"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

῾ Ο νεωτεριστής- ᾿Ιωάννη Κονδυλάκη (διήγημα)





Τα πρώτα γράμματα έμαθα από πολλούς δασκάλους. Ο πρώτος ήτον ένας φραγκοφορεμένος με τ’ όνομα Ηρακλής. Έξω από τ’ όνομά του δε θυμούμαι γι’ αυτόν πολλά πράματα. Η αλήθεια είναι ότι και πολύ γλήγορα τον χάσαμε. Ένα πρωί μάθαμε πως έκλεψε τη Μαγδαληνή και έφυγε. Ήτο δε η Μαγδαληνή κόρη ενός γιατρού Κερκυραίου, που δεν ξέρω πώς είχε ξεπέσει εκεί κάτω σ’ ένα χωριό της Κρήτης απόκεντρο. Και θυμούμαι τους χωριανούς πώς, συναθροισμένοι στα δώματα, κοίταζαν πάνω στη Ρούσα Κεφάλα, στο μέρος που νόμιζαν πως είχαν τραβήξει οι φευγάτοι.

Τον είχαμε δεν τον είχαμε δύο μήνες αυτόν το δάσκαλο. Τίποτε ίσως δεν έμαθα απ’ αυτόν· του διατηρώ όμως μια γλυκιά ανάμνηση. Στο σχολείο του με πήγαν σηκωτό, διότι δεν ήθελα να πάω· κι έκλαιγα και σφάδαζα σ’ όλο το δρόμο. Αλλ’ ο δάσκαλος μ’ ένα κομμάτι καντιοζάχαρη εγλύκανε τη φοβερή ιδέα που ’χα για το σχολείο.

Αντικαταστάτη του Ηρακλή μάς φέραν ένα παλιό δάσκαλο ονομαζόμενο Ράλιο. Η φιλοδοξία των χωριανών ήτο να εισάξουν νέα γράμματα και νέα μέθοδο, αν και γι’ αυτά είχαν πολύ αόριστη ιδέα, αγράμματοι ως ήσαν και μακριά του πολιτισμού. Αλλ’ αφού έφυγεν ο νέος δάσκαλος, αναγκασθήκανε να ξαναφέρουν τον παλιό, που δίδασκε τα λεγόμενα Κοινά ή κολλυβογράμματα. Αυτά τα γράμματα άρχιζαν από τη φυλλάδα που ’τον το αλφαβητάριο τότε· κι από τη φυλλάδα περνούσαν στον Οκτώηχο, στο Ψαλτήρι και σ’ άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αλλ’ ο Οκτώηχος είχε στην αρχή του το κεφαλαίο και το μικρό αλφάβητο κι έτσι ο μαθητής μπορούσε να περάσει και χωρίς ιδιαίτερη φυλλάδα, με τη βοήθεια του δασκάλου και την παρακίνηση της βίτσας του.

Ο Ράλιος δεν ήτο μόνο παλαιϊκος στη μάθηση, αλλά και παλιός στην ηλικία. Γέρος και λίγο παραλυτικός· και στο περπάτημα έσυρνε τα πόδια του. Κι οι μαθητές εμιμούμεθα το βάδισμά του για περίπαισμα, από μίσος και για το ξύλο που μάς έδιδε, και για την ελευθερία που μάς στερούσε. Από τη διδασκαλία του Ράλιου θυμούμαι τον παράξενο τρόπο που ’χε για να μαθαίνομε το αλφάβητο. Λέγαμε το πρώτο και το τελευταίο γράμμα μαζί, έπειτα το δεύτερο και το προτελευταίο κι έτσι όλα. Άλφα- ω, Βήτα- ψι , Γάμμα- χι.

Αλλά το χωριό μας, αν και μόλις είχαμε βγει από μια επανάσταση μεγάλη και καταστρεπτική, εδίψα πρόοδο· και άμα βρέθηκε άλλος δάσκαλος, ο παλιός ρίχτηκε πάλι στην αχρηστία.

Αυτός που ’ρθε ήτον ένας αρχιμαντρίτης από τη σχολή της Χάλκης, ως λέγανε. Τ’ όνομά του Νικόδημος, 30-35 ετών, καλοκαμωμένος άντρας, με κομψότητα στο ντύσιμό του ασυνήθιστη σε μας για ιερωμένο.

Ο Νικόδημος μάς έφερε την Αλληλοδιδακτική Μέθοδο· και στις μέρες του κτίστηκε και σχολείο, γιατί έως τότε τα μαθήματα γινόντανε στο σπίτι του δασκάλου ή σε άλλο σπίτι που το νοίκιαζε το Κοινό. Το νέο σχολείο στολίστηκε με πίνακες αναγνωστικούς, μαυροπινάκους και χάρτες γεωγραφικούς. Κάμανε και θρανία και μια ψηλή έδρα για το δάσκαλο.

Μαζί με την Αλληλοδιδακτική μάς έφερε ο Νικόδημος και την κανονική εκκλησιαστική μουσική. Κι ο ίδιος ήτο καλόφωνος, κι έψαλλε στην εκκλησία από βιβλίο με παράξενα σημεία, και τους καλόφωνους μαθητές διάλεξε κι άρχισε και δίδασκε την παρασημαντική και τους τέσσερους ήχους. Έτσι το χωριό γέμισε από παβουγά κι αναγνωστάκια, διότι σ’ όλους τους μαθητευόμενους ψάλτες η κοινή γνώμη του χωριού έδωκε αυτόν τον τίτλο.

Αλλά κι ο αρχιμαντρίτης έμεινε μόνο δύο χρόνια. Αφού μας ίδρυσε, εκτός του δημοτικού, κι ελληνικές τάξεις, τον πήραν με πλειοδοσία σ’ ένα πλουσιότερο χωριό, τις Αρχάνες.

Τότε μάς ήρθε ο πραγματικός νεωτεριστής, ως αντικαταστάτης του Νικόδημου. Αλλά την ιστορία του θα διηγηθώ λίγο ανάποδα.

Το 1896 κατέβηκα στα Χανιά από την Αθήνα με δημοσιογραφική αποστολή. Γενικός Διοικητής της Κρήτης ήτο τότε ο Γεωργάκης πασάς Βέροβιτς, Αλβανός, που προηγουμένως είχε χρηματίσει Μουτεσαρίφης ή διοικητής του νομού μας. Πήγα να τον επισκεφθώ στο σεράγιο των Χανιών κι όταν άκουσε ποιος ήμουν, είπε με την αλβανική του προφορά:

― Ώστε είσαι από τη Β.;

― Μάλιστα.

― Και με θυμάσαι μένα; Ήρθα στο χωριό σας. Θα ’ναι είκοσι χρόνοι και πάνω.

― Σας θυμούμαι πολύ καλά, εξοχότατε. Ήμουν μαθητής.

― Στο σχολείο ήσουν; είπε με ζωηρό ξεφώνημα ο πασάς.

Και το ωχρό και μελαγχολικό του πρόσωπο σα να κοκκίνισε.

Έπειτα γέλασε:

― Και τι γίνηκε κείνος ο τρελός δάσκαλος, που είχατε;

― Ο Καπετανάκης; Πέθανε.

― Καπετανάκη το ’λεγαν; Αλλάχ ραμέτ’ εϋλεσί[1]. Μα θυμάσαι τι πήγατε να μου κάνετε; Να μου σπάσετε το κεφάλι εσείς τα σκολιαρούδια. Εσείς οι Κρητικοί και μικροί να ’στε διάολοι είστε. (Τη φράση τη συνόδευσε χαμόγελο καλοκάγαθο, για να δείξει ότι δεν το’ λεγε για να κατηγορήσει). Μα το φταίξιμο ήτονε του δασκάλου σας. Αυτός, τζάνεμ, θεότρελος ήτονε. Βρήκα τον μπελά μου από τους Τούρκους του χωριού. Αναφορές πάνω στσ’ αναφορές μου ’πεμπαν γι’ αυτόν. Έλεγαν πως ήτο ασής[2] και ζητούσαν να τον κάνω σιργούνι[3]. Στην Πόλη έφταξε το πράμα.

― Δεν ήτο τρελός, παρατήρησα. Είχε πολύ ενθουσιασμό.

― Πώς το είπες αυτό; ρώτησε ο πασάς, που λίγο γνώριζε τα Ελληνικά και πολλές φορές σταματούσε για να βρει τη φράση που θα έλεγε ή για να καταλάβει τι του έλεγαν.

― Είχε ενθουσιασμό πατριωτικό.

Το λίγο που κατάλαβε ο πασάς από τη φράση μου τον έκαμε να κοιτάξει με ανησυχία προς τη θύρα της αίθουσας που είμεθα. Και για να σταματήσω στην ελευθερία που πήρα να μιλώ περί κρητικού πατριωτισμού σ’ έναν αντιπρόσωπο του Σουλτάνου, είπε:

― Νε ισά[4].

Και άλλαξε ομιλία.

Ο δάσκαλος, που τέτοια εντύπωση είχε κάμει στον πασά, ήτο κι αυτός νέος άνθρωπος και ζωηρός, με πυρόξανθα γένια, χωρισμένα στη μέση. Γι’ αυτό και ψαλιδογένη τον έλεγαν οι χωρικοί. Φορούσε στενά κι έλεγαν πως είχε κάμει στην Αθήνα.

Έψαλλε κι αυτός· αλλ’ αντί των βυζαντινών αργοφωνιών, αντί των τερερισμών, των ναι – ναι και να – να του Νικόδημου που δεν τα ’ξερε, επιχειρούσε να ψάλει με αρμονία τάχα ευρωπαϊκή, που την ήξερε λιγότερο. Με τα πιο καλόφωνα παιδιά του σχολείου σχημάτισε κι αυτός χορό κι έψαλλαν μαζί μια πολυφωνία, που δεν εγγυούμαι πως είχε τίποτε το αρμονικό. Το μόνο βέβαιον είναι ότι έψαλλαν με νέο και παράξενο τρόπο· και με αυτό πετύχαινε ο δάσκαλος το σκοπό του, δηλαδή να φανεί ότι έφερνε κάτι περισσότερο και νεωτεριστικότερο από τον προκάτοχό του. Η δύναμή του ήτο στο «Άγιος ο Θεός». Εκεί έβαζε κάτι φωνάρες, που έτρεμε ο θόλος της εκκλησίας. Έτρεμαν από την προσπάθεια και τα γένια του δασκάλου, σαν την ουρά της σεισοράδας.

Εις τ’ αντίφωνα ο δάσκαλος άρχιζε με βαθιά φωνή «Και μετά του Πνεύματός σου» και τελείωνεν ο παιδικός χορός «Ο Θεός ημών» με οξύφωνη συνέχεια, η οποία από τους ψηλούς τόνους χαμήλωνε κι απλωνότανε σαν κύμα, πράμα που δεν του ’λειπε μεγαλοπρέπεια και χρωματισμός με υποβολή.

Αλλ’ ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος νεωτερισμός του Καπετανάκη ήταν τα στρατιωτικά γυμνάσια. Ήθελε να μας κάμει στρατιώτες, για να υπηρετήσομεν, ως έλεγε, μια μέρα την πατρίδα, ως τακτικοί πλέον κι όχι άτακτοι κι ασύντακτοι. Αλλ’ ο ταλαίπωρος άνθρωπος είχε μόνο την καλή προαίρεση. Τα εφόδιά του ήταν πολύ λίγα. Ό,τι ήξερε ήτο να βαδίζομε με το εν-δύο και να κάνομε μεταβολή τρίχρονη με τρία παραγγέλματα.

― Πους δεξιός προς αριστερόν! Πους αριστερός προς δεξιόν! Πους δεξιός παρ’ αριστερόν!

Αυτό ήταν όλο. Άρχιζαν δε αυτά τα σπουδαία γυμνάσια με το «μαρς!» κι ετελείωναν με το «αλτ!». Λησμόνησα να πω ότι κι ο χαιρετισμός μας έγινε στρατιωτικός. Αλλ’ ο δάσκαλος αυτόν το χαιρετισμό τον έλεγε σχήμα και το σχετικό παράγγελμα ήτο «Κάμετε σχήμα!». Μας έμαθε και διάφορα πατριωτικά τραγούδια και τα τραγουδούσαμε όταν μια φορά τη βδομάδα μας οδηγούσε κάτω στα λιβάδια και περνούσαμε τ’ απόγεμα με γυμναστικά παιχνίδια.

Όταν ήρθε είδηση ότι ο πασάς του νομού μας, που ’τον ο Βέροβιτς, θα ’ρχοταν να επισκεφθεί την επαρχία μας, ο δάσκαλος σύνθεσε ποίημα να το ψάλομε στην υποδοχή. Κι ενώ θα το λέγαμε στον αντιπρόσωπο του Σουλτάνου, ήτο γεμάτο από Ελλάδα κι ελευθερία. Έλεγαν όμως τον πασά «ένθερμο προστάτη της παιδείας» κι ότι «άπας ο λαός τον υπεδέχετο μετά παλμών καρδίας».

Οι χωριανοί μας Τούρκοι, όταν είδαν τον ψαλιδογένη να διδάσκει τα παιδιά των Ρωμιών «ταλίμια» στρατιωτικά, σκανδαλίστηκαν και ζήλεψαν. Φαίνεται δε ότι έκαμαν παρατηρήσεις στο δικό των το Χόντζα, ένα κακομοίρη που μόλις ήξερε ανάγνωση, κι απαίτησαν να κάνει κι αυτός στρατιωτικά γυμνάσια στα Τουρκάκια. Αλλ’ αν ο δάσκαλος ήξερε πολύ ολίγα, ο Χόντζας δεν σκάμπαζε τίποτε. Θα ’χε δει, φαίνεται, νιζάμηδες να γυμνάζονται, αλλά δεν είχε πάρει τίποτε. Αφού όμως του απαίτησαν να κάμει όπως όπως στρατιωτικά γυμνάσια, έβαλε στη γραμμή τα παιδιά, ξυπόλυτα τα περισσότερα, όπως ήμεθα και μεις, και τους έλεγε «μπιρ ικί» και κάτι παραγγέλματα, για να κάνουν κινήσεις χωρίς ρυθμό και σκοπό. Μόνο που σήκωναν τη σκόνη με τα πόδια των. Από τα παραγγέλματα του μου μένει στη μνήμη ένα «Αλτσάτ!» που δεν ανήκει σε καμία γνωστή γλώσσα.

Ετοιμασίες λοιπόν εμείς, ετοιμασίες κι ο Χόντζας για την υποδοχή του πασά. Τη μέρα που περιμέναμε το Μουτεσαρίφη, ο δάσκαλος μάς πήγε πάνω από το χωριό, σ’ ένα ανώμαλο κι ανηφορικό μέρος και μας παράταξε κι από τα δυο μέρη του δρόμου. Αλλ’ ενώ περιμέναμε, φάνηκε από ψηλά ένας βοσκός χριστιανός και φώναξε:

― Δάσκαλε, ε, δάσκαλε! Είντα καθεσ’ ατουδά κι ο Χόντζας πήγε πλια πάνω με τα Τουρκάκια; Είναι στον Άη Γιάννη.

Τα ψαλιδωτά γένια ανατρίχιασαν. Ο δάσκαλος μουρμούρισε μια βρισιά, έπειτα γύρισε και μας είπεν, ως θα μας έδιδε το παράγγελμα «Γεμίστε»:

― Πάρετε πέτρες!

Αφού κάμαμε καθένας μια προμήθεια από πέτρες κι επανήλθαμε στην παράταξη, ο δάσκαλος μπήκε μπρος και φώναξε «μαρς!». Τον ακολουθήσαμε και σε λίγο είδαμε το Χόντζα και τα Τουρκάκια. Είχαν παραταχθεί δίπλα σ’ ένα εξωκλήσι.

― Τον άτιμο! μουρμούρισε ο δάσκαλος. Εβεβήλωσε και την εκκλησία.

Όταν πλησίασε ο Καπετανάκης, φώναξε στο Χόντζα:

― Είντα πήγες τόσο πάνω, μωρέ μουλά[5]; Τα πρωτεία θες να πάρεις; Και δεν συλλογίστηκες πως δε θα σ’ αφήσω να κάτσεις στην κεφαλή μας πάνω; Γιανιτσαριά δεν είναι μπλιό στην Κρήτη. Έλα κάτω, γιατί θα σε κατεβάσουμε θες και δε θες.

Και μεις τόσο συμφωνούσαμε στην ιδέα του δασκάλου μας, ώστε μόνο το σύνθημα περιμέναμε για να μην αφήσουμε τούρκικο κεφάλι γερό. Ο Χόντζας όμως υποχώρησε αμέσως κι όταν ήρθε κοντά δικαιολογήθηκε:

― Βαλλαή[6], κύριε δάσκαλε, δεν το έκαμα αξαργιτού[7], μόνο δεν το κάτεχα πως είστε χαμηλότερα. Το σωστό βέβαια είναι να πάτε του λόγου σας πλιο ομπρός, γιατί και περισσότεροί ’στε, και είναι δα κι ο παχιάς χριστιανός. Ορίστε παραπάνω του λόγου σας.

Προχωρήσαμε εμείς κι οι Τούρκοι ήρθαν κάτω.

Σε λίγο έφτασε ο πασάς, συντροφευμένος από υπαλλήλους κι έφιππους ζαπτιέδες. Τον βάλαμε στη μέση και αρχίσαμε το άσμα μας. Αλλ’ ενώ το άσμα έλεγεν ότι τον υποδεχόταν «άπας ο λαός», εκτός των μαθητών είχαν έρθει μόνον πέντε δέκα πρόσωπα της τοπικής εξουσίας και οι προύχοντες του χωριού κι άλλοι τόσοι περίεργοι. Όταν η συνοδεία του πασά έφτασε και στο Χόντζα, ακούστηκε το «Αλτσάτ!» κι άρχισαν και τα Τουρκάκια κάτι να ψάλλουν. Έπειτα ανακατευτήκαμε και πηγαίναμε όλοι μαζί. Αλλά σε λίγο κάτι είπαν ένα δικό μας παιδί κι ένα Τουρκάκι κι αρπάχτηκαν· και σε μια στιγμή η συμπλοκή γενικεύτηκε. Βροχή οι πέτρες και στη μέση ο πασάς. Οι έφιπποι χωροφύλακες κινήθηκαν να μας χωρίσουν, αλλά το μέρος ήτο πολύ ανώμαλο κι από τις πέτρες τ’ άλογα αφηνίασαν. Μόνο η φωνή του δασκάλου μας, που διέταξε «Παύσατε πυρ!», έδωκε τέλος στη μάχη. Κι αληθινά ο Βέροβιτς κινδύνεψε ή να πέσει από το άλογο ή να του σπάσουν οι πέτρες το κεφάλι. Ήτον όμως καλοκάγαθος και δεν έδωκε σημασία στο επεισόδιο. Αλλά και μετά τόσα έτη δεν το ’χε λησμονήσει κι έτσι μου θύμισε το δάσκαλό μου.

Ο Καπετανάκης δε φρόντιζε μόνο για τη σωματική μας ενίσχυση, αλλά και για να μας αναπτύξει το θάρρος και την τόλμη. Κι αυτά για να γίνομεν, ως έλεγεν, αντάξιοι και καλύτεροι των προγόνων κι έτσι να τελειώσομε το έργο τους, την απελευθέρωση της πατρίδας. Για να κάμομε κορμιά γερά, μας παρακινούσε στα γυμναστικά παιχνίδια. Για να κάμομε καρδιές ατρόμητες και ν’ αψηφούμε τους κινδύνους, βρήκε άλλη άσκηση. Να πολεμούμε με τις σφήκες. Και μεις, πρόθυμοι, ζητούσαμε σφηκιές, τις «ξεμυγίζαμε» κι οπλισμένοι με φουντωτούς κλάδους πολεμούσαμε με τις σφήκες που ξορμούσαν ερεθισμένες.

Πολλούς από μας τους κέντρωναν, αλλά κανείς δεν υποχωρούσε, αν δεν νικούσαμε πλήρη νίκη, δηλαδή το εξόντωμα της σφηκιάς. Και κάθε φορά αυτό το αποτέλεσμα μάς έδιδε την ικανοποίηση και την υπερηφάνεια αληθινού θριάμβου. Εξαιρετική ήτον η δόξα των λαβωμένων, κείνων που κεντρώνοντο στη μάχη. Έπειτα, στο σχολείο, αναφέραμε τις περιπέτειες του αγώνα κι ο δάσκαλος άκουγε με σοβαρό ενδιαφέρον κι επαινούσε κείνους που ’χαν ανδραγαθήσει.

Προβίβαζε μάλιστα και κείνους που ανδραγαθούσαν. Των έδιδε την άδειαν να πηγαίνουν στο βιτσιλοπόλεμο, δηλαδή πόλεμο με τα όρνια. Κι επειδή αυτός ήτο πιο επικίντυνος, τον έκαναν οι μεγαλύτεροι και ανδρειότεροι.

Σε κάμποση από το χωριό απόσταση ήτο μια βαθιά χαράδρα, όπου οι χωριανοί έριχναν τα ζώα που ψοφούσαν. Εκεί κατέβαιναν γυπαετοί, που τους λέγουν βιτσίλες, κι άλλα όρνια κι έτρωγαν τα ψοφίμια. Αλλ’ άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε να βρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα χτυπούσαμε με πέτρες ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε.

Αλλ’ αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δεν μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κι επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατί είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή να κόψουν σάρκες. Είχαν δε και κάτι μάτια πρασινωπά που προξενούσαν τρόμο με τ’ ανάβλεμμά των.

Αλλ’ ο ψαλιδογένης είχε κι ένα ελάττωμα πολύ αντιπαιδαγωγικό κι ορισμένως αντίθετο στην προσπάθειά του να μας κάμει άφοβους πολεμιστές. Ήτο οξύθυμος κι έδιδε ξύλο πολύ. Αλλά μας γλύτωσε η χήρα μητέρα ενός συμμαθητού μας, μια αντρογυναίκα. Από ένα χαστούκι, που ’δωκε στο παιδί της ο δάσκαλος, του ’μεινε μια βοή στ’ αυτί. Η μητέρα φοβήθηκε πως το παιδί της θα κουφαθεί και μια μέρα ήρθε αγριεμένη στο σχολείο.

― Άκου, δάσκαλε, είπε του Καπετανάκη, εγώ το παιδί μου το ’βαλα στο σχολείο για να ξεστραβωθεί, όχι να μου το κουφάνεις. Δε θέλω να το δέρνεις. Σαν κάμει πράμα, να μου το λες εμένα κι εγώ το δέρνω. Γιατί, μα το Θεό που είναι από πάνω μας, αν το ξαναδείρεις θα ’ρθώ με τον κόπανο!

Από τη μέρα κείνη ο δάσκαλος μετρίασε πολύ το ξύλο για όλους.

Αλλ’ ως μου είπεν ο πασάς, οι Τούρκοι του χωριού δεν τον χώνευαν· και συχνά τον κατάγγελλαν ότι εδίδασκεν επαναστατικές ιδέες και ότι παρασκεύαζε τους μαθητές να γίνουν αντάρτες κατά του Σουλτάνου. Κι είχε φαίνεται, φύγει από το νομό μας ο Βέροβιτς, όταν ήρθε διαταγή από τα Χανιά να συλληφθεί. Τον εξόρισαν στην Τρίπολη της Μπαρμπαριάς, κι εκεί τράβηξε μεγάλα βάσανα. Στον καιρό του Φωτιάδη, οι βουλευτές της Κρήτης τον ζήτησαν μαζί μ’ άλλους εξόριστους. Γύρισε στην Κρήτη, αλλά πτώμα. Ήρθε φθισικός κι ύστερα από λίγον καιρό πέθανε.

Τις τελευταίες του ώρες έγραψε σ’ ένα φύλλο χαρτί τα εξής, σαν πατριωτική του διαθήκη:



Στον τύραννο,

Είπε το κλήμα στον τράγο, που το ’τρωγε: «Κι ως τη ρίζα να με φας, πάλι θα βλαστήσω και θα δώσω το κρασί να χαροκοπήσουν κείνοι που θα σε βάλουνε στη σούβλα».

Γ. ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ







Παρμένο από τον τόμο «Πρώτη αγάπη» των εκδόσεων Νεφέλη, σελ. 113-124. Έκανα εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας, αλλά δεν άλλαξα ούτε ένα νι ή σίγμα κατά τα άλλα. Οι υποσημειώσεις υπήρχαν στο βιβλίο, αγνοώ αν είναι του Κονδυλάκη ή του επιμελητή.



Στον τίτλο, υπάρχει υποσημείωση, προφανώς του Κονδυλάκη: Αναμνήσεις.



Ο ‘παχιάς’, που λέει κάπου, είναι ο πασάς στα κρητικά. Πράγματι, ο πασάς Βέροβιτς ήταν χριστιανός.

Η πατριωτική διαθήκη του Καπετανάκη, με την οποία κλείνει το διήγημα, είναι μετάφραση από επίγραμμα της Ελληνικής (Παλατινής) Ανθολογίας, που ήταν αρκετά γνωστό στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (θαρρώ το ’χει χρησιμοποιήσει και ο Κοραής, αλλά αμετάφραστο).

Πηγή:http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου