"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ὑδατική Λεξιγραφία (Ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῶν Ἑλληνικῶν Λέξεων ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὸ νερό) - Δρ. Στ. Δωρικού & Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκη

 

 Θάλασσα I

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει ἐκπληκτικὸ πλοῦτο χαρακτηρισμῶν ἢ ὀνομασιῶν γιὰ τὴν θάλασσα ποὺ πετυχαίνουν μὲ ἐξαιρετικὰ παραστατικὸ καὶ ἀκριβῆ τρόπο νὰ παρουσιάσουν τὸ ἀχανές, τὴν ἔκτασι, τὸ βάθος ἢ τὰ φαινόμενα ποὺ συναντοῦν οἱ θαλασσοπόροι στὴν θάλασσα, ἀλλὰ καὶ σὲ σχέσι μὲ τὸν ἀπόπλου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν στεριά.
Ὅλη αὐτὴ ἡ ὁρολογία ἀναδεικνύει τὶς ρίζες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὴν θάλασσα καὶ συγκροτοῦν τὴν Ἑλληνικὴ Θαλασσινὴ Λεξιγραφία. Ἀνάμεσα στοὺς ὅρους αὐτοὺς συναντοῦμε πολλοὺς ποὺ τοὺς χρησιμοποιοῦμε ἀτόφιους μέχρι σήμερα, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι διαχρονικὴ καὶ ἐνιαία καὶ παρουσιάζει ἀδιάλειπτη συνέχεια καὶ ἑνότητα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι σήμερα. Ἡ Μυκηναϊκὴ λεξιγραφία, μετὰ τὴν ἀποκρυπτογράφησί της ἀπὸ τὸν Ventris καὶ τὸν Chadwick ἀπέδειξε ὅτι οἱ ἴδιες ἑλληνικὲς λέξεις ἐχρησιμοποιοῦντο ἤδη καὶ στὴν Μυκηναϊκὴ ἐποχὴ καὶ ὁποτεδήποτε ὑπῆρξαν Ἕλληνες εἶχαν ἀδιάρρηκτη σχέσι μὲ τὴν θάλασσα.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει πέντε κύριες ρίζες γιὰ τὴν θάλασσα, ποὺ ἡ κάθε μιὰ δημιουργεῖ δική της σειρὰ ἐννοιῶν καὶ καλύπτει τὸν δικό της χῶρο ἐφαρμογῶν, παρουσιάζοντας συγκεκριμένη ἡ κάθε μία ὄψι τῶν στοιχείων ἢ τῶν φαινομένων ποὺ ἐμφανίζονται: ἅλς, θάλασσα, πόντος, πέλαγος, ὠκεανός εἶναι οἱ κύριοι ὅροι ποὺ χρησιμοποῦμε γιὰ τὴ θάλασσα, μὲ διαφοροποιήσεις καὶ ἀποχρώσεις ἐννοιῶν (π.χ. ἀνοιχτὴ θάλασσα). Κάθε ρίζα, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἐνδελεχέστερη ἀνάλυσις καὶ σπουδή, καλύπτει καθορισμένες χρήσεις, ποὺ ἄλλωστε ἔχουν σχέσι μὲ τὴν σημασία τῆς ρίζας ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται καὶ σχηματίζει χαρακτηριστικὰ σύνθετα ποὺ ἀναδεικνύουν τὶς ἐπὶ μέρους ἐφαρμογὲς καὶ συνδυασμούς, ποὺ κι αὐτοὶ ἑρμηνεύονται σημασιολογικὰ καὶ σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ πράγματα, τὰ γεγονότα ἢ τὶς καταστάσεις καὶ τὰ φαινόμενα τὰ ὁποία περιγράφουν, χαρακτηρίζουν ἢ προσδιορίζουν.
Ἡ ρίζα ΣΑΛ- (λατινικὸ sal-) σημαίνει ἅλας, ἁλάτι ἐξ οὗ καὶ ἅλ-μη, Ἁλίαρτος, ἁλιεύς. Εἶναι τὸ εἷδαρ τὸ μεμιγμένον ἅλεσσι τοῦ Ὁμήρου, τὸ ἁλμυρὸ ὕδωρ καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν ἡ θάλασσα, κυρίως ἡ παρὰ τὴν ξηρὰ θάλασσα, ἡ προσάκτιος, τὸ ἀκροθαλάσσι, ἡ παρ-αλία, ἡ ἀκτή. Ὁ συνδυασμὸς τῆς ρίζης μὲ τὴν ΣΑΛ- ἐξ οὗ ἡ λέξις θάλασσα / σάλασσα / θάλαθθα (Κρῆτες) δὲν φαίνεται νὰ ἐνισχύεται.
Ἡ ρίζα ΣΑΛ- ἐξ ἧς ἡ λέξις σάλος, φαίνεται ὅτι παράγεται κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ὄχι ἀπὸ τὴν ρίζα τῆς λέξεως ἅλς / ἁλός ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ρίζα ΣΑΛ- ποὺ ἀπαντᾶται στὴν ὀνομασία τῆς νήσου Σαλαμῖνος (σαλ + ἀμίς / ἄμη) = ἡ ἀντλοῦσα ἀπὸ τὴν θάλασσα, μὲ διαλεκτικό (δωρικό) φθόγγο σ ἀντὶ θ.
Σαλ-μωνεὺς ὁ ἀλαζὼν βασιλεὺς τῆς Θεσσαλίας, ἐπεδίωκε νὰ ἐξομοιωθῆ μὲ τὸν Δία καὶ ἐμιμεῖτο τὴν βροντὴ καὶ τὴν ἀστραπή, ὁδηγοῦσε σιδερένιο ἅρμα πάνω σὲ χάλκινο ἔδαφος ἢ ἐκσφενδόνιζε ἀναμμένες λαμπάδες, χρησιμοποιῶν μορφὲς σάλου, ἀναταραχῆς ἢ θορύβου (σάλπιγξ).
Τὸ ρῆμα σαλεύω σημαίνει κάνω κάτι νὰ κινηθῆ, νὰ κινηθῆ ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ κλονῆται, νὰ κραδαίνεται, νὰ σείεται, νὰ «κουνιέται». Τὸ πλοῖο πράγματι στὴν θάλασσα κινεῖται ἀκριβῶς ἐδῶ κι ἐκεῖ, πορεύεται ἀσταθῶς. Τὸ συνώνυμο ρῆμα σαλάσσω σημαίνει τόσο σείω, κουνῶ, ἢ ταράσσω ὅσο καὶ ὑπερπληρῶ, γεμίζω ἐξ οὗ φαίνεται καὶ ἡ σημασία του, καὶ ὡς ὑδρολέκτου. Στὸν Ἡσύχιο ἀπαντᾶ ὡς ἀπαρέμφατο: σαλάξαι = κατακλύσαι, κινῆσαι καὶ ὡς μετοχὴ σαλαχθέν = σεισθέν. Τὸ οὐσιαστικὸ σάλασσα = ἡ κινοῦσα, ἡ κατακλύζουσα, μοιάζει μὲ οὐσιαστικοποιηθεῖσα μετοχὴ τοῦ ρήματος. Χαρακτηριστικὸν εἶναι ὅτι τὸ ρῆμα σαλεύω χρησιμοποιεῖται καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια: εἶμαι ἀγκυροβολημένος ἐκ πλοίου, ὅπου ἀκριβῶς καὶ παρατηρεῖται ἡ ἀνάλογη ἀσταθὴς κίνησις τοῦ πλοίου στὸ νερό. Ἡ ἑλληνικὴ ρίζα παραπέμπει στὸ λατινικό sal-um, ἢ στὸ γερμανικὸ schwellen = φουσκώνω. Χαρακτηριστικὴ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἡσυχίου: σάλος = ἡ φροντίς, ἡ ταραχή, ὁ κλύδων καὶ ἡ τῆς θαλάσσης κλύδωνος κίνησις. Δηλαδὴ ὁ σάλος προκαλεὶ φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, κύματα ὑψηλά, κλύδωνες ποὺ ταρακουνοῦν τὴν θάλασσα καὶ τὰ πλοῖα. Οἱ δημιουργούμενοι ἀνάλογοι ἦχοι ἀπὸ τὸν σάλο πιθανὸν ὑποδηλοῦν σχετικὲς σημασίες (σάλπη, σάλπιγη, σῦριγξ).
Στὴν ρίζα ΠΕΛ- ἀνήκουν οἱ Πελ-ασγοὶ καὶ τὸ πέ-λαγος. Οἱ Πελασγοὶ ἦσαν οἱ διερχόμενοι πειρατικὸπλάνητα βίον, οἱ πλανώμενοι στὴν θάλασσα, οἱ θαλασσινοί, οἱ θαλασσόλυκοι, οἱ θαλασσοκράτορες, οἱ πρῶτοι Ἕλληνες. Καὶ εἶχαν σχέσι μὲ τὴν θάλασσα καὶ πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὴν ζωή τους στὸ ὑγρὸ στοιχεῖο, καὶ τὴν σχέσι τους μὲ τὴν θάλασσα. Ἡ μελέτη τῆς ρίζας ΠΑΛ-, ΠΕΛ-, ΠΟΛ-, ΠΩΛ-, ΠΛ- ἀποκαλύπτει τὶς διάφορες σημασίες της ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς ἀνοιχτῆς θαλάσσης, τοῦ πελάγους. Τὰ παράγωγα πλάξ καὶ πλατὺς δίδουν στὸ πέλαγος τὴν ἔννοια τῆς ἐπίπεδης ἐκτεταμένης καὶ ἀχανοῦς ἐπιφανείας, τοῦ εὔρους τῆς θαλάσσης, τῆς νηνεμίας. Συγχρόνως τὰ ρήματα πελάζω καὶ πλάζω ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο εἰσάγουν τὶς ἔννοιες τοῦ πλήσσω, τοῦ συντρίβομαι (ὡς κύματα) στὴν ἀκτή, τοῦ κτυπῶ, τοῦ δέρω (θαλασσοδαρμένος) καὶ συγχρόνως ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ξηρᾶς τοῦ ἀποκρούω, ἀντικτυπῶ, ἀπωθῶ τὸν ροῦν ἢ τὰ πλοῖα καὶ ἄρα, ἀπομακρύνω στὴν βαθειὰ θάλασσα, στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος. Τὸ ρῆμα πλάζομαι ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ παραδέρνομαι, περιπλανῶμαι (π.χ. ἐπὶ πόντον = εἰς τὴν θάλασσαν), τοῦ περιφέρομαι. Πλάζω σημαίνει ἐπίσης παραπλήττω, (παρα)ζαλίζω, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς περιπλανήσεως ἢ τοῦ πλοῦ στὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα (ζάλη / σάλος, φουρτούνα / σάλος). Ἀπὸ τὴ ρίζα ΠΛΑΓ- τοῦ πλάζω παράγεται ὁ τύπος πλαγκταί (Πέτραι) ποὺ δηλοῖ τοὺς πληκτοὺς βράχους, τοὺς συνεχῶς ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττομένους σκοπέλους (και ὄχι βεβαίως τοὺς πλάνητες). Θυμίζουμε ἐδῶ τὶς Συμπληγάδες Πέτρες. Ὁ Ὅμηρος περιέγραψε τὴν περιπλάνησι τοῦ Ὀδυσσέως μὲ τὸ ρῆμα πλάζομαι (πλάγχθη). Πλαγκτὸς σημαίνει καὶ ἔμπληκτος, ἐμβρόντητος, ζαλισμένος, ἀποκαλύπτοντας ὅτι, ὡς συμβαίνει καὶ στὴν πραγματικότητα, τὸ πέλαγος εἶναι πολλὲς φορὲς φουρτουνιασμένο, κυματῶδες, ταραγμένο καὶ προξενεῖ καὶ ναυτία (ζάλη) στοὺς ἐπιβαίνοντες. Καὶ βέβαια γιὰ νὰ διαβῆ τὸ πλοῖο, τὸ πέλαγος πρέπει νὰ ἀποκρούσει τὰ κύματα ἀλλὰ καὶ νὰ «κτυπηθῆ» μ᾿ αὐτά. Καὶ μετὰ τὸ πέρασμα τοῦ πελάγους τὸ πλοῖο προσεγγίζει, πλησιάζει, προσελαύνει στὴν ξηρά: πελάζει, βρίσκεται πλησίον (πέλας) τῆς στεριᾶς, τῆς ἀκτῆς. Καὶ ὅ,τι βέβαια βρίσκεται πλησίον τῆς θαλάσσης πλήττεται ἀπὸ τὰ κύματα ἢ τὰ πλοῖα προσκρούουν ἐπ᾿ αὐτῶν. Καὶ χρειάζονται οἱ κυματοθραῦστες (θραύω / πλήττω) ἢ οἱ κυματωγὲς γιὰ νὰ σπᾶνε τὰ κύματα τῆς ἀνοιχτῆς θαλάσσης πρὶν πλήξουν τὴν ἀκτή.
Στὸ ρῆμα πάλλω ἀναδεικνύεται ἡ ἔννοια τοῦ κινῶ μὲ σφοδρότητα, σείω, τινάσσω, πάλλω, παλινδρομῶ, ρίπτω, χοροπηδῶ, «χορεύω» στὰ χέρια. Τὰ κύματα τοῦ πελάγους πράγματι παρουσιάζουν τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ καὶ ἄρα καὶ τὸ πέλαγος τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τοῦ ρίπτομαι, προσκρούω ἐπάνω, πέφτω (πίπτω) μὲ ὁρμὴ καὶ ἄρα πλήττω κάτι, ἀναδεικνύονται καὶ στὸ παράγωγο πόλεμος (πτόλεμος). Ἡ ἔννοια τῆς ὃρμῆς, τοῦ σφρίγους, τῆς σφοδρότητος ἐκφράζεται στὴν ἔννοια καὶ τὴν κίνησι τοῦ παλ-μοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν ὀνομασία τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς Παλλάδος, ὡς παλλούσης τὸ δόρυ καὶ τὴν αἰγίδα. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παράγωγο πάλλαξ (=παλληκάρι) καὶ παλλακίς, ἡ σφριγῶσα νεᾶνις.
Ἡ ἔννοια τῆς ἐκτάσεως τοῦ πελάγους ἐκπηδᾶ καὶ ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ παλάμη = ἡ ἀνοικτὴ καὶ ὑπτία χείρ. Τὸ ἐπίθετο πλατὺς ἐκφράζει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐκτάσεως ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπιπεδότητος, τῆς ἁπλάδας. Τὰ ὁμόρριζα πλαταμών, ποὺ σημαίνει λόγῳ μορφῆς καὶ τὸν αἰγιαλὸ ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ τὸ ἐπίπεδο καὶ ὁμαλὸ καὶ ἀβαθὲς μέρος κατὰ τοὺς ποταμοὺς καὶ πλάτιγξ=τὸ ἄκρο τῆς κώπης μὲ τὸ ὁποῖο πλήττεται τὸ νερό, ἀποτελοῦν δυὸ ἀκόμη ὑδρόλεκτα ἀπὸ τὴν ρίζα αὐτήν.
Τὸ ἐπίρρημα πάλ-ιν δηλοῖ ἐπανάληψι, ἐπιστροφή, κίνησι πρὸς τὸ ὀπίσω, παλιν-δρόμησι, ἐπανάκαμψι, ἀπόκρουσι πρὸς τὰ πίσω. Ἔτσι ἡ παλίρροια, ὁ παλίρρους εἶναι ἡ παλινδρόμησις, ἡ ὀπισθοδρόμησις, ἡ ὑποχώρησις τὼν ὑδάτων καὶ ἡ ἐκ νέου ἐμφάνισίς τους, ἡ κίνησις μπρός-πίσω, ἡ ἀπόκρουσίς τους ἀπὸ τὴν ἀκτή. Τὰ ἐπίθετα παλίνορσος καὶ παλινόρμενος (ρίζες ΠΑΛ- + ΟΡ-) συνδυάζουν ἀκριβῶς τὶς ἔννοιες: πάλλομαι καὶ σηκώνομαι / φουσκώνω καὶ ἀποδίδουν ἀνάγλυφη τὴν κίνησι τῶν κυμάτων στὸ πέλαγος.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὸ ρῆμα παλάσσω μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πασαλείφω δηλοῖ ἁπλώνω κάτι (ἔκτασις) ἢ ραίνω μὲ κάτι (πασπαλίζω). Συγχρόνως ὅμως ἐκφράζει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ μολ-ύνω= μιαίνω, λερώνω. Τὸ ἴδιο τὸ πασ-παλίζω ἀποδίδει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ρίζης ΠΑΛ-, ἐπειδὴ γιὰ νὰ ραντισθῆ, νὰ παλ-υνθῆ, νὰ ἐπιπασθῆ (πάσσω) κάτι χρειάζεται καὶ νὰ τραντάσσεται, νὰ ἀναδονῆται, νὰ ἐκ-τινάσσεται.
Τὸ ρῆμα πάσσω= πασαλείφω, πασπαλίζω, κουκίζω, ραντίζω, πιτσιλίζω, ἄλλωστε ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ σὲ ὑγρὰ ἢ στὸ ἅπλωμα τοῦ ἅλατος.
Πελ-ίας ἀνάγκασε τὸν Ἰάσονα νὰ ἐπιχειρήση τὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία κατὰ τῆς Κολχίδος. Καὶ ἐδῶ βλέπουμε τὴν σχέσι μὲ τὸ πέλαγος καὶ τὴν θάλασσα (Κολ-χὶς ἀπὸ τὸ κόγ-χη, κογ-χύλιον, κόχ-λος, ἡ χώρα ἡ πλούσια σὲ ὄστρακα, ἀλλὰ καὶ κατ᾿ ἐπέκτασι ἡ ἔχουσα πλοῦτο, ἡ γῆς τῆς Ἐπαγγελίας, ἡ ἰσχυρά, ἡ κοιτὶς τοῦ πολιτισμοῦ), ποὺ τὸ ὄνομά της ἔχει σχέσι μὲ τὴν θάλασσα.
Πελοπόννησος (Πέλοπος νῆσος) ἢ Ἀπία ἑρμηνεύεται κι αὐτὴ ὡς πέλας (Πέλοψ) τῆς θαλάσσης ἣ ἐπὶ ἢ καὶ μακρὰν τῆς θαλάσσης (ἄπω, ἐπί), σὲ διττὴ συνύπαρξι, ἡ περι-νηχομένη, ἡ παλλομένη στὴ θάλασσα.
Ἡ μετάβασις στὴν κυριαρχία, στὴν καθεστηκυΐα τάξι καὶ στὴν ἐπικράτησι, χρειάζεται νὰ περάση ἀπὸ ἀγῶνα, ἀπὸ κίνησι, ἀπὸ μεταβατικὲς ταραγμένες καταστάσεις, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα περι-πλανήσεως (πέλω).
Ὁ ἴδιος πόλ-εμος (ρῆμα πελεμίζω) δηλοῖ ἀκριβῶς τὸν κραδασμὸ ποὺ προξενεῖ καὶ τὶς πληγὲς ποὺ ἐπιφέρει, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστάθεια, τὴν ἀναταραχὴ ποὺ προκαλεῖ.
Τὰ κύματα χαρακτηρίζονται καὶ στὸν Ὅμηρο ὡς πελώρια δηλώνοντας καὶ τὸ ὕψος τους, τὸν φόβο ποὺ δημιουργοῦν καὶ τὸ ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα φουρτούνας, θαλασσοταραχῆς.
πηλός (λάσπη, ἰλύς) ἀπεικονίζει τὴν μαλακότητα τῆς ὕλης του, τὸ εὔ-πλαστον ἀλλὰ καὶ τὸν περιεχόμενο ἢ τὴν ἀνάμειξί του μὲ τὸ νερό. Ὁ Πηλεὺς νυμφεύθηκε τὴν Νηρηίδα Θέτιδα, καὶ ἐγέννησε τὸν Ἀχιλλέα (ἄχα = aqua = νερό) καὶ ἑπομένως γίνεται καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ φανερὴ ἡ σχέσις τὼν ριζῶν ΠΑΛ-, καὶ ΑΧ- (Ἀχαιοί, Ἀχαΐα, Ἀχερουσία) καὶ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ὀνομασίες τῶν ἡρώων τῆς Μυθολογίας εἶχαν ἄμεσι σχέσι μὲ τὸν ρόλο τους, τὸν χῶρο δράσεώς τους ἢ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἐκπροσωπούσαν.
Τὸ πανέμορφο Πήλιο ἄλλωστε εἶναι κι αὐτὸ παραθαλάσσιο καὶ ἡ ὕλη, τὸ χῶμα του ἔχει ἄμεση ἀλληλεπίδραση μὲ τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης.
Τὰ ρήματα πίμ-πλη-μιπλη-ρό-ω δηλοῦν ὄτι τὸ νερὸ γεμίζει ὅ,τι βρεῖ κενό, πληροῖ τὰ κοιλώματα, τὶς κοιλάδες καὶ τὰ βαθειὰ βάραθρα δημιουργῶντας λίμνες, ποταμούς, χειμάρρους ἢ θάλασσες. Τὰ πλοῖα πλέουν, διέρχονται τὴν θάλασσα, ταξιδεύουν, ποντοποροῦν πάνω στὴ θάλασσα (ἐπὶ πόντον) μέσα στὴν θάλασσα (ἐνί πόντῳ) στὶς ὑγρὲςθαλάσσιες ὁδούς (τὰ κέλευθα τοῦ Ὁμήρου), κολυμβοῦννήχονται.
Οἱ Πλειάδες πράγματι πέλονται = περιστρέφονται ἀλλὰ καὶ πλέουν. Οἱ Πλειάδες καὶ οἱ μεταμορφώσεις τους, ἡ μετάθεσίς τους στὸν οὐρανό, σήμαιναν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ναυτιλίας (ἀντιστοίχως ἐπιτολὴδύσις τους). Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ σημάδι τους, ἡ Πούλια στὸν οὐρανὸ καὶ ἡ σημασία τους γιὰ τὴν θαλασσοπλοΐα ἀλλὰ καὶ τὸν προσανατολισμὸ γενικότερα.
πλημμυρὶς ἀκριβὼς ἡ γνωστή μας πλημμύρα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐξόγκωσις τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ καὶ ἡ κίνησίς του πρὸς τὴν παραλία, ὅπου ὑπερχειλίζει καὶ ἑπομένως κατακλύζει ἢ πληροῖ τὶς παραλίες (ρήματα πλήθω, πλῆθος, πληθίς, πλύμνη, ὅλες λέξεις ὁμηρικὲς ἀλλὰ καὶ ἡ νεώτερη πληθυσμός). Χαρακτηριστικὸς ὁ συνδυασμὸς μὲ τὴν ρίζα ΜΥΡ-, ποὺ ἤδη εἶχε ἀναλυθῆ στὰ προηγούμενα καὶ τὸν λατινικὸ τύπο mare = ἡ θάλασσα.
Τὰ κύματα λοιπὸν πλήττουν, πατάσσουν, κτυποὺν, «βαροῦν», πληγώνουν τῖς ἀκτὲς καὶ συγχρόνως τὶς περιβρέχουν, τὶς κατα-κλύζουν, τὶς ἐκ-πλύνουν, τὶς περιπλέουν.
Οἱ θάλασσες διακρίνονται γιὰ τὴν ἀφθονία, τὸν πλοῦτο τῶν ὑδάτων τους.
Τὰ νησιὰ περιπλέονται, οἱ νῆσοι εἶναι πλωτοὶ κατὰ τὸν Ὅμηρο ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι εἶναι καὶ προσπελ-άσιμοι καὶ βατὲς γιὰ τὰ πλοῖα.
Ἤδη ἀπὸ τὶς ἔννοιες τοῦ πληρῶ, τοῦ πλημμυρίζω, τοῦ πλύνω καὶ τοῦ πλέω, τοῦ πελάζω ἢ τοῦ πλήττω φαίνεται τὸ πῶς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὴν ἐξειδίκευσι τῶν ριζῶν ἢ τῆς ἴδιας τῆς ρίζας μὲ τοὺς κατάλληλους συνδυασμοὺς μὲ τὰ ἀντίστοιχα φωνήεντα ποὺ φαίνεται νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη σημασία. Ἔτσι ὁ πόλ-ος καὶ τὸ ρῆμα πολεύω (φωνῆεν ὄμικρον) προσδίδουν τὴν ἔννοια τῆς περιστροφῆς, τῆς ἀναστροφῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναταραχῆς (πόλεμος), βλέπε κατα-πολ-έμησι (μάχη καὶ καταστολή). Ὁ πολι-ός= ἀσπρόμαυρος, ψαρός, εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ ἀναμείξεως ἢ πάλης μὲ τὴν ζωή. Ὁ ἀφρὸς τῆς θαλάσσης εἶναι πολιὸς ἐκ τῆς ἀναταραχῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκὸς ἢ τὸ γλαυκός. Ἡ πάλη (σκόνη), ἡ πασ-πάλη, τὸ ράντισμα δημιουργεῖ μόλ-υνσι, ἀλλοίωσι τοῦ χρώματος.
Ἡ πόλ-ις εἶναι ἀκριβῶς ὁ κύριος τόπος ἀναστροφῆς ἢ ἐπι-μειξίας. Ὁ πολὺς μπορεῖ νὰ ἔχη ἑπομένως πέραν τῆς ἐννοίας τοῦ πλήθους, τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ, καὶ τὴν ἔννοια τῆς συμ-μίξεως, τῆς κατα-κλύσεως, τῆς πολλαχόθεν περι-ζώσεως (πολυ-κύμαντος, πολύ-πλαγχθος).
Πολύς= πολ-λὸς σημαίνει καὶ πυκνός, μέγας, δυνατός, ἰσχυρός, σφοδρός, δηληδὴ ἡ ἀρχική του ἔννοια ἦταν ἐκτεταμένος, πυκνὸς ἢ ἰσχυρός (ὁρμή, σφρῖγος, παλ-μός). Ἐν προκειμένῳ ὁ συνδυασμὸς τοῦ πολὺς μὲ τὶς λέξεις κῦμα, φλοῖσβος ἢ ζυγὰ ἢ κώπη σὲ σύνθετες λέξεις, ἀποτελεῖ καὶ συνδυασμὸ ἐννοιῶν ποὺ ἡ μία ἐξειδικεύει ἢ προσδίδει ἔμφασι στὴν ἄλλη. Τὰ ἴδια τὰ κύματα, ὁ φλοῖσβος ἢ ὁ θόρυβος εἶναι καὶ ἀπὸ φυσικὴ ἔννοια ἀποτέλεσμα παλινδρομήσεως ποὺ μελετῶνται ἀπὸ τὴν θεωρία τῶν κυμάτων στὴν Φυσική, σὲ σχέσι καὶ μὲ φαινόμενα συμβολῆς ἢ ἀνακλάσεως κυμάτων ἢ δημιουργίας καὶ στασίμων κυμάτων. Τὸ ρῆμα πάλ-λω ἀκριβῶς δίδει καὶ τὴν ὀνομασία στὰ φυσικὰ φαινόμενα (ὡς καὶ τὸ κυμαίνομαι, κύμανσις).
Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγη τῆς προσοχῆς ὅτι τὸ ρῆμα πλανῶμαι ἢ πλέω σημαίνει περιφέρομαι, σύρομαι πάνω στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Τὸ ἐπιπλέω δηλοῖ ἀκριβῶς τὸ ὅτι ἀναδύομαι στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ δεν βυθίζομαι. Τὸ πλέω ἑπομένως προέρχεται ἀπὸ ρίζα ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὴν ἐπιφάνεια καὶ τὰ φαινόμενα ποὺ διαδραματίζονται στὴν ἐπιφάνεια σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν βυθὸ ἢ τὸν πυθμένα. Ἕτσι ὁ πλοῦς ἐμπεριέχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Ὁ πλοῦς ἢ ὁ περίπλους σχετίζεται πάντοτε μὲ τὴν ξηρά, τὴν στεριά, τὶς ἀκτὲς ποὺ περιπλέονται, μὲ προεξοχὲς τῆς ξηρᾶς ποὺ μόνο ἡ κατάλληλη θέση τῆς επιφανείας τοῦ νεροῦ ἐπιτρέπει νὰ διακρίνωνται. Καὶ τὸ πλοῖο ξεκινάει ἀπὸ τὴν παραλία, τὰ λιμάνια ἢ τοὺς ὅρμους καὶ ὁ προορισμός του εἶναι πάλι κάποια ἄλλη στεριά, νησί ἢ λιμάνι. Ὁ πλοῦς λοιπὸν ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὶς πλατειὲς ἐκτάσεις, τα γεωγραφικὰ πλάτη ἢ μήκη, τὸ πέλ-αγος ἀλλὰ καὶ τὰ φαινόμενα ποὺ συναντᾶ τὸ πλοῖο κατὰ τὸν πλοῦν (πλωτὰ μέσα, «πλωτὰ» νησιά), ὅσο περιπλανᾶται ἢ πλέει στὴν θάλασσα.
Ἡ φουρτούνα στὴν θάλασσα εἶναι ἡ ἀναταραχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνάμειξη τῶν θαλασσίων μαζῶν (ρῆμα φύρω), συγγενής, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, τῆς ἔννοιας: σηκώθηκε κῦμα καὶ πλημμύρα.
Πηγή: Ὑδατική Λεξιγραφία (Ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῶν Ἑλληνικῶν Λέξεων ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὸ νερό) - Δρ. Στ. Δωρικού & Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκη (ἐκδόσεις ἐλεύθερις σκέψις)

Θάλασσα ΙΙ


ρίζα ΠΟΝ- ΠΟΡ-, ξ ἧς προέρχεται λέξις πόντος, δηλοῖ τήν δίοδο, τήν διέλευσι, τόν διάπλου τοῦ πλοίου διά τοῦ πελάγους, τῆς θαλάσσης.

Πόντος (Ὅμηρος) εἶναι τὸ πέλαγος, ἡ ἀνοικτή θάλασσα ἡ βαθειά καί ἀχανής θάλασσα, τό ἀντίθετο τοῦ «γαῖα»=ἡ γῆ, ἡ ξηρά, ἡ στεριά, ἡ χέρσος. Προῆλθε ἀπό τήν φράσι τοῦ Ὁμήρου πόντος ἁλός, σέ περίφρασι τῶν ἀνωτέρω ἐννοιῶν. Ὡς μέρος τῆς ὅλης θαλάσσης, τό τμῆμα τοῦ πόντου (τό μέρος πού εἶναι διαπλεύσιμο) καταντᾶ ταυτόσημο τοῦ: πέλαγος. Ὁ πόντος ὑπονοεῖ καί τό βάθος τῆς θαλάσσης ἤ τήν βαθεῖα θάλασσα, βλέπε καί τό ρῆμα καταποντίζω.

Ποντοπόροι (νῆες ἤ ναῦται) στόν Ὅμηρο νοοῦνται ἀκριβῶς οἱ διαπλέοντες, οἱ διαπερῶντες τίς βαθειές θάλασσες οἱ πελαγιζόμενοι, οἱ θαλασσοποροῦντες. Εἶναι οἱ κατοπινοί γνωστοί μας θαλασσοπόροι. Ἐν τούτοις ἡ λέξις ποντοπόρος ἀναφέρεται σήμερα καί στά πλοῖα τῶν ἀνοικτῶν ἤ βαθειῶν θαλασσῶν, τά ὑπερωκεάνεια, σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁμηρικοῦ συνόλου.

Τό Πέραμα ἀπό τό ἴδιο ρῆμα περάω ἤ ὁ Πόρος, τό νησί, ἀπεικονίζουν τήν μορφολογία ἤ τήν γεωγραφία τους μέ παραστατικώτατο τρόπο.

Άπό τή ρίζα ΠΑΡ-, ΠΕΡ-, ΠΟΡ-/ΠΩΡ- παράγεται σειρά ὑδρολέκτων πού τό χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα καί σέ ὀνομασίες παραθαλασσίων τόπων ἤ καί στήν καθημερινή μας ἐπαφή μέ τήν θάλασσα καί πού βασίζονται εἴτε στήν διαμόρφωσι τοῦ ἐδάφους εἴτε σέ ἀποχρώσεις τῶν σημασιῶν τῆς ρίζας τοῦ ρήματος πείρω πού σημαίνει διαπερῶ, διατρυπῶ, «περνῶ» πού ἀναφέρεται είδικῶς στά κύματα τῆς θαλάσσης: κύματα πείρων=αὐτός πού διαπερᾶ τά κύματα, ἀλλά καί στά (ὑγρά) κέλευθα (=ὁδοί τῆς θαλάσσης): πεῖρε κέλευθον.

Ἡ ρίζα ΠΑΡ-, στήν πρόθεσι παρά, σημαίνει κατ’ ἀρχήν κίνησιν πρός, καί ἀκολουθεῖ ἔννοιες ὅπως ὑπάγω, φέρω, ἔρχομαι. Ἐκφράζει τήν ἀφετηρία τῆς κινήσεως ἀλλά καί τόν προορισμό, ἐπειδή σημαίνει καί προ-έρχομαι καί φθάνω κάπου, πλησίον κάποιου. Δηλοῖ ἐπίσης τήν κίνησι παραλλήλως πρός κάτι, ἀλλά καί τήν στάσι σέ κάτι καί ἔτσι ἀποδίδει παραστατικά τό ταξίδι τοῦ πλοίου στήν θάλασσα μέ λιμάνι ἀναχωρήσεως καί λιμάνι προορισμοῦ, ὅπου γίνεται καί ἐνδιάμεση στάσις, π.χ. ἀνεφοδιασμοῦ. Ἔτσι ἡ ἔκφρασις πάρ ποταμόν δηλοῖ πλησίον ἤ παραπλεύρως τοῦ ποταμοῦ. Ἡ ἔννοια τοῦ πάρ=ἐναντίον τινός ἀποκαλύπτει τήν πάλη τοῦ πλοίου καί τῶν ναυτικῶν μέ τά κύματα (Νῆσος Πάρος).

Τό πλοῖο πρέπει ἐκ τῶν πραγμάτων νά φθάση στήν πέραν γῆ, στήν απέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, νά περάση πέραν τῆς θαλάσσης ἤ τοῦ ποταμοῦ, σέ ἄλλες ἠπείρους ἤ χῶρες. Ἔτσι ἡ ὀνομασία Περαία μᾶς προβάλλει ἀνάγλυφη στά μάτια μας, τήν βλέπουμε ἤ τήν νοιώθουμε νά ὀρθώνεται στήν ἀπέναντί μας ξηρά καί ὡς τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μας. Τό Πέραμα εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἐνδιάμεσος μεταξύ τῶν δύο ὀχθῶν τόπος, τό πορθμεῖον, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ διάβασις, τό πέρασμα (ὡς χρονική διάρκεια, διαδικασία καί τόπος).

Τό ἐπίρρημα πέραν=εἰς τό ἀπέναντι μέρος (μέ ἀντίστοιχο trans) ἀνεφέρετο στήν ἔννοια ὑπάρξεως ποταμοῦ ἤ θαλάσσης ἀνάμεσα στά δύο μέρη, καί ἔτσι ἐχρησιμοποιεῖτο σέ πολύ παλαιούς ποιητές. Ἔτσι ἡ ρίζα ΠΕΡ- ἀφ’ ἑαυτῆς σχετίζεται μέ τήν διάβασι διά μέσου ἤ ἐπί τοῦ ὕδατος. Στόν Ὅμηρο καί τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς ἀπαντᾶται μαζί μέ τά ἀντίστοιχα ὀνόματα, ὅπως ἅλς, Ὡκεανός, πόντος, Χάος, Ἴστρος (ποταμός), ποταμός, Ἕβρος (ποταμός) κ.λπ., ὁπότε ἡ σχέσις προκύπτει ἀνάγλυφη. Τό πεῖραρ στόν Ὅμηρο ἀναφέρεται ἀκριβῶς στό πέρας, στά ἔσχατα τοῦ πόντου, τῆς γῆς ἤ τοῦ ὠκεανοῦ, χῶροι πού διαπερῶνται καί πού στό ἄκρον τους ἔχουν ὅριο. Τό πέρασμα τῆς θαλάσσης ἀπαιτοῦσε ἀγῶνα, μόχθο, προσπάθεια, ὑπέβαλλε τούς ναυτικούς σέ δοκιμασία. Τό ρῆμα πειράω σημαίνει ἀκριβῶς πασχίζω, δοκιμάζω, προσπαθῶ. Ἀπό τό ρῆμα πείρω=διαπερῶ ἀλλά καί τρυπῶ (ἡ ὀπή ἐπιτρέπει τήν δίοδο, τήν διέλευσι, τό πέρασμα), προέρχεται τό πέρας πού σημαίνει καί τέλος καί πέρασμα. Ἡ περόνη, διαπερνᾶ ὅπως καί τό πηρούνι. Ἀρχικῶς τό πείρω (Ὅμηρος) σήμαινε δι-έρχομαι, δια-πλέω, δια-σχίζω τά κύματα, δια-νύω τά κέλευθα. Τό νεοελληνικό πέρα δηλοῖ ἀπόστασι ἀλλά καί ποσότητα (τό μόριο πέρ τοῦ Ὁμήρου). Ἀκριβῶς τό πέρα γιά πέρα μέ τήν ἔννοια τελείως ἤ ἐν-τελῶς δηλοῖ ὅτι ἔχουμε διανύσει κάτι σέ ὅλο του τό μῆκος, περάσαμε τόν Ρουβίκωνα καί ὅλα πῆγαν πρίμα καί ἴσια. Ἡ ρίζα ΠΕΛ- δηλοῖ ἔκτασι, ἡ ρίζα ΤΕΛ- καί ΠΕΡ- πέρασμα καί ἄρα ἐξάπλωσι, διείσδυσι, διέλευσι καί διαγινώσκομε πέραν τῆς ἐννοιολογικῆς καί τήν συγγένειαν τῶν ριζῶν καί πιθανόν καί τῶν φθόγγων.

Ἄλλωστε παρατηρεῖται μετάπτωσις τοῦ λ σέ ρ (ἦλθα / ἦρθα) καί τό σημαντικώτερο στήν αἰολική καί δωρική διάλεκτο τό π τίθεται ἀντί τοῦ τ (σπολάς ἀντί στολάς). Ὁπότε οἱ ρίζες ΠΕΛ- καί ΠΕΡ- εἶναι μορφές τῆς ἑλληνικῆς ρίζης πού δηλοῖ καί πλάτος καί ἔκτασι καί τό ταξίδι ἤ τήν περιπλάνησι, τό πέρασμα τοῦ ὠκεανοῦ καί τῶν θαλασσῶν. Ἡ ἔννοια: μοχθῶ ἐνυπάρχει καί στήν ρίζα ΠΕΝ- (πένης, πενία).

Ἡ ρίζα ΠΕΡ- συνδέεται ἄμεσα μέ τήν θάλασσα, τό ὑγρό στοιχεῖο. Τό ρῆμα περ-άω, συνώνυμο τοῦ πείρω, σημαίνει κι αὐτό διαπερῶ, περ-νάω. Στόν Ὅμηρο αἱ νῆες περόωσι θάλασσαν, πόντον ὕδωρ, ἅλα, πέλγος καί κάθε ὑδατογενῆ περιοχή ἤ κατασκευή ὡς ἡ τάφρος, τά γύαλα, ἡ χαράδρα, γῆς ὁρίσματα. Ἀπό τήν ρίζα ΠΕΡ- προέρχονται καί ἐπαγγέλματα πού δημιουργήθηκαν ἀπό τά ταξίδια π.χ. τῶν ἐμ-πόρων στήν θάλασσα. Τά ρήματα περάω καί πιπράσκω=πωλῶ προέρχονται ἀπό τήν ἴδια ρίζα ἐπειδή πράγματι οἱ ἔμ-ποροι πρέπει νά μεταφέρουν τά ἐμπορεύματα μακράν μέσῳ τῆς θαλάσσης γιά νά τά πουλήσουν. Τήν πόρ-τα τήν περνᾶμε γιά νά μποῦμε στό σπίτι, τό προ-θμεῖον εἶναι τό πλοῖο πού περνάει στήν ἀπέναντι ὄχθη, τό λατ. por-tus εἶναι τό πέρασμα, τό λιμάνι ἀπ’ ὅπου περνάει τό πλοῖο (ἰταλικό porto). Τό λατινικό ρῆμα por-tare=φέρω, τό γερμανικό fahr-en=ὁδεύω, πορ-εύομαι καί τό ἑλληνικό ρῆμα πέρ-θω (σφάζω, περ-νάω ἀπό μαχαίρι) δηλοῦν ὅλα μεταφορά, (ΦΟΡ-/ΠΟΡ-), πορ-εία. Ἡ ἔννοια τοῦ μόχθου ὅπως εἴδαμε ἐνυπάρχει στήν ρίζα ΠΕΡ- ὡς καί στήν ΠΕΝ-/ΠΟΝ- (πόν-ος). Ἡ ρίζα ἄλλωστε ΠΟΝ- ἔχει καί τήν ἔννοια τοῦ βυθίζω στή θάλασσα. Ἄρα φαίνεται ὅτι οἱ ρίζες ΠΟΝ- καί ΠΟΡ- εἶναι συγγενεῖς.

Ἐκπονῶ (ἀρχαῖο πονέομαι) σημαίνει περαίνω, τελειώνω. Ἄρα ὁ Πόντος=ἡ θάλασσα, ἰδίᾳ ἡ ἀναπεπταμένη θάλασσα, τό πέλαγος, δηλοῖ τό ἀχανές μέγεθος, τό μάκρος. Τό ρῆμα πορ-εύω σημαίνει κατ’ ἀρχήν μεταφέρω διά ξηρᾶς ἤ διά θαλάσσης ἀλλά καί διαπορθμεύω (π.χ. διά λίμνης).

πορ-θ-μός ἀκριβῶς δηλοῖ στενό μέρος τῆς θαλάσσης πού ἔχει καί ἀπό τίς δυό πλευρές ἤπειρο (=στεριά) καί πού χρησιμεύει γιά τήν δια-πόρ-θ-μευσι μέ πορ-θ-μεῖο μέ πέρ-αμα.
πόρ-ος εἶναι τό διαβατό μέρος, τό πέραμα, ἀλλά καί ἡ διάβασις τῶν πλοίων, οἱ πόρ-οι τῆς ἁλός, ἡ διάβασις ποταμοῦ.

Πόρ-ος εἶναι καί ἡ θαλάσσια ὁδός, ἡ κέλευθος καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ θάλασσα. Ἄρα πόν-τος καί πόρ-ος (ρίζες ΠΟΝ-/ΠΟΡ-) ἔχουν ἐννοιολογική σχέσι. Ἡ πόρ-πη, ἡ περ-όνη ἀλλά κι ἡ πόρ-νη (ὠνία δούλη) παράγονται ἀπό τήν ἴδια ρίζα.

Στόν Ἡσύχιο ὁ πόρος σημαίνει τήν ὁδό, τήν τρίβο ἤ το ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ.

Τό πάρσονπάρ-ρονπράσ-ον εἶναι θαλάσσιο φυτό, λατινικά por-rum. Ἄρα καί τό γνωστό μας ἐπίθετο πράσινον χαρακτήριζε πόες ἤ χλόες θαλάσσιες (πράσινα φύκια).
Τό ρῆμα πράσω εἶχε ἀρχική σημασία περ-άω, διέρχομαι καί κατέληξε νά σημαίνει ἐνεργῶ μέ ἐνδιάμεσες ἔννοιες: διαπραγματεύομαι, ἐπιχειρῶ, ἐπιτελῶ, ἐπιτυγχάνω, σχεδιάζω, κατορθώνω. Ὁ ἔμπορος πράγματι ἐπιχειρεῖ (ἐπιχειρηματίας / ἐπιχείρησις), ἐκ-τελεῖ, καί φέρει εἰς πέρας (ἐπιτυγχάνει), προβαίνει σέ ἐμ-πορικές πρ-άξεις. Εἶναι πρατήρ=πωλῶν, πωλητής, ἔμ-πορ-ος. Τό πρατήριον εἶναι ἀκριβῶς ὁ χῶρος ὅπου γίνονται οἱ πρ-άσεις, οἱ πωλήσεις, οἱ διαπραγματεύσεις μέ τόν πελ-άτη.

Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ρήματος πορ-φύρω πού ἀφορᾶ στήν θάλασσα μέ τήν ἔννοια σφοδρῶς κινοῦμαι, ταράττομαι, κυμαίνομαι (ΠΟΡ- + ΦΥΡ-). Ἡ φουρ-τούνα ἀκριβῶς εἶναι ταχεῖα κίνησις, ἰσχυρός παλμός ἤ κύμανσις, ταραχή. Ἡ ρίζα ΠΟΡ- ἐπιτείνει τήν ἔννοια τῆς ρίζας ΦΥΡ-, δηλοῖ τήν πέρα γιά πέρα, τήν πλήρη ἀνάμειξι. Οἱ ρίζες ΠΟΡ- καί ΦΥΡ- βρίσκουν κοινές ἐφαρμογές στήν θάλασσα ἐφ’ ὅσον τό λατινικό fr-etum (ΦΡ-) δηλοῖ τό ταραγμένο νερό, τά ψηλά θαλάσσια κύματα πού θραύονται στήν ἀκτή. Οἱ ρίζες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης μέ τόν τρόπο αὐτόν ἔχουν ὅλες τίς μορφές ὑπό τίς ὁποῖες οἱ ἀντίστοιχες ἔννοιες ἀπαντῶνται στίς σύγχρονες ἀλλά καί στίς ἀρχαιότερες γλῶσσες:

πάρ
παρά
πέρ
πέρας
περί
πρό
πάρος
ἐμ-πρός
λατ., proe
ἀγγλ. pre-
γερμ. vor
πεῖρα
ἐμ-πειρία
πείρω
ἔμ-πειρος
διαμπερής
λατ. peri-tus
peri-culum=κίνδυνος
ριζ. per-.=εἰσδύω, διεισδύω, διαμπερῶ
ἄ-πειρος
πορ-ίζω
πορ-εύω
πέ-πρ-ωται
πεῖραρ
πέρα
περαιτέρω
πόρρω
περατός
Περαῖος
Περαία
pre-paro
λατ. foro=τρυπῶ
λατ. ferio=πληγώνω
περί
πέριξ
περισσός
πέρ-νημι
πέρυσι
ἀγγλ. prior
φέρω
pons=γέφυρα
πόντος
ποντίζω
ποντικός
pario=γεννῶ
πόρ-τις
πόρ-ταξ
πόρ-κος
πόρ-πη
πορ-φύρα
πράσσω
πράκτωρ
πρατήριον
πρίαμαι=ἀγοράζω
πρόμος=προηγούμενος
λατ. primus
Πειραϊκή(=ἡ πέραν τῶν ὁρίων)
Πειραιεύς
πείρατα=πέρατα, ἄκρα (πεῖραρ)
πεῖρα
πειράζω
πειράω
περατόω
περατός
περαίνω=φθάνω
Περαῖος=ὁ πέραν τῆς θαλάσσης ἤ τοῦ ποταμοῦ
Περαίη (α)=ἡ πέραν γῆ, ἡ ἐπί τῆς ἀπέναντι ὄχθης τοῦ ποταμοῦ
περαιόω
Πέραμα
πιπράσκω (πιπεράσκω)=πωλῶ
ΠΕΛ-
ΠΛ-
ΠΟΛ-
ΠΑΛ-
πέλω=διατελῶ ἐν κινήσει
πελεμίζω=σείω, κινῶ
πάλλω=κραδαίνω, σείω, σπαίρω
παλύνω=ραντίζω, ὑγραίνω
πλησιάζω
πελάζω
πελάγιος
πελαγῖτις γῆ
πελαγίζω=πλημμυρῶ, ὑπερχειλίζω, σχηματίζω πέλαγος
πελάγισμα=πλήμμυρα
πελαγισμός=κλυδωνισμός
Πελασγοί=φυλή νομαδική
παλάσσω=ραντίζω
πωλῶ

Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ρίζες ΠΕΛ- καί ΠΕΡ- συσχετίζονται. Οἱ ΠελασγοίΠελαργοί προέρχονται, κατά τίς ἐπικρατοῦσες ἀπόψεις, εἴτε ἀπό τήν μία εἴτε ἀπό τήν ἄλλη. Εἶναι ὁ πελάγιος λαός πού περ-άει (=διαβαίνει) τήν θάλασσα. Τό ἄνοιγμα στό πέλ-αγος δηλοῖ καί τήν ἀναχώρισι (πέρ-ας) καί τήν ἐπιστροφή (πέλ-ας). Ἄλλωστε τά ρήματα πλάζομαι καί πλανάω (ρίζα ΠΛΑ-) δηλοῦν περιπλάνησι, ἀπόστασι, ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν ἐστία, ἀπό γνωστό, οἰκεῖο χῶρο. Τό πέρας εἶναι τό ἄκρο τῆς θαλάσσης΄ φθάνω στό ἄκρον στό τέρ-μα δηλοῖ καί τό πλησιάζω στόν προορισμό, φθάνω, πλησιάζω στό τέλος. Χαρακτηριστικά ἐπίσης εἶναι τά ρήματα πιπράσκω καί πωλῶ, συνώνυμα ἀπό τίς δύο ρίζες. Ὁ πόλος σημαίνει καί τό στερέωμα καί τόν θόλο τοῦ οὐρανοῦ καί τόν ἄξονα, τό σημεῖο πέριξ τοῦ ὁποίου στρέφεταί τι. Τά ρήματα ἄλλωστε πλέω καί πείρω ἐμπεριέχουν τήν ἔννοια τῆς περιπλανήσεως τοῦ ταξιδιοῦ. Ὁ πόρος εἶναι ὁ πορθμός, τό πέρα(σ)μα, ἡ πορεία, τό ταξίδιον ἀλλά καί ἡ πρόσ-οδος. Ἑπομένως, οἱ πόροι ἁλός=ἡ θάλασσα καί οἱ πόροι (ἔσ-οδα) ἀποκτῶνται. Συγχρόνως ἡ λέξις πόρος εἶναι καί μακριά καί κοντά (=πόλος).

Πωλητήριον=πρατήριον, ὁ πωλητής εἶναι ὁ μετα-πρ-άτης. Ἔχουμε ἑπομένως τό ρῆμα πωλῶ / πιπράσκω καί ἀπό τή ρίζα ΠΡΑ- καί ἀπό τήν ρίζα ΠΩΛ- καί γιά νά πωλήσω πρέπει νά μεταφέρω τά πράγματα κοντά στούς πελ-άτες μέ τό ἐμ-πόρ-ιο.

πῶρος πόρος τοῦ ἐδάφους ἀφήνει τό νερό νά περάσει καί πόρωσις δηλοῖ ἀκριβῶς τήν σκλήρυνσι μετά ἀπό διαφυγή τοῦ ὑγροῦ στοιχείου ἀπό τούς πόρους.

Ἔτσι ἡ ὀνομασία πέλαγος καί πόροι = ἡ θάλασσα ἔρχονται ἀπό τήν ἐτυμολογία τους πολύ πιό κοντά καί εἶναι θέμα ἀπό ποιό σημεῖο θεωροῦμε ἤ θεώμεθα τά πράγματα (πέλας, πέρας, Πέλαγος / Πέραμα).

Τά σύνθετα τῶν ριζῶν πού περιγράφουν τήν θάλασσα μᾶς ἀποκαλύπτουν φαινόμενα, ἀσχολίες, ζῶντα ὄντα, χρώματα ἤ γεγονότα πού ἔχουν σχέσι μέ τήν θάλασσα. Ἔτσι ἁλι-αής εἶναι ὁ ἄνεμος πού πνέει (ἵησι) πρός τήν θάλασσα ἤ διά μέσου τῆς θαλάσσης. Ἁλι-αρός εἶναι ὁ ἁλ-μυρός σάν τό νερό τῆς θαλάσσης, ἁλι-ανθήςἁλ-οπόρφυρος, ὡς χρῶμα προϊόν ἀναμείξεως ἤ ἀνθήσεως, «ἐξανθήματος» τῆς θαλάσσης. Ἁλιάετος εἶναι ὁ θαλασσαετός, ἁλίβρεκτος εἶναι αὐτός πού βρέχεται ἀπό τήν θάλασσα, ὁ ἁλί-δουπος / ἁλί-γδουπος καί ὁ ἁλί-βραμος εἶναι αὐτός πού δημιουργεῖ θορύβους ὅμοιους μέ τῆς θαλάσσης καί ὁ ἠχῶν στήν θάλασσα ἀντιστοίχως, ἁλί-δρομος ὁ δια-τρέχων τήν θάλασσα, ἁλί-ζωνος ὁ περιζωσμένος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλι-δινής ὁ περιδινούμενος ὑπό τῆς θαλάσσης, ἁλί-δονος ὁ κιλυνδούμενος ὑπό τῆς θαλάσσης. Ἁλί-κλυστος εἶναι ὁ κατακλυζόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλί-κμητος ὁ ταλαιπωρούμενος στήν θάλασσα, ἁλί-κτυπος ὁ προσβαλλόμενος ἀπό τά κύματα μέ πάταγο καί ρόχθο, ἁλι-κύμων ὁ περιβαλλόμενος καί περιβρεχόμενος ἀπό τά κύματα τῆς θαλάσσης, ἁλι-μυρήεις εἶναι ὁ ρέων στήν θάλασσα, ἁλι-νηχής ὁ κολυμβῶν στήν θάλασσα. Ἁλί-πληκτος εἶναι ὁ πληττόμενος ὑπό τῆς θαλάσσης, ἁλί-πλοος ὁ πλέων ἐπί τῆς θαλάσσης, ἁλι-ρραίστης ὁ διασχύζων μέ μανία τήν θάλασσα, ἁλί-ρραντος ὁ ραντιζόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλί-ρρηκτοςἁλι-ρραγής, ὁ ἁλι-ρρόθιος ὁ κυκλούμενος ἤ προσβαλλόμενος ἤ πληττόμενος ἀπό τόν ῥόθο ἤ ρόχθο ἤ ῥοῖζο τῆς θαλάσσης, ἁλί-ρρυτος ὁ καταρρεόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλι-σμάραγος ὁ ἠχῶν ὡς ἡ θάλασσα, ἁλί-στρεπτος ὁ περιστρεφόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ὁ κινούμενος ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Πηγή: Ὑδατική Λεξιγραφία (Ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῶν Ἑλληνικῶν Λέξεων ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὸ νερό) - Δρ. Στ. Δωρικού & Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκη (ἐκδόσεις ἐλεύθερις σκέψις)
Πηγή:http://omilias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου