Μὲς τὸ στρατὶ ποὺ περπατῶ
τὸ κάθε βράδυ-βράδυ,
ἕνα ἐκκλησάκι συναντῶ
μὲς τὸ καντήλι του ἀναφτό
μὲς τὸ σκοτάδι.
Μέσ᾿ ἀπ᾿ τῶν δέντρων τὰ κλαριὰ
ποὖναι γερμένα ἐμπρός του,
μὰ συννεφιά, μὰ ξαστεριὰ
γὼ τ᾿ ἀγναντεύω ἀπὸ μακριὰ
τὸ δειλὸ φῶς του.
Καὶ κάθε βράδυ, ποὺ περνῶ,
τὸ φῶς αὐτὸ μοῦ μοιάζει
σὰν ἕνα βλέμμα φωτεινὸ
βαλμένο ἐκεῖ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
νὰ μᾶς κοιτάζει.
Κι ἔτσι, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ κλαριά,
ποὖναι γερμένα ἐμπρός του,
τὸ βλέπω πάντα ἀπὸ μακριὰ
καὶ μοὖναι σὰν παρηγοριὰ
τὸ δειλὸ φῶς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου