"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

᾿Ανδρέου Κρήτης: Λόγος περί τῆς ὑποθέσεως τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου



Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή. Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτον από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.
Και με ένα λόγον, η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον, τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει. Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω, αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.
Ανέβη στον ναόν ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας. Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη από τις αρετές, και από αυτές επέρασε στις κακίες.
Πολλοί έρχονται μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.
Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν. Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».
Πράγματι αποβάλλει την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερόν, και δεν διαφέρει από τον διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφιν.
Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.
Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένην καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.
Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς (αφού εστάθη, για λίγο) πρός ἑαυτόν, εἷπε· Ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις.
Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.
Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα άλλα κακά· διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;».
Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς ἐμοῦ» λέγει ο Χριστός «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Και ο Απόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» και «οὐκ ἐγώ δέ. ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σύν ἐμοί» και «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν”. Και ο Προφήτης, «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἷκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες».
Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε να επιτελέσωμε. «Οἷδα γάρ» λέγει «ὅτι οὐ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδός αὐτοῦ, οὐδέ πορεύεται ἀνήρ κατορθῶσαι πορείαν αὐτοῦ».
Μη λοιπόν θεωρούμε ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική μας είναι μόνον η προαίρεσις για το καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ἠμπορῶ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τί γάρ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δἐ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;».
«Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι»(ὅσα ἀποκτᾶ, ὄχι ὅσα ἔχει). Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την μοιχεία την νηστεία· επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους.
Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει: «Ἐάν μή περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
«Ὁ δέ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς (είχε σταθεί πολλή ώρα), οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἷκον αὐτοῦ· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος· αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικόν Κύριον.
Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά να κατορθώνωμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας, επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.
Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί.
Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους, γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «ᾮ γάρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτῳ καί κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.
Αλλά ας μεταφέρωμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε, ίσως και την ώραν της αμαρτίας να μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε.
Γι’ αυτό εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, εδικαιώθη.
Διότι ο Θεός είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του Τελώνου, και την συντριβήν του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα.
Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά· και αν γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρείοι δοῦλοι εσμέν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».
Είναι αναγκαίον και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση, την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη: η σκιά του Βεεμώθ, κατά τον Ιώβ, στους υγρούς τόπους και στις καλαμιές και η εκτροπή από την οδό της αληθείας και του φωτός της δικαιοσύνης.
Και επειδή είναι μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον, ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.
Ας ειπούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντο χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
πηγή: Πατερικόν Κυριακοδρόμιον (Άγιον Όρος). Επιμέλεια: Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη

Πηγή:http://fdathanasiou.wordpress.com

ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ



ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Οἱ διῶκτες τῶν χριστιανῶν δέ ἔλειψαν ποτέ. Σέ ὅλους τους αἰῶνες ὑπῆρχαν, μόνο πού δέν ἀκολουθοῦσαν πάντα τήν ἴδια μέθοδο καί τό πάθος τους δέν ἦταν πάντα στόν ἴδιο βαθμό. Καί στήν ἐποχή μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού δέν ἀνέχονται τούς χριστιανούς καί μέ διάφορους τρόπους προσπαθοῦν να τούς θέσουν στό περιθώριο καί νά τούς περιφρονήσουν. Δεν θέλουν τόν λόγο τους, ἀρνοῦνται τά ἔργα τους καί ἀντιδροῦν ὅταν, λόγῳ τῶν ἱκανοτήτων καί χαρισμάτων τους, καταλαμβάνουν ὑψηλές θέσεις στό δημόσιο ἤ στόν ἰδιωτικό τομέα...

Οἱ διωκόμενοι χριστιανοί πρέπει νά εἶναι σίγουροι ὅτι βαδίζουν τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Θά ἔλεγα ὅτι οἱ διῶκτες, χωρίς βέβαια νά τό θέλουν ἤ νά τό ὑποψιάζονται, πιστοποιοῦν την ὀρθότητα τῶν ἐπιλογῶν τους καί τή γνησιότητα τῶν προθέσεών τους. Ὅμως πάντα ὁ διωγμός εἶναι πικρός καί πληγώνει τούς εὐαίσθητους χριστιανούς. Καί κανένας δέν θά τόν ἤθελε. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι γιά νά τόν ἀποφύγει πρέπει νά ἀρνηθεῖ τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδοσιακές ἀρχές τῆς Ἐκκλησίας. Παραμένει πάντα σταθερός καί ἀδιαφορεῖ τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ.

Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἄλλη κατηγορία χριστιανῶν. Εἶναι αὐτοί πού ἐκκλησιάζονται, συμμετέχουν στά μυστήρια, ἀλλά στην πραγματικότητα εἶναι συμβιβασμένοι μέ τόν ἁμαρτωλό κόσμο καί ποτέ δέν σκέφτηκαν νά ἀντιδράσουν ἤ νά ἀγωνιστοῦν, για νά ἀλλάξει ἐπί τό χριστιανικότερον ὁ κόσμος. Πρόκειται για τούς χλιαρούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι παραδόξως, ὅταν τούς δίνεται ἡ εὐκαιρία ἤ ἡ δυνατότητα, ἐμφανίζονται ὡς πρωτοπόροι πού θέλουν νά δώσουν μιά νέα πνοή στή χριστιανική διδασκαλία, ἑρμηνεύοντάς την μέ κοσμικό τρόπο καί ἀμβλύνοντας το ἠθικό κριτήριο τῶν χριστιανῶν. Μάταια ὅμως κοπιάζουν. Τά τῆς πίστεως καί τῆς ἠθικῆς θέματα παραμένουν πάντα ἴδια καί δεν ἐπιδέχονται διαστρεβλώσεις καί ἀναθεωρήσεις.

Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει ὅτι ὑπέφερε πολλούς διωγμούς, ἀλλά τον γλίτωσε ὁ Κύριος. Τήν ἴδια τύχη ἔχουν καί ὅλοι οἱ ἀληθινοί χριστιανοί: “Ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς”.


Πηγή: ('Oρθόδοξος Τύπος, 4/2/2011) Thriskeftika.blogspot.com

Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Kυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου)


Τὸ Εὐαγγελικὸ  Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς 13.02.2011.
(Λουκ. ιη΄ 10-14)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Ἀπόδοση στὰ Νέα Ἑλληνικά:
Εἶπε ὁ Κύριος τὴν ἑξῆς παραβολή: «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν εἰς τὸν ναόν, διὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦτο Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος ἐστάθηκε καὶ ἔκανε τὴν ἑξῆς προσευχὴν ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἑαυτόν του: “Θεέ, σ’ εὐχαριστῶ, διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ τελώνης. Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατον ἀπὸ ὅλα, ὅσα ἀποκτῶ”. Ὁ τελώνης ὅμως ἐστεκόταν μακρυὰ καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσῃ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀλλ’ ἐκτυποῦσε τὸ στῆθός του καὶ ἔλεγε, “Θεέ, ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλόν”. Σᾶς λέγω, ὅτι αὐτὸς κατέβηκε εἰς τὸ σπίτι του δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν παρὰ ὁ ἄλλος. Διότι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ὑψωθῇ.
Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
«Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος»
.          Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου σήμερα καὶ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε τὴν Παραβολὴ ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ δύο πρόσωπα: τὸν Φαρισαῖο καὶ τὸν τελώνη. Καὶ οἱ δύο ἀνέβηκαν στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Στὸν ἴδιο Ναὸ πῆγαν. Ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἴδια διάθεση. Τὸ ἀπέδειξαν αὐτὸ μὲ τὴ στάση τους καὶ τὰ λόγια τους. Καὶ τελικὰ ὁ τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος, συγχωρημένος, ὄχι ὅμως καὶ ὁ Φαρισαῖος. «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος». Ἂς μαθητεύσουμε λοιπὸν στὸντρόπο τῆς προσευχῆς τοῦ τελώνου, ὑπογραμμίζοντας τρία στοιχεῖα τῆς θεάρεστης προσευχῆς του.
1. ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ
.         Ὁ τελώνης ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια στεκόταν «μακρόθεν», μακριὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι». Δὲν εἶχε τὴν τόλμη ὄχι μόνο τὰ χέρια του ἀλλ’ οὔτε τὰ μάτια του νὰ ὑψώσει πρὸς τὸν οὐρανό. Μὲ κατεβασμένο τὸ βλέμμα καὶ συγκεντρωμένο τὸ νοῦ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν λυπηθεῖ γιὰ τὸ κατάντημά του. Οὔτε ἔλεγε περιττοὺς λόγους, οὔτε ἔκανε ἐπιδεικτικὲς κινήσεις, οὔτε περιέφερε τὸ βλέμμα του δεξιὰ κι ἀριστερά. Ἡ ὅλη στάση του φανέρωνε εὐλάβεια, συστολή, φόβο Θεοῦ.Ἂν ὁ τελώνης αἰσθανόταν ἔτσι στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὅλα ἦταν τύπος καὶ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας, πῶς πρέπει ἄραγε νὰ αἰσθανόμαστε ἐμεῖς μέσα στοὺς χριστιανικοὺς Ναούς μας, ὅπου φανερώνεται αὐτὸς ὁ Τριαδικὸς Θεός; Τὸ ψάλλουμε στὴν ἐκκλησία: «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν». Ἂν μέσα στὸ ναὸ συναισθανόμασταν ὅτι βρισκόμαστε στὸν οὐρανό, τότε μὲ πολὺ φόβο Θεοῦ καὶ περισσὴ εὐλάβεια θὰ πλησιάζαμε καὶ θὰ προσφέραμε τὴν ταπεινὴ λατρεία μας.
2. ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
.           Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ εἶχε ἡ προσευχή του ἦταν ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὁ τελώνης συναισθανόταν βαθιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Τὸ ὁμολογοῦσε: «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ ἔλεγε τυπικά. Αἰσθανόταν ἔνοχος καὶ ἐξαρτοῦσε τὴ σωτηρία του ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν εἰλικρινής. Γι’ αὐτό, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ τελώνης «οὐκ ἤλγησεν ἐπὶ τῇ κατηγορίᾳ, ἀλλὰ κατεδέξατο τὸ εἰρημένον μετ’ εὐγνωμοσύνης»· δὲν ἀντέδρασε στὰ περιφρονητικὰ λόγια τοῦ Φαρισαίου, οὔτε πόνεσε ἀπὸ τὴν κατηγορία, ἀλλὰ δέχθηκε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν πικρὸ λόγο, διότι πίστευε ὅτι τοῦ ἄξιζε. Τόσο μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη!Πόσο πολὺ μᾶς διδάσκει τὸ ταπεινό του φρόνημα! Μπορεῖ κι ἐμεῖς νὰ ὀνομάζουμε τὸν ἑαυτό μας ἁμαρτωλό, νὰ ἀπαγγέλλουμε στὴν προσευχή μας τὰ ἴδια λόγια «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἀλλὰ ὅταν μᾶς ὑποδείξουν ἕνα λάθος, ὅταν μᾶς κατηγορήσουν, ἀμέσως ἀντιδροῦμε καὶ στενοχωριόμαστε. Μήπως τελικὰ δὲν τὸ πιστεύουμε αὐτὸ τὸ «ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ εἰλικρίνεια κι εἶναι αὐτὴ ποὺ ἑλκύει τὴν χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
3. ΜΕΤΑΝΟΙΑ
.         Τὸ τρίτο στοιχεῖο ποὺ εἶχε ἡ προσευχή του ἦταν ἡ μετάνοια. Καὶ μάλιστα μετάνοια βαθιὰ καὶ εἰλικρινής. Ὁ τελώνης «ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Χτυποῦσε τὸ στῆθος του, διότι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ καρδιά, τὸ κέντρο ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν καὶ διαθέσεων τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν κατηγοροῦσε τοὺς ἄλλους, δὲν μετεβίβαζε εὐθύνες, οὔτε προέβαλλε δικαιολογίες γιὰ τὶς πράξεις του. Δὲν ἔλεγε «παρασύρθηκα», «εἶναι ἡ φύση τοῦ ἐπαγγέλματός μου τέτοια ποὺ μὲ ἀναγκάζει νὰ παρανομήσω» καὶ ἄλλα παρόμοια. Παραδεχόταν ὅτι αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς ἔφταιγε γιὰ τὸ κατάντημά του καὶ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ τέτοια εἰλικρινῆ διάθεση καταφεύγει στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι θὰ βρεῖ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό. «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν ́ [50] 19). Τὴν συντετριμμένη καρδιὰ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἀπορρίψει. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέχεται τὴν μετάνοια κάθε ἁμαρτωλοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τοῦ τελώνη τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
.            Καθὼς σήμερα ἀνοίγει ἡ κατανυκτικὴ περίοδος τοῦ Τριωδίου, κατὰ τὴν ὁποία ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ προσερχόμαστε στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ λατρεύσουμε τὸν Κύριο, ἂς φέρνουμε συχνὰ στὸν νοῦ μας τὴν Παραβολὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου. Κι ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν προτροπὴ τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί» ἀλλὰ «τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεὸς τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Ἂς συμμετέχουμε κι ἐμεῖς στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια γιὰ νὰ χαρίσει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ πανάγαθος Θεὸς αὐτὸ ποὺ ἔλαβε καὶ ὁ τελώνης: τὴν δικαίωση καὶ τὴν σωτηρία.
ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», τ. 2016, 01.02.2011
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ