"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ἱεροί Κανόνες- Πρωτ. π. ᾿Ιωάννου Φωτοπούλου



Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει ἐκ μέρους τῶν Ἀποστόλων: «Ὅ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καί ἡ ζωή ἐφανερώθη, καί ἑωράκαμεν καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλομεν ὐμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον...ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν˙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ...» (Α΄ Ἰωαν. 1, 1-3). Παραδίδει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής στούς χριστιανούς τήν πίστη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς ζωήν αἰώνιον. Τούς καλεῖ ὄχι νά πιστεύσουν ἀφηρημένα στον Χριστό. Τούς καλεῖ στήν Ἐκκλησία, στήν κοινωνία τῶν Ἀποστόλων πού ἐγνώρισαν τῇ ἀληθείᾳ καί ἐμπειρίᾳ τόν Χριστό, τή διδασκαλία Του, τά θαύματά Του, τό πάθος καί τήν ἀνάστασή Του πού ἦσαν, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ Λόγου» (Λουκ. 1, 1-2).

Ἡ παράδοσις τῆς πίστεως γίνεται ἀπό γενεά σέ γενεά κατά τήν ἀποστολική διαδοχή. Πρόκειται γιά τήν πολύτιμη παρακαταθήκη, ἡ ὁποία παραδίδεται ἀπό τούς Ἀποστόλους στούς μαθητές τους: «Τήν καλήν παραθήκην φύλαξον διά Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» ( Β΄ Τιμ. 1, 14). Κι αὐτοί μέ τή σειρά τους τήν παραδίδουν στούς χριστιανούς ἀλλά καί στούς διαδόχους τους ἐπισκόπους κατά τή χειροτονία.

Ἡ παράδοσις τῆς πίστεως ὅμως δέν εἶναι μιά ἁπλῆ μετάδοσις διδασκαλίας καί ἀρχῶν περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Συνδέεται κατ’ ἀπόλυτο τρόπο μέ τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχα ριστίας.

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός «παρεδόθη διά τά παραπτώματα ἡμῶν» (Ρωμ. 4, 25). Παρεδόθη εἰς θάνατον καί ταυτόχρονα παρέδωσε σέ μᾶς διά τῶν Ἀποστόλων τόν Ἑαυτό του, τό Σῶμα του καί τό Αἷμα Του, κατά τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας.

Γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή ἐκφρά ζοντας τήν πίστη καί ἐμπειρία τῶν λοιπῶν παρόντων στό Μυστικό Δεῖπνο Ἀποστόλων: «Ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου , ὅ καί πα ρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον˙....ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων ˙ τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι» ( Α΄Κορ. 11).

Πιστεύει κανείς στό Χριστό κοινωνώντας τό Σῶμα καί τό Αἷ μα Του καί κοινωνεῖ ἀληθινά εἰς ζωήν αἰώνιον πιστεύοντας καί ὁμο λογώντας τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη, τή Δευτέρα Του Παρουσία. Γι’ αὐτό γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος: «ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. 11, 26). Ὅμως ἡ θεία Εὐχαριστία δέν τελεῖται κατά τυχαῖο τρόπο. Ἀκόμη καί πρό τῆς διαμορφώσεως τῆς τάξεως τῆς Θ. Λειτουργίας ὑπάρχουν στοιχεῖα τῆς τελέσεώς της τά ὁποῖα εἶναι παραδεδομένα ἀ γ ρ ά φ ω ς ἀπό τούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους. Καί ὄχι μόνο τά σχετικά μέ τή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί ὅσα εἶναι συνημμένα μέ τή Θ. Εὐχαριστία, μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, μέ τήν προσευχή καί ἐν γένει τήν ὀρθόδοξη Λατρεία. Αὐτό τό βεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν γράφει πρός τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου :

«Ποιός δίδαξε ἐγγράφως νά σφραγίζονται μέ τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ ὅσοι ἐλπίζουν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Τό νά στρεφόμαστε πρός ἀνατολάς κατά τήν προσευχή, ποῦ εἶναι γραμμένο; Τούς λόγους πού λέγομε κατά τήν ἁγία αναφορά ποιός ἅγιος μᾶς τά κατέλιπε ἐγγράφως; ..... Εὐλογοῦμε τό νερό τοῦ βαπτί σματος καί τό ἔλαιο τῆς χρίσεως καί αὐτόν πού βαπτίζουμε. Ἀπό ποιά ἔγγραφα τά μάθαμε αὐτά; δέν τά ἔχουμε ἀπό τή σιωπηρή καί μυστική παράδοση; Τό πῶς νά χρίουμε τόν βαπτιζόμενο, τό νά τόν βαπτίζουμε τρεῖς φορές στό νερό, τό νά ἀποτάσσεται τόν Σατανᾶ καί τούς ἀγγέ λους του καί ὅσα ἄλλα περιλαμβάνει τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀπό ποῦ τά ἔχουμε; Δέν τά ἔχουμε ἀπό τήν ἀδημοσίευτη καί ἀπόρ ρητη διδα σκα λία, τήν ὁποία οἱ Πατέρες μας φύλαξαν μέσα σέ σιγή χω ρίς πολυ πρα γ μοσύνη καί χωρίς νά τήν περιεργάζονται»;

Αὐτά λέγει ὁ Μ. Βασίλειος καί καταλήγει: «Δέ θά μοῦ φθάσει ἡ ἡμέρα γιά νά διη γηθῶ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας».

Ἔτσι ὅλη ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας τήν ἀρχή της στήν Ἁγία Γραφή, ὁλοκληρώνεται μέ τήν παραδεδομένη ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων Παράδοση. Κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας δίδεται καί ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἐκεῖ βρίσκεται ἑπομένως καί ἡ ρίζα τῆς Θεολογίας. Καί αὐτή ἡ ὁμολογία ὑπάρχει ἐξ ἀγράφου παραδόσεως. Λέει πάλι ὁ Μ. Βασίλειος :

«Τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, δηλ. τό νά πιστεύουμε στόν Πατέ ρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό ποιά συγγράμματα τήν ἔχουμε; ἄν ἐπί τῆ βάσει τῆς παραδόσεως τοῦ βαπτίσματος ... ὅπως βαπτιζόμε θα, ἔτσι ὀφείλουμε καί νά πιστεύουμε, τότε ἄς μᾶς ἐπιτρέψουν ἀπό συ νέπεια στήν εὐσέβεια νά προσφέρουμε τήν δοξολογία κατά ὅμοιο μέ τήν πίστη τρόπο». Τά τρία αὐτά, Βάπτισμα, Ὁμολογία Πίστεως καί Δοξολογία, κύρια συστατικά τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας βασίζονται στήν ἄγραφη παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων τους. Κι ἔχει τόση δύναμη ὥστε, ἄν ἐπιχειρήσουμε, κατά τόν Μ. Βασίλειο νά ἐγκα ταλείψουμε τά ἄγραφα ἔθη θά ζημιώσουμε στά καίρια σημεῖα τό Εὐαγγέλιο μᾶλλον θά καταντήσει ἡ πίστη κενή περιεχομένου. Ἔτσι καί ἡ ἔγγραφη διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί ἡ ἄγραφη παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, «ἀμφότερα τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέβειαν».

Πέραν τῆς λατρείας, μᾶλλον σάν προέκτασή της καί συνέπειά της καί προβολή της, ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διοίκησή της, τό ἦθος τῶν κληρικῶν, λαϊκῶν καί μοναχῶν ἡ ἄσκησή τους ἡ μετοχή τους στά Μυστήρια, τό Βάπτισμα, ὁ Γάμος, ἡ στάσις ἔναντι τῶν αἱρε τικῶν, ὁ Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἄλλα πολλά ζητήματα ἔχουν ὡς ὁδηγό καί ρυθμιστή τους τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος ζητεῖ ἀπό τούς χριστιανούς: «στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις , ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ὑμῶν» (Β΄ Θεσ.). Τούς ἐπαινεῖ διότι ὅπως γράφει «καθώς παρέδωκα ὑμῖν τάς παραδόσεις, οὕτω κατέχετε». Καί ψέγει αὐτούς οἱ ὁποῖοι παρά τήν παράδοση τῶν ἀποστόλων δέν ἐργάζονται (Β΄ Θεσ 3, 6). Αὐτή ἡ Παράδοση εἶναι ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παρεδόθη ἀπό τούς Ἀποστόλους, ὅπως βιώθηκε ὑπό τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί καταγράφηκε ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων, ἰδίᾳ τῶν ἁγί ων ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἦσαν «ἐκεῖνοι, πού μέ τήν ἐπισκοπικήν διαδοχήν ἔχουν δεχθεῖ τό βέβαιον χάρισμα τῆς ἀληθείας» qui cum episcopatus successione charisma veritatis certum acceperunt, κατά τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο.

Ὁρισμός τῆς Παραδόσεως. Ἡ θέση της καί ἡ λειτουργία της μέσα στήν Ἐκκλησία

Στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται νά ὁρίσουμε καλλίτερα καί ἐπιστη μονικότερα τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Πολλά ἔχουν εἰπωθεῖ ὡς ὁρισμός τῆς Παραδόσεως στήν προσπάθεια τῶν θεολόγων νά ἐμβαθύ νουν στό νόημά της (ἤ καί στήν προσπάθειά τους νά τήν καταστήσουν ἕνα ἐργαλεῖο κατάλληλο γιά «ἀνανέωση» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἤ ὑπονομεύσεως τοῦ περιεχομένου της), ὅπως βιώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι γιά τόν Λόσκυ Παράδοσις εἶναι «ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μεταδίδοντος εἰς πᾶν μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά ἐννοήσῃ, δεχθῃ καί γνωρίση τήν Ἀλήθειαν ἐν τῷ ἰδίῳ Αὐτῆς Φωτί ... καί οὐχί κατά τό φυσικόν φῶς τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς». Γιά τόν π. Γ. Φλωρόφσκυ Παράδοσις εἶναι: «ἡ σταθερή παραμονή, ἡ συνεχής ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος καί ὄχι ἡ μνήμη τῶν λέξεων, δέν εἶναι ἱστορική ἀλλά «χαρισματική» ἀρχή. ...δέν εἶναι ἡ συνέ χεια τῆς ἀνθρώπινης μνήμης ἤ ἡ διατήρηση ἠθῶν καί ἐθίμων, εἶναι ἡ συνέχεια τῆς θείας συμπαραστάσεως, ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κινεῖ τήν Ἐκκλησία σέ ὁλοένα καί πληρέστερη κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας «ἀπό δόξης εἰς δόξαν» ... Γιά τόν π. Δημ. Στανιλοάε «Παράδοση εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ὅρος διά τοῦ ὁποίου αὕτη διατηρεῖται ζῶσα καί ἀναλλοίωτος». Ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς γνῶμες περί τῆς παραδόσεως κι ἄλλες περισσότερες προτιμοῦμε αὐτήν τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἰουστίνου Ποποβιτς. Γράφει:

«Τί εἶναι «αἱ παραδόσεις ἡμῶν»; Πάντα ὅσα ὁ Θεάνθρωπος Χρι στός, ὁ Ἴδιος καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδωσε ἐντολήν νά κρατῶμεν καί κατ’ αὐτά νά ζῶμεν˙ πᾶν ὅ,τι παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, ἐν τῇ ὁποίᾳ κατοικεῖ διαρκῶς ὁ ἴδιος μετά τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Του ... «Αἱ παραδόσεις» μας εἶναι ἡ νέα ζωή τῆς Χάριτος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ... Πάντα ὅσα παρεδόθησαν εἰς τούς Ἀποστόλους ὑπό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποτελοῦν ἀκριβῶς «τήν Παράδοσιν», τήν Ἁγίαν Παράδοσιν, δηλ. ὅλην τήν διδασκαλίαν τοῦ Σωτῆρος καί ὅλας τάς ζωοποιούσας ἐνεργείας διά τήν πραγμάτωσιν τῆς διδασκαλίας ταύτης εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων. Ταῦτα πάντα παρέδωσαν εἰς ἡμᾶς «εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς». Ἡ παράδοσις εἶναι ἐν μέρει γεγραμμένη, ἐνῶ κατά τό πλεῖστον παρεδόθη προφο ρι κῶς, ἀλλ’ ὅμως ὅλα μαζί ἀποτελοῦν τήν Θείαν Ἀποκάλυψιν, δηλ. τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, τό Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας, τό παραδοθέν ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἐκκλησίαν διά τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους «ἀπό τοῦ νῦν ἕως τοῦ αἰῶνος» ... Τό γραπτόν Εὐαγγέλιον συμπληρώνεται μέ τό ἄγραφον Εὐ αγγέλιον τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπ’ αὐτοῦ ἑρμηνεύεται διά τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ κατοικοῦντος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὄντως ὅλα αὐτά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποτελοῦν μίαν ὁλότητα, ἕν ζῶν πνευματικόν σῶμα, ἡ γραπτή δηλαδή καί ἄγραφος παράδοσις. Διό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Παράδοσις ἐστί, μηδέν πλέον ζήτει» (P.G. 62, 488), διότι ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται πᾶν ὅ, τι εἶναι ἀναγκαῖον διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καί διά τήν αἰώνιόν των ζωήν, ἐν τῷ παρόντι καί ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ... Μέ μίαν λέξιν, ἡ θεία, ἡ θεανθρωπίνη Παράδοσις εἶναι τό παραδίδειν διά μέσου τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, μετά πασῶν τῶν θείων ἀ ληθειῶν καί τῶν ἐντολῶν, τῶν χαρίτων (τῶν μυστηρίων) καί τῶν ἀρετῶν Αὐτοῦ, ὡς ζῶντα Θεόν καί Σωτῆρα, ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησίαν...» ( Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος σ. 201-202).

Αὐτή ἡ «ὁλότητα ... ἡ γραπτή καί ἄγραφος παράδοσις» φυλάσσεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς θησαυρός πολυτίμητος καί καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὡς πρός τήν πίστη καί ὡς πρός τό ἦθος καί τήν καθόλου ζωή. Ὅμως ἐξ ἀρχῆς, ἡ Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός ἀντιμετώπισε προβλήματα ὡς πρός τήν πίστη, τή λατρεία, τό ἦθος καί τήν ἐν γένει ποιμαντική της ἐξ αἰτίας ἀμφισβητήσεως ἀπό μέρους κάποιων χριστιανῶν καί ἐξ αἰτίας τῶν αἱρέσεων καί ἄλλων ἀναφυομένων πρακτικῶν ζητημάτων τά ὁποῖα ἀπαιτοῦσαν ἐπείγουσα λύση. Ἔτσι οἱ ποιμένες, οἱ Ἀπόστολοι κατ’ ἀρχάς καί οἱ διάδοχοί τους, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐπί μέρους ἀλλά καί ἐν Συνόδῳ ἔλυναν τά ζητήματα τῆς Πίστεως μέ Ὅρους καί τά ὑπόλοιπα θέματα μέ ἀποφάσεις τους, μέ Κανόνες προφορικούς στήν ἀρχή καί γραπτούς στή συνέχεια. Ἀντλοῦσαν γιά ὅλες τίς ἀποφάσεις τους ἀπό τήν ἀκένωτη πηγή τῆς ἐγγράφου καί ἀγράφου παραδόσεως. Οἱ Ἀπόστολοι ἐλάμβαναν πάντοτε ὑπ’ ὄψιν τους τό πνεῦμα, τόν «νοῦν» τῶν θείων Γραφῶν, τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Κυρίου· οἱ διάδοχοι τους, οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες, τήν Ἁγία Γραφή, τήν προφορική διδασκαλία καί τήν πρακτική τῶν Ἀποστόλων καί τούς Κανόνες τους· καί οἱ μετ’ αὐτούς Πατέρες πλήν τῶν ἀνωτέρω, τούς πρό αὐτῶν Πατέρες καί τούς Κανόνες τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψιν ἐπίσης καί οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, τόν τόπο καί τόν χρόνο, τή συνήθεια πού ἐπικρατοῦσε. Ὅλα ὅμως τά ἀποφάσιζαν μέ τήν ἐπιστασία, τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν Παράδοση. Δέν διεχώριζαν, ὡς πράγμα ἀδύνατο, τήν Πίστη ἀπό τό ἦθος καί τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἐτίθεντο ἐνώ πιόν τους ζητοῦντα ἐπιτακτική λύση. Ἔτσι ἐπλουτίζετο ἡ Παράδοσις, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἄγραφη παράδοση βασικός παράγοντας διαμορφώσεως τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας

Ἐδῶ θέλουμε νά ἐπιμείνουμε στήν ἄγραφη παράδοση, ὡς ἕνα ἐκ τῶν πλέον καθοριστικῶν παραγόντων γιά τήν διαμόρφωση τῆς Θ. Λατρείας, τόν τρόπο τελέσεως τῶν μυστηρίων ἀλλά καί τή θέσπιση τῶν γραπτῶν Κανόνων ὑπό τῶν ἐπί μέρους Πατέρων καί τῶν Συνόδων. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν δημιούργησαν τή Θ. Λατρεία ἐκ τοῦ μή ὄντος, δέν κατέγραψαν στά εὐχολόγια τόν τρόπο τελέσεως τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θ. Εὐχαριστίας (τό εἴδαμε αὐτό στά λεχθέντα τοῦ Μ. Βασιλείου) ἐκ τοῦ εὐσεβοῦς λογισμοῦ τους ἀλλά ἅρμοσαν ὅλη τή λατρεία ἐπί τῇ βάσει τῶν παραδόσεων τῶν Ἀποστόλων. Καί οἱ διάδοχοί τους μέ φόβο Θεοῦ προσέθεταν τῆ ἐπιστασίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στό θεμέλιο αὐτό πολύ ἀργά καί προσεκτικά πρός ὠφέλεια καί πνευματική προκοπή τῶν πιστῶν ἄλλους πολύτιμους λίθους πού δοκιμάζονταν ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή σταθερότητα, τήν τελειότητα, τήν ὀμορφιά, τήν ἀρτιότητα, τό δέσιμό τους μέ τήν ὑπό λοιπη οἰκοδομή, ἡ ὁποία ηὔξανε ἐν Κυρίῳ. Ἀντιστοίχως δέ νομοθε τοῦσαν, ὅπως οἱ σημερινοί κοσμικοί νομοθέτες δηλ. αὐθαίρετα κατά τήν γνώμη καί κρίση τους, ἤ τή γνώμη τῶν ἀρχόντων, ἤ κολακεύοντας τούς ἀρχομένους κλπ. Ἐθέσπιζαν κατά τό πνευματικό συμφέρον τῶν πιστῶν, τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας κατά νοῦν τήν ἁγία Γραφή, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό τό ὁποῖο ἐβίωναν ἀνέκαθεν οἱ χριστιανοί, ὡς ὀρθό, θεάρεστο, συμβατό μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ὠφέλιμο γιά τόν καθένα καί γιά ὅλους («ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, (οἱ Πατέρες) ὥρισαν τά συμφέροντα», κατά τόν Α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου) ἤ σέ κάποιες περιπτώσεις αὐτό πού ἡ τοπική ἐκκλησία ζοῦσε. Ἔτσι οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι παρεδόθησαν, κατά τόν Β΄ Κανόνα τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «ὀνόματι τῶν ἁγίων ... Ἀποστόλων», καταγράφουν τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Πάνω σ’ αὐτό τό θεμέλιο τῆς Παραδόσεως, ἐγγράφου καί ἀγράφου στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καί στούς ἀποστολικούς Κανόνες οἰκοδόμησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ἀρχιτε κτό νημα τοῦ συνόλου τῶν Ἱ. Κανόνων. Δέν ὑπάρχει αὐθαιρεσία στίς ἀπο φάσεις τους. Κι ὅταν «τέμνουν» μιά διαφορά μεταξύ ἐπισκόπων ἤ τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν λύνουν μιά ἀμφισβήτηση, ὅταν καθιερώνουν μιά πρακτική, πάντοτε πυξίδα τους εἶναι ἡ ἱερά Παράδοσις. Γι’ αὐτό καί τό Σῶμα τῶν Ἱ. Κανόνων ἔγινε καί γίνεται δεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού δέν ἔχει ἀνάγκη γιά νά ρυθμίσει τή ζωή της ἀπό ἕναν Codex Juris Canonici (Κώδικα κανονικοῦ δικαίου), ὅπως οἱ παπικοί, ἕνα ἀσφυκτικό νομοθέτημα κατά τά πρότυπα τοῦ κοσμικοῦ δικαίου ἀλλά ἔχει μέσα στή ζωή της τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ἀποκρυσταλλωμένη στούς ἱερούς Κανόνες. Ἐκεῖ μποροῦν καί πρέπει νά ἐντρυφοῦν οἱ ποιμένες, Πρεσβύτεροι καί Ἐπίσκο ποι, Μητροπoλίτες Πατριάρχες καί Σύνοδοι καί νά ἀγάλλονται «ὡς ἄν τις εὕροι σκῦλα πολλά», (Β΄Κανών τῆς Στ΄) δηλ. πολλά καί πολύτιμα λάφυρα καί νά ρυθμίζουν ἀσφαλῶς τά τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι τόση ἡ δυναμική τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ὡς ἐμπνεόμενη ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε δέν μπορεῖ κάποιος νά διακρίνει πάντοτε στούς ἱερούς Κανόνες τίς γραπτές ρίζες καί τήν ἀφετηρία τους. Γιά παράδειγμα ὁ Κ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ Ϟ΄ τῆς Στ΄, ὁ ΙΕ΄ τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας καί ὁ Ϟα΄ τοῦ Μ. Βασιλείου ἐπιτάσσουν νά μήν κλίνουμε γόνυ τήν Κυριακή. Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων εἶ ναι ἡ ζῶσα παράδοση πού θεμελιώνεται στή ζῶσα πίστη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στήν Ἀνάσταση καί τήν μέλλουσα βασιλεία. Αὐτήν τήν παράδοση ἐπικαλοῦνται ὅλοι οἱ ἀνωτέρω Κανόνες. Ὁ Κ΄ τῆς Α΄ λέγει: «Ἐπειδή τινες εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες καί ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑ π έρ τ ο ῦ π ά ν τ α ἐ ν π ά σ ῃ π α - ρ ο ι κ ί ᾳ φ υ λ ά τ τ ε σ θ α ι, ἐστῶτας ἔδοξε τῆ ἁγίᾳ Συνόδῳ τάς εὐχάς ἀποδιδόναι τῶ Θεῷ». Ζητεῖ ἡ Σύνοδος νά φυλάττωνται σέ κάθε ἐκκλησιαστική σύναξη ὅλες οἱ παραδόσεις, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ ὀρθία στάση προσευχῆς κατά τήν Κυριακή. Ὁ 90ος τῆς Στ΄: «Ταῖς Κυριακαῖς μή γόνυ κλίνειν ἐκ τῶν θεοφόρων ἡμῶν πατέρων κανονικῶς παρελάβομεν...». Ἐπικαλεῖται γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς γονυκλισίας κατά τήν Κυριακή τήν παράδοση τῶν Πατέρων. Ποιοί εἶναι αὐτοί; Εἶναι ὁ ἱερομάρτυς Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γράφει: «τήν δέ Κυριακήν χαρμοσύνης ἡμέραν ἄγομεν, διά τόν ἀναστάντα ἐν αὐτῇ, ἐν ᾗ οὐδέ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν». Καί ὁ Ἅγιος Πέτρος λοιπόν λέγει ὅτι ἔχουμε παραλάβει νά μήν κλίνουμε γόνυ τήν Κυριακή. Εἶναι καί ὁ Μ. Βασίλειος ὁ ὁποῖος στήν ἐπιστολή του πρός τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου πού προαναφέραμε, μέρος τῆς ὁποίας συγκροτεῖ δύο Κανόνες του, τόν 91ο καί τόν 92ο, περιλαμβάνει στά ἄγραφα τῆς Παραδόσεως «τά ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα» τό γεγονός ὅτι «ὀρθοί ποιοῦμεν τάς εὐχάς τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων (δηλ. τήν Κυριακή)». Ἔτσι λοιπόν ἡ ἐπίκλησις τῶν θεοφόρων πατέρων, ἤ τῶν Ἀποστόλων, ἤ ἡ ἐντολή «τοῦ πάντα φυλάσσεσθαι» ἤ τό ἁπλό «παρειλήφαμε» δηλ. ἔχουμε παραλάβει, δηλώνουν κατά τή γνώμη μας τήν ἐμπειρία, τή ζωή, τήν πρακτική ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε διά τῆς προφορικῆς ἤ γραπτῆς διδασκαλίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ἡ ἐπίκλησις ὑπό τῶν Κανόνων τῆς ἐκκλησιαστικῆς «συνηθείας». Καλή καί «πονηρά» συνήθεια

Συχνά λοιπόν στούς Κανόνες γίνεται ἐπίκληση τῆς Παραδόσεως. μέ ποικίλους τρόπους καί ὅρους. Ἕνας τρόπος εἶναι ἡ ἐπίκλησις τοῦ παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας μέ τούς ὅρους «ἀρχαῖο ἔθος», «ἀρχαῖος τύπος», «ἀρχαία συνήθεια»ἤ «ἀρχαία παράδοσις». Ἔτσι ὁ ΝΗ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ περί τῆς χειροτονίας ἐπισκόπων ἐπιτάσσει: «Ὁ ἀρχαῖος τύπος φυλαχθήσεται, ἵνα μή ἥττονες τριῶν τῶν ὁρισθέντων εἰς χειροτονίαν Ἐπισκόπων ἀρκέσωσι». Μ’ αὐτά τά λόγια ἀνανεώνει τόν Ἀποστολικό Κανόνα, τήν ἀρχαία παράδοση πού εδῶ εἶναι τ ύ π ο ς δηλ. συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική πρακτική.

«Τά ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω» λέγει ὁ Στ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμ. προκειμένου νά κατοχυρώσει τήν ποιμαντική ἐξουσία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας ἐπί τῶν Μητροπόλεων τῆς Αἰγύπτου. Κι ἐδῶ ὑπονοεῖ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στόν ΛΔ΄ Ἀποστο λι κό Κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει ὅτι οἱ ἐπίσκοποι κάθε ἔθνους πρέπει νά ἀναγνωρίζουν ἕναν ὡς πρῶτον καί τίποτε νά μήν πράττουν χωρίς τή γνώμη του. Γράφει καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό Πηδάλιο ὅτι κάποιος ἐπίσκοπος τῆς Αἰγύπτου μέ κάποια παρανομία του «ἔδωκε αἰτίαν εἰς τήν Σύνοδον ταύτην νά ἐκθέσουν τόν παρόντα Κανόνα καί νά διωρίσουν ὄχι κανένα νέον, ἀλλά μόνον νά ἐπικυρώσουν τάς τάξεις ὁποῦ ἐσώζοντο ἐκ παλαιᾶς συνηθείας ὄχι μόνον εἰς τούς Πατριάρχας, ἀλλά καί εἰς τούς Μητροπολίτας κλπ». Βλέπουμε ἐδῶ τή δύναμη τῆς Παραδόσεως, ἡ ὁποία διά τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας ἐπιβε βαι ώ νει, ἀνανεώνει, ἐνεργοποιεῖ καί καθιστᾶ συγκεκριμένη τήν ἐφαρ μογή τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ἔτσι γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «... ἡ Σύνοδος ἀνανέωσε τό ἀρχαῖο ἔθος καί πάλι ἐπεσφράγισε». Τό ἴδιο καί ὁ Η΄ Κανών τῆς Γ ΄ Οἰκουμ. ἐπιτάσσει οἱ κατά Κύπρον προεστῶτες (δηλ. οἱ ἀρχιε πίσκοποι) νά τελοῦν αὐτοί μόνοι τους μέ τή Σύνοδό τους τίς ἐκλογές καί χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων τῆς Κύπρου χωρίς τήν ἀνάμιξη τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας. Καί ἐπικαλεῖται ὁ Κανόνας «τούς Κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν» καί διακηρύσσει ὅτι σέ κάθε ἐκκλησιαστική ἐπαρχία πρέπει νά τηρεῖται ἡ παλαιά τάξις «κατά τό πάλαι κρατῆσαν ἔθος». Τό ἴδιο συμβαίνει καί γιά τά δίκαια, δηλ τή δικαιοδοσία, τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων («συνήθεια κεκράτηκε καί παράδοσις ἀρχαία» λέγει ὁ Ζ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς) ...

Ὅπως παρατηροῦμε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ἔθους ἤ τῆς συνηθείας εἶναι ἰσχυρό ἐπιχείρημα. Ἄν καί ἡ συνήθεια εἶναι ἀνώνυμη δηλ. δέν ταυτίζεται μέ κάποιο πρόσωπο ἔχει μεγάλη δύναμη γιατί δέν πρόκειται γιά μιά ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη συνήθεια ἀλλά γιά τή θεανθρώπινη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γιά τό ἔθος πού ἔγινε μέ τήν ἐπιστασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος καθολικά ἀποδεκτό. Λέγει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος «ὅτι ἔνθα οὐκ ἔστι κανών ἤ ἔγγραφος νόμος, κρατεῖ ἡ καλή συνήθεια, ἡ ὀρθῷ λόγῳ καί πολλοῖς ἔτεσι δοκιμασθεῖσα καί μή ἐγγράφῳ κανόνι ἤ νόμῳ ἐναντιουμένη, τάξιν κανόνος καί νόμου ἐπέχουσα» (Πηδάλιον σ. ιθ΄). Γι’ αὐτό ἔχει δίκιο ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ ἐκ Λειρίνου, ὅταν λέγει: «teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est».

Βέβαια δέν ἐπικρατεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς εὐλογημένη πρακτική, ὁποιαδήποτε κακή συνήθεια. Καί σ’αὐτό ἔχει δίκιο ὁ Ἅγιος Αὐγου στῖνος ὅταν λέει: «In Evangelio Dominus, Ego sum, inquit, veritas. Non dixit, Ego sum consuetudo » δηλ. στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀλήθεια», δέν εἶπε «Ἐγώ εἶμαι ἡ συνήθεια», καί ὁ ἅγιος Κυπριανός ὅταν λέει: «ἡ ἀρχαιότης (δηλ. ἡ αρχαία συνήθεια) χωρίς ἀλήθεια εἶναι ἕνα παμπάλαιο σφάλμα». Μ’ αὐτά πού λέγουν οἱ Πατέρες ἐννοοῦν ὅτι ὑπάρχουν κακές συνήθειες πού δέν μποροῦν νά ἰσχύσουν μέσα στήν Ἐκκλησία εἰς βάρος τῆς Ἀληθείας.

Ὁ Α΄ κανόνας τῆς ἐν Σαρδικῇ τοπικῆς Συνόδου λέγει: «Οὐ τοσοῦτον ἡ φαύλη συνήθεια, ὅσον ἡ βλαβερωτάτη τῶν πραγμάτων διαφθορά ἐξ αὐτῶν τῶν θεμελίων ἐστίν ἐκριζωτέα...». Αὐτόν σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγει ὅτι «πρέπει νά ἀνατρέπεται μέν κάθε κακή καί ψυχοβλαβής συνήθεια, ....νά στερεώνεται δέ καί νά φυλάττεται κάθε συνήθεια καλή καί ὠφέλιμος». Ἔτσι οἱ Κανόνες λειτουργοῦν διπλᾶ: ἐπικυρώνουν ἤ ἀνανεώνουν δηλ. κάμουν ἐνεργῆ κάθε συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τή ζωντανή της Παράδοση πού εἶναι συμβατή μέ τήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, καί ἀκυρώνουν καί ἐκριζώνουν, ὡς καταστροφική τῆς ἀληθείας καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, κάθε βλαβερή ἤ πονηρά συνήθεια τῶν ἀνθρώπων, συμβατή μέ τήν φιλαυτία καί τά πάθη.

Ἡ μή ἐπίκληση τῆς Παραδόσεως ὑπό τῶν Κανόνων δένσημαίνει αὐθαιρεσία ἀποφάσεων ἐκ μέρους τῶν Πατέρων

Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς ἐπικλήσεως τῆς συνηθείας ἀπό τούς περισσοτέρους Κανόνες δέν σημαίνει αὐθαιρεσία στή λήψη άποφάσεως ὑπό τῶν Πατέρων. Ἄλλοι Κανόνες μνημονεύουν τήν προϋπάρχουσα παράδοση, τή συνήθεια, ἤ τούς πατέρες ἤ τούς κανονικούς θεσμούς ἤ τάς «ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἤ τά παραδεδομένα» καί ἄλλοι ὄχι.

Ἔτσι ἐκριζώνει ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Α΄ Κανόνος τῆς έν Σαρδικῆ τήν «φαύλη συνήθεια» νά μετατίθεται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό μικρή σέ μεγαλύτερη ἐπαρχία, ὁ Ε΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. τήν «πονηρά συνήθεια» νά χει ροτονοῦνται κληρικοί «διά δόσεως χρυσίου», ὁ ΛΒ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν κακή συνήθεια τῶν Ἀρμενίων νά μήν ἀναμιγνύουν ὕδωρ μέ τόν οἶνο κατά τή Θεία εὐχαριστία, μιά συνήθεια πού «καινίζει τά παραδεδομένα» καί εἶναι ἀντίθετη ἀπό τή «θεόσδοτο τάξη» ἡ ὁποία «κρατεῖ» στήν Ἐκκλησία, ὁ 90ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν κακή συνήθεια κάποιων χριστιανῶν νά γονατίζουν τήν Κυριακή, ὁ 99οςς τῆς ΣΤ΄ τήν ἰουδαϊκή συνήθεια νά προσφερουν οἱ Ἀρμένιοι χριστιανοί μέσα στό ἅγιο Βῆμα ψημένα κρέατα, ὁ ΠΑ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν συνήθεια νά προσθέτουν στόν Τρισάγιο Ὕμνο μετά τό «ἅγιος ἀθάνατος» τή φράση «ὁ σταυρωθείς δι’ ἡμᾶς», ὁ Ε΄ Ἀποστολικός, τή συνήθεια κάποιων κληρικῶν «προφάσει εὐλαβείας» νά διώχνουν τίς συζύγους τους, ὁ ΞΔ΄ τήν κακή συνήθεια τῆς νηστείας τοῦ Σαββάτου ὁ ΞΒ΄ τή συνήθεια νά φοροῦν οἱ χριστιανοί κωμικά προσωπεῖα τή Μ. Τεσσαρακοστή κ.λ.π.

Ἀπό τήν ἄλλη ὁ ΙΒ΄ Κανών τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς ἐπισφραγίζει τή συνήθεια τῆς ἀγαμίας τῶν ἐπισκόπων, ἀποβλέπων στήν ὠφέλεια τῶν πιστῶν. Ὁ Ζ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμ. κατοχυρώνει κατά γράμμα τήν ἐκκλη σιαστική πράξη τῆς χρίσεως μέ τό Ἅγιο Μύρο «σφραγιζομένους... τῶ Ἁγίῳ Μύρῳ, τό τε μέτωπον καί τούς ὀφθαλμούς, καί τάς ρίνας καί τό στόμα καί τά ὦτα καί σφραγίζοντες αὐτούς λέγομεν Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου καί τῶν ἐξορκισμῶν: ἐξορκίζομεν αὐτούς μετά τό ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον καί εἰς τά ὦτα». Μαζί μ’ αὐτά, μέ διασταλτική ἑρμηνεία ὁ Κανόνας αὐτός κατοχυρώνει καί ὅλη τήν ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων διαμορφωθεῖσα ἐν ἁγίῳ Πνεύματι Λατρεία τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Ζ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. ἀνανεώνει τό ἔθος τῶν ἐγκαινίων τῶν Ναῶν διά τῆς καταθέσεως μαρ τυρικῶν λειψάνων καί μ’ αὐτή τήν ἀφορμή ὁρίζει νά ἀνανεωθοῦν τά ἐκκλησιαστικά ἔθη καί νά «κρατοῦν» δηλ. νά ἰσχύουν «κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν». Τήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησια στι κοῦ σώματος ἀπό τήν ἀταξία τῶν συμψαλλόντων ἀναδεικνύει ὁ ΙΕ΄ τῆς έν Λαοδικείᾳ ὁ ὁποῖος, ἀντίθετα ἀπό τήν διά τῆς βίας σήμερα ἐπιβαλλομένης συμψαλμωδίας, ἐπιτάσσει νά ψάλλουν στήν Ἐκκλησία μόνον οἱ κανονικοί ψάλτες καί μάλιστα «ἀπό διφθέρας» δηλ. μέσα ἀπό τά λειτουργικά καί μουσικά τους βιβλία. Ὁ ΚΖ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. ἐπι κυρώνει τό ἐκ παραδόσεως ἔθος οἱ ἱερεῖς νά ἐνδύοντα ὄχι ἐνδύματα ἀνάρμοστα ἀλλά «στολαῖς κεχρήσθω ταῖς ἤδη τοῖς ἐν κλήρῳ καταλεγομένοις ἀπονεμηθείσαις». Εἶναι πάλι ἀδιανόητο στήν Ἐκκλησία νά ἐξισώνονται κληρικοί καί λαϊκοί. Γι’ αὐτό ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος τῶν λαϊκῶν στό ἅγιο θυσιαστήριο, πολλῷ μᾶλλον ἡ μετάδοσις τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἐντός αὐτοῦ κατά τόν ΞΘ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. καί τόν ΙΘ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ. Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπιτελοῦν καί μια ἄλλη λειτουργία. Ἀναδεικνύουν τήν ὑπάρχουσα εὐ ρύτερη παράδοση. Ἔτσι ἐπί τῆ βάσει τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ περί τοῦ ἀβάτου τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία ἐκτός τοῦ ἁγίου Βήματος σέ κοινή θέα θεα τρικοῦ τύπου, πάνω σέ τραπεζάκια, ὅπως τελεῖται σήμερα ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Αδελφοθέου, δῆθεν ἀρχαιο πρεπῶς, ἔχοντας ὑποστεῖ ποικίλες διορθώσεις - λέγε διαστρεβλώσεις (βλ. π. Βασιλείου Σπηλιοπούλου Ἡ λεγομένη Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου, ὁ Δούρειος Ἵππος τῆς «Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», ww.orthros .org).

Ἡ ἐπανάληψη τῶν Ἱ. Κανόνων δηλώνει τή σταθερή καί βεβαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑπάρχουν ἱεροί Κανόνες οἱ ὁποῖοι ἐπανέρχονται στά ἴδια θέματα καί ἐπιτάσσουν τά ἴδια, ὅπως οἱ Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τίς συμπρο σευχές. 13 Κανόνες τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐπί μέρους Πατέρων ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές (π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου Ἡ Συμπροσευχή μέ αἱρετικούς). Σ’ αὐ τές διακρίνει κανείς τό φρόνημα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἀπό τούς λόγους τούς Κυρίου «προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν», τῶν ἁγίων Ἀποστόλων «εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» καί «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῶ μή λεγετε» καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μέχρι τήν ἀποχώρηση τῶν ἱερέων καί λαϊκῶν κατά τή μνημόνευση τοῦ Πάπα στήν Κων/πολη μετά τήν ψευδο-ένωση Φερράρας – Φλωρεντίας, ἔχει τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὀντολογικῶς, αὐτοί πού δέν συνάπτονται μέ τόν Κύριο σέ ἕνα Σῶμα διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος νά συνάπτονται μέ τούς ὀρθοδόξως βαπτισμένους σέ κοινή προσευχή εἴτε κατ’ οἶκον εἰτε ἐπ’ ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό εἶναι ἀστασίαστη, δηλ. ἑνιαία, ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Συνόδων γιά τήν ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης. Ὀκτώ Ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τή χειροτονία ὅσων ὑπέπεσαν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα (ΚΕ΄ ,ΞΑ΄ Ἀποστ., Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμ., Νεοκαισ. Θ΄ Ι΄ Θεοφίλου Γ΄, Ε΄ ΣΤ΄ Οἰκουμ) ἤ ἀπαιτεῖ τήν καθαίρεση ἄν ὑπέπεσαν μετά τή χειροτονία σ’ αὐτά ἤ τά ὁμολόγησαν μετά. Κι αὐτό γιατί αὐτή εἶ ναι ἡ συνείδηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμ.: «τό γάρ ἀνεπίληπτον ἐκδικεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία». Αὐτή ἡ συνείδησις τῇ διαρκῇ παρουσίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραμένει στήν Ἐκκλησία ἡ αὐτή, σταθερή καί ἀμετακίνητη. Εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδεχθεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀληθεῖς ποιμένες ὅσους ἐπέδειξαν μεμολυσμένο κι ἀκάθαρτο βίο ἔστω καί πρόσκαιρα, διότι πρέπει νά εἶναι καθαρός σέ ὅλα, «ἀνεπίληπτος» κατά τόν Ἀπόστολο, ὅποιος τελεῖ τήν ἀναίμακτη ἱερουργία ἀλλά καί τά ἄλλα μυστήρια καί ἔχει τήν ποιμαντική φροντίδα τοῦ λαοῦ.

Παρόμοιες εἶναι οἱ περιπτώσεις τῆς ἀπαγορεύσεως μεταθέσεως τῶν ἐπισκόπων καί τῆς καθαιρέσεως τῶν διά χρημάτων χειροτονηθέντων. Ὅλα ἐκφράζουν τή διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παραδίδεται διά μέσου τῶν γενεῶν διά τῆς χειροτονίας καί τῆς αὐθε ντικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ἡ Παράδοσις, ὡς ζῶσα ἐμπειρία καί διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπεκτείνει σέ βάθος καί πλάτος τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων.

Ἐρχόμαστε τώρα σέ μιά ἄλλη πολύ λεπτή πτυχή τῆς ἐκκλησια στικῆς Παραδόσεως. Ἡ Παράδοσις, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἀφορᾶ καί ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐπικυρώνεται, συγκεκριμενοποιεῖται καί λύνει κάθε παρανόηση καί παρεξήγηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ἡ δυναμική της δέν περιορίζεται στούς ἱερούς Κανόνες. Μιλήσαμε γιά τήν ἄγραφη παράδοση ὡς βασικό παράγοντα στή διαμόρφωση τῶν Κανόνων. Ἡ Ζ΄ Οἰ κουμ. Σύνοδος λέγει ὅτι πρέπει νά τηρεῖται στήν Ἐκκλησία ἡ «ἔγγραφος καί ἄγραφος θεσμοθεσία». Πολλές φορές ἕνας μεταγενέστερος Κανόνας φανερώνει μιά προϋπάρχουσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας παράδοση, μάλιστα στή ρύμη τοῦ λόγου, ὅπως οἱ ΙΓ΄, ΙΔ΄, ΙΕ΄ τῆς Πρω τοδευτέρας Συνόδου (861) οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ρητῶς ὡς ὑποχρεωτική τή μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου κατά τή Θ. Λειτουργία (πλήν τῶν περιπτώσεων ἀποτειχίσεώς του). Αὐτό γινόταν ἀνέκαθεν, ἀλλά ἀναφέ ρεται τώρα γραπτῶς ἐπειδή παρέστη ἀνάγκη. Ὅλη ἐπίσης ἡ λειτουργική ζωή, ἡ δομή τῶν ναῶν, τά ἄμφια τῶν κληρικῶν, ἡ ἁγιοκατάταξη κλπ. δέν ρυθμίζονται ἀπό Κανόνες, παρά μόνο περιστασιακά σέ περίπτωση ἀμφισβητήσεως. Πολλές φορές πάλι κάποιος Κανόνας φέρων ἐν ἑαυτῷ τή σχετική Παράδοση ἀποτελεῖ τή βάση τήν πυξίδα γιά διεύρυνση τῆς παραδόσεως εἴτε μέ θέσπιση ἄλλου Κανόνος εἴτε ὄχι. Ἔτσι ὁ ΞΘ΄ Ἀποστολικός καί ἄλλοι Κανόνες ὁμιλοῦν περί τῆς νηστείας Τετάρτης, Παρασκευῆς καί Μ. Τεσσαρακοστῆς. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει πλέον σταδιακά φέρει μέσα στή ζωή της καί ἀποτελεῖ καθολική παράδοση, τήν Τεσσαρακοστή τῶν Χριστουγέννων, τήν νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τή νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Στόν Ε΄ Ἀποστολικόν φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν ἔγγαμοι ἐπίσκοποι. Στόν ΙΓ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. καθιερώνεται ἡ ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων, πού ὑπῆρχε σχεδόν ὡς καθολική παράδοση (καί φαίνεται αὐτό ἀπό προσεκτική ἀνά γνωση τοῦ Κανόνος) ἀλλά τό κάμει ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος ἀποβλέπο ντας στήν προκοπή τῶν χριστιανῶν καί γιατί, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἔβλεπε «προκόπτουσαν τήν ἐκκλησίαν, καί ἀνθοῦσαν τήν πολιτείαν τῶν Χριστιανῶν εἰς τάς ἀρετάς». Ἄλλο παράδειγμα: Σύμφωνα μέ τόν Ζ΄ ἀποστ. Κανόνα τό Πάσχα πρέπει νά ἑορτάζεται μετά τήν ἐαρινή ἰσημερία καί νά μήν συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μέ τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων. Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση καθιέρωσε καί ἄλλες δύο προὑποθέσεις: α) νά τελεῖται τό Πάσχα ὕστερα ἀπό τήν πρώτη πανσέληνο τοῦ Μαρτίου πού θά τύχει μετά τήν ἰσημερία καί β) νά τελεῖται τήν π ρ ώ τ η Κυριακή μετά τήν πανσέληνο. Ἡ παράδοσις αὐτή δηλ. ἡ ἔγγραφος τοῦ Κανόνος καί ἡ ἄγραφος ὑπό τῶν Πατέρων τηρεῖται καί πρέπει νά τηρεῖται. Τό Κανόνιο τοῦ Πάσχα, ὁ τρό πος γιά νά εὑρίσκεται τό Πάσχα εἶναι καθιερωμένο ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδο καί δέν δικαιοῦται κανείς νά τό παραβεῖ, οὔτε νά καθιερώσει σταθερή ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα γιά νά τό γιορτάζουμε μαζί μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως γιά πολλές δεκαετίες προσπαθοῦν νά τό ἐπιβάλλουν οἱ οἰκουμενιστές. Κι ἄλλο παράδειγμα: ὁ ΝΔ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. ὁμιλεῖ περί τῶν ἀθέσμων καί ἐμποδισμένων γάμων καί ἀπαγο ρεύει τούς γάμους μέχρι δ΄ βαθμοῦ ἐξ αἵματος καί ἐξ ἀγχιστείας. Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπεξέτεινε τόν Κανόνα ἐμποδίζοντας τούς γάμους μέχρι καί τόν ζ΄ βαθμό. Καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος συνέταξε εἰδική διδασκαλία περί συνοικεσίων δηλ. περί τῶν ἐπιτρεπομένων καί ἀπαγο ρευμένων γάμων.

Στό θέμα τῶν ἐν ἀφέδρῳ γυναικῶν, ἐπειδή ὑπάρχει πολεμική γιά τή θέση τους στή λατρείᾳ ἀπό τό φεμινιστικό καί τόν νεοεποχήτικο λειτουργιολογικό χῶρο, ἄς γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε τή ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Διαμαρτύρονται οἱ μοντέρνοι θεολόγοι για τί ἡ Ἐκκλησία ἐπιβάλλει στίς γυναῖκες πού ἔχουν τά καταμήνια νά μή κοινωνοῦν, νά μήν ἀσπάζονται τίς εἰκόνες κλπ. καί γιατί διαβάζουμε εὐχές στίς λεχῶνες τήν α΄ ἡμέρα καί κατά τό σαραντισμό. Λέγουν ὅτι εἶναι εὐχές μεταγενέστερες σύμφωνα μέ τά χειρόγραφα. Δέν θέλουμε ἐδῶ νά ἀσχοληθοῦμε μέ τή δεοντολογία τῆς ἀναγνώσεως, ἀλλά μόνο μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔρχεται ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, ἱερομάρτυς, ἐν μέσω διωγμῶν (περί τό 240 μ.Χ) ἐρωτηθείς ἄν μποροῦν νά εἰσέρχο νται στό ναό οἱ γυναῖκες πού εὑρίσκονται στήν ἔμμηνο ρύση ἀπαντᾶ ὅτι «εἶναι περιττό καί νά ρωτᾶ κανείς γιατί,νομίζω» γράφει «ὅτι αὐτές ἀπό μόνες τους ἄν εἶναι πιστές καί εὐλαβεῖς, ὅταν βρίσκονται σ’ αὐτή τήν κατάσταση δέν θά τολμήσουν νά πλησιάσουν στήν ἁγία τράπεζα ἤ νά μεταλάβουν τά ἄχραντα μυστήρια». Καί εἶναι αὐτά πού γράφει ὁ Β΄ Κανόνας του ἐπικυρωμένα ἀπό τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Δέν εἶναι δύσκολο κανείς νά καταλάβει ὅτι ὁ Ἅγιος μεταφέρει ἐδῶ, μάλιστα μέ τή φράση «πιστάς οὔσας καί εὐλαβεῖς», ὅλη τή ζῶσα παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ὄχι, ὅπως λένε καί γράφουν οἱ ἀνόσιοι καί ἀδαεῖς, ἰουδαϊκές προκαταλήψεις. Παρόμοια λέγει καί ὁ Ἅγιος Τιμόθεος Ἀλεξανδρείας, ἕνας ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει ἐπιπλέον ὅτι ἡ γυναῖκα ὅταν βρίσκεται στήν κατάσταση αὐτή ἔστω κι ἄν ἔχει κατηχηθεῖ καί ἑτοιμάζεται νά βαπτισθεῖ πρέπει νά ἀναβάλλει τή βάπτισή της μέχρι νά καθαρισθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν στήν γυναῖκα πού γέννησε, τήν ταλαιπωρημένη ἀπό τή λοχεία καί τή ρύση αἵματος, προσφέρει τίς εὐχές της καί τήν πρώτη μέρα τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ καί στά σαράντα, μόλις παύσει αὐτή ἡ λειτουργία καί νοιώθει ὅτι ἀ νακτᾶ τίς δυνάμεις της καί ζητᾶ ἀπό τόν Θεό τήν ἴαση καί τήν κάθαρσή της ἀπό «τό σωματικό ρύπο» καί τόν «σπίλο τῆς ψυχῆς». Ζητᾶ τή σκέπη τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. Καί βλέπουμε ἐδῶ τή συνέχεια καί τήν ἐπέκταση τῆς παραδόσεως, πού στηρίζεται στούς κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων καί δέν ἀφήνει ἔτσι τίς μητέρες καί ἁπλώνει δράση εὐεργετική τῆς θείας Χάριτος στά νεογνά καί τίς μητέρες τους. Καί γιά ὅποιους δέν μποροῦν πράγματι ἤ δέν θέλουν νά καταλάβουν παραθέτουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «ἡμεῖς ἕνα χρέος ἀπαραίτητον ἔχομεν νά ὑπακούωμεν καί νά ἀκολου θοῦμεν εἰς τούς Κανόνας μέ ἀδιάκριτον ὑπακοήν καί ὄχι νά καθήμεθα κριταί καί ἐξετασταί τῶν ὑπό τοῦ Πνεύματος προστεταγμένων, διά τί τοῦτο, καί διά τί ἐκεῖνο λέγοντες, ἵνα μή ὑποπέσωμεν εἰς τά φρικωδέστατα ἐπιτίμια τῶν παραβαινόντων τούς Κανόνας».

Τελευταῖο παράδειγμα ἰσχύος τῆς ἀγράφου παραδόσεως εἶναι ἡ νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας. Ὑπάρχει ἡ μοντέρνα, καταφρονητική τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων, διδασκαλία καί τακτική νά μήν προηγεῖται νηστεία πρίν κοινωνήσουμε! Ἄν καί δέν ὑπάρχει ἱερός Κανόνας σχετικός, ὅλοι γνωρίζουμε ἀπό τήν καθολικά ἀποδεκτή παράδοση τῆς ἁπανταχοῦ ὀρθοδοξίας ὅτι ἀπαιτεῖται τοὐλάχιστον μία ἡμέρα νηστείας καί ἐγκρατείας, ὡς προετοιμασία γιά τή θεία Μετάληψη ἀκόμη κι ἄν νηστεύει κανείς ὅλες τίς καθιερωμένες νηστεῖες.

Τό εὖρος τῆς Παραδόσεως. Οἱ Ἱ. Κανόνες πυξίδες ἀσφαλεῖς γιά τήν εὐταξία τῆς Καθόλου Ἐκκλησίας καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή τῶν πιστῶν

Μέ ὅσα εἴπαμε γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική Παράδοσις, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καλύπτει ἕνα τεράστιο χρονικό ἄνυσμα πού ξεκινᾶ ἀπό τήν Π.Δ. τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστό λων στήν Κ.Δ. διαπερνᾶ δηλ. τήν Ἁγία Γραφή, τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τούς ἱερούς Κανόνες καί ἐκτείνεται μέ βάση αὐτούς μέ ἀναλογική καί διασταλτική ἑρμηνεία πέρα ἀπ’ αὐτούς ἐκβάλλοντας στήν καθημερινή ἐκκλησιαστική ζωή καί γινόμενη ἀποδεκτή ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σήμερα. Ἡ Παράδοση ἔχει ἐπίσης ἕνα βάθος καί ποιότητα λεπτή πού σχετίζεται μέ τίς μεθόδους θεραπείας τῆς ψυ χῆς καί τήν κατά Θεόν, εὐαγγελική εἰρήνευση τῶν τοπικῶν Ἐκκλη σιῶν καί ἕνα πλάτος πού ἐκτείνεται σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς προσω πικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἀλλά καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, στήν ποιμαντική, στήν ὀργάνωση καί τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί δι’αὐτῆς μεταφέρεται, γιά νά θυμηθοῦμε τόν π. Ἰουστῖνο, «πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀνα γ καῖον διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καί διά τήν αἰώνιόν των ζωήν, ἐν τῷ παρόντι καί ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι....». Καί ὅλα αὐτά τά «ἀνα γ καῖα» διασώζονται ἀκέραια καί ἀσφαλῆ καί ἑρμηνεύονται στήν πράξη διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά θυμηθοῦμε τόν Λόσκυ («Παράδοσις εἶναι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μεταδίδοντος εἰς πᾶν μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά ἐννοήσῃ, δεχθῇ καί γνωρίση τήν Ἀλήθειαν ἐν τῷ ἰδίῳ Αὐτῆς Φωτί...») καί τόν Φλωρόφσκυ («παράδοσις εἶναι ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κινεῖ τήν Ἐκκλησία σέ ὁλοένα καί πληρέστερη κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας ἀπό δόξης εἰς δόξαν»). Ἐκεῖνο πού πρέπει νά εἰπωθεῖ μέ σαφήνεια σέ σχέση μέ τούς Κανόνες εἶναι ὅτι αὐτοί μαζί μέ τούς δογματικούς Ὅ ρους σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο περιχαρακώνουν τίς ἱερές ἀλή θειες ἀπό τά σοφίσματα τῶν κακοδόξων. Κάνουν ὁρατή, συγκεκριμένη τήν Ἱερά Παράδοση, τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτυπώνουν στό χαρτί, στή μνήμη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καί στήν καρδιά ἑκάστου τῶν Ὀρθοδόξων τήν πίστη καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱεροί Κανόνες διαλύουν κάθε ἀμφιβολία περί τοῦ πρακτέου, περί τοῦ ἀληθοῦς «νοῦ» καί τοῦ σκοποῦ τῆς ἁγίας Γραφῆς εἰδικά σέ σοβαρά, κομβικά θέματα καί ἀποτελοῦν πυξίδες πού χαράζουν πορεία γιά τήν ἀντιμετώπιση καί ἄλλων μερικοτέρων θεμάτων καί λυδία λίθο γιά νά ἐξετάζεται ἡ γνησιότητα τῶν παραδόσεων. Οἱ λύσεις, ἡ πρακτική πού ἀκολουθεῖται γιά τά θέματα αὐτά ἔστω κι ἄν δέν καταγράφεται σέ Κανόνες ἔχει καθολική ἰσχύ στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό ἐπιτυγχάνουν ἐπειδή ἔχουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες ἀρχές, ὡρισμένη «φιλοσοφία», τό νοῦ, τίς ἀρχές καί τή φιλοσοφία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ σκοπός τῶν Ἱ. Κανόνων εἶναι ταυτόσημος μέ τό σκοπό τοῦ Εὐαγγελίου, δηλ. ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ἁγία Τριάδα καί τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό φάρμακο τῆς σωτηρίας. Ὅποιος θέλει νά σωθεῖ πρέπει νά ἄρῃ τόν σταυρό του καί νά ἀκολουθήσει τό Χριστό. Ποιμένες καί ποιμαινόμενοι πρέπει νά ἀκολουθοῦν τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, χωρίς προφάσεις, ὅπως ἑρμη νεύεται ὑπό τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων. Ὅποιος δέν ἀκολουθεῖ παρά τίς συστάσεις τῶν ποιμένων νουθετεῖται καί ἐπιτιμᾶται. Ἐδῶ ὑπει σέρχεται ἡ λειτουργία τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ἄν ὁ χριστιανός ἐπιμένει στό δικό του θέλημα καί τήν ἁμαρτία, πρός καιρόν ἀπομακρύνεται ἀ πό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐάν μένει ἀδιόρθωτος ἐκβάλλεται ἀπό τήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μήν βλάψει καί τά ὑπόλοιπα λογικά πρόβατα. Ἄν διαβάσουμε προσεκτικά τήν Καινή Διαθήκη θά δοῦμε τή στάση τοῦ Κυρίου πρός τούς ἀποστόλους καί τῶν ἀποστόλων πρός ἀλλήλους καί πρός τούς πιστούς, καί θά κατανοήσουμε ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες ἀκολουθοῦν τήν ἴδια πορεία.

Ἡ σύγχρονη προσπάθεια ἀθετήσεως τῆς Παραδόσεως καί τῶν Ἱ. Κανόνων

Ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, ὅπως καί ἔχουν, ἄς προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε τί σημαίνει ἡ σημερινή ἤ μᾶλλον ἡ ἀπό τό 1923 μέ τό λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο ἀρξαμένη προσπάθεια ἀνατροπῆς τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγινε τότε, γίνεται καί τώρα προσπάθεια καταργήσεως ἤ ἀκυρώσεως πολλῶν κανόνων, τροποποιήσεως κλπ. Γιά ποιούς λόγους; Διότι, λέγουν οἱ θιασῶτες τῆς ἀνατροπῆς, συγκεκριμένα ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων»: «Ἡ Ἐκκλησία ἐφ’ ὅσον μετεβλήθησαν ἐν πολλοῖς αἱ ἀνάγκαι τῶν τέκνων αὐτῆς, ὄχι μόνον δύναται ἀλλά καί ὀφείλει νά προσαρμόσῃ πρός τάς νέας ταύτας ἀνάγκας τήν νομοθεσίαν αὐτῆς, ἀφ’ ἑνός μέν τροποποιοῦσα ἤ καί καταργοῦσα τούς εἰς ἀχρηστίαν περιελθόντας καί ἀνεφαρμόστους καταστάντας κανόνας, ἀφ’ ἐτέρου δέ προβαινουσα εἰς τήν θέσπισιν νέων κατά τάς σημερινάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν» (Οἰκουμ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων σ. 19). Πρόκειται γιά μιά λάθος ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους τοποθέτηση. Πουθενά ὁ Εὐαγγελικός λόγος δέν ὁμιλεῖ γιά «προσαρμογές» σύμφωνα μέ τήν μεταβολή ἀναγκῶν. Πουθενά οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν ὁμιλοῦν γιά κατάργηση καί τροποποίηση προγενεστέρων τους Κανόνων, Κανόνων πού ἔχουν τή σφραγίδα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε γιά νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας πού θεσπίζει νέους κανόνες γιά νέες ἀνάγκες, ἀντίθετες ἀπό τίς ἕως τώρα. Οἱ τυχόν καινούργιες ἀνάγκες, ἀνάγκες γιά τήν καλλίτερη κανονική ὀργάνωση καί διαποίμανση ἄν ποτέ χρειασθεῖ νά ρυθμισθοῦν, ὅπως ἔγινε καί παλαιότερα, πρέπει νά ἔχουν ὡς θεμέλιο τούς πρό αὐτῶν Ἱερούς Κανόνες καί τήν ζῶσα παράδοση. Προφανῶς ὁ συγγραφεύς δέν ἔχει κατανοήσει ὅτι ὅσα θεσπίζουν οἱ Ἱ. Κανόνες δέν εἶναι «νομοθεσία» κοσμική, ἀλλά ἀπόσταγμα τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρίας, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων καί τοῦ καθόλου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἀθετώντας αὐτούς, ἀθετοῦμε τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Οἱ Ἱεροί Κανόνες ἐπί τῆς οὐσίας τους βασίζονται στήν ὀρθόδοξη ἀνθρω πολογία καί σωτηριολογία. Ἔχουν ὡς ὑπόβαθρο τή διδασκαλία περί δημιουργίας, πτώσεως καί ὑποταγῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία, τή φθορά καί τό θάνατο και ἐπίσης τήν ἀποκατάσταση ἐν Χριστῷ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τή σωτηρία διά τῶν μυστηρίων, τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀσκήσεως. Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἁμαρτία παραμένουν ἴδια, ἀλλά καί ἡ σωτηρία καί τά θεραπευτικά φάρμακα, ὅπως τά ἐβίωσε στήν Παραδοσή της καί τά θεσμοθέτησε στούς Κανόνες της ἡ Ἐκκλησία παραμένουν τά αὐτά. Ἴδιες οἱ ἀρρώ στειες, ἴδια καί τά φάρμακα. Γι’ αὐτό οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν ἔχουν καθόλου μά καθόλου, ἐπαναλαμβάνω ὅσον ἀφορᾶ τόν πυρῆνα τους, τό οὐσιαστικό τους περιεχόμενο καιρικό χαρακτῆρα.

Ἐπειδή στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε σέ ἀπόψεις ἐπισκόπων θέλουμε νά ἐξηγήσουμε ὅτι αὐτό δέ γίνεται πρός ἔλεγχο τῶν ἰδίων, ἀλλά πρός ἔλεγχο τῶν ἀπόψεών τους σύμφωνα μέ ὅσα λέγει ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τήν ἀποφυγή ἐλέγχου τῶν ἐπι σκόπων καί καταλήγει: «Τό πρᾶγμα, βεβαίως, ἀλλάσσει ὅταν πρόκειται περί παραβάσεως Ἱ. Κανόνων καί ὅταν ὁ ἔλεγχος ἀσκῆται μέ ἀγάπην γνῶσιν καί διάκρισιν» (Ἀθωνικά Ἄνθη σ. 262). Γιά νά ἀπο δείξουμε λοιπόν τά προλεχθέντα παραθέτουμε τή γνώμη κληρικοῦ πού συμμετεῖχε σέ πανορθόδοξες διασκέψεις γιά τό θέμα τῶν συμπρο σευχῶν: «... δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τρο ποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά τήν τελικήν ἕνωσιν» (Συνοδικά VII, Ὀρθ. Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζί Γενεύης 1994, σ. 73). Ποιά εἶναι ἄραγε ἡ καινούργια «ἀνάγ κη» πού προέκυψε στούς πιστούς καί ἐπιβάλλει τήν συμπροσευχή μέ τούς αἱρετικούς, ὅταν σύμπασα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων ὡς σήμερα τή θεωρεῖ ἀδιανόητη; Ἡ παρανομία τῶν συμπροσευχομένων μέ αἱρετικούς ἀντί νά ἐλεγχθεῖ ὑπό τῶν Κανόνων καί τῶν τεταγμένων πρός τήρηση τῶν Κανόνων ὀργάνων, πρέπει νά γίνει νόμος καί νά ποδοπατηθοῦν οἱ Κανόνες τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων; Δέν πρόκειται λοιπόν γιά ἀλλαγή ἀναγκῶν ἀλλά γιά ἀλλαγή νοοτροπίας πού ἐκκλίνει πρός ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως.

Αὐτές οἱ ἀντορθόδοξες, ἀθεολόγητες ἀπόψεις δέν γράφονται μόνο στά βιβλία καί τά περιοδικά, ἀλλά διατυπώνονται ἀπό ἐπισκόπους ἀπεσταλμένους στά κατασκευασμένα θεσμικά ὄργανα, ὅπως πχ. εἶναι οἱ ἐπιτροπές καί οἱ λεγόμενες προσυνοδικές διασκέψεις πού προετοιμάζουν τή λεγομένη Μεγάλη καί ἁγία Σύνοδο. Σ’ αὐτήν σκοπεύουν ἐ κτός ἀπό τή λύση διοικητικῶν ζητημάτων, ὅπως τῆς κανονικῆς ὀργα νώσεως τῆς Διασπορᾶς νά ἐπιβάλλουν καί τήν κατεδάφιση τῶν νη στει ῶν, τῶν κωλυμάτων γάμου, τοῦ Πασχαλίου κλπ. Ἀναφέρουμε μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τή Β΄ προσυνοδική διάσκεψη (1982). Κατ’ αὐτήν ὁ μητροπολίτης Χ διαμαρτύρεται γιά τήν προηγηθεῖσα εἰσή γηση: « Ἐκ τῆς ὑποβληθείσης... εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως καταφαίνεται ὅτι οὐδέν νέον ἐπετεύχθη, ἀλλ’ ὅτι ἐπανερχόμεθα εἰς τούς ἐν ἰσχύϊ, κατά πάντας σεβαστούς Κανόνας. Ἐάν δέ ἤλθομεν διά νά ἐπαναλάβω μεν τά ἴδια, διατί ἤλθομεν; ... Δικαιολογούμεθα ὅτι ὑπάρχει ἡ κοινή γνώ μη, τό πλήρωμα , ὅμως καί ἡμεῖς πρέπει νά ἔχωμεν τό θάρρος... νά εἴπωμεν εἰς τόν λαόν τί πιστεύομεν» (Συνοδικά VII Γενεύη 1994, σ.131) καί πιό κάτω, ὁ ἴδιος: «Ὁ γάμος μετά τήν χειροτονίαν τῶν κληρικῶν εἶναι θέμα, τό ὁποῖον οὐδείς δύναται νά ἐμποδίσῃ τήν Ἐκκλησίαν νά τό ἐξετάσῃ. Καί θεολογικῶς ἀκόμη. Βεβαίως θά παρα βῶμεν τούς Κανόνας. ‘Υπάρχει μία παράδοσις, ἀλλ’ αὕτη, νομίζω, δέν στηρίζεται ἐπί τοῦ δόγματος» (ὡς ἄνω). Καί ἄλλος ἐπίσκοπος Ψ σέ σχέση μέ τήν εἰσήγηση περί ἀναπροσαρμογῆς τῶν διατάξεων περί νηστείας, ἐπειδή πολλοί ἐπίσκοποι ἀντέδρασαν στήν τροποποιήση τῶν νηστειῶν εἶπε: «Τυγχάνει παγκοίνως γνωστό ὅτι πλεῖστοι λαϊκοί δέν ἐφαρμόζουν τάς περί νηστείας διατάξεις. Καί ὄχι μόνον αὐτοί ἀλλά και πολλοί κληρικοί καί ἐπίσκοποι ἀκόμη. Διατί νά μήν ἔχωμεν τό θάρρος να τό ὀμολογήσωμεν παρά νά ἀκολουθῶμεν τήν τακτικήν τῆς στρου θοκαμήλου; Ἐνώπιον τοιούτων διαγραφομένων τάσεων (δηλ. ἐννοεῖ περί μή ἀλλαγῆς τῆς παραδόσεως τῶν νηστειῶν) ἐπανα λαμβάνω καί ἐγώ ὅτι σήμερον δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖται εἰς νέον μεσαίωνα» (ὡς ἄνω σ. 169). Καί τρίτος ἐπίσκοπος Ω: «Ἡ ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω τῆς Βίβλου, ὑπεράνω τῆς Παραδόσεως, ὑπεράνω τῶν Κανόνων. Τό πᾶν εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ τούτου δύναται νά ἀνα θεωρήσῃ τούς περί νηστείας κανόνας, ἐφ’ὅσον αὕτη ἠκολούθησεν μίαν ἐξελικτικήν ἐπί τά πρόσω πορείαν. Ὅ, τι ἰσχύει διά τήν χρονικήν ἐπέκτασιν τῆς νηστείας, τοῦτο ἐξ ἀντιθέτου, ἰσχύει καί διά τήν σμίκρυνσιν τῆς διαρκείας αὐτῆς» (σ. 176). Ἀντιλαμβάνεται κανείς ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ἐπίσκοποι ἔχουν ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας, Παραδόσεως καί Κανόνων. Θεωροῦν ἑαυτούς καί μόνον, οὔτε κἄν ὅλους τούς ἐπισκόπους, ὡς Ἐκκλησία· τήν Παράδοση ὡς ἕνα σύνολο συνηθειῶν πού μεταφέροντες ὡς ἀναγκαστικό βάρος ἀπό γενιά σέ γενιά καί τούς Ἱερούς Κανόνες ὡς ἀνθρώπινα-θρησκευτικά νομοθετήματα πού μποροῦν νά ὑποκατασταθοῦν ἀπό ἄλλα πιό βολικά, πιό συμβατά ὄχι μέ τό Εὐαγγέλιο ἀλλά μέ τή νοοτροπία καί τίς ψευδο-α νάγκες τοῦ ἐκκοσμικευμένου ἀνθρώπου.

Καταλαβαίνω τήν ἀγωνία τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά προσφέρουν μέ τή συνοδική τους συμβολή τό καλλίτερο γιά τήν Ἐκκλησία. Θά πρότεινα νά ξανακοιτάξουν τίς προτάσεις τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς γιά μιά μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο, δηλ. τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, πού εἶναι θέμα πρός συζήτηση καί τό θέμα: «Οἰκουμενισμός». «Τό θέμα τοῦτο» γράφει ὁ μακαριστός γέροντας «ὃπως ἐξ ἄλλου καί τό θέμα τῆς Διασπορᾶς εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα ἐ κ κ λ η σ ι ο λ ο γ ι κ ό ν θ έ μ α, καθ᾿ ὃτι ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἓνα καί ἑνιαῖον καί μοναδικόν θεανθρώπινον ὀργα νι σμόν, τόν ὁποῖον ὁ συγκρητισμός τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ θέτει ὑπό ἀμφισβήτησιν». Στά θέματα αὐτά θά μποροῦσε νά προστεθεῖ ἡ πρόταση γιά καταδίκη τῆς λεγομένης «Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» πού μεθοδεύει τήν ἀλλοίωση ὅλης τῆς λειτουργικῆς Παραδόσεως, τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, τοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, τῆς ἱερατικῆς ἀμφιέσεως τήν κατάργηση τοῦ ἱεροῦ τέμπλου κ.λ.π. Δείκτης πρός αὐτή τήν κατεύθυνση τό πνεῦμα τοῦ Ζ΄ Κανόνος τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ νά ἀνανεωθοῦν τά ἐκκλησιαστικά ἔθη καί νά «κρατοῦν» δηλ. νά ἰσχύουν «κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν». Μποροῦν ἐπίσης κατά τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά προτείνουν θεσμοθέτηση Κανόνος πού νά ἐπισφραγίζει τήν ὡς τώρα κυρίαρχη ἄγραφη παράδοση τῶν νηστειῶν Χριστουγέννων, Ἁγίων Ἀποστόλων καί Δεκαπενταυγούστου.

Ἐπικαιροποίηση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῶν Κανόνων. Συμπεράσματα γιά τή ζωή τῶν χριστιανῶν.

Ὑπάρχει μεγάλη ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δεῖγμα τῶν ἐσχατολογικῶν χρόνων μας. Αὐτό τό πνεῦμα διαποτίζει ὅλη τήν πολιτική, τήν κοινωνική ζωή, τά ΜΜΕ καί γίνεται βίωμα ἀποδεκτό ἀπό πάρα πολλούς ἀνθρώπους. Εἰσέρχεται καί στούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας καί προβληματίζει κι αὐτούς ἄν βαδίζοντας στή ζωή τους σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν παραδεδομένη ἀπό τήν Ἐκκλησία ζωή βρίσκονται στό σωστό δρόμο. Aὐτό ἐκμεταλ λεύονται οἱ δυνάμεις τῆς Ν. Ἐποχῆς πού εἰσχώρησαν στήν Ἐκκλησία μέ δικούς της ἀνθρώπους σέ ὅλα τά ἐπίπεδα και τούς χώρους. Αὐτοί ἐνσπείρουν ἀμφιβολίες μέσῳ μιᾶς ψευδοεπιστήμης καί προσπαθοῦν νά δώσουν δικές τους ἀντιευαγγελικές καί ἀντορθόδοξες ἑρμηνεῖες ἀντί θετες ἀπό τό ὀρθόδοξο ἦθος πού εἶναι ἀποθησαυρισμένο στήν Ἐκ κλη σία καί τό ὁποῖο ἀκολουθοῦν οἱ χριστιανοί πού ἐπιθυμοῦν τή σωτηρία τους. Τά μηνύματα τῶν νεοεποχιτῶν καί τά ἐπιχειρήματά τους εἶναι ἁπλᾶ καί χονδροειδῆ καθώς ἀπευθύνονται στούς πολλούς καί δέν θέλουν νά τούς προβληματίζουν. Μηνύματα γιά ἀλλαγή τῆς Ἐκκλησίας πρός τά ἔξω: «ἄνοιγμα» τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀγκαλιάσει τόν κόσμο. Κάτω ἡ ἀπομόνωση! Σεβασμός ὄχι μόνο στά πρόσωπα τῶν ἑτεροδό ξων και ἑτεροθρήσκων ἀλλά καί στά πιστεύματά τους. Διάλογος γιά νά τά βροῦμε. Μηνύματα γιά ἀλλαγή πρός τά μέσα: Κατανόηση τῆς ἀ δυναμίας τοῦ ἀνθρώπου καί «ἀγάπη». Κάτω οἱ ἀπαγορεύσεις στήν ἁμαρτία, οἱ πολλές νηστεῖες καί οἱ πολλές προσευχές, ναί στούς γάμους τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν καί ἐρωτοτροπία μέ ἰδέες πού προωθοῦν τή χειροτονία γυναικῶν. Μέθοδος: Κάτω ἡ παράδοση καί ἡ κριτική σκέψη. Καί τό κυριώτερο «ἀγάπη πρός ὅλους». Ἔχει ἐδῶ πολύ ἐνδιαφέρον ἡ κατάργηση τῆς σκέψεως καί ἡ καλλιέργεια τῆς λεγομένης «συναισθηματικῆς νοημοσύνης» μιά μέθοδος τῆς Ν. Ἐποχῆς ἡ ὁποία ἀφήνει στήν ἄκρη τόν λόγο, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάζεται κάθε πρόταση καί ἐρέθισμα καί βομβαρδίζει τό θυμικό, τό συναισθηματικό μέρος τῆς ψυχῆς μέ ἄνευ ὁρίων ἀνοχή, ψευδοαγάπη πρός ὅλους καί ὅλα, συνεργασία πρός κάθε κέλευσμα τῆς Ν. Ἐποχῆς. (βλ. Δάφνης Βαρβιτσιώτη, Νέα Ἐποχή) Ὅπλα: Κατασκευή συλλογικῶν ὀργάνων πού προωθοῦν αὐτές τίς ἀπόψεις, τρομοκράτηση καί κατασυκοφάντηση τῶν ἀντιφρο νούντων καθώς καί περιοδικά, συνέδρια, ΜΜΕ ἄφθονα γιά τήν προπαγάνδα τους.

Μέσα στό ζοφερό αὐτό κλῖμα νοιώθει κανείς ὅτι κλυδωνίζεται τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὅλα χάνονται. Ἔχουμε ὅμως και ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ὅπλα ἀκαταμάχητα, ἀμυντικά καί ἐπιθετικά, ἀρκεῖ νά μένουμε σταθεροί καί νά τά ἔχουμε εὔκαιρα στόν ἀγῶνα μας: Τό Εὐ αγγέλιο, τούς Ἀποστόλους, τούς Ἁγίους, τήν Παράδοση τῆς Ἐκ κλησίας καί τούς Ἱερούς Κανόνες, ὅπως τούς ἐρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό «Πηδάλιό» του. Πρέπει νά βεβαιωνόμαστε κάθε στιγμή γιά τήν κατά τό δυνατόν ταύτιση τῆς πίστεώς μας, τῶν ἰδεῶν μας, τῶν πράξεων καί τῶν λόγων μας μέ αὐτά. Ἄν θεωροῦμε ἑαυτούς χριστιανούς τότε πιστεύουμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου. Καί αὐτό τό κάνει γιά κάθε θέμα πίστεως καί ἤθους διά τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων. Χρησιμοποιώντας τόν ὀρθό λόγο πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀναβαπτισμένο ὅμως στήν εὐαγγελική διδασκαλία διαπιστώνουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ κάθε περίπτωση, ὅπως αὐτό βιοῦται στήν Παράδοση στή σάρκα τῆς Ἐκκλησίας, στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Παράδοση πού ἄλλοτε καταγράφεται καί σφραγίζεται διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ἄλλοτε παραμένει ἄγραφη στή μνήμη τῆς Ἐκκλησίας δηλ. στή ζωή τῶν πιστῶν. Κι αὐτή ἡ ἄγραφη παράδοση, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, μαζί μέ τήν ἔγγραφη «τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέ βειαν...», καί κανείς, συνεχίζει, δέν μπορεῖ νά πεῖ τό ἀντίθετο, ἄν βέβαια ἔχει ἔστω καί τήν παραμικρή πεῖρα τῶν ἐκκλησιαστικῶν θε σμῶν. Αὐτή τήν εὐσέβεια πρός τήν Παραδόση καί τούς Ἱερούς Κανόνες πρέπει νά τηροῦμε ὡς θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, γιά νά ἀποφύγουμε τή σύγχυση περί τήν ἀλήθεια πού προκύπτει ἀπό τόν καταιγισμό ἀντιχρίστων καί ἀντορθοδόξων ἰδεῶν, πού δυστυχῶς διαχέονται σήμερα μέ ἀπεριόριστο θράσος στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας.


Πηγή:http://www.orthros.org

Ἡ θεραπευτική τῶν Ἱερῶν Κανόνων- ᾿Αρχ. Σαράντου Σαράντη


Ἀρχιμανδρίτου Σαράντη Σαράντου
ἐφημερίου Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου

Ἡ θεραπευτική τῶν Ἱερῶν Κανόνων

Ἡ παροῦσα ἡμερίδα συμπτωματικά συνδέεται μέ τήν προηγηθεῖσα συνάντηση τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Παπικῶν καί Ὀρθοδόξων στήν Πάφο τῆς Κύπρου ἀπό 16 ἕως 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 2009. Κατά τό χρονικό διάστημα πού προηγήθηκε δημιουρ γήθηκαν ποικίλες ἀντιδράσεις ἐκ μέρους σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων μέ τεκμηριωμένες θεολογικῶς ἀντιρρήσεις καί γιά τό «ρόλο τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία» καί γιά τήν προετοιμαζόμενη ἀναγνώριση τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων.

Ὅλο τό θέμα αὐτό, ὅπως ἐξελίχθηκε, μαζί μέ τίς πρωτοφανεῖς ἀντικανονικές δηλώσεις τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου φέρνει στό προσκήνιο τήν ἔλλειψη Ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς εὐαισθησίας, γνώσεως καί σεβασμοῦ τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού συγκροτοῦν ὅλον τό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.

Τό ἱερό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας θεοπνεύστως συντεθέν ὑπό τοῦ σοφωτάτου Πατρός Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀγνοεῖται ἐπιμελῶς ἀπό τούς ἔχοντας τά ἡνία τῆς «διακυβερνήσεως» τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μέ τίς ὀλιγομελεῖς ἐπιτροπές τους καί συναντήσεις τους καί ὄχι τίς πολυάνθρωπες ἀπό ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους Συνόδους προετοιμάζουν τήν πανθρησκεία μέσα στό πλαίσιο τοῦ παγκοσμίου κράτους τοῦ Ἀντιχρίστου πού σταδιακά καί σταθερά ἁπλώνει ἀνά τήν οἰκουμένη ἡ Νέα Ἐποχή ἤ Νέα Τάξη Πραγμάτων.

Ἀνύπαρκτη ἡ μοναδικότητα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, τήν ὁποία ἀμιγῶς καί θερμῶς διέθεταν οἱ πρῶτοι ποιμένες μετά τό Χριστό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦ λος μετά τήν ἐπιστροφή του στό Χριστό νά συγκεράσει τήν Ἰου δαϊ κή του πίστη μέ τήν εἰς Χριστόν, ἀφοῦ, ὡς γνωστό, ἦταν ἔνθερμος ζηλωτής τῶν πατρικῶν του, Ἰουδαϊκῶν παραδόσεων;

Μέ ἀφορμή τή συνάντηση τῆς Κύπρου μᾶς γέμισαν ἀπέραντη λύπη οἱ δηλώσεις καί οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, ὁ ὁποῖος:

· Καλωσόρισε εγενέστατα καί ρχοντικά τούς Παπι κούς, καί καλά κανε, συμπεριφέρθηκε μως μέ πίστευτη σκληρότητα στούς ρθοδόξους ερες, μοναχούς, λαϊκούς πού μεσα καί ζωηρά ξέφρασαν τήν ντίρρησή τους γιά τήν προετοιμαζόμενη ναγνώ ριση το παπικο πρωτείου.

· βαλε κανόνες πρωτάκουστους στούς ερες. πείλησε μέ διακοπή μισθο, σάν νά τούς πληρώνει πό τήν τσέπη του, χωρίς μία διοικητική πράξη, λλά κινούμενος πό τό κράτος το φιλο παπικο πανικο.

· Τούς τιμώρησε καί μέ πνευματικά πιτίμια, νά μή λει τουργήσουν καί νά μή κοινωνήσουν πί βδομάδες. Μέ ποιό ατιο λογικό; «Οκ κδικήσεις δίς πί τό ατό» λέγει 25ος κανόνας τν γίων ποστόλων στηριζόμενος στήν γία Γραφή. Ποιό θεσμικό κκλησιαστικό δικαστήριο πέβαλε ατήν τήν ποινή στούς ντί μους ρθοδόξους πρεσβυτέρους; Τρες τιμωρίες ταυτοχρόνως ποιό δικαστήριο θά πέβαλε;

Μέ ἀκόμα περισσότερη λύπη μᾶς γέμισε ἡ ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε ἀπό τό μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο νά πάρει θέση ἐναντίον τῆς «Ὁμολογίας Ὀρθοδόξου πί στεως» καί τῶν ὑπογραψάντων αὐτήν. Πολλοί κληρικοί καί λαϊκοί διαμαρτύρονται γιατί οἱ ἡγέτες τῆς Ὀρθοδοξίας μας εὐνοοῦν τήν ἐξάπλωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τή νοθεία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

Στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συζητήθηκε τό ὡς ἄνω θέμα ἀπό πολλούς Ἀρχιερεῖς. Λειτούργησε, ὅπως ἀπεδείχθη, ἡ Συνοδική χαρισματική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας καί στερεώθηκε τό συνοδικό πολίτευμα καί ἡ ὀρθόδοξη νοοτροπία στηριγμένη πάνω στή μακρά παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶχαν σαφῆ ἀντιπαπική - ἀντιαιρετική τοπο θέ τηση.

Ἐπίσης μᾶς στεναχώρησε ἡ Ἐπιστολή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου πρός ὅλους τούς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού τούς παραπληροφορεῖ πάνω στό ἔργο τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Παπικῶν καί Ὀρθοδόξων. Κοντολογῆς ἀνα φέ ρει ὅτι δέν ἑτοιμάζονται νά κηρύξουν τήν ἕνωση μέ τούς παπικούς, ὅπως ψευδῶς διαδίδουν κάποιες μικρές ὁμάδες φανατικῶν ὀρθο δόξων. Τό θέμα τους ὅμως δέν ἦταν αὐτό. Προετοίμαζαν νά ἀνα γνωρίσουν στή Κύπρο τό παπικό πρωτεῖο. Ποιός ὅμως παραπλανᾷ ποιόν;

Ὅλα αὐτά συμβαίνουν γιατί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τή μελέτη τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ καί τό τέλειο θεανθρώπινο Σύνταγμα, πού συγκροτεῖ τό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Θεόπνευστο βιβλίο πού ἀναλύει τήν ἀνατομία καί φυσιολογία καί τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀλλά καί τοῦ ἀναγεννωμένου χριστοποιουμένου ἀνθρώπου.

Ἡ συνάντηση τῆς Κύπρου ἀποτελεῖ ἀνάγλυφο παράδειγμα ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Παράδεισο τῶν Ἱερῶν Κανόνων μέ παρε νέργειες καί εὐθῦνες ἀτομικές, συλλογικές, ἐκκλησιολογικές, κοι νωνικές.

Κατά τόν καθηγητή τῆς Κοινωνικῆς Θεολογίας κ. Π. Χριστι νάκη τό ἐκκλησιαστικό ἔγκλημα θεωρεῖται ὅτι ἀποτελεῖ ἐκδήλωση ψυχικῆς ἀσθένειας, ἀτομικῆς καί συλλογικῆς.

Συλλογική εἶναι ἡ εὐθύνη μας ὅταν διαφοροποιούμαστε καί δέν φρονοῦμε τά τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀτομική μας ἀπιστία στούς Ἱερούς Κανόνες συμπο σοῦται καί κορυφοῦται ὡς συνισταμένη ἀσεβείας κατά τοῦ θείου θελήματος καί ὅταν παγιωθεῖ, καταλήγει στήν αἵρεση.

Ἡ πρώτου μεγέθους ψυχική ἀσθένεια εἶναι ἡ αἵρεση. Οἱ ση μερινές διαχριστιανικές ἤ διαθρησκειακές συναντήσεις δέν διαπνέο νται ἀπό τό φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀποσκο ποῦσαν στήν ἔκφραση καί διατύπωση τῶν ἀληθειῶν τῆς Χριστια νικῆς πίστεως καί στήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν. Οἱ διάλογοι μέ τούς παπικούς δέν προϋποθέτουν τήν καλή προαίρεση γιά διό ρ θωση τῶν παπικῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν, ἀλλά de facto καί a priori, χωρίς ὀρθόδοξη ὁμολογία, οἱ παπικοί ἀνακηρύσσονται ἀπό ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἰσότιμοι στήν πίστη καί ὁ Πάπας Ἐπίσκοπος Ρώ μης. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων προσευχόμαστε μαζί καί τό χερότερο, μετέχουμε στήν θεία λειτουργία τους καί ἐκεῖνοι στή δική μας θεία λειτουργία.

Τό ἴδιο συμβαίνει στούς διαλόγους μέ τό Π.Σ.Ε. Σέ κοινές λατρευτικές εὐκαιρίες μετέχουν ἀπροϋπόθετα καί τά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καί οἱ δικοί μας ἐκπρόσωποι. Οἱ Ἱεροί Κανόνες βοοῦν ἐνά ντια στίς συμπροσευχές: Ι΄ Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ΙΑ΄, ΜΕ, ΞΕ, ΟΑ΄. ΣΤ΄τῆς ἐν Λαοδικείᾳ καί Θ΄ καί ΛΒ, ΛΓ΄, ΛΔ΄, ΛΖ. Θ΄ Τι μο θέου Ἀλεξανδρείας. Β΄ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ. Α΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς. Β΄ τῆς ΣΤ΄. Α΄τῆς Ζ΄, καί γνῶμες ἄλλες τῶν ἁγίων Πατέρων.

Στήν Κύπρο τό Σάββατο 17 Ὀκτωβρίου τά μέλη τῶν παπικῶν ἐτέλεσαν θεία Λειτουργία στόν παπικό Ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στή Λευκωσία παρόντων καί τῶν ὀρθοδόξων μελῶν. Τήν ἑπόμενη Κυριακή 18 Ὀκτωβρίου στόν Ἱερό Ναό Φανερωμένης στή Λευ κωσία ἐτελέσθη Ἀρχιερατικό Συλλείτουργο προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου, παρού σης καί τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας.

Ἰσοπέδωση τῆς χριστιανικῆς ἀληθοῦς ὀρθοδόξου πίστεως μέ τήν παπική πλάνη καί μάλιστα ἐντός τῆς θείας Λειτουργίας πού ἀποτελεῖ καί τήν τελείωση καί τήν κορυφή ὅλων τῶν θεοπνεύστων προσευχῶν.

Παραπλήσια τακτική ἀντιεκκλησιαστική καί ἀντορθόδοξη λειτουργεῖ καί στίς συναντήσεις καί στίς κοινές προσευχές, συμπρο σευχές μέ τά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.

Ἐνδοκοσμικές ἀντιεκκλησιαστικές τακτικές προεκτείνονται καί στίς διαθρησκειακές συναντήσεις. Οἱ προσευχές τῆς ἁγίας Ὀρ θοδοξίας μας ἀνακατεύονται μέ τίς προσευχές τῶν ἀλλοθρήσκων γκουρούδων, εἰδωλολατρῶν, μουσουλμάνων, Ἑβραίων καί ἄλλων…

Ἡ κοσμική κομματική πειθαρχία ἡ ὁποία νομοτελειακά λει τουργεῖ στά κόμματα, φεῦ, λειτουργεῖ ἰσοπεδωτικά, ποιός ξέρει μέ ποιές ἐντολές ἀπό ποιούς καί ἀπό ποῦ, καί μέσα στήν Ἐκκλησία πρός ἀκύρωση τῶν Ἱερῶν Κανόνων.

Ποιός ἐκ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Διαδόχων τους ἐργάστηκε στόν ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ μέ αὐτή τήν νοο τρο πία; Μόνο οἱ οἰκουμενιστές. Δέν προσφέρουμε πάντως τίποτα στά μή ὀρθόδοξα μέλη τῶν συναντήσεων, ἀφοῦ δέν τούς δίνουμε καμιά εὐκαιρία νά ἀντιληφθοῦν τήν πλάνη τους, νά μετανοήσουν, νά πιστέψουν καί νά βαπτισθοῦν γιά νά σωθοῦν.

Ἀπό τούς 85 Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων οἱ 78 ἀναφέρονται στούς Ἐπισκόπους, στούς πρεσβυτέρους καί στούς διακόνους καί καθορίζουν τό θεανθρώπινο τρόπο ζωῆς τους, τήν ἐν Χριστῷ ποιμαντική δραστηριότητά τους καί τίς σχέσεις τους μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Στήν ἴδια περίπου ἀναλογία οἱ λοιποί Ἱεροί Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων ὁριοθετοῦν τή ζωή καί τή δράση τῶν κληρικῶν ὡς ὁρατῶν εἰκόνων τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μέσα στόν κόσμο, πού ἐργάζονται, «ἵνα μορφωθῇ Χριστός ἐν ἡμῖν».

Ὁ περιγραφόμενος τρόπος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν λαϊκῶν δέν εἶναι ἀλλότριος, δέν εἶναι ἄσχετος μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν κληρικῶν. Ἀλληλοπεριχωρεῖται ἄμεσα ἡ ζωή τῶν κληρικῶν μέ τήν τῶν λαϊκῶν. Κληρικοί καί λαϊκοί συναγωνιζόμαστε γιά τήν ἐν Χρι στῷ θέωση. Οἱ λεπτομερεῖς ὁδηγίες τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου πρός τούς κληρικούς καί πρός τούς λαϊκούς σκοπόν ἔχουν νά μᾶς κατα στή σουν συνειδητούς ἀγωνιστές χριστιανούς στήν ἐδῶ, τή στρατευο μένη μας Ἐκκλησία, ἀλλά καί μᾶς ἐμπνέουν ἐλπίδες ὑποστατικές ζωῆς αἰωνίου. Μέ τό ἄκτιστο Φῶς τῆς θείας Χάριτος πού ἐκπέ μπουν οἱ Ἱεροί Κανόνες, χαρισματικῶς ἑνωνόμαστε κληρικοί καί λαϊκοί στή μοναδική χαρισματική ἑνότητα μέ μακαρία κεφαλή τό Χριστό καί μέλη τοῦ Σώματός Του ὅλους, ὅσους πιστεύουμε καί βαπτιζόμαστε στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἤδη μέ ὅσα προτάξαμε, ἐπεξεργαζόμαστε τό θέμα τῆς θεραπευτικῆς τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Θά μπορούσαμε νά τονίσουμε ἀρχικά, ὅτι ἡ πρώτη παθογένεια τοῦ ἀνθρώπινου γένους δημιουρ γεῖται ἀπό τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό παναμάρτημά τους ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια. Σκοτίζεται ὁ νοῦς, αὐ τονομοῦνται οἱ προπάτορές μας καί ἀλλοτριώνεται ὁλόκληρη ἡ προσωπικότητά τους.

Τό σύνολο τῶν Ἱερῶν Κανόνων πού περιέχει τό Ἱερό Πηδά λιο τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς βλέπουν δυνάμει θεωμένους καί ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένους ἀνθρώπους. Μᾶς βλέπουν ἀρχετυπικά. Βλέπουν τίς ἄριστες θεανθρώπινες προδιαγραφές, τήν ἐλευθερία, τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο πού μᾶς χάρισε ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός μας καί ἀποβλέπει καί μᾶς βοηθᾶ ἀπό δυνάμει δημιουργημένους νά γίνουμε καί χάριτι θεωμένοι.

Τό Ἱερό Πηδάλιο δέν ἐθελοτυφλοῖ ὡς πρός τήν κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Ὑπεισδύει καί ὑπεισέρχεται σ’ ὅλες τίς πλευρές τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, γιά νά τόν βοηθήσει.

Οἱ ἐπώνυμοι ἅγιοι Πατέρες γνωρίζουν ὑπαρξιακά ἤ καί ἀτομικά τό δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας, τοῦ ἀνθρώπου πού μέσα στή σάρκα του εἶναι κολλημένη ἡ ἁμαρτία. Θρηνεῖ καί ὀδύ ρεται γιά τήν ἀρρώστια πού τόν μαστίζει καί τόν καταταλαιπωρεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τά φάρμακα, τούς Ἱερούς Κανόνες, πού δροῦν θεραπευτικά στό κάθε καλοπροαίρετο πρόσωπο πού ἐνδιαφέρεται εἰλικρινῶς γιά τή σωτηρία του.

Ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει στή μοναδικότητα ἑκάστου ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖο ἔρχεται στόν ἐπίγειο κόσμο μέ τήν προσωπική βουλή τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί φυσικά μέ τή συνεργία τῶν γεννητόρων γονέων. Δέν ἐγκαταλείπεται στούς μηχανισμούς τῆς τύχης οὔτε πει θαναγκάζεται νά εἶναι ἔγκλειστος στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς - ὑλικῆς καί πνευματικῆς – πού κατασκεύασε ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός γιά χρήση καί ἀπόλαυση τοῦ ἀνθρώπου καί γιά περαιτέρω δημιουργία.

Τόσο μέσα στόν Παράδεισο τῆς πλήρους χαρᾶς καί πνευ μα τι κῆς ἀγαλλιάσεως λειτουργοῦσε ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ δημιουργικά, ὅσο καί μέσα στόν καινούργιο Παράδεισο τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Κα θολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ χαρισματικά ἡ βουλή τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μέ τή βοήθεια τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.

Φροντίζει λοιπόν ὁ καλός Θεός ὡς φιλόστοργος πατέρας μέσῳ τῶν Ἱερῶν Κανόνων τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου νά μᾶς διδάξει ἀπό τά πιό σπουδαῖα καί σημαντικά μέχρι καί τίς λεπτομέρειες γιά τήν ἐν Χριστῷ ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητός μας στήν παροῦσα ζωή, ὅσο καί στήν αἰώνια σωτηρία καί κατα ξίω σή μας στή μέλλουσα.

Ἄν γιά τήν ἐπαγγελματική μας ἀποκατάσταση δαπανᾶμε ἀπό τά ἕξι μας χρόνια μέχρι τά εἴκοσι πέντε ἤ καί περισσότερα, ἄν γιά τά θέματα τῆς σωματικῆς μας ὑγείας, οἱ θεράποντες τῆς ὑγείας τῆς σαρκός – μέ τή βιβλική σημασία τοῦ ὅρου - ἀφιερώνουν περισ σό τε ρα ἀπ’ ὅλους μας χρόνια σπουδῶν, πόσα περισσότερα θά πρέπει νά ἀφιερώνουμε ὅλοι μας γιά τήν αἰώνια σωτηρία μας. Διά βίου μαθη τές τοῦ Χριστοῦ μᾶς θεωρεῖ ἡ ἁγιωτάτη Ἐκκλησία μας καί μᾶς προ σφέρει ἀφθονοπάροχα τό θεανθρώπινο χαρισματικό της λόγο καί μέσα ἀπό τίς Ἅγιες Γραφές Π.Δ. καί Κ.Δ. καί μέσα ἀπό τά ἅγια Πατερικά κείμενα καί μέσα ἀπό τίς ἀλάνθαστες ἐμπειρίες καί τή θεοπνευστία τῶν πορισμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν ἁγίων Κανόνων τους.

Γιά λόγους καθαρά μεθοδικούς καί ἐπιστημονικούς, ὁ καθηγητής τῆς Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου κ. Π. Χριστινάκης, δέχεται τό διαχωρισμό τῆς ψυχῆς, ὅπως καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόνογοί μας (Πλάτωνας) καί ἀπό αὐτούς καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, σέ τρία μέρη: τό Λο γιστικό ἤ λογι κό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμοειδές.

Ὅταν ἀκόμη δέν ἔχουν διαποτισθεῖ μέ τήν Ἄκτιστη Χάρη τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς πάσχουν ἀπό μιά φοβερή παθογένεια καί ἐκδη λώνονται μέ τά παρακάτω πάθη, ἁμαρτήματα, ἀρρωστήματα ἤ καί ἐγκλήματα σύμφωνα μέ τήν πατερική ὁρολογία τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ἤ καί ἄλλων Πατέρων. Στό λογιστικό χωρίς τή Θεία Χάρη ἐμφανίζονται ἡ κακία, ἡ πλάνη, ἡ ἀσέβεια πρός τό Θεό καί ἡ ἀδυναμία τοῦ λογιστικοῦ νά ξεχωρίζει τό φῶς ἀπό τό σκοτάδι. Τά ἁμαρτήματα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ φι λοχρηματία, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλαυτία καί ἡ ροπή πρός ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν Του. Τά ἁμαρτήματα τοῦ θυμοειδοῦς εἶναι ὁ φθόνος, τό μῖσος, ἡ μῆνις (=ὀργή), οἱ λοιδορίες (=κοροϊδίες), συμπλοκές, φιλο νεικίες, μνησικακίες.

Ὅταν ἀποκτηθεῖ ἡ Θεία Χάρη, ἡ Ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τά ἱερά Μυστήρια, τίς προσευχές καί τίς ἅγιες ἀσκή σεις, νηστεῖες , μετάνοιες καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς, τότε καί τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς ἠρεμοῦν, φωτίζονται, ἁγιάζονται καί λειτουργοῦν σέ ἄριστη συνεργασία μέ τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύ ματος καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής κ. Π. Χριστινάκης ἰσχυρίζεται ὄτι ἅπαντες οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἔχουν θεραπευτικό καί ἑπομένως σωτηριολογικό χαρακτήρα. Εὐνόητο λοιπόν εἶναι ὅτι δέν εἶναι ἐφικτό στά πλαίσια μιᾶς εἰσηγήσεως νά ἀναπτυχθοῦν ὅλα τά θέματα τά ἐπί μέρους τά περιεχόμενα στούς Ἱερούς Κανόνες.

Γενικῶς διαχωρίζει ὁ κ. Χριστινάκης, καί ταπεινῶς συμφω νοῦμε μέ τόν κ. καθηγητή, τούς Ἱερούς Κανόνες σέ δύο μεγάλες κατηγορίες:

· Σ’ ατούς πού ναφέρονται σέ λόκληρο τό θεο καί νθρώπινο, τό θεανθρώπινο Καθίδρυμα τς κκλησίας μας καί

· Σ’ ατούς πού πευθύνονται σέ κάθε μέλος τς κ κλησίας προσωπικά.

Εἶναι ἀπαραίτητο τό πρῶτο μέρος, δηλαδή τό θεσμικό πλαί σιο, μέσα στό ὁποῖο ὁριοθετεῖται, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία μέ τούς Ἐπισκόπους της, τούς πρεσβυτέρους, τούς διακόνους, τούς λοιπούς κληρικούς, τούς μοναχούς, τούς λαϊκούς, τούς πιστούς, τούς κατηχουμένους καί τούς ἑτεροδόξους ἤ ἀλλοθρήσκους καί τίς μετ’ αὐτῶν σχέσεις. Ὁρίζονται οἱ προϋποθέσεις τοῦ Ἐπισκοπικοῦ καί Ἱερατικοῦ ἀξιώματος, οἱ ὑποχρεώσεις καί τά καθήκοντα ὅλων πρός τήν Ἐκκλησία, καθώς καί οἱ ὀφειλόμενες τιμές πρός αὐτούς ἐκ μέ ρους ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Στόχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Ἱερῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ θέωση ὅλου τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλη σίας ἡ διάσωσή του ἀπό τό ψεῦδος καί τήν πλάνη τῶν κατά και ρούς λοιμωδῶν ἀσθενειῶν, τῶν βλασφήμων αἱρέσεων καί ἡ ἐργώδης ἐν Χριστῷ ποιμαντική δραστηριότητα γιά τήν ἐπιστροφή τῶν πε πλανημένων ἀδελφῶν στήν πνευματική μάνδρα ἤ πνευματική κιβω τό, μέσα καί μόνο στήν ὁποία σῳζόμαστε ἀγωνιζόμενοι καί μετέ χο ντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων της καί τῶν Ἀκτίστων δωρεῶν της. Οἱ βαρεῖς λύκοι, οἱ αἱρετικοί ἐπισημαίνονται, κατονομάζονται, καλοῦ νται στίς ἱερές Συνόδους γιά νά διαφωτισθοῦν πληρέστερα στό Φῶς τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως καί βιοτῆς καί ἤ ἐπιστρέφουν ἤ παραμένουν ἀποκεκομμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία προτιμώντας τήν αὐτονομία τῆς πλάνης τους.

Ὅσον ἀφορᾷ στήν προσωπική διδαχή καί πνευματική καλλιέργεια τῆς Ἐκκλησίας μας πρός ἕνα ἕκαστο ἐξ ἡμῶν πρέπει νά δηλώσουμε ἀπερίφραστα, ὅτι ὅλοι μας κληρικοί καί λαϊκοί θεωρού μαστε διά βίου μαθητές τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποιοῦντες πάντοτε τά σωτήρια φάρμακα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρες πού προαναφέραμε, Μ. Βασίλειο καί ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, συμφωνούντων καί ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μετά τό Βάπτι σμά μας, τό Χρῖσμα καί τή Θεία Εὐχαριστία μέ τήν πνευματική νη πτική ἐργασία καί ἄσκησή μας θά πρέπει νά ἀποκτήσουμε τίς ἅγιες ἀρετές τοῦ Χριστοῦ:

Τό λογιστικό ἤ λογικό μας μέ τήν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν νά ἀποκτήσει «τήν εὐσεβῆ περί τό θεῖον ὑπόληψιν» καί «τήν τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ διακριτική ἐπιστήμη» καί «τήν ἀκρισίαν περί τό καλόν», δηλαδή νά ξεχωρίζει κανείς ἀμέσως τό καλό.

Τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς μας νά ἀποκτήσει «τήν ἐνά ρετον κίνησιν πρός τό ὄντως ἐπιθυμητόν καί ἀληθῶς καλόν ἀνά γεσθαι πρός Θεόν τόν πόθον». Φθάνει κάποια στιγμή τό ἐπιθυμη τικόν μέρος της «εἰς τό πεπεῖσθαι μηδέν ὀρεκτόν εἶναι τῇ ἑαυτοῦ φύσει ἄλλο πλήν τῆς ἀρετῆς».

Τό θυμοειδές τῆς ψυχῆς ἐξυγιαινόμενο φθάνει στό κατόρθωμα νά αἰσθάνεται ἀπέχθεια πρός τό κακό καί πόλεμο πρός τά πάθη. Ἡ παγιούμενη ἀνδρεία τῆς ψυχῆς τοῦ πιστοῦ δέν «φοβεῖται τά τοῖς πολλοῖς φοβερά νομιζόμενα» ἀλλά ἀνθίσταται στήν ἁμαρτία μέχρις αἵματος, καταφρονώντας ἀκόμη καί τή θανατική ἀπειλή, ὅπως στίς περιπτώσεις τῶν ἁγίων μαρτύρων.

Ἀπό τήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι καί τήν Πέμπτη οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γενικά. Ἡ Ἕκτη Οἰκουμενική περιλαμβάνει κανόνες πού βοηθοῦν τούς κλη ρι κούς καί τούς πιστούς νά ἐννοήσουν καί προσωπικά τή θέση τους μέ σα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐφαρμόζοντάς τους νά θερα πευ θοῦν ἀπό τίς πτώσεις προχωρώντας ἀπό τά συμπτώματα στό βάθος τῆς ψυχῆς. Οἱ πράξεις μας, οἱ ἐκφράσεις, οἱ ἐνέργειές μας ἀπο τε λοῦν ἕνα μέρος μόνο τῆς ψυχικῆς μας ὑγείας ἤ ἀσθενείας. Τό βάθος τῆς ψυχῆς μέ ὅλη τή λειτουργία της εἶναι ἀθέατο. Μοιάζει μέ ἕνα παγόβουνο πού ὁ ὄγκος του εἶναι κρυμμένος μέσα στό νερό, ἐνῷ μόνο ἡ κορυφή του διακρίνεται. Γιαυτό ἔχει μεγίστη σημασία γιά τήν πνευματική μας καί ψυχολογική μας, γιατί ὄχι καί τή σωματική μας ὑγεία, τό Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

Γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό τό μυστήριο εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σεμνή παρουσία τοῦ πνευματικοῦ Πατρός, ἐντεταλμένου ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, πού εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐπί γῆς. Ἄκρως ἀπαραίτητη εἶναι καί ἡ γνώση τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τόν πνευματικό πατέρα, γιά νά μπορέσει νά ἀξιολογήσει τήν πνευματική κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ τέκνου κάτω ἀπό τήν ἄκρη τοῦ παγόβουνου καί μέ τή διάκριση τοῦ Θεοῦ πού τοῦ χαρί ζεται ἐν Μυστηρίῳ, νά βοηθήσει νά μορφωθεῖ ὁ Χριστός μέσα στήν ψυχή τοῦ ἐξομολογουμένου.

Ἡ ἀφομοιωμένη γνώση τῶν Ἱερῶν Κανόνων θά βοηθήσει τόν πνευματικό νά εἶναι ἀκριβής, ἀπαιτητικός καί αὐστηρός καί ταὐ τό χρονα ἐπιεικής καί συγκαταβατικός, γιά νά κατορθώνει τό τέκνο καί νά ἐπιβιώνει στήν καθημερινότητα, ἀλλά καί κατά τό δυνατόν – τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος – νά ἔχει τό πολίτευμά του καί ἐν οὐρανοῖς, νά ἑτοιμάζεται, δηλαδή, γιά τήν αἰώνιο ζωή τήν ὁποία φυσικά πιστεύουμε καί «ἐναγωνίως» ἀναμένουμε.

Ἡ δική μας, τῶν ὀρθοδόξων πνευματική ἐλευθερία εἶναι ἀσύλληπτη, ἀφοῦ ὁ πνευματικός πού κρατάει τό Ἱερό Πηδάλιο καί μέ τά δύο του χέρια, μπορεῖ μέ τίς εὐχές τῶν Ἁγίων νά κάνει ὁποιαδήποτε οἰκονομία, ἐν ἀντιθέσει πρός τό Κανονικό Δίκαιο τῶν παπικῶν, πού μέσα σ’ αὐτό εἶναι γραμμένοι ὅλοι οἱ «Ἱεροί Κανόνες τους», ἀλλά ἐπίσης εἶναι καθορισμένη καί ἡ «οἰκονομία» πού θά ἐφαρμόσει ὁ παπικός πνευματικός. Οἱ δικοί μας Ἱεροί Κανόνες εἶναι αὐστηροί, ἀφοῦ προοριζόμαστε γιά τήν ἐν Χριστῷ θέωση, ἀλλά καί ἄκρως διακριτικοί, ἀφοῦ ἀκριβῶς ἀπευθύνονται σέ τέκνα Θεοῦ μέ πολύ φιλότιμο.

Κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν καί λαϊκοί ἀξίζει νά προσεγ γί σουμε καί νά ἀναγνώσουμε τό Ἱερό Πηδάλιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὄχι γιά νά ἐφαρμόσουμε μηχανικά καί τυπικά τό περιεχόμενό του, ἀλλά γιά νά διαποτισθοῦμε ὁλόκληροι μέ τά ζωηφόρα νάματά του.

Δυστυχῶς ὑπάρχει διάσπαρτη μία ἀτεκμηρίωτη προκατάληψη κατά τοῦ Πηδαλίου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν παχυλή ἄγνοιά του. Ἐξ ἄλλου γίνεται ὅλο καί πιό γνωστό σήμερα, ὅτι τό ἀμιγές ὀρθόδοξο πνεῦμα τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου ἐνοχλεῖ καί ἐκνευρίζει τούς ποτισμένους μέ τά ποταπά οἰκουμενιστικά «ἐπιχειρήματα» καί τόν ἀσαφῆ, ἄχρωμο, ἄοσμο, ἀόριστο προτεσταντικό ὀρθολογισμό τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ( Π.Σ.Ε. ).

Βιβλίο σπάνιας πνευματικῆς, πρωτότυπης καί ἐπιστημονικῆς ἐργασίας. Παραθέτει πρῶτα τό κείμενο ἑκάστου Ἱεροῦ Κανόνος στά ἀρχαῖα Ἑλληνικά, στή συνέχεια τήν ἑρμηνεία του, προσιτή καί στούς ἁπλοϊκούς ἀναγνῶστες, ἔπειτα τή συμφωνία τοῦ Κανόνος πρός τούς λοιπούς καί τέλος τά πάνσοφα προσωπικά του πολύ ἀξιόλογα σχόλια.

Ἀξιοθαύμαστη εἶναι ἡ εὐχέρεια τοῦ λόγου, καί τοῦ καθα ρεύοντος καί τοῦ δημοτικοῦ καθομιλουμένου πού διαθέτει ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Θεωρεῖ ἀναγκαία τήν ἑρμηνεία, γιά νά φέρει κοντά στούς ἀγραμμάτους καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν προέκταση τῶν ἁγίων Γραφῶν, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης ἀλλά καί ὁλοκλήρου της Ἱερᾶς Παραδόσεως.

Ἡ ἰδιοφυία ὅμως τοῦ Ἁγίου Πατρός Νικοδήμου φαίνεται στό τρίτο μέρος τῆς χριστοεπιστημονικῆς μεθοδολογίας του, στή «συμ φωνία τῶν Ἱερῶν Κανόνων». Ἐδῶ φαίνεται ἡ βαθύτητα τῆς γνώ σεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ἡ ἐσωτερική τους κατανόηση. Προ σπάθησε καί πέτυχε νά δείξει ποιά εἶναι ἡ νοηματική καί ὀργανική θέση καθενός ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες στό ὅλο σύστημα τῶν ὑπολοίπων ἱερῶν κειμένων. Μόνο ἕνας Ἅγιος σάν τόν Ἅγιο Νικό δημο θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ ἔτσι ὅπως σκέφθηκε. Κάθε ἱερό κείμε νο δέν ἐξετάζεται κεχωρισμένα καί ἀποσπασματικά, ἀλλά σέ σχέση μέ τό ὅλο. Μόνον οἱ αἱρετικοί δέν μποροῦν ἤ δέν θέλουν νά χρησι μοποιήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή μεθοδολογία, τῆς συμφωνίας. Ἄν χρησιμοποιοῦσαν τή μέθοδο τῆς συμφωνίας, θά ἔπαυαν νά εἶναι αἱρετικοί, γιατί τό «ὅλο» καί ὄχι τό «ἐπί μέρους» θά τούς διαφώ τι ζε θεανθρώπινα καί θά τούς ἀπεμάκρυνε ἀπό τή σκοτόμαινα τῆς πλάνης.

Λεπτομερέστερα πρέπει νά τονίσουμε, ὅτι δίπλα σέ κάθε Ἱε ρό Κανόνα γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος τούς ἄλλους ἱερούς κανόνες πού συμφωνοῦν μέ τόν παρόντα. Ἔχουμε δηλαδή μπροστά μας σέ κάθε κανόνα μία Ἱερά Σύνοδο Ἱερῶν Κανόνων μή συγκρουομένων μεταξύ τους, ἀλλά ἀλληλοσυμφωνούντων καί ἀλληλοσυμπλη ρου μένων.

Ἀκόμη πιό ἀξιόλογα εἶναι τά σχόλια ἤ ὑποσημειώσεις στό κάτω μέρος κάθε σελίδας τοῦ Πηδαλίου.

Ἀπό τίς εὔστοχες παρατηρήσεις τοῦ Ἁγίου Πατρός Νικο δή μου πάνω σέ κάθε ἕνα Ἱερό Κανόνα φαίνεται ἡ καθαρά ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία του , ἡ καθαρή Τριαδολογική θεολογία του καί ἡ ὀρθόδοξη φιλανθρωπία του. Ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλαδελφία εἶναι τό ἀπόσταγμα πού προκύπτει ἀπό τή μελέτη τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου μέ τή σοφωτάτη χριστοκαθοδήγηση τοῦ ἱεροῦ Πατρός.

Κινητή βιβλιοθήκη ἀσυλλήπτων διαστάσεων ἀποδεικνύεται ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἀφοῦ, ὅπως φαίνεται, ἀπό μνήμης παραθέτει χωρία ἀρχαιοελληνικά ἤ Πατερικά , γιά πληρέστερη κατανόηση τῶν ἱερῶν κειμένων τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Σοβαρότατος ἐπιστη μο νικός ἄθλος εἶναι ἡ ὅλη ἐργασία τοῦ ἁγίου Πατρός, ὁ ὁποῖος ἀκόμα δέν ἔχει ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπό τούς «συγχρόνους» θεολόγους μας.

Κλείνοντας τήν παροῦσα πενιχρή εἰσήγηση ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο, τόν τιτάνα τοῦ πνεύματος καί τῆς Θείας Χάριτος, τόν Ἅγιο Νικόδημο, πού ἐγκωμιάζει τούς σωτήριους Ἱερούς Κανόνες, ζητώ ντας ἀπό τόν ὅσιο διδάσκαλο τίς διάπυρες εὐχές του γιά τή θερα πεία μας:

«… Καί ἵνα ἐπί παραδείγματος δηλώσω τό πᾶν· Καθώς ἡ παντουργική Ἁγία Τριάς τόν πρῶτον καί ὑλικόν τοῦτον κόσμον δημιουργήσασα μέ διαφόρους φυσικούς Κανόνας τῶν στοιχείων αὐτόν συνηρμόσατο, ἐξ ὧν ἡ τάξις καί ἐκ τῆς τάξεως ἡ συνοχή τοῦ παντός διασώζεται, καί γίνεται καθώς εἶπεν ὁ Ὀρφεύς, ὅλη ἡ κτίσις μία μουσική συμφωνία ἐκ διαφόρων Κανόνων, ὥσπερ ἔκ τινων πο λυειδῶν καί πολυμμιγῶν φθόγγων ἀνακρουομένη. Τοιουτοτρόπως ἡ αὐτή Τριάς, καί τόν δεύτερον τοῦτον καί νοητόν κόσμον τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας κατασκευάσασα, μέ τούς ἱερούς τούτους καί θείους Κανόνας συνέδησεν αὐτόν καί συνέπηξεν. Ἐξ ὧν ἡ τῶν Πατριαρχῶν ἀποτίκτεται εὐταξία, ἡ τῶν Ἀρχιερέων ἁρμονία, ἡ τῶν Ἱερέων κοσμιότης, τῶν διακόνων ἡ σεμνοπρέπεια, τῶν κληρικῶν ἡ σεβασμιότης, τῶν Μοναχῶν ἡ εὐρυθμία, τῶν Πνευματικῶν πατέρων ἡ πρός διόρθωσιν ἀπαιτουμένη γνῶσις, τῶν βασιλέων ἡ παρά πάντων ὀφειλομένη τιμή, καί πάντων ἁπλῶς τῶν χριστιανῶν, ἡ πρέπουσα χριστιανοῖς διαγωγή καί κατάστασις, καί ακθολικῶς εἰπεῖν, ἐκ τῶν ἱερῶν τούτων Κανόνων, ἡ κάτω ἐκκλησιαστική ἱεραρχία γίνεται μίμημα καί ἐκσφράγισμα τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας. Καί αἱ δύω ὁμοῦ ἱεραρχίαι ἀποκαθιστῶνται μία, ἕν μέλος, ἀνακρουομένη ἐναρμόνιόν τε καί πάγχορδον. Ἔκβαλε τούς κανό νας τῶν στοιχείων ἀπό τήν ὑλικήν κτίσιν, καί παρευθύς λύεται ἡ τάξις, καί λυομένης τῆς τάξεως, ὅλον τό πᾶν ἀφανίζεται. Ἔκβαλε καί τούς Ἱερούς τούτους Κανόνας ἀπό τήν ἐκκλησίαν, καί παρευθύς ἐπεισέρχεται ἡ ἀταξία, καί ἐκ τῆς ἀταξίας ἅπασα ἡ ἱερά αὐτῆς διακόσμησις ἀφανίζεται.

Ἐπιστράφου λοιπόν Ἰακώβ, καί ἐπιλαβοῦ αὐτῆς. Ἐπιστράφητε Πατριάρχαι, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Κληρικοί Μοναχοί, καί οἱ λοιποί ἅπαντες πνευματικοί πατέρες καί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί ἐπιλάβεσθε τῆς βίβλου ταύτης μέ τά δύω σας χέρια· «πορεύεσθε πρός τήν λάμψιν κατέναντι τοῦ φωτός αὐτῆς, ἵνα φωτισθῆτε φωτισμόν γνώσεως αἰώνιον»


Πηγή:http://www.orthros.org

᾿Ισχύουν σήμερα οἱ ἱεροί κανόνες; -Πορίσματα ἡμερίδος


ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ;

Τήν Κυριακή 1-11-2009 στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Ἀμαρουσίου πραγματοποιήθηκε ἡμερίδα μέ αυτό το θέμα.

Τήν ἡμερίδα ὀργάνωσε ὁ Ι. Καθεθρικός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου και ὁ Ἱ. Ν. Ἁγ. Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Ἀμαρουσίου. Ἔλαβαν μέρος οἱ ὁμιλητές :

Πρωτοπρ. Ἰωάννης Φωτόπουλος – Θεολόγος, Νομικός

Πρεσβ. Γεώργιος Διαμαντόπουλο – Θεολόγος, Φιλόλογος, μτ. Κανονονικού Δικαίου

Ἀρχ. Σαράντης Σαράντος – Θεολόγος, Φιλόλογος

Πρωτοπρ. Λάμπρος Φωτόπουλος – Θεολόγος, τ.Δικηγόρος παρ’Ἀρείῳ Πάγῳ

Ἀπό τίς εἰσηγήσεις τῶν ὁμιλητῶν καί κατόπιν συζητήσεως προέκυψαν τά ἀκόλουθα 12 Πορίσματα:

· 1. Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσις, πού εἶναι κατά τόν π. Ἰουστῖνο Πόποβιτς «τό παραδίδειν διά μέσου τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, μετά πασῶν τῶν θείων ἀληθειῶν καί τῶν ἐντολῶν, τῶν χαρίτων (τῶν μυστηρίων) καί τῶν ἀρετῶν Αὐτοῦ, ὡς ζῶντα Θεόν καί Σωτῆρα, ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησίαν...» εἶναι ἔγγραφος καί ἄγραφος καί ἔχει καί κατά τά δύο μέρη της τήν «αὐτήν ἰσχύν πρός τήν εὐσέβειαν» κατά τόν Μ. Βασίλειον. Περιλαμβάνει τή διαχρονική συνείδηση καί τήν ἐμπειρία τῆς Καθόλου Ἐκκλησίας.

· 2. Αὐτήν τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία καί παράδοση καταγράφουν, ἀποτυπώνουν καί καθιστοῦν συγκεκριμένη στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας πρῶτα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἔπειτα οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἴτε ἕκαστος μέσα στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς του εὐθύνης καί πολλοί ἐξ αὐτῶν μαζί σέ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους διά τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων.

· 3. Δι’ αὐτῶν ρυθμίζεται μέ ἀσφάλεια ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀποτελοῦν τή βάση καί τό γνώμονα γιά τήν τοπική, ποιοτική καί ποσοτική ἐπέκταση τῆς Παραδόσεως, ἡ ὁποία καίτοι παραμένει προφορική, ἀκολουθεῖ τό πνεῦμα τῶν κανόνων γιά νά ρυθμίσῃ λειτουργικά, ποιμαντικά καί ἀσκητικά ζητήματα πού ἀποβλέπουν σέ μείζονα προκοπή τῶν πιστῶν.

· 4. Μερικὰ ἀπὸ τὰ θέματα, στὰ ὁποῖα διαφαίνεται ἡ σχέση τῶν Ἱερῶν Κανόνων μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως στοὺς ἴδιους τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἡ κύρωση ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες διαφόρων παραδόσεων καὶ ἐθίμων ὡς ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἡ κατάργηση ἄλλων, ὡς κακῶν συνηθειῶν.

· 5. Ἡ προσπάθεια ἀθετήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων διά τῆς καταργήσεως ὁρισμένων ἐξ αὐτῶν, διά τῆς τροποποιήσεώς τους ἤ διά τῆς εἰσαγωγῆς νέων κανόνων ἐκ μέρους συλλογικῶν -ὑποτίθεται- συνοδικῶν ὀργάνων μαρτυρεῖ ἄγνοια ἤ καταφρόνηση τοῦ θεοπνεύστου χαρακτῆρος τους, περιφρόνηση τῆς ζώσης Ἱερᾶς Παραδόσεως δηλ. τῆς ἐμπειρίας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πού ὑπόκειται στή θέσπιση τῶν Ἱερῶν Κανόνων.

· 6. Τό ζήτημα τῆς ἰσχύος τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι πρώτιστα ἑρμηνευτικό. Ἐάν καταλήξουμε στήν ὀρθή μέθοδο ἑρμηνείας, θά ἀποδεχτοῦμε καί τήν αἰώνια ἰσχύ τους, διότι θά ἔχουμε τήν ὀρθή ἀντίληψη γιά τή φύση τῶν νοημάτων τους, πού δέν εἶναι μόνο δικανικά, ἠθικά ἤ λογικοφιλοσοφικά, ἀλλά κυρίως πνευματικά. Οἱ ἐπιστημονικές μέθοδοι ἑρμηνείας, ὡς προερχόμενες ἀπό τό δυτικό οὑμανιστικό πρόταγμα πολιτισμοῦ, δέν ἐπαρκοῦν γιά ἐξαγωγή ἀσφαλῶν συμπερασμάτων γιά τά νοήματα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλά ἀπολυτοποιούμενες ὁδηγοῦν μᾶλλον στήν παρανόηση αὐτῶν.

· 7. Οἱ ὅροι τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου πηγάζουν ἀπό τή νηπτική θεολογία· μάλιστα πολλοί Ἱεροί Κανόνες ἀποτελοῦν αὐτούσια νηπτικά κείμενα. Ἐάν ἡ ἑρμηνευτική στραφεῖ στή νηπτική θεολογία, θά ἀντιληφθεῖ ὅτι τά νοούμενα εἶναι διαχρονικά, διότι ἀφοροῦν σέ καταστάσεις τῆς ψυχῆς (πάθη), πού δέν ἐκλείπουν σέ καμμία ἐποχή. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀναιρεῖται καί ἡ σοφιστεία πού ἀποδέχεται μέν τή θεοπνευστία τῶν Ἱερῶν Κανόνων (κῦρος), ὄχι ὅμως τήν ἰσχύ τους· ἐπίσης καταδεικνύεται ἡ πλάνη τῶν παπιστῶν, πού μέ βάση τήν ἀνωτέρω κακοδοξία συνέταξαν τόν Κώδικα Κανονικοῦ Δικαίου (codex iuris canonici), μέ τόν ὁποῖο γίνεται ἀπόπειρα νά καταργηθεῖ ἡ ἰσχύς τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί νά συστηθοῦν οἱ διατάξεις αὐτοῦ τοῦ Κώδικα ὡς ἰσχῦον κανονικό δίκαιο ἐπὶ τῇ βάσει τῆς αἱρέσεως τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα.

· 8. Ἡ διαχρονικότητα τῆς νηπτικῆς θεολογίας καταδεικνύεται ἀπό τό γεγονός τῆς διδασκαλίας της καί ἀπό συγχρόνους Ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ ἁγίου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.

· 9. Τήν αὐθεντικότερη κωδικοποίηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀποτελεῖ τό ἱερό Πηδάλιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού εἶναι ἕνα βιβλίο θεόπνευστο, ἐπιστημονικό, πρωτότυπο, ἐκκλησιολογικό. Εἶναι τρόπον τινά τό Σύνταγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό Πηδάλιο α) λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τή δομή καί φύση τῆς Ἐκκλησίας ρυθμίζει τή διοίκηση καί τό Συνοδικό της πολίτευμα, καί β) ἀποσκοπώντας στήν προσωπική μας ἐν Χριστῷ προκοπή καί τελείωση χαράσσει τό πλαίσιο καί δίδει κατευθύνσεις καί θεραπευτικά μέσα γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη μας.

· 10. Ἀπαραίτητα γιά τήν ὀρθή κατανόηση τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου εἶναι τό κείμενο, ἡ ἑρμηνεία, ἡ συμφωνία καί τά σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Τό ἐν λόγ ἔργο ἔχει μεταφραστεῖ στά Ἀγγλικά, Ἀραβικά, Συριακά, Αἰθιοπικά, Λατινικά, Ἰταλικά, Σλαβωνικά.

· 11. Ἐάν ἐμπιστευόμαστε τό ἱερό Πηδάλιο, δέν θά παρασυρόμαστε σέ ἀντικανονικές, ἀντορθόδοξες ἐνέργειες ὅπως ἡ οἰκουμενιστική συνάντηση τῆς Κύπρου. Ἡ ἐκεῖ ἑτοιμαζόμενη ἀναγνώριση τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου θά εἶχε, ἄν δέν μεσολαβοῦσαν οἱ ἀντιδράσεις τῶν ὀρθοδόξων, ὀλέθρια ἀποτελέσματα γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

· 12. Τό Ἑλληνικό Σύνταγμα προστατεύει τήν Ἱερά Παράδοση μετά τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Μάλιστα σέ συγχορδία μέ τά προηγούμενα Συντάγματα, ἐπιτάσσει στό ἄρθρο 3 νά τηροῦνται «ἀπαρασάλευτα» οἱ Ἀποστολικοί καί Συνοδικοί Κανόνες καθώς καί οἱ ἱερές Παραδόσεις μας. Ἔτσι μᾶς δείχνει τόν δρόμο καί τόν τρόπο πού μπορομε ὡς ἔθνος νά ἀποκτήσουμε ἠθική αὐτονομία, πραγματική ἐλευθερία καί οὐσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη, ἀλλά καί τή μέθοδο μέ τήν ὁποία ὡς ἄτομα ὁ καθένας θά βιώσουμε τήν ἀληθινή ἐν Χριστῶ ζωή.



Πηγή:http://www.orthros.org

Σχέση ἱερῶν κανόνων καί κοσμικῶν νόμων- Πρωτ. π. Λάμπρου Φωτοπούλου


ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Τό θέμα πού ἒχω τήν τιμή καί τή χαρά νά σᾶς παρουσιάσω σήμερα εἶναι «Σχέση ἱ. Κανόνων καί Κοσμικῶν Νόμων».

Θά προσπαθήσουμε δηλαδή νά βροῦμε τά κοινά σημεῖα καθώς καί τίς διαφορές τῶν δύο δεοντολογικῶν συστημάτων:Τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀφενός καί τῶν κοσμικῶν Νόμων ἀφετέρου. Ἡ προσέγγιση πού ἐπιχειροῦμε νά κάνουμε εἶναι μία συγκριτική μελέτη μέσα ἀπό τήν ὁποία θά προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε τήν λειτουργικότητα τοῦ κάθε συστήματος μέσα στή σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Πρίν ὃμως προχωρήσουμε στό θέμα μας εἶναι ἀναγκαία μιά διευκρίνιση τῶν ὃρων. Τί ἐννοοῦμε ὃταν λέμε Ἱεροί Κανόνες καί τί ὃταν λέμε κοσμικοί Νόμοι;

Α. Ἱεροί Κανόνες σέ γενική ἒννοια εἶναι ὃλα τά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως πού ἒχουν θεία προέλευση καί ὑποδεικνύουν τρόπους συμπεριφοράς, ἢτοι: ἡ Ἁγία Γραφή (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), οἱ Ἀπόφάσεις Συνόδων, Λόγοι καί Παραινέσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί γενικά κάθε ἐπιταγή ἢ τάξη μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέ εἰδική ἒννοια («ἐν στενῃ ἐννοίᾳ») ἱ. Κανόνες θεωροῦνται οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί οἱ γνῶμες τῶν Πατέρων πού ἐπικυρώνονται ἀπό αὐτές. Αὐτές οἱ ἀποφάσεις περιέχονται στόν Νομοκάνονα σέ 14 τίτλους τοῦ Ἱ. Φωτίου καί σέ ἂλλες συλλογές. Πλέον σημαντική συλλογή, ἓνα εἶδος ἐπισήμου κειμένου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τό βιβλίο Πηδάλιο[1], πού ἒχει συγγραφεῖ ἀπό τόν Ἁγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.

Β. Κοσμικοί Νόμοι ἀπό τήν ἂλλη πλευρά εἶναι ἡ δικαιοταξία πού ἒχει ἐπιβάλλει ἡ κοσμική ἐξουσία τῶν σημερινῶν Κρατῶν καί ἒχει ἐγκόσμιους ἀποκλειστικά σκοπούς καί ἀνθρωποκεντρική κατεύθυνση. Εἶναι τό σύνολον τῶν νόμων πού ἐφαρμόζεται σήμερα τόσο στήν Ἑλλάδα ὃσο καί στίς λοιπές Δυτικές Κοινωνίες τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν, τῶν ΗΠΑ κ.λ.π. Τό Δίκαιο αὐτό ξεκινάει ἀπό τόν Γαλλικό Διαφωτισμό καί ἀνανεώνεται μέσα ἀπό τό Κοινοβουλευτικό σύστημα. Ἡ ἑρμηνεία του ἐπίσης γίνεται μέ καθαρά ἀνθρώπινες μεθόδους πού ὑπαγορεύουν οἱ Νομικές Ἐπιστῆμες χωρίς ἀναφορά στό Θεῖον. Οἱ πηγές τοῦ Δικαίου πού ἰσχύει σήμερα, ἀνιχνεύονται ἑπομένως στά Ἐπαναστατικά κινήματα τοῦ 18ου αἰῶνα καί θεμελιωτές του θεωροῦνται ὁ Μοντεσκυέ μέ τό περίφημο ἒργο του «Τό Πνεῦμα τῶν Νόμων», ὁ Ρουσώ μέ τό «Κοινωνικό Συμβόλαιο», ὁ Λόκ, ὁ Χιούμ, ὁ Βολταῖρος, ὁ Ντιντερώ καί οἱ λοιποί διαφωτιστές καί ἐγκυκλοπαιδιστές[2].Ἀπό τήν Εὐρώπη μεταφέρθηκε τό δίκαιο αὐτό στήν Ἑλλάδα μέσω τῶν σπουδασμένων στά Εὐρωπαϊκά Πανεπιστήμια Ἑλλήνων Νομικῶν.

Ὃταν λοιπόν ἀναφερόμαστε στούς Κοσμικούς Νόμους, πέραν ἀπό τίς συγκεκριμένες διατάξεις, ἐννοοῦμε καί τίς ἰδεολογικές ἀρχές, τούς σκοπούς καί τίς μεθόδους πού χρησιμοποιοῦν οἱ Νόμοι αὐτοί προκειμένου νά γίνουν σεβαστοί σήμερα μέσα στά πλαίσια τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καί γενικότερα στόν Δυτικό λεγόμενο κόσμο.

Μετά ἀπό αὐτές τίς ἀναγκαίες διευκρινίσεις σχετικά μέ τούς ὃρους Νόμοι καί ἱ. Κανόνες μποροῦμε νά προχωρήσουμε στή διάγνωση γιά τίς ὁμοιότητες καί τά κοινά στοιχεῖα Νόμων καί Κανόνων.

1. ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

1.1. Τό πρτο κοινό στοιχεο τν δύο συστημάτων εναι τό Δεοντολογικό στοιχεο.

Τόσο οἱ ἱεροί Κανόνες ὃσο καί οἱ Κοσμικοί Νόμοι διαφέρουν ἀπό ὃλα τά ἂλλα κείμενα πού μεταδίδουν γνώσεις καί πληροφορίες κατά τοῦτο ὃτι ὁρίζουν τί δέον γενέσθαι. Δέν ἀσχολοῦνται δηλαδή μέ τό τί εἶναι κάτι, δηλαδή μέ τήν οὐσία καί τίς ἰδιότητες τῶν πραγμάτων πού ἀσχολοῦνται ἂλλες Ἐπιστήμες, ἀλλά μέ τό πρέπει, τό δέον, τό τί ὀφείλει κάποιος νά κάνει. Ρυθμίζουν δηλαδή τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά.

Εἶναι βέβαια γνωστό ὃτι οἱ νόμοι δέν ζητοῦν πάντα αὐτά πού ὁρίζουν οἱ ἱ. Κανόνες, παρόλο πού σέ πολλές περιπτώσεις συμφωνοῦν, ὃπως π.χ. τόσο ὁ νόμος ὃσο καί ὁ ἱ. Κανόνας συμφωνοῦν στήν ἐπιταγή «οὐ φονεύσης». Σέ πολλές ἂλλες περιπτώσεις ὃ,τι θεωρεῖ ὁ νόμος σωστό ὁ ἱ. Κανόνας τό θεωρεῖ λάθος καί ἁμαρτία.

Ἒτσι λοιπόν συμπεραίνουμε ὃτι τόσο ὁ κοσμικός νομοθέτης ὃσο καί ὁ θεῖος νομοθέτης χρησιμοποιοῦν δεοντολογικές προτάσεις γιά νά ἐπιβάλλουν ὑποχρεώσεις καί συμπεριφορές.

1.2. Τό δεύτερο κοινό στοιχεῖο εἶναι ὁ Ἂνθρωπος.

Κάθε κοσμικός Νομοθέτης ἒχει στό νοῦ του ἓναν ἰδεώδη ἀνθρώπινο τύπο. Αὐτός ὁ ἰδεώδης ἂνθρωπος χρησιμοποιεῖται σάν μοντέλλο. Ἒτσι ἐπιβάλλεται σέ ὃλους τούς ἀνθρώπους νά κάνουν αὐτά πού θά ἒκανε τό ἰδανικό μοντέλο τοῦ ἀνθρώπου καί νά ἀποφεύγουν ὃ,τι αὐτός θά ἀπέφευγε.

Κέντρο καί τοῦ θείου Νόμου εἶναι ἐπίσης ὁ Ἂνθρωπος. Ἀπό τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γνωρίζουμε τί εἶναι ὁ ἂνθρωπος, πῶς δημιουργήθηκε, ποιός ὁ προορισμός του, καθώς καί ὃτι ὁ πρῶτος θεϊκός νόμος δόθηκε στόν ἂνθρωπο ἀμέσως μετά τήν δημιουργία του. Ἡ παράβαση αὐτοῦ τοῦ πρώτου ἱ. Κανόνα ἒφερε , κατά τήν χριστιανική διδασκαλία ,τήν πτώση καί τόν θάνατο στόν Ἂνθρωπο.

Πέρα ἀπό τήν ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στήν Καινή Διαθήκη ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ συμπλέκεται μέ τόν Ἂνθρωπο. Αὐτό φαίνεται στήν καινή ἐντολή τοῦ Θεανθρώπου: «Πάντα οὖν ὃσα ἂν θέλητε ἳνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἂνθρωποι, οὓτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς, οὗτος γάρ ἐστίν ὁ νόμος καί οἱ προφῆται»[3].

Θά μπορούσαμε συμπερασματικά νά ποῦμε ὃτι κάθε δεοντολογικό σύστημα, εἲτε πρόκειται γιά τόν κοσμικό νόμο εἲτε γιά τούς ἱ. Κανόνες, ἒχει τή δική του συγκεκριμένη Ἀνθρωπολογική Βάση. Ἀπαντάει δηλαδή μέ τόν δικό του τρόπο στό ἐρώτημα τί εἶναι ἂνθρωπος, ποιές οἱ δυνατότητές του, τί μπορεῖ νά τοῦ ζητήσουμε νά κάνει, τί ὂχι, τί εἶδος ἀνθρώπου θέλουμε.Αὐτά θά τα δοῦμε λεπτομερέστερα στή συνέχεια.

Ἐδῶ νά προσθέσουμε τοῦτο μόνον, γιά πληρέστερη κατανόηση τοῦ θέματος, ὃτι τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος ἀκολουθῶντας ἂλλα μοντέρνα Συντάγματα μετά τήν μεταπολίτευση μέ τό ἂρθρο 2 παρ.1 ἒθεσε σαφῆ ἀνθρωπολογική βάση στήν ἑρμηνεία του ὁρίζοντας ὃτι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελοῦν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».

Ἀλλά καί τά περιώνυμα ἀνθρώπινα δικαιώματα, ὃπως τό λένε καί οἱ λέξεις, εἶναι τρόποι προσαρμογῆς τῶν κρατικῶν νόμων σέ γενικότερες ἀνθρωπολογικές ἀρχές.

1.3.Τρίτο κοινό σημεῖο Νόμων καί ἱ. Κανόνων εἶναι ἡ Ἐλευθερία.

Γιά νά ἀπαιτήσει ὁ νόμος ἢ ὁ ἱερός Κανόνας ἀπό κάποιον ἂνθρωπο νά κάνει κάτι, πρέπει ὁ ἂνθρωπος νά εἶναι ἐλεύθερος. Οὒτε ὁ νόμος οὒτε ὁ Ι. Κανόνας μποροῦν νά ἐπιβάλουν τά ἀδύνατα.

Ὁ Νόμος μέ τήν ἀρχή τοῦ καταλογισμοῦ, τῆς ὑπαιτιότητας, τήν ἂρση τοῦ ἀδίκου τῆς πράξεως κ.λ.π ἀπαλλάσσει καί δέν τιμωρεῖ τόν ἂνθρωπο που ἐνεργεῖ βρισκόμενος σέ ἀνάγκη ἢ πλάνη ἢ που δέν γνωρίζει τί πράττει.

Ὁ Θεϊκός νόμος ἐπίσης θεμελιώνει τήν ἀξίωσή του νά γίνει σεβαστός στό γεγονός ὃτι ὁ ἂνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπιλέξει. Ἡ δυνατότητα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται ξεκάθαρα ἀπό τό πρῶτο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὃπου συμπλέκεται μέ τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπαναλαμβάνεται ἀδιάκοπα μέχρι τό τελευταῖο βιβλίο τῆς ‘Αγίας Γραφῆς, τήν Ἀποκάλυψη.[4] Ἡ Ἐλευθερία αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς μισθαποδοσίας τῶν δικαίων καί τῆς αἰώνιας τιμωρίας τῶν ἁμαρτωλῶν.

Τό εἶδος, τό περιεχόμενο, ἀλλά καί ἡ ἒκταση τῆς ἐλευθερίας πού δέχεται τό κάθε δεοντολογικό σύστημα καί ἐδῶ βέβαια πάλι διαφέρει .

1.4. Καί τά δύο δεοντολογικά συστήματα ἀποβλέπουν σέ κάποιους συγκεριμένους σκοπούς.

Ὁ νόμος ἒχει τούς δικούς του σκοπούς, ἀλλά καί ὁ ἱερός κανόνας σκοπεύει σέ κάποιο ἀποτέλεσμα ἐπιτάσσοντας τήν Α ἢ τή Β συμπεριφορά.

1.5. Πέμπτο κοινό σημεῖο εἶναι οἱ Συνέπειες πού προβλέπονται ἀπό τίς παραβάσεις τόσο τῶν Νόμων ὃσο καί τῶν ἱ. Κανόνων.

Ὁ Νόμος φαίνεται ὃτι μοιάζει μέ τόν Ἱ. Κανόνα γιατί καί ὁ μέν καί ὁ δέ ἒχουν συνέπειες θετικές γιά ὃσους τούς σέβονται καί ἀρνητικές γιά ὃσους παραβαίνουν ὃσα ἐπιτάσσουν. Οἱ συνέπειες τῆς παράβασης τῶν νόμων ὀνομάζονται Ποινές, ἐνῶ οἱ συνέπειες ἀθέτισης τῶν ἱ. Κανόνων ὀνομάζονται Ἐπιτίμια.

1.6. Γιά νά λειτουργήσουν τέλος καί τά δύο συστήματα χρειάζονται τόν συγκεκριμένο ἂνθρωπο πού θά κρίνει τή καθε περίπτωση.

Τόσο ὁ Νόμος ὃσο καί ὁ Ἱ. Κανόνας ἐκφράζονται γενικά καί δέν ρυθμίζουν κάθε ἀνθρώπινη σχέση, κάθε ἀνθρώπου εἰδικά. Αὐτή τήν προσαρμογή τῆς γενικῆς ἐντολῆς στή εἰδική περίπτωση τήν κάνει κάποιο συγκεκριμένο ὑπεύθυνο πρόσωπο. Αὐτό τό πρόσωπο ὁ Νόμος τόν ὀνομάζει Δικαστή, ἐνῶ οἱ ἱ. Κανόνες τό καθῆκον αὐτό τό ἐναθέτουν στον Ἐπίσκοπο, στή Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, στόν Πνευματικό καί στόν Ἡγούμενο (γιά τά Μοναστήρια).

2. ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ.

Ἂς δοῦμε τώρα τίς διαφορές. Ἂς δοῦμε σέ τί διαφέρει ἡ περί Ἀνθρώπου ἀντίληψη τοῦ νόμου ἀπό αὐτήν τοῦ ἱ. Κανόνα, ποιά Ἐλευθερία ἀναγνωρίζει ὁ Νόμος καί ποιά οἱ Ι. Κανόνες, ποῖος εἶναι ὁ σκοπός Νόμου καί ποιός τοῦ ἱ. Κανόνα, ἂν ὁ Έπίσκοπος εἶναι Δικαστής καί τέλος ἂν τά Ἐπιτίμια τῶν ἱ. Κανόνων εἶναι Ποινές .

2.1. Ὁ Ἂνθρωπος.

Ἡ κοσμική Νομοθεσία σήμερα ἒχει δεχθῆ σάν βάση θεωρήσεως τοῦ Ἀνθρώπου τόν Φυσικό Ἂνθρωπο[5], ὃπως τόν περιγράφει ὁ Ρουσώ στό «Κοινωνικό του Συμβόλαιο», ἓναν ἂνθρωπο «μέ τήν ἁπλῆ καρδιά, μέ τά ἠθικά αἰσθήματα, τήν ἠθική θέληση». Ἡ περί φυσικοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία ὃσο καί ἂν θεωρεῖται κατάκτηση τοῦ Γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ δέν εἶναι τίποτ’ἂλλο παρά μιά βελτίωση ἢ μιά παραλλαγή τῆς περί φυσικοῦ ἀνθρώπου διδασκαλίας τῶν Φραγκολατίνων Θεολόγων καί τοῦ Προτεσταντικοῦ Κόσμου.

Ἡ περί Φυσικοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία εἶναι ἡ περί Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος καί Πτώσεως διδασκαλία τοῦ θεωρουμένου ἀπό τούς Παπικούς ὡς ἁγίου, Θωμᾶ Ἀκινάτου.Κατά τήν διδασκαλία αὐτή ὁ ἂνθρωπος ἐδημιουργήθη ὡς ὂν φυσικό καί μέ μιά ἐνέργεια τῆς Θείας Xάριτος δόθηκαν σ’ αὐτόν ὡς δῶρα ἡ ἀνάταση πρός τόν Θεό καί ἡ κοινωνία μέ Αὐτόν. Mέ τήν πτώση του χάνει αὐτά τά δῶρα, ἀλλά ὡς φυσικό ὂν, λένε οἱ Παπικοί, λίγο μόνον ἐπηρεάζεται. Δηλαδή πιστεύουν ὃτι ὁ Ἂνθρωπος δέν ἒχασε οὐσιαστικά τίποτα παρά μόνον τίς ἒκτακτες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Κατά τά ὑπόλοιπα παρέμεινε ἀναλλοίωτος. [6] .

Σύμφωνα μέ αὐτή τήν διδασκαλίαν θεωρεῖται ὃτι ὁ ἂνθρωπος κατέχει τήν δύναμιν ἀνακαλύψεως τοῦ δικαίου, διότι ἂν καί ἁμάρτησε δέν ἐφθάρη ἡ φύση του ἐντελῶς, ἀλλά μετέχει στήν ἀληθεία. Ἒχει μιά ἀνταύγειαν τοῦ θείου νόμου στή καρδιά του, τήν ὁποία ὀνομάζουν οἱ σχολαστικοί «μετοχή». Αὐτή ἡ θεία μετοχή, ὃπως λένε οἱ σχολαστικοί, ὁδηγεῖ τόν ἂνθρωπον στήν γνώση τοῦ Θεοῦ, καθώς καί στήν γνώση τοῦ ἀληθοῦς, τοῦ αὐθεντικοῦ καί τοῦ δικαίου[7]. Κατά τόν Ἀκινάτη ὁ ἂνθρωπος λαμβάνει «ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐπί τῃ βάσει τῆς λογικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως» τήν γνῶσιν τοῦ θείου νόμου γιατί ὁ ἀνθρώπινος λόγος «ἀποτελεῖ ἐντός ἡμῶν ἀπεικόνισιν τοῦ θείου φωτός»[8]. Πιστεύουν λοιπόν οἱ Λατεῖνοι ὃτι μόνος του ὁ Ἂνθρωπος μπορεῖ νά βρῆ τό Δίκαιο γιατί τό λογικό του δέν ἐπηρεάσθηκε ἀπό τήν Πτώση τῶν Πρωτοπλάστων.

Ἡ Προτεσταντική Ἀνθρωπολογία ἐξάλλου, πού διαπνέεται ἀπό τίς περί Ἀπολύτου Προορισμοῦ δοξασίες, ἒχει τό δικό της μοντέλλο φυσικοῦ Ἀνθρώπου, ἀπό τό ἂλλο ἂκρο. Πιστεύουν οἱ Προτεστάντες ὃτι ἡ πτώση διέφθειρε καί κατέστρεψε κατά τρόπον ἀνεπανόρθωτο τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, συνεσκότισε τόν λόγον του, τόν ἐστέρησε ἀπό τήν ἐλευθερία του καί τοποθέτησε τή ζωή του κάτω ἀπό τήν ἐξάρτηση τῆς Θείας Xάριτος. Ὁ ἂνθρωπος ἑπομένως κατά τούς Προτεστάντες εἶναι μικρός καί ἀδύνατος “ἓνα ὂν παράδοξον καί τραγικόν”[9] καί ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπό τήν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ χωρίς οὐσιαστικά νά μεταποιεῖ, φωτίζει, ἁγιάζει τόν ἂνθρωπο.

Ἑπόμενον εἶναι ὁ Προτεσταντικός Κόσμος νά μήν ἀποδέχεται τήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά κατανοήσει «ἀφ ἑαυτοῦ» τό δίκαιο ἀλλά νά δέχεται ὃτι ἡ ἒννοια τῆς δικαιοσύνης συμμεταβάλλεται μέ τόν ἂνθρωπο. Γιά τόν Προτεστάντη τό φυσικόν δίκαιο δέν διαφέρει ἀπό τό θετικόν δίκαιον, δηλαδή οἱ Προτεστάντες πιστεύουν ὃτι τό Δίκαιο ἀλλάζει μαζί μέ τόν ἂνθρωπο. Στήν Προτεσταντική αὐτή ἀντίληψη στηρίζεται καί ὃλη ἡ νομική θεωρία ὃτι Ἀπόλυτο Δίκαιο δέν ὑπάρχει καί ὃτι τό μόνο δίκαιο πού ὑπάρχει εἶναι τό Θετικό Δίκαιο, δηλαδή τό δίκαιο πού ἰσχύει σέ μιά ὁρισμένη κοινωνία, σέ ὁρισμένο χρόνο καί τόπο.

Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί Ἀνθρώπου διαφοροποιεῖται τόσο ἀπό τήν περί φυσικοῦ Ἀνθρώπου Διδασκαλία τῶν Προτεσταντῶν, ὃσο καί ἀπό αὐτήν τῶν Φραγκολατείνων. Κατά τή δική μας, Ὀρθόδοξη πατερική παράδοση ὁ ἂνθρωπος, ἡ Ἐλευθερία του, ἡ πτώση του ἀπό τόν Παράδεισο καί οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς πτώσεως ἒχουν ἐντελῶς διαφορετική θεώρηση.

Ὁ ἂνθρωπος ἐπλάσθη ἀπό τόν Τριαδικό Θεό “κατ’ εἰκόνα Θεοῦ“ καί καλεῖται νά γίνει “καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ” πού ἀποτελεῖ καί τόν Προορισμό τοῦ Ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἒπλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Eὒα ὡς νήπια καί τούς ἒβαλε στό Παράδεισο . Eἶχαν κοινωνία μέ τήν Ἁγία Tριάδα γιατί εἶχαν τό ζωοποιό Πνεῦμα. Ὁ Θεός τούς ἒδωσε ἐντολή νά τελειοποιηθοῦν βαθμηδόν καί νά φθάσουν ἐν καιρῳ στήν ἀθανασία καί στή θέωση.Ἐδῶ βρίσκουμε τήν πρώτη ἀναφορά στό ρόλο πού παίζει ὁ θεϊκός Νόμος, ὁ ἱ. Κανόνας. Βοηθᾶ τό Ἂνθρωπο ἀπό τή νηπιώδη κατάσταση νά φτάσει στήν ὡριμότητα.

Ποία εἶναι ἡ ὡριμότητα; Ἡ ἀνιδιοτελή ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον[10]. Ὁ προορισμός αὐτός τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν χριστιανική Γραμματολογία ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σημασία καί ἀποτελεῖ τό “θεμέλιον τῆς περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὀρθοδόξου διδασκαλίας”[11].

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία ἒχει ὡς βάση τίς σχετικές διηγήσεις περί κατασκευής τοῦ ἀνθρώπου τῆς Π.Δ. πού περιέχονται στό πρῶτο βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης , τή Γένεση. Ἀλλά ἡ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, ὃπως τόν περιγράφουν οἱ Γραφές δέν γίνεται στοχαστικά καί γιαυτό δέν καταλήγει νά δεχθῆ ἓνα μοντέλλο φυσικοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κατανόηση τοῦ Ἀνθρώπου γίνεται μέσα ἀπό τήν μελέτη τῆς Θεανθρώπινης προσωπικότητας τοῦ Kυρίου Ἰησοῦ Xριστοῦ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία ἒχει ἒτσι ἂμεση σύνδεση μέ τό Xριστολογικό Δόγμα, τό ὁποῖον ἀπετέλεσε τό ἀντικείμενο μεγάλων θεολογικῶν συζητήσεων κατά τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Xριστιανισμοῦ. Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Kαππαδοκῶν Πατέρων καί ἐντεῦθεν κατανοεῖται ξεκάθαρα “ὃτι ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά γίνει μόνο μέ κριτήριο τό πρόσωπο τοῦ Xριστοῦ[12]. Tό ἀνθρωπολογικό μοντέλλο ἑπομένως δέν εἶναι ὁ λεγόμενος “φυσικός ἂνθρωπος” τῆς Δύσης, ἀλλά ὁ Xριστός[13]. Ἒτσι οἱ ἀποφάσεις τῶν Oἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀναφέρονται στή φύση τοῦ Xριστοῦ ἀποτελοῦν συγχρόνως καί τίς Ὀρθόδοξες ἀνθρωπολογικές θέσεις, ἀλλά καί τό κλειδί ἑρμηνείας τῶν Ἱ. Κανόνων.

2.2. Ἡ Ἐλευθερία.

Οἱ διαφορετικές περί ἀνθρώπου διδασκαλίες Παπικῶν καί Προτεσταντῶν διαφοροποιοῦν καί τίς περί ἐλευθερίας ἀντιλήψεις αὐτῶν χωρίς καμμία ἀπό τίς δύο θρησκευτικές αὐτές ὁμάδες νά προσεγγίζει τήν Ὀρθοδοξία. Ἒτσι ὁ ἰδανικός τύπος Παπικοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτός πού ἐναποθέτει τήν ἐλευθερία του στό Πάπα προκειμένου νά ἀποφύγει τήν πίεση τῆς εὐθύνης πού αὐτή ἡ Ἐλευθερία ἀσκεῖ ἐπάνω του. Ὁ μέγας Ἱεροεξεταστής τοῦ Ντοστογιέφσκη στό βιβλίο του οἱ Ἀδελφοί Καραμαζώφ μᾶς περιγράφει θαυμάσια πῶς ὁ Παπισμός διαχειρίζεται αὐθαίρετα τήν ἀπό Θεοῦ δοθεῖσα στόν ἂνθρωπο ἀπόλυτη ἐλευθερία ἐπιλογῆς.

Ὁ Προτεσταντισμός ἀντίθετα, ὃπως ἢδη εἲπαμε, ἐφόσον κατά βάσιν δέχεται τόν Ἀπόλυτο Προορισμό, συμφωνεῖ σέ μιά κολοβή Ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἒχει τήν δυνατότητα νά κάνει τίποτα χωρίς τήν ἀπόλυτη ἐξάρτηση ἀπό τή Θεία Χάρη. Δέν δέχεται δηλαδή, ὃπως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὃτι ἡ σωστηρία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας Θεοῦ καί Ἀνθρώπου οὒτε ὃτι ἡ Θεία Χάρη μπορεῖ νά μεταποιήσει τό ἂνθρωπο καί νά τόν μεταβάλλει ὀντολογικά ἀπό ἁμαρτωλό σέ ἃγιο, ἀπό ἂτιμο σκεῦος σέ τίμιο, ἀπό υἱό Ἀπωλείας σέ Φίλο τοῦ Χριστοῦ. Γιαυτό καί δέν τιμοῦν τούς Ἁγίους, οὒτε δέχονται τά ἱερά λείψανα, πού εἶναι σημάδια μόνιμης παραμονῆς τῆς Θείας Χάριτος στήν ἁγιασμένη προσωπικότητα.

2.3. Ὁ Σκοπός τοῦ Νόμου

Ὀ σκοπός τοῦ κοσμικοῦ Νόμου εἶναι νά κάνει ὁμαλή τήν κοινωνική συμβίωση,γιαυτό τά δικαιώματα τοῦ ἑνός πολίτου δέν πρέπει νά ἐμποδίζουν τά δικαιώματα τοῦ ἂλλου. Ὁ κοσμικός νομοθέτης προσπαθεῖ νά ἰσορροπίσει τά συμφέροντα ἀνθρώπων …συμφεροντολόγων. Οἱ ἲδιοι οἱ μεγάλοι νομικοί ὁμολογοῦν ὃτι «Ἡ προστασία τῶν συμφερόντων… γίνεται.. πάντα σ’ ἓναν κόσμο γεμάτο συμφέροντα, στόν ὁποῖο ὃλα τά ἀγαθά εἶναι ἀντικείμενο ἐπιθυμιών, γι’ αὐτό καί ἡ προστασία τους γίνεται πάντα (!) σέ βάρος ἂλλων συμφερόντων»[14]. Ἒτσι ἐνῶ στό θεϊκό νόμο πρυτανεύει ἡ ἀνενδεῆς ἀρχή τῆς ἀγάπης, στό κοσμικό δίκαιο ἀντίθετα ἐπικρατεῖ ἡ πάσης φύσεως ἀνάγκη καί τό ἐγωιστικό συμφέρον. Ὁ ἀνθρώπινος νόμος δέχεται αὐτήν τήν πτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὡς φυσική καί προσπαθεῖ μέ τή λογική καί τό αἲσθημα αὐτοσυντήρησις νά ἀποφύγει τήν κοινωνική διάσπαση. Γιαυτό ὑποχωρεί θεσμικά σέ πρόσωπα, ὁμάδες, ἰδέες πού παρουσιάζουν ἰδιαίτερη δυναμικότητα, ἂσχετα ἂν ἐκφράζουν τό ἀντικειμενικά δίκαιο.

Ἀντίθετα ὁ ἱ. Κανόνας ἐπιδιώκει νά δημιουργήσει ἀνθρώπους ἀνενδεεῖς, ὃμοιους μέ τόν ἐλεύθερο ἀπό κάθε ἀνάγκη Θεό. Ὁ ἱ. Κανόνας παιδαγωγεῖ τούς ἀνθρώπους στό νά γνωρίζουν ὂχι τό τί δικαιοῦνται νά πάρουν ἀπό τόν ἂλλον ἂνθρωπο, ἀλλά τό τί περισσότερο ὀφείλουν νά δώσουν.

Γιά τό λόγο αὐτό μέ ἂλλο τρόπο ἑρμηνεύονται οἱ Κοσμικοί Νόμοι καί ἀλλοιῶς οἱ ἱ. Κανόνες. Ὁ κοσμικός Δικαστής ἑρμηνεύει τό Νόμο ἒχοντας κατά νοῦ τούς «κοινωνικοηθικούς κανόνες»[15] πού ἒχει ἡ πλειοψηφία κάθε Κράτους μιᾶς συγκεκριμένης ἐποχῆς. Ἒτσι κάθε νομική διάταξη ἑρμηνευομένη ἀκολουθεῖ μέ αὐτόν τό τρόπο τούς κοινωνικούς καί ἠθικούς κανόνες της πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν , ἂσχετα ἂν αὐτές οἱ ἀντιλήψεις εἶναι σωστές, δίκαιες, χρήσιμες ἢ ὂχι.

Οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀντίθετα καθοδηγοῦν, ὡς ὁδοδεῖκτες, τούς χριστιανούς πρός τήν θέωση, δηλαδή τήν κατάσταση ἐκείνη πού ἀρχίζει ἀπό αὐτή τή ζωή καί πού ὁ ἂνθρωπος ὑπερβαίνοντας κάθε φυσική ἀνάγκη διαλέγεται «μόνος μόνῳ Θεῶ». Οἱ ἱεροί Κανόνες δέν θέλουν νά κατασκευάσουν ἓνα ἂνθρωπο ἀκίνδυνο γιά τό διπλανό του, δηλαδή πού νά μήν κλέβη, νά μή φονεύει, νά μή φοροδιαφεύγει, νά μή χειροδικεῖ, νά μήν ἒχει σεξουαλική ἐπιθετικότητα κ.τ.ὃ., ὃπως οἱ Νόμοι.Οἱ ἱεροί Κανόνες θέλουν νά δημιουργήσουν ἓνα ἂνθρωπο Χριστό, πού ὃλη τήν ἡμέρα θά εὐεργετεῖ καί θά θεραπεύει τόν συνάνθρωπό του.

2.4 .Ὁ Δικαστής

Οἱ Νόμοι γιά νά ἐφαρμοστοῦν προβλέπουν τήν ὓπαρξη Δικαστῶν σωστά μορφωμένων. Ἀκολουθώντας μάλιστα τήν περί Φυσικοῦ Ἀνθρώπου Διδασκαλία τῶν Λατείνων δέν ἐξετάζουν ἂν ὁ συγκεκριμένος Δικαστής ἒχει ἐφαρμόσει τό Νόμο στή ζωή του, ἂν εἶναι ἠθικός ἢ ἀνήθικος, ἂν ἒχει μέσα του ὃμοια πάθη μέ αὐτά πού πραγματοποίησε ὁ Ἐγκληματίας , τόν ὁποῖον καλεῖται νά δικάσει. Ἀφοῦ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου συμμετέχει στή θεία οὐσία καί δέν ἒχασε τίποτα ἀπό τήν πτώση τῶν Προτοπλάστων, ὃπως διδάσκουν οἱ Παπικοί, κάθε ἀγχίνους δικαστής καλά μορφωμένος μπορεῖ νά ἐπιβάλει τίς ἐνδεδειγμένες κυρώσεις τοῦ Νόμου στούς παραβάτες.

Γιά τούς ἱερούς Κανόνες ὃμως τά πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Αὐτός πού καλεῖται νά ἑρμηνεύσει καί νά ἐφαρμόσει τούς ἱ. Κανόνες εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Αὐτός ἒχει δικαίωμα νά κρίνει τούς χριστιανούς. Γιατί γίνεται αὐτό;

Ὃπως ἢδη ἀκούσαμε σέ προηγούμενες εἰσηγήσεις οἱ ἱ. Κανόνες εἶναι θεραπευτικά μέσα. Σέ τί συνίσταται ἡ θεραπεῖα; Πρῶτα εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη πού γίνεται μέ τήν ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Μετά ἀκολουθεῖ τό ἑπόμενο στάδιο, ὁ φωτισμό τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ φωτισμός τοῦ ἒσω ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ τελείωσις τῆς θεραπείας αὐτοῦ εἶναι ἡ ἐν Χριστῳ θεοπτία, τουτέστιν ὁ δοξασμός ἢ ἡ θέωσις» [16].

Ἡ θεραπεία ὃμως αὐτή δέν γίνεται χωρίς τόν θεραπευτή, ὃπως δέν διορθώνονται οἱ σωματικές ἀρρώστιες χωρίς γιατρό. Θεραπευτές εἶναι ὃσοι γνωρίζουν τήν ὀρθόδοξη «ποιμαντική τέχνη» μέσα στήν ὁποία περιέχεται καί τό δικαίωμα διορθώσεως τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἡ ἀληθινή αὐτή ἐπιστήμη διδάσκεται στά Ὀρθόδοξα Μοναστήρια. Ἀπό τά μοναστήρια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στίς περιόδους τῆς ἀκμῆς της ἐξέλεγε τούς Ἐπισκόπους-θεραπευτές. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὑπερέβη καί αὐτό ἀκόμα τό γράμμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού θέλει τούς Ἐπισκόπους νά εἶναι ἒγγαμοι, καί ὣρισε νά καλοῦνται οἱ Ἐπίσκοποι ἐκ τῶν μοναχῶν. «Ἐν τῃ Ἀνατολῆ εἲτις μή μοναχός ἐγένετο, οὐ γίνεται ἐπίσκοπος ἢ πατριάρχης»[17].

Μέσα ἀπό τήν μοναχική ὑπακοή ἀποκτάει ὁ ἂνθρωπος τήν σωστή λειτουργία τῆς λογιστικῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς. Ἡ σωστή λειτουργία τοῦ λογιστικοῦ ἒχει σάν ἀποτέλεσμα τήν σωστή γνώση περί τοῦ Θεοῦ καθώς καί τήν δυνατότητα νά διακρίνει ἀλάνθαστα τό καλό ἀπό τό κακό, πού ἀποτελεῖ καί τό βασικό στοιχεῖο μιᾶς δικαιοδοτικῆς κρίσεως. Ἡ διάκριση ὃμως αὐτή τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δεν εἶναι περιγραφική, «κατ’ εἶδος», ὃπως συνήθως ἀπαιτεῖ ὁ νόμος ἀπό τόν κοσμικό δικαστή ἀλλά οὐσιαστική, «ἡ τρανή γε και ἀσύγχυτον ἒχουσα περί τῆς φύσεως τῶν ὑποκειμένων δόξαν». Αὐτή δηλαδή τήν γνώση τῶν πραγμάτων πού ἒχει ὁ καθαρός ἀπό πάθη νοῦς.

Ὁ μέγας κανονολόγος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γνωρίζοντας καλύτερα παντός ἂλλου τό ρόλο τῶν Ἱερῶν Κανόνων σάν θεραπευτικῆς μεθόδου καί ἀναφερόμενος στή μακρότατη συνήθεια οἱ Ἐπίσκοποι να ἐκλέγονται ἐκ τῶν μοναχῶν γράφει «Συνήθεια βεβαίως ἦτον αὓτη, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, νόμος ἁγιώτατος, νόμος δικαιώτατος, καί νόμος κοινωφελής. Ἁγιώτατος, διότι ἐκεῖνοι διά τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, καί τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος, πρῶτον ἐκαθαρίζοντο, καί τότε ἢρχιζον νά καθαρίζωσι τούς ἂλλους. Πρῶτον ἐφωτίζοντο, και ὓστερον ἐφώτιζον. Πρῶτον ἐτελειοῦντο, και ὓστερον ἐτελείουν καί συντόμως εἰπεῖν, πρῶτον ἠγιάζοντο, και ὓστερον ἡγίαζον. Δικαιότατος, διότι ἐνδυσάμενοι τούς νικηφόρους φοίνικας κατά τῶν παθῶν, διά μέσου τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, τότε εἰς βραβεῖον τῆς νίκης, ἐλάμβανον τό μέγα τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα καθυποτάξαντες τό χεῖρον εἰς τό κρεῖττον, ἢτοι το σῶμα εἰς το πνεῦμα, καί ἂρξαντες ἑαυτῶν διά τῆς ἀκροτάτης φιλοσοφίας τότε τῳ νόμῳ τῆς δικαιοσύνης, ὑπέταττον ἂλλους, καί ἐγίνοντο ἂρχοντες τῶν λαῶν»[18] .

Οἱ Ἐπίσκοποι ἐκλεγόμενοι ἀπό τήν τάξη τῶν μοναχῶν εἶχαν μάθει καί ἐφαρμόσει στόν ἑαυτό τους τήν ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή τῆς καθάρσεως τοῦ νοῦ, τοῦ φωτισμοῦ και τῆς θέωσης. Ἀπό τούς σέ κατάσταση θεώσεως μοναχούς ἐξασφάλιζε ἡ Ἐκκλησία Ἐπισκόπους ποιμένες δηλαδή, θεραπευτές τῶν ἁμαρτανόντων χριστιανῶν.

2.5. Ποινές καί Ἐπιτίμια

Ἀφοῦ ξεκαθαρίσαμε τό Νόμο ἀπό τόν ἱ. Κανόνα, τό Δικαστή ἀπό τό Ἐπίσκοπο, καιρός εἶναι νά διακρίνουμε καί κατά τί διαφέρουν οἱ Ποινές τῶν Νόμων ἀπό τά Ἐπιτίμια τῶν Ἱ. Κανόνων.

Ἂς δοῦμε πρῶτα τόν ἐπιστημονικό ὁρισμό τῆς Ποινῆς . « Ἡ ποινή εἶναι δεινόν (κακόν) τό ὁποῖον ἐπιβάλλεται ὡς τοιοῦτον κατά τινος πολίτου καθ’ὡρισμένην διδικασίαν ὑπό τῆς Πολιτείας εἰς ἒνδειξιν ἰδιαιτέρας ἀποδοκιμασίας αὐτοῦ ὑπό τῆς καθεστηκυϊας τάξεως». Καί γιά νά ἒχουμε σαφέστερη γνώση τί σημαίνει ὃτι ἡ ποινή εἶναι δεινόν μᾶς λέγουν οἱ νομικοί ὃτι «θέλει ἀκριβῶς νά πλήξῃ τόν τιμωρούμενον, θέλει νά γίνῃ ὑπ’ αὐτοῦ αἰσθητή ὡς κακόν, ὡς «πόνος»(Kant)»[19]. Τό ἂλλο ἐπίσης σημαντικό στοιχεῖο τοῦ ἐπιστημονικοῦ ὁρισμοῦ τῆς ποινῆς εἶναι ἡ ἰδιαίτερη ἀποδοκιμασία τοῦ δράστου. Ἡ ποινή θεωρεῖται ὃτι συνιστᾶ τό μεγαλύτερο κακό πού μπορεῖ νά πάθει ὁ δράστης καί συγχρόνως παρέχει καί ἐπίσημο στιγματισμό τοῦ προσώπου του.

Ἂς δοῦμε τώρα τί εἶναι τά Ἐπιτίμια. Ὃλα αὐτά τά στοιχεῖα μέ τά ὁποῖα οἱ νομικοί προσδιορίζουν ἐπιστημονικά τήν ποινή ἐλλείπουν ἀπό τά Ἐπιτίμια μέ τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τό Ἐκκλησιαστικό Ἒγκλημα. Δέν θεωροῦνται κατ’ ἀρχήν τά Ἐπιτίμια ἀληθινό κακό, οὒτε ἐξωτερικά οὒτε στήν οὐσία τους.[20]

Κατά τό Πνευματικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἁμαρτία, ἡ σύγκρουση δηλαδή μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τίς Εὐαγγελικές ἐντολές, ἀποτελεῖ ψυχικό νόσημα καί χρήζει θεραπείας[21]. Ἒτσι ἐνῶ γιά τό κοσμικό δικαστή ὁ ὑπόλογος στό κοσμικό Νόμο ἂνθρωπος εἶναι κατακριτέος, γιά τό Κανονικό Δίκαιο ὁ ὑπόλογος ἂνθρωπος εἶναι θεραπευτέος. Στό κοσμικό δίκαιο ἡ ἀπόρριψη ἀφορᾶ τό πρόσωπο[22], ἐνῶ στό δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀπόρριψη ἀφορᾶ τήν ἁμαρτωλῆ πράξη, ἡ ὁποία πρέπει να ἀντιμετωπισθῆ σάν παράσιτο καί νά ἀφαιρεθῆ ἀπό τό συγκεκριμένο πρόσωπο μέ μεθόδους καί προσοχή παρόμοια πρός κάθε ἰατρική τέχνη. Τό Ἐπιτίμιο λοιπόν εἶναι τρόπος θεραπείας καί μοιάζει μέ τίς ἱατρικές φροντίδες καί τούς περιωρισμούς πού ἐπιβάλει ὁ γιατρός στόν ἂρρωστο, ὣστε νά θεραπευθεῖ πλήρως ἀπό τήν ἀσθένεια καί ἐπί πλέον νά μήν ὑποτροπιάσει.

Ὁ Σκοπός τῆς Ποινῆς κατά τό κοσμικό δίκαιο ἦταν παλαιότερα ἡ Ἀνταπόδοση, ὡς ἓνας τρόπος νομιμοποίησης τῆς δικαίας Ἐκδίκησης. Σήμερα εἶναι ἡ Γενική καί Εἰδική Πρόληψη. Εἰδική Πρόληψη σημαίνει τήν «ἀποτροπήν νέων ἐγκλημάτων αὐτοῦ τούτου τοῦ ἢδη ἐγκληματήσαντος» ἐνῶ Γενική Πρόληψη τήν «συγκράτησιν τῶν ἂλλων κοινωνῶν ἀπό τῆς κατολισθήσεως εἰς τό ἒγκλημα»[23].

Ὁ ρόλος τῶν Ἐπιτιμίων δέν εἶναι μιά Γενική ἢ Εἰδική Πρόληψη καί πολύ περισσότερο δέν εἶναι μιά μορφῆς Ἀνταπόδοση[24]. Εἶναι μιά προσπάθεια σέ βάθος θεραπείας τοῦ ἁμαρτάνοντος. Αὐτό φαίνεται πιό ξεκάθαρα ἀπό τό γεγονός ὃτι, ἐνῶ γιά τό κοσμικό δίκαιο ὃλες οἱ κύριες ποινές εἶναι ἀποκλειστικά δύο, στερητικές τῆς ἐλευθερίας ἢ χρηματικές ποινές, γιά τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο τά ἐπιτίμια εἶναι πάμπολλα. Εἶναι ἀντίστοιχα μέ τό πάθος πού θέλουν νά διορθώσουν (καθαίρεση, ἀφορισμός, ἐγκλεισμός σέ μοναστήριο, ἐλεημοσύνες, ἀποχή ἀπό Θ. Κοινωνία, ξηροφαγία κ.λ.π).

Τά ἐπιτίμια ἐπιβάλλουν σέ θεραπεία τόν ἁμαρτάνοντα καί ὃταν δέν ἒχει διαπράξει τήν πράξη, ἀλλά τήν κυοφορεὶ μέσα του μέ τήν σκέψη, τήν μελέτη τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀπόφαση κ.τ.λ. στάδια πού περιγράφουν οἱ ἱ. Κανόνες.

Πολλές ἂλλες διαφορές νόμων καί ἱ. Κανόνων θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε, ἂν εἲχαμε χρόνο, πού ἀκολουθοῦν αὐτές τίς βασικές συνισταμένες καί διακρίνουν τό δίκαιο τοῦ Θεοῦ ἀπό τό δίκαιο τῶν ἀνθρώπων.

3. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Θά τελειώσωμε μέ αὐτές ἀκόμη τίς παρατηρήσεις: Τό σημερινό δίκαιο τῆς νεωτερικῆς καί μετανεωτερικῆς ἐποχῆς ἒχει μιά ἱστορία περίπου 200 ἐτῶν καί εἶναι καταφανῆ τά ἀδιέξοδα στά ὁποία ὁδηγεῖ τήν Πανανθρώπινη Κοινότητα δίνοντας νομιμότητα στίς πιό αὐταρχικές καί θρασύτατες ἐξουσίες τῆς ἐποχῆς μας καί καλύπτοντας προφανῆ ἐγκλήματα κατά τῶν Λαῶν. Ἡ ἱστορία τοῦ Γένους μας ἒχει νά προτείνει σάν ἀντίλογο μορφές ἀνθρώπινου δικαίου πού συμπλέουν μέ τό θεῖο δίκαιο σέ μιά θαυμαστή ἁρμονία.

Ὁ Μέγας Ἰουστινιανός πραγματοποίησε ἓνα μοναδικό ἂθλο στήν ἱστορία τῆς Ἀνθρωπότητος. Καθάρισε ὃλο τό Ρωμαϊκό Δίκαιο ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού δέν ἐξέφραζαν τίς σωστές περί Ἀνθρώπου ἀντιλήψεις σύμφωνα μέ τόν Εὐαγγελικό Νόμο καί τό παρέδωσε στήν Ἀνθρωπότητα ὡς μοναδικό θησαυρό. Ἡ σημερινή Εὐρώπη κυβερνήθηκε σχεδόν 1000 χρόνια μέ τό δίκαιο αὐτό. Σήμερα οἱ Συνταγματολόγοι προκειμένου νά ἀποδείξουν ὃτι ὁ Εὐρωπαϊκός χῶρος ἀποτελεῖ ἑνότητα ἰσχυρίζονται ὃτι ἒχει ὡς κοινή κληρονομία αὐτό τό Ρωμαϊκό Δίκαιο.

Ὁ Μεγάλος αὐτός Αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός, ἀλλά ἐπίσης μέγας θεολόγος, κατανόησε πολύ καλά ὃτι μόνον ὁ νόμος πού ἒχει ὡς βάση τό Χριστό εἶναι ἀληθινός, πραγματικός καί χρήσιμος Νόμος γιαυτό μετά τό ξεκαθάρισμα τῶν παλαιῶν νόμων προχωρεῖ πιό βαθειά στήν οὐσία τοῦ δικαίου καί ὁρίζει μέ τήν Νεαρά 131 : «Θεσπίζομεν τοίνυν τάξιν νόμων ἐπέχειν τούς ἁγίους ἐκκλησιαστικούς κανόνας ..». Δηλαδή οἱ Ἱεροί Κανόνες ἒχουν τήν ἲδια ἰσχύ πού ἒχουν καί οἱ Νόμοι τοῦ Κράτους.Αὐτή ἡ ρεαλιστική γραμμή συνεχίζεται καί στούς μετέπειτα χριστιανούς Βασιλεῖς (πρβλ. Βασιλικά, Ε᾿ 3.2).

Ὁ σοφώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί μέγας κανονολόγος ἃγιος Φώτιος θεωρεῖ ὃτι οἱ Ἱ. Κανόνες εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς κρατικούς νόμους. Ἀπό αὐτά τά σημαντικά κείμενα πού διαπνεύονται, ὂχι ἀπό τόν ἐπαρχιωτισμό τῶν φεουδαλικῶν Κρατῶν τοῦ Μεσαίωνα, ἀλλά ἀπό τήν ἐμπειρία μιᾶς Παγκόσμιας Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας, πού κάποτε διέλαμψε σέ αὐτό τό χῶρο, κατανοοῦμε τήν ἀληθινή συμπληρωματική σχέση πού πρέπει νά διέπει τούς ἱ. Κανόνες καί τούς κοσμικούς Νόμους.

Τό ἰσχύον Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος στό ἂρθρο 3 διατρανώνει αὐτό πού τό νεοπαγές Ἑλληνικό Κράτος μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἒσπευσε νά ἐξασφαλίσει. Ἐπιτάσσει τό ἂρθρο 3 νά τηροῦνται «ἀπαρασάλευτα» οἱ Ἀποστολικοί καί Συνοδικοί Κανόνες καθώς καί οἱ ἱερές παραδόσεις». Κατά τό Σύνταγμα ἐξάλλου τῆς Ἐθν. Νομοδοτικῆς Συνελεύσεως Ἐπιδαύρου τῆς 20.12.1821, πού ἐπαναλαμβάνει ὃμοια ρύθμιση μέ τήν προηγηθεῖσα Νομική Διάταξη τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος τῆς 17.11.1821, στήν παραγραφο 90 ὁρίζει ὃτι«...αἱ πολιτικαί καί ἐγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν ἒχουσι τούς νόμους τῶν ἀειμνήστων χριστιανῶν ἡμῶν αὐτοκρατόρων...» Δηλαδή τό ἀστικό καί τό ποινικό δίκαιο πού θά ἐφαρμοσθῆ πρέπει νά ἒχει βάση τή νομοθεσία τῶν Χριστιανῶν Αὐτοκρατόρων.

Οἱ ἐνθουσιώδεις ἐκείνοι πολεμιστές δέν ἐπεδίωκαν μέ τή ρύθμιση αὐτή νά γυρίσουν τήν ἱστορία 500 χρόνια πίσω. Ἐπεδίωκαν μέ τό Δίκαιο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμηοσύνης νά μπολιάσου καί προικίσουν τούς θεσμούς καί τούς νόμους τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους. Ἢθελαν δηλαδή ὁ Νόμος νά στηρίζεται στό Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἢθελαν τό νέο Κράτος νά καθοδηγεῖται ἀπό τήν Αἰώνια Δικαιοσύνη τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του.

Ἃγιοι Πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Μέ ὃσα περιληπτικά ἀναφέραμε προσπάθησα νά ἐξηγήσω ὃτι οἱ σημερινοί κοσμικοί νόμοι πού ἐφαρμόζονται στήν Εὐρώπη τούς τελευταίους αἰῶνες καί στόν τόπο μας τίς τελευταῖες δεκαετίες, ἒχει παρεκκλίνει ἀπό τήν σωστή γνώση τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἱ. Κανόνες ἀντίθετα θα παραμένουν γιά πάντα αἰώνια μνημεῖα ἀληθείας καί διδασκαλίας. Θά διδάσκουν περί ἀνθρώπου, περί σωτηρίας, περί ἀληθινῆς εὐδαιμονίας, περί ἀνθρωπίνου προορισμοῦ.

Οἱ Κοσμικοί Νόμοι, ὃσο θά ἒχουν τίς Δυτικές θεολογικές καί ἀνθρωπολογικές προκαταλήψεις, θά δημιουργοῦν διαφόρους τύπους ἐλλειματικῶν ἀνθρώπων, ἐνδεῶν, ὑποτεταγμένων σέ κοσμικά ἐφήμερα σχήματα, πειθαναγκασμένων, ἀνίκανων νά βιώσουν τήν τελεία ἐλευθερία. Θά δημιουργοῦν κοινωνίες ἀνισόρροπες, κοινωνίες ναρκομανῶν, ἐρωτικά διεστραμμένων, θά ἀναπαράγουν ἐπαναστάσεις, θά διδάσκουν τόν μηδενισμό, θά προωθοῦν κάθε μορφῆς δουλεμπόρια, θά φοβίζουν μέ τίς ἀνακαλύψεις τῆς Γενετικῆς καί τίς πυρηνικές ἀπειλές, θά προκαλοῦν οἰκονομικά ἀδιέξοδα καί θά ὁδηγοῦν τούς νέους σέ ἀπόγνωση.

Τό ἰσχύον Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος πού, σέ συγχορδία μέ τά προηγούμενα Συντάγματα, ἐπιτάσσει στό ἂρθρο 3 νά τηροῦνται «ἀπαρασάλευτα» οἱ Ἀποστολικοί καί Συνοδικοί Κανόνες, καθώς καί οἱ ἱερές παραδόσεις, μᾶς δείχνει τό δρόμο καί τόν τρόπο πού μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε ὡς Ἒθνος ἠθική αὐτονομία, πραγματική ἐλευθερία καί οὐσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη, ἀλλά μᾶς ἀποκαλύπτει καί τήν μέθοδο μέ τήν ὁποία, ὡς ἂτομα ὁ καθένας, θά βιώσουμε τήν ἀληθινή εὐδαιμονία ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.



[1] Πηδάλιον τῆς νοητής νηός τῆς μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἢτοι ἃπαντες οἱ Ἱεροί καί Θεῖοι Κανόνες πρός κατάληψιν τῶν ἁπλουστέρων ἑρμηνευόμενοι παρά Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου μοναχοῦ. Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς γ’ ἐκδόσεως τοῦ 1864, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου.

[2] Ἀντί πλλῶν, Ἀριστοβούλου Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, τ.1,Ἐκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1980 σ.39 ἑπ.

[3] Ματθ. 7,12

[4] «αύτός (δηλαδή ὁ Θεός) ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν ἂνθρωπον καί ἀφῆκεν αὐτόν ἐν χειρί διαβουλίου αὐτοῦ. ἐάν θέλῃς συντηρήσεις ἐντολάς καί πίστιν ποιήσαι εὐδοκίας. Παρέθηκέ σοι πῦρ καί ὓδωρ. Οὗ ἐάν θέλῃς , ἐκτενεῖς τήν χεῖρά σου». Σοφία Σειράχ 15,14-16

[5] Οἱ νεώτερες γενιές νομικῶν ἀπορρίπτουν θεωρητικά τήν περί φυσικοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία καί ἀκολουθοῦν τό νομικό θετικισμό. Ὁ νομικός θετικισμός εἶναι ἡ ὁμολογία ὃτι ἡ νομική ἐπιστήμη τοῦ παρελθόντος ἀπέτυχε νά γνωρίσει σωστά τί εἶναι ἂνθρωπος μέσω τοῦ Φυσικοῦ Ἀνθρώπου καί τόν παραμερίζει ἐπικεντρώνοντας τό ἐνδιαφέρον σέ μιά νεφελώδη καί κοινωνικολογική θεώρηση ἀνθρώπου καί συνακόλουθα τοῦ Δικαίου. Πρβλ. Παύλου Σούρλα, Justi atque injusti scientia, μιά εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1995, σ.σ.76-78. Δέχεται δηλαδή ὁ νομικός θετικισμός ἓνα ἂλλο τύπο φυσικοῦ ἀνθρώπου τόν «κοινωνικό ἂνθρωπο» . Σήμερα, πού προωθοῦνται οἱ ἀντιλήψεις τῆς Νέας Ἒποχῆς ὁ φυσικός ἂνθρωπος μεταπλάθεται σέ Μετ-άνθρωπο .πρβλ. Δάφνη Βαρβιτσιώτη, Νέα Ἐποχή, Ἀθήνα , Ἐκδόσεις Σταμούλη, 2004, σ.39.

[6]Aὐτή ἡ πλήρη διάκριση Φύσεως καί Xάριτος “ εἶναι ἡ πηγή μιᾶς φυσιοκρατικῆς ἀντιλήψεως περί τοῦ ἀνθρώπου ” . Νικολάου Μπερδιάγιεφ, Περί Προορισμοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δοκίμιον παραδόξου ἠθικῆς, Ἀθῆναι, 1950. σ.87

[7]Νικολίτσας Γεωργοπούλου, τό Φυσικόν Δίκαιον, ἱστορικοκριτική θεώρησις τοῦ Προβλήματος, Ἀθῆναι, (χωρίς χρονολογία), σ. 87

[8] Γεωργοπούλου, ὃ.π.π. σ. 91

[9] Mπερδιάγιεφ, ὃ.π.π., σ.87

[10] Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα, β᾿ Ἐκδοση, Ἀθήνα , Ἐκδόσεις Δόμος, 1989. σ. 156

[11] Νικολάου Μπρατσιώτου, καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόμος Ι, ὁ Ἂνθρωπος ὡς θεῖο Δημιούργημα, ἐν Ἀθήναις 1976 σ. 304

[12] Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμος Α, 4η Ἒκδοση, Ἀθήνα 2000. σ.604

[13] Pωμανίδου ὃ.π.π. σ.150

[14] Karl Engisch, Εἰσαγωγή στή Νομική Σκέψη, Μτφρ. Διονυσίου Δ. Σπινέλλη, τακτικοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Θράκης, Ἀθήνα, ἒκδοσης Μορφωτικοῦ Ἰδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, 1981,σ.219 επ.

[15] Ἂννας Ψαρούδα-Μπενάκη, δ.ν.-Δικηγόρου, Τά Ἀξιολογικά Στοιχεῖα τῆς ἀντικειμενικῆς Ὑποστάσεως τοῦ Ἐγκλήματος, Ἀθῆναι, Ἐκδοτικός οἶκος Ἀφοί Π. Σάκκουλα, 1971 σ. 65 ἑπ.

[16] Ρωμανίδης, ὃ.π.π. σ.κθ᾿

[17]Ἁγίου Νικοδήμου, Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιον,δ’Ἒκδοση, Βιβλιοπωλεῖο Νεκτάριος Παναγόπουλος, Ἀθήνα 1999, σ.31., σ.31.

[18] Ἁγίου Νικοδήμου, ὃ.π.π. σ.σ. 31-32

[19] Νικολάου Ἀνδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο Ι, Γενικό Μέρος, Ἀθῆναι –Κομοτηνή, Ἐκδόσεις Ἀντ. Σάκκουλα, 1991. σ.ς. 16-17

[20] Κάποιοι Κανονολόγοι ἰσχυρίζονται ὃτι τά Ἐπιτίμια εἶναι μέν κακό (ἂρα Ποινή) ἀλλά ἒχουν δῆθεν καλό ἀποτέλεσμα. Καί ἂν ἀκόμα ἡ ἂποψη αὐτή ἧταν σωστή πάλι τά Ἐπιτίμια δέν εἶναι ποινές γιατί σύμφωνα μέ τόν ὁρισμό τῆς ποινῆς αὐτή εἶναι κακό «καί ἐπιβάλλεται ὡς τοιοῦτον», ὡς πραγματικό κακό. Τό ὃτι τό Ἐπιτίμιο δέν εἶναι καί στήν οὐσία του κακό προκύπτει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού θεωροῦν ὡς μοναδικό κακό τήν Ἁμαρτία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ ὃτι τό Ἐκκλησιαστικό Ἐπιτίμιο δέν εἶναι ἀληθινό κακό ἀλλά ἀκριβῶς τό ἀντίθετο φαίνεται ἀπό τήν ἐξιστόριση πού περιέχεται στήν Κλίμακα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναϊτου γιά μιά μοναστηριακή Φυλακή. Αὐτή ἡ Φυλακή περιγράφεται ὡς τόπος «μέ ἂκρα καί ἀφόρητο κακοπάθεια ... οἳαν ἀπ’αἰῶνος οὐκ ἠκούσαμεν» Σέ αὐτή τή φυλακή σπουδαῖος μοναχός ζήτησε ἀπό τόν ἡγούμενο νά τιμωρηθῆ γιά μικρά ἁμαρτήματά του καί μέ πολλή προσπάθεια τόν ἒπεισε καί μέσα σέ αὐτή τή φυλακή τελείωσε ὁσιακά τή ζωή του σέ ἑπτά μέρες. (Ἱωάννου Σιναϊτου, Κλίμαξ, λόγος Ε’Περί Μετανοίας). Ἀπό αὐτό καί ἂλλα νηπτικά κείμενα ἀποδεικνύεται ὃτι ἐκεῖνο πού θωρεῖται «κακό» γιά τούς ἐμπαθεῖς εἶναι δόξα γιά τούς ἀπαθεῖς !

[21] Παναγιώτου Ἐπαμ.Χριστινάκη, ἀναπληρωτοῦ καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Θέματα Κανονικοῦ καί Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Α.΄ Άθήνα, 1993, σ. 93 ἑπ.

[22] Μέ πολλή χαρά διαπιστώνουμε ὡς χριστιανοί ὃτι τά νεώτερα ἐγχειρίδια Ποινικοῦ Δικαίου ἐπηρεασμένα προφανῶς ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία θεραπείας τοῦ δράστη, πού ἐπί 2.000 κηρύττεται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἂρχισαν δειλά-δειλά νά δέχονται σέ ὠρισμένες περιπτώσεις ὃτι ἡ ποινή ἀποδοκιμάζει τήν πράξη καί ὂχι τόν δράστη. Μακάρι τό Δίκαιο νά ἐπηρεαστεῖ θετικά καί σέ ἂλλα θέματα ἀπό τήν μακραίωνα ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ὀρθή θεραπεία τῆς Κοινωνίας.

[23] Ἀνδρουλάκη Ποινικό, ὁ.π.π. σ.33

[24] Ἃς θαυμάσωμε τήν σοφία τῶν ἁγίων Πατέρων πῶς ἀντιστρέφουν τήν ἀρχή τῆς Ἀνταποδόσεως τοῦ Κοσμικοῦ Δικαίου στόν 6ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: Ὁρίζουν ὃτι ὀφείλει ὁ κατήγορος τοῦ Ἐπισκόπου προκειμένου νά γίνει δεκτή ἡ κατηγορία πού εἰσάγει στή Σύνοδο νά δηλώσει ἐγγράφως ὃτι ἀποδέχεται τήν ταυτοπάθεια στήν περίπτωση πού δέν ἀποδειχθῆ ἡ ἀλήθεια τῶν καταγγελομένων. Δηλαδή νά δηλώνει ὃτι δέχεται νά πάθει ὃ,τι θά πάθαινε ὁ Ἐπίσκοπος ἂν ἦταν ἀληθινή ἡ κατηγορία πού ἐξαπολύει κατ’αὐτοῦ! Ἀπό παρόμοιες περιπτώσεις ἱ. Κανόνων διαπιστώνουμε ὃτι ἡ ἀρχή τῆς Ταυτοπαθείας στό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο ἒχει θεραπευτικό χαρακτῆρα καί ὂχι ἱκανοποίηση τοῦ ἐκδικητικοῦ πάθους τοῦ ζημιωθέντος.



Πηγή:http://www.orthros.org/