Ὄχι στό Προχειρολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πρεβέζης
(Ἀπάντηση στό ὑβριστικό κείμενο ἀνωνύμου κληρικοῦ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πρεβέζης)
Πατήρ Ἰωάννης Φωτόπουλος,
ἐφημέριος Ἱ. Ν. ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Δημοσιεύσαμε στό Διαδίκτυο καί ἀποστείλαμε πρός διαφόρους ἀποδέκτες κείμενό μας μέ τό ὁποῖο ἀσκοῦμε κριτική στίς ἄνομες λειτουργικές παραφράσεις τῶν κειμένων τῆς ἁγιωτάτης ὀρθοδόξου λατρείας μας τίς ὁποῖες ἀσεβῶς καί κακοτέχνως ἔκαμε ἡ Ἱ. Μητρόπολις Νικοπόλεως καί Πρεβέζης. Σέ ἀπάντηση τῶν θέσεών μας δεχθήκαμε ἐπιστολή μέ ὑπογραφές 77 ἱερέων +10 ἱερομονάχων τῆς ὡς ἄνω Μητροπόλεως. Ἐξ αἰτίας τοῦ ὑβριστικοῦ καί εἰρωνικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἐπιστολῆς προβληματιζόμεθα κατά πόσον οἱ ὑπογραφόμενοι εἶχαν γνώση τοῦ ἀκριβοῦς περιεχομένου της καί ἄν ὑπέγραψαν ἐλεύθερα ἤ ἄν ὑπέγραψαν σέ λευκό χαρτί γιά νά φανεῖ πλήρης κατά τό δυνατόν ὁμοφωνία τοῦ κλήρου τῆς ἐκεῖ τοπικῆς ἐκκλησίας καί νά λάβουν ἐγκυρότητα τά γραφέντα.
Παραβλέπουμε φράσεις ὑβριστικές ἀνοίκειες τῆς ἱερωσύνης ὅπως : «Το πέμπτο Ευαγγέλιο...ο π. Ιωάννης Φωτόπουλος και η παρέα του!», «Αν εσείς νομίζετε ότι προσεύχεσθε στον ...Δία και κινδυνεύετε από τους κεραυνούς του (...βοήθειά Σας! ) », «Δεν καταλάβατε τί λέει ο άγιος Αθανάσιος ή απλώς... <πουλάει> το όνομά του και το θεωρήσατε <τσεκούρι> εναντίον μας» καί «δεν αρχίζουμε διάλογο ..κουφών».
Εἰσερχόμαστε στίς θέσεις τοῦ κειμένου :
α) Μᾶς φαίνεται πρωτάκουστη ἡ θεωρία τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου (ἐφεξῆς Σ.τ. Κ.) ὅτι σέ μιά τοπική Ἐκκλησία «μπορεί να υπάρχουν πρωτοβουλίες και ενέργειες που δεν προέρχονται απαραιτήτως από τον αρχιερέα αλλά από ιερείς, μιάς περιοχής-επισκοπής, απλά και αυτονόητα!». Καλά, δέν γνωρίζει ὁ Σ.τ.Κ. ὅτι ὁ ΛΘ΄ Ἀποστολικός Κανών ἐπιτάσσει «Οἱ Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι ἄνευ γνώμης τοῦ Ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείσθωσαν» ; Δέν γνωρίζει ὅτι «στόν ἐπίσκοπο» κατά τόν Ἅγιο Νεκτάριο «ἐμπιστεύεται ἡ ἀλήθεια καί ἡ λατρεία τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας...αὐτός τίθεται τηρητής τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων...φρουρός τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης...τηρητής τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως» (Ποιμαντική Ρηγόπουλος 121); Ἑπομένως δέν μποροῦν «απλά και αυτονόητα» οἱ ἱερεῖς νά προβαίνουν σέ «πρωτοβουλίες καί ἐνέργειες» καταστροφικές τῆς θείας λατρείας. Ἐκτός ἄν ὁ ἐπίσκοπος δέν εἶναι «τηρητής τῆς παραδόσεως», ὁπότε ἡ τήρηση τῶν παραδόσεων ἐπαφίεται στήν ἱερατική συνείδηση. Σ’ αὐτή τή συνάφεια θά θέλαμε, ἐφόσον ἡ μετάφραση δέν εἶναι τοῦ Μητροπολίτου, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Σ.τ. Κ., νά ζητήσουμε τό ὄνομα τοῦ μεταφραστῆ καί διασκευαστῆ τῶν εὐχῶν, ὥστε ἐπωνύμως νά ἀναφέρεται στήν ἐργασία μας καί νά ἀποφευχθοῦν οἱ παρανοήσεις.
β) Προσπαθεῖ ὁ Σ.τ. Κ. νά χτίσει θεωρητικό ὑπόβαθρο γιά τήν ἀπόπειρα τῶν ἀθλίων παραφράσεων μέ βάση τούς Ἀντιρρητικούς Λόγους κατ’ Εὐνομίου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Ὁ Εὐνόμιος ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ λέξις ἀγεννησία, αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἦχος τῆς λέξεως «ἐμφανῶς δεικνύει τοῦ Θεοῦ τήν οὐσίαν» ( P.G. 45, 957) Ἰσχυριζόταν ἐπίσης ὅτι ὁ Θεός μιλώντας στήν ἑβραϊκή γλῶσσα κατά τή δημιουργία ἒδωσε τά ὀνόματα «τοῖς οὖσι», στά δημιουργήματα. Ἐμφάνιζε ἐπίσης τό Θεό «ὡς τινα γραμματιστήν τάς τοιάσδε τῶν ὀνομάτων θέσεις διαλεπτουργοῦντα καθῆσθαι» (P.G. 45, 992) δηλ. σάν κάποιο λόγιο, φιλόλογο πού κάθεται καί ἐπεξεργάζεται λεπτομερῶς τίς ὀνομασίες τῶν ὄντων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀντιμαχόμενος τόν αἱρετικό Εὐνόμιο ἀπαντοῦσε ὅσον ἀφορᾶ στήν «ἀγεννησία» ὅτι «οὐδέν ὄνομα περιληπτικόν τῆς θείας ἐξεύρηται φύσεως» (P.G. 45, 957) καί ὅσον ἀφορᾶ στήν ὀνομασία τῶν ὄντων ὅτι «ἡ τοῦ λόγου δύναμις ἔργον μέν ἐστί τοῦ τοιαύτην ἡμῶν πεποιηκότος τήν φύσιν, ἡ δέ τῶν καθ’ἕκαστον ρημάτων εὕρεσις πρός τήν χρείαν τῆς τοῦ ὑποκειμένου σημασίας παρ’ ἡμῶν αὐτῶν ἐπενοήθη» ( P.G. 45, 989D) δηλ. ὅτι ἡ δύναμις τοῦ λόγου εἶναι ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ ἀλλά ἡ εὕρεσις κάθε λέξεως πού χρειάζεται γιά νά ὀνοματίζουμε τά πράγματα εἶναι δική μας ἐπινόηση. Καί μέ ἀφορμή τίς πλάνες τοῦ Εὐνομίου ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέγει ὅτι καμμιά γλῶσσα δέν δημιούργησε ὁ Θεός ἀλλά ἄφησε τούς ἀνθρώπους κάθε ἔθνους νά ἔχουν ποικιλία γλωσσῶν.
Μέ βάση τά ἀνωτέρω ὁ Σ.τ.Κ. προσπαθεῖ ἀπεγνωσμένα νά πείσει ὅτι ἐπιτρέπονται οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων στή δημοτική καί ἡ χρήση τους στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Λέγει μάλιστα ὅτι «ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει ότι η εμμονή σε ένα γλωσσικό μόρφωμα με τάχα θεϊκό κύρος : δεν ξέρω πως δεν θα είναι κάτι το καταγέλαστο και βλάσφημο...(ότι δηλαδή τις γλώσσες τις ἐφτιαξε ο Θεός)»; .
Πρίν συνεχίσουμε πρέπει νά ποῦμε ὃτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος δέν λέγει τέτοια πράγματα.
Ἀπαντώντας στήν πλάνη τοῦ Εὐνομίου, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Θεός πρό τῆς δημιουργίας ὁμιλοῦσε ἑβραϊκά καί ἔλεγε «βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου» ἤ «γενηθήτω φῶς», γράφει ὅτι ἄν μιλοῦσε ὁ Θεός ἀπευθυνόμενος στούς ἀνθρώπους χάριν τῆς σωτηρίας τους αὐτό δέν θά ἦταν ἀνάξιο τῆς φιλανθρωπίας του. Ἐνῷ ὅμως δέν ἐπιτυγχάνεται κανένας τέτοιος σκοπός μέ τή χρήση αὐτῶν τῶν λόγων, αφοῦ δέν εἶχε ἀκόμη δημιουργηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, τό νά ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι ὁ Θεός κατασκευάζει καί ἀπαγγέλλει τέτοια λόγια πρός τόν ἑαυτό Του, ἀφοῦ κανείς δέν ὑπάρχει πού νά χρειάζεται τή σημασία τους, εἶναι καταγέλαστο καί βλάσφημο. Ἰδού τό κείμενο : «Τό μηδενός κατορθουμένου σκοποῦ διά τῆς τοῦ λόγου τοιαύτης χρήσεως, ἔπειτα κατασκευάζειν τοιάδε τινά ρήματα τόν Θεόν ἐφ’ ἑαυτόν ραψωδεῖν οὐκ ὄντος τοῦ δεομένου τῆς διά τῶν τοιούτων φωνῶν σημασίας, οὐκ οἶδα πῶς ἐστι μή καταγέλαστον ἅμα καί βλάσφημον τό τοιοῦτον οἴεσθαι» (P.G. 45, 998C). Ἑπομένως καταγέλαστο καί βλάσφημο δέν εἶναι «η εμμονή σε ένα γλωσσικό μόρφωμα», ὅπως ἐσφαλμένα γράφει ὁ Σ.τ.Κ. ἀλλά ἡ παρουσίαση ἀπό τον Εὐνόμιο ἑνός Θεοῦ πού μιλάει ἀνθρώπινα πρός τόν...ἑαυτό του, ἤ ἡ τάση τοῦ Εὐνομίου νά «ἐξανθρωπίζει» (P.G. 45, 988D) ἤ νά «διασχηματίζει τό θεῖον» (P.G. 45, 977C). Γενικότερα τό θέμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δέν εἶναι οἱ μεταφράσεις, (καμμία σχέση!), ἀλλά ἡ ἀσέβεια καί ἡ αἵρεση τοῦ Εὐνομίου πού χρησιμοποιώντας τό «ἀγέννητο» τοῦ Πατρός, ὡς ἔκφραση τῆς οὐσίας Του, Τόν διεχώριζε ἀπό τόν Υἱό, τοῦ ὁποίου, ὅπως ἰσχυριζόταν, ἡ οὐσία ἐκφραζόταν ἀπό μιά ἄλλη λέξη τό «γεννητό». Ἀπολυτοποιοῦσε τή λέξη «ἀγεννησία» ὡς ἐκφραστική τῆς οὐσίας γιά νά φθάσει στό ἐπιθυμητό συμπέρασμα. Καί αὐτό πολεμᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ἀδίκως τόν παριστᾶ ὁ Σ.τ.Κ. ὡς ἄνθρωπο ὑπεράνω οἱασδήποτε γλώσσης καί μάλιστα στή λατρεία.
Ὁ Ἅγιος δέν ἦταν κάποιος θεωρητικός ἐπιστήμονας, ἦταν ὑπέρμαχος τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί ἐναντίον οἱασδήποτε ψευδοκουλτούρας. Ὑπεραμυνόταν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἔγραφε ὅτι εἶναι πεπεισμένος πώς μέ τήν ὁμολογία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «κυροῦσθαι τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον καί τῇ τῶν μυστικῶν ἐθῶν τε καί συμβόλων κοινωνίᾳ τήν σωτηρίαν κρατύνεσθαι» (P.G. 45, 880B)
Σ’ αὐτά τά μυστικά ἔθη περιλαμβάνει τό Βάπτισμα τό Χρῖσμα, τήν προσευχή, τήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν, τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν καί τή μετάδοση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ὡς ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, τόν ὁποῖο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀποκαλεῖ «μέγα», ἦταν ὑπέρμαχος ὅλων τῶν παραδόσεων ἐγγράφων καί ἀγράφων. Δέν θά μποροῦσε νά φαντασθεῖ κάποιος ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δεχόμενος ὅλα «τά διατηρούμενα παρά τῶν μεμυημένων ἔθη» ( P.G.881A ) θά ἀθετοῦσε αὐτούς τούς ἴδιους τούς λόγους τούς παραδοθέντας ὑπό τῶν ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τούς ὁποίους χρησιμοποιοῦσε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας καί τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, χάριν δικῶν του ἐφευρημάτων θεολογικοφιλοσοφικῶν, μιᾶς δικῆς του ἤ μιᾶς λαϊκῆς-κατανοητῆς γλώσσας, καίτοι ἦταν δεινός περί τούς λόγους καί τή φιλοσοφία. Ἐξ ἄλλου ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι ἡ εὔκολη κατανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, ὅπως περιέχεται στή Γραφή καί βεβαίως τή λατρεία γιά τήν ὁποία κόπτεται ὁ Σ.τ.Κ., δέν εἶναι ὠφέλιμη : « Σιωπῆς δέ εἶδος καί ἡ ἀσάφεια ᾗ κέχρῃται ἡ Γραφή, δυσθεώρητον κατασκευάζουσα τῶν δογμάτων τόν νοῦν, πρός τῶν ἐντυγχανόντων λυσιτελές» (Μ. Βασιλείου Περί Ἁγίου Πνεύματος ΕΠΕ 10, σ. 460). Ὑπάρχει ἀσάφεια στήν Ἁγία Γραφή καί στά δόγματα. Τά νοήματα εἶναι δύσκολα, ἀλλά αὐτό εἶναι ὠφέλιμο γιά τούς χριστιανούς γιά νά μήν καταφρονοῦν τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πού τή συνηθίζει κανείς μέ τή διαρκῆ καί εὔκολη ἐνασχόληση μαζί της. Χρειάζεται κόπος καί προσπάθεια γιά τήν οἰκειοποίηση τῆς πλήρους ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας.
Πάντως, γιά νά ἐπανέλθουμε στό σκοπό τῆς παραθέσεως κειμένων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἐκεῖνο πού θέλει νά μᾶς πεῖ ὁ Σ.τ.Κ. εἶναι ὅτι ἐμεῖς ἀρνούμεθα τίς μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων διότι δῆθεν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός ἔφτιαξε τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα (ἑπομένως μοιάζουμε μέ τούς εὐνομιανούς) ὅτι γι’αὐτό εἶναι ἱερή καί καθό ἱερή δέν ἐπιδέχεται μετάφραση. Ἄς γίνουμε λοιπόν σαφέστεροι.
Ἐννοεῖται ὅτι δέν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα δέν εἶναι ἱερή ἤ ἁγία καθ’ἑαυτήν, ἀπό μόνη της. Πουθενά δέν ἰσχυρισθήκαμε κάτι τέτοιο. Ἱερή καί ἁγία εἶναι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία μας, καθώς διεμορφώθη ὑπό τῶν Ἁγίων, τελεῖται μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, στό ἱερό θυσιαστήριο καί τόν Ὀρθόδοξο ναό καί ἔχει γίνει καθολικά ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κι’ ἐπειδή ἡ Θεία Λατρεία εἶναι ἁγία γι’αὐτό καί ἡ γλῶσσα στήν ὁποία τελεῖται, ὅπως μορφοποιήθηκε ὑπό τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων εἶναι καί ἱερή καί ἁγία.
Ἐπελέγησαν διά μέσου τῶν αἰώνων κατάλληλες λέξεις καί φράσεις, ὅροι θεολογικοί, συγκεκριμένο ὕφος, καθωρισμένα μέτρα, κατάλληλη μουσική, ὅλα αὐτά διαφορετικά γιά τούς ὕμνους, διαφορετικά γιά τίς εὐχές, τίς ἐκφωνήσεις κλπ. καθώς ἐπίσης συγκεκριμένες «φόρμες» μέ τίς ὁποῖες ἄρχονται καί καταλήγουν οἱ ὕμνοι, οἱ εὐχές κλπ. Μέχρι καί «διαγωνισμοί» ἔγιναν γιά νά ἐπιλεγεῖ ὁ τάδε ἤ ὁ δεῖνα ἀσματικός Κανόνας.
Ὅλος αὐτός ὁ κόπος καί ὁ πόνος, ἡ δοκιμασία, ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ συγκατάθεση τοῦ πληρώματος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας σέ τόσο βάθος χρόνου θά καταφρονηθεῖ, θά ἀπαξιωθεῖ, θά ποδοπατηθεῖ ἐπειδή ζηλέψαμε τή μετάφραση στά ἀφρικανικά ...σουαχίλι; ἐπειδή νομίζουμε ὅτι ἄν ἀλλάξουμε τούς λόγους τῶν Ψαλμῶν μέ ἑλληνικά σουαχίλι, μέ...κορακίστικα, θά ὁδηγήσουμε τούς χριστιανούς «να πέσουν στην αγκαλιά του Χριστού»(Σ.τ.Κ.) ; Θά ὑποκαταστήσουμε τή λειτουργική μας γλῶσσα μέ ἀνόητα, δῆθεν ποιητικά, κατασκευάσματα γιά νά γελάει κάθε πικραμένος καί νά κλαίει κάθε σώφρων νουνεχής καί συνετός; Ἡ γλῶσσα τῆς θείας λατρείας-ναί!- εἶναι ἱερή καί ἁγία, ὅπως καί ἡ μουσική της, ὅπως καί οἱ ναοί τῶν ὀρθοδόξων σέ σχέση μέ τό ὁποιοδήποτε κτίσμα, ὅπως καί τό πρόσφορο σέ σχέση μέ τό καρβέλι. Προσφέρουμε στόν Κύριό μας ὅ, τι καλλίτερο ἔχουμε γιά νά τελέσουμε τήν Εὐχαριστία, γιά νά Τόν ὑμνήσουμε κατά τό μεσονύκτιο, τό πρωΐ, τό Ἑσπέρας, μετά τό δεῖπνο.
Χρησιμοποιοῦμε τό τελειότερο γλωσσικό ὄργανο, τό ὁποῖο οἰκονόμησε ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά νά γραφεῖ τό Εὐαγγέλιο καί στό ὁποῖο μεταφράσθηκε τό ἑβραϊκό πρωτότυπο τῆς Π.Δ. Τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος; «πᾶν τό ἐξ ἐπινοίας εὑρισκόμενον τε καί κατορθούμενον εἰς τόν ἀρχηγόν τῆς δυνάμεως ταύτης ἐπαναφέρεται» (P.G. 45, 972A) δηλ. ὁτιδήποτε ἐφευρίσκεται καί ἐπινοεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο, στόν ἀρχηγό τῆς δυνάμεως τοῦ νοῦ, στό Θεό ἐπιστρέφει καί ἀναφέρεται. Καί ἀλλοῦ: «Τά καθ’ ἕκαστόν ἐστι μέν ἔργα ἡμέτερα, εἰς δέ τόν ἡμῶν αὐτῶν αἴτιον τήν ἀναφοράν ἔχει, τόν δεκτικόν πάσης ἐπιστήμης τήν φύσιν ἡμῶν δημιουργήσαντα» (P.G. 45, 989C) δηλ. τά ἐπί μέρους ἔργα –καί ἡ γλῶσσα μεταξύ αὐτῶν- εἶναι δικά μας, ὅμως ἔχουν τήν ἀναφορά τους στόν Αἴτιο μας, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τή φύση μας δεκτική κάθε ἐπιστήμης. Τί λοιπόν θά ἐπιστρέψουμε στό Θεό, πού μᾶς δώρισε τό νοῦ καί τή λογική; Τί θά ἀναφέρουμε σ’αὐτόν κατά τήν ἁγία Ἀναφορά, ὡς εὐχαριστία καί δοξολογία; Τά δικά μας εὐτελῆ λόγια, τίς πρόχειρες λέξεις τῆς πεζῆς μας καθημερινότητας ἤ αὐτούς τούς ἰδίους λόγους τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων; Αὐτοί οἱ λόγοι δέν εἶναι ἡ «ἀπαρχή», οἱ καλλίτεροι καρποί τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος προσφερόμενοι ἀπό τήν «ἀπαρχή» τῆς Ἐκκλησίας, τούς Ἁγίους; Ἀλλιῶς ὑπάρχει κίνδυνος νά μή γίνει δεκτή ἡ προσφορά μας ἀπό τό Θεό. Ἡ θυσία τοῦ Κάϊν δέν ἔγινε δεκτή γιατί ἦταν εὐτελής καί ἀνάξια τοῦ ἐλέους καί τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια κατ’ ἐξοχήν αὐτά ἰσχύουν γιά τούς Ἕλληνες καί ἑλληνοφώνους. Κι ἐδῶ πρέπει νά μιλήσουμε γιά τίς κατά κυριολεξίαν μεταφράσεις. Παραθέτει ὁ Σ.τ.Κ. σέ ἐλεύθερη μετάφραση ἀπόσπασμα ἀπό τόν ΙΓ΄ ἀντιρρητικό λόγο κατ’ Εὐνομίου : «...ο Θεός γι’αυτό την δύναμη του Αγίου Πνεύματος την διεμέρισε σε πολλές φωνές (Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται) για να μη στερείται κανένας αλλόγλωσσος την ωφέλεια». Ὀρθῶς, βεβαίως ὁμιλεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Καί ἄριστα, ασφαλῶς, ἔπραξε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἐμεῖς δέν « ἀντιπίπτουμε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι » ἀφοῦ οἱ «ἑτερόγλωσσοι» ( Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν πρέπει νά στερηθοῦν τή γνώση τῆς ἀληθείας. Γι’ αὐτό συμφωνοῦμε στήν ἐκπόνηση μεταφράσεων. Μεταφράσεων ὅμως σέ ἄλλες γλῶσσες, χάριν τῶν ἑτερογλώσσων. Ἔχουν γίνει ἀνέκαθεν μεταφράσεις καί ἡ Θ. Λατρεία ἐτελεῖτο στή γλῶσσα κάθε λαοῦ καί φυλῆς.
Ἔμεῖς ὅμως εἴμαστε «ἑτερόγλωσσοι» σέ σχέση μέ τή γλῶσσα τοῦ βιβλικοῦ πρωτοτύπου; Μήπως εἴμαστε «Πάρθοι καί Μῆδοι καί Ἐλαμῖται»; Μήν τρελλαθοῦμε! Εἶναι ἡ γλῶσσα μας. Καί ἔχουμε τιμηθεῖ ἀπό τόν Χριστό μέ τό ὑπέρ-προνόμιο νά ἀναγινώσκουμε κατ’οἶκον καί ἐπ’ ἐκκλησίας κατά τή Θ. Λατρεία τό πρωτότυπο τῆς ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, νά ψάλλουμε στό πρωτότυπο τά ποιήματα - ὕμνους τῶν Ἁγίων Πατέρων μέ τήν ἀρχαία παραδεδομένη ἐκκλησιαστική μουσική. Αὐτή ἡ γλῶσσα, ἡ λειτουργική δέν εἶναι γιά μᾶς νεκρή, εἶναι ζωντανή γιατί σ’ αὐτήν προσευχόμεθα καί στό σπίτι καί στήν Ἐκκλησία. (Μήπως ἄραγε οἱ σχεδιαστές τῆς νέας λατρευτικῆς μόδας σχεδιάζουν καί τή μετάφραση τοῦ Ἀποδείπνου καί τῶν Χαιρετισμῶν γιά νά τά...καταλαβαίνουμε καλλίτερα ἢ μᾶλλον γιά νά μᾶς ἐμπαίζουν οἱ δαίμονες;).
Ὑπάρχει βέβαια πρόβλημα κατανοήσεως. Πάντοτε ὑπῆρχε καί πάντοτε θά ὑπάρχει. Ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ ἰδιώματος, ἀλλά καί τῶν δυσκόλων νοημάτων. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε τό πρόβλημα αὐτό πάντοτε μέ τή βοήθεια μεταφράσεων καί ἑρμηνείας, ὄχι ὅμως πρός χρήση τους κατά τή Λατρεία, ἀλλά κατά τό κήρυγμα καί κατά τήν κατ’οἶκον μελέτη.
Τό κολοσσιαῖο ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου εἶναι ἕνα λαμπρό παράδειγμα ἀληθινῆς εὐαισθησίας πρός τήν ἀδυναμία τῶν ἀναγνωστῶν νά κατανοήσουν τήν Κ. Διαθήκη, τά τροπάρια τῶν ἀκολουθιῶν, τούς Ἱερούς Κανόνες, τά κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων (Βλ. π.χ. τό Ἑορτοδρόμιο, τή Νέα Κλίμακα, τό Πηδάλιο). Γράφει ἐπίσης ὁ Ἅγιος Νικόδημος τά κείμενά του σέ γλῶσσα κατανοητή γιά τούς ἀναγνῶστες τῆς ἐποχῆς του καί μετά ἀπό τά πατερικά ἀποσπάσματα παραθέτει τίς πιό πολλές φορές τή μετάφρασή τους.
Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἐκπόνησε μεταφράσεις τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Μ .Ἑβδομάδος καί τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
Σέ ὅλες τίς παραπάνω περιπτώσεις δέν πρόκειται βέβαια γιά κατά κυριολεξία μετάφραση ἀλλά γιά μεταφορά τοῦ πρωτοτύπου στό ἀντίστοιχο γιά τήν ἐποχή γλωσσικό ἰδίωμα. Καί ἐδῶ μπαίνει κάποιο ἐρώτημα: Μποροῦμε νά φανταστοῦμε τί θά συμβεῖ ἄν κάθε 20-30 χρόνια, ἀκολουθώντας τόν κατήφορο τοῦ γραπτοῦ καί προφορικοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, μεταβάλουμε καί πάλι τό γλωσσικό ἰδίωμα στά λειτουργικά μας κείμενα, ὄχι γιά νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς βοήθημα, ἀλλά ὡς ἐπίσημο κείμενο γιά λειτουργική χρήση; Τέτοιες ἰδέες ἀκόμα καί σάν ἁπλές ὑποθέσεις δείχνουν φανερή ἀσέβεια πρός τό Εὐαγγέλιο, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τήν ἐν γένει λειτουργική παράδοση, προχειρότητα καί ἔλλειψη σοβαρότητας καί ὑπευθυνότητας.
Γιατί μέ τί ἄλλο μοιάζει αὐτό τό σκεπτικό παρά μέ τό σκεπτικό τοῦ Χότζα ὁ ὁποῖος γιά νά ἱκανοποιήσει τούς ἀπαιτητικούς γειτόνους του ἔβαλε τό φοῦρνο του πάνω σέ ἕνα κάρο καί τό περιέστρεφε σέ κάθε σημεῖο τοῦ ὁρίζοντα, ἀνάλογα μέ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ καθενός!
Ἐπιμένουμε ἐπίσης ὅτι δέν ἐπιτρέπονται οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων κατά τή λατρεία γιά ἕναν ἀκόμα λόγο, φανερό στήν «προσπάθεια τῶν ἱερέων » τῆς μητροπόλεως Πρεβέζης: Οἱ μεταφράσεις ἀνοίγουν τούς ἀσκούς τοῦ Αἰόλου σέ κάθε ἰδιόρρυθμη διορθωτική ἐπιθυμία κάθε νέου...Χρυσοστόμου, Βασιλείου καί Δαμασκηνοῦ. Ἔτσι στό δῆθεν Εὐχολόγιο τῆς Μητροπόλεως Πρεβέζης στό ὁποῖο ἔχει ἀφανισθεῖ τό πρωτότυπο κείμενο, ὁ μεταφραστής ἐπέφερε τοῦ κόσμου τίς ἀλλαγές, τίς «διορθώσεις», τίς παραλείψεις, τίς τροποποιήσεις. Τό πρωτότυπο κείμενο λοιπόν ἵσταται φρουρός σέ κάθε ἀπόπειρα καταστροφῆς τῆς λατρείας καί τῆς μετατροπῆς τοῦ Εὐχολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ Προχειρολόγιο κάποιας «προσπάθειας ἱερέων».
Τελειώνοντας μέ τό θέμα τοῦ ἐπιτρεπτοῦ ἤ ὄχι τῶν μεταφράσεων μέ σαφήνεια λέμε ὅτι δέν διαφωνοῦμε
1) μέ τήν κατά κυριολεξία μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων σέ ἄλλες γλῶσσες πρός χρήση στή λατρεία πού ὅμως πρέπει νά γίνεται μέ φόβο Θεοῦ καί ἀπόλυτο σεβασμό πρός τό πρωτότυπο.
2) μέ τή μεταφορά τῶν πρωτοτύπων λειτουργικῶν κειμένων στή νέα ἑλληνική. Αὐτό ὅμως ὀφείλει νά γίνεται
I) μέ ἀπόλυτο σεβασμό στό πρωτότυπο.
II) μέ πολυτονική γραφή, ὥστε νά μήν ἀποξενωθοῦν οἱ νεώτεροι ἀπό τήν ἔστω ὀπτική ὁμοιότητα πλείστων λέξεων τῆς ἀρχαίας καί τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας.
III) μέ ἀντικρυστή παράθεση τοῦ πρωτοτύπου γιά νά λειτουργεῖ (ἡ μετάφραση) ὡς παιδευτική μέθοδος καί
IV) ὄ χ ι γιά χρήση στή λατρεία, ἀλλά γιά μελέτη πρός πνευματική καλλιέργεια καί κατανόηση δυσκόλων νοημάτων καί ἐμβάθυνση στήν ἐν Χριστῷ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Διαφωνοῦμε κάθετα μέ τή μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων πρός χρήση στή Λατρεία, ἡ ὁποία κατά τήν ἐν ἐκκλησίᾳ προσευχή ἰσοδυναμεῖ μέ φθορά καί διαφθορά τοῦ πρωτοτύπου ἁγίου καί ἱεροῦ κειμένου τῶν Θείων Γραφῶν τῶν ἱερῶν Ὕμνων καί τῶν θεοπνεύστων εὐχῶν. Καί θά ἀγωνισθοῦμε ἕως ἐσχάτων κατά τῆς ἀντιχρίστου αὐτῆς προσπαθείας.
γ) Εἰρωνικά ὁ Σ.τ.Κ. ἀποκαλεῖ τό Εὐχολόγιο «τό...πέμπτο Ευαγγέλιο». Μιά ἁπλῆ σύγκριση τοῦ Εὐχολογίου τῆς Ἐκκλησίας μέ τό «Εὐχολόγιο» πού χρησιμοποιοῦν στανικά οἱ ἱερεῖς τῆς μητροπόλεως Πρεβέζης («προσπάθεια τῶν ἱερέων», τό ὀνομάζει ὁ Σ.τ. Κ.) μᾶς ἀναγκάζει νά ὀνομάσουμε Προχειρολόγιο αὐτό τό πρόχειρο καί ἀσεβές κατασκεύασμα. Τί συνέβη στήν πραγματικότητα; Ὁ ἀνώνυμος μεταφραστής ἔκαμε τή πρόχειρη μετάφρασή του, ἔκοψε καί ἔρραψε τίς ἀκολουθίες καί τίς εὐχές καί ἀνάγκασε, ἴσως μέ τή δύναμη τῆς θέσεώς του, ὅλους τούς ἱερεῖς νά κάνουν τό θέλημά του. Ἐξοβέλισε, κυριολεκτικά πέταξε στά σκουπίδια, τούς λόγους τῶν Ἁγίων καί ἔβαλε στή θέση του τά δικά του κορακίστικα.
Διερωτᾶται ὁ Σ. τ. Κ. «από πότε οι εγκωμιαστικοί λόγοι, π.χ. Σωφρονίου Ιεροσολύμων έγιναν ευχές;». Ἀπαντοῦμε: ἀπό τότε πού ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ἱερά Παράδοσις ἐνέταξε τόν Λόγο αὐτόν στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Θά ρωτούσαμε μέ τή σειρά μας. Ἀπό πότε τό εὐτελές δημιούργημα-παράφραση τῆς Εὐχῆς, ἄν θέλετε τοῦ Ἐγκωμιαστικοῦ λόγου, τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου μπορεῖ νά πάρει τή θέση τοῦ ἱεροῦ πρωτοτύπου κειμένου κατά τήν τέλεση τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ; Μήπως ἀπό τότε πού ἐπιβλήθηκε διά τῆς βίας στή μητρόπολη Πρεβέζης; Καί μπορεῖ ὁ συντάκτης τῆς μεταφράσεως νά παραβάλει τόν ἑαυτό του μέ τόν Ἅγιο Σωφρόνιο;
Μιλάει ὁ Σ. τ. Κ. γιά λειτουργίες, τυπικά, ἀκολουθίες, ψαλμούς, Κοντάκια καί διερωτᾶται «πότε χρειάστηκαν εγκρίσεις για ευχές και προσευχές και Λειτουργίες». Ἀπαντοῦμε : Δέν χρειάστηκαν ἐγκρίσεις τυπικές. Ὅμως ὅλα αὐτά ἔγιναν δεκτά ἀπό τήν Καθόλου Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς συντεταγμένα ὑπό τῶν ἁγίων καί ὡς ἐκφράζοντα τήν πίστη της, τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων. Ἔστω καί ἄν ὑπῆρχε κάποια διαφοροποίηση τῶν εὐχῶν σέ κάποιες περιόδους, δέν ὑπῆρχε αὐθαιρεσία. Οἱ Ἅγιοι δέν ἐπιζητοῦσαν ρομαντική ἐπιστροφή στήν ἀρχέγονη Ἐκκλησία. Ὅ,τι οἰκοδομοῦσαν οἱ Ἅγιοι, ὅ,τι μετά φόβου καί θείου φωτισμοῦ προσέθεταν ὡς πολυτίμους λίθους στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας δέν τά γκρέμιζαν οἱ μετ’ αὐτούς Ἅγιοι καί οἱ λοιποί ὑπεύθυνοι ποιμένες ὡς σοφώτεροι τῶν πρό αὐτῶν.
Ὅλες οἱ παλαιότερες διαφοροποιήσεις σέβονταν τή λειτουργική παράδοση, σέβονταν τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή λατρεία. Οἱ συντάξαντες ἀλλά καί οἱ τηρήσαντες τήν Τάξη καί τό περιεχόμενο τῆς Λατρείας δέν διακατέχονταν ἀπό μανία κατεδαφίσεως, ἀπό φεμινιστικά σύνδρομα καί ἀνθρωπαρέσκεια.
Γνωρίζοντας είς βάθος τίς ἀνθρώπινες προδιαγραφές δέχονταν τή θεραπευτική μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας καί φρόντιζαν διά τῶν ἐπί μέρους εὐχῶν καί δι’ὅλης τῆς τυπικῆς Τάξεως τῆς Θ. Λατρείας νά θεραπεύσουν τίς ψυχές μας. Δέν βλέπει ὁ Σ.τ. Κ. τήν ἀστασίαστη πρακτική ὅλων τῶν Ἁγίων μέχρι τίς μέρες μας; Οὐδείς ἄγγιξε τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε κατά τή δομή της, οὒτε κατά τό περιεχόμενο οὔτε κατά τή γλῶσσα μέ πνεῦμα ὑπερηφανείας, ἀνταρσίας. Οἱ ὅποιες ἀλλαγές ἔγιναν σταδιακά, ἀβίαστα καί χωρίς διάθεση ἀνατροπῆς τῶν παραδεδομένων. Εἶχαν οἱ Ἅγιοι λιγότερη εὐαισθησία, λιγότερη ἀγάπη καί πόνο γιά τούς χριστιανούς; Δέν διαστρέβλωναν καί δέν «διόρθωναν» οἱ Ἅγιοι τίς εὐχές τῶν πρό αὐτῶν Ἁγίων, ἀφαιρώντας ὅσα ἐνοχλοῦν τόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο. Δέν πέταξαν στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τίς εὐχές τοῦ σαραντισμοῦ. Δέν ἀφαίρεσαν τίς καθιερωμένες εὐχές τοῦ Γάμου, ἀφότου ἐντάχθηκαν στήν λειτουργική πράξη. Κανείς, ὄχι μόνο ἐκ τῶν Ἁγίων ἀλλά κυριολεκτικά κανείς ἱερέας ἤ ἀρχιερέας δέν κατήργησε τήν ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος, δέν βεβήλωσε τίς ἀρχαῖες εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας, δέν κατακρεούργησε τό Εὐχέλαιο πετώντας στά ἄχρηστα ἕξι εὐχές, ἕξι Εὐαγγέλια καί ἕξι Ἀποστόλους. Μήπως ἐνοχλεῖται ὁ Σ. τ. Κ. ἀπό τίς θεοδίδακτες μεγάλες εὐχές πού καθιέρωσε στήν Ἐκκλησία γιά τήν τέλεση τοῦ Εὐχελαίου ὁ ἅγιος Ἀρσένιος Πατριάρχης Κων/πόλεως ὁ Αὑτωρειανός κατά τόν 12ο αἰῶνα;
Μοιάζει ὁ Σ.τ. Κ. νά μισεῖ τούς Ἁγίους ἀφοῦ μετά μανίας πετᾶ στά ἄχρηστα τίς εὐχές τους. Ἀσφυκτιᾶ γιά τό μῆκος τῶν Ἀκολουθιῶν καί τῶν Μυστηρίων, βασανίζεται ἀπό τή γλῶσσα τῆς λατρείας καί ἀποφασίζει νά ἐφαρμόσει στήν Ἐκκλησία τήν αὐθαιρεσία του, τήν ὁποία στό κείμενό του μετονομάζει σέ «ἐλευθερία». Μήπως ὅσοι γίναμε κληρικοί δέν γνωρίζαμε σέ ποιό χῶρο εἰσερχόμασταν; Δέν γνωρίζαμε τί τελεῖται καί πῶς μέσα στήν Ἐκκλησία; Ποιός μᾶς ἔβαλε κριτές, διορθωτές, ἀνακαινιστές τῆς ἱερᾶς λειτουργικῆς μας παραδόσεως; Δέν ὀφείλουμε σεβασμό στούς ἁγίους Πατέρες κατά τό παλαιοδιαθηκικό : «Μή μέταιρε ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου»;
δ) Ἐναντιούμενος ὁ Σ.τ.Κ. ρητῶς στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς θέσεως τῆς γυναίκας στή λατρεία ὅταν ἔχει τά καταμήνιά της ἤ ὅταν εἶναι λεχώνα καί ὑποχωρώντας μαζί μέ ἄλλους «ἐπιστήμονες» στίς φεμινιστικές προκαταλήψεις μᾶς παραπέμπει 1) στίς «Ἀποστολικές διαταγές» καί 2) στήν Κανονική Ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου «πρός Ἀμμοῦν μονάζοντα» γιά νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι ἡ ἀπαγόρευση συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στή Θ. Κοινωνία, προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων καί λήψεως ἀντιδώρου ὅταν εἶναι «ἐν ἀφέδρῳ» εἶναι ἰουδαϊκές προκαταλήψεις.
Ὅσον ἀφορᾶ στήν Κανονική Ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου «πρός Ἀμμοῦν μονάζοντα» πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἄσχετη μέ τό θέμα μας διότι παρά τήν ἔκτασή της δέν ἀναφέρεται καθόλου στήν ἔμμηνο ρύση τῶν γυναικῶν.
Ὅσον ἀφορᾶ στίς Ἀποστολικές Διαταγές διαβάζουμε ἐκεῖ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι θεωροῦσαν «ἰουδαϊκά ἔθιμα» τό νά παρατηροῦν οἱ χριστιανοί «γονορρύας» (τήν ἔμμηνο ρύση) τῶν γυναικῶν καί «ὀνειρώξεις» τῶν ἀνδρῶν καί νά θεωροῦν στίς περιπτώσεις αὐτές μολυσμένους τούς ἑαυτούς τους. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύει τή στάση αὐτή τῶν Ἀποστόλων ἀπό τή συνέχεια τοῦ κειμένου τῶν ἀποστολικῶν Διαταγῶν : «Εἰ γάρ νομίζεις γύναι», συνεχίζει τό κείμενο «ἑπτά ἡμέρας ἐν ἀφέδρῳ οὖσα, τοῦ ἁγίου Πνεύματος κενή τυγχάνειν, ἄρα τελευτήσασα ἐξαίφνης, κενή Πνεύματος καί ἀπαρρησίαστος τῆς πρός Θεόν ἐλπίδος ἀπελεύσῃ...Μή προσευχομένη γάρ, μηδέ ἀναγινώσκουσα ἄκοντα αὐτόν [τόν σατανᾶ] προσκαλέσῃ». Ἓπομένως ἐναντιώνονται οἱ ἀπόστολοι σ’αὐτούς πού πίστευαν ὅτι οἱ γυναῖκες ὅταν εἶναι «ἐν ἀφέδρῳ» εἶναι κενές ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί γι’αὐτό δέν μποροῦν οὔτε τήν Ἁγία Γραφή ἤ ἄλλα βιβλία πνευματικά νά διαβάζουν οὔτε νά προσεύχονται. Ποιός δέν συμφωνεῖ μ’ αὐτά καί πιστεύει ὅτι οἱ γυναῖκες κατά τήν ἔμμηνο ρύση εἶναι γυμνές ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά μελετοῦν καί νά προσεύχονται; Οὐδείς, βεβαίως! Ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐπιτάσσει ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι νά ἀπέχουν οἱ γυναῖκες κατά τήν ἔμμηνο ρύση ἀπό τή Θ. Εὐχαριστία καί τά ὑπόλοιπα πού προαναφέραμε. Καί αὐτή ἡ παράδοση ἀποτυπώνεται στούς Ἱ. Κανόνες. Ἰδού τί λέγει ἐν μέσῳ διωγμῶν (περί τό 240 μ.Χ) ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας : «Περί δέ τῶν ἐν ἀφέδρῳ γυναικῶν, εἰ προσῆκεν αὐτάς οὕτως διακειμένας εἰς τόν ναόν εἰσιέναι τοῦ Θεοῦ, περιττόν καί τό πυνθάνεσθαι νομίζω. Οὐδέ γάρ αὐτάς, οἶμαι, πιστάς οὔσας καί εὐλαβεῖς, τολμήσειν οὕτω διακειμένας, ἤ τῇ τραπέζῃ τῇ ἁγίᾳ προσελθεῖν, ἤ τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ προσάψασθαι...Προσεύχεσθαι μέν γάρ ὅπως ἄν ἔχῃ τις καί ὡς ἄν διάκηται μεμνῆσθαι τοῦ Δεσπότου, καί δεῖσθαι βοηθείας τυχεῖν, ανεπίφθονον» (Τοῦ ἁγίου Διονυσίου Κανών Β΄ Πηδάλιον σ. 547). Δηλ. ἐρωτηθείς ἄν μποροῦν νά εἰσέρχο¬νται στό ναό οἱ γυναῖκες πού εὑρίσκονται στήν ἔμμηνο ρύση ἀπαντᾶ ὅτι «εἶναι περιττό καί νά ρωτᾶ κανείς γιατί, νομίζω» γράφει «ὅτι αὐτές ἀπό μόνες τους ἄν εἶναι πιστές καί εὐλαβεῖς, ὅταν βρίσκονται σ’ αὐτή τήν κατάσταση δέν θά τολμήσουν νά πλησιάσουν στήν ἁγία τράπεζα ἤ νά μεταλάβουν τά ἄχραντα μυστήρια». Τά λεχθέντα δἐν μᾶς θυμίζουν τίς σημερινές εὐλαβεῖς γυναῖκες πού θεωροῦν αὐτονόητο νά ἀπέχουν ἀπό τή Θ. Κοινωνία καί τά ὑπόλοιπα; Ἄς δοῦμε καί τόν Ζ΄ Κανόνα τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας « Έρώτησις : Ἐάν γυνή ἴδῃ τά κατ’ἔθος τῶν γυναικείων αὐτῆς, ὀφείλει προσέρχεσθαι τοῖς Μυστηρίοις αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ ἤ οὔ; Ἀπόκρισις : Οὐκ ὀφείλει ἕως οὗ καθαρισθῇ». Αὐτούς τούς Κανόνες ἔχει ἐπικυρώσει ἡ ΣΤ΄ Οἰκ. Σύνοδος. Ὀφείλουμε νά σεβόμεθα καί νά τηροῦμε τούς Ἱερούς Κανόνες ἤ οὔ; Μήπως μαζί μέ τή λειτουργική παράδοση πρέπει νά πετάξουμε στά ἄχρηστα καί τήν κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἴσως πάλι νά συγκινεῖ τόν Σ.τ.Κ. ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου : « Ἐρώτησις ΤΘ΄ : «Εἰ τῶν συνήθων καί κατά φύσιν γινομένων τινί χρή τολμᾶν εἰς κοινωνίαν τῶν ἁγίων προσέρχεσθαι. Ἀπόκρισις : «Κρείτονα τῆς φύσεως καί τῆς συνηθείας ἔδειξεν ὁ ἀπόστολος εἶναι τόν ἐν βαπτισμῷ συνταφέντα Χριστῷ...Τῷ δέ ἐν ἀκαθαρσίᾳ ὄντα τινά ἐγγίζειν τοῖς ἁγίοις καί ἐκ Παλαιᾶς Διαθήκης φοβερώτερον διδασκώμεθα τό κρῖμα. Εἰ δέ πλεῖον τοῦ ἱεροῦ ᾧδε, φοβερώτερον δηλονότι παιδεύσει ἡμᾶς ὁ ἀπόστολος εἰπών· «ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει» ( Μ. Βασιλείου Ὅροι κατ’ἐπιτομήν ΕΠΕ 9, σ. 388). Διακρίνει ἐδῶ ὁ Μ. Βασίλειος τήν ἐν Χριστῷ καθόλου ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ βαπτίσματος καί τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση ἀπό τήν ἐν μέρει καί δι’ ὀλίγον ἀκαθαρσία τῆς γυναίκας κατά τήν ἔμμηνο ρύση. Καί χωρίς τό χαρακτηριστικό γενικό complex τῶν μοντέρνων λειτουργιολόγων ἐπικαλεῖται τήν Π. Διαθήκη : «Τό νά ἀγγίζει, ὅποιος βρίσκεται σέ ἀκαθαρσία, τά ἅγια ἀκόμη καί ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διδασκόμεθα ὅτι εἶναι ἡ φοβερώτερη κατάκριση. Κι ἄν ἐδῶ [κατά τή Θεία Μετάληψη] ἔχουμε κάτι περισσότερο ἀπό ἱερό, ἀκόμη πιό φοβερά θά μᾶς διδάξει ὁ ἀπόστολος: «ἐκεῖνος πού τρώγει καί πίνει ἀνάξια [τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου] σέ κατάκριση δική του τρώγει καί πίνει». Μήπως δέν τά λέει καλά καί ὁ Μ. Βασίλειος; Τότε μήπως ὁ ὑπό πάντων τῶν λειτουργιολόγων ἐπικαλούμενος Ἅγιος Συμεών ὁ Θεσ/νίκης θά ἦταν πειστικότερος ; «Τήν τεσσαρακοστήν δἐ ἡμέραν προσφέρεται ἀπό τήν μητέρα του εἰς τόν ναόν ὡς δῶρον εἰς τόν Θεόν· διότι ὁ ἱερεύς σταθείς ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν τοῦ ναοῦ ( ὅτι δέν εἶναι συγκεχωρημένον νά ἔμβῃ εἰς αὐτόν πρό τῆς εὐχῆς) καί σφραγίσας τήν μητέρα ὁμοῦ μέ τό βρέφος, καί ἁγιάσας αὐτούς μέ εὐχάς, εἰς μέν τήν μητέρα δίδει τόν καθαρισμόν ἀπό τήν ἡδονικήν καί ἀκάθαρτον γέννησιν, ἐπειδή ἀπεπλήρωσε τάς τεσσαράκοντα ἡμέρας...καί ἀφ’οὗ τῇ δώσῃ τήν εἴσοδον εἰς τόν ναόν, εἰς τόν ὁποῖον ἕως τότε δέν ἦτο ἀξία νά ἔμβῃ, μήτε νά μετάσχῃ τῆς καθαρότητος...» (Συμεών ἀρχιεπ. Θεσσαλονίκης τά Ἅπαντα σ. 84). Ἄν σέ ὅλα αὐτά ἀπειθεῖ ὁ Σ.τ.Κ. ἄς πεισθεῖ ἀπό ὅσα γράφει ὁ μοντέρνος θεολόγος π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν στό βιβλίο του «Ἐξ ὕδατος καί πνεύματος» (Ἐκδ. Δόμος σσ. 183-205) σχετικά μέ τίς προβαπτισματικές εὐχές, ὅπου θεολογεῖ ἐπ’ αὐτῶν μέ πολύ σεβασμό καί γράφει ( μ’αὐτά κλείνουμε τή σχετική ἑνότητα) : «Δέν θά πρέπει κάποιος ἁπλῶς νά βρίσκεται σέ λάθος ἀλλά νά εἶναι μικροπρεπής γιά νά βρίσκει ὅτι αὐτές οἱ εὐχές ἀποτελοῦν «προσβολή», αὐτές πού εἶναι τόσο γεμάτες ἀπό θεϊκή ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο, τόσο γεμάτες ἀπό τό μόνο γνήσιο καί ἀληθινά θεϊκό σεβασμό γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἀντί νά ἀκολουθοῦμε τυφλά «αὐτόν τόν κόσμο» στίς φτηνές του ἐπαναστάσεις στό ὄνομα κούφιων δικαιωμάτων, μιᾶς ἀνόητης «ἀξιοπρέπειας» καί μιᾶς μάταιας «εὐτυχίας», ὀφείλουμε νά ξαναβροῦμε καί νά οἰκειοποιηθοῦμε ξανά τό ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή ζωή» (σ. 192).
ε) Ἐπειδή ἀμφισβητεῖται ἡ μαρτυρία τά κ τῶν ἁγίων πού παραθέσαμε χρειάζεται νά παραθέσουμε καί πάλι μέρος τῆς ὄντως καταλυτικῆς μαρτυρίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ _________ ___________ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
«...Μή περιβαλλέτω μέντοι τις αὐτά τοῖς ἔξωθεν πιθανοῖς ρήμασι, μηδέ πειραζέτω τάς λέξεις μεταποιεῖν ἤ ὅλως ἐναλλάσσειν· ἀλλ’ οὕτως ἀτεχνῶς τά γεγραμμένα λεγέτω καί ψαλλέτω, ὥσπερ εἴρηται, ὑπέρ τοῦ καί τούς διακονήσαντας ἀνθρώπους αὐτά ἐπιγινώσκοντας τό ἑαυτῶν συνεύχεσθαι ἡμῖν· μᾶλλον δέ ἵνα καί τό Πνεῦμα τό λαλῆσαν ἐν τοῖς ἁγίοις θεωροῦν τούς παρ’ αὐτοῦ λόγους ἐνηχηθέντας ἐκείνοις, συναντιλαμβάνηται ἡμῖν.
.
Λοιπόν ἄς μήν ντύνει κανείς αὐτά (δηλ. τά λόγια τῶν Ψαλμῶν) μέ λέξεις κοσμικές καί ἑλκυστικές. Ο ὔτ ε ν ά ἀ π ο π ε ι ρ α θ ε ῖ ν ά μ ε τ α π ο ι ή σ ε ι τ ί ς λ έ ξ ε ι ς τ ῶ ν Ψ α λ μ ῶ ν ἤ ν ά τ ί ς ἀ λ λ ά ξ ε ι δ ι ό λ ο υ . Ἀ λ λ ά , ὅ π ω ς ἔ χ ε ι ε ἰ π ω θ ε ῖ , ἔ τ σ ι ὅ π ω ς ε ἶ ν α ι ἁ π λ ά γ ρ α μ μ έ ν α ἄ ς τ ά λ έ γ ε ι κ ι ἄ ς τ ά ψ ά λ λ ε ι, ὥστε καί ἐκεῖνοι πού διακόνησαν στή συγγραφή τους (δηλ ὁ Ἅγιοι) νά τά ἀναγνωρίζουν ὡς ἰδικά τους καί νά προσεύχονται μαζί μας· μᾶλλον γιά νά βλέπει καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὁμίλησε στούς Ἁγίους, τούς ἴδιους λόγους πού τούς ἐνέπνευσε καί νά νά γίνεται συνεργός καί βοηθός μας.
Τί μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἤ μᾶλλον ὁ ἅγιος γέροντας τόν ὁποῖο ἐρώτησε; Ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ὄχι μόνο νά ντύνουμε μέ λογοτεχνικά σχήματα τούς Ψαλμούς ( «πιθανοῖς ρήμασι»), ἀλλά οὔτε κἄν νά μεταποιοῦμε καί νά ἀλλάζουμε τίς λέξεις τῶν Ψαλμῶν («μηδέ πειραζέτω τάς λέξεις μεταποιεῖν ἤ ὅλως ἐναλλάσσειν»), ἀλλά νά τούς ψάλλουμε ἔτσι ὅπως εἶναι γραμμένοι. Πέλεκυ ὄντως («τσεκούρι» τούς λέγει ὁ Σ.τ.Κ.) κατά πάσης ἀλόγου καί ἀνοήτου παραφραστικῆς καινοτομίας, κατά πάσης φθορᾶς καί διαφθορᾶς τοῦ πρωτοτύπου ἀποτελοῦν οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου. Τελικῶς ὅμως, ὅπως φαίνεται, ὑπάρχει εὐρύτερο πρόβλημα κατανοήσεως.
Τό ἴδιο πρόβλημα κατανοήσεως ἰσχύει καί γιά τά γραφέντα ὑπό τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Οἱ 4 σελίδες ἀπό τό βιβλίο του « Ὀψόμεθα τόν Θεόν» δέν εἶναι ἀσήμαντες καἰ γραμμένες «στό πόδι», ἀλλά ἐκφράζουν τή σταθερή γνώμη τοῦ Γέροντος περί «καθαγιασθείσης γλώσσης» περί «οὐσιώδους βλάβης» σέ περίπτωση ἀντικαταστάσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπό τήν τρέχουσα γλῶσσα, περί καταβιβάσεως «τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου» κλπ. Δέν εἶναι κρῖμα ἀκόμη καί τῶν Ἁγίων τούς λόγους νά τούς βάζουμε στήν προκρούστεια κλίνη τυχόν πλανεμένων θέσεων καί νά τούς κόβουμε καί νά τούς ράβουμε γιά νά ταιριάσουν μ’ αὐτές; Ὀλίγη αἰδώς εἶναι ἀπαραίτητη.
στ) Χάνοντας τήν ψυχραιμία του ὁ Σ.τ.Κ. μᾶς ὑβρίζει : «Αν εσείς νομίζετε ότι προσεύχεσθε στον ...Δία και κινδυνεύετε από τους κεραυνούς του (...βοήθειά Σας!)». Πιστεύουμε ὅτι δέν νομίζει γιά μᾶς κάτι τέτοιο. Καί ἄν ξαναδιάβαζε πιό ψύχραιμα αὐτές τίς φανερές ἀνοησίες θά τίς διέγραφε ( ἐννοεῖται ὅτι τό κείμενο δέν ἀναγνώσθηκε ἐνώπιον τῶν ἱερέων, ἀλλιῶς τέτοιες φράσεις δέν θά ἐγκρίνονταν). Τώρα βέβαια ὀφείλει γιά τήν ἄγρια αὐτή ἐπίθεση νά ζητήσει συγγνώμη ἀπό τούς συλλειτουργούς του. Ὅμως δυστυχῶς γι’ αὐτόν τά περί λατρείας τοῦ Δία ταιριάζουν ἀπόλυτα σέ κάποιον ἐκ τῶν ὑπογραψάντων , τόν «πατέρα Κώστα Μπέη» (ἔτσι αὐτοαποκαλεῖται στά κείμενά του). Αὐτός ὄντως κατά κυριολεξίαν προσεύχεται στό Δία. Στό αἰσχρό του δημιούργημα, τό ὁποῖο ὀνομάζει «Θεία Λειτουργία» καί τήν ὁποία τέλεσε στά Ἀρσάκεια σχολεῖα τήν 17 Μαΐου 2009, ξεκινάει μέ μιά φράση-ἐπίκληση παρμένη ἀπό τήν Ὀδύσσεια πού ἀπευθύνεται στό Δία. (Παραθέτουμε τό κείμενο, ὅπως εἶναι καταγεγραμμένο σέ ἔντυπο πού μοιράσθηκε στούς ἐκκλησιαζομένους ) :
« Ο ιερεύς υψώνει το Ευαγγέλιο. Ἐλέαιρε άναξ· ικέτης δε τοι εύχομαι είναι (Όμηρος, Οδύσσεια, Ε΄ 450) Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία....». Καί ὄχι μόνο ἐκεῖ βεβηλώνει τή Θ. Λειτουργία ὁ «πατήρ Κώστας» ἀλλά ἀκόμη καί στήν ἁγία Ἀναφορά παρεμβάλλει φράσεις ἀπό τήν Ὀδύσσεια καί τό φιλόσοφο Ἐμπεδοκλῆ. Μιλᾶμε γιά ἕναν ἐπικίνδυνο κατήφορο, γιά ἐπιβεβαίωση ὅσων γράφαμε στό τέλος τοῦ προηγουμένου κειμένου μας δηλ. γιά «τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τό ἐστώς ἐν τόπῳ ἁγίῳ», γιά τή βδελυκτή ἐνθρόνιση μιᾶς «μοντέρνας» λατρείας πού σφετερίζεται τήν ὀρθόδοξη λατρεία καί ἑτοιμάζει τόν κόσμο γιά τόν Ἄρχοντα τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Τελειώνοντας πρός τό παρόν τίς τοποθετήσεις μας νομίζουμε ὅτι θά ἦταν τραγική ὀπισθοδρόμηση ἡ καθαίρεση τῆς Θ. Λατρείας, ἡ ἀποκαθήλωση τῶν ἱερῶν συμβόλων της δηλ. τῶν ἁγίων τροπαρίων, εὐχῶν, ἀναγνωσμάτων μαζί μέ τήν ἐκκλησιαστική μουσική πού εἶναι ἀπαραίτητο παρακολούθημα τῆς Λατρείας μας καί ἡ ὑποκατάστασή τους μέ πειραματικά ἐξαμβλώματα τοῦ τύπου τοῦ νέου Κακολογίου τῆς Μητροπόλεως. Ὅπως συμβαίνει μέ τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου μετά ἀπό αἰῶνες πολλούς καί ἀγῶνες τῶν Πατέρων ἔλαβαν τήν τελική τους μορφή ἔτσι συμβαίνει καί μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία ἡ ὁποία σταδιακά μέ φόβο Θεοῦ καί τή θεία συνέργεια ἔλαβε τήν τελική της μορφή. Αὐτή τήν ἱερά παρακαταθήκη ας ἂς τή φυλάξουμε «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ» ἀπό κάθε ἐπιβουλή.
Το ιστολόγιό μας πριν φιλοξενήσει τις δύο πιο πάνω επιστολές. είχε ήδη απαντήσει (23 Νοεμβρίου) , στο προσβλητικό κείμενο απο την Πρέβεζα.
Εάν επιθυμείτε να διαβάσετε την ανάρτηση κάντε κλικ στον παρακάτω τίτλο:
Θαυμάσια αυτά που λέτε π. Ιωάννη αλλά οι Νεοβαρλααμίτες δεν χαμπαρίζουν από Αγίους και παράδοση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ π. Θερμός πήγε σε λειτουργικό συνέδριο για να διορθώσει τον Αγιο Μάξιμο Ομολογητή και σεις αναμένετε από αυτούς τους ασεβέστατους ανθρώπους να σεβαστούν την παράδοση της Εκκλησίας και την πίστη μας;
Ο κόσμος πρέπει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του.
Οταν και όπου γίνονται τέτοιες απρέπειες να αποδοκιμάζει έντονα τους ασχημονούντες.
Ο συγκρητιστής παπα- Κώστας Μπέης ο καθαιρετέος και οι άλλοι εραστές της βεβήλωσης της Θείας λατρείας δεν ακούνε θεολογικά επιχειρήματα. Ούτε τους ενδιαφέρουν καν.
Γι' αυτό ας γίνει μια εμπεριστατωμένη καταγγελία στη Σύνοδο πριν οι διάφοροι Μπέηδες, Αεράκηδες, Θερμοί, Μαρτζούχοι και σία διευρύνουν το κακό που κάνουν στην Εκκλησία.