"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ένας Καρπενησιώτης στα Καυσοκαλύβια!



Τα Καυσοκαλύβια, μια πετρώδης και άνυδρη περιοχή στα νότια του Άθωνα, είναι ένα ακόμα "πνευματικό ξυπνητήρι" στ' ανήσυχο, ομιχλώδες κι ανταριασμένο "σήμερα"!
Οι καλύβες, τα σπήλαια και τ' ασκηταριά που κρέμονται σ' απόκρημνα μέρη, είναι οι "φωλιές" των ασκητών Πατέρων που υποβάλλονται σ' εκούσιες και παντοειδείς στερήσεις, όχι από μίσος για τη ζωή και το σώμα, αλλά από "περίσσεια ζωής"...
Τα κατανυκτικά παρεκκλήσια, σκαρφαλωμένα συχνά σε κατακόρυφους βράχους, εναλλάσσονται με μικρούς κρεμαστούς κήπους και παράτολμα ασκηταριά χτισμένα με το μόχθο και τον ίδρωτα των ερημοπολιτών ενοίκων τους.
Οι εναλλαγές της φύσης σού κόβουν την ανάσα. Οι γραφικοί όρμοι, ο πλούτος των χρωμάτων, τ' ακούσματα απ' τ' αηδόνια. Και κάτω απ' τα πόδια σου να μουγκρίζει τ' αγριεμένο Αιγαιοπέλαγος.
Η απεραντοσύνη της θάλασσας υπογραμμίζει τον προορισμό σου: να ψάχνεις για τ' απέραντα σύνορα!
 
 
 
 
Σαν είναι τρικυμισμένη σού θυμίζει την ένταση της θεϊκής αναζήτησης.
Σαν ηρεμεί, σε μεταφέρει σε "καταστάσεις" που δεν κατακτιούνται ανθρωπίνως, αλλά σου προσφέρονται "άνωθεν", ως δώρο και παρηγοριά στην ασυνθηκολόγητη άσκησή σου...
Όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, μπορείς να δεις το Πήλιο και τη Σκόπελο.
Όταν, όμως, η πνευματική ορατότητα είναι μεγάλη, δεν βλέπεις τίποτα απ' αυτόν τον κόσμο!
Αντικρύζεις μόνο τις νησίδες του θεϊκού μυστηρίου που κολυμπούν στον ωκεανό του ελέους του Θεού...
Τούτος ο τόπος μού φαίνεται πολύ οικείος!
Ίσως γιατί εδώ έζησαν, ασκήτευσαν κι αγίασαν πολλοί καρπενησιώτες. Όπως ο όσιος Ακάκιος (17ος αι.), ο παπα-Ιωνάς κι ο μαθητής του ιερομόναχος Πελάγιος (18ος αι.).
 
 
Εδώ ενισχύθηκε πνευματικά κι ο οσιομάρτυρας Ρωμανός ο Καρπενησιώτης πριν μαρτυρήσει στην Πόλη στις 9 Γενάρη του 1694.
Εδώ βρίσκεις κι έργα των περίφημων αγιογράφων, απ' τη Φουρνά Ευρυτανίας, Διονυσίου και Παρθενίου.
Τι να τράβηξε άραγε τόσους Καρπενησιώτες σε τούτη εδώ την "ακρόπολη της ησυχίας";
 Πηγή:http://sueipas.blogspot.com

Κάλαντα τοῦ Λαζάρου



Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔχει περιβάλει ὁ λαός μας μὲ ὄμορφα ἔθιμα. Ἐξ αὐτῶν τὰ κάλαντα τραγουδοῦν μόνο κορίτσια, οἱ λεγόμενες «Λαζαρίνες». Ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα ἔχουν συλλέξει ἄνθη καὶ μὲ αὐτὰ ἔχουν στολίσει καλαθάκια μὲ τὰ ὁποῖα γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ τραγουδοῦν:
Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια,
ἦρθε τῶν Βαγιῶν ἡ ἑβδομάδα.Ξύπνα Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι,
ἦρθε ἡ μέρα σου καὶ ἡ χαρά σου.
Ποῦ ἤσουν Λάζαρε; Ποῦ ἤσουν κρυμμένος;
Κάτω στοὺς νεκρούς, σὰν πεθαμένος.
Δὲ μοῦ φέρνετε, λίγο νεράκι,
πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου πικρὸ φαρμάκι.
Δὲ μοῦ φέρνετε λίγο λεμόνι,
Πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου, σὰν περιβόλι.
Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια,
ἦρθε ἡ Κυριακὴ ποὺ τρῶν᾿ τὰ ψάρια.
Σήκω Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι,
ἦρθε ἡ μάνα σου ἀπὸ τὴν πόλη,
σοῦ ῾φέρε χαρτὶ καὶ κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε καὶ σὺ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιὰ καὶ Κυπαρίσσι.
Τὸ κοφνάκι μου θέλει αὐγά,
κι ἡ τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια καὶ Βαγιῶ.
τρῶνε ψάρι καὶ κολιό.
Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή,
τρῶνε τὸ ψητὸ τ᾿ ἀρνί.
Οἱ νοικοκυραῖοι ποὺ ἄκουγαν τὰ κάλαντα, ἔδιναν στὶς Λαζαρίνες φροῦτα, διάφορα φαγώσιμα ἢ χρήματα.

Κάλαντα τοῦ Λαζάρου

Ἂν εἶναι μὲ τὸ θέλημα
καὶ μὲ τὸν ὁρισμό σας,
Λαζάρου τὴν Ἀνάσταση
νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Ἔβγατε παρακαλοῦμε,
γιὰ νὰ σᾶς διηγηθοῦμε,
γιὰ νὰ μάθετε τί ἐγίνη,
σήμερα στὴν Παλαιστίνη.
Σήμερον ἔρχεται ὁ Χριστός,
ὁ ἐπουράνιος Θεός.
Ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ,
Μάρθα κλαίει καὶ Μαρία·
Λάζαρον τὸν ἀδερφό τους
τὸν γλυκὺ καὶ καρδιακό τους,
τρεῖς ἡμέρες τὸν θρηνοῦσαν
καὶ τὸν ἐμοιρολογοῦσαν.
Τὴν ἡμέρα τὴν τετάρτη,
κίνησε ὁ Χριστὸς γιὰ νά ῾ρθῃ.
Καὶ ἐβγῆκεν κι ἡ Μαρία
ἔξω ἀπὸ τὴ Βηθανία.
Καὶ ἐμπρός του γόνυ κλεῖ,
καὶ τοὺς πόδες του φιλεῖ.
-Ἂν ἐδῶ ἤσουν Χριστέ μου,
δὲν θ᾿ ἀπέθνησκε ὁ ἀδερφός μου.
Μὰ κι ἐγὼ τώρα πιστεύω,
καὶ καλότατα ἐξεύρω,
ὅτι δύνασ᾿ ἂν θελήσῃς
καὶ νεκροὺς νὰ ἀναστήσῃς.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
ἄγωμεν εἰς τὰ μνημεῖα.
῾Κεῖνοι παρευθὺς ἐπῆγαν
καὶ τὸν τάφο τοῦ ἐδεῖξαν.
Τὸν τάφο νὰ μοῦ δείξετε
καὶ ῾γὼ θὲ νὰ πηγαίνω.
Τραπέζι νὰ ῾τοιμάσετε,
καὶ ῾γὼ τὸν ἀνασταίνω.
Ἐπῆγαν καὶ τοῦ ἔδειξαν
τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου.
Τοὺς εἶπε καὶ ἐκύλισαν
τὸν λίθο, ποὖχε ἀπάνου.
Τότε κι ὁ Χριστὸς δακρύζει
καὶ τὸν Ἅδη φοβερίζει:
-Ἅδη, Τάρταρε καὶ Χάρο.
Λάζαρον θὰ σοῦ τὸν πάρω.
Δεῦρο ἔξω Λάζαρέ μου,
φίλε καὶ ἀγαπητέ μου.
Παρευθὺς ἀπὸ τὸν Ἅδη,
ὡς ἐξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος ἀπενεκρώθη,
ἀνεστήθη καὶ σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
καὶ μὲ τὸ κηρὶ ζωσμένος.
Ἐκεῖ Μάρθα καὶ Μαρία,
ἐκεῖ κι ὅλη ἡ Βηθανία.
Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλοι
τότε εὑρεθῆκαν ὅλοι,
δόξα τῷ Θεῷ φωνάζουν,
καὶ τὸ Λάζαρο ἐξετάζουν.
Ἕνα ἄλλο ἔθιμο τῆς ἡμέρας εἶναι οἱ «Ἀγερμοί». Τὰ παιδιὰ γυρνᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, κρατώντας ἕνα ὁμοίωμα τοῦ Λαζάρου, καὶ τραγουδοῦν τοὺς «Ἀγερμούς»:
-Λάζαρε, πές μας τί εἶδες,
εἰς τὸν Ἅδη ποῦ ἐπῆγες;
-Εἶδα φόβους, εἶδα τρόμους,
εἶδα βάσανα καὶ πόνους.Δῶστε μου λίγο νεράκι,
νὰ ξεπλύνω τὸ φαρμάκι.
Τῆς καρδούλας μου τὸ λέω,
καὶ μοιρολογῶ καὶ κλαίω.
Τοῦ χρόνου πάλι νά ῾ρθουμε,
μὲ ὑγεία νὰ σᾶς βροῦμε.
Στὸν οἶκο σας χαρούμενοι,
τὸν Λάζαρο νὰ ποῦμε.
Σὲ τοῦτο τ᾿ ἀρχοντόσπιτο
πέτρα νὰ μὴ ραΐσει.
Καὶ ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ,
χρόνια πολλὰ νὰ ζήσει.
Νὰ ζήσει χρόνια ἑκατό,
καὶ νὰ τὰ ξεπεράσει.
Ἕνα τρίτο ἔθιμο τὴν ἡμέρας εἶναι τὰ «Λαζαράκια». Σὲ κάποιες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας τὰ λένε καὶ «Λαζόνια». Πρόκειται γιὰ μικρὰ ψωμάκια πλασμένα σὲ σχῆμα ἀνθρώπου. Μέσα στὴν ζύμη ἔβαζαν μέλι ἢ καρύδια ἢ σταφίδες ἢ ὅτι ἄλλο ἔβγαζε ὁ κάθε τόπος. Τὸ ἔθιμο λέει ὅτι ὅποιος δὲν πλάσει Λαζαράκια, δὲν θὰ χορτάσει ψωμί.
Μία παραλλαγὴ τοῦ ἐθίμου αὐτοῦ συναντοῦμε στὸ νησὶ τῆς Κῶ. Ἐκεῖ οἱ ἀρραβωνιασμένες κοπέλες, φτιάχνουν Λαζαράκια σὲ μεγάλο ὅμως μέγεθος, καὶ ἀφοῦ τὰ γεμίσουν μὲ φροῦτα καὶ ξηροὺς καρπούς, τὰ στέλνουν στὸν μέλλοντα σύζυγό τους.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
(Παραδοσιακὸ Κυπριακό)

Ἔαρ ἡμῖν ἐπέφανεν, τοῖς πᾶσι τὸ μηνῦον
τὴν τοῦ Λαζάρου ἔγερσιν, ξένον, φρικτὸν σημεῖον.
Ἄνθη καὶ ρόδα εὔοσμα, κατάνυξις ψυχῆς τε,
καὶ λέγω σας, ἀκροαταί, εἰς τὴν χαρὰν νὰ εἶσθε.
Ἀκούσατε τὴν ἔγερσιν τοῦ τεταρταίου φίλου
καὶ τὴν χαράν, ἣν ἔλαβον αἱ ἀδελφαὶ ἐκείνου,
διὰ νὰ καταλάβετε τί εἶναι θεία Ἀγάπη
καὶ πὼς ψυχὴ λυτρώννεται ἀπὸ πικρὸν τὸν Ἅδην,
ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Λάζαρος, ὅστις εἶχεν ἀγάπην
μὲ τὸν Δεσπότην τὸν Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Ἀρχίζω τὴν διήγησιν κι ὅλοι ἀκροασθεῖτε
μὲ πόθον καὶ μὲ προσοχήν,γιὰ νὰ ὠφεληθῆτε.
Ὁ Λάζαρος κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθανίαν
καὶ τὸν Χριστὸν ἐδέχετο μὲ περισσὴν φιλίαν.
Εἶχεν καὶ δύο ἀδελφάς, τὴν Μάρθαν καὶ Μαρίαν,
εἶχον ἀγάπην περισσὴν καὶ καθαρὰν καρδίαν.
Αὐτὸς λοιπὸν ἠσθένησεν ἀσθένειαν μεγάλην
καὶ πυρετὸς τὸν ἔβαλεν, κι εἶχεν μεγάλην ζάλην.
Μὰ ὁ Χριστὸς εὑρίσκετο εἰς μίαν ἄλλην πόλιν
μὲ ὄχλον πολυάριθμον ὁμοῦ καὶ ἀποστόλοι.
Τοῖς μαθηταῖς του ἔλεγεν μὲ τὴν βραχυλογίαν,
«σηκοῦτε νὰ ὑπάγωμεν πάλιν στὴν Βηθανίαν,
ὁ Λάζαρος κεκοίμηται καὶ θέλω νὰ κινήσω,
διὰ νὰ πάγω πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἐξυπνήσω.»
Οἱ μαθηταῖς δὲν ἐννοοῦν τὸ τί ῾θελεν νὰ εἴπῃ,
ὁ Λάζαρος ἀπέθανεν, κι εἶναι μεγάλη λύπη,
ἡμέρες εἶναι τέσσερεις, ποὺ εἶναι πεθαμμένος
καὶ εἰς τὸν τάφον βρίσκεται κ᾿ εἶναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν νὰ πᾶν στὴν Βηθανίαν
οἱ ἀποστόλοι κι ὁ Χριστὸς καὶ ὅλ᾿ ἡ συνοδεία.
Ἡ Μάρθα τοὺς προϋπαντᾶ μὲ θρήνους καὶ μὲ γόους
καὶ προσκυνοῦσα τὸν Χριστόν, λέγει αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Ἂν ἦσο ὧδε, Κύριε, o Λάζαρος, ὁ φίλος
ποτὲ δὲν θὰ ἀπέθνησκεν τὸ βέβαιον ἐκεῖνος.»
Κι ὁ Ἰησοῦς μας ὁ Χριστὸς τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μὴν κλαῖτε, μόνον ἔχετε πίστιν
ὁ γὰρ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσει.»
Λέγ᾿ ἡ Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, ὅσ᾿ ἂν αἰτήσῃς,
Σοῦ τὰ χαρίζει ὁ Θεός, ἂν θέλῃς καὶ ὁρίσῃς».
Τῆς λέγει «ποῦ τεθήκατε τὸν Λάζαρον τὸν φίλον,
ὑπάγετε οὖν ἔμπροσθεν καὶ δείξατέ μοι ἐκεῖνον».
Καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξεν τοῦτον νὰ ποιήσουν,
τὸν λίθον ἐκ τοῦ μνήματος νὰ τὸν ἀποκυλίσουν.
Ἐπάνωθεν τοῦ μνήματος ἐστάθην καὶ δακρύζει.
Κι ὡς ἄνθρωπος ἐδάκρυσεν μὲ εὐσπλαχνίαν,
νὰ δείξει τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν ἐπιεικείαν,
καὶ ὡς Θεὸς ἐφώναξεν μίαν φωνὴν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξελθε», κι ἠκούσθην εἰς τὸν Ἅδην.
Ὁ Ἅδης ἀναστέναξεν, ἔτρεμεν, ἐφοβεῖτον,
ὡς ἤκουσεν τοῦ Ἰησοῦ τὴν θεϊκὴν φωνήν του
τὸν Λάζαρον ἀπέλυσεν εὐθὺς καὶ τὸν ἀφίνει
καὶ τὸν βιάζει μάλιστα μήπως ἐκεῖ ἀπομείνῃ.
Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Λάζαρος ἔξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαῦρος καὶ χλωμὸς καὶ τεταπεινωμένος.
Ἐπρόσταξεν κι ἐλύσαν του τὰς χείρας καὶ τὰς πόδας,
καὶ πῆγεν εἰς τὸν oἶκον του μονάχος ...

Πηγή:http://users.uoa.gr

Ναπολέων Λαπαθιώτης:Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα, τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα...



Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!
Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,
μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!


ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Διονύσιος Σολωμός, Άκρα του τάφου σιωπή (στίχοι, τραγούδι Νῖκος Ξυλούρης, χορωδίας Πρεβέζης)

Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Eκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γώ στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει". 


Ὑδατική Λεξιγραφία (Ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῶν Ἑλληνικῶν Λέξεων ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὸ νερό) - Δρ. Στ. Δωρικού & Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκη

 

 Θάλασσα I

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει ἐκπληκτικὸ πλοῦτο χαρακτηρισμῶν ἢ ὀνομασιῶν γιὰ τὴν θάλασσα ποὺ πετυχαίνουν μὲ ἐξαιρετικὰ παραστατικὸ καὶ ἀκριβῆ τρόπο νὰ παρουσιάσουν τὸ ἀχανές, τὴν ἔκτασι, τὸ βάθος ἢ τὰ φαινόμενα ποὺ συναντοῦν οἱ θαλασσοπόροι στὴν θάλασσα, ἀλλὰ καὶ σὲ σχέσι μὲ τὸν ἀπόπλου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν στεριά.
Ὅλη αὐτὴ ἡ ὁρολογία ἀναδεικνύει τὶς ρίζες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὴν θάλασσα καὶ συγκροτοῦν τὴν Ἑλληνικὴ Θαλασσινὴ Λεξιγραφία. Ἀνάμεσα στοὺς ὅρους αὐτοὺς συναντοῦμε πολλοὺς ποὺ τοὺς χρησιμοποιοῦμε ἀτόφιους μέχρι σήμερα, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι διαχρονικὴ καὶ ἐνιαία καὶ παρουσιάζει ἀδιάλειπτη συνέχεια καὶ ἑνότητα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι σήμερα. Ἡ Μυκηναϊκὴ λεξιγραφία, μετὰ τὴν ἀποκρυπτογράφησί της ἀπὸ τὸν Ventris καὶ τὸν Chadwick ἀπέδειξε ὅτι οἱ ἴδιες ἑλληνικὲς λέξεις ἐχρησιμοποιοῦντο ἤδη καὶ στὴν Μυκηναϊκὴ ἐποχὴ καὶ ὁποτεδήποτε ὑπῆρξαν Ἕλληνες εἶχαν ἀδιάρρηκτη σχέσι μὲ τὴν θάλασσα.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει πέντε κύριες ρίζες γιὰ τὴν θάλασσα, ποὺ ἡ κάθε μιὰ δημιουργεῖ δική της σειρὰ ἐννοιῶν καὶ καλύπτει τὸν δικό της χῶρο ἐφαρμογῶν, παρουσιάζοντας συγκεκριμένη ἡ κάθε μία ὄψι τῶν στοιχείων ἢ τῶν φαινομένων ποὺ ἐμφανίζονται: ἅλς, θάλασσα, πόντος, πέλαγος, ὠκεανός εἶναι οἱ κύριοι ὅροι ποὺ χρησιμοποῦμε γιὰ τὴ θάλασσα, μὲ διαφοροποιήσεις καὶ ἀποχρώσεις ἐννοιῶν (π.χ. ἀνοιχτὴ θάλασσα). Κάθε ρίζα, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἐνδελεχέστερη ἀνάλυσις καὶ σπουδή, καλύπτει καθορισμένες χρήσεις, ποὺ ἄλλωστε ἔχουν σχέσι μὲ τὴν σημασία τῆς ρίζας ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται καὶ σχηματίζει χαρακτηριστικὰ σύνθετα ποὺ ἀναδεικνύουν τὶς ἐπὶ μέρους ἐφαρμογὲς καὶ συνδυασμούς, ποὺ κι αὐτοὶ ἑρμηνεύονται σημασιολογικὰ καὶ σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ πράγματα, τὰ γεγονότα ἢ τὶς καταστάσεις καὶ τὰ φαινόμενα τὰ ὁποία περιγράφουν, χαρακτηρίζουν ἢ προσδιορίζουν.
Ἡ ρίζα ΣΑΛ- (λατινικὸ sal-) σημαίνει ἅλας, ἁλάτι ἐξ οὗ καὶ ἅλ-μη, Ἁλίαρτος, ἁλιεύς. Εἶναι τὸ εἷδαρ τὸ μεμιγμένον ἅλεσσι τοῦ Ὁμήρου, τὸ ἁλμυρὸ ὕδωρ καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν ἡ θάλασσα, κυρίως ἡ παρὰ τὴν ξηρὰ θάλασσα, ἡ προσάκτιος, τὸ ἀκροθαλάσσι, ἡ παρ-αλία, ἡ ἀκτή. Ὁ συνδυασμὸς τῆς ρίζης μὲ τὴν ΣΑΛ- ἐξ οὗ ἡ λέξις θάλασσα / σάλασσα / θάλαθθα (Κρῆτες) δὲν φαίνεται νὰ ἐνισχύεται.
Ἡ ρίζα ΣΑΛ- ἐξ ἧς ἡ λέξις σάλος, φαίνεται ὅτι παράγεται κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ὄχι ἀπὸ τὴν ρίζα τῆς λέξεως ἅλς / ἁλός ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ρίζα ΣΑΛ- ποὺ ἀπαντᾶται στὴν ὀνομασία τῆς νήσου Σαλαμῖνος (σαλ + ἀμίς / ἄμη) = ἡ ἀντλοῦσα ἀπὸ τὴν θάλασσα, μὲ διαλεκτικό (δωρικό) φθόγγο σ ἀντὶ θ.
Σαλ-μωνεὺς ὁ ἀλαζὼν βασιλεὺς τῆς Θεσσαλίας, ἐπεδίωκε νὰ ἐξομοιωθῆ μὲ τὸν Δία καὶ ἐμιμεῖτο τὴν βροντὴ καὶ τὴν ἀστραπή, ὁδηγοῦσε σιδερένιο ἅρμα πάνω σὲ χάλκινο ἔδαφος ἢ ἐκσφενδόνιζε ἀναμμένες λαμπάδες, χρησιμοποιῶν μορφὲς σάλου, ἀναταραχῆς ἢ θορύβου (σάλπιγξ).
Τὸ ρῆμα σαλεύω σημαίνει κάνω κάτι νὰ κινηθῆ, νὰ κινηθῆ ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ κλονῆται, νὰ κραδαίνεται, νὰ σείεται, νὰ «κουνιέται». Τὸ πλοῖο πράγματι στὴν θάλασσα κινεῖται ἀκριβῶς ἐδῶ κι ἐκεῖ, πορεύεται ἀσταθῶς. Τὸ συνώνυμο ρῆμα σαλάσσω σημαίνει τόσο σείω, κουνῶ, ἢ ταράσσω ὅσο καὶ ὑπερπληρῶ, γεμίζω ἐξ οὗ φαίνεται καὶ ἡ σημασία του, καὶ ὡς ὑδρολέκτου. Στὸν Ἡσύχιο ἀπαντᾶ ὡς ἀπαρέμφατο: σαλάξαι = κατακλύσαι, κινῆσαι καὶ ὡς μετοχὴ σαλαχθέν = σεισθέν. Τὸ οὐσιαστικὸ σάλασσα = ἡ κινοῦσα, ἡ κατακλύζουσα, μοιάζει μὲ οὐσιαστικοποιηθεῖσα μετοχὴ τοῦ ρήματος. Χαρακτηριστικὸν εἶναι ὅτι τὸ ρῆμα σαλεύω χρησιμοποιεῖται καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια: εἶμαι ἀγκυροβολημένος ἐκ πλοίου, ὅπου ἀκριβῶς καὶ παρατηρεῖται ἡ ἀνάλογη ἀσταθὴς κίνησις τοῦ πλοίου στὸ νερό. Ἡ ἑλληνικὴ ρίζα παραπέμπει στὸ λατινικό sal-um, ἢ στὸ γερμανικὸ schwellen = φουσκώνω. Χαρακτηριστικὴ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἡσυχίου: σάλος = ἡ φροντίς, ἡ ταραχή, ὁ κλύδων καὶ ἡ τῆς θαλάσσης κλύδωνος κίνησις. Δηλαδὴ ὁ σάλος προκαλεὶ φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, κύματα ὑψηλά, κλύδωνες ποὺ ταρακουνοῦν τὴν θάλασσα καὶ τὰ πλοῖα. Οἱ δημιουργούμενοι ἀνάλογοι ἦχοι ἀπὸ τὸν σάλο πιθανὸν ὑποδηλοῦν σχετικὲς σημασίες (σάλπη, σάλπιγη, σῦριγξ).
Στὴν ρίζα ΠΕΛ- ἀνήκουν οἱ Πελ-ασγοὶ καὶ τὸ πέ-λαγος. Οἱ Πελασγοὶ ἦσαν οἱ διερχόμενοι πειρατικὸπλάνητα βίον, οἱ πλανώμενοι στὴν θάλασσα, οἱ θαλασσινοί, οἱ θαλασσόλυκοι, οἱ θαλασσοκράτορες, οἱ πρῶτοι Ἕλληνες. Καὶ εἶχαν σχέσι μὲ τὴν θάλασσα καὶ πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὴν ζωή τους στὸ ὑγρὸ στοιχεῖο, καὶ τὴν σχέσι τους μὲ τὴν θάλασσα. Ἡ μελέτη τῆς ρίζας ΠΑΛ-, ΠΕΛ-, ΠΟΛ-, ΠΩΛ-, ΠΛ- ἀποκαλύπτει τὶς διάφορες σημασίες της ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς ἀνοιχτῆς θαλάσσης, τοῦ πελάγους. Τὰ παράγωγα πλάξ καὶ πλατὺς δίδουν στὸ πέλαγος τὴν ἔννοια τῆς ἐπίπεδης ἐκτεταμένης καὶ ἀχανοῦς ἐπιφανείας, τοῦ εὔρους τῆς θαλάσσης, τῆς νηνεμίας. Συγχρόνως τὰ ρήματα πελάζω καὶ πλάζω ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο εἰσάγουν τὶς ἔννοιες τοῦ πλήσσω, τοῦ συντρίβομαι (ὡς κύματα) στὴν ἀκτή, τοῦ κτυπῶ, τοῦ δέρω (θαλασσοδαρμένος) καὶ συγχρόνως ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ξηρᾶς τοῦ ἀποκρούω, ἀντικτυπῶ, ἀπωθῶ τὸν ροῦν ἢ τὰ πλοῖα καὶ ἄρα, ἀπομακρύνω στὴν βαθειὰ θάλασσα, στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος. Τὸ ρῆμα πλάζομαι ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ παραδέρνομαι, περιπλανῶμαι (π.χ. ἐπὶ πόντον = εἰς τὴν θάλασσαν), τοῦ περιφέρομαι. Πλάζω σημαίνει ἐπίσης παραπλήττω, (παρα)ζαλίζω, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς περιπλανήσεως ἢ τοῦ πλοῦ στὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα (ζάλη / σάλος, φουρτούνα / σάλος). Ἀπὸ τὴ ρίζα ΠΛΑΓ- τοῦ πλάζω παράγεται ὁ τύπος πλαγκταί (Πέτραι) ποὺ δηλοῖ τοὺς πληκτοὺς βράχους, τοὺς συνεχῶς ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττομένους σκοπέλους (και ὄχι βεβαίως τοὺς πλάνητες). Θυμίζουμε ἐδῶ τὶς Συμπληγάδες Πέτρες. Ὁ Ὅμηρος περιέγραψε τὴν περιπλάνησι τοῦ Ὀδυσσέως μὲ τὸ ρῆμα πλάζομαι (πλάγχθη). Πλαγκτὸς σημαίνει καὶ ἔμπληκτος, ἐμβρόντητος, ζαλισμένος, ἀποκαλύπτοντας ὅτι, ὡς συμβαίνει καὶ στὴν πραγματικότητα, τὸ πέλαγος εἶναι πολλὲς φορὲς φουρτουνιασμένο, κυματῶδες, ταραγμένο καὶ προξενεῖ καὶ ναυτία (ζάλη) στοὺς ἐπιβαίνοντες. Καὶ βέβαια γιὰ νὰ διαβῆ τὸ πλοῖο, τὸ πέλαγος πρέπει νὰ ἀποκρούσει τὰ κύματα ἀλλὰ καὶ νὰ «κτυπηθῆ» μ᾿ αὐτά. Καὶ μετὰ τὸ πέρασμα τοῦ πελάγους τὸ πλοῖο προσεγγίζει, πλησιάζει, προσελαύνει στὴν ξηρά: πελάζει, βρίσκεται πλησίον (πέλας) τῆς στεριᾶς, τῆς ἀκτῆς. Καὶ ὅ,τι βέβαια βρίσκεται πλησίον τῆς θαλάσσης πλήττεται ἀπὸ τὰ κύματα ἢ τὰ πλοῖα προσκρούουν ἐπ᾿ αὐτῶν. Καὶ χρειάζονται οἱ κυματοθραῦστες (θραύω / πλήττω) ἢ οἱ κυματωγὲς γιὰ νὰ σπᾶνε τὰ κύματα τῆς ἀνοιχτῆς θαλάσσης πρὶν πλήξουν τὴν ἀκτή.
Στὸ ρῆμα πάλλω ἀναδεικνύεται ἡ ἔννοια τοῦ κινῶ μὲ σφοδρότητα, σείω, τινάσσω, πάλλω, παλινδρομῶ, ρίπτω, χοροπηδῶ, «χορεύω» στὰ χέρια. Τὰ κύματα τοῦ πελάγους πράγματι παρουσιάζουν τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ καὶ ἄρα καὶ τὸ πέλαγος τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τοῦ ρίπτομαι, προσκρούω ἐπάνω, πέφτω (πίπτω) μὲ ὁρμὴ καὶ ἄρα πλήττω κάτι, ἀναδεικνύονται καὶ στὸ παράγωγο πόλεμος (πτόλεμος). Ἡ ἔννοια τῆς ὃρμῆς, τοῦ σφρίγους, τῆς σφοδρότητος ἐκφράζεται στὴν ἔννοια καὶ τὴν κίνησι τοῦ παλ-μοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν ὀνομασία τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς Παλλάδος, ὡς παλλούσης τὸ δόρυ καὶ τὴν αἰγίδα. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παράγωγο πάλλαξ (=παλληκάρι) καὶ παλλακίς, ἡ σφριγῶσα νεᾶνις.
Ἡ ἔννοια τῆς ἐκτάσεως τοῦ πελάγους ἐκπηδᾶ καὶ ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ παλάμη = ἡ ἀνοικτὴ καὶ ὑπτία χείρ. Τὸ ἐπίθετο πλατὺς ἐκφράζει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐκτάσεως ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπιπεδότητος, τῆς ἁπλάδας. Τὰ ὁμόρριζα πλαταμών, ποὺ σημαίνει λόγῳ μορφῆς καὶ τὸν αἰγιαλὸ ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ τὸ ἐπίπεδο καὶ ὁμαλὸ καὶ ἀβαθὲς μέρος κατὰ τοὺς ποταμοὺς καὶ πλάτιγξ=τὸ ἄκρο τῆς κώπης μὲ τὸ ὁποῖο πλήττεται τὸ νερό, ἀποτελοῦν δυὸ ἀκόμη ὑδρόλεκτα ἀπὸ τὴν ρίζα αὐτήν.
Τὸ ἐπίρρημα πάλ-ιν δηλοῖ ἐπανάληψι, ἐπιστροφή, κίνησι πρὸς τὸ ὀπίσω, παλιν-δρόμησι, ἐπανάκαμψι, ἀπόκρουσι πρὸς τὰ πίσω. Ἔτσι ἡ παλίρροια, ὁ παλίρρους εἶναι ἡ παλινδρόμησις, ἡ ὀπισθοδρόμησις, ἡ ὑποχώρησις τὼν ὑδάτων καὶ ἡ ἐκ νέου ἐμφάνισίς τους, ἡ κίνησις μπρός-πίσω, ἡ ἀπόκρουσίς τους ἀπὸ τὴν ἀκτή. Τὰ ἐπίθετα παλίνορσος καὶ παλινόρμενος (ρίζες ΠΑΛ- + ΟΡ-) συνδυάζουν ἀκριβῶς τὶς ἔννοιες: πάλλομαι καὶ σηκώνομαι / φουσκώνω καὶ ἀποδίδουν ἀνάγλυφη τὴν κίνησι τῶν κυμάτων στὸ πέλαγος.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὸ ρῆμα παλάσσω μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πασαλείφω δηλοῖ ἁπλώνω κάτι (ἔκτασις) ἢ ραίνω μὲ κάτι (πασπαλίζω). Συγχρόνως ὅμως ἐκφράζει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ μολ-ύνω= μιαίνω, λερώνω. Τὸ ἴδιο τὸ πασ-παλίζω ἀποδίδει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ρίζης ΠΑΛ-, ἐπειδὴ γιὰ νὰ ραντισθῆ, νὰ παλ-υνθῆ, νὰ ἐπιπασθῆ (πάσσω) κάτι χρειάζεται καὶ νὰ τραντάσσεται, νὰ ἀναδονῆται, νὰ ἐκ-τινάσσεται.
Τὸ ρῆμα πάσσω= πασαλείφω, πασπαλίζω, κουκίζω, ραντίζω, πιτσιλίζω, ἄλλωστε ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ σὲ ὑγρὰ ἢ στὸ ἅπλωμα τοῦ ἅλατος.
Πελ-ίας ἀνάγκασε τὸν Ἰάσονα νὰ ἐπιχειρήση τὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία κατὰ τῆς Κολχίδος. Καὶ ἐδῶ βλέπουμε τὴν σχέσι μὲ τὸ πέλαγος καὶ τὴν θάλασσα (Κολ-χὶς ἀπὸ τὸ κόγ-χη, κογ-χύλιον, κόχ-λος, ἡ χώρα ἡ πλούσια σὲ ὄστρακα, ἀλλὰ καὶ κατ᾿ ἐπέκτασι ἡ ἔχουσα πλοῦτο, ἡ γῆς τῆς Ἐπαγγελίας, ἡ ἰσχυρά, ἡ κοιτὶς τοῦ πολιτισμοῦ), ποὺ τὸ ὄνομά της ἔχει σχέσι μὲ τὴν θάλασσα.
Πελοπόννησος (Πέλοπος νῆσος) ἢ Ἀπία ἑρμηνεύεται κι αὐτὴ ὡς πέλας (Πέλοψ) τῆς θαλάσσης ἣ ἐπὶ ἢ καὶ μακρὰν τῆς θαλάσσης (ἄπω, ἐπί), σὲ διττὴ συνύπαρξι, ἡ περι-νηχομένη, ἡ παλλομένη στὴ θάλασσα.
Ἡ μετάβασις στὴν κυριαρχία, στὴν καθεστηκυΐα τάξι καὶ στὴν ἐπικράτησι, χρειάζεται νὰ περάση ἀπὸ ἀγῶνα, ἀπὸ κίνησι, ἀπὸ μεταβατικὲς ταραγμένες καταστάσεις, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα περι-πλανήσεως (πέλω).
Ὁ ἴδιος πόλ-εμος (ρῆμα πελεμίζω) δηλοῖ ἀκριβῶς τὸν κραδασμὸ ποὺ προξενεῖ καὶ τὶς πληγὲς ποὺ ἐπιφέρει, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστάθεια, τὴν ἀναταραχὴ ποὺ προκαλεῖ.
Τὰ κύματα χαρακτηρίζονται καὶ στὸν Ὅμηρο ὡς πελώρια δηλώνοντας καὶ τὸ ὕψος τους, τὸν φόβο ποὺ δημιουργοῦν καὶ τὸ ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα φουρτούνας, θαλασσοταραχῆς.
πηλός (λάσπη, ἰλύς) ἀπεικονίζει τὴν μαλακότητα τῆς ὕλης του, τὸ εὔ-πλαστον ἀλλὰ καὶ τὸν περιεχόμενο ἢ τὴν ἀνάμειξί του μὲ τὸ νερό. Ὁ Πηλεὺς νυμφεύθηκε τὴν Νηρηίδα Θέτιδα, καὶ ἐγέννησε τὸν Ἀχιλλέα (ἄχα = aqua = νερό) καὶ ἑπομένως γίνεται καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ φανερὴ ἡ σχέσις τὼν ριζῶν ΠΑΛ-, καὶ ΑΧ- (Ἀχαιοί, Ἀχαΐα, Ἀχερουσία) καὶ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ὀνομασίες τῶν ἡρώων τῆς Μυθολογίας εἶχαν ἄμεσι σχέσι μὲ τὸν ρόλο τους, τὸν χῶρο δράσεώς τους ἢ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἐκπροσωπούσαν.
Τὸ πανέμορφο Πήλιο ἄλλωστε εἶναι κι αὐτὸ παραθαλάσσιο καὶ ἡ ὕλη, τὸ χῶμα του ἔχει ἄμεση ἀλληλεπίδραση μὲ τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης.
Τὰ ρήματα πίμ-πλη-μιπλη-ρό-ω δηλοῦν ὄτι τὸ νερὸ γεμίζει ὅ,τι βρεῖ κενό, πληροῖ τὰ κοιλώματα, τὶς κοιλάδες καὶ τὰ βαθειὰ βάραθρα δημιουργῶντας λίμνες, ποταμούς, χειμάρρους ἢ θάλασσες. Τὰ πλοῖα πλέουν, διέρχονται τὴν θάλασσα, ταξιδεύουν, ποντοποροῦν πάνω στὴ θάλασσα (ἐπὶ πόντον) μέσα στὴν θάλασσα (ἐνί πόντῳ) στὶς ὑγρὲςθαλάσσιες ὁδούς (τὰ κέλευθα τοῦ Ὁμήρου), κολυμβοῦννήχονται.
Οἱ Πλειάδες πράγματι πέλονται = περιστρέφονται ἀλλὰ καὶ πλέουν. Οἱ Πλειάδες καὶ οἱ μεταμορφώσεις τους, ἡ μετάθεσίς τους στὸν οὐρανό, σήμαιναν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ναυτιλίας (ἀντιστοίχως ἐπιτολὴδύσις τους). Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ σημάδι τους, ἡ Πούλια στὸν οὐρανὸ καὶ ἡ σημασία τους γιὰ τὴν θαλασσοπλοΐα ἀλλὰ καὶ τὸν προσανατολισμὸ γενικότερα.
πλημμυρὶς ἀκριβὼς ἡ γνωστή μας πλημμύρα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐξόγκωσις τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ καὶ ἡ κίνησίς του πρὸς τὴν παραλία, ὅπου ὑπερχειλίζει καὶ ἑπομένως κατακλύζει ἢ πληροῖ τὶς παραλίες (ρήματα πλήθω, πλῆθος, πληθίς, πλύμνη, ὅλες λέξεις ὁμηρικὲς ἀλλὰ καὶ ἡ νεώτερη πληθυσμός). Χαρακτηριστικὸς ὁ συνδυασμὸς μὲ τὴν ρίζα ΜΥΡ-, ποὺ ἤδη εἶχε ἀναλυθῆ στὰ προηγούμενα καὶ τὸν λατινικὸ τύπο mare = ἡ θάλασσα.
Τὰ κύματα λοιπὸν πλήττουν, πατάσσουν, κτυποὺν, «βαροῦν», πληγώνουν τῖς ἀκτὲς καὶ συγχρόνως τὶς περιβρέχουν, τὶς κατα-κλύζουν, τὶς ἐκ-πλύνουν, τὶς περιπλέουν.
Οἱ θάλασσες διακρίνονται γιὰ τὴν ἀφθονία, τὸν πλοῦτο τῶν ὑδάτων τους.
Τὰ νησιὰ περιπλέονται, οἱ νῆσοι εἶναι πλωτοὶ κατὰ τὸν Ὅμηρο ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι εἶναι καὶ προσπελ-άσιμοι καὶ βατὲς γιὰ τὰ πλοῖα.
Ἤδη ἀπὸ τὶς ἔννοιες τοῦ πληρῶ, τοῦ πλημμυρίζω, τοῦ πλύνω καὶ τοῦ πλέω, τοῦ πελάζω ἢ τοῦ πλήττω φαίνεται τὸ πῶς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὴν ἐξειδίκευσι τῶν ριζῶν ἢ τῆς ἴδιας τῆς ρίζας μὲ τοὺς κατάλληλους συνδυασμοὺς μὲ τὰ ἀντίστοιχα φωνήεντα ποὺ φαίνεται νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη σημασία. Ἔτσι ὁ πόλ-ος καὶ τὸ ρῆμα πολεύω (φωνῆεν ὄμικρον) προσδίδουν τὴν ἔννοια τῆς περιστροφῆς, τῆς ἀναστροφῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναταραχῆς (πόλεμος), βλέπε κατα-πολ-έμησι (μάχη καὶ καταστολή). Ὁ πολι-ός= ἀσπρόμαυρος, ψαρός, εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ ἀναμείξεως ἢ πάλης μὲ τὴν ζωή. Ὁ ἀφρὸς τῆς θαλάσσης εἶναι πολιὸς ἐκ τῆς ἀναταραχῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκὸς ἢ τὸ γλαυκός. Ἡ πάλη (σκόνη), ἡ πασ-πάλη, τὸ ράντισμα δημιουργεῖ μόλ-υνσι, ἀλλοίωσι τοῦ χρώματος.
Ἡ πόλ-ις εἶναι ἀκριβῶς ὁ κύριος τόπος ἀναστροφῆς ἢ ἐπι-μειξίας. Ὁ πολὺς μπορεῖ νὰ ἔχη ἑπομένως πέραν τῆς ἐννοίας τοῦ πλήθους, τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ, καὶ τὴν ἔννοια τῆς συμ-μίξεως, τῆς κατα-κλύσεως, τῆς πολλαχόθεν περι-ζώσεως (πολυ-κύμαντος, πολύ-πλαγχθος).
Πολύς= πολ-λὸς σημαίνει καὶ πυκνός, μέγας, δυνατός, ἰσχυρός, σφοδρός, δηληδὴ ἡ ἀρχική του ἔννοια ἦταν ἐκτεταμένος, πυκνὸς ἢ ἰσχυρός (ὁρμή, σφρῖγος, παλ-μός). Ἐν προκειμένῳ ὁ συνδυασμὸς τοῦ πολὺς μὲ τὶς λέξεις κῦμα, φλοῖσβος ἢ ζυγὰ ἢ κώπη σὲ σύνθετες λέξεις, ἀποτελεῖ καὶ συνδυασμὸ ἐννοιῶν ποὺ ἡ μία ἐξειδικεύει ἢ προσδίδει ἔμφασι στὴν ἄλλη. Τὰ ἴδια τὰ κύματα, ὁ φλοῖσβος ἢ ὁ θόρυβος εἶναι καὶ ἀπὸ φυσικὴ ἔννοια ἀποτέλεσμα παλινδρομήσεως ποὺ μελετῶνται ἀπὸ τὴν θεωρία τῶν κυμάτων στὴν Φυσική, σὲ σχέσι καὶ μὲ φαινόμενα συμβολῆς ἢ ἀνακλάσεως κυμάτων ἢ δημιουργίας καὶ στασίμων κυμάτων. Τὸ ρῆμα πάλ-λω ἀκριβῶς δίδει καὶ τὴν ὀνομασία στὰ φυσικὰ φαινόμενα (ὡς καὶ τὸ κυμαίνομαι, κύμανσις).
Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγη τῆς προσοχῆς ὅτι τὸ ρῆμα πλανῶμαι ἢ πλέω σημαίνει περιφέρομαι, σύρομαι πάνω στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Τὸ ἐπιπλέω δηλοῖ ἀκριβῶς τὸ ὅτι ἀναδύομαι στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ δεν βυθίζομαι. Τὸ πλέω ἑπομένως προέρχεται ἀπὸ ρίζα ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὴν ἐπιφάνεια καὶ τὰ φαινόμενα ποὺ διαδραματίζονται στὴν ἐπιφάνεια σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν βυθὸ ἢ τὸν πυθμένα. Ἕτσι ὁ πλοῦς ἐμπεριέχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Ὁ πλοῦς ἢ ὁ περίπλους σχετίζεται πάντοτε μὲ τὴν ξηρά, τὴν στεριά, τὶς ἀκτὲς ποὺ περιπλέονται, μὲ προεξοχὲς τῆς ξηρᾶς ποὺ μόνο ἡ κατάλληλη θέση τῆς επιφανείας τοῦ νεροῦ ἐπιτρέπει νὰ διακρίνωνται. Καὶ τὸ πλοῖο ξεκινάει ἀπὸ τὴν παραλία, τὰ λιμάνια ἢ τοὺς ὅρμους καὶ ὁ προορισμός του εἶναι πάλι κάποια ἄλλη στεριά, νησί ἢ λιμάνι. Ὁ πλοῦς λοιπὸν ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὶς πλατειὲς ἐκτάσεις, τα γεωγραφικὰ πλάτη ἢ μήκη, τὸ πέλ-αγος ἀλλὰ καὶ τὰ φαινόμενα ποὺ συναντᾶ τὸ πλοῖο κατὰ τὸν πλοῦν (πλωτὰ μέσα, «πλωτὰ» νησιά), ὅσο περιπλανᾶται ἢ πλέει στὴν θάλασσα.
Ἡ φουρτούνα στὴν θάλασσα εἶναι ἡ ἀναταραχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνάμειξη τῶν θαλασσίων μαζῶν (ρῆμα φύρω), συγγενής, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, τῆς ἔννοιας: σηκώθηκε κῦμα καὶ πλημμύρα.
Πηγή: Ὑδατική Λεξιγραφία (Ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῶν Ἑλληνικῶν Λέξεων ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὸ νερό) - Δρ. Στ. Δωρικού & Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκη (ἐκδόσεις ἐλεύθερις σκέψις)

Θάλασσα ΙΙ


ρίζα ΠΟΝ- ΠΟΡ-, ξ ἧς προέρχεται λέξις πόντος, δηλοῖ τήν δίοδο, τήν διέλευσι, τόν διάπλου τοῦ πλοίου διά τοῦ πελάγους, τῆς θαλάσσης.

Πόντος (Ὅμηρος) εἶναι τὸ πέλαγος, ἡ ἀνοικτή θάλασσα ἡ βαθειά καί ἀχανής θάλασσα, τό ἀντίθετο τοῦ «γαῖα»=ἡ γῆ, ἡ ξηρά, ἡ στεριά, ἡ χέρσος. Προῆλθε ἀπό τήν φράσι τοῦ Ὁμήρου πόντος ἁλός, σέ περίφρασι τῶν ἀνωτέρω ἐννοιῶν. Ὡς μέρος τῆς ὅλης θαλάσσης, τό τμῆμα τοῦ πόντου (τό μέρος πού εἶναι διαπλεύσιμο) καταντᾶ ταυτόσημο τοῦ: πέλαγος. Ὁ πόντος ὑπονοεῖ καί τό βάθος τῆς θαλάσσης ἤ τήν βαθεῖα θάλασσα, βλέπε καί τό ρῆμα καταποντίζω.

Ποντοπόροι (νῆες ἤ ναῦται) στόν Ὅμηρο νοοῦνται ἀκριβῶς οἱ διαπλέοντες, οἱ διαπερῶντες τίς βαθειές θάλασσες οἱ πελαγιζόμενοι, οἱ θαλασσοποροῦντες. Εἶναι οἱ κατοπινοί γνωστοί μας θαλασσοπόροι. Ἐν τούτοις ἡ λέξις ποντοπόρος ἀναφέρεται σήμερα καί στά πλοῖα τῶν ἀνοικτῶν ἤ βαθειῶν θαλασσῶν, τά ὑπερωκεάνεια, σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁμηρικοῦ συνόλου.

Τό Πέραμα ἀπό τό ἴδιο ρῆμα περάω ἤ ὁ Πόρος, τό νησί, ἀπεικονίζουν τήν μορφολογία ἤ τήν γεωγραφία τους μέ παραστατικώτατο τρόπο.

Άπό τή ρίζα ΠΑΡ-, ΠΕΡ-, ΠΟΡ-/ΠΩΡ- παράγεται σειρά ὑδρολέκτων πού τό χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα καί σέ ὀνομασίες παραθαλασσίων τόπων ἤ καί στήν καθημερινή μας ἐπαφή μέ τήν θάλασσα καί πού βασίζονται εἴτε στήν διαμόρφωσι τοῦ ἐδάφους εἴτε σέ ἀποχρώσεις τῶν σημασιῶν τῆς ρίζας τοῦ ρήματος πείρω πού σημαίνει διαπερῶ, διατρυπῶ, «περνῶ» πού ἀναφέρεται είδικῶς στά κύματα τῆς θαλάσσης: κύματα πείρων=αὐτός πού διαπερᾶ τά κύματα, ἀλλά καί στά (ὑγρά) κέλευθα (=ὁδοί τῆς θαλάσσης): πεῖρε κέλευθον.

Ἡ ρίζα ΠΑΡ-, στήν πρόθεσι παρά, σημαίνει κατ’ ἀρχήν κίνησιν πρός, καί ἀκολουθεῖ ἔννοιες ὅπως ὑπάγω, φέρω, ἔρχομαι. Ἐκφράζει τήν ἀφετηρία τῆς κινήσεως ἀλλά καί τόν προορισμό, ἐπειδή σημαίνει καί προ-έρχομαι καί φθάνω κάπου, πλησίον κάποιου. Δηλοῖ ἐπίσης τήν κίνησι παραλλήλως πρός κάτι, ἀλλά καί τήν στάσι σέ κάτι καί ἔτσι ἀποδίδει παραστατικά τό ταξίδι τοῦ πλοίου στήν θάλασσα μέ λιμάνι ἀναχωρήσεως καί λιμάνι προορισμοῦ, ὅπου γίνεται καί ἐνδιάμεση στάσις, π.χ. ἀνεφοδιασμοῦ. Ἔτσι ἡ ἔκφρασις πάρ ποταμόν δηλοῖ πλησίον ἤ παραπλεύρως τοῦ ποταμοῦ. Ἡ ἔννοια τοῦ πάρ=ἐναντίον τινός ἀποκαλύπτει τήν πάλη τοῦ πλοίου καί τῶν ναυτικῶν μέ τά κύματα (Νῆσος Πάρος).

Τό πλοῖο πρέπει ἐκ τῶν πραγμάτων νά φθάση στήν πέραν γῆ, στήν απέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, νά περάση πέραν τῆς θαλάσσης ἤ τοῦ ποταμοῦ, σέ ἄλλες ἠπείρους ἤ χῶρες. Ἔτσι ἡ ὀνομασία Περαία μᾶς προβάλλει ἀνάγλυφη στά μάτια μας, τήν βλέπουμε ἤ τήν νοιώθουμε νά ὀρθώνεται στήν ἀπέναντί μας ξηρά καί ὡς τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μας. Τό Πέραμα εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἐνδιάμεσος μεταξύ τῶν δύο ὀχθῶν τόπος, τό πορθμεῖον, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ διάβασις, τό πέρασμα (ὡς χρονική διάρκεια, διαδικασία καί τόπος).

Τό ἐπίρρημα πέραν=εἰς τό ἀπέναντι μέρος (μέ ἀντίστοιχο trans) ἀνεφέρετο στήν ἔννοια ὑπάρξεως ποταμοῦ ἤ θαλάσσης ἀνάμεσα στά δύο μέρη, καί ἔτσι ἐχρησιμοποιεῖτο σέ πολύ παλαιούς ποιητές. Ἔτσι ἡ ρίζα ΠΕΡ- ἀφ’ ἑαυτῆς σχετίζεται μέ τήν διάβασι διά μέσου ἤ ἐπί τοῦ ὕδατος. Στόν Ὅμηρο καί τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς ἀπαντᾶται μαζί μέ τά ἀντίστοιχα ὀνόματα, ὅπως ἅλς, Ὡκεανός, πόντος, Χάος, Ἴστρος (ποταμός), ποταμός, Ἕβρος (ποταμός) κ.λπ., ὁπότε ἡ σχέσις προκύπτει ἀνάγλυφη. Τό πεῖραρ στόν Ὅμηρο ἀναφέρεται ἀκριβῶς στό πέρας, στά ἔσχατα τοῦ πόντου, τῆς γῆς ἤ τοῦ ὠκεανοῦ, χῶροι πού διαπερῶνται καί πού στό ἄκρον τους ἔχουν ὅριο. Τό πέρασμα τῆς θαλάσσης ἀπαιτοῦσε ἀγῶνα, μόχθο, προσπάθεια, ὑπέβαλλε τούς ναυτικούς σέ δοκιμασία. Τό ρῆμα πειράω σημαίνει ἀκριβῶς πασχίζω, δοκιμάζω, προσπαθῶ. Ἀπό τό ρῆμα πείρω=διαπερῶ ἀλλά καί τρυπῶ (ἡ ὀπή ἐπιτρέπει τήν δίοδο, τήν διέλευσι, τό πέρασμα), προέρχεται τό πέρας πού σημαίνει καί τέλος καί πέρασμα. Ἡ περόνη, διαπερνᾶ ὅπως καί τό πηρούνι. Ἀρχικῶς τό πείρω (Ὅμηρος) σήμαινε δι-έρχομαι, δια-πλέω, δια-σχίζω τά κύματα, δια-νύω τά κέλευθα. Τό νεοελληνικό πέρα δηλοῖ ἀπόστασι ἀλλά καί ποσότητα (τό μόριο πέρ τοῦ Ὁμήρου). Ἀκριβῶς τό πέρα γιά πέρα μέ τήν ἔννοια τελείως ἤ ἐν-τελῶς δηλοῖ ὅτι ἔχουμε διανύσει κάτι σέ ὅλο του τό μῆκος, περάσαμε τόν Ρουβίκωνα καί ὅλα πῆγαν πρίμα καί ἴσια. Ἡ ρίζα ΠΕΛ- δηλοῖ ἔκτασι, ἡ ρίζα ΤΕΛ- καί ΠΕΡ- πέρασμα καί ἄρα ἐξάπλωσι, διείσδυσι, διέλευσι καί διαγινώσκομε πέραν τῆς ἐννοιολογικῆς καί τήν συγγένειαν τῶν ριζῶν καί πιθανόν καί τῶν φθόγγων.

Ἄλλωστε παρατηρεῖται μετάπτωσις τοῦ λ σέ ρ (ἦλθα / ἦρθα) καί τό σημαντικώτερο στήν αἰολική καί δωρική διάλεκτο τό π τίθεται ἀντί τοῦ τ (σπολάς ἀντί στολάς). Ὁπότε οἱ ρίζες ΠΕΛ- καί ΠΕΡ- εἶναι μορφές τῆς ἑλληνικῆς ρίζης πού δηλοῖ καί πλάτος καί ἔκτασι καί τό ταξίδι ἤ τήν περιπλάνησι, τό πέρασμα τοῦ ὠκεανοῦ καί τῶν θαλασσῶν. Ἡ ἔννοια: μοχθῶ ἐνυπάρχει καί στήν ρίζα ΠΕΝ- (πένης, πενία).

Ἡ ρίζα ΠΕΡ- συνδέεται ἄμεσα μέ τήν θάλασσα, τό ὑγρό στοιχεῖο. Τό ρῆμα περ-άω, συνώνυμο τοῦ πείρω, σημαίνει κι αὐτό διαπερῶ, περ-νάω. Στόν Ὅμηρο αἱ νῆες περόωσι θάλασσαν, πόντον ὕδωρ, ἅλα, πέλγος καί κάθε ὑδατογενῆ περιοχή ἤ κατασκευή ὡς ἡ τάφρος, τά γύαλα, ἡ χαράδρα, γῆς ὁρίσματα. Ἀπό τήν ρίζα ΠΕΡ- προέρχονται καί ἐπαγγέλματα πού δημιουργήθηκαν ἀπό τά ταξίδια π.χ. τῶν ἐμ-πόρων στήν θάλασσα. Τά ρήματα περάω καί πιπράσκω=πωλῶ προέρχονται ἀπό τήν ἴδια ρίζα ἐπειδή πράγματι οἱ ἔμ-ποροι πρέπει νά μεταφέρουν τά ἐμπορεύματα μακράν μέσῳ τῆς θαλάσσης γιά νά τά πουλήσουν. Τήν πόρ-τα τήν περνᾶμε γιά νά μποῦμε στό σπίτι, τό προ-θμεῖον εἶναι τό πλοῖο πού περνάει στήν ἀπέναντι ὄχθη, τό λατ. por-tus εἶναι τό πέρασμα, τό λιμάνι ἀπ’ ὅπου περνάει τό πλοῖο (ἰταλικό porto). Τό λατινικό ρῆμα por-tare=φέρω, τό γερμανικό fahr-en=ὁδεύω, πορ-εύομαι καί τό ἑλληνικό ρῆμα πέρ-θω (σφάζω, περ-νάω ἀπό μαχαίρι) δηλοῦν ὅλα μεταφορά, (ΦΟΡ-/ΠΟΡ-), πορ-εία. Ἡ ἔννοια τοῦ μόχθου ὅπως εἴδαμε ἐνυπάρχει στήν ρίζα ΠΕΡ- ὡς καί στήν ΠΕΝ-/ΠΟΝ- (πόν-ος). Ἡ ρίζα ἄλλωστε ΠΟΝ- ἔχει καί τήν ἔννοια τοῦ βυθίζω στή θάλασσα. Ἄρα φαίνεται ὅτι οἱ ρίζες ΠΟΝ- καί ΠΟΡ- εἶναι συγγενεῖς.

Ἐκπονῶ (ἀρχαῖο πονέομαι) σημαίνει περαίνω, τελειώνω. Ἄρα ὁ Πόντος=ἡ θάλασσα, ἰδίᾳ ἡ ἀναπεπταμένη θάλασσα, τό πέλαγος, δηλοῖ τό ἀχανές μέγεθος, τό μάκρος. Τό ρῆμα πορ-εύω σημαίνει κατ’ ἀρχήν μεταφέρω διά ξηρᾶς ἤ διά θαλάσσης ἀλλά καί διαπορθμεύω (π.χ. διά λίμνης).

πορ-θ-μός ἀκριβῶς δηλοῖ στενό μέρος τῆς θαλάσσης πού ἔχει καί ἀπό τίς δυό πλευρές ἤπειρο (=στεριά) καί πού χρησιμεύει γιά τήν δια-πόρ-θ-μευσι μέ πορ-θ-μεῖο μέ πέρ-αμα.
πόρ-ος εἶναι τό διαβατό μέρος, τό πέραμα, ἀλλά καί ἡ διάβασις τῶν πλοίων, οἱ πόρ-οι τῆς ἁλός, ἡ διάβασις ποταμοῦ.

Πόρ-ος εἶναι καί ἡ θαλάσσια ὁδός, ἡ κέλευθος καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ θάλασσα. Ἄρα πόν-τος καί πόρ-ος (ρίζες ΠΟΝ-/ΠΟΡ-) ἔχουν ἐννοιολογική σχέσι. Ἡ πόρ-πη, ἡ περ-όνη ἀλλά κι ἡ πόρ-νη (ὠνία δούλη) παράγονται ἀπό τήν ἴδια ρίζα.

Στόν Ἡσύχιο ὁ πόρος σημαίνει τήν ὁδό, τήν τρίβο ἤ το ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ.

Τό πάρσονπάρ-ρονπράσ-ον εἶναι θαλάσσιο φυτό, λατινικά por-rum. Ἄρα καί τό γνωστό μας ἐπίθετο πράσινον χαρακτήριζε πόες ἤ χλόες θαλάσσιες (πράσινα φύκια).
Τό ρῆμα πράσω εἶχε ἀρχική σημασία περ-άω, διέρχομαι καί κατέληξε νά σημαίνει ἐνεργῶ μέ ἐνδιάμεσες ἔννοιες: διαπραγματεύομαι, ἐπιχειρῶ, ἐπιτελῶ, ἐπιτυγχάνω, σχεδιάζω, κατορθώνω. Ὁ ἔμπορος πράγματι ἐπιχειρεῖ (ἐπιχειρηματίας / ἐπιχείρησις), ἐκ-τελεῖ, καί φέρει εἰς πέρας (ἐπιτυγχάνει), προβαίνει σέ ἐμ-πορικές πρ-άξεις. Εἶναι πρατήρ=πωλῶν, πωλητής, ἔμ-πορ-ος. Τό πρατήριον εἶναι ἀκριβῶς ὁ χῶρος ὅπου γίνονται οἱ πρ-άσεις, οἱ πωλήσεις, οἱ διαπραγματεύσεις μέ τόν πελ-άτη.

Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ρήματος πορ-φύρω πού ἀφορᾶ στήν θάλασσα μέ τήν ἔννοια σφοδρῶς κινοῦμαι, ταράττομαι, κυμαίνομαι (ΠΟΡ- + ΦΥΡ-). Ἡ φουρ-τούνα ἀκριβῶς εἶναι ταχεῖα κίνησις, ἰσχυρός παλμός ἤ κύμανσις, ταραχή. Ἡ ρίζα ΠΟΡ- ἐπιτείνει τήν ἔννοια τῆς ρίζας ΦΥΡ-, δηλοῖ τήν πέρα γιά πέρα, τήν πλήρη ἀνάμειξι. Οἱ ρίζες ΠΟΡ- καί ΦΥΡ- βρίσκουν κοινές ἐφαρμογές στήν θάλασσα ἐφ’ ὅσον τό λατινικό fr-etum (ΦΡ-) δηλοῖ τό ταραγμένο νερό, τά ψηλά θαλάσσια κύματα πού θραύονται στήν ἀκτή. Οἱ ρίζες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης μέ τόν τρόπο αὐτόν ἔχουν ὅλες τίς μορφές ὑπό τίς ὁποῖες οἱ ἀντίστοιχες ἔννοιες ἀπαντῶνται στίς σύγχρονες ἀλλά καί στίς ἀρχαιότερες γλῶσσες:

πάρ
παρά
πέρ
πέρας
περί
πρό
πάρος
ἐμ-πρός
λατ., proe
ἀγγλ. pre-
γερμ. vor
πεῖρα
ἐμ-πειρία
πείρω
ἔμ-πειρος
διαμπερής
λατ. peri-tus
peri-culum=κίνδυνος
ριζ. per-.=εἰσδύω, διεισδύω, διαμπερῶ
ἄ-πειρος
πορ-ίζω
πορ-εύω
πέ-πρ-ωται
πεῖραρ
πέρα
περαιτέρω
πόρρω
περατός
Περαῖος
Περαία
pre-paro
λατ. foro=τρυπῶ
λατ. ferio=πληγώνω
περί
πέριξ
περισσός
πέρ-νημι
πέρυσι
ἀγγλ. prior
φέρω
pons=γέφυρα
πόντος
ποντίζω
ποντικός
pario=γεννῶ
πόρ-τις
πόρ-ταξ
πόρ-κος
πόρ-πη
πορ-φύρα
πράσσω
πράκτωρ
πρατήριον
πρίαμαι=ἀγοράζω
πρόμος=προηγούμενος
λατ. primus
Πειραϊκή(=ἡ πέραν τῶν ὁρίων)
Πειραιεύς
πείρατα=πέρατα, ἄκρα (πεῖραρ)
πεῖρα
πειράζω
πειράω
περατόω
περατός
περαίνω=φθάνω
Περαῖος=ὁ πέραν τῆς θαλάσσης ἤ τοῦ ποταμοῦ
Περαίη (α)=ἡ πέραν γῆ, ἡ ἐπί τῆς ἀπέναντι ὄχθης τοῦ ποταμοῦ
περαιόω
Πέραμα
πιπράσκω (πιπεράσκω)=πωλῶ
ΠΕΛ-
ΠΛ-
ΠΟΛ-
ΠΑΛ-
πέλω=διατελῶ ἐν κινήσει
πελεμίζω=σείω, κινῶ
πάλλω=κραδαίνω, σείω, σπαίρω
παλύνω=ραντίζω, ὑγραίνω
πλησιάζω
πελάζω
πελάγιος
πελαγῖτις γῆ
πελαγίζω=πλημμυρῶ, ὑπερχειλίζω, σχηματίζω πέλαγος
πελάγισμα=πλήμμυρα
πελαγισμός=κλυδωνισμός
Πελασγοί=φυλή νομαδική
παλάσσω=ραντίζω
πωλῶ

Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ρίζες ΠΕΛ- καί ΠΕΡ- συσχετίζονται. Οἱ ΠελασγοίΠελαργοί προέρχονται, κατά τίς ἐπικρατοῦσες ἀπόψεις, εἴτε ἀπό τήν μία εἴτε ἀπό τήν ἄλλη. Εἶναι ὁ πελάγιος λαός πού περ-άει (=διαβαίνει) τήν θάλασσα. Τό ἄνοιγμα στό πέλ-αγος δηλοῖ καί τήν ἀναχώρισι (πέρ-ας) καί τήν ἐπιστροφή (πέλ-ας). Ἄλλωστε τά ρήματα πλάζομαι καί πλανάω (ρίζα ΠΛΑ-) δηλοῦν περιπλάνησι, ἀπόστασι, ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν ἐστία, ἀπό γνωστό, οἰκεῖο χῶρο. Τό πέρας εἶναι τό ἄκρο τῆς θαλάσσης΄ φθάνω στό ἄκρον στό τέρ-μα δηλοῖ καί τό πλησιάζω στόν προορισμό, φθάνω, πλησιάζω στό τέλος. Χαρακτηριστικά ἐπίσης εἶναι τά ρήματα πιπράσκω καί πωλῶ, συνώνυμα ἀπό τίς δύο ρίζες. Ὁ πόλος σημαίνει καί τό στερέωμα καί τόν θόλο τοῦ οὐρανοῦ καί τόν ἄξονα, τό σημεῖο πέριξ τοῦ ὁποίου στρέφεταί τι. Τά ρήματα ἄλλωστε πλέω καί πείρω ἐμπεριέχουν τήν ἔννοια τῆς περιπλανήσεως τοῦ ταξιδιοῦ. Ὁ πόρος εἶναι ὁ πορθμός, τό πέρα(σ)μα, ἡ πορεία, τό ταξίδιον ἀλλά καί ἡ πρόσ-οδος. Ἑπομένως, οἱ πόροι ἁλός=ἡ θάλασσα καί οἱ πόροι (ἔσ-οδα) ἀποκτῶνται. Συγχρόνως ἡ λέξις πόρος εἶναι καί μακριά καί κοντά (=πόλος).

Πωλητήριον=πρατήριον, ὁ πωλητής εἶναι ὁ μετα-πρ-άτης. Ἔχουμε ἑπομένως τό ρῆμα πωλῶ / πιπράσκω καί ἀπό τή ρίζα ΠΡΑ- καί ἀπό τήν ρίζα ΠΩΛ- καί γιά νά πωλήσω πρέπει νά μεταφέρω τά πράγματα κοντά στούς πελ-άτες μέ τό ἐμ-πόρ-ιο.

πῶρος πόρος τοῦ ἐδάφους ἀφήνει τό νερό νά περάσει καί πόρωσις δηλοῖ ἀκριβῶς τήν σκλήρυνσι μετά ἀπό διαφυγή τοῦ ὑγροῦ στοιχείου ἀπό τούς πόρους.

Ἔτσι ἡ ὀνομασία πέλαγος καί πόροι = ἡ θάλασσα ἔρχονται ἀπό τήν ἐτυμολογία τους πολύ πιό κοντά καί εἶναι θέμα ἀπό ποιό σημεῖο θεωροῦμε ἤ θεώμεθα τά πράγματα (πέλας, πέρας, Πέλαγος / Πέραμα).

Τά σύνθετα τῶν ριζῶν πού περιγράφουν τήν θάλασσα μᾶς ἀποκαλύπτουν φαινόμενα, ἀσχολίες, ζῶντα ὄντα, χρώματα ἤ γεγονότα πού ἔχουν σχέσι μέ τήν θάλασσα. Ἔτσι ἁλι-αής εἶναι ὁ ἄνεμος πού πνέει (ἵησι) πρός τήν θάλασσα ἤ διά μέσου τῆς θαλάσσης. Ἁλι-αρός εἶναι ὁ ἁλ-μυρός σάν τό νερό τῆς θαλάσσης, ἁλι-ανθήςἁλ-οπόρφυρος, ὡς χρῶμα προϊόν ἀναμείξεως ἤ ἀνθήσεως, «ἐξανθήματος» τῆς θαλάσσης. Ἁλιάετος εἶναι ὁ θαλασσαετός, ἁλίβρεκτος εἶναι αὐτός πού βρέχεται ἀπό τήν θάλασσα, ὁ ἁλί-δουπος / ἁλί-γδουπος καί ὁ ἁλί-βραμος εἶναι αὐτός πού δημιουργεῖ θορύβους ὅμοιους μέ τῆς θαλάσσης καί ὁ ἠχῶν στήν θάλασσα ἀντιστοίχως, ἁλί-δρομος ὁ δια-τρέχων τήν θάλασσα, ἁλί-ζωνος ὁ περιζωσμένος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλι-δινής ὁ περιδινούμενος ὑπό τῆς θαλάσσης, ἁλί-δονος ὁ κιλυνδούμενος ὑπό τῆς θαλάσσης. Ἁλί-κλυστος εἶναι ὁ κατακλυζόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλί-κμητος ὁ ταλαιπωρούμενος στήν θάλασσα, ἁλί-κτυπος ὁ προσβαλλόμενος ἀπό τά κύματα μέ πάταγο καί ρόχθο, ἁλι-κύμων ὁ περιβαλλόμενος καί περιβρεχόμενος ἀπό τά κύματα τῆς θαλάσσης, ἁλι-μυρήεις εἶναι ὁ ρέων στήν θάλασσα, ἁλι-νηχής ὁ κολυμβῶν στήν θάλασσα. Ἁλί-πληκτος εἶναι ὁ πληττόμενος ὑπό τῆς θαλάσσης, ἁλί-πλοος ὁ πλέων ἐπί τῆς θαλάσσης, ἁλι-ρραίστης ὁ διασχύζων μέ μανία τήν θάλασσα, ἁλί-ρραντος ὁ ραντιζόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλί-ρρηκτοςἁλι-ρραγής, ὁ ἁλι-ρρόθιος ὁ κυκλούμενος ἤ προσβαλλόμενος ἤ πληττόμενος ἀπό τόν ῥόθο ἤ ρόχθο ἤ ῥοῖζο τῆς θαλάσσης, ἁλί-ρρυτος ὁ καταρρεόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλι-σμάραγος ὁ ἠχῶν ὡς ἡ θάλασσα, ἁλί-στρεπτος ὁ περιστρεφόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ὁ κινούμενος ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Πηγή: Ὑδατική Λεξιγραφία (Ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῶν Ἑλληνικῶν Λέξεων ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὸ νερό) - Δρ. Στ. Δωρικού & Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκη (ἐκδόσεις ἐλεύθερις σκέψις)
Πηγή:http://omilias.blogspot.com

Τό κρυφό σχολειό- ᾿Ιωάννης Πολέμης



Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.

Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει.

Κι απ' την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
κι από τη σιγαλιά,
που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
κι απ' των προγόνων τ' άφθαρτα βιβλία,
που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,

ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς
σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά.
"Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευτεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει".

Δημήτριος Νατσιός , «῾Η ἁγιασμένη ᾿Επανάσταση»


του Δημήτρη Νατσιού , Δασκάλου-Κιλκίς
Η ανεξαρτησία εγράφη το 1821. Και θέλετε να σας είπω ποίαν ημέραν; Εγράφη κατά την ημέραν, καθ' ην ο μέγας Ποιμενάρχης των Ορθοδόξων Λαών, εξερχόμενος από τα Άγια των Αγίων εκρεμάσθη αγιάζων και αγιαζόμενος και τρώγων ακόμη τον Άγιον Άρτον και πίνων ακόμη το Άγιον Αίμα του Κυρίου.
"Η ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη... Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούνε καταπάνω στον Τούρκο δεν ήτανε μονάχα η στέρηση και η κακοπάθηση του κορμιού, αλλά, απάνω απ' όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους, μποδίζοντάς τους από τα θρησκευτικά χρέη τους, αλλαξοπιστίζοντάς τους και σφάζοντας ή κρεμάζοντάς τους, επειδή δεν αρνιότανε την πίστη τους για να γίνουνε μωχαμετάνοι. Διά τούτο πίστη και πατρίδα είχαν γίνει ένα και το ίδιο πράγμα". (Φ. Κόντογλου, "Πονεμένη Ρωμιοσύνη", σελ. 275, εκδ. "Αστήρ").
Παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια με προσοχή τα μηνύματα των πολιτικών αρχηγών, κατά την ημέρα του εορτασμού της "αγιασμένης" Επανάστασης, και μάταια αναζητώ μια έστω νύξη για τον πραγματικό σκοπό της Επανάστασης. Απουσιάζει προκλητικά από τις πομπώδεις ρητορείες, η αναφορά του Κολοκοτρώνη, παραδείγματος χάριν, στην Πνύκα του 1838 που σαφέστατα οριοθέτησε τον σκοπό της Επανάστασης. Πασίγνωστο το απόσπασμα: "... Πρέπει να φυλάξετε την πίστι σας, και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος". Η συχνότατη επωδός του Μακρυγιάννη "πίστη και πατρίδα μου", ήταν για όλους εκείνους που μας παρέδωσαν αυτό τον τόπο ως "τζιβαϊρικόν πολυτίμητο", ένα δίδυμο αλλά αδιαίρετο χρέος ιστορικής υπάρξεως. Μόνο σε πνευματική μυωπία θα μπορούσε να αποδοθεί η απόκρυψη ή αποσιώπηση της κεφαλαιώδους αυτής διάγνωσης ότι ο Ελληνισμός, ως ζώσα συνείδηση, συντηρήθηκε και διαφυλάχθηκε την περίοδο της αιχμαλωσίας χάρις στην Εκκλησία. Τα τελευταία χρόνια, της "αποδόμησης", της αμφισβήτησης των πάντων παρουσιάζεται η ανιστόρητη αυτή θέση μειώσεως της προσφοράς της Εκκλησίας στον αγώνα ή της ταυτίσεως, των Επισκόπων κυρίως, με τον κατακτητή.
"Στην επανάσταση του Εικοσιένα, όπως και στη πολιορκία της Πόλης, μαζί με τους λαϊκούς πολεμούσανε πλήθος ρασοφορεμένοι, καλόγεροι, παπάδες και δεσποτάδες, και τραβούσανε μπροστά με τον σταυρό στο χέρι, κι από πίσω τους χύμιζε κλαίγοντας ο λαός κ' έψελνε:
« διά της πατρίδος την ελευθερίαν / για του Χριστού την πίστιν την αγίαν / γι' αυτά τα δύο πολεμώ / μ' αυτό να ζήσω επιθυμώ./ Κι αν δεν τα αποκτήσω / τι μ' ωφελεί να ζήσω;».
Λόγια του Κόντογλου που αποπνέουν την δροσιά και το άρωμα της πονεμένης Ρωμιοσύνης.
Ακόμη και οι λογιότατοι, οι μορφωμένοι απομνημονευματογράφοι του Αγώνα, αντιλήφτηκαν εγκαίρως την θρησκευτική διάσταση της Εθνεγερσίας. Ο Νικόλαος Σπηλιάδης σημειώνει στα απομνημονεύματα του: "Η εθνική των Ελλήνων ανεξαρτησία αποφασίζεται από το θείον δίκαιον, διότι ο πόλεμος αυτών είναι θρησκευτικός άλλως ήρκει ν' αρνηθείς την θρησκείαν του Χριστού και ευθύς ελάμβανε τέλος η πάλη των". (σ. 576). Ο Σπηλιάδης, αγωνιστής και πολιτικός της Επανάστασης, προχωρεί ένα βήμα παραπέρα και μιλάει ευθαρσώς για θρησκευτικό πόλεμο. Δεν φτάσαμε στο '21 εμπνεόμενοι από τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης όπως διατείνονται μερικοί. Ο ίδιος ο Κοραής, σπουδαγμένος στην Ευρώπη, αρχηγέτης του λεγόμενου νεοελληνικού Διαφωτισμού, δίνει με καθαρότητα τον πραγματικό χαρακτήρα της εξεγέρσεως. Γράφει: "Αι επαναστάσεις της φωτισμένης Ευρώπης γίνονται από εν μέρος του έθνους κατά του λοιπού, αλλ' εις την Ελλάδα είναι άπαντες σύμφωνοι κατά των ξένων... ο ελληνικός στρατός οδηγείται από τας σκιάς των αγίων μαρτύρων". (περ. "Τότε", τ. 52, σελ. 17).
Δεν δίσταζαν πολλοί Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχες να επιλέξουν εκουσίως τον μαρτυρικό θάνατο προκειμένου να σώσουν το ποίμνιο τους την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κατά την έναρξη της Επανάστασης. Είναι άγνωστο σε πολλούς, αλλά η σφαγή στην Κύπρο, απετράπη χάρις στο μαρτύριο του εθνομάρτυρα αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού: "Ποίου εγκλήματος οι κακότυχοι αυτοί άνθρωποι είναι ένοχοι, ώστε να υποστούν τόσο τρομεράν τύχην; Εάν δε ουδέν άλλο από αίμα ηδύνατο να κορέση την σκληρότητα των κυβερνητών, είμαι έτοιμος να χύσω το ιδικό μου προς σωτηρίαν των άλλων" απάντησε στους Τούρκους. Τον απαγχόνισαν τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό μαζί με τρεις Μητροπολίτες... κατά τα άλλα η Ορθόδοξος Εκκλησία κρατούσε "αντεθνικήν στάσιν". Αμέσως και συγχρόνως με την πτώση της Πόλης άρχισε το θαύμα της διασώσεως του Γένους με την ανάληψη εθναρχικής αρμοδιότητας εκ μέρους της Εκκλησίας, που την κατέστησαν δυνατή τα παραχωρηθέντα από τον Πορθητή προνόμια στον "πατριάρχη των του Χριστού πενήντων" Γεννάδιο Σχολάριο. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την ανάσταση "Ο Θεός εσήκωσε εις τα άρματα το Γένος", γράφει στην επαναστατική του προκήρυξη ο Αλ. Υψηλάντης.
Σήμερα φτάσαμε στο θλιβερό αυτό φαινόμενο να παρουσιαζόμαστε αγνώμονες στην Εκκλησία και να απουσιάζει από τους επετειακούς λόγους, η οποιαδήποτε αναφορά για τον εθναρχικό της ρόλο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να μιλάμε και για χωρισμό, δηλαδή περιφρόνηση. Γράφει ο Γ. Θεοτοκάς:
«Η Ορθοδοξία, όπως παρουσιάζεται στα μάτια του ελληνικού λαού, είναι θρησκεία εθνική, συνυφασμένη αξεδιάλυτα με τα ήθη του και τον ομαδικό του χαρακτήρα, με το κλίμα και με το άρωμα του τόπου, με τα τοπία του, με την οικογενειακή του ζωή και με τα γυρίσματα των εποχών της χρονιάς. Η οργάνωσή της είναι δημοκρατική, η γλώσσα της θερμή, η ηθική της ανθρώπινη, ταιριαγμένη με την ελληνική νοοτροπία, τα σύμβολά της οικεία και αναντικατάστατα στη λαϊκή συνείδηση. Οι μεγάλες εορτές της, ο Ευαγγελισμός, το Πάσχα, ο Δεκαπενταύγουστος, τα Χριστούγεννα και τα Δωδεκάμερα και άλλες, είναι κάθε χρόνο οι μεγάλες μέρες της Ελλάδας, οι μέρες όπου το εθνικό σύνολο αισθάνεται περισσότερο από κάθε άλλην ώρα την ενότητά του, την αλληλεγγύη του, την αμοιβαία αγάπη των μελών του.
Αυτή η θαλπωρή, αυτά τα ζεστά πνευματικά κύματα που μεταδίδονται ακατάπαυστα, σ' όλην την Ελλάδα, από τους ορθόδοξους ναούς κι από τις βυζαντινές τους ακολουθίες, αποτελούν στοιχείο συστατικό, εν των ων ουκ άνευ, της ελληνικής ζωής. Για τούτο και δεν μπορεί να νοηθεί στην Ελλάδα χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας ούτε και υπήρξε εδώ ποτέ αντικληρικό πολιτικό κίνημα, όπως συνέβη αλλού. Επικρίνουμε συχνά την Εκκλησία - κάποτε μάλιστα με μεγάλη δριμύτητα- αλλά την επικρίνουμε από μέσα, σαν μέλη της που απαιτούμε απ' αυτήν να γίνει καλύτερη. Δεν την πολεμούμε σαν να είναι ξένο σώμα, από το οποίο ζητούμε να χωριστούμε». («Πνευματική πορεία» εκδ. «Εστία», 134). Να κλείσουμε με τον Σπ. Τρικούπη, που μιλώντας στη Βουλή, στα 1864, τονίζει τις μεγάλες αλήθειες.
«Απατώνται κύριοι, μεγάλην απάτην, όσοι νομίζουσι, ότι εν τω συντάγματι της 3ης Σεπτεμβρίου εγράφη το πρώτον η ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία εγράφη το 1821. Και θέλετε να σας είπω ποίαν ημέραν; Εγράφη κατά την ημέραν, καθ' ην ο μέγας Ποιμενάρχης των Ορθοδόξων Λαών, εξερχόμενος από τα Άγια των Αγίων εκρεμάσθη αγιάζων και αγιαζόμενος και τρώγων ακόμη τον Άγιον Άρτον και πίνων ακόμη το Άγιον Αίμα του Κυρίου. Εκείνην την ημέραν εγράφη το δόγμα της ανεξαρτησίας. Και θέλετε να σας είπω που εγράφη; Εν ταις καρδίαις σας. Και διά ποίας ύλης εγράφη; Δια του αίματος του Γρηγορίου. Τοιαύτη γραφή, κύριοι, είναι αδύνατον ποτέ να εξαλειφθή».
«Γνώμη» (Εφημερίδα του Κιλκίς -19/03/2010)

Διαδίκτυο:http://aktines.blogspot.com

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ : ΜΥΘΟΣ Ή ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ;

«Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το Έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει»
(Στήβεν Ράνσιμαν)

Λέγονται και γράφονται κατά καιρούς διάφορα σχετικά με το «Κρυφό Σχολειό» της Τουρκοκρατίας. Ορισμένοι επιχείρησαν και επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξή του, να κλονίσουν μια πεποίθηση στερεά ριζωμένη στην συνείδηση του λαού μας. Και είναι προφανές ότι οι περισσότεροι από τους αμφισβητίες -αν όχι όλοι- έχουν ως στόχο την βαθύτερη αμφισβήτηση του ρόλου και της προσφοράς της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατά την περίοδο της μακραίωνος δουλείας του γένους από τον οθωμανικό ζυγό. Θεωρούμε, λοιπόν χρήσιμο να καταθέσουμε ορισμένα στοιχεία και να ξεκαθαρίσουμε μερικές ασάφειες που ίσως προκαλούν απορίες.
Το σπουδαιότερο επιχείρημα των αρνητών του «Κρυφού Σχολειού» είναι το εξής: «Οι Οθωμανοί Τούρκοι υπήρξαν ανεκτικοί στα θέματα Πίστεως και Παιδείας. Αφού, λοιπόν, δεν καταδίωκαν την εκπαίδευση των Ελλήνων και γενικότερα των Ορθοδόξων υπηκόων τους (Ρούμ μιλλέτ= Το Γένος των Ρωμηών), τότε γιατί χρειάζονταν Κρυφά Σχολεία στους νάρθηκες των Ναών και των Μοναστηριών;». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι η εξής : Ναι, μεν, για λόγους θρησκευτικούς και διοικητικούς οι Οθωμανοί Σουλτάνοι παρεχώρησαν προνόμια και έδειξαν ένα βαθμό ανοχής προς τους Ρωμηούς υπηκόους τους, όμως υπήρξαν περίοδοι και περιοχές, στις οποίες δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις αυτές. Δεν μπορούμε να ομιλούμε για μια ενιαία τουρκοκρατία στον χρόνο και τον χώρο. Υπήρχε διαφορετική (πιο καταπιεστική) μεταχείριση των υποδούλων κατά τους πρώτους αιώνες και διαφορετική στο δεύτερο ήμισυ της Τουρκοκρατίας με την επικράτηση μετριοπαθεστέρων απόψεων. Αλλά και κατά τόπους η εφαρμογή των σουλτανικών αποφάσεων και των δικαιωμάτων των υποδούλων υπέκειτο στην βούληση, στις ιδιορρυθμίες, στο βαθμό θρησκευτικού φανατισμού και γενικά στην προσωπικότητα του τοπικού Οθωμανού ηγεμόνος. Σε μια αχανή αυτοκρατορία και μάλιστα υπό τις συνθήκες διοικήσεως και επικοινωνίας της εποχής εκείνης, η αυθαιρεσία των τοπικών μπέηδων και πασάδων ήταν φαινόμενο σύνηθες. Δεν είχαμε, λοιπόν, ομοιόμορφη εφαρμογή των θεμελιωδών αποφάσεων περί θρησκείας και παιδείας των Ορθοδόξων Ελλήνων. Οι αποφάσεις αυτές καταστρατηγήθηκαν ή αλλοιώθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες επαρχίες και τοπικές διοικήσεις (βιλαέτια). Δεν υπήρξε ενιαία τουρκοκρατία, αλλά ποικίλες μορφές της, αναλόγως εποχής και περιοχής.
Οι δύο πρώτοι αιώνες υπήρξαν πολύ δύσκολοι και μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνος δεν μπορούμε να ομιλούμε για δυνατότητα ακώλυτης ασκήσεως των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών ελευθεριών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο Σουλτάνος Σελήμ Α' στις αρχές του 16ου αιώνος εξεδήλωνε δημοσίως το μίσος του προς τους Χριστιανούς και την άποψή του περί βιαίου εξισλαμισμού όλων των μη μουσουλμάνων. Το 1537 ο Σουλεϊμάν Α' εξέδωσε διαταγή που ζητούσε να εκτελεστεί ως άπιστος οποιοσδήποτε αμφισβητούσε τα λόγια του προφήτη Μωάμεθ. Από τις αρχές του 16ου αιώνος γίνεται φανερή η αυξανόμενη επιρροή των φανατικών μουσουλμάνων στην Αυλή των Σουλτάνων, γεγονός που δυσκόλευε την υλοποίηση των προνομίων των Χριστιανών. Οι ζηλωτές αυτοί του φανατικού Ισλάμ εστράφησαν γενικά εναντίον κάθε μορφής εκπαιδεύσεως, που δεν ακολουθεί το Κοράνι. Υπό την επιρροή τους βρέθηκε ο σουλτάνος Μουράτ Δ' (1623-1640), ενώ οι οπαδοί της ίδιας ιδεολογίας επέτυχαν το 1711 να κατασχεθεί η βιβλιοθήκη του βεζύρη Τσορλουλού πασά και να απαγορευθεί η μελέτη επιστημονικών βιβλίων. Κατανοούμε, λοιπόν, ότι σε μια περίοδο κατά την οποία διώκονταν ακόμη και μουσουλμάνοι εραστές της μορφώσεως, πόσο δύσκολο θα ήταν σε Χριστιανούς να διδάσκουν και να διδάσκονται ελευθέρως την πίστη, την ιστορία και την εθνική ταυτότητά τους. Σε τέτοιες σκοτεινές εποχές δημιουργήθηκε η ανάγκη για Κρυφά Σχολειά. Σε τέτοια δύσκολα χρόνια, για τα οποία ο Γάλλος Ιησουΐτης Richard (Ρισάρ) έγραψε στα μέσα του 17ου αιώνος : «Να σκεφθή κανείς ότι ουδέποτε από την εποχή του Νέρωνος, του Δομητιανού και του Διοκλητιανού έχει υποστή ο Χριστιανισμός διωγμούς σκληρότερους από αυτούς, που αντιμετωπίζει σήμερα η ανατολική Εκκλησία» (ίδε Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. 10, Αθήνα 1974, σ. 150).
Από τα μέσα του 17ου αιώνος τα πράγματα σαφώς βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι υπόδουλοι Ρωμηοί αρχίζουν να ιδρύουν, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με την βοήθεια των ξενιτεμένων και των ευεργετών, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Σ' αυτά καλλιεργήθηκαν και τα ιερά γράμματα και η «θύραθεν παιδεία», η εγκυκλοπαιδική και επιστημονική κατάρτιση. Όμως δεν ήταν εύκολο κάτω από το σπαθί του δυνάστη να καλλιεργηθεί το εθνικό φρόνημα και η συνείδηση της ιστορικής συνέχεια του Ελληνισμού. Στην περίοδο αυτή, την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' σε Υπόμνημά του (17/1/1879) χαρακτηρίζει «ως ανέσεως εποχή, καθ' ην ήρξατο υποφώσκουσα ελπίς βελτιώσεως», η λειτουργία Κρυφών Σχολειών ίσως περιορίσθηκε, δεν έπαυσε όμως τελείως. Διότι η κρυφή εκπαίδευση χρειαζόταν για εκείνα τα ειδικά μαθήματα που φούντωναν τον πόθο για την ελευθερία. Άλλωστε είπαμε ότι υπήρξαν και πολλές αυθαιρεσίες τοπικών Οθωμανών ηγεμονίσκων. Ο ιστορικός συγγραφεύς Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης στο έργο του «Τα μετά την άλωσιν 1453-1789» (εγράφη τον 18ο αιώνα και εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1870), αναφέρει ένα περιστατικό, το οποίο ο ίδιος τοποθετεί στον 18ο αιώνα. Στο παζάρι (αγορά) του Καΐρου είδε 30.000 κομμένες γλώσσες Ελλήνων, οι οποίοι επέμεναν να ομιλούν ελληνικά παρά την σχετική απαγόρευση των τοπικών αρχών. Σε μια εποχή που οι Οθωμανοί γενικά είχαν επιτρέψει ή ανεχθεί την δημόσια λειτουργία ελληνικών εκπαιδευτηρίων, ο τοπικός Οθωμανός ηγεμόνας της Αιγύπτου απαγόρευε την χρήση της ελληνικής επί ποινή αποκοπής της γλώσσας. 30.000 ηρωικοί Έλληνες αντέστησαν! Πώς όμως διετηρήθη η ελληνική γλώσσα κάτω από τέτοιες συνθήκες αν δεν υπήρχαν τα Κρυφά Σχολειά με το Ψαλτήρι και την Οκτάηχο και τα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία; Πάντως και κατά τον 18ο αιώνα έχουμε περιόδους διωγμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τα Ορλωφικά και τις αγριότητες των Τουρκαλβανών ο άγιος Κοσμάς διέκοψε τις περιοδίες του και κατέφυγε επί αρκετά έτη στο Άγιον Όρος!
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τα Κρυφά Σχολειά ήταν απαραίτητα στους πρώτους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας λόγω του κλίματος φόβου και τρόμου που επικρατούσε, στους δε επόμενους αιώνες, παρά την βελτίωση της οθωμανικής συμπεριφοράς, λειτούργησαν είτε για να δώσουν λύση απέναντι στην ανθελληνική και αντιχριστιανική τακτική ορισμένων Οθωμανών διοικητών, είτε για να διδάσκονται εκεί μαθήματα εθνικού φρονηματισμού με στόχο την εκπλήρωση των πόθων του Γένους.
Αποστομωτικό για τους αρνητές των «Κρυφών Σχολειών» και λίαν εύγλωττο, διότι συνοψίζει τα όσα εκθέσαμε μέχρι τώρα, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου Rene Puaux «Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος», (ελλην. Έκδοση εκδ. Τροχαλία, Αθήναι α. χρ.). Ο Puaux (Πυώ) περιηγήθηκε την Ήπειρο το 1913, ακριβώς μόλις τα εδάφη αυτά είχαν ελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό. Συνομιλώντας με Έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι τότε για πρώτη φορά απηλλάγησαν από τον τουρκικό ζυγό, μαθαίνει έκπληκτος και τα εξής : «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια, ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα Πατρίδα, διδασκόταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους την ζωή των δασκάλων τους. Μία ακριτομυθία, μια καταγγελία ήταν αρκετή. Δεν είναι συγκινητικό, αυτά τα διακόσια μικρά αγόρια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια να δέχονται τις επιπλέον ώρες των μαθημάτων (στην ηλικία, που τόσο αγαπούν τα παιχνίδια), να συζητούν για την Ελλάδα και επιστρέφοντας στις οικογένειές τους με τα χείλη ραμμένα να κρατούν τον ενθουσιασμό μυστικό στην καρδιά;» (σελ. 126).
Το ντοκουμέντο αυτό, που προέρχεται από μαρτυρία ξένου περιηγητή, άρα ανεπηρέαστου από τα ιδεολογικά ρεύματα που επεκράτησαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή της, μας δείχνει ότι ακόμη και 5-6 χρόνια πριν από τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ακόμη και σε εποχή που λειτουργούσαν ελεύθερα τα ελληνικά σχολεία, υπήρχαν παράλληλα κρυφά σχολεία για να μεταδώσουν την αγωνιστικότητα και τον πόθο για ελευθερία. Να μεταφέρουν στα παιδιά το μήνυμα που τους διδάσκει ο Ιερεύς στο συγκινητικό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη με τίτλο «Το Κρυφό Σχολειό» :
Μη σκιάζεστε στα σκότη! Της λευτεριάς το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει!
Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία έχουμε και από ένα εξόχως μαρτυρικό και ταλαιπωρημένο τμήμα του Ελληνισμού, την μεγαλόνησο Κύπρο. Ο Κύπριος Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Σαμπατακάκης γράφει το 1921 για τις εξελίξεις στην ιδιαίτερη πατρίδα του :
«Η θαυμασία αυτή ανάπτυξις του εθνικού αισθήματος οφείλεται, προ παντός, εις τα Σχολεία, τον Τύπον και την Εκκλησίαν. Της ευκαιρίας της Αγγλικής κατοχής δραξάμενος ο Κυπριακός Λαός έσπευσεν, ως η διψασμένη έλαφος τρέχει δρομαία επί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και ούτος προς τα νάματα της παιδείας. Και ηδύνατό τις να ίδη φιλοτιμουμένους τους πολίτας και τους χωρικούς να ιδρύωσι δι' ιδίων δαπανών σχολάς, να φροντίζωσι να διορίζωσι δάσκαλον τον καλύτερον μεταξύ αυτών. Ιδρύθη το Παγκύπριον Γυμνάσιον και αι λοιπαί των κεντρικών πόλεων σχολαί, αίτινες ήρξαντο να χαλκεύωσιν Έλληνας χαρακτήρας, να εξαποστέλλωσι διδασκάλους εις τα διάφορα χωρία, διδάσκοντας ουχί πλέον την Οκτώηχον, ουχί το ψαλτήριον, ουχί θρησκέιαν, αν και ταύτα και αύτη ήσαν αναγκαία, αλλά τα ανδραγαθήματα των αρχαίων και νεοτέρων Ελλήνων ηρώων,... τας μαύρας της δουλείας ημέρας, και τέλος την ιδέαν της πατρίδος και της ελευθερίας...» (ίδε Κωστή Κοκκινόφτα, Κυκκώτικα Μελετήματα, τόμος Α', Λευκωσία 1997). Το κείμενο αυτό μας λέγει δυο σημαντικές αλήθειες! Πρώτον ότι οι Έλληνες της Κύπρου έσπευσαν να ανοίξουν σχολεία όλων των βαθμίδων μόνο όταν άρχισε η αγγλική κατοχή (1878 κ.ε.), προφανός διότι εφοβούντο ή δεν εμπιστεύονταν τους Τούρκους. Οργανωμένη Ελληνική παιδεία δεν υπήρξε επί Τουρκοκρατίας στην Κύπρο, με εξαίρεση τη σχολή της Μονής Κύκκου, που και αυτή λειτούργησε στα μέσα του 18ου αιώνος. Τι υπήρξε; Μας το λέγει σαφώς ο Κύπριος Ιερωμένος και αυτή είναι η δεύτερη σπουδαία αλήθεια : Διδασκαλία στοιχειωδών γνώσεων μέσω του Ψαλτηρίου και της Οκτωήχου, άρα που αλλού; Στα Μοναστήρια και στους Ναούς. Όταν, λοιπόν, οι Έλληνες μιας περιοχής φοβούνταν ή παρεμποδίζονταν να ανοίξουν δημοσίως σχολείο κατά την διάρκεια των «μαύρων της δουλείας χρόνων», κατέφευγαν στα «κολλυβογράμματα» του ιερέως ή του μοναχού. Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς ήταν το Κρυφό Σχολειό!
Ορισμένοι αρνητές του Κρυφού Σχολειού ισχυρίζονται ότι πρόκειται για μύθο και ερωτούν, γιατί δεν υπάρχουν κείμενα της εποοχής της Τουρκοκρατίας, που να μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων μυστικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ερώτημα είναι αφελές. Αφού επρόκειτο για κρυφή δραστηριότητα, η οποία εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους και επέσυρε δυσάρεστες συνέπειες, εάν ανεκαλύπτετο από τους Τούρκους, θα ήταν εγκληματική ανοησία για οποιονδήποτε κληρικό να εκδώσει γραπτή (!) απόφαση περί Κρυφού Σχολειού, ή για οποιονδήποτε λόγιο να καταγράψει δημοσίως υπό τα όμματα των κατακτητών μια τέτοια δραστηριότητα. Όμως αμέσως μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του πρώτου Ελλαδικού κρατιδίου (1830 και εξής) πολλοί λόγιοι και ιστορικοί καταγράφουν την προφορική παράδοση που οι ίδιοι είχαν βιώσει ή τους είχε μεταδοθεί από γενεάς σε γενεά περί του Κρυφού Σχολειού. Το 1842 ο πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων στον επιμνημόσυνο λόγο, που εκφωνεί στην Αθήνα για τους ευεργέτες Ζωσιμάδες τονίζει : «... Άλλ' η Πανάγαθος Πρόνοια, καθώς εφώτιζε τας μαίας και εζωογόνει κρυφίως τα άρρενα των Εβραίων, ωσαύτως διέταξε και ψυχάς ευσεβείς και φιλοθέους και ταύτας ούτε Αιγυπτίας, αλλ' ομογενείς και ομόφρονας, αίτινες εν ταπειναίς εκκλησίαις και απωκισμένοις μοναστηρίοις, και εν σχολαίς μικραίς και πενιχραίς, δια της Ιεράς διδασκαλίας, εμαίευον εις ζωήν τα πάτρια των αιχμαλώτων Ελλήνων φρονήματα».
Και αν ακόμη θεωρήσει κάποιος ότι ο κληρικός Οικονόμος υπερβάλλει, υπάρχει για τους πλέον δύσπιστους η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων από τον Charles Tuckermann, τον πρώτο Αμερικανό Πρόξενο στην Αθήνα (1867-1874). Στο έργο του «Οι Έλληνες της σήμερον» (Ελληνική μετάφραση Αντωνίου Ζυγομαλά. Αθήνα 1877) ο Αμερικανός διπλωμάτης γράφει μεταξύ άλλων :
«Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ,
να πηγαίνω στο σχολειό να μαθαίνω γράμματα του Θεού τα πράγματα.
»Τοιούτον περίπου ήτο το άσμα, όπερ ετραγώδουν οι Ελληνόπαιδες, πορευόμενοι εν καιρώ νυκτός εις το σχολείον επί τουρκοκρατίας. Το άσμα τούτο είναι γνωστόν εις πάντα Έλληνα νυν ως και πρότερον, και οι πατέρες δεικνύοντες εις τα τέκνα των την σελήνην, επαναλαμβάνουσι τους στίχους τούτους, αφηγούμενοι αυτοίς πόσον τοις εχρησίμευσεν αύτη κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μη επιθυμούντες, έστω και κατ' ελάχιστον, να ερεθίσωσι τους δεσπότας αυτών δυναμένους να παρακωλύσωσιν τας προς ιδίαν παίδευσιν προσπαθείας των, οι παίδες ουχί δε σπανίως και αυτοί οι πατέρες, εφοίτων δια νυκτός και κρύφα εις την οικίαν του διδασκάλου, όπως εξακολουθήσωσι τας σπουδάς των».
Προφανώς, ο Αμερικανός Πρόξενος καταγράφει την προφορική παράδοση, που είχε ακούσει από πολλούς συνομιλητές του στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, πολλοί εκ των οποίων είχαν πατέρα ή παππού, που εμαθήτευσε σε Κρυφό Σχολειό. Κι όμως τις μαρτυρίες του Tuckermann (Τάκερμαν), του Κωνσταντίνου Οικονόμου, του Νικολάου Δραγούμη και άλλων λογίων του 19ου αιώνος τις απορρίπτει σε πρόσφατο μελέτημά του ο κ. Άλκης Αγγέλου (Το κρυφό Σχολειό, χρονικό ενός μύθου, Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1997), δογματίζοντας ότι όλοι αυτοί είναι επηρεασμένοι από έναν μύθο που καλλιεργούσε η Εκκλησία και η συντηρητική ιδεολογία! Αλλά η γνώμη των ανθρώπων που έγραψαν τον 19ο αιώνα νε πρόσφταες και ζωντανές μαρτυρίες των γεγονότων της τουρκοκρατίας βαρύνει πολύ περισσότερο από έναν ιδεολογικά και αντιεκκλησιαστικά προκατειλημμένο συγγραφέα της εποχής μας, δηλαδή του τέλους του 20ου αιώνος. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι ο κ. Αγγέλου επικαλείται ως κύριο αμφισβητία του Κρυφού Σχολειού τον γνωστό ιστοριοδίφη του 20ου αιώνος Γιάννη Βλαχογιάννη. Ο Βλαχογιάννης, όμως, είναι αντιφατική πηγή. Διότι σε κείμενό του, που δημοσιεύθηκε στη «Νέα Εστία», τεύχος ΛΔ', 1948, σ. 1110 με τίτλο «Καραϊσκάκης», αναφέρεται στο ποιήμα «Φεγγαράκι μου λαμπρό...» και δέχεται ότι «σ' όσα χωριά το μοναστήρι ήταν πολύ μακριά, έπρεπε το παιδί να κινήσει με άλλα, και να τραβάει αξημέρωτα ανάμεσα σε άγριο λόγγο». Δηλαδή ακόμη και ο Βλαχογιάννης δέχεται την σύνδεση του άσματος με την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων στα μοναστήρια. Ο κ. Αγγέλου και άλλοι αμφισβητίες του «Κρυφού Σχολειού» κάνουν επιλεκτική και κατά βούληση χρήση των κειμένων. Εκεί που τους ταιριάζει ο τάδε συγγραφεύς τον αναφέρουν, εκεί που δεν τους συμφέρει τον αποσιωπούν!
Μια αδιάψευστη μαρτυρία για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού αποτελούν τα τοπωνύμια. Σε διάφορες γωνιές του Ελληνισμού διατηρείτε άσβεστη η παράδοση και ζωντανή η μνήμη ότι «κάποτε εδώ λειτουργούσε το Κρυφό Σχολειό». Ο ακούραστος ερευνητής Τάσος Γριτσόπουλος στο βιβλίο του «Σχολή Δημητσάνης» (Αθήναι 1962) αναφέρει ότι η λαϊκή παράδοση συνδέει το Κρυφό Σχολειό με την Ι. Μονή Φιλοσόφου της Δημητσάνης, με τη Μονή Στρατηγοπούλου ή Μονή Ντίλιου στο νησί των Ιωαννίνων, ενώ τοπωνύμιο Κρυφό Σχολειό υπάρχει και στην Ίο των Κυκλάδων στην παραλία του λιμένος, και μάλιστα κοντά σε σπήλαιο. Και επισημαίνει ο Γριτσόπουλος : «Ακριβώς τα λανθάνοντα, αλλά πάντοτε παρόντα στοιχεία ταύτα ανεύρεν εις την συνείδησιν του Έθνους ο Γύζης και εδημιούργησε τον περίφημο πίνακά του, το «Κρυφό Σχολειό» (σελ.26). Ο δε φιλόλογος και ιστορικός Σαράντος Καργάκος δηλώνει σχετικά στην εφημερίδα «Εξουσία» της 24/3/1998 : «Ότι είναι θρύλος δεν είναι ψέμα». Υποστηρίζει μάλιστα ότι στο χωριό Βέργοια Λακωνίας υπάρχουν δύο σημεία, που ο λαός ονομάζει «Κρυφά Σχολειά». Και συμπληρώνει : «Δεν είναι δυνατόν ένας ολόκληρος λαός να ψεύδεται». Στην Κρήτη επίσης υπάρχει ζωντανή ανάμνηση του Κρυφού Σχολειού στις Μονές Φανερωμένης, Τοπλού, Κρεμαστών, Καρδαμίτζας, Μεραμπέλλου κ.α.
Ορισμένοι αρνητές του «Κρυφού Σχολειού» προσπαθούν να αρνηθούν γενικότερα τη συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη διατήρηση του εθνικού αισθήματος των υποδούλων. Τους διαψεύδουν όμως τα γεγονότα και οι πηγές. Ο Γάλλος περιηγητής και πολιτικός Victor Berard στο βιβλίο του «Τουρκία και Ελληνισμός - Οδοιπορικό στη Μακεδονία» (ελλην. Έκδοση Τροχαλία, Αθήναι 1987) γράφει ότι στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας είδε το εξής φαινόμενο περί τα τέλη του 19ου αιώνος : «Μέσα στο Κάστρο οι χριστιανοί μιλούν μόνο τούρκικα και δηλώνουν Έλληνες. Απέξω οι μωαμεθανοί, απόγονοι των Τουρκομοραϊτών που στην διάρκεια της επανάστασης του 1821 έφυγαν από τη Μεθώνη και Κορώνη μιλούν μόνο ελληνικά». Οι χριστιανοί, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι δήλωναν Έλληνες αν και είχαν χάσει την μητρική τους γλώσσα. Ακόμη και στη δύσκολη αυτή κατάσταση η Πίστη και η Εκκλησία διατηρούσαν την εθνική συνείδηση.
Ματαίως εξ άλλου προσπαθούν ορισμένοι να αρνηθούν την προσφορά της Εκκλησίας στην προετοιμασία και στην υλοποίηση των εθνικών οραματισμών και του Αγώνος. Τους διαψεύδουν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων. Ο αγωνιστής Ιωάννης Μακρυγιάννης γράφει στα «Οράματα και Θάματα» (Αθήναι 1983, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 163-4) : «Τ' άγια τα μοναστήρια, οπού έτρωγαν οι δυστυχισμένοι... από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν Καπιτσίνοι Δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ' αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι ‘περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνο με μένα οι σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήναν».
Ένας άλλος δε σπουδαίος πολεμικός ηγέτης και αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων της Παλιγγενεσίας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βεβαιώνει με το δικό του τρόπο την συμπαράταξη του Κλήρου και του Λαού στις κρίσιμες για την Ανάσταση του Γένους στιγμές : «Πλησίον εις τον Ιερέα ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι» (Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σελ. 29).
Τέλος αξίζει να τονισθεί ότι η Εκκλησία ήσκησε τα εκπαιδευτικά της καθήκοντα όχι μόνον υπό τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά και κάτω από άλλους κατακτητές ελληνικών τόπων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στα Επτάνησα επί ενετοκρατίας Ορθόδοξοι κληρικοί και «νοδάροι» (συμβολαιογράφοι) δίδασκαν γράμματα και έπλαθαν τους ελάχιστους γραμματιζούμενους της εποχής.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας φρόντιζε επί τουρκοκρατίας να τονώνει το εθνικό συναίσθημα των ελληνοπαίδων ακόμη και με την προβολή ορισμένων αρχαίων προγόνων μέσω της αγιογραφίας. Ο τεκμηριωμένος και έγκυρος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει σχετικά : «Οι νάρθηκες - σχολεία, λοιπόν, των εκκλησιών ήταν οι πιο κατάλληλοι τόποι, όπου θα ταίριαζε να ζωγραφηθούν ανάμεσα στους χριστιανούς αγίους οι μορφές των μεγάλων ειδωλολατρικών σοφών, προδρόμων του χριστιανισμού, συνήθεια παλιά βυζαντινή... Άραγε η τόνωση της παλιάς αυτής συνήθειας κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας οφείλεται σε μια λατρεία των ένδοξων προγόνων από τους ξεπεσμένους επιγόνους, σ' ένα ρευστό και αδιαμόρφωτο ακόμη εθνικό κίνητρο;» (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, έκδοση Β', τόμος Β', Θεσσαλονίκη 1976).
Μόνον όσοι αγνοούν ή διαστρεβλώνουν σκοπίμως τις ιστορικές πηγές και τα γεγονότα του νεοελληνικού βίου αμφισβητούν τον εθνικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο της Εκκλησίας μ��ς. Και μέσα σ' αυτήν την γενικότερη αμφισβήτηση εντάσσεται και η άρνηση του Κρυφού Σχολειού. Η Εκκλησία μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν χρειάζεται το ψέμα, διότι έχει δώσει αίμα. Ούτε της χρειάζεται ο ΜΥΘΟΣ, διότι μπορεί και προβάλλει ΗΘΟΣ: Το ελληνορθόδοξο ΗΘΟΣ, το οποίο αποτελεί πνευματικό εξοπλισμό απαραίτητο και για την πορεία του Γένους προς τον 21ο αιώνα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Α. ΗΣΑΝ ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ ΤΟΣΟ ΑΝΕΚΤΙΚΟΙ;
Επειδή αυτοί που ισχυρίζονται ότι το Κρυφό Σχολειό ήταν μύθος παρουσιάζουν συνήθως ρόδινη την εικόνα της Παιδείας και της ζωής γενικότερα κατά την τουρκοκρατία, παραθέτουμε ενδεικτικά αδιάψευτες ιστορικές πηγές που μιλούν για το εντελώς αντίθετο :
«Ορώ δε νυν μετοικήσαντα πάντα τα αγαθά από των ελληνικών τόπων και οικήσαντα εν υμίν, ή τε σοφία και αι των μαθημάτων επιστήμαι, αι τέχναι αι άριστοι, η ευγένεια, ο πλούτος, η παίδευσις και ο λοιπός των χαρίτων χορός. Ελληνικών δε χαρίτων το κλέος βαρύς ώλεσεν αιών» (γράφει ο Θεόδωρος Ζυγομαλάς τον 16ο αιώνα προς τον Γερμανό ελληνιστή Μαρτίνο Κρούσιο. Ίδε το βιβλίο του Κρουσίου Turkograecia, σελ. 94).
«Κάθε μέρα βλέπει κανείς εξισλαμισμούς στην Κόρινθο και οι κάτοικοι της πόλεως ή αν θέλετε του χωριού είναι σήμερα οι μισοί οθωμανοί. Μας διηγήθηκαν ακόμη, ανάμεσα στ' άλλα, πως τρεις παπάδες τον περασμένο χρόνο τούρκεψαν» (J. Spon, Voyage d' Italie et du Levant, Lyon 1688, τομ. Β', σελ. 303).
Οι νάρθηκες των Εκκλησιών εχρησίμευον εις τα σχολεία των παίδων διδασκομένων βαναύσως πως τα κοινά λεγόμενα γράμματα υπό των ιερέων αυτών. Κατά δε τα τέλη του παρελθόντος αιώνος συνεστήθησαν μεν ελληνικά σχολεία εν Κωνσταντινουπόλει, Σμύρνη, Κυδωνίαις, Ιωαννίνοις, Χίω, αλλά ταύτα δεν διήρκεσαν επί πολύ, διότι η τουρκική εξουσία, ραδιουργούμενη υπό των Ιησουιτών, κατάστρεψαν αυτά...» (Χρήστου Βυζαντίου, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833. Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 1821, εκδ. Τσουκαλά, σελ. 14).
«Εκ των πολλών της Ανατολής χωρών, αίτινες επέπρωτο να καταπλακώθωσιν υπό την βαρείαν πλάκα της βαρβαρότητος και της αποξενώσεως παντός εθνικού χρήματος, πρωτίστως έλαβε δυστυχίαν να είναι η Μικρά Ασία ως πρωιμότερον απολέσασα την προγονικήν γλώσσαν και τα παρεπόμενα αυτή εθνικά αγαθά. Ακόμη και περί τα μέσα του ΙΗ' αιώνος (1750) ουδαμού της Μικράς Ασίας υπήρχον σχολεία εκτός της Σμύρνης και της Καισαρείας. Πανταχού της Μικράς Ασίας γενική υπήρχεν αμάθεια και άγνοια των εν τοις ναοίς αναγιγνωσκομένων, άπερ κατά πατροπαράδοτον μόνον συνήθεια ήσαν εν χρήσει» (Δανιήλογλου, Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως, Κωνσταντινούπολις 1865, σελ. 2-3).
«Εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε το παλαί ποτέ μακαριστόν γένος ημών των Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρα διδάσκαλος όπου να' ναι ικανός να διδάσκη τους νέους καν την γραμματικήν τέχνην (Νικόλαος Σοφιανός στον επίλογο της Γραμματικής του - 1544).
«Δεν βλέπετε οπού αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμε ως Θηρία;».
(Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές).
Β. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Και σαν αυθεντική μαρτυρία της ιστορικότητος του κρυφού σχολειού φυλάω την μαρτυρία του Νικολάου Δραγούμη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πανδώρα» του μηνός Ιανουαρίου 1855 (τόμος Ε', σελ. 450 κ.ε.), όπου γράφει για τον πατέρα Μάρκο (1770-1854) ότι: «ως εάν έφερε μεγαλόσταυρον εις τον λαιμόν και ταινίαν εγκάρσιον εις το στήθος, εκαυχάτο πάντοτε ο πατήρ μου ότι εδάρη υπό του οθωμανού χάριν των ελληνικών γραμμάτων».
Και προσθέτει ο Νικόλαος Δραγούμης : «Ουχί μόνον κοπιώντες, αλλά και κινδυνεύοντες εσπούδαζον οι πατέρες ημών γράμματα. Έκαστος των Τούρκων και ο έσχατος, ως γνωστόν, είχε το δικαίωμα να τυραννεί, να φορολογεί και να φονεύει τους οπαδούς του Χριστού. Επειδή δε τα σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών και κατέστρεφον παντοιοτρόπως, και διδάσκαλοι και μαθηταί εσοφίζοντο παντοίους επίσης τρόπους δια να αποφεύγωσιν την οργήν των. Και οσάκις συνήρχοντο εις το σχολείον, εις εξ αυτών ιστάμενος πλησίον του παραθύρου ως κατάσκοπος έστρεφεν ανήσυχος πανταχού το βλέμμα και έδιδεν προς τους άλλους την είδησιν ότι έβλεπεν οθωμανόν ερχόμενον μακρόθεν...» (Κωνσταντίνου Γανωτή, φιλολόγου : «Το Κρυφό Σχολειό και ποιους ενοχλεί», περιοδικό ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ, Αγ. Νικόλαος Κρήτης, σελ. 1224).
Γ. ΜΑΡΤΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
  1. «Στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου έζησε κι έδρασε κατά την πρώτη 50ετία της τουρκικής κατάκτησης του νησιού (17ος αιών) ένας ανώτερος αξιωματικός των γενιτσάρων ο Χουσεΐν Μπέης, που ήλθε κι εγκαταστάθηκε εδώ από την Κωνσταντινούπολη. Ο Τούρκος αυτός άρχοντας ήταν ελληνικής καταγωγής και κρυπτοχριστιανός. Παντρεύτηκε μια ελληνίδα σκλάβα του, την οποία εξαγόρασε αντί 100 παράδων. Ο γιος του Μουσταφά Χατζη-Χασάν Ογλού διδάχθηκε τα ελληνικά γράμματα από τους μοναχούς της Μονής Δισκουρίου Μυλοποτάμου. Δεν μπορεί, φαντάζομαι, να ισχυρισθεί κανείς ότι ένα τουρκόπουλο θα πήγαινε φανερά σ' ένα ελεύθερο και δημόσιο ελληνικό σχολείο, για να μάθει ελληνικά γράμματα! Πώς θα το ανέχονταν οι Τούρκοι κάτι τέτοιο;» (Γιάννη Χριστάκη: Το Κρυφό Σχολειό δε θάβεται, περιοδ. Εκπαιδευτικοί Προσανατολισμοί, Φθινόπωρο 1995).
  2. «Αρκούμεθα λοιπόν στην εμπειρία, η οποία αφορά τον παππού μου. Καταγόταν από ένα μικρό ορεινό χωριό απομονωμένο αιώνες από τον υπόλοιπο κόσμο, ήταν παπάς και πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία (νομίζω περνούσε τα ενενήντα) το 1952. Θα πρέπει δηλαδή να είχε γεννηθεί γύρω στο 1860. Ήξερε να γράφει και να διαβάζει άνετα. Φυσικά δεν είχε φοιτήσει σε κανονικό σχολείο γιατί οι Τούρκοι επέτρεψαν την μεν ίδρυσή τους μόλις το 1858, αλλά η οργάνωση, ευρύτερη διάδοση και λειτουργία των βράδυνε αισθητά, πραγματοποιηθείσα σταδιακά μετά το 1874. Στο δε χωριό του παππού ιδρύθηκε σχολείο το 1903.
Όταν δε (τελειόφοιτος Γυμνασίου εγώ), τον ρώτησα που έμαθε να ��ράφει και να διαβάζει και σε ποιο σχολείο εφοίτησε, μου απάντησε ότι πήγαινε στο «Κρυφό Σχολειό» της Καρδαμούτσας. Καρδαμούτσα για τους μη γνωρίζοντες είναι ένα μοναστήρι στο Βόρειο Μεραμπέλο, το οποίο ιδρύθηκε κατά την ενετοκρατία και πριν το 1617 κοντά στην Μονή Αρετίου. Και ενώ το Αρέτι ήταν ο οικονομικοδιοικητικός παράγοντας της περιοχής, έχοντας ενσωματώσει (δορυφοροποιήσει) όλα τα γύρω μοναστήρια, η Καρδαμούτσα (οι μοναχοί της ήσαν οι πιο μορφωμένοι) που δεν απορροφήθηκε ποτέ από το Αρέτι, αποτελούσε την «πνευματική εστία» όπου μάθαιναν γράμματα...» (Επιστολή του συγγραφέως Γιώργου Πρατσίνη στο περιοδικό «Εκπαιδευτικοί Προσανατολισμοί», Φθινόπωρο 1995).
Δ. Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ

«Μετά την κατάκτηση του τόπου μας από τους Τούρκους και μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, βαθύ πνευματικό σκοτάδι σκέπαζε όλες τις τουρκοκρατούμενες χώρες, φυσιολογικά και τον χώρο μας.
Την εποχή αυτή η παιδεία κατατρεγμένη από τον άγριο και βάρβαρο κατακτητή βρήκε άσυλο στα μοναστήρια και στους νάρθηκες των εκκλησιών. Ταπεινοί μοναχοί δίδασκαν τα ελληνόπουλα τα λίγα, αλλά τόσο απαραίτητα γράμματα, που περιορίζονταν στην ξερή ανάγνωση περικοπών από θρησκευτικά βιβλία, σε λίγη γραφή και αποστήθιση διαφόρων προσευχών. (Μονή Αρνάκου, Πολύτσανης) (Ομιλία του Βορειοηπειρώτη ελληνοδιδασκάλου Βασίλη Κουτσού, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «2000», Αργυρόκαστρο, Ιούνιος 1998).
Ε' ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΕΠΙ ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΙΑΣ
Στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 16.6.1998 δημοσιεύθηκε η ακόλουθη επιστολή, η οποία αναφέρεται στην λειτουργία «Κρυφών Σχολειών» στα Δωδεκάνησα και μετά την τουρκοκρατία, δηλαδή επί ιταλοκρατίας. Αξίζει να διαβασθεί, διότι καταδεικνύει ότι ο εθνικός ρόλος της Εκκλησίας μας δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο :
ΤΑ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΡΟΔΟ
«Με αφορμή τα όσα γράφονται στην στήλη της εφημερίδας σας για το «Κρυφό Σχολειό» της τουρκοκρατίας, θα μου επιτρέψετε συμπληρωματικά να αναφερθώ με συντομία, στο πότε και κατά ποιον τρόπο λειτούργησε κατά την φασιστική κατοχή η μορφή αυτή του σχολείου, στην επαρχία της Ρόδου. Το 1937, ο πολύς Ντε Βέκκι, τετράρχης του φασισμού και Γενικός Διοικητής Δωδεκανήσου, 1936-1940, έχοντας ελεύθερο το πεδίο και εκμεταλλευόμενος την ισχυροποίηση της Ιταλίας σε διεθνές επίπεδο, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, επιδίδεται συστηματικότερα στον εξιταλισμό των πάντων στη Δωδεκάνησο, αρχίζοντας από τον ευαίσθητο τομέα της Παιδείας. Και κατά τρόπον απροσχημάτιστο, τον Ιούλιο του έτους εκείνου, καταργεί με κυβερνητικό Διάταγμα το από αιώνων κρατούν εκπαιδευτικό καθεστώς. Όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά σχολεία της Δωδεκανήσου μετατράπηκαν σε ιταλικά και αντί των Δωδεκανησίων που παύθηκαν, ήρθαν φανατικοί Ιταλοί εκπαιδευτικοί, επιλεγμένοι από το φασιστικό καθεστώς.
»Μπροστά σε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα έλαμψε η ελληνική επινοητικότητα, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος δραστηριοποιείται ενεργότερα και εκμεταλλεύεται ορισμένες συγκυρίες. Επιδέξια και αθόρυβα αποσπά, το 1938, με νωπή ακόμη τη μελάνη της υπογραφής του Διατάγματος, που καθιέρωνε τη σκληρή φασιστική εκπαιδευτική πολιτική, τη συγκατάθεση του Τοποτηρητή του φασιστικού καθεστώτος στη Δωδεκάνησο, να διδάσκεται και στα παιδιά των χωριών το Θρησκευτικό μάθημα στις εκκλησίες κάθε Κυριακή, με τη διευρυμένη μορφή του Κατηχητικού. Ας σημειωθεί ότι τα Κατηχητικά, μέσα στις εκκλησίες, στην πόλη της Ρόδου, λειτουργούσαν από το 1934, κατά τρόπον όμως υποτυπώδη. Το 1938 επεκτάθηκαν σε όλο το γεωγραφικό χώρο της επαρχίας Ρόδου.
»Η παραπάνω άδεια του Ντε Βέκκι για τα Κατηχητικά, δόθηκε με τον όρο, ότι το μάθημα θα γινόταν μέσα στην εκκλησία και θα χρησιμοποιούνταν ως δάσκαλοι, κληρικοί. Είναι η εποχή, που ο κάθε ιερωμένος στην ύπαιθρο, ή την πρωτεύουσα της Ρόδου, ανεξάρτητα από το βαθμό μόρφωσής του, πρόσφερε στους συγχωριανούς του, αλλά και στη διατήρηση των ιερών και οσίων υπηρεσίες ισάξιες των ιερωμένων του Γένους.
»Στα σκοτεινά εκείνα χρόνια διδάσκονταν τα Ροδιτόπουλα κάθε Κυριακή, μέσα στην εκκλησία, τα ελληνικά γράμματα, κάτω από το πρόσχημα των Θρησκευτικών. Παράλληλα με το Κατηχητικό, ιδρύθηκαν και Χορωδίες Βυζαντινής Μουσικής, που αποτέλεσαν κίνητρο, όχι μόνο για την προσέλκυση μεγάλου αριθμού παιδιών στο Κατηχητικό, αλλά και άλλων ενηλίκων κατοίκων στην εκκλησία. Το Κατηχητικό λειτουργούσε κανονικά κάθε γιορτή και Κυριακή. Μια δυο φορές το χρόνο γινόταν επιθεώρηση από τη Μητρόπολη. Τηρούνταν φύλλα προόδου και μοιράζονταν Συνόψεις, Συνέκδημοι και άλλα θρησκευτικά βιβλία που χρησιμοποιούνταν σαν Αναγνωστικά. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε, ότι τα Κατηχητικά μεταβλήθηκαν πράγματι σε «Κρυφό Σχολειό». Έτσι με τα δεδομένα αυτά, γίνεται φανερό ότι η Εκκλησία στην επαρχία Ρόδου, υπό το πρόσχημα των Κατηχητικών Σχολείων, βρήκε τρόπον εύσχημο, ένα «μονοπάτι», ώστε να επαναρχίσει, έστω και περιορισμένα, η λειτουργία των ελληνικών σχολείων στη Ρόδο, καθώς και σε άλλα νησιά της Δωδεκανήσου.
»Το Πατριαρχείο επιδοκίμασε τη λειτουργία των Κατηχητικών και με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, εξέφρασε την ευαρέσκειά του προς τον Μητροπολίτη Τρύφωνος. Και η Πολιτεία μεταπελευθερωτικά αναγνώρισε τους τίτλους σπουδών».
ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ι. ΦΙΝΑΣ
Πρόεδρος Κοινότητος Λίνδου-Ρόδου
(Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος)


Πηγή:http://orthodoxi-pisti.blogspot.com