"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

O «MIKPOAΣTOΣ» (Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ) ENA EPΩTHMATOΛOΓIO ΠEPI THΣ «METAΦPAΣEΩΣ» ΛEITOYPΓIKΩN KEIMENΩN (Ἐγερτήριες σκέψεις πάνω σὲ μὴ καθεῦδον θέμα) Οἰκον

O «MIKPOAΣTOΣ» (Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ)


ENA EPΩTHMATOΛOΓIO ΠEPI THΣ «METAΦPAΣEΩΣ» ΛEITOYPΓIKΩN KEIMENΩN
(Ἐγερτήριες σκέψεις πάνω σὲ μὴ καθεῦδον θέμα)

Οἰκονόμου π. ᾿Αθανασίου Λαγουροῦ

Ὑποστηρίζεται ἐπιμόνως καὶ μεθοδικῶς ἐδῶ καὶ χρόνια μὲ τὴν ἐπίκληση σχετικῆς ἐπιχειρηματολογίας ἡ «χρεία μετάφρασης τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων τῆς Λατρείας μας στὰ Νέα Ἑλληνικά, μιὰ διαδικασία ἄκρως ἀπαραίτητη, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε ἤδη νὰ ἔχει ξεκινήσει πρὸ πολλοῦ» (http://pakapodistrias.blogspot.com/2008/05/blog-spot_20.html)
Τεκμηριωμένα ἔχει ἐπίσης διατυπωθεῖ καὶ ἡ ἀντίθετη ἄποψη, ποὺ ὑπερασπίζεται τὴν παραδεδομένη γλῶσσα.
Εἰδικότεροι καὶ ἀξιότεροι περὶ τὰ θέματα ἔχουν ἐκφέρει πλούσιο καὶ θεμελιωμένο προβληματισμό. Ἐν τούτοις εἶναι τόσο ἀκριβὸ καὶ ἀπαράγραπτο τὸ ἐλεύθερον τῆς γνώμης, κατακριτέο δὲ τὸ «ὑποσιωπᾶν καὶ ὑποστέλλεσθαι», ὥστε ἡ καταγραφὴ καὶ τῆς ταπεινότερης γνώμης νὰ μποροῦσε νὰ συμβάλει ἔστω κατ’ ἐλάχιστον στὴν προαγωγὴ ἑνὸς διαλόγου, ὁ ὁποῖος στὰ ὅρια τῆς θεανθρωπίνης λειτουργίας ὑπηρετεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ (καὶ ὄχι τῶν ἀνθρώπων) καὶ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δηλαδὴ ἀνοικτὸς στὴν φωνὴ τοῦ Οὐρανοῦ. Μὲ μιὰ ἐπισήμανση, ὅτι στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καραδοκεῖ ἐνίοτε ὁ κίνδυνος, ἡ διαφοροποίηση γνωμῶν νὰ προσλαμβάνει προσωπικὸ χαρακτήρα. Μὴ γένοιτο! Γὶ’ αὐτὸ ἐδῶ ἀποφεύγεται ἡ ἀναφορὰ σὲ πρόσωπα.
Μὲ ὁδηγὸ τὴν καλὴ προαίρεση προχωρῶ στὴν σύντομη καταγραφὴ ὁρισμένων ἁπλῶν (ἂν ὄχι ἁπλοϊκῶν) καὶ κοινῶν σκέψεων, λίγο ἀκατέργαστων καὶ πολὺ ἀφιλόδοξων, ὑπὸ μορφὴν εἰλικρινῶν ἐρωτημάτων (μὲ χαρακτήρα προκαταρκτικὸ ἢ περιφερειακό), τὰ ὁποῖα ὅμως θεωρῶ ἐξ ἴσου σπουδαῖα μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀφοροῦν στὸ βαθύτερο περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγῳ θέματος (Αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν ἡ μετάφραση, οἱ ὄροι της καὶ ἡ “ἑρμηνεία”, ἡ “οὐσία”, ὁ “χαρακτήρας” καὶ ἡ ἀξία τῆς γλώσσης).

1. Ἀφετηριακὸ εἶναι τὸ ἑξῆς: ἡ «χρεία μετάφρασης», τὸ «ἄκρως ἀπαραίτητο» τοῦ πράγματος μὲ ποιὸ τρόπο, μὲ ποιὸ μετρητὴ μετριέται, ἀποδεικνύεται, ὥστε ἐπ’ αὐτοῦ νὰ θεμελιώνεται ἕνας ὁλόκληρος συλλογισμός; Πιθανὸν ἡ ποιμαντικὴ ἢ διδακτικὴ πείρα νὰ ἀπαντοῦν ἐν μέρει ὅτι οἱ νεώτερες γενιὲς πλέον (Σ: τὰ νέα ἑλληνικὰ μιλιοῦνται ἤδη τὸν 10ο-12ο αἰ.!) δὲν καταλαβαίνουν τὰ λόγια τῆς Λατρείας, τοὺς ὕμνους, τὶς εὐχές, καθ’ ὅτι ἔχει ἀρχίσει νὰ κρυσταλλώνεται μιὰ ἀγεφύρωτη γλωσσικὴ ἀπόσταση καὶ συνακόλουθη ἀδυναμία κατανοήσεως κ.λπ. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀρκεῖ;
Σαφηνίζω: ἡ ποιμαντικὴ ἀλλὰ καὶ κοινωνικὴ παρατήρηση λέει ὅτι σήμερα κι ἄλλα –ἄλλης βεβαίως τάξεως– πράγματα τῆς Ἐκκλησίας κυρίως, ἀλλὰ καὶ τοῦ μέχρι τώρα ἀξιακοῦ μας περιβάλλοντος, δὲν γίνονται “κατανοητά”, ἀλλὰ αὐτὸ ἄραγε εἶναι δυνατὸν νὰ συνεπαχθεῖ τὸν “ἀναπροσδιορισμό” ἢ τὴν “τροποποίηση” ἢ τὴν “κατάργησή” τους, ὅπως, παραδείγματος χάριν, τὰ θέματα τῆς νηστείας, τῶν λεγομένων προγαμιαίων σχέσεων (δηλ. πορνεία), τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἢ τῶν ἐκτρώσεων(δηλ. φόνος);

2. Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὑπερβαίνεται αὐτὸ τὸ πρῶτο ἐρώτημα, ἔρχεται ἀμέσως ἕνα δεύτερο, ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐπάρκεια τῆς “ἐπιχειρησιακῆς μελέτης”. Ἐπειδὴ ἡ προώθηση ἑνὸς τέτοιου σχεδίου ἀφορᾶ σὲ μείζονος σημασίας θέμα, ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν πλήρη μετά-βαση σὲ ἕνα ἄλλο “κόσμο”, ἔχουν ἄραγε μελετηθεῖ μὲ προσοχὴ ὅλες οἱ παράμετροι; Ἔχουν ζυγιστεῖ ἐξαντλητικὰ τὰ προσδοκώμενα ὀφέλη καὶ οἱ πιθανὲς ζημίες ποὺ θὰ προκύψουν; Ἴσως νὰ ἀπατῶμαι, ἀλλὰ μᾶλλον ἔχει δοθεῖ ἀρκετὴ ἔμφαση στὴ “νομική” ἐξέταση τοῦ ζητήματος (ἂν “ἐπιτρέπεται” ἢ ὄχι ἡ μετάφραση στὴν λογικὴ τῶν δῆθεν ἱερῶν γλωσσῶν), ἢ στὴν γλωσσσοερμηνευτική του πλευρὰ (ἂν “πετυχαίνει”, ἂν δηλ. εἶναι ἐφικτὴ ἡ μεταφορὰ στὰ νέα ἑλληνικά), ἐνῶ τὸ ζήτημα εἶναι πολυπαραγοντικό.
Ἐπικουρικῶς, ἔχει γίνει ἄραγε ἐμπεριστατωμένη ἀξιολόγηση τῆς χειροπιαστῆς ἐμπειρίας ἀπὸ τὸ ἀνάλογο ἐγχείρημα ὑπὸ τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας; Διερωτῶμαι γιὰ τὰ “ποσοστὰ ἐπιτυχίας” του. Καὶ ἴσως νὰ μὴ χρειάζεται νὰ πᾶμε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἔχουμε μιὰ πρώτη ἀντίληψη(!). Ὁ νοῶν νοείτω...
Καὶ ὁ ἐπιδιωκόμενος σκοπός; Ἄραγε νὰ ἐκτιμᾶται ὅτι μὲ τὴν «μετα-φρασμένη» Λατρεία θὰ γεμίσουν οἱ Ναοὶ (ἂν βεβαίως θεωρηθεῖ σὰν ἐπιτυχία ἡ “πλήρωση” τῶν Ναῶν) ἢ ὅτι θὰ προαχθεῖ τὸ ἐπίπεδο καὶ ἡ “ποιότητα” τῆς συμμετοχῆς καὶ προσευχῆς; Εἴμαστε στὴν πνευματικὴ θέση καὶ βεβαιότητα ὅτι θὰ “παραγάγουμε” ἴσης πνευματικῆς ἀξίας δημιουργία, ἡ ὁποία θὰ ἀντικαταστήσει ἐπαξίως τὴν ὑπάρχουσα;

3. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἐπείγουσα «χρεία” νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὶς ἀνάγκες τοῦ σήμερα, ἔχουν ἄραγε χρησιμοποιηθεῖ καὶ ἐξαντληθεῖ ἄλλα πρόσφορα μέσα; Ἄραγε ἡ μεθοδική, συγκροτημένη, προγραμματισμένη (σὲ κεντρικὸ ἐπίπεδο) κατήχηση, ἐξήγηση, ἑρμηνεία καὶ παροχὴ ἐλαχίστων γραμματικῶν γνώσεων (π.χ. μὲ διανομὴ τευχιδίων κατὰ ἑορτολογική-λειτουργικὴ περίπτωση) δοκιμάστηκε καὶ ἀπέτυχε; Διαθέσιμα στοιχεῖα δείχνουν πὼς οἱ “ἰδιωτικές” (ἀπὸ ἱερεῖς , ἐκδότες, μονές, θεολόγους, κατηχητές) πρωτοβουλίες πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶχαν ἐνθαρρυντικὰ ἀποτελέσματα. Στὸ τέλος-τέλος ἂν λίγα πράγματα ἐξηγηθοῦν ἅπαξ, “κατανοηθοῦν” καὶ ἀφομοιωθοῦν (π.χ. στὴν Θ. Λειτουργία – πράγμα πού κάνουν πάρα πολλοὶ εὐσυνείδητοι χριστιανοὶ ἀπὸ μόνοι τους), ὑπάρχει λογικός, πειστικὸς λόγος νὰ παραμένει ἐφ’ ὅρου ζωῆς ὁ βοηθητικὸς “νάρθηκας” (ἡ μόνιμη πλέον “μεταπεφρασμένη Λατρεία”); (ἐπιτρέψτε μου νὰ παραπέμψω σχετ. στὸ Προλογικὸ Σημείωμα τοῦ ὑπογραφομένου στὸ μικρὸ βιβλίο «KAΘHMEPINEΣ ΠPOΣEYXEΣ – μὲ Ἑρμηνευτικὴ Ἀπόδοση στὴν N. Ἑλληνική», ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι 19891 καὶ ἔκτοτε ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις). Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ σκέψη μᾶς ὁδηγεῖ στὸ ἑπόμενο ἐρώτημα.

4. Γιατί νὰ ἔχει προεξοφληθεῖ πὼς οἱ νεώτεροι εἶναι τόσο ἀπρόθυμοι νὰ καταβάλουν ἕνα μικρὸ κόστος στὸν διάλογο, στὴν σχέση τους μὲ τὸν Θεό; Νομίζω πὼς τοὺς ἀδικοῦμε. Ὅταν τὰ Ἑλληνόπουλα μαθαίνουν δύο καὶ τρεῖς ξένες γλῶσσες, ἀπορροφοῦν πλῆθος παρεχομένων γνώσεων στὴν ἠλεκτρονικὴ ἐποχή μας, γιατὶ νὰ τὰ ἀπαξιώνουμε τόσο; Μαθαίνουν μὲ ἰδιαίτερη εὐκολία π.χ. τὰ πολυάριθμα περιφραστικὰ ρήματα τῆς ἀγγλικῆς γλώσσης καὶ δὲν μποροῦν νὰ μάθουν ὅτι «ποιῶ» σημαίνει «κάνω», «Πάτερ ἡμῶν» «Πατέρα μας» καὶ «παράσχου» «δῶσε» (ἄλλο βεβαίως ποὺ τὸ «δίνω» δὲν ταυτίζεται ἐννοιολογικῶς μὲ τὸ «παρέχω»!) κ.λπ.; Ἐκτὸς ἂν συμβαίνει κάτι χειρότερο: μήπως μὲ τὴν ὑποστηριζομένη «μετάφραση» ἀνακυκλώνεται τὸ κακὸ μάθημα τῆς “εὐκολίας” (μάθημα ποὺ τὸ μπουχτίζουν σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς) μὲ εὐθύνη τῶν ποιμένων;
Ἐδῶ ὅμως ξεφυτρώνει κι ἄλλο ἕνα θέμα. Ἡ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία, ἢ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἕνα μόνιμο χαρακτήρα, εἶναι μιὰ διαρκὴς ἀγωγὴ καὶ καλλιέργεια. Ὑποτίθεται λοιπὸν ὅτι ἡ Πίστη εἶναι ἡ μητρικὴ “γλῶσσα” μικρῶν, μεγάλων (ἐξ οὗ καὶ ὁ νηπιοβαπτισμός). Καὶ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν πιστῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία τοὺς ἐξοικειώνει φυσιολογικὰ μὲ τὴν λειτουργικὴ γλῶσσα. Προεκτείνοντας λίγο διερωτῶμαι, χωρὶς γλωσσολογικὴ καὶ παιδαγωγικὴ “εἰδικότητα”: Στὸ νήπιο ποιὸς ἐξηγεῖ τὰ νοήματα ποὺ βαστᾶνε οἱ λέξεις; Ποιὸς τοῦ φυτεύει τὴν “κατανόηση” σὲ τόσο μικρὴ ἡλικία, ὅπου δὲν ὑπάρχει “μετάφραση”; Ποιὸς εἶναι δηλ. ὁ μηχανισμὸς τῆς μητρικῆς γλώσσης; Ἄραγε ἀναλογικῶς δὲν θὰ μποροῦσε τὸ ἴδιο νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἐν λόγῳ ζήτημα; Ἐκτὸς ἐὰν εὐσταθοῦν δυὸ ὑποθετικὲς παραδοχές:
• α) ὅτι τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ ἐπάρκεια τοῦ τρόπου εἰσόδου τῶν ἀνθρώπων στὴν Ἐκκλησία (ρεαλιστικὲς προϋποθέσεις τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ χαρακτήρας τῆς κατηχήσεως σήμερα κ.λπ.)
• β) ὅτι προωθεῖται ἕνα τέχνασμα/πρόγραμμα λειτουργικοῦ (λατρευτικοῦ) φάστ-φοὺντ γιὰ περαστικούς, βιαστικούς, ἀνυπόμονους, φυγόπονους, λίγο ἀδιάφορους, σχεδὸν ἀποξενωμένους “πιστούς”, ἄμαθους νὰ ὑψώνουν «ὁσίους χεῖρας” (A΄ Τιμ. β΄ 8) καὶ νὰ ξεκολλᾶνε τὶς καρδιές τους.
Εἰδικότερα, ἡ «μετάφραση» καὶ συνεπῶς ἡ «κατανόηση» εἶναι ἄραγε ἀρκετὴ γιὰ νὰ προσπελάσει ὁ πιστὸς στὸν πνευματικὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο τὸν καλεῖ ἡ Λατρεία, ἕνα κόσμο γεμάτο σύμβολα; Χάριν παραδείγματος, ἄραγε “φτάνει”, ἀρκεῖ ἡ τέλεση μεταφρασμένης Θ. Λειτουργίας, κι ἂν ἀρκεῖ, τότε τί θὰ κάνουμε τὴν μυσταγωγικὴ Κατήχηση; Ἢ ἀλλιῶς διατυπωμένο, μέσα στὴν Μυσταγωγικὴ Κατήχηση, στὴν Ἐξήγηση τῆς Θ. Λειτουργίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐνσωματωθεῖ καὶ μιὰ γλωσσικὴ διασάφηση γιὰ “καλύτερη” κατανόηση, δηλ. «μετάφραση»; Καὶ τέλος πάντων, αὐτὴ ἡ «κατανόηση» δὲν κατανοεῖται, δὲν ἐμπεδώνεται, δὲν ἀφομοιώνεται ποτέ; Θεωροῦνται δηλαδὴ οἱ πιστοὶ σὰν ἀνόητοι καὶ ἀνεξέλικτοι διὰ βίου;
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς θεοπαράδοτο τρόπο ζωῆς καὶ βίωμα τὴν ἄσκηση, τὴν γενικὴ φιλοπονία, τὸν κόπο. Ἄρα ἡ ἀπόδυση ὅλων, ποιμένων καὶ ποιμαινομενων, σὲ μιὰ συντονισμένη ἐργασία γιὰ τὴν ἐλαχίστη γλωσσικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν ὑπέρβαση τῶν μικρῶν γλωσσικῶν “ἐμποδίων” στὴν Λατρεία, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς καταξιωμένη (π.χ. πλῆθος ἑρμηνευτικῶν ἔργων [γιὰ τὰ «δυσκολοκατάληπτα», ὅπως γράφει] τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στὰ ὁποῖα μαθητεύουν ὅσοι τίμιοι ἐπιθυμοῦν νὰ “καταλάβουν”) καὶ πάντως ἐπιβεβλημένη. Κανένας δὲν γεννιέται γιατρός, δικαστής, χημικός. Γίνεται. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστιανός. Γίνεται. Συνεχῶς. Ἑκουσίως. Ἐν τῷ μέτρῳ τῆς αὐτοῦ προαιρέσεως. Μὲ τρόπους πνευματικούς, δηλαδὴ ὑλικούς-πρακτικούς-σωματικούς-ψυχικούς-συναισθηματικούς-λογικούς-ἐκκλησιαστικοὺς ἐν Χάριτι. Θὰ ἦταν ἄραγε ἐντελῶς μὰ ἐντελῶς ἀβάσιμο νὰ βλέπαμε σ’ αὐτὴ τὴν μικρὴ “γλωσσική” διακονία “μιὰ σύγχρονη μορφή”, μιὰ ἐπικαιροποιημένη ὄψη αὐτοπαραδόσεως στὸ βαθιὰ ἀσκητικό, θυσιαστικὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ σοφία τῆς ἐρήμου φαίνεται νὰ ἐπιμαρτυρεῖ: Ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος μπροστὰ στὴν ἀδυναμία ἑνὸς ἀδελφοῦ, ποὺ τὸν ρωτᾶ: «διαβάζω τὸ ἑλληνιστὶ (κείμενο τῶν Ψαλμῶν) καὶ δὲν νοῶ τί λέγω», τοῦ ἀπαντᾶ πὼς ὁ κόπος γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας ὄχι μόνο θὰ τὸν βοηθήσει στὴν κατανόηση, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, θὰ τοῦ δώσει πλούσια χάρη «εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἀπόκριση σκη΄/ 228). Τί νὰ σημαίνει αὐτό;

5. Μετάφραση σημαίνει τὴν μεταφορὰ ἀπὸ ξένη γλῶσσα. Καὶ ἡ ὑποστήριξη τοῦ αἰτήματος γιὰ τὴν «μετάφραση» δηλώνει ἔμμεση παραδοχὴ καὶ θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ὡς δῆθεν “ξένης”. Αὐτὸ ὑπὸ μία ἔννοια δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συνιστᾶ καὶ ἕνα εἶδος μειονεξίας ταυτότητος ἢ μειοδοσίας (ἐθνικῆς); Μήπως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν κάνουμε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδεικνύουμε πάλιν καὶ πολλάκις τὸν ἐπαρχιωτισμό μας μπροστὰ στὴν ἀρχοντιὰ τῆς Παραδόσεώς μας, τὴν μικρότητά μας μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Πολιτισμοῦ μας, τὴν (ἀθέλητη) συνθηκολόγησή μας μὲ τὶς ἀρχαῖες δυνάμεις ποὺ μηχανεύονται τὸν ἀφανισμὸ τῆς σαρκωμένης μαρτυρίας Χριστοῦ, τὴν (ἀκούσια) συμμαχία μας μὲ τοὺς προβοκάτορες τοῦ πνευματικοῦ ἐξολοθρεμοῦ μας;
Ἂν μή τι ἄλλο μήπως τίθεται θέμα στοιχειώδους αὐτοσεβασμοῦ; Ποιὸς ἄραγε μᾶς ἐβάσκανε; Τί ἔμεινε νὰ θυμίζει τὴν γλῶσσα ποὺ δίδασκε ὁ Ἀριστοτέλης τὸν M. Ἀλέξανδρο, μέρες πού 'ναι...; Τί μένει σήμερα χειροπιαστό, ζωντανὸ στὴν ἀνερμάτιστη Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν θεωρητικῶς (καὶ ἐμπορικῶς!) πολυδιαφημιζόμενο ἀλλὰ πρακτικῶς πολύκλαυστο Ἑλληνικὸ Πολιτισμό; Λίγα πράματα μᾶλλον: κανένα ἀνθοστόλιστο παραθύρι, καμιὰ ἀχνοφώτιστη ἐκκλησιά, κανένα σπασμένο ἀκροκέραμο, κανένα ἀναμμένο προσκυνητάρι, κανένα λαμπρὸ πανηγύρι, καμιὰ ξυσμένη ἁγιογραφία, καμιὰ ἐγκάρδια φιλοτιμία στὴ δουλειά, κανένα λεβέντικο τραγούδι ν’ ἀκοῦν τὰ βουνά, ν’ ἀκούει ὁ ἥλιος, ν’ ἀκούει κι ἡ θάλασσα καὶ νὰ ξεγελιοῦνται. Μὰ πιότερο ἀπ’ ὅλα τὸ «Φῶς ἱλαρόν», τὸ «Σήμερον κρεμᾶται», τὸ «Γλυκύ μου ἔαρ», τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», τὸ «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», τὸ «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», «τὸ Ἄξιόν ἐστι», ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει πῶς θὰ ἀπολογηθοῦμε (καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι ἀλλὰ καὶ ὡς Ἕλληνες) στοὺς νεωτέρους, ποὺ ἡ γενιά μας δὲν εἶχε τὸ σθένος νὰ κρατήσει τὴν πατρικὴ κληρονομιά; Τί θὰ δικαιολογηθοῦμε, ποὺ τοὺς ἀποκόψαμε ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ κομμάτι πολιτισμοῦ ποὺ ἐνδιαφέρει πανανθρώπινα; Τί θὰ τοὺς ποῦμε, ποὺ διακόψαμε σὲ μιὰ τεχνητὴ συγκυρία –κατασκευασμένη ἀπὸ τὶς στρεβλώσεις τοῦ μεταπολιτευτικοῦ Ἑλλαδιστάν– γιὰ χάρη μιᾶς προσκαιρης διανοητικῆς “ἀπολαύσεως” καὶ διευκολύνσεως τὴν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μεχρι σήμερα ἀδιάκοπη λαλιὰ τοῦ λαοῦ μας, ποὺ μιλιέται ἀκόμη –ναί, μιλιέται καὶ τραγουδιέται, εἰς πεῖσμα πολλῶν– μέσα στὶς ἐκκλησιές; Τί θὰ τοὺς ποῦμε, ποὺ πνίξαμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια τὸν ἑλληνικὸ λόγο στὴν ἀκατάπαυστη συνάντησή του μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Σκηνή Του; Ποιῶν ἐν τέλει τὸ χατήρι κάναμε καὶ κόψαμε σύρριζα τοὺς δεσμούς μας μὲ τὴν συνέχειά μας;
Στοὺς ὁμοδόξους ἀδελφούς μας, Σέρβους, Ἄραβες, Ρώσους, Γεωργιανοὺς τί θὰ βροῦμε γιὰ δικαιολογία;
Ἀλλὰ καὶ στοὺς ξένους μελετητὲς τί θὰ ποῦμε, ποὺ στρέφονται, ἂν ὄχι μὲ σεβασμό, τουλάχιστον μὲ ἐνδιαφέρον, στὴν Ἀνατολή, ἡ ὁποία κρατάει ζωντανὰ στὴν πρωτότυπη γλῶσσα τὰ “ἱδρυτικά” κείμενα, στὶς λέξεις τῶν ὁποίων σημάνθηκε ἅπαξ ἡ εἰς Χριστὸν Πίστη καὶ ζωὴ –κείμενα ἀναφορᾶς στὴν παγκόσμια Γραμματεία καὶ Ἱστορία– τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ κατόπιν τὴν Ὑμνολογία;
Θὰ καταφέρναμε ἄραγε νὰ τοὺς καθησυχάσουμε ὅλους αὐτούς, καὶ μεῖς νὰ ξενοιάσουμε, ἂν τοὺς ἐξηγούσαμε πὼς δὲν μᾶς ἄξιζε πιὰ μιὰ τέτοια ἀτίμητη περιουσία;
Ὁ Ὀδ. Ἐλύτης γράφει: «Εἶναι μία γλῶσσα ...ποὺ τὴν τήρησε (ὁ λαός) μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμε ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὴν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὴν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς της καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῆς ροκανίσαμε τὴν ἴδια της τὴν ὑπόσταση, τὴν κοινωνικοποιήσαμε, τὴν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό...».

6. Μήπως μὲ τὴν «μετάφραση» ἐπιτευχθεῖ μὲν ἡ «κατανόηση», διακυβευθοῦν δὲ ἄλλα πνευματικὰ ἀγαθά, ὅπως ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ἀσφάλεια διατυπώσεως, ἡ “δουλεμένη” συναρμογὴ ἁγιογραφικῶν ἀποσπασμάτων καὶ ὑμνολογίας, πολὺ περισσότερο δὲ αὐτὴ ἡ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐλάλησε ἐν τοῖς Ἁγίοις μὲ τὶς λέξεις; Ὁ M. Ἀθανάσιος λέει συγκεκριμένα: «μηδὲ πειραζέτω τὰς λέξεις μεταποιεῖν ἢ ὅλως ἐναλλάσσειν», γιατί τὸ Πνεῦμα βλέποντας νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια, ποὺ τὸ Ἴδιο “ὑπαγόρευσε” στοὺς Ἁγίους, μᾶς ἀκούει καὶ μᾶς συντρέχει. (Πρὸς Μαρκελλίνον..., λ-λα΄, ΒΕΠΕΣ, σελ.28)
Στὶς Κατηχήσεις του (Προκατήχ., 9) ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων, μιλώντας γιὰ τοὺς ἐξορκισμούς, γράφει πὼς τὰ λόγια τοῦ ἱερέως διώχνουν τὰ δαιμόνια ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον ἐπειδὴ εἶναι εἰλημμένα αὐτούσια ἀπὸ τὴν Γραφή.
Ἐπιπροσθέτως, στὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως (καὶ παρεμπιπτόντως, τί “καταλαβαίνουμε” οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῶν πόλεων ἀπὸ τὴν λέξη «σπορά»;) (Λουκ. η΄ 5-15) ἀναφέρεται ἡ ἀπορία τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ νόημά της. Ἐρώτησαν δηλ. τὸν Χριστὸ τί σημαίνει ἡ παραβολὴ αὐτή. Ἔλαβαν τότε τὴν ἀπάντηση: «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσι» (... μὲ παραβολές: αἰνιγματώδεις διηγήσεις μὲ βαθύτερες ἀλήθειες ἀπὸ τὶς φαινομενικές, ἵνα διεγείρῃ τὸν ἀκροατήν, ἐπειδὴ πολλοὺς ἡ εὐκολία εἰς ραθυμίαν ἄγει [ἅγ. Ἰω. Χρυσ.]). (βλ. καὶ τὴν σχετ. ἑρμην. ἀπόδοση Π. Τρεμπέλα, σελ. 250). Ἄραγε αὐτὸ τὸ χωρίο θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς βοηθήσει στὸν συγκεκριμενο προβληματισμό, ἂν συλλογιστοῦμε καὶ τὴν περίπτωση τῆς «ἀναξίας τοῦ δεξασθαι» ἀκοῆς (ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσ.);

7. Θὰ εἶναι ἄραγε ἐντελῶς ἀπίθανο, παραλλήλως πρὸς τὴν «μετάφραση» γιὰ τὴν καλύτερη «κατανόηση», νὰ μᾶς μπεῖ καὶ ὁ πειρασμὸς νὰ προχωρήσουμε σὲ “ἐκκαθαρίσεις” ὑμνολογικῶν στοιχείων ἢ ἀναφορῶν, ποὺ σήμερα δὲν γίνονται “κατανοητά” ἢ ἀποδεκτά, ἢ δὲν “ταιριάζουν” μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα;
Τότε φυσικὰ ἡ ἐπιδιωκομένη «μετάφραση» θὰ λειτουργεῖ ὡς κερκόπορτα πολλῶν εἰσελάσεων καὶ ἀπελάσεων...
Ἀλλά, διόλου ἀπίθανο, πῶς θὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ ὑμνολογικοῦ “κίτς”; (ὅπως οἱ κακόγουστες ζωγραφιὲς καὶ χαλκομανίες, οἱ ἄτακτες φωνές, τὰ ἄγαρμπα ἠλεκτρικὰ φῶτα, τὰ ἐξουθενωτικὰ μεγάφωνα, τὰ ἄθλια παραφινόκερα). Καὶ ποιὸς θὰ ἐμποδίσει κάθε περαιτέρω αὐτοπροαίρετο αὐτοσχεδιασμό, ἀφοῦ πιὰ τὸ “πράσινο φῶς” θὰ ἔχει ἀνάψει; Μήπως κινδυνεύσουμε νὰ γίνουμε μιὰ ὑπερ-ἀγορὰ ὅπου ὁ καθένας θὰ “διαλέγει” τί προϊὸν θὰ ἀγοράσει;

8. Συνωδὰ τῷ προηγουμένῳ ἀναφύεται καὶ τὸ ἑξῆς συμφυές: Μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἡ ὁποία ντύνει τὸν λειτουργικὸ λόγο, τί θὰ γίνει; Ἄραγε δὲν εἶναι κι αὐτὴ μιὰ “γλῶσσα” ποὺ δὲν “μιλιέται” πιά; Καὶ γιατί νὰ μὴ σκεφθοῦμε, μετὰ τὴν «μετάφραση» στὴν νέα ἑλληνική, νὰ προχωρήσουμε στὸ ἑπόμενο βῆμα, αὐτὸ τῆς μεταφορᾶς τῆς μουσικῆς σ’ ἐκείνην ποὺ “καταλαβαίνουν” οἱ ἄνθρωποι σήμερα; Κι ἂν τοὺς τὸ ἀρνηθοῦμε, ποιὸ ἐπιχείρημα θὰ ἐπιστρατεύσουμε;
Παραθέτω ἀπόσπασμα ποὺ ἁλίευσα στὸ διαδίκτυο, τὸ ὁποῖο μοῦ βαθαίνει πιὸ πολὺ τὴν ἀπορία, καθ’ ὅτι ἡ ὑποστηριζομένη θέση (περὶ μεταφράσεως) προσκρούει στὴν προεξοφλημένη χρήση τῆς ἐκκλησιαστικῆς (βυζαντινῆς) μουσικῆς:
«Ἴσως νὰ μὲ ἐνθάρρυνε (δηλ. στὴν ἰδέα “γιὰ μετάφραση καὶ τῶν ποιητικῶν μερῶν ἐκτὸς τῶν πεζῶν”) τὸ μελοποιημένο ἄκουσμα ποὺ εἶχα ἑνὸς ἐξαίρετου ποιήματος, προσόμοιου πάνω στὸν εἱρμὸ “Ἄφραστον θαῦμα”: Δάκρυα χάμου/κι ἀνατριχιάζουν τὰ χώματα/τῆς ἀγάπης μέγας χορηγός/ελί-χρυσο θαῦμα κρινάκι φύεται/γιὰ νὰ μυρίζει ἀνόρθωση πενθούντων./Τὴ Χαρά/νὰ φορᾶτε μὴ λυπᾶσθε.»
Ἂν ἡ διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ἐκλαμβάνεται ὡς προσκόλληση, τότε ἡ διατήρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους πῶς χαρακτηρίζεται; (φορμαλιστική;) Καὶ κατὰ λογικὴ ἀκολουθία, διερωτῶμαι (καὶ «ἀνατριχιάζω») –χωρὶς διόλου διάθεση εἰρωνείας– γιατί νὰ μὴ φορέσουμε στὴ νεοελληνικὴ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ τὴ μουσικὴ Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, ἤ... Ρουβᾶ;
Διευκρινίζω βεβαίως, πὼς προσωπικά μοῦ ἀρέσει τὸ ἀνωτέρω ποιητικὸ ἀπόσπασμα. Ἀλλά, προχωρώντας ἔτι περαιτέρω, δὲν εἶμαι σχεδὸν καθόλου σίγουρος πὼς μιὰ τέτοια ποίηση (μιὰ ποίηση ἐπιπέδου Ἐλύτη) θὰ εἶναι πιὸ “κατανοητή” μέσα στοὺς ναούς. Ὁπότε ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν θὰ χρειαζόμασταν καὶ πάλι ἑρμηνεία-ἐξήγηση γιὰ τὰ νέα ἑλληνικά;
Ἀκόμη καὶ ἡ στιχουργικὴ αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος μεταχειρίζεται τεχνικὴ παλαιᾶς (ἐκκλησιαστικῆς) κοπῆς. Νομίζω πὼς σήμερα ἡ ποίηση δὲν γράφεται ἐμμέτρως.
Καὶ ἀκολούθως, θὰ μπορούσαμε ἐξ ἴσου νὰ διερωτηθοῦμε καὶ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφικὴ εἶναι πάλι μιὰ “γλῶσσα”, “ἀκατανόητη” στὸν σύγχρονο ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο.
Μήπως ἄλλωστε δὲν ἔχουμε ἤδη ἀναρωτηθεῖ καὶ γιὰ τὸ Τυπικὸ (τῶν Ἀκολουθιῶν), τὸ ὁποῖο μοιάζει μ’ ἕνα «ἀπολίθωμα» τοῦ μεσαίωνα;
Καὶ πιὸ πέρα, τί θὰ μᾶς δυσκολέψει νὰ “ξαναδοῦμε” τὸ θέμα (ἤδη τεθειμένο) τῆς χρήσεως τῶν εὐχαριστιακῶν εἰδῶν στὴν Θ. Λειτουργία; Σήμερα ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δὲν ἀποτελοῦν τὴν “βασικὴ γλῶσσα” διατροφῆς τοῦ παγκοσμίου ἀνθρώπου, ὅπως στὴν Παλαιστίνη στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ ἐπαναδιαπραγμάτευση μὲ σύγχρονη καὶ ἀνοικτὴ “γλῶσσα”, ἄραγε δὲν θὰ μᾶς ἔδινε πιὸ “κατάνοητά” ἀποτελέσματα, δὲν θὰ μᾶς ἀπενεκλώβιζε ἀπὸ τὴν ἀπολίθωση τοῦ παρελθόντος καὶ τὴν ἱεροποίηση τοῦ παλιοῦ πολιτισμοῦ;
Νὰ τολμήσω νὰ ρωτήσω κάτι πιὸ κατανοητό; Τί “καταλαβαίνει” ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀκούγοντας τὴν λέξη “θυσία”; Σὲ ποιὰ πραγματικότητά του, σὲ ποιὰ προσλαμβάνουσα παράστασή του ἀντιστοιχεῖ, ὥστε νὰ ἀναχθεῖ στὴν ἀναιμακτη Θυσία τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ἡ πρόσβαση στὸ ἐννοιολογικὸ ἢ σημασιολογικό της περιεχόμενο θὰ ἐπιτευχθεῖ διὰ τῆς «μεταφράσεως», ἢ μήπως θὰ χρειαστεῖ νὰ “ἀνακαλύψουμε” ἕνα σύγχρονο ὑποκατάστατο τῆς “θυσίας”, δίκην “παρα-φράσεως”;
Μὲ λίγα λόγια ἡ «μετάφραση» ἐνδέχεται νὰ συμπαρασύρει –καὶ θά ’ναι ἀνακόλουθο νὰ μὴ συμπαρασύρει– κι ἄλλα πράγματα, καθὼς ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ γενικὴ τάση (σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο – «Νέα Ἐποχή»;) “ἐπαναπροσδιορισμοῦ”, “ἐπαναξιολογήσεως”, “ἐπανερμηνείας” τῶν ὑφισταμένων “δομῶν” ἢ “παραδεδομένων ἀρχῶν”, αἰτημάτων δηλ. παρομοίων μὲ τὰ θέματα τῆς εἰκονομαχίας (π.χ. ἔχει προβληθεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς πὼς ἡ διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης ἰσοδυναμεῖ μὲ εἰδωλολατρία). Ἡ θεολογία τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ μᾶς διαφωτίσει συνολικῶς σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα;

9. Κατὰ τὴν ὡραία καὶ νόμιμη διαδικασία ἐπανόδου στὴν θεώρηση τῆς Λατρείας μέσα στὴν ἀρχαιοεκκλησιαστική της προοπτικὴ προκύπτει τὸ ἑξῆς ζήτημα: Τὰ Εὐαγγέλια (ὄχι ὅλα τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης) γράφτηκαν στὴν καθομιλουμένη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς. Γιατί ὅμως μετὰ ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες οἱ Μεγ. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι προβαίνουν σὲ ἕνα καθοριστικὸ τόλμημα καὶ γράφουν τὶς εὐχὲς τῆς Ἁγ. Ἀναφορᾶς (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα συγγράμματά τους– π.χ. ἑρμηνευτικὲς ὁμιλίες, δηλ. κηρύγματα στὸν λαό) σὲ γλῶσσα, τὸ ἐπίπεδο τῆς ὁποίας εἶναι “ἀττικό” καὶ γυρίζει 800 χρόνια πίσω; Αὐτὴ ἡ ἐπιλογή τους, ἀσφαλῶς ἐνσυνείδητη, ἄραγε δὲν περιλαμβάνεται ὡς δεδομένο μέσα στὴν ἀρχαία παράδοση, ἄραγε δὲν μᾶς ἐφοδιάζει μὲ ἕνα ἰσχυρὸ ἀξιολογικὸ κριτήριο; Ποιὸς λόγος νὰ θεμελίωσε ἄραγε αὐτὴ τὴν ἐπιλογὴ τῶν θεοφόρων Πατέρων;
Κι ἀκόμη, βάσει ποίας λογικῆς, ἀρκετὰ ἀργότερα, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτὸν ὑμνογράφοι διευρύνουν κι ἄλλο τὸ χάσμα καὶ γράφουν Ἰαμβικοὺς Κανόνες στὴν ἔτι ἀρχαιότερη καὶ πλέον «δυσνόητη» ὁμηρική, ποὺ ἀναμφιβόλως δὲν μιλιόταν οὔτε “καταλαβαινόταν” ἐκείνη τὴν ἐποχή;

10. Μήπως ἡ παραδεδομένη γλῶσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας συνιστᾶ ἕνα αἰσθητοποιὸ ὑλικὸ καὶ συγχρόνως ἀσκητικὸ στοιχεῖο ἀποφυγῆς συσχηματισμοῦ μὲ τὸν κόσμο; Μήπως, δηλαδή, ἡ εἴσοδος στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο τῆς “ἀμετάφραστης” Λατρείας προικίζει τοὺς πιστοὺς μὲ ἕνα ὑποβοηθητικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου καὶ τὴν τρέχουσα καθημερινότητα καὶ γιὰ μιὰ «ἀληθινὴ εἴσοδο ἀπὸ ἔξω στὴν ἐκκλησία»; (R. Taft)
Ἐκ παραλλήλου θὰ συνιστοῦσε ἄραγε κατακριτέα καὶ ἀπορριπτέα ὑπερβολὴ ἡ παρομοίωση, ἡ ἀναγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν κατακομβῶν (τοῦ κριτηρίου των) μὲ τὴν διατήρηση τῆς ἐκκλ. γλώσσης τῆς Λατρείας; Δηλαδὴ ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ κρύβονταν ἐπὶ τρεῖς αἰῶνες στὶς κατακόμβες, γιὰ νὰ προσφέρουν τὴν Λατρεία τους στὸν Θεό, ἔτσι καὶ σήμερα οἱ ἑλληνόφωνοι Χριστιανοὶ ὑπὸ τὸν ἀκήρυκτο συνειδησιακό, ἀξιακό, γλωσσικό, πνευματικό, γιατὶ ὄχι καὶ ἐθνικό, διωγμὸ “διασφαλίζουν” τὴν Λατρεία τους καὶ τὴν Πίστη τους στὸ ἀσφαλέστερο περιβάλλον τῆς ἤδη ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης; Μέσα σ’ ἕνα κόσμο πλήρους συγχύσεως ἐννοιῶν, ἀρχῶν, δομῶν καὶ ἀξιῶν, ὅπου οἱ λέξεις κατακερματίζονται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, ἡ συνείδηση ξεχαρβαλώνεται καὶ ἡ συνεννόηση καθίσταται ὅλο καὶ πιὸ δύσκολη, ἄραγε ἡ «μετάφραση» τῶν πεζῶν καὶ ποιητικῶν μερῶν τῆς Λατρείας δὲν φαντάζει σὰν τὸ τελευταῖο “ἀπονενοημένο” διάβημα, νὰ αὐτοεμπλακεῖ δηλαδὴ ἡ (ἑλληνόφωνη) Ἐκκλησία σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο “νεογλωσσικῶν ἐρίδων” περὶ τὶς λέξεις, τὰ νοήματα, τὶς σημασίες, τὶς ἀποχρώσεις, ἐνῷ ἔχει τὸ πολύτιμο προνόμιο τῆς ἀκριβοῦς ἐκφράσεως-διατυπώσεως;

11. Ἐξ ἄλλου ἡ Λατρεία ἀποτελεῖ μιὰ σύνθεση ποὺ ἔχει σχηματισθεῖ μέσα στὶς πνευματικὲς ζυμώσεις πολλῶν αἰώνων καὶ περικλείει ζωντανὰ στοιχεῖα ἱστορικῆς (καὶ ἐσχατολογικῆς) μνήμης, παροντοποιεῖ τὰ σωτηριώδη γεγονότα τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας ἀλλὰ παραλλήλως κουβαλάει κι ὅλο τὸ σφρίγος μιᾶς Ἐκκλησίας ποὺ πάλεψε καὶ παλεύει μέσα στοὺς αἰῶνες νὰ διαφυλάξει τὴν Πίστη ἀκριβῶς διατυπωμένη καὶ ἀνόθευτη καὶ παρέχει τὴν δυνατότητα νὰ ψηλαφήσουμε τὶς διαφορετικὲς ἱστορικὲς στρωματώσεις. Δικαιούμαστε νὰ παρακάμψουμε αὐτὴ τὴν παράμετρο;
Ἀλλὰ κυριότερο κριτήριο, ποὺ ἴσως ἀμφισβητεῖ τὴν πρακτικὴ λογικὴ τῆς «μεταφράσεως» εἶναι τὸ ἱστορικό: Ἡ ἴδια ἡ “ἐπιλογή” τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες τῆς ’Ενσαρκώσεως, τοὺς Μαθητές Του, τὴν Ἵδρυση τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν συγγραφὴ λίγο ἀργότερα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ (κτιστό) ἐργαλεῖο χαράξεως, σημάνσεως, γραφῆς, περιγραφῆς, καταγραφῆς τῆς ἱστορικῆς ἀπαρχῆς καὶ φανερώσεως τῆς Σωτηρίας τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Δὲν νομιμοποιούμαστε ἄραγε νὰ θεωρήσουμε πὼς κατὰ ἕνα τρόπο προνομιακὸ –ὄχι ὅμως νομικὸ ἢ ἀποκλειστικὸ– “κλείδωσε” ἡ τότε ἑλληνικὴ γλῶσσα;

12. Δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση –μακάρι ἐσφαλμένη– πὼς ἡ Λατρεία (καὶ ἡ γλῶσσα της) ἀντιμετωπίζεται ἂν ὄχι ὡς δοκιμαστικὸς σωλήνας ἢ κρυσταλλοπίνακας καταστήματος στὴν ὁδὸ Σκουφᾶ (!...), τουλάχιστον ὡς εἶδος θρησκευτικῆς “παραστάσεως”, ἕνα εἶδος “σκηνικοῦ ντεκόρ”, ὁπότε κάλλιστα εἶναι θεμιτοὶ πάσης φύσεως (δηλαδὴ ὄχι μόνο γλωσσικοί...) πειραματισμοί. Ἡ Λατρεία ὅμως εἶναι ἔκφραση τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, ἀρχαιόθεν. Κατὰ συνέπειαν στὴν Λατρεία ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἔχουν ἀποτυπωθεῖ καὶ τὰ “ἀνώτατα ἐπίπεδα πνευματικότητος”, τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, ὡς δεῖκτες, ὡς φάροι, μὲ τὸν ἀνθρωπίνως ὑψηλότερο γλωσσικὸ τρόπο. Συναφῶς, ἡ Λατρεία, ἐξαιρέτως δὲ ἡ Θ. Λειτουργία, εἶναι ἀδιάσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἄσκηση, τόσο ποὺ μιὰ Λειτουργία χωρισμένη ἀπὸ τὴν “πνευματικότητα”, τὴν πνευματικὴ προετοιμασία, κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο, νὰ κινδυνεύει νὰ μετατραπεῖ σὲ “ἱερὸ θέατρο”. Ἡ ἄσκηση ὅμως σήμερα εἶναι μιὰ ἀκόμα “ἀκαταλαβίστικη γλῶσσα”, μιὰ “ἀ-κατανόητη” ὑπόθεση, γιὰ τὸ συντριπτικὰ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε μήπως ἡ «μετάφραση» ἀποκεκομμένη ἐμμέσως μέν, ἐμπράκτως δέ, ἀπὸ τὴν “ἀμετάφραστη γλῶσσα τῆς ἀσκήσεως” θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει μιὰ ἀνέξοδη καὶ “κατανοητή” “παράσταση”;
13. Κρατῶ προτελευταία τὴν ἀναφορὰ στὸ μέγα θέμα τῆς ἑρμηνείας καθ' ἑαυτήν, ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἀναπόφευκτη κατὰ τὴν νεοελληνικὴ ἀπόδοση. Γι’ αὐτὸ τὸ θέμα ἐγκρατεῖς θεολόγοι, φιλόλογοι καὶ διανοητὲς ἔχουν ἐπιχειρηματολογήσει. Σύντομα ὅμως ἐπαναλαμβάνω ὡς ἐρώτημα: ἄραγε δὲν εἶναι ἀναντιλέκτως ἀποδεκτὸ ὅτι πάντα μιὰ μετάφραση εἶναι μιὰ προδοσία; Ποιὸς ἀναλαμβάνει μιὰ τέτοια εὐθύνη; Κι ἂν τὴν ἀναλαμβάνει γιὰ τὴν “προδοσία”, τὴν ἀναλαμβάνει καὶ γιὰ πιθανὸ σχίσιμο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας;
14. Γιὰ τελευταία ἄφησα μιὰ σκέψη κάπως προσωπικότερη: Μοῦ φαίνεται λίγο δυσανάλογη, ὀξύμωρη καὶ αἰθερία ἡ “ἐργώδης” αὐτὴ ὑποστήριξη τῆς «μεταφράσεως» ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὡς πρὸς τὴν διαμορφωμένη κοινωνικὴ κατάσταση καταρρεύσεως στὴν Ἑλλάδα, «ὅπου δὲν ἔχει μείνει τίποτα ὄρθιο, ὅπου οἱ κάθε λογῆς αὐθαιρετοῦντες ἁπλῶς ἀποτελειώνουν, μὲ τὰ δικά τους μέσα, τὸ καταστροφικὸ ἔργο τῶν ἐλὶτ τοῦ κατεστημένου. Ψάχνεις ἀπεγνωσμένα γιὰ ἐλπίδα καὶ βλέπεις παντοῦ ὠμὴ ἰδιοτέλεια καὶ ξεδιάντροπη ὑποκρισία» (Χαρίδ. K. Τσούκας, http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_11_15/03/2009_307687)· ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὡς πρὸς τὴν προφητικὴ διακονία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, στὶς μέρες μας. Ἁπλούστερα, μοῦ φαίνεται πιὸ ρεαλιστικός, πιὸ ἐπείγων καὶ πιὸ συμβατὸς μὲ τὶς σημερινὲς ἀνάγκες ἕνας χαμηλόφωνος ἑρμηνευτικὸς καὶ (εἰ δυνατόν) βιωματικὸς λόγος γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ συνολικὴ ἀναθεώρηση τρόπου ζωῆς, μιὰ ζωντανή, θερμή, ἢ καὶ αἱματηρὴ μαρτυρία ἀγάπης Χριστοῦ, παρὰ μιὰ “ἐργολαβία” Λειτουργικῆς Μεταρρυθμίσεως (μεταφράσεως).
Ἂν οἱ ἄνθρωποι σήμερα τείνουν νὰ ἀποστρέφουν τὸ πρόσωπό τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὸ κάνουν τόσο γιατὶ δὲν κατανοοῦν τὴν γλῶσσα τῆς Λατρείας, ὅσο γιατί, πρῶτον, δὲν κατανοοῦν ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετὰ πράγματα ποὺ δὲν “κατανοοῦνται”, γιατί, δεύτερον, δὲν κατανοοῦν τί ἀκριβῶς “ἐννοοῦν” τὰ ἐκκλησιαστικὰ λόγια (ἀκόμα καὶ μεταφρασμένα), δὲν καταλαβαίνουν δηλαδὴ τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ “λόγια”, τὰ νοήματα, τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας στὴν ζωή τους (καὶ δὲν βρίσκεται εὔκολα κάποιος ἱκανὸς νὰ τοὺς τὰ καταστήσει ζωντανά, νὰ τοὺς τὰ ἑρμηνεύσει ἀληθινά) καὶ γιατί, τρίτον, ἴσως καὶ οἱ ἴδιοι νὰ μὴ ἔχουν καὶ πάρα πολλὴ ὄρεξη νὰ “καταλάβουν” κάτι ἀπὸ τὴν Ζωή, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κύριος Ἰησοῦς δῴη ἡμῖν δώρημα ἀγαθόν: κάποτε κάτι νὰ καταλάβουμε.
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
Ἀθανάσιος Στ. Λαγουρὸς
ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς

AΠO TO TPIMHN. ΠEPIOΔ. XPIΣTIANIKH BIBΛIOΓPAΦIA, T. 42, IAN.-MAPT. 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου