῞῞Οποιος παρακολουθεῖ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, μαθαίνει νά ἐξαρτᾷ τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια. Νιώθει μετὰ σὰν τὸ μωρὸ στήν κούνια, πού, ἂν τὸ ἀφήσῃ γιά λίγο ἡ μητέρα τοῦ, ἀρχίζει νά κλαίῃ, μέχρι νά τρέξη πάλι κοντὰ του. Ἂν ἀφεθῇ κανεὶς στόν Θεό, εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ὅταν πρωτοπῆγα στήν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, δέν εἶχα πού νά μείνω. Ὅλο τὸ μοναστῆρι ἦταν γεμᾶτο μπάζα. Βρῆκα μία γωνία κοντὰ στήν μάνδρα, ἔβαλα κάτι ἀπὸ πάνω, γιά νά τὴν σκεπάσω λίγο, καὶ ἐκεῖ περνοῦσα τὰ βράδυα καθιστός, γιατὶ δέν χωροῦσα νά ξαπλώσω. Μία μέρα ἦρθε ἕνας γνωστός μου ἱερομόναχος καί μου λέει: « Καλά, πῶς μένεις ἐδῶ; ». « Γιατί, τοῦ λεώ, οἱ κοσμικοὶ εἶχαν περισσότερα ἀπὸ μᾶς; Ὅταν εἶπαν στόν Κανάρη, τότε πού ζήτησε δάνειο, “ δέν ἔχεις Πατρίδα”, ἐκεῖνος εἶπε: « Θὰ ἀποκτήσουμε Πατρίδα » . Ἂν κοσμικὸς ἄνθρωπος εἶχε τέτοια πιστή, ἐμεῖς νά μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό; Ἀφοῦ ἡ Παναγία οἰκονόμησε νά βρεθῶ ἐδῶ, δέν θὰ φροντίσῃ για τὸ μοναστῆρι της , ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα; » . Καὶ πράγματι, πὼς τὰ οἰκονόμησε σιγά-σιγὰ ὅλα ἡ Παναγία! Θυμᾶμαι, ὅταν ἔρριχναν οἱ μάστορες τὸ μπετὸν ,γιά νά φτιάξουν τὴν πλάκα στά κελλιά πού εἶχαν καῇ, δέν ἔφθασαν τὰ τσιμέντα. Ὑπολειπόταν τὸ ἕνα τρίτο ,γιά νά τελειώση ἡ πλάκα. Ἔρχονται οἱ μάστορες καί μοῦ λένε: « Τὰ τσιμέντα τελειώνουν. Να ἀραιώσουμε τὸ μπετόν, γιά νά φθάσῃ γιά ὅλη τὴν πλάκα » . « Ὄχι, τοὺς λέω, συνεχίστε κανονικὰ » . Νά φέρουμε ἄλλα δέν γινόταν, γιατὶ τὰ ζῷα ἦταν στόν κάμπο. Ἔπρεπε νά πᾶνε οἱ μάστορες δυό ὧρες ὥς τὴν Κόνιτσα καὶ δυό ὧρες ὥς τὸν κάμπο, στά χωράφια, γιά νά βροῦν ζῷα. Πότε νά πᾶνε, πότε να γυρίσουν. Ὕστερα, οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τίς δουλειὲς τους. Δέν μποροῦσαν νά ἔρθουν ἄλλη μέρα. Βλέπω, εἶχαν ῥίξει τὰ δύο τρίτα τῆς πλάκας. Μπῆκα στό ἐκκλησάκι καὶ λέω: « Τὶ θὰ γίνη τώρα ,Παναγία μου; Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ μας » . Μετὰ βγήκα ἔξω…
Καὶ τὶ ἔγινε , Γέροντα;
Καὶ ἡ πλάκα τελείωσε καὶ τὰ τσιμέντα περίσσεψαν!
Οἱ μάστορες τὸ κατάλαβαν;
Πῶς δεν τὸ κατάλαβαν. Εἶναι μερικὲς φορὲς πολὺ μεγάλη ἡ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου