"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Τί συκοφαντίες ἔλεγαν για τόν ῞Αγιο Νεκτάριο

Βρωμερές συκοφαντίες
Πολλά όμως διεσπείροντο από τους κακούς ανθρώπους στην Αθήνα περί του Πενταπόλεως και της ανέγερσης της Μονής [δηλαδή της γυναικείας Μονής της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, της οποίας κατόπιν διετέλεσε εφημέριος και πνευματικός]. Πολύ εδοκιμάσθη από τους διεστραμμένους, τους μοχθηρούς και τους συκοφάντες. Διέδιδαν συκοφαντίες ανηθικότητος ανηκούστους. Ησχολήθη με αυτές και η Ιερά Σύνοδος. Ο δέ τότε Πρόεδρος αυτής, ο Αθηνών Θεόκλητος μετέβη αυτοπροσώπως επιτοπίως το 1908, διά να εξετάση. Φεύγοντας όμως από εκεί αναγκάσθηκε να ομολογήση ότι «ήτο όντως Θείον έργον».
Πολύ τον κατέτρεξε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης. Αυτός διετέλεσε και Οικουμενικός Πατριάρχης και Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Αυτός ο δυστυχής ήτανε μασώνος μοντέρνος, νεωτεριστής και έκαμε πολύ κακό στην Εκκλησία.
Αυτός ήταν και κατά του μοναχισμού. Όταν ο Άγιος αγωνιζόταν με τόσες δυσκολίες να κτίση το Μοναστήρι, επήγε και τον απέτρεπε…
- Τί κάνεις εδώ; Μοναστήρι κτίζεις τώρα; Δεν βλέπεις ότι τόσα εξωκκλήσια γύρω εδώ ερήμωσαν; Δεν είναι για Μοναστήρια στη σημερινή εποχή.
Ο Πενταπόλεως όμως εξηκολούθησε και έγινε το Μοναστήρι και άλλα πολλά κατόπιν, ώστε η Αίγινα σήμερον να έχη τα περισσότερα Μοναστήρια. Το προείπεν ο Άγιος: «Θα γίνη, είπεν, η Αίγινα το Άγιον Όρος των Μοναζουσών». Και ήδη έχει εννέα Μοναστήρια γυναικών.
Αλλά και ποία διαφορά στο τέλος των δύο Ιεραρχών. Ο Μεταξάκης, που έκαμε τόσε εις βάρος της Ορθοδοξίας, είχεν οικτρόν τέλος. Τον βρήκαν ένα πρωί κάτω από το κρεββάτι του νεκρόν και με την γλώσσαν του έξω. Αυτήν ακριβώς την γλώσσαν, που έλεγε αυτά στον Άγιο και τόσα εις βάρος της Ιεράς Παραδόσεως και της Ορθοδόξου Εκκλησίας!
Εξ αντιθέτου, ο Πενταπόλεως, που έμεινε πιστός εις την Ι. Παράδοσιν και υπέμεινε τους πειρασμούς και διώξεις, είχεν άγιον τέλος και σήμερον τιμάται, όχι μόνον από το Πανελλήνιον, αλλά και από όλην την Υδρόγειον.
Είναι αληθές, ότι ο Θεός παρεχώρησε να περάση και εκεί πολλές θλίψεις και πίκρες. Παρ’ όλην την εκεί εργασίαν του, πολλοί κακοί άνθρωποι, όργανα του διαβόλου έλεγαν, ότι ο Άγιος είναι υποκριτής και, ότι όλα αυτά που κάνει, είναι υποκριτικά. Έφθασαν μάλιστα στο σημείον να τον κατηγορούν για ανηθικότητες και, ότι το Μοναστήρι το κατάντησε άντρον ακολασίας! Διέδιδαν, ότι οι μοναχές γεννούσαν νόθα παιδιά και τα πετούσε στο πηγάδι.
Κάποια μητέρα, μάλιστα, που την έλεγαν στην Αίγινα «Κερού» είχε μια κόρη 16 ετών χαριτωμένη, συνετή, φρόνιμη και θεοφοβούμενη. Η μητέρα αυτή είχε μανία καταδιώξεως προς την κόρην της και πολλές φορές επιχείρησε να την σκοτώση. Το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα βρήκε καταφύγιο στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Ο Άγιος, πονόψυχος καθώς ήταν, το δέχτηκε και το προστάτεψε.
Η Κερού δεν μπορούσε να το χωνέψη και άρχισε να συκοφαντή τον Άγιο. Τα λόγια της ήταν πολύ φαρμακερά και πειστικά. Ο Σεβασμιώτατος ανέφερε το περιστατικό στο Μητροπολίτη Αθηνών, Θεόκλητο, ζητώντας οδηγίες. Εκείνος τού είπε να την προστατεύση την κοπέλλα. Η κοπέλλα έφθασε στα 18 της χρόνια. Η Κερού όμως το πήρε πείσμα. Είχε το σατανά μέσα της. Επήγε στον Πειραιά και άρχισε τα κλάματα μπροστά στον Ανακριτή να διηγήται την τραγωδίαν της. «Ένας Καλόγηρος, που τάχα ασκητεύει, μού την πήρε στο γυναικομονάστηρο. Αυτός έχει όλες τις καλόγρηες ερωμένες. Σώστε το παιδί μου…».
Ο Εισαγγελεύς πήρε την κατάθεσιν και την επομένην πήγε αγριεμένος στην Αίγινα με δυό χωροφύλακες. Παρεβίασε την πόρτα, παρά τους κανονισμούς του Μοναστηριού, και μπήκε κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου. Οι Μοναχές αναστατώθηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Ο Δεσπότης σηκώθηκε με το συνηθισμένο Χριστιανικό του χαμόγελο να τους υποδεχθή. Ο Ανακριτής έξω φρενών, είπε εις τον εβδομηκονταετή τότε γέροντα:
- Βρε παληοκαλόγηρε!… πού είναι τα παιδιά που κάνεις; (Επηκολούθησε αισχροτάτη φράσις). Αυτά κάνεις εδώ πέρα; Κατόπιν τον έπιασε από το ράσο και τον απειλούσε, λέγοντας:
- Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα-τρίχα.
Ο Άγιος δεν έβγαλε λέξι. Μόνον με το χέρι του έδειχνε ψηλά και έλεγε:- Βλέπει ο Θεός. Ξέρει ο Θεός!!
Και πράγματι! «έστι δίκης οφθαλμός, Ός τα πάνθ’ ορά». Ο ασεβέστατος Εισαγγελεύς σε μια εβδομάδα αρρώστησε βαρειά. Είχε τρομερούς πόνους από την αρρώστειά του. Το χέρι εκείνο, που έπιασε και κουνούσε τον Άγιο, ξεράθηκε. Τότε το συναισθάνθηκε και ζήτησε να τον πάνε μπροστά στον Άγιον, να τον συγχωρέση. Πράγματι τον πήγαν. Έπεσε στα πόδια τουΑγίου, μαζί με την γυναίκα του και ζητούσε να τον λυπηθή. Ο Άγιος προσευχήθηκε στο Θεό πολύ. Ήταν ο μακάριος ανεξίκακος και μακρόθυμος. Τον συνεχώρησε με την καρδιά του. Του Εισαγγελέως [,ωστόσο,] έπειτα από δύο χρόνια τού κόψανε το χέρι. Εκείνο το χέρι που κουνούσε, από το γιακά του ράσου, τον Άγιο.
Το Μοναστήρι του όμως, παρ’ όλα αυτά, επρόκοψε. Εν τω μεταξύ η Αδελφότης εμεγάλωσε, γιατί προσετέθησαν και άλλες Αδελφές και μάλιστα μορφωμένες.
Έγινε ένα πνευματικόν κέντρον, που ξεκούραζε ψυχικά και φώτιζε τους ανθρώπους.»(σελ. 101-106)Είναι παλιό και χιλιοειπωμένο το παραμύθι των κομπλεξικών εχθρών των ανθρώπων του Θεού…
Από το βιβλίο του μακαριστού αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Δ. Βασιλόπουλου «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ» (εκδ. «Ορθόδοξου Τύπου», Κάνιγγος 10, Αθήναι 2001)

Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου & kantonopou/

ΑΚΤΙΝΕΣ

Ὁλοκληρωμένοι ἢ μισοὶ χριστιανοί; /Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)






Κυριακὴ ΙΓ’ Λουκᾶ  (Λουκ. 18, 18-27)

Εἶναι συμπαθὴς ἡ περίπτωση τοῦ Ἰουδαίου ἄρχοντα ποὺ ἔχοντας τηρήσει ἀπὸ τὴ νεότητά του ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ρωτάει τὸν Ἰησοῦ, τί τοῦ μένει ἀκόμη νὰ κάνει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τί κρατᾶ συνήθως τὸν ἄνθρωπο γερὰ δεμένο στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾶ: « Ἕνα σοῦ λείπει ἀκόμη, πούλησε τὴν περιουσία σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς· ἔτσι θὰ ἔχεις θησαυροὺς στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις στὸ δύσκολο δρόμο τοῦ σταυροῦ».

Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτὸς ἄρχοντας ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον τηροῦσε τὸ Νόμο κι εἶχε μέσα του τὴν ἐπιθυμία τῆς τελειότητας. Ὁ Νόμος ὅμως τῆς Π. Διαθήκης καταλήγει, ὁλοκληρώνεται καὶ κορυφώνεται στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Κι ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ δὲν συνίσταται μόνο στὴν τήρηση τῶν βασικῶν ἐντολῶν ἀλλὰ στὴν πλήρη ἀποδέσμευση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατᾶ κολλημένο στὸ χῶμα ἀφ’ ἑνὸς καὶ στὸ ὁλοκληρωτικὸ δέσιμό του στὸ Θεό, ἀφ’ ἑτέρου. Ἡ στάση τοῦ πλούσιου αὐτοῦ Ἰουδαίου ποὺ λυπήθηκε βαθύτατα γιὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔφυγε μὴ μπορώντας νὰ τὴν ἀκολουθήσει, δείχνει πόσο δύσκολο εἶναι νὰ δοθεῖ κανεὶς ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Κι ἀκόμη μαρτυρεῖ πόσο εὔκολο εἶναι νὰ δημιουργεῖ μιὰ ψεύτικη ἱκανοποίηση μέσα στὴν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἱκανοποίηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν τήρηση ὁρισμένων, ἔστω βασικῶν ἐντολῶν.

Πιστεύει κανεὶς πολὺ γρήγορα ὅτι ξόφλησε τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ νὰ τηρήσει μερικὲς τυπικὲς διατάξεις, μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσει κανονικὰ ὅλες τὶς νηστεῖες, μὲ τὸ νὰ ἐκκλησιάζεται πυκνά, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι παραβάτης τῶν βασικῶν ἐντολῶν. Σὲ μιὰ κρίσιμη ὅμως στιγμὴ τῆς ζωῆς του ποὺ καλεῖται νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὰ χρήματά του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὴν κοινωνικὴ ἢ ἐπαγγελματικὴ θέση του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἐπίγειους δεσμούς του, δὲν θυσιάζει τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ Θεό, ἀποδείχνοντας ἔτσι ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του καλύπτει ἕνα μόνο μέρος τῆς ζωῆς του, αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά, κι ὄχι τὸ σύνολό της, κι ὄχι ὅλο τὸ βάθος της· ὅτι συνίσταται στὴν ἀνώδυνη τήρηση ἐντολῶν κι ὄχι στὴν ὀδυνηρὴ ὑποταγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς δὲν κατηγορεῖ τὸν εὐσεβῆ συνομιλητή του γιὰ ὅ,τι ἔκανε, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι παρέλειψε νὰ κάνει· δὲν τὸν κατακρίνει γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί βλέπει ὅτι αὐτὲς δὲν ἐντάσσονται στὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμό του στὸ Θεὸ κι εἶναι μεμονωμένες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, ἄν καὶ- κατὰ πάντα- σωστὲς καὶ ἀξιέπαινες. Βλέπει ἀκόμη ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ ζωὴ του μέσα στὴν κοινωνία· ὅτι ὁ δρόμος ποὺ τὸν φέρνει στὸ Θεὸ δὲν περνάει μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀδελφῶν καὶ δὲν διασταυρώνεται μὲ τοὺς δρόμους τῶν συνανθρώπων του. Εἶναι ἕνας μονόδρομος ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἱκανοποίηση μέσα στὴ συνείδησή του, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος δὲν δέχεται συμβιβασμούς, ὑποκρισίες καὶ ψευτιές.

Στὴν περικοπὴ μᾶς ὑπογραμμίζονται τρεῖς κυρίως ἀλήθειες:

1) Ὁ Θεός, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀπόλυτη ἀπαίτηση ἀπ’ ὅλους, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ μονόπλευρες ἐκδηλώσεις· ζητάει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι μόνο μερικὲς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις, μερικὲς ἀρετές του, μερικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν του.

2) Ἐκεῖνο ποὺ ἐμποδίζει τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσκόλληση στὸν ἐπίγειο θησαυρισμό.

3) Αὐτὸ ποὺ φαίνεται δύσκολο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ εἶναι δηλ. ὄχι μερικὰ ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένος στὸ Θεό, γίνεται εὔκολο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βίωση καὶ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς χάρης μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν «τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό», τότε ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ εἶναι πράγμα ἀκατόρθωτο καὶ ἀπραγματοποίητο.

Πηγή: ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ