοῦ φθόνου ἐνεργεῖ κατὰ τοῦ Ὁσίου πειρασμὸν τοιοῦτον, καὶ ἀκροασθῆτε τὸ τέχνασμα τοῦ φθονερότατου δράκοντος.
Μεταξὺ τῆς Χαιρωνείας καὶ τοῦ Ἑλικῶνος εὑρίσκεται μία πόλις καλουμένη Λεβάδεια, ἔνθα κατοικοῦσι καὶ Ἀγαρηνοί, εἷς ἐξ αὐτῶν ἐν τάξει ὧν ἐξουσίας εἶχε σκλαβόπουλα, ἅτινα τυχόντα εὐκαιρία ἔφυγον ὁ δὲ αὐθέντης αὐτῶν ἐρευνῶν μετὰ πόθου καὶ γενόμενος πλήρης θυμοῦ ἐζήτει τὰ ῥηθέντα σκλαβόπουλα.
Τινὲς ὀπαδοὶ τοῦ διαβόλου κάκιστοι παρουσιασθέντες τῷ Ἀγαρηνῷ ἐκείνῳ εἶπον ὅτι ὁ Ὅσιος ἐγένετο αἴτιος τῆς φυγῆς τῶν σκλάβων καὶ ἀμέσως ἐκεῖνος δραμὼν ὡς λύκος κεχηνὼς ἥρπασε τὸν μακαριώτατον Δαβὶδ καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως· οὗτος δέ, ὧν ὡς θηρίον ἄγριον, εὐθὺς πρόσταξε καὶ ἔῤῥιψαν οἱ ὑπηρέται του τὸν ἅγιον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὸν ἔδειραν σφοδρότατα μὲ τόση ἀσπλαχνία, ὥστε σχεδὸν ἡμιθανὴς ἐγένετο ὁ Ὅσιος ἐκ τῶν ἀμέτρων πληγῶν, ἔπειτα τὸν ἐφυλάκωσεν.
Ὁ δὲ ἅγιος ὡς πεπλησμένος τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος ἔχαιρε καὶ εὐφραίνετο ἐνθυμούμενος τὸ ῥητὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τὸ λέγον: πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις. Τὴν ἐρχομένη ἡμέραν πάλιν πρόσταξε ὁ ἀλιτήριος, καὶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τὸν ξύλισαν σκληρότατα ἐκεῖνα τὰ ἀγριότατα θηρία, ἔπειτα τοῦ ἔδεσαν ὀπίσω τὰς χεῖρας καὶ τὸν κρεμάσαν διὰ πολλὴν ὥραν καὶ ἐκ τούτου ἠσθένησαν τὰ χέρια τοῦ ἁγίου καὶ ἔμειναν πολὺν καιρὸν ἀκίνητα.
Ἄλλα τις δύναται νὰ διηγηθῇ εἰς πλάτος τὰς ἄλλας τιμωρίας καὶ βάσανα, τὰ ὁποῖα ἐδέχθη εἰς τὸ σῶμα του ὁ ἅγιος; Ἐν ᾧ ἧτο κρεμάμενος, τὸν πότιζαν διάφορα ποτὰ φαρμακερώτατα ἀλλὰ ταῦτα πάντα τὰ ὑπέμενεν ὑπομονητικώτατα, διότι ἦτον ἀρματωμένος μὲ τὴν δύναμιν καὶ χάριν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ ἐπεθύμει νὰ λάβῃ καὶ τὸ τέλος τοῦ μυστηρίου, νὰ ἀπολαύσῃ ταχέως τὸν στέφανον τὸν ἀμαράντινον καὶ νὰ συναυλισθῇ εἰς τὴν χορείαν τῶν ἁγίων. Ἀλλ᾿ ὁ πανάγαθος Θεὸς εἰδὼς ὅτι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ πολυτίμου μαργαρίτου, λέγω τοῦ ὁσίου Πατρός, ἐσῴζοντο πολλαὶ ψυχαί, τὸν ἠλευθέρωσε, φωτίσας τινὰς Χριστιανοὺς καὶ ἔδωκαν χρήματα πολλὰ τῷ ἡγεμόνι, καὶ ἐλυτρώθη ὁ ἅγιος.
Ἀφ᾿ οὖ δὲ ἠλευθερώθη τοῦ τυράννου δεν ἔκρινεν εὔλογο νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ αὐτὸ ἀσκητήριο, ἀλλὰ περιήρχετο ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἕως νὰ εὕρῃ πάλιν τόπον ἀρμόδιο ἡσυχίας, δοκιμάζων καθ᾿ ὁδὸν ἀμέτρους τυραννίας καὶ θλίψεις ἐκ τῶν βαρβάρων καὶ κακῶν ἀνθρώπων. Τέλος δὲ ἦλθε εἰς τὴν νῆσον τῆς Εὐβοίας, εὑρὼν αὐτοῦ τόπον ἡσυχίας, πλησίον τοῦ χωρίου Ὀροβιαῖς.
Εἰς αὐτὸν δὲ τὸν τόπον ἧτο ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ· τὸν ναὸ τοῦτον τῇ θείᾳ βοηθείᾳ διὰ συνδρομῆς τινων εὐλαβῶν χριστιανῶν ἀνήγειρε ἐκ βάθρων, καλλωπισθέντα καὶ ὡραϊσθέντα μετὰ τῶν ἁρμοδίων κελλίων, καὶ ἐφεπομένων οἰκοδομῶν, ἀποκαταστήσας Μοναστήριον, ὡς ἐπόθει.
Ἔπειτα δέ οἱ ποθοῦντες τὸν μοναχικὸ βίον, ἀκούοντες τὰς ἀρετὰς καὶ κατορθώματα τοῦ ἁγίου ἔτρεχαν πανταχόθεν καὶ ἐλάμβαναν τὸ ἀξίωμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τοιουτοτρόπως ἐπρόκοπτον εἰς τὴν ἀρετὴ διὰ τῶν θείων παραινέσεων καὶ διδασκαλιῶν τοῦ παναρίστου Δαβίδ. Ἐξ αὐτῶν δὲ τῶν μοναζόντων οἱ πλέον προκομμένοι εἰς τὴν ἀρετή εἰσιν οὖτοι· ὁ Ἰσαὰκ ὅστις εἶχε καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης, ὁ Ἰωαννικιος καὶ ὁ Ἡσαΐας, κεχαριτωμένοι τῷ ὄντι μὲ διαφόρους ἀρετὰς καὶ προτερήματα· μετὰ τούτων ἧτο καὶ ὁ Γεράσιμος, Ἰωακείμ, Διονύσιος καὶ Δανιὴλ Ἱεροδιάκονοι, καὶ αὐτοὶ ἄξιοι καὶ στολισμένοι μὲ προτερήματα.
Ἕως ἐδῶ, ἀκροαταί μου, διηγήθην τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου καὶ τὰς χάριτας καὶ ἀρετὰς τοῦ ὁσίου πατρὸς Δαβίδ, τώρα δὲ θὰ διηγηθῶ ἀκολούθως τὰς περιηγήσεις, τὴν ὑπερβάλλουσαν ἐλεημοσύνη τὴν ὁποίαν ἔκαμνε εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ τὰ θαύματα αὐτοῦ. Ἐφάνη ποτε εὔλογο τῷ ἁγίῳ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ ἁγίου Δημητριάδος· συμπαρέλαβε δὲ τὸν Χριστόφορο, ὅστις καὶ τὸν βίον τοῦ ὁσίου ἔπειτα συνέγραψε, καὶ τὸν ἱερὸν Ἰωαννίκιο, καὶ περιπατοῦντες ᾖλθον ἔξω τῆς ἐπισκοπῆς πρὸς τὸ ἑσπέρας καὶ κτύπησαν τὴν θύραν· ἐξῆλθεν εἷς διάκονος τοῦ ἁγίου Δημητριάδος καὶ τοὺς ἐρώτα ποῖοι εἶναι καί τι θέλουσιν.
Ὁ δὲ ἅγιος ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν, ξένοι ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ θέλομε νὰ ξενισθῶμεν εἰς τὴν ἐπισκοπή. Τότε ὁ διάκονος ἐπιστρέψας εἶπε τοῦ γέροντός του, ἅπερ εἶπεν ὁ ὅσιος· καὶ πάλιν ἐξελθὼν ὁ διάκονος εἶπεν ὅτι δεν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθητε ἐπειδὴ ὁ γέροντάς μου δειπνεῖ μετὰ τῶν φίλων του, παρέτε λοιπὸν μίαν ψάθαν καὶ καθίσατε αὐτοῦ ἔξω. Τότε ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη τοῦ διακόνου· ἡμεῖς, τέκνον μου, εἰς τὸν οἶκον ἀγαπῶμεν νὰ μείνωμεν, καὶ ὄχι ἔξω εἰς τὸν δρόμο.
Καὶ εὐθὺς λέγει πρὸς τὸν Χριστόφορο ὁ ἅγιος γέρων τράβα τὸ μουλάρι, ἐπειδὴ εἶχον ἕνα μαζί των, ἄνελε (οὕτω εἶχεν συνήθειαν νὰ τὸν ὀνομάζῃ χαριεντιζόμενος). Αὐτὸς δὲ ἔχων θάῤῥος πρὸς τὸν ἅγιον εἶπεν ἂς προσμείνωμεν ὀλίγον, Πάτερ, ἴσως καὶ μᾶς ἀνοίξουν. Ὁ δὲ θεῖος Πατὴρ βλέπων αὐτὸν ἀργοποροῦντα νὰ κάμνῃ τὸ πρόσταγμά του, τὸν κτύπησε μὲ τὴν ῥάβδο του εἰς τὴν ῥάχη, λέγων δὲν κάμνεις ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σοὶ λέγω, μόνον στέκεσαι καὶ φιλονεικᾶς;
Αὐτὸς δὲ εὐλαβείᾳ καὶ φόβῳ φερόμενος, ἐτράβησε τὸ μουλάρι. Καὶ ὁ διάκονος τοῦ Ἀρχιερέως ἱστάμενος ἔτι παρὰ τῇ θύρᾳ καὶ ἀκούων αὐτὰ ἔδραμε πρὸς τὸν γέροντά του, καὶ τῷ διηγεῖται ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἤκουσεν. Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ περίφημος ἐκεῖνος Δαβίδ, ἐπειδὴ πρὸ πολλοῦ δι᾿ ἀκοῆς εἶχε τὰ προτερήματά του, καὶ ἠγάπα νὰ τὸν ἴδῃ καὶ ἀμέσως ἄφησε τὸ τραπέζι καὶ μετὰ τῶν εὑρεθέντων φίλων προσέδραμεν εἰς τὸν Ὅσιο καί, ὡς τὸν εἶδε, λέγει μετ᾿ εὐλαβείας· σὺ εἶσαι ὁ γέρων Δαβίδ; καὶ ἀπεκρίθη αὐτὸς μετὰ ταπεινώσεως, ἐγὼ ὁ δοῦλος τῆς σῆς ἁγιοσύνης εἰμί. Καὶ εὐθὺς ὁ ἀρχιερεὺς προσπίπτων ζητεῖ συγχώρησιν.
Ὁ δὲ μακάριος Δαβίδ, ὡς μιμητὴς ὧν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἔδωκε συγχώρησιν εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ τὴν πρέπουσα νουθεσία νὰ εὐσπλαχνίζηται τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς φιλοφρονῇ, δίδων αὐτοῖς καὶ ἔλεος, ἂν ἔχωσι χρείαν, διὰ νὰ ἀποπληροῖ τὸ χρέος τοῦ ἐπαγγέλματος.
Ἔπειτα δὲ μαθόντες οἱ κάτοικοι τῆς χώρας προσέτρεχον ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, ὡς ἡ διψῶσα ἔλαφος, ἐξομολογούμενοι καὶ λαμβάνοντες εὐλογία παρὰ τοῦ ἁγίου ἐπέστρεφαν δοξάζοντες τὸν ἅγιον Θεόν, διότι ἠξιώθησαν νὰ ἴδωσι τὸν ἅγιον καὶ νὰ ἀκούσωσι τὴν μελίῤῥυτον ἐκείνη διδασκαλία καὶ νουθεσία, ὡς ἔχοντες δι᾿ ἀκοῆς πρότερον τὰς ἐναρέτους αὐτοῦ πράξεις.
Ἐκεῖθεν δὲ πάλιν ἀπῆλθον εἰς τὴν Λάρισα πρὸς τὸν ἅγιον Λαρίσης, Νεόφυτο καλούμενο, ὅστις ἦτον ἀληθὴς Ἱεράρχης τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖ δὲ διέτριψάν τινας ἡμέρας καὶ ὠφελήθηκαν πολλοὶ τῶν χριστιανῶν ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου, ὁμοίως καὶ ὁ σεβασμιότατος Ἱεράρχης.
Ἔπειτα δὲ τῇ θείᾳ βοηθείᾳ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Μονήν των καὶ τίς δύναται νὰ διηγηθῇ λεπτομερῶς τὰς ἀρετὰς τοῦ ἁγίου, καὶ μάλιστα τὴν ἐλεημοσύνην τὴν ὑπερβάλλουσαν, τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον τοῖς ὁμοπίστοις μετήρχετο, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἀλλοφύλοις;
Ἐν μιᾷ τῶν ἡμέρων ᾖλθέ τις Ἀγαρηνὸς ἐξ Εὐβοίας εἰς τὸ Μοναστήριον πένης ὤν, ἱδὼν αὐτῶν ὁ ὅσιος, οἴκτῳ καμφθείς, πρόσταξε τὸν δοχειάρην νὰ τοῦ δώσῃ φορέματα καὶ ὑποδήματα ἐκ τῶν ἑτοίμων καὶ ὄχι μόνον ταῦτα, ἀλλὰ καὶ τροφὰς ἀκόμη διὰ τὰ παιδία του· Τοιαύτην μεγίστη εὐσπλαχνία εἶχεν ὁ ἅγιος.
Ποτὲ δὲ εἷς ἱερομόναχος, Εὐφρόσυνος καλούμενος, ἐκ τῆς συνεργείας τοῦ πονηροῦ δράκοντος, ἀκουσίως φόνευσε ἄνθρωπον καὶ ἐπειδὴ ἤκουσαν τοῦτο οἱ ἡγεμόνες τοῦ τόπου, ἐφυλακώθη παρ᾿ αὐτῶν καὶ ἐλήφθη ἅπασα ἡ πατρικὴ περιουσία καὶ ἔτι ὑπέπεσε εἰς χρέος βαρύτατο καί, μὴ ἔχων ὀβολὸν ὁ ἄθλιος, προσέδραμε τῷ ἁγίῳ γέροντι χάριν ἐλέους καὶ βοηθείας.
Ὁ δὲ συμπαθέστατος ὅσιος, ἅμα μαθὼν τὴν ἄκραν δυστυχίαν του, ὡς ἄλλος Ἀβραὰμ καὶ ξενοδόχος φιλάρετος, τῷ ἔδωκεν ὅλην τὴν ποσότητα τοῦ χρέους, λέγων αὐτῷ ὕπαγε, τέκνον μου, ἀπόδος τοῖς δανεισταῖς καὶ ἔπειτα ἀπόῤῥιψον τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου καὶ ὑπούργει τὸν Θεόν, καθὼς ὑπεσχέθης ἀρχῆθεν καὶ οὕτω ἠλευθερώθη τοῦ χρέους εὐχαρίστων τὸν Θεὸν καὶ τὸν εὐσπλαχνικώτατον Ὅσιο.

Ἄλλοτε πάλιν τέσσαρες γέροντες ᾖλθον εἰς τὸ Μοναστήριον, καταγόμενοι ἀπὸ τὸ χωρίον τῶν Ὀροβίων. Ἱδὼν δὲ αὐτοὺς ὁ ἅγιος τοὺς ῥώτησε πῶς ἤλθατε ἀδελφοί; Αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν ἡμεῖς, ἅγιε γέρον, εἴμεθα πτωχοὶ καὶ γέροντες, καὶ ᾔλθομεν ἕως ἐδῶ νὰ μᾶς σώσῃς ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Ὁ δὲ ἅγιος γέρων μετὰ χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας τοὺς ἐδέχθη, καὶ διδάξας αὐτοὺς τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς πολιτείας τοὺς ἐνέδυσεν καὶ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν.
Οἱ δὲ ἕτεροι μοναχοὶ ἔλεγον πρὸς τὸν ἅγιον, δὲν εἶναι συμφέρον τοῦ μοναστηρίου νὰ μείνωσιν ἐδῶ αὐτοί, ἐπειδὴ εἶναι καὶ γέροντες καὶ ἔχουσι χρέη καὶ θὰ ἔχωμεν ἐνοχλήσεις παρ᾿ αὐτῶν. Ὁ δὲ ἅγιος γέρων ἀπεκρίθη αὐτοῖς· σεῖς ὅπου θέλετε ὑπάγετε καὶ ἀφήσατε ἐδῶ τοὺς πτωχοὺς γέροντας, διότι τὸ μοναστήριον εἶναι τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ τῶν πτωχῶν, καὶ ὅσοι ἔρχονται τοὺς δέχεται.
Μείναντες δὲ ἐκεῖ οἱ γέροντες οἱ πτωχοὶ ἠλευθερώθησαν καὶ τῆς θλίψεως τῆς πενίας καὶ τοῦ βαρύτατου χρέους.
Ἄλλος τις ὑπὸ πτωχείας κατατρυχόμενος, Γεώργιος ὀνόματι, ἀπὸ χωρίον Καλαμούδι, ἔχων καὶ παιδία πολλά, προσέτρεχε κατὰ συνέχεια τῷ σεβασμίῳ γέροντι, ἐπαιτῶν ἔλεος χάριν θεραπείας τῆς πτωχείας του· ὁ δὲ ἅγιος τὸν ἐδέχετο μετὰ χαρᾶς, καὶ τοῦ ἔδινε ἐλεημοσύνη. Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ᾖλθε πάλιν ὁ αὐτὸς Γεώργιος εἰς τὸ μοναστήριον, κατὰ τὴν συνήθειάν του, καὶ ἱδὼν ὁ ἅγιος γέρων αὐτὸν πολλὰ ταλαιπωρημένον ὑπὸ τῆς πτωχείας δάκρυσε καὶ λέγει πρὸς αὐτόν, πῶς περνᾶς ἀδελφέ, σὺ καὶ τὰ παιδία; Εἶχε δὲ συνήθειαν ὁ ἅγιος, ὅτε ἔβλεπε ἀνθρώπους κακουχουμένους καὶ τεθλιμμένους ὑπὸ πτωχείας, νὰ χύνῃ δάκρυα ὑπὸ τῆς συμπαθείας του.
Ὁ δὲ πτωχὸς Γεώργιος ἀπεκρίθη, λέγων πρὸς τὸν Ὅσιο δι᾿ εὐχῶν σας ἁγίων, Δέσποτά μου, ὑγείαν ἔχομεν ἂν ὅμως ἔλειπεν ἡ ἁγιωσύνη σου, ἥμεθα ἀποθαμένοι. Ὁ δὲ ὅσιος λέγει πρὸς αὐτόν, ὕπαγε ἀδελφὲ εἰς τὴν τράπεζαν νὰ φάγῃς ψωμὶ καὶ ἔπειτα νὰ σὲ δώσῃ ὁ κελλάρης δύο κιλὰ κεχρὶ νὰ ὑπάγεις εἰς τὸν οἶκον σου διὰ νὰ φάγωσι τὰ παιδία σου. Ἀφ᾿ οὖ δὲ ἔφαγε ψωμί, ἐπῆρε καὶ τρία ψωμία τὸ δὲ κεχρὶ δεν ἠθέλησαν οἱ προϊστάμενοι τοῦ μοναστηρίου νὰ τὸ δώσωσιν, ἀλλ᾿ εἶπον αὐτόν, δὲν σοὶ ἀρκεῖ ὁποὺ καθ᾿ ἕκαστην ἔρχεσαι καὶ μας ἐνοχλεῖς, ἀλλὰ θέλεις νὰ σοῦ φορτώνωμεν καὶ τὰς ἡμιόνους τοῦ Μοναστηρίου μὲ τὰ πρὸς ζωάρκειαν νὰ ἐπιστρέφῃς εἰς τὰ ἴδια;
Ὁ Χριστόφορος, ὧν ἐντεταλμένος παρὰ τοῦ ἁγίου Γέροντος νὰ τῷ ἀναφέρῃ τὰ τοιαῦτα πρὸς διόρθωσιν τῶν ψυχῶν, ᾖλθε πρὸς τὸν ἅγιον καὶ εἶπεν ἅπερ ἠκολούθησαν εἰς τὸν πτωχὸν Γεώργιον.
Ὁ δὲ ὅσιος μετ᾿ ἄκρας λύπης γύρισε εἰς τὸν τοῖχον καὶ ἔκλαυσεν, ἔπειτα εἶπε τῷ ἱερομονάχῳ Ἰσαάκ, ὅστις ἦτον ἐκεῖ, κράξον τὸν ἡγούμενον καὶ τοὺς γέροντας νὰ ἔλθωσιν ἐδῶ, οὖτοι δὲ ἀμέσως ᾖλθον ἔμπροσθέν του καί, ὡς εἶδεν αὐτούς, λέγει αὐτοῖς·
Διατί, ἀδελφοί, διώξατε τὸν πτωχὸ Γεώργιο καὶ δεν τῷ ἐδώκατε τὸ κεχρὶ διὰ νὰ φάγῃ αὐτὸς καὶ τὰ παιδία του; διατὶ παρωργίσατε τὸν Χριστὸν καὶ ἑμὲ τὸν ταπεινὸν γέροντα; Ὁ δὲ ἡγούμενος καὶ οἱ γέροντες ἀκούοντες τοὺς λόγους τοῦ ὁσίου πατρός, κύψαντες κάτω τὴν κεφαλήν των καὶ φοβηθέντες, ἔλεγον μετ᾿ εὐλαβείας συγχώρησόν μας, Πάτερ ἅγιε, ὅτι ἐπταίσαμεν.
Ὁ δὲ ἅγιος τοῖς λέγει· λάβετε τὸ κεχρὶ ὀγλήγορα καὶ ἄλλα φαγητὰ καὶ ὑπάγετε εἰς τὸν πτωχὸν Γεώργιον καὶ φάγετε καὶ πίετε μαζί του, καὶ κάμετε ἀγάπην, καὶ τότε θὰ ἔχητε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ οὕτω ἔκαμαν, καθὼς τοὺς διέταξε, καὶ ἠξιώθησαν τῆς συγχωρήσεως.
Εἷς Μοναχὸς εὐλαβέστατος, Σάββας ὀνομαζόμενος, ἔχων πατρικὰ καὶ μητρικὰ χρήματα πολλά, ἠγόρασεν εὔμορφον κῆπον καὶ τὸν χάρισεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ ἁγίου διὰ ψυχική του σωτηρίαν καὶ μετὰ 35 ἔτη τινὲς μοναχοὶ ἐκ τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ὀνομαζόμενου Γαλατάκη, Παχώμιος καὶ Θεόληπτος, ἔχοντες πλησίον τοῦ κήπου αὐτοῦ, τοῦ παρὰ τοῦ Σάββα ἀφιερωθέντος εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ ὁσίου, μικρὸν κηπάριον τοῦ ἰδικοῦ των Μοναστηρίου, ἀδίκως καὶ παραλόγως, ὡς πλεονέκται, τὸ ἐξουσίασαν.
Μαθὼν τοῦτο ὁ μακάριος Δαβὶδ οὐδόλως ὠργίσθη, οὐδόλως κατηράσθη, οὐδ᾿ ὕβρισεν αὐτοὺς διὰ τὴν πλεονεξίαν των, ἀλλὰ καίτοι πολλάκις σκανδαλισθεὶς καὶ συγχυσθεὶς καὶ ζημιωθεὶς ὑπ᾿ αὐτῶν, ὁ ἅγιος ἐφύλαττε τὴν ἀγάπην κατὰ τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου: Ἀγαπᾶτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, καὶ μὴ ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπὶ τῷ παροργισμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σοῦ.
Καὶ ὅτε ἡ Μονή των κινδύνευε νὰ ἀφανισθῇ ὑπὸ τῶν λῃστῶν, αὐτὸς ἔκαμνε εἰς αὐτοὺς οὐκ ὀλίγην τὴν βοήθειαν, μάλιστα τοὺς ᾠκοδόμησε καὶ φρούριον παρὰ τῇ θαλάσσῃ, καὶ τοὺς ἔκαμνε διὰ παντὸς μεγάλας εὐεργεσίας, νουθετῶν καὶ διδάσκων αὐτοὺς εὐαγγελικῶς, ὡς ἀκριβὴς φύλαξ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ἄχρι τέλους οὐ παρεῖδε τὸ δίκαιον, μόνον τοὺς ἐπαίδευσε μὲ ἀῤῥωστίας μεγάλας διὰ τὴν ψυχική των σωτηρίαν.
Πάσχοντες δέ οἱ διαληφθέντες οὗτοι Παχώμιος καὶ Θεόληπτος ὑπὸ νόσου βαρείας, ὥστε σάπισαν αἱ σάρκες των, καὶ φθάνοντες εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς των ᾖλθον εἰς μεγάλην μετάνοιαν καὶ στέλλοντες πρὸς τὸν ἅγιον ζήτουν τὴν συγχώρησιν, διὰ τὰ ὅσα σκάνδαλα καὶ ζημίας τῷ ἔκαμαν. Ὁ μὲν Θεόληπτος ἠξιώθη τῆς συγχωρήσεως διὰ γράμματος καὶ εὐθὺς ἐκοιμήθη, ὁ δὲ Παχώμιος, κατὰ μίμησιν τοῦ παραλύτου, ἐβλήθη εἰς τὸν κράββατον, καὶ ὑπὸ τεσσάρων ἀνδρῶν κρατούμενος ἐπορεύετο πρὸς τὸν ἅγιον.
Ὁ δὲ ὅσιος καταβαῖνον εἰς τὸ φρούριο τῆς Εὐβοίας, καθ᾿ ὁδὸν τοὺς ὑπήντησε καί, βλέπων ὁ παμμάκαρ τὴν ἀθλίαν κατάστασιν τοῦ πάσχοντος, ἔκλαυσε καὶ τῷ ἔδωκε τὴν συγχώρησιν καὶ εὐθὺς ἀφ᾿ οὗ ἐγύρισεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του ἐπλήρωσε τὸ κοινὸ χρέος καὶ ὡμολόγησε πρὸ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ὅτι ὁ κῆπος εἶναι τοῦ Μοναστηρίου τοῦ ὁσίου Δαβὶδ καὶ ἐδόθη πίσω.
Μέχρι τοῦδε διηγήθημεν τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου, τώρα δὲ θὰ διηγηθῶμεν καὶ τινὰ θαύματά του, ὅσα ἔτι ζῶν ἐξετέλεσεν.
Εἰς καιρὸν τοῦ θέρους ἐπορεύετο ὁ ἅγιος εἰς τὴν Κάρυστον διὰ τίνα χρείαν τοῦ μοναστηρίου· καθ᾿ ὁδὸν δὲ πρὸς τὸ ἑσπέρας κατέλυσεν εἰς χωρίον ὀνομαζόμενο Δίστον, νὰ ἀναπαυθῇ ὀλίγον ἐκ τοῦ κόπου, καὶ ὄντες παρὰ πολλοὶ κώνωπες ἔβλαπτον τοὺς ἀνθρώπους, οὐδόλως διδόντες ἡσυχία αὐτοῖς νὰ κοιμηθῶσι.
Διὸ ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι οἱ μὲν εἰς τὰ σπήλαια, οἱ δὲ εἰς τὰ ὄρη· ἰδόντες δὲ τὸν ἅγιον οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου προσέτρεξαν εἰς αὐτὸν πίπτοντες εἰς τοὺς πόδας του καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ δεηθῇ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔχων παῤῥησίαν μεγάλην, νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κωνώπων. Ὁ δὲ ἅγιος βλέπων τὴν εὐλάβειάν των καὶ τὰ δάκρυα τὰ ὁποῖα ἔχυνον, τοὺς δίδαξε τὰ ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα διὰ τὴν ψυχική των σωτηρίαν καὶ τοῖς εἶπε νὰ ἔχωσι τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ εὐθὺς καὶ εἶτα σήκωσε τὰς χεῖράς του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς του εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅστις ἠλευθέρωσας τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Φαραὼ καὶ ἐχάρισας αὐτοῖς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, σὺ λύτρωσον καὶ ἐλευθέρωσον καὶ τοὺς δούλους σου τούτους ἐκ τῶν παγίδων τοῦ νοητοῦ Φαραώ, καὶ τοῦ πλήθους τῶν κωνώπων, ἵνα δοξάζωσι τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον εἰς Σέ, Πανάγιε Βασιλεῦ, ἔχουσι τὰς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας των.
Ἀφ᾿ οὖ ἐδεήθη ὁ ἅγιος, καὶ εὐθύς, ὢ τῶν ἀπείρων σοῦ θαυμάτων Παμβασιλεῦ, τῶν κωνώπων ὅλα τὰ πλήθη ἔφυγαν καὶ πνίγηκαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὅλοι δόξασαν τὸν Θεὸν καὶ ἠκούσθη τὸ θαῦμα εἰς πολλοὺς τόπους.
Ἄλλην φορὰν πάλιν πορευόμενος εἰς τὸ χωρίον καλούμενον Ἔλευσις διὰ ὠφέλειαν πολλῶν ψυχῶν, ἐφιλοξενήθη παρ ἑνὸς εὐλαβοῦς Χριστιανοῦ, ὅστις θέλων νὰ φιλοφρόνησῃ τὸν Ὅσιο μεταξὺ τῶν ἑτέρων φαγητῶν ἔβαλε καὶ μίαν κολοκύνθην εἰς τὸ τραπέζι, ὡς οὖσαν νεοφανὴ πρὸς περισσοτέρα εὐχαρίστησιν τοῦ μακαρίου ἀνδρός. Τρώγων δὲ ὁ Ὅσιος ἐξ ἐκείνης τῆς κολοκύνθης τὴν ηὗρε τόσον πικράν, ὥστε δεν ἠδυνατο κανεὶς νὰ τὴν βάλῃ εἰς τὸ στόμα του.
Ὁ μὲν οἰκοκύρης ἐλυπήθην μεγάλως· ὁ δὲ ἅγιος γνοὺς τὸν λογισμὸν του, ἐν ᾧ ἐκάθητο ἥσυχος, ἐδεήθη τοῦ Θεοῦ ἵνα μεταβληθεῖ ἡ πικρότης εἰς γλυκύτητα καὶ εὐθὺς ἐγένετο γλυκύτατη. Τότε λέγει πρὸς τὸν οἰκοκύρη τρῶγε τώρα τέκνον μου, ὅτι εἶναι γλυκεῖα, γλυκύτατη ἡ κολοκύνθη. Τοῦτο ὡς εἶδεν ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος, μεγαλόφωνος δόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἰς ὅλον τὸν τόπον ἐκεῖνον κήρυξε τὸ γεγονὸς θαῦμα.
Ἄλλοτε πάλιν ὁ ἅγιος πορεύετο εἰς τὴν χώραν τοῦ Ζητουνίου καί τις Ἀγαρηνὸς ἔτυχε καθ᾿ ὁδὸν κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας του ῥάβδο καὶ κτύπησε τὸν ἅγιον εἰς τὴν ῥάχη ὁ μὲν θεῖος πατὴρ δεν μίλησε τίποτε, τὸ δὲ χέρι τοῦ Ἀγαρηνοῦ ἐξηράνθη γενόμενον ἀκίνητον. Τότε ὁ Ἀγαρηνὸς μὴ δυνάμενος νὰ κάμῃ τι προστρέχει εἰς τὸν ἅγιον μετ᾿ ἄλλων Ἀγαρηνῶν, εἰς τὸ κατάλυμα ὁποὺ ἐξενίσθη, καὶ παρακαλεῖ τὸν Ὅσιο κλαίων πικρῶς ἵνα τὸν θεραπεύσῃ· καὶ ἀμέσως ὁ ἅγιος εἶπεν ἂς εἶναι τὸ χέρι σου ἰατρευμένον ὡς καὶ πρότερον διὰ τῆς θείας δυνάμεως.
Καὶ ὢ τοῦ θαύματος, ἀπεκατεστάθη τὸ χέρι του ὑγιές. Βλέποντες οἱ ὁμόπιστοί του τὸ παράδοξο θαῦμα τὸ κηρῦξαν εἰς πολλοὺς ὁμοπίστους των. Καὶ ὁ μὲν ἰαθεὶς ἔφερε χρήματα ἀρκετὰ τοῦ ἁγίου πρὸς εὐχαρίστησιν, ὁ δὲ ἅγιος τοῦ τὰ ἔδωκεν ὀπίσω λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε νὰ τὰ δώσης ἔλεος τῶν ὁμοπίστων σου καὶ εἰς τὸ ἑξῆς πώποτε νὰ μὴ κάμῃς κακόν. Καὶ τοιουτοτρόπως ἐδοξάσθη ὁ ἅγιος παρὰ τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ ὡς πιστὸς δοῦλος καὶ ὑπηρέτης ἄριστος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, θαυματουργῶν τοῖς πιστοῖς καὶ ἀπίστοις εἰς δόξαν Θεοῦ.
Καὶ ἐκ τούτων λοιπὸν τῶν θαυματουργημάτων τοῦ ἁγίου δύναται νὰ ἐννοήσει πᾶς τις πόσην παῤῥησίαν εἶχεν ὁ ἅγιος πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὰς μεγάλας ἀρετάς του· εἶχε δὲ καὶ εἰς τὸ Μοναστήριόν του πολλὴν εὐταξία καὶ κοσμιότητα καὶ ἦσαν οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι Πατέρες μὲ διάφορα χαρίσματα τῆς μοναδικῆς πολιτείας· καὶ διὰ νὰ γένῃ φανερὸ πόση ἀρίστην διοίκησιν εἶχεν ὁ μακάριος Δαβὶδ εἰς τὴν ἱερὰν Μονήν του, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς καὶ ἐκ τῶν ἑπομένων διηγήσεων θὰ βεβαιωθῆτε περισσότερον.
Ἱεροδιάκονός τις καταγόμενος ἀπὸ τὸ Ζητούνι ἧτο συγκοινοβιάτης εἰς τὸ Μοναστήριον εἶχε δὲ γεννήτορας πλουσίους καὶ εὐγενεῖς· ὁ δὲ ἅγιος δεν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν πώποτε φορέματα καινουργία νὰ φορέσῃ, ἀλλὰ ταπεινὰ καὶ πενιχρά. Ἠθέλησέ ποτε ὁ διάκονος νὰ ὑπάγῃ νὰ ἵδῃ τοὺς γονεῖς του καὶ δι᾿ ἀδείας τοῦ Ὁσίου πατρὸς ὑπῆγεν, ἀφ᾿ οὖ δὲ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του, εἶχε φορέσει λαμπρὰ τίνα ἐνδύματα ὡς υἱὸς εὐγενοῦς ἐπαγγελόμενος.
Ὁ δὲ ἅγιος, ὡς εἶδεν αὐτὸν ἐστολισμένον τὰ περιφανῆ ἐνδύματα ταῦτα, τῷ εἶπε διατὶ διάκονε κατεφρόνησας τὴν στολὴν τῆς ταπεινώσεως καὶ ἐξεδύθης τὸ ἔνδυμα τῆς ὑπερηφανείας; Τώρα βλέπω δύο δαίμονας οἱ ὁποῖοι κάθηνται ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους σου. Ὁ δὲ διάκονος ἀκούσας, ἔντρομος ἐγένετο, πεσὼν δὲ εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ζητεῖ συγχώρησιν. Ὁ δὲ θεῖος Πατὴρ εἶπε πρὸς αὐτόν, ὀγλήγορα ἔβγαλε τὰ φορέματα τῆς ὑπερηφανείας καὶ ῥίψε τὰ εἰς τὴν φωτιὰ καὶ φόρεσε τὰ ἐνδύματα τῆς ταπεινώσεως καὶ τότε λαμβάνεις συγχώρησιν.
Ἀμέσως ὁ διάκονος ἔκαμε τὴν προσταγὴ τοῦ ἁγίου Γέροντος καὶ εὐθύς, ἰδόντες οἱ δαίμονες τὴν ταπείνωσιν τοῦ διακόνου, ἀναχωρῆσαν κατησχυμένοι.
Ὁ διαληφθεὶς ἐκεῖνος Χριστόφορος ἔλαβε λογισμόν ποτε νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦ Μοναστηρίου, ὅτε ὁ σεβάσμιος πατὴρ διὰ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος γνωρίσας τὸν σκοπὸν του, ἐν ᾧ ὁ Χριστόφορος εἰς τὸ μετόχιον ἡτοιμάζετο μεθ᾿ ἑνὸς ἑτέρου Μοναχοῦ νὰ φύγῃ, ὁ ἅγιος προφθάσας αὐτὸν τὸν ἐπῆρε κατ᾿ ἰδίαν ὁμιλῶν αὐτῷ ἐν εἴδει ἐξομολογήσεως.
Ὁ δὲ Χριστόφορος ἐννοήσας τοῦ ἁγίου τοὺς λόγους, πὼς διὰ τοῦ προορατικοῦ του ἐγνώρισε τὸν σκοπόν του, εὐθὺς ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ζητῶν συγχώρησιν, ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ μετὰ συμπαθοῦς ψυχῆς εὐλόγησε αὐτὸν καὶ τὸν ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τῶν κακῶν λογισμῶν καὶ εἰρήνευσαν οὗτος τοῦ λοιποῦ εἰς τὸ Μοναστήριον μετ᾿ εὐχαριστίας μεγίστης.
Τοσούτον διεδόθη ἡ φήμη τοῦ ἁγίου καὶ ὁ ἔπαινος ἀπανταχόσε, ὥστε πολλοὶ τῶν Ἀρχιερέων προσεκάλουν αὐτὸν εἰς τὰς ἐπαρχίας των χάριν ψυχικῆς σωτηρίας τῶν Χριστιανῶν αὐτὸς δέ, ὡς ὑπηρέτης πιστὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μαθητὴς τῆς ὑπακοῆς, μετέβαινε μετὰ σπουδῆς καὶ ἐπιμελείας. Ὅθεν καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησόν ποτε οἱ ἐκεῖ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες, ἔχοντες μεταξύ των σκάνδαλα καὶ λογομαχίας οὐ σμικράς, ἐμήνυσαν εἰς τὸν ἅγιον νὰ ὑπάγῃ νὰ τοὺς εἰρήνευσῃ.
Ὁ δὲ ἅγιος εὐθὺς μετὰ προθυμίας οὔτε τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ ἐβαρύνθη οὔτε συμπάθειαν εἰς τὸ γῆρας του ἔδωκεν οὔτε εἰς τὸ σῶμα του, τὸ ὁποῖον ἧτο πολλὰ ἰσχνὸ καὶ κατάξηρον ἀπὸ τὰς νηστείας καὶ ἀμέτρους κακουχίας καὶ τὰς ἀγρυπνίας, ἀλλ᾿ ἐπῆρε μεθ᾿ ἑαυτοῦ καί τινας μαθητάς του καὶ ἐκίνησε διὰ τὴν Πελοπόννησον.
Καταβὰς δὲ εἰς τὸν αἰγιαλὸν ηὗρε πλοῖον καὶ ἐμβῆκε μέσα μετὰ τῶν μαθητῶν του, διὰ νὰ πέρασῃ ἀντικρὺ εἰς τὸ Ταλάντι. Πρὶν δὲ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν λιμένα τὸ πλοῖον, συνέβη ἄφνω τρικυμία καὶ ζάλη τῆς θαλάσσης μεγάλη, ὥστε τὸ πλοῖον γύρισε, καὶ ὅλοι ἔπεσον εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι, τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, ἐξῆλθον ὁ μὲν κολύμβων, ὁ δὲ εἰς ξύλον ἐπάνω, ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ ὡς γέρων καὶ ἀδύνατος κατῆλθεν εἰς τὸν βυθόν, ἀλλ᾿ ἔπειτα διὰ τοῦ θείου ἐλέους ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ἐξηπλωμένος, ὡσὰν νὰ ἐκοιμᾶτο.
Οἱ δὲ μαθηταί του ἐλευθερωθέντες, ἔκλαιον ἔξω τοῦ αἰγιαλοῦ πικρῶς διὰ τὸν Δαβίδ, τὸν πνευματικὸν δεσπότην καὶ πατέρα των. Ἐν ᾧ εὑρίσκοντο εἰς βαθεῖαν λύπην, μετὰ ἐννέα ὥρας ὁρῶσι τὸν ἅγιον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ὕπτιον, ζῶντα, ὅλως ἀβλαβῆ, ὅστις ἐξῆλθεν ἔξω ἀπολαβὼν τοὺς αὐτοῦ μαθητάς, καὶ πάντες δόξασαν τὸν πανάγαθον Θεὸν διὰ τὸ μέγα τοῦτο θαυμάσιον.
Ἐκεῖθεν λοιπὸν μετέβη εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τῶν αὐτῶν μαθητῶν, ἔνθα ὄχι μόνον διὰ τῶν πνευματικῶν του νουθεσιῶν καὶ διδασκαλιῶν εἰρήνευσε τοὺς σκανδαλισθέντας ὑπὸ τοῦ πονηροῦ Βελίαρ, ἀλλ᾿ προξένησε καὶ μεγάλην χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν εἰς πᾶσαν τάξιν Χριστιανῶν, καὶ οὕτω ἐπέστρεψε εἰς τὸ Ἱερόν του Μοναστήριον μετὰ τῶν μαθητῶν του.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του εἶπεν ὅτι μετὰ τὴν κοίμησίν του ἔχει νὰ ἔβγη νερὸν εἰς τὸ δεῖνα μέρος, ὡς μὴ ὃν πρότερον, ὅπερ ὡς ἤδη φαίνεται ῥέον ἀπὸ κρήνης ἀενάου.
Τοιοῦτος ἦτον ὁ μακάριος Δαβὶδ λελαμπρυσμένος πολλαῖς ἀρετὰς καὶ χαρίσμασι τοῦ παναγίου Πνεύματος καί, φθάσας εἰς γῆρας βαθύ, προεῖδε τὴν κοίμησίν του δι᾿ ἀποκαλύψεως θείας καὶ εἶπε πᾶσι τοῖς συνασκουμένοις πατράσιν ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας μέλλω νὰ ἀπέλθω ἐντεῦθεν κατὰ τὸ θεῖον βούλημα.
Ἐρχομένης δὲ τῆς τελευταίας ἡμέρας, ἔκραξεν ὅλους τοὺς πατέρας λέγων πρὸς αὐτούς· ἐγώ, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου, μέλλω νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Κύριόν μου, ὁ ὁποῖος μὲ προσκαλεῖ, ὑμεῖς δὲ οἴδατε τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς ζωῆς ἀκολουθεῖτε λοιπὸν αὐτοὺς καὶ μὴ ἀμελεῖτε καὶ διὰ παντὸς ἔστε ἀφιερωμένοι ψυχῇ τε καὶ τῷ νῷ εἰς τὴν ἱερὰν προσευχήν, δοξολογοῦντες τὸν Δεσπότην Χριστόν, τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν καὶ Σωτῆρα τοῦ παντός, πρὸς ἀλλήλους δὲ ἔχετε τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπην, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ῥητοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὅπου εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνημμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Διὰ παντὸς μελετᾶτε τὸν θάνατον καὶ μνημονεύετε τὰ κάλλη τοῦ νοητοῦ παραδείσου ἀποφεύγετε τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πάντοτε ἐξομολογεῖσθε εἰς δεδοκιμασμένους πνευματικοὺς πρὸς διόρθωσιν τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἵνα ἔχητε τὴν οὐράνιον χάριν φεύγετε τὴν φιλίαν τοῦ κόσμου, ἔχετε τὴν ταπείνωσιν, τὴν πραότητα, τὴν ὑπακοὴν καὶ ἐνασχολεῖσθε εἰς τὴν ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἐλεεῖτε τοὺς χρείαν ἔχοντας καὶ πρὸ πάντων ἀσπάζεστε τὴν πνευματικὴν πτωχείαν καὶ ὑπομένετε πᾶσαν θλίψιν καὶ στενοχώρια, πενθοῦντες καὶ κλαίοντες διὰ τὰ πλημμελήματά σας, καὶ ἔστε διὰ παντὸς ἐγρηγορότες εἰς πόνους, εἰς καμάτους, εἰς κακουχίας, ἵνα ἀπολαύσητε ἐκείνη τὴν ἀνεκλάλητον χαράν, λέγω τὴν οὐράνιον βασιλείαν.
Τὰς νουθεσίας ταύτας καὶ ἄλλας πολλὰς εἶπεν ὁ θεῖος Πατὴρ τοῖς ἀδελφοῖς πατράσιν, ἔπειτα ἤρχισε νὰ ἀναπέμπει ὕμνους καὶ δοξολογίας τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ, λέγων εὐλογημένος εἶ Ποιητὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Θεὲ πολυέλεε, ὁ καταδεξάμενος λαβεῖν σταυρικὸν θάνατον διὰ τὴν ἀπολεσθεῖσαν ἀνθρώπινον φύσιν σὺ Πανάγιε Βασιλεῦ, ὡς πολυεύσπλαγχνος καὶ εὐσυμπάθητος Θεὸς συγχώρησόν μοι καὶ πάριδε τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ ἐνίσχυσόν με παραστῆναι τῷ φοβερῷ αἵματί σου ἀκατακρίτως.

Ταύτην τὴν εὐχὴν εἰπών, γύρισε τὰ ὄμματά του πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ λέγει αὐτοῖς· ἰδοὺ ἀδελφοί, ὁ Δεσπότης Χριστὸς ᾖλθε. Καὶ εὐθὺς ἀπέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ τοῦ ζῶντος κατὰ τὸν σοφὸν Σολομώντα: Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ· ἧτο δὲ ἡ τρίτη τοῦ Νοεμβρίου μηνός.
Οἱ δὲ Μοναχοὶ βυθισθέντες εἰς λύπην βαθεῖαν καὶ θρηνοῦντες ἀπαρηγορήτως διὰ τὴν στέρησιν τοῦ κοινοῦ πατρὸς καὶ διδασκάλου αὐτῶν, πίπτοντες ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον λείψανον μετὰ δακρύων καὶ μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς κατεφίλουν αὐτό, μὴ ἐλπίζοντες εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ἴδωσι τὸν θεῖον Δαβίδ, τὸν κοινὸν πατέρα καὶ προστάτην τῶν ψυχῶν των καὶ οὕτω μετὰ ταῦτα ἐνεταφίασαν πάντες τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἐν ἱεραῖς ὑμνολογίες καὶ ἀκολουθίαις, ποιοῦντες ὅλοι ὁμοθυμαδὸν προσευχὴν ἐπάνω τοῦ τάφου αὐτοῦ λέγοντες:
Σὲ ἁγιώτατε Πάτερ παρακαλοῦμεν, προστάτα θεῖε τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, βάλλοντες μεσίτην πρὸς τὸν πανάγαθον Θεὸν τὸν οἰκτίρμονα, ὡς παριστάμενον τῷ θρόνῳ αὐτοῦ, ἵνα διὰ πρεσβειῶν σου διαφυλλάττῃ ὁ ἐλεήμων Θεὸς πάντας ἡμᾶς ἀτρώτους καὶ ἀνεπηρέαστους τῶν σατανικῶν ἐπιβουλῶν, ὡσαύτως καὶ τὴν ἱεράν σου Μονήν, ἧν ποικίλοις ἀγῶσι καὶ κόποις ἀνήγειρας, θειότατε Πάτερ, πρὸς διηνεκῆ δοξολογίαν τοῦ πολυελέου Θεοῦ.
Μετὰ δὲ τὴν κοίμησίν του ὁ ἅγιος τοσαῦτα θαυμάσια ἐπετέλει, ὥστε πλήθη ἀνθρώπων προσήρχοντο τῇ θείᾳ αὐτοῦ σορῷ μετ᾿ εὐλαβείας, καὶ ἐθεραπεύοντο ἐκ παντοίας νόσου καὶ ἕως τώρα πανταχόθεν προστρέχουσι τῇ ἱερᾷ αὐτοῦ Μονῇ οἱ χριστιανοὶ μετὰ πόθου καὶ εὐλαβείας, ἀρυόμενοι ἰάματα ἐκ τῆς παντίμου αὐτοῦ κάρας, ἧς ἡ σιαγὼν εἶναι διηρημένη, ὅπου δὲ μετ᾿ εὐλαβείας προσκαλεῖται ἡ τίμια αὐτοῦ κάρα καὶ ἡ ἁγία σιαγών, ἐκεῖ νόσοι θεραπεύονται, δαίμονες ἀπελαύνονται, πάθη ποικίλα ἰατρεύονται, τὸ τῶν ἀκρίδων φθοροποιὸ πλῆθος θαυμασίως ἀποδιώκεται.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ δοξάζων τοὺς ἁγίους αὐτοῦ- ὅθεν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ χριστιανοί, ἂς καταλείψωμεν πᾶσαν κακίαν καὶ πονηρίαν καὶ ἂς μιμηθῶμεν κατὰ τὰς δυνάμεις μας τὴν ἀρετὴ καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου, ἐπιμελούμενοι νὰ ἀποκτησωμεν τὴν ἐνάρετο ζωὴν καὶ πολιτείαν, κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴ ἐντολὴ τὴν παραγγέλλουσαν Γίνεσθε ἅγιοι, ὅτι κἀγὼ ἅγιός εἰμι, ὅπως διὰ πρεσβειῶν καὶ ἱκεσιῶν τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Δαβὶδ ἀξιωθῶμεν τῆς ἐπουρανίου βασιλείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.

ΜΕΡΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Ἡ θαυματουργικὴ παρουσία τοῦ Ὁσίου συνεχίζεται ἀσταμάτητη καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Ἀπὸ τὸ βιβλίο θαυμάτων τοῦ Ὁσίου, ποὺ τηρεῖται στο Μοναστήρι, σταχυολογοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ πολυάριθμα καὶ καθημερινὰ θαύματά του καὶ τὰ μεταφέρουμε ἐδῶ:

1. Ὁ μικρὸς Ἰωάννης Ἀχιλλέα Μακρῆς, ἀπὸ τὴν Κερασιὰ τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἔπασχε ἀπὸ μία δερματικὴ νόσο πολὺ σοβαρῆς μορφῆς. Οἱ γιατροὶ δεν εἴχαν καταφέρει νὰ τοῦ προσφέρουν καμιὰ οὐσιαστικὴ βοήθεια. Ἡ πιστὴ μάνα του τὸν φέρνει στο Μοναστήρι καὶ παρακαλεῖ τὸν Ἱερέα τῆς Μονῆς νὰ τῆς κάνει Θεία Λειτουργία καὶ Ἅγιο Εὐχέλαιο. Μετὰ τὴν τελέσῃ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων τὸ δέρμα τοῦ μικροῦ Ἰωάννη καθαρίστηκε θαυματουργικά.

2. Ἡ μικρὴ Μαρία Γκριτζάπη, κόρη τοῦ Παναγιώτη καὶ τῆς Βασιλικῆς Γκριτζάπη, ἀπὸ τὸ Λούτσι τῆς Λιβαδειᾶς, ἦταν παράλυτη, δεν μποροῦσε καθόλου νὰ περπατήσει. Οἱ γονεῖς της τὴν ἔφεραν στο Μοναστήρι καὶ στὶς 5 Ἀπριλίου 1965, παραμονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, κατὰ τὴ λιτάνευση τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὰ ἅγια Λείψανα πέρασαν πάνω της, σηκώθηκε καὶ περπάτησε μέσα στο ναό. Ἔγινε τελείως καλὰ καὶ ἀπὸ τότε περιπατεῖ ἐλεύθερα καὶ ἔρχεται τακτικὰ καὶ στον Ἅγιο για νὰ τὸν δοξάζει καὶ νὰ τὸν εὐχαριστεῖ.

3. Ὁ Νικόλαος καὶ ἡ Ἐλευθερία Κουφομαργαρίτη ἀπὸ τὸ Μοσχάτο Ἀττικῆς εἶχαν ἕνα κοριτσάκι, Μάρθα τὸ ὄνομα, ποὺ ἀῤῥώστησε ἀπὸ λευχαιμία. Οἱ γονεῖς ἔμαθαν γιὰ τὸν Ὅσιο Δαβὶδ ἀπὸ μία γυναῖκα ἀπό τις Ῥοβιὲς Εὐβοίας, τὴν Ἐλευθερία Τζινῆ, τὴν ὁποία εἶχε λυτρώσει ὁ Ἅγιος ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια. Οἱ γονεῖς μὲ τὸ ἄῤῥωστο κοριτσάκι εἶχαν ἐπισκεφθεῖ πολλοὺς γιατρούς, ἀλλὰ ἐλπίδα για τὸ παιδί τους δεν τοὺς εἶχε δώσει κανένας.
Τότε ἦταν ποὺ γνωρίσαν τὴν Ἐλευθερία Τζινῆ ἀπό τις Ῥοβιὲς καὶ τοὺς μίλησε γιὰ «τὸν ἅγιο μας». «Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ ἅγιος;» ῥώτησε ἡ μητέρα τοῦ παιδίου, «δὲν τὸν ξέρω». «Ὁ ὅσιος Δαβίδ», ἀπάντησε ἡ γυναῖκα. Παίρνει τότε ἡ μάνα τὸ παιδὶ στὰ χέρια της, τὸ σηκώνει ψηλὰ καὶ λέει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά της: «Ἅγιέ μου Δαβίδ, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου». Μόνο αὐτό. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ παιδὶ ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ τὸ ἔφερε καὶ στὴ Μονὴ ὑγιέστατο καὶ δόξασε τὸν ἅγιο Γέροντα. Αὐτὰ τὸ ἔτος 1976.

4. Παρὰ πολλὲς εἶναι καὶ οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, ὄχι μόνο στους Πατέρες τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάγκη. Ἡ Ἀγάθη Γιογιοῦ ἐξ Ἀμερικὴς ἔπασχε ἀπὸ ἐπιληψία. Οἱ γονεῖς της Γεώργιος καὶ Παρασκευὴ κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Παγώντα Εὐβοίας. Ἡ μητέρα τῆς Ἀγάθης ἔταξε τὸ παιδὶ της σὲ πολλοὺς ἁγίους.
Ἄκουσε καὶ για τὸν ὅσιο Δαβὶδ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σκεπαστὴ Εὐβοίας καὶ παρακάλεσε τὸν ἅγιο: «Ἅγιε Δαβίδ, δεν σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι, σὲ παρακαλῶ, ὅμως, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου, τὴν Ἀγάθη». Τὸ ἴδιο βράδυ εἶδε ἕναν καλόγηρο σὲ ἕνα βουνό, μὲ τὴν ὄψη ποὺ ἔχει ὁ ἅγιος στὴν εἰκόνα τῆς ἐξώπορτας τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε: «Τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλὰ καὶ νὰ ἔλθεις στο σπίτι μου, σὲ περιμένω». Ἐκείνη τὸν ῥώτησε: «Ποῖος εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ κανεὶς καλὰ τὸ παιδί μου;» καὶ ὁ ἅγιος τῆς ἀπάντησε: «Αὐτός που κάλεσες πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα, ὁ ὅσιος Δαβίδ».
Αὐτὰ θὰ τὰ διηγηθεῖ ἡ ἴδια ἡ μητέρα τῆς Ἀγάθης, σὲ προσκύνημά της στὴν Μονὴ στὶς 5 Ἀπριλίου 1979, ὅταν εἶχε ἔλθει νὰ εὐχαριστήσει τὸν Ἅγιο ποὺ τὸ παιδί της εἶχε —τότε— δυόμισι χρόνια νὰ πάθει ἐπιληπτικὴ κρίση καὶ αἰσθανόταν τελείως καλά.

5. Ὁ Κων/νος Μπασδέκης καὶ ἡ γυναῖκα του ἀπὸ τὴ Μαλεσίνα Λοκρίδας βρίσκονταν σὲ μεγάλη θλίψη, γιατὶ δεν μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν παιδιά. Τὰ παιδιὰ γεννιόνταν καὶ λίγο μετὰ τὴ γεννήση πέθαιναν. Ἡ γυναῖκα, κάποια νύχτα, βλέπει στον ὕπνο της ἕναν καλόγερο νὰ τῆς λέει ὅτι εἶναι ἔγκυος καὶ ὅτι θὰ γεννήσει κοριτσάκι.
Στὴν ἐρωτήσή της ποῖος εἶναι, ὁ καλόγερος ἀπάντησε: «Εἶμαι ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Θὰ σὲ βοηθήσω νὰ ἀποκτήσεις τὸ κοριτσάκι, τὸ ὁποῖο θὰ ὀνομάσεις Δαβιδούλα. Θὰ τὸ φέρεις καὶ θὰ τὸ βαφτίσεις στο σπίτι μου καὶ ἐκεῖ θὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων για πρώτη φορά. Μὴ διστάσεις νὰ πεῖς αὐτό ποὺ σοῦ ἔκανα, ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκεσαι». Τὰ λόγια τοῦ Γέροντος ἐκπληρώθηκαν κατὰ γράμμα κατὰ τὸ ἔτος 1958.

6. Πολλοὶ παραθεριστὲς τῆς Λίμνης Εὐβοίας, σὰν μάθουν ὅτι λίγα χιλιόμετρα πιὸ πάνω βρίσκεται ἡ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ τοῦ Γέροντος, ἀνεβαίνουν καὶ προσκυνοῦν τὸν Ὅσιο.
Ἡ Παρασκευὴ Γρηγοριάδου (Εὐγενίου Καραβιᾶ 60, Κάτω Πατήσια) ἦταν καὶ αὐτὴ μιὰ παραθερίστρια ποὺ πῆγε νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο καὶ εἶδε φανερὰ τὴν ἐπισκέψή του μετὰ ἀπὸ θερμή, μὲ δάκρυα, προσευχή, στην ὁποία παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ χρόνια ὠτίτιδα ποὺ τὴ βασάνιζε.
Νὰ πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα: κουρασμένη ἡ προσκυνήτρια ἀνέβηκε στο κελὶ τοῦ ξενῶνα για νὰ ξεκουραστεῖ. Ἐκεῖ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ εἶδε νὰ ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ κελιοῦ της καὶ ἕνας μοναχὸς νὰ μπαίνει μέσα καὶ νὰ τῆς δίνει τὸ ῥάσο του νὰ τὸ φορέσει. Τὸ πῆρε καὶ τὸ φόρεσε.
Ὅταν ξύπνησε ἦταν τελείως καλά, τὸ εὐλογημένο ῥάσο τοῦ Ἁγίου τὴν εἶχε θεραπεύσει. Αὐτὸ μᾶς θυμίζει τὰ «σιμικίνθια» καὶ τὰ «σουδάρια» τῶν Ἀποστόλων, ποὺ ἔκλειναν μέσα τους θαυματουργικὴ δύναμη, ὥστε ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀῤῥώστους ποὺ τὰ ἀγγίζανε μὲ πίστη νὰ θεραπεύονται (Πραξ. 19, 12).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΓΕΡΟΝΤΟΣ. ΡΟΒΙΕΣ ΕΥΒΟΙΑΣ, 1991.