"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

«ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΑ» ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ -τοῦ κ. Σταύρου Ἰω. Κουρούση, τ. Καθηγητοῦ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν

 
    Σκέψεις σοβαρᾶς ἀνησυχίας προκαλοῦν τὰ κατὰ καιροὺς ὑποστηριζόμενα περὶ ἀνάγκης λειτουργικῆς «ἀναγεννήσεως» εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν μας, διότι κατὰ τοὺς ἰσχυρισμοὺς ὡρισμένων ἡ Λατρεία, ὡς ἔχει ἀπὸ μακρῶν αἰώνων ἀμετάβλητος, δὲν προσαρμόζεται εἰς τά, ἄλλως ἀντιφατικά, μηνύματα καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς συγχρόνου ἐποχῆς ἢ τὰ πορίσματα τῆς διεθνοῦς ἐπιστήμης· παρουσιάζεται δὲ τοῦτο ὡς ἔχον καὶ τὸν χαρακτῆρα πιεστικῆς ἀπαιτήσεως. Καὶ χαρακτηριστικὸν δεῖγμα ἡ πρό τινος δημοσιευθεῖσα εἰς τὸν «᾿Ορθόδοξον Τύπον» τῆς 20.11.09, σ.7, ἐπιστολὴ ὑπὸ τὸν τίτλον «᾿Απορίαι» μετὰ τοῦ ὑστερογράφου της, ἡ ὁποία, γραφεῖσα εἰς ἔνδειξιν συμπαραστάσεως εἰς τὰς «ἀναγεννητικὰς» ἰδέας τοῦ ἱερέως καὶ «ἀκαδημαϊκοῦ» καθηγητοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ, ἐπιτείνει τὰς ἀπορίας καὶ δημιουργεῖ διλήμματα.
    Εἰς τὴν ἀνωτέρω ἐπιστολὴν ἀνεγνώσαμεν σὺν τοῖς ἄλλοις ὅτι οἱ «βυζαντινισμοὶ» συμπορεύονται μετὰ τῆς ἐκκοσμικεύσεως ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ καὶ ἀπομακρύνουν ἐκ τῶν κόλπων της τοὺς νέους, διότι «οἱ νέοι ἄνθρωποι ἀναζητοῦν ἀπεγνωσμένα ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία νὰ τοὺς ἐξηγήσει στὴ γλῶσσα τους τὸν τρόπο γιὰ νὰ πορευτοῦν πρὸς τὴν ᾿Αλήθεια καὶ τὸν Σωτῆρα». Καὶ τοῦτο ὡσὰν νὰ ἀρνούμεθα ὅτι ἀνέκαθεν καὶ σήμερον ἰδίᾳ ἡ ᾿Εκκλησία ἐξηγεῖ διὰ πολλῶν μέσων καὶ κατὰ τρόπον ἐξόχως κατανοητὸν καὶ εἰς σοφοὺς καὶ εἰς ἀσόφους τὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τοῦ χριστιανικοῦ βίου. Αὐτοὶ δὲ οἱ «βυζαντινισμοὶ» τί εἶναι; ᾿Εὰν ἐννοῆ δι᾿ αὐτῶν ὁ ἐπιστολογράφος ὅτι εἰς τὸ Βυζάντιον ἦτο ἄγνωστος ἡ ποθητὴ λιτότης, τότε ἀδικεῖ τὴν ἀλήθειαν. ᾿Αλλὰ καὶ εἰδικῶς ἡ εἰς τὸ Βυζάντιον ἀναφορὰ τῆς ἐπιστολῆς μαρτυρεῖ ὅτι εἶναι ἀστήρικτος ἱστορικῶς καὶ ἀναχρονιστικὴ ἡ καταφορὰ κατ᾿ αὐτοῦ, ἐφ᾿ ὅσον διατυποῦται ἡ ὑποψία· «Γιατὶ ὑποψιάζομαι ὅτι καὶ οἱ μεγάλοι Πατέρες, ὅταν ἀποτολμοῦσαν νὰ προτείνουν τὰ νέα (γιὰ τὴν ἐποχή τους) λειτουργικὰ κείμενα θὰ ἀντιμετώπιζαν παρόμοιες ἀντιδράσεις ἀπὸ τοὺς τότε αὐτοπροσδιοριζόμενους θεματοφύλακες τῆς Παράδοσης, ποὺ πιθανὸν νὰ ἦταν οἱ Βασιλεῖς καὶ οἱ Βασίλισσες, ποὺ ἀργότερα τοὺς ἔστελναν στὴν ἐξορία;». Δὲν χρῄζει σχολιασμοῦ ἡ ἀνιστόρητος ὑποψία, ἀλλὰ εἶναι ἐνδεικτικὴ ἡ τάσις τῆς κατασυκοφαντήσεως τῆς περὶ βυζαντινῆς ὑμνογραφίας πραγματικότητος.
    ᾿Επισυνάπτεται καὶ ὑστερόγραφον· «Δὲν θέλω νὰ σχολιάσω καθόλου τὰ γραφόμενα τοῦ “Ο.Τ.” σχετικὰ μὲ τὴ “λειτουργικὴ ἀναγέννηση”, ποὺ ἐπιχείρησε ὁ μακαριστὸς Χριστόδουλος. Νομίζω ὅτι εἶναι πλήρως ἀποδεκτὸ ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μία ἀκόμη ἀπὸ τὶς τόσες “φοῦσκες”, ποὺ μᾶς γέμισε ὁ μακαριστὸς γιὰ πολλὰ καὶ σοβαρὰ θέματα τῶν ἡμερῶν του».
    Καὶ ἰδοὺ τὸ πρῶτον δίλημμα· ἡ ἐπιστημονικῆς θεμελιώσεως καὶ ἰδίως ἐπὶ τόσον στερεοῦ ἱστορικοῦ ὑποβάθρου στηριζομένη «ἀναγέννησις» τῶν κύκλων τοῦ π. Θερμοῦ προτιμητέα ἢ οἱ «φοῦσκες» τοῦ Μακαριστοῦ, αἱ ὁποῖαι εἶχον καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν καὶ αὐταὶ ἐνθέρμους ὀπαδούς;
    ῾Ως πρὸς τὴν πρώτην, ἐκ τῶν δημοσιευθέντων εἰς τὸν «Ο.Τ.» (τῆς ἐπικρίσεως τῶν ἱερέων, φφ. τῆς 25.9.09, σσ. 3 – 4, καὶ τῆς 2.10.09, σσ. 3 – 4, καὶ τῆς ἀπαντήσεως τοῦ θιγομένου, φ. τῆς 9.10.09, σ. 6) γίνονται γνωσταὶ συνοπτικῶς αἱ κυριώτεραι ἀρχαὶ αἱ ὁποῖαι κατευθύνουν τὰς ἀναγεννητικὰς ὑποδείξεις τοῦ π. Βασιλείου πρὸς κατ᾿ οὐσίαν ἀνακατασκευὴν τῆς Λατρείας.
    Κατηγορεῖται τὸ Βυζάντιον ὅτι ἐπέφερε νόθευσιν εἰς τὸ ἀρχέγονον πνεῦμα τῆς Λατρείας καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ δὲν διευκρινεῖται τί ἐννοεῖται διὰ τῆς ἐννοίας «Βυζάντιον», τοῦ νεωτερικοῦ τεχνικοῦ τούτου ὅρου. ᾿Εὰν ὁ λόγος εἶναι περὶ τῆς Πολιτείας (βασιλέως, παλατίου), τὴν ὁποίαν τὰ ἀνωτέρω παραθέματα θέλουν ἐχθρὰν ἐκ προοιμίου πρὸς τοὺς Πατέρας, ἡ ἐπίσημος θεσμικὴ ἔκφρασις διαψεύδει. ᾿Αρκεῖ ἡ ἀναδρομὴ εἰς νομοθετικὰ κείμενα, ὧν πρόχειρον ἀλλὰ εὔγλωττον δεῖγμα οἱ τίτλοι β´ καὶ γ´ τῆς ἐπὶ Βασιλείου Α´ «Εἰσαγωγῆς τοῦ Νόμου» περὶ βασιλέως καὶ πατριάρχου· καὶ ἂς κρίνωμεν ἂν ἡ βυζαντινὴ ἀντίληψις περὶ βασιλείας καὶ ᾿Εκκλησίας προσβάλλει τὴν ᾿Ορθοδοξίαν ἢ εἶναι ξένη πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον ἢ ἀντιπαραθέτει τὰς δύο ἀρχὰς ἢ εἶναι προϊὸν εἰσόδου παγανισμοῦ. ῎Αλλως τε καὶ ἡ ἱστορικὴ ἐπιστήμη διδάσκει ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ θεσμὸς τοῦ βασιλέως καὶ ἡ ἰδέα περὶ τοῦ παλατίου ἔχουν ἰσχυρὰν ῾Αγιογραφικὴν στήριξιν καὶ δὴ καὶ τῆς ΠΔ. ῍Αν ὑπῆρξαν παραβάσεις ὀφείλονται εἰς πρόσωπα καὶ οὐχὶ εἰς τὴν ἐπίσημον ἰδεολογίαν τοῦ Βυζαντίου, εἰς τὸ ὁποῖον μονομερῶς καταλογίζει ὁ ἐπιθυμῶν τὴν διαγραφήν του ὅτι «αἱρετικοὶ φυλακίσθηκαν καὶ ἐξορίστηκαν, καὶ αἰχμάλωτοι ἀκρωτηριάστηκαν, καὶ ἅγιοι διώχθηκαν καὶ συκοφαντήθηκαν, καὶ αἱρέσεις ἀνεφύησαν ἀπὸ τὸν μοναχισμό του» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6). [᾿Εντεῦθεν εἶναι κατανοητὸν καὶ τὸ παράπονόν του, ὅτι «τὸ Βυζάντιο κράτησε πάρα πολὺ —1100 χρόνια—»! Καὶ ἐπειδὴ εἰδικῶς εἶχεν ἀνθρώπινα ἐλαττώματα, «καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔσβησε» («Ο.Τ.» 2.10.09, σ. 3). Εἶναι ἆρά γε βέβαιος ὁ ἐπικριτὴς ὅτι «ἔσβησε»; ῎Εχουν ἀντιρρήσεις ἡ ῾Ιστορία, ἡ Θεολογία, ἡ Φιλολογία, ἡ ᾿Αρχαιολογία, ἡ ῾Ιστορία τοῦ Δικαίου, ἡ Λαογραφία]. Εὐτυχῶς δὲ ὅτι οἱ κορυφαῖοι τῶν ᾿Αποστόλων Πέτρος καὶ Παῦλος ἔζησαν αἰῶνας προηγουμένως καὶ δὲν ἐμπίπτουν εἰς τὴν κατὰ τοῦ Βυζαντίου ἀράν, ὑπουργήσαντες ὁ μὲν εἰς τοὺς θανάτους τοῦ ᾿Ανανίου καὶ τῆς Σαπφείρης (Πράξ. ε´ 1 – 10), ὁ δὲ εἰς τὴν τύφλωσιν ᾿Ελύμα τοῦ Μάγου (Πράξ. ιγ´ 6 – 11).
    ᾿Αφοῦ λοιπὸν θέλει νὰ ἀνάγωνται πάντα τὰ ἐγκλήματα ταῦτα ἰσοπεδωτικῶς καὶ ἀπροσώπως εἰς τὸ Βυζάντιον, τότε ἀπαντῶμεν κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον γενικεύοντες ὅτι τὸ αὐτὸ Βυζάντιον εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον καὶ ἐστηλίτευσεν αὐτά, καὶ τὸν μοναχισμὸν ἐκτρεπόμενον καὶ τὰς διώξεις αἱρετικῶν· πβ. ὡς πρὸς τὸ δεύτερον τὴν ἀντίδρασιν τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (ἐπ. 94, 455, ἔκδ. Φατούρου) εἰς τὴν ἀπόπειραν ἐξοντώσεως τῶν Παυλικιανῶν τῆς Μ. ᾿Ασίας ἐπὶ Μιχαὴλ Α´, ἀλλὰ καὶ παλαιότερον τὴν σχετικὴν διδασκαλίαν τοῦ Χρυσοστόμου (PG 58, 477Β–C) καὶ βραδύτερον τὴν διαμαρτυρίαν πρὸς τὸν πάπαν Γρηγόριον Θ´ τοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ Β´ ἢ πρὸ τῆς ῾Αλώσεως τοῦ ᾿Ιωσὴφ Βρυεννίου ὁμοίως πρὸς τὸν πάπαν, ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία δὲν ἔχει δικαίωμα ἀφαιρέσεως ζωῆς. ᾿Αλλὰ καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει τὰ ἀνωτέρω καταλογιζόμενα, ὡς πράξεις τῆς Πολιτείας ἀποβλέπουσαι εἰς τὴν ἐπιδιωκομένην κρατικὴν συνοχὴν καὶ ἀσφάλειαν δὲν ἔχουν ἐπιπτώσεις ἐπὶ τῆς Λατρείας τῆς ᾿Εκκλησίας, δεομένης ἤδη ἐν Βυζαντίῳ ὑπὲρ αἰχμαλώτων, ὑπὲρ ἀγαπώντων καὶ μισούντων, ὑπὲρ ἐπιστροφῆς πεπλανημένων καὶ ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως. Καὶ ἐπὶ πλέον ἡ νενομισμένη σχέσις ᾿Εκκλησίας καὶ βασιλέως καὶ ἡ συμπόρευσις ᾿Εκκλησίας καὶ Πολιτείας ὠφέλησε γενικῶς εἰς τὴν διοίκησιν τῆς ᾿Εκκλησίας.
    ᾿Αλλὰ ἔχει καὶ ἀρετὰς τὸ Βυζάντιον (μεγαλυτέρας τῶν ὅσων παραχωρεῖ συγκαταβαίνων ὁ ἐπικριτής του, «Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6) καὶ ἀνεκτιμήτου ἀξίας προσφορὰν σημαντικωτέραν τῶν ἀνωτέρω μελανῶν πτυχῶν.
    Τὸ Βυζάντιον εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον κατέδειξε τὰς κατὰ τὴν ἐποχήν του αἱρέσεις (διότι ὑπῆρξαν αἱρέσεις ἢδη καὶ ἀπὸ τῶν χρόνων τῆς ΚΔ, δὲν τὰς προεκάλεσε τὸ Βυζάντιον) καὶ ἐδίδαξε κατὰ μοναδικὸν τρόπον τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τὸ Βυζάντιον εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐκήρυξε τὸν Χριστὸν καὶ ἐκτὸς τῶν ὁρίων του καὶ ὡδήγησεν εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν καὶ τὸν πολιτισμὸν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων.
    Τὸ Βυζάντιον εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον παρέλαβεν, ἀπεδέχθη καὶ διεφύλαξεν ὡς ἐθνικὸν κτῆμα τὴν ῾Ελληνικὴν κλασσικὴν παιδείαν καὶ τὴν παρέδωσεν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, παρήγαγεν εἰς ἐποχὴν ἀναστατώσεων ἔργα πολιτισμοῦ καὶ μνημεῖα λόγου καὶ τέχνης ὑψηλῆς ποιότητος καὶ κινοῦντα σήμερον τὸ διεθνὲς ἐνδιαφέρον, διεφύλαξε τὴν γλῶσσαν εἰς ὅλας τὰς μορφάς της (καὶ ἂς τὸ προσέξουν αὐτὸ οἱ αὐτόκλητοι ἀναμορφωταὶ) καὶ συνέχισε τὴν ἀρχαίαν πρακτικὴν τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῶν βαρβάρων, ἐσφυρηλάτησε διὰ τῆς παιδείας καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας τὴν ἐθνικὴν καὶ ὀρθόδοξον Χριστιανικὴν συνείδησιν, καὶ ἐφωδιάσθη καταλλήλως τὸ Γένος ὥστε νὰ ἐπιβιώσῃ κατὰ τὴν στυγνὴν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας. Δὲν προσέφερεν ἁ­πλῶς ὑπηρεσίαν εἰς τὸ ῎Εθνος, διότι τὸ Βυζάντιον εἶναι αὐτὸ τὸ ῎Εθνος κατὰ συγκεκριμένην ἱστορικὴν περίοδον. ῏Αρά γε εἶναι αὐτὰ ἱστορικαὶ ἀλήθειαι ἢ ἐπινοήσεις τῶν «βυζαντινολιγούρηδων»;
    Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεγάλοι θεολόγοι καὶ ὑμνογράφοι τῶν Μέσων Χρόνων ἔζησαν καὶ ἔδρασαν ἐκτὸς τῆς βυζαντινῆς ἐπικρατείας ὑπὸ καθεστώς, τὸ ὁποῖον ἀπὸ ἑνὸς καὶ πλέον αἰῶνος ἦτο ἀλλόθρησκον καὶ δὲν ηὐνόει τὴν ἐκ τοῦ Βυζαντίου ἐξάρτησιν. Πῶς οὗτοι δὲν ᾐσθάνθησαν τότε (ὡς σήμερον ἡμεῖς!) ἀπηλευθερωμένοι ἀπὸ τὸν «βυζαντινισμὸν» τῆς Λατρείας, ἀλλὰ συνέβαλον εἰς τὴν ἐπιβίωσιν καὶ προαγωγὴν τῆς βυζαντινῆς θεολογικῆς, λειτουργικῆς καὶ παιδευτικῆς παραδόσεως καὶ εἰς τὸν περαιτέρω πλουτισμὸν καὶ δὴ καὶ ἐπὶ τὸ λογιώτερον τῆς λατρευτικῆς ὑμνογραφίας καὶ τῆς θεολογικῆς ἀντιαιρετικῆς, δογματικῆς, ἁγιολογικῆς ἢ ἐγκωμιαστικῆς λογοτεχνίας, ἐνῶ συγχρόνως εἶναι ἄκρως ἀντίθετοι πρὸς τὴν ἐπίσημον εἰκονομαχικὴν πολιτικὴν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ᾿Ισαύρων;
    ᾿Αλλὰ προβάλλονται καὶ εἰδικώτερα σημεῖα πρὸς ἀπόδειξιν ὅτι σὺν τοῖς ἄλλοις τὸ Βυζάντιον ἐπέφερεν ἀλλοιώσεις καὶ εἰς τὴν Λατρείαν, ἀπὸ τῶν ὁποίων πρέπει σήμερον νὰ καθαρθῇ ἡ λειτουργικὴ πρᾶξις:
    α´) ῾Υποστηρίζεται ὅτι ἡ τέλεσις τῶν Μυστηρίων τῆς ᾿Εκκλησίας μετέπεσεν ἀπὸ τῆς ἀρχικῶς ῾Εβραϊκῆς ἀντιλήψεως περὶ κόσμου εἰς τὴν ἀπὸ τοῦ δ´ αἰῶνος ἀποδοχὴν στοιχείων τοῦ παγανιστικοῦ ῾Ελληνισμοῦ· «τοὺς δύο πρώτους αἰῶνες, ἄντε τρεῖς, οἱ ἀκολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας, τὰ μυστήρια βασικά, ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ κόσμου δὲν περιλαμβάνουν εὐλογία τῆς ὕλης. Δὲν εὐλογεῖτο ὁ ἄρτος ὁ οἶνος... τὸ νερὸ τὸ λάδι, ἀλλὰ ἀναπεμπόταν εὐχαριστία στὸν Θεὸ γιὰ τὶς δωρεές του καὶ κατόπιν οἱ ἄνθρωποι κοινωνοῦσαν. ῏Ηταν ἡ πράξη τῆς εὐχαριστίας τῆς κοινότητος, ἡ ὁποία καθαγίαζε τὰ δῶρα... ῾Ο καθαγιασμὸς τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἐπέρχεται μετὰ τὸν 4ο αἰῶνα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ῾Ελληνισμοῦ. Φεύγουμε ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ὅτι ὅλα εἶναι καλὰ λίαν στὴν κτίση καὶ περνοῦμε στὴν ἀντίληψη ὅτι ὑπάρχουν ἀντίθετες δυνάμεις, ὑπάρχει μέσα στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως τὸ παγανιστικὸ στοιχεῖο, ποὺ πρέπει νὰ δαμαστεῖ καὶ νὰ ἐξαγιασθεῖ. Καὶ αὐτὸ ἔκτοτε ἰσχύει...» («Ο.Τ.» 25.9.09, σ. 4). ῾Υποστηρίζει δηλ. ὁ π. Θερμὸς ὅτι τὸν ἁγιασμὸν τῆς ὕλης ἐπέβαλε πρωΐμως τὸ Βυζάντιον, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη τὴν παγανιστικὴν ἀντίληψιν περὶ δαιμόνων (ἀντιθέτων δυνάμεων) κρυπτομένων ἐντὸς τῆς ὕλης, καὶ οὕτως ἠλλοιώθη ἄλλη παραληφθεῖσα προηγουμένως, ῾Εβραϊκὴ αὐτή, ἀντίληψις περὶ καλῆς λίαν (μεταπτωτικῆς) ὕλης.
    Κατ᾿ ἀρχὴν ἡ ἀνωτέρω θέσις ἀφήνει πλανώμενον τὸ ἀφελὲς ἐρώτημα· αὐτὸ τὸ ὁποῖον νοοῦμεν ὡς μεταβολὴν τῶν Τιμίων Δώρων εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ δὲν ἐσυνειδητοποιεῖτο κατὰ τοὺς προβυζαντινοὺς αἰῶνας ὡς ἁγιαστικὴ εὐλογία, ἀλλὰ ἡ εὐχαριστία εἰς τὸν Θεὸν διὰ τὰ ὑλικὰ καλὰ λίαν ἀγαθά τοῦ ἔφερεν ὡς ἔμμεσον ἀποτέλεσμα τὸν μὴ αἰτούμενον καθαγιασμόν, δηλ. τὴν μεταβολὴν τῶν Τιμίων Δώρων; Καὶ τί σημαίνει ἡ πρᾶξις τῆς κοινότητος; ᾿Απὸ δὲ τοῦ δ´ αἰῶνος ὁ καθαγιασμὸς καὶ ἡ μεταβολὴ εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ (κατὰ τὴν Κυριακὴν καὶ τὴν ᾿Αποστολικὴν φωνὴν) νοεῖται διὰ τοῦ ἐξορκισμοῦ τοῦ δαίμονος ἀπὸ τῆς ὕλης; ῞Οτι τὰ πράγματα ἔχουν διαφοροτρόπως μαρτυρεῖ ἡ ἐκ τοῦ ῾Εβραϊκοῦ ἔννοια τῆς λέξεως εὐχαριστία, ἡ ὁποία ἀποδίδουσα ἀντίστοιχον ῾Εβραϊκὸν ὅρον σημαίνει συγχρόνως εὐχαριστίαν καὶ εὐλογίαν (RAC VI, 1966, στ. 914 – 916, ThWNT IX, 1973, σσ. 401 – 402, 405, G. Rouwhorst, Identital durch Gebet..., ἐν «Identitat durch Gebe...», Raderborn κ.ἀ. 2003, σσ. 48 – 49). Καὶ ὁπωσδήποτε βαρύνει καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου ᾿Ιγνατίου τοῦ Θεοφόρου, τοῦ πρωΐμου β´ αἰῶνος, ὅτι πρόκειται περὶ θυσίας ἐπὶ θυσιαστηρίου σαρκὸς καὶ αἵματος Χριστοῦ, γινομένης διὰ τῆς εὐχαριστίας καὶ τῆς προσευχῆς· τούτων δὲ (καὶ οὐχὶ ἀορίστως καλῶν λίαν κτισμάτων) μεταλαμβάνουν συνειδητῶς οἱ πιστοὶ (ἐπ. πρὸς Φιλαδ. IV: σπουδάσατε οὖν μιᾷ εὐχαριστίᾳ χρῆσθαι· μία γὰρ σὰρξ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ ἓν ποτήριον εἰς ἕνωσιν τοῦ αἵματος αὐτοῦ, ἓν θυσιαστήριον..., ἐπ. πρὸς Σμυρν. VI, 2, VII, 1: καταμάθετε τοὺς ἑτεροδοξοῦντας... εὐχαριστίας καὶ προσευχῆς ἀπέχονται, διὰ τὸ μὴ ὁμολογεῖν τὴν εὐχαριστίαν σάρκα εἶναι τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τὴν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν παθοῦσαν, ἣν τῇ χρηστότητι ὁ Πατὴρ ἤγειρεν. Βλ. καὶ τὰ ὅσα λέγει ὁ ἅγιος ᾿Ιουστῖ­νος, ᾿Απολ. ὑπὲρ Χριστιανῶν 66, 2: ...τὴν δι᾿ εὐχῆς λόγου τοῦ παρ᾿ αὐτοῦ (sc. Χριστοῦ) εὐχαριστηθεῖσαν τροφήν, ἐξ ἧς αἷμα καὶ σάρκες κατὰ μεταβολὴν τρέφονται ἡμῶν, ἐκείνου τοῦ σαρκοποιηθέντος ᾿Ιησοῦ καὶ σάρκα καὶ αἷμα ἐδιδάχθημεν εἶναι, καί Διάλ.117 ,1: πάσας διά τοῦ ὀνόματος τούτου θυσίας, ἄς παρέδωκεν Ἰησοῦς ὁ Χριστός γίνεσθαι, τουτέστιν ἐπί τῇ εὐχαριστίᾳ τοῦ ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου…, προλαβών ὁ Θεός μαρτυρεῖ εὐαρέστους ὑπάρχειν αὐτῷ (Μαλαχ. α´ 10-12). Ἡ ὁμοίως πρώϊμος ἀλλ᾿ ἀσαφὴς εἴδησις τῆς Διδαχῆς (9,1–10,7) ὑποστηρίζεται ὅτι σχετίζεται πρὸς τὴν τράπεζαν τῆς ᾿Αγάπης καὶ ὄχι πρὸς τὸ Μυστήριον τῆς Θ. Εὐχαριστίας. ᾿Αλλὰ καὶ γενικώτερον ὁ ἁγιασμὸς τῆς ὕλης εἶναι παγανιστικῆς ἐμπνεύσεως, ὅταν ὁ ᾿Απ. Παῦλος διδάσκη (Α´ Τιμ. δ´ 4 – 5): πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον· ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως (ὅπου τὸ ἐντεύξεως κατὰ τὴν ῾Ελληνιστικὴν ὁρολογίαν σημαίνει δεήσεως); Καὶ ὁπωσδήποτε ἄλλο θέμα εἶναι ἡ εὐχαριστία ἐπὶ παντὶ βρώματι καὶ ποτῷ κατὰ τὸ χωρίον τοῦ ᾿Απολογητοῦ ᾿Αριστείδου, ἡ ὁποία δὲν συνιστᾷ μυστήριον (᾿Απολ. 15, 7 – 8 [SC 470, σ. 290]: εὐχαριστοῦντες αὐτῷ κα­τὰ πᾶσαν ὥραν ἐν παντὶ βρώματι καὶ ποτῷ καὶ τοῖς λοιποῖς ἀγαθοῖς).
    ῾Ως πρὸς τὴν εὐλογίαν τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ὕδατος ἐν τῇ Λατρείᾳ ἡ ᾿Εκκλησιαστικὴ διδασκαλία ἔχει ὑποδείξει ὅτι ὅπου ὑπάρχει Γραφικὴ ὑποτύπωσις περιττεύει ἡ ἀναδρομὴ εἰς ἐθνικὰ πρότυπα καὶ ὅτι ἐπὶ τοῦ προκειμένου βαρύνει ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων, διότι κατὰ τὸν Μ. ᾿Αθανάσιον: αὐτάρκεις μὲν γάρ εἰσιν αἱ ἅγιαι καὶ θεόπνευστοι Γραφαὶ πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας ἀπαγγελίαν· εἰσὶ δὲ καὶ πολλοὶ τῶν μακαρίων ἡμῶν διδασκάλων εἰς ταῦτα συνταχθέντες λόγοι· οἷς ἐάν τις ἐντύχοι, εἴσεται μέν πώς τὴν τῶν Γραφῶν ἑρμηνείαν, ἧς δὲ ὀρέγεται γνώσεως τυχεῖν δυνήσεται (Κατὰ ῾Ελλήνων 1, 9 – 13, Thomson).
    Οὕτω π.χ. ἡ λατρευτικὴ εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ βαπτίσματος, ἔνθα ὄντως καὶ ἐναντίαι δυνάμεις μνημονεύονται καὶ συντριβὴ αὐτῶν διὰ τῆς σημειώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (...συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ σου πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις), ἀποδίδει τὸ Ψαλμικὸν (ογ´ 13): σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος, κατὰ τὴν ἀναγωγικὴν ἑρμηνείαν, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Φαραὼ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ εἰς οὓς ἀναφέρεται τὸ χωρίον συμβολίζουν τὸν σατανᾶν καὶ τοὺς δαίμονας (πβ. Εὐσέβιον, Εἰς τοὺς Ψαλμούς, PG 23, 705Α, 864Α – Β)· ἤδη δὲ ὁ ᾿Απ. Παῦλος σχετίζει διάβασιν ᾿Ερυθρᾶς Θαλάσσης καὶ Βάπτισμα ἀναγωγικῶς (Α´ Κορ. ι´ 1 – 2). ᾿Εντεῦθεν καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Μ. ῾Αγιασμοῦ (Σωφρονίου): σὺ καὶ τὰ ᾿Ιορδάνια ῥεῖθρα ἡγίασας οὐρανόθεν καταπέμψας τὸ πανάγιόν σου Πνεῦμα καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων, καὶ τὸ τροπάριον τῆς ς´ ῞Ωρας τῆς ε´ ᾿Ιανουαρίου: ...καὶ γὰρ τὸν κεκρυμμένον τοῖς ὕδασι πολέμιον, τὸν ἄρχοντα τοῦ σκό­τους, ἐπείγομαι ὀλέσαι... Σημειωτέον ὅτι καὶ ἔτι ἐνωρίτερον ὑπὸ τοῦ ᾿Ωριγένους (α´ ἥμ. γ´ αἰ.) μαρτυρεῖται ὅτι ὁ δράκων οὗτος εἶναι ὁ διάβολος (ἑρμηνευομένου τοῦ χωρίου ᾿Ιὼβ μ´ 25· ἄξεις τὸν δράκοντα ἐν ἀγκίστρῳ...· βλ. Σειρὰς εἰς τὸν ᾿Ιώβ, U. – D. Hagedorn, τ. ΙΙΙ, σσ. 342 – 344). ῞Οτι δὲ ἐμφιλοχωροῦν εἰς τὴν ὕλην οἱ δαίμονες, δὲν παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ, ἀλλ᾿ εἶναι καὶ ᾿Ιουδαϊκὴ πίστις καὶ διδασκαλία τῆς ΚΔ· ἐκτὸς τῶν μνημονευομένων ἐκεῖ πολλῶν δαιμονώντων ἀνθρώπων εἰσέρχονται οἱ δαίμονες καὶ εἰς τοὺς χοίρους (Ματθ. η´ 30–32, Μᾶρκ. ε´ 12–13, Λουκ. η´ 32–33), πορεύονται δι᾿ ἀνύδρων τόπων καὶ δὲν εὑρίσκουν ἀνάπαυσιν (οἵαν ἆρά γε προσφέρει εἰς αὐτοὺς τὸ ὕδωρ;) [Ματθ. ιβ´ 43, Λουκ. ια´ 24], ἔρχεται δὲ ὁ δράκων εἰς τὴν ἔρημον καὶ βάλλει εἰδικῶς ὕδωρ κατὰ τῆς συμβολικῆς γυναικὸς τῆς τεκούσης τὸν ἄρρενα, ἵνα αὐτὴν ποταμοφό­ρητον ποιήσῃ (᾿Αποκ. ιβ´ 13 – 16). Αὐτὴ ἄλλως τε ἡ περιπλάνησις τοῦ δαίμονος εἰς τὴν ἔρημον δικαιολογεῖ καὶ ἐκ τῆς ΚΔ τὴν παρουσίαν αὐτοῦ εἰς τὴν ἄψυχον ὕλην. ᾿Αλλὰ καὶ εἰς τὴν ΠΔ ἤδη ἐν τῷ Παραδείσῳ προσφέρεται ὁ ὄφις ὡς ἐνδιαίτημα τοῦ δαίμονος (Γέν γ´ 1 κἑξ.), καὶ ἐντεῦθεν καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτοῦ ὡς δράκοντος.
    Καὶ τὸ ὅτι τὸ ἔλαιον κατὰ τὸ Βάπτισμα εὐλογεῖται, ὥστε νὰ γίνῃ πάσης διαβολικῆς ἐνεργείας ἀποτρόπαιον, δὲν σημαίνει ὅτι ἐν αὐτῷ ὑπάρχει τὸ δαμαζόμενον «παγανιστικὸ στοιχεῖο»· ἀλλὰ καὶ τούτου ἡ ὑποτύπωσις, ὅτι εἶναι φυγαδευτικὸν τοῦ δαίμονος, εἶναι ῾Αγιογραφικὴ (Μᾶρκ. ς´ 7, 12 – 13· καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα..., καὶ ἐδίδου αὐτοῖς ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων..., καὶ δαι­μόνια πολλὰ ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώ­στους καὶ ἐθεράπευον). Καὶ ἡ ἐκδίωξις τοῦ δαίμονος εἶναι πρᾶξις καὶ τοῦ ἀρχαίου Χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ συγχρόνου τότε ᾿Ιουδαϊσμοῦ (βλ. χωρία παρὰ Marinella Corsano, Demoni in fuga..., «Dulce Melos», Alessandria 2007, σσ. 73 – 101). ᾿Ακόμη καὶ τὸ δημωδῶς παροιμιαζόμενον ὅτι ὁ διάβολος ἀποφεύγει τὸ λιβάνι ἔχει στήριξιν εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Τωβὶτ ς´ 17 (ὀσφρανθήσεται τὸ δαιμόνιον καὶ φεύξεται) καὶ η´ 3. Ἐπιστημονικὴ θέσις ἐξ ἄλλου εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ὑπετάγη εἰς τὴν δαιμονολογίαν τῶν ἐθνικῶν, ἀλλ᾽ ἀπηλευθέρωσε τὴν φύσιν τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου καὶ παρέδωκεν ἄνευ δεισιδαιμονικῶν προκαταλήψεων εἰς τὴν ἔρευναν (RAC VII, 1969, στ. 584, ἐν ὄψει τῆς συμβολῆς τοῦ Μ. Βασιλείου κ.ἄ.). ᾿Αλλὰ καὶ περαιτέρω ὁ Χρυσόστομος κακίζει διὰ μακρῶν ὅτι τολμῶσί τινες λέγειν ὅτι δαίμονες τὰ καθ᾿ ἡμᾶς διοικοῦσι (PG 49, 253Β). Καὶ ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος εἶναι σαφὴς ὡς πρὸς τὴν κατάργησιν τῆς δαιμονοφοβίας μετὰ τὴν Σταυρικὴν θυσίαν τοῦ Κυρίου: ...τοῦ Σταυροῦ γενομένου, πᾶσα μὲν εἰδωλολατρεία καθῃρέθη, πᾶσα δὲ δαιμόνων φαντασία τῷ σημείῳ τούτῳ ἀπελαύνεται, καὶ μόνος ὁ Χριστὸς προσκυνεῖται... (ἔνθ᾿ ἀνωτ. 1, 27–29). Εἶναι προϊόντα ταῦτα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ παγανιστικοῦ στοιχείου ἢ ἀποτελοῦν συνέχειαν τῆς διδασκαλίας τῆς ΚΔ;
    ᾿Αλλὰ καὶ ἐπιστημονικῶς ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα ἀκριβεῖς, ἡ θέσις ὅτι τὸ παγανιστικὸν στοιχεῖον εἰσβάλλει εἰς τὴν Χριστιανικὴν Λατρείαν ἀπὸ τοῦ τετάρτου αἰῶνος (καὶ ἄρα εὐθύνεται διὰ τοῦτο τὸ Βυζάντιον) ἔχει τροποποιηθῆ ἐπὶ τὰ χείρω, διότι ἐρευνηταὶ θέλουν νὰ ἐντοπίζουν ἐπιδράσεις τῆς ἐθνικῆς μυστηριακῆς λατρείας καὶ κατὰ τοὺς προγενεστέρους αἰῶνας, ὁπότε, ἐὰν τοὺς ἀκολουθήσωμεν, τὰ πράγματα ὄντως περιπλέκονται, καὶ οἱ ἔνοχοι ἀναζητητέοι ἀλλαχοῦ (βλ. συνοπτικῶς P. E. Bradshaw, The Search for the Origins of Christian Worship. Sources and Methods for the Study of Early Liturgy, London 22002, σσ. 21-23, 213-217). ᾿Αμφισβητεῖται ἐπίσης καὶ ἡ μονόπλευρος θεώρησις τῆς ἐκπορεύσεως τῆς πρωΐμου Χριστιανικῆς Λατρείας ἐξ ᾿Ιουδαϊκῶν καὶ μόνον προτύπων (τοῦ αὐτοῦ, Parallels between Early Jewish and Christian Prayers, ἐν «Identitat durch Gebet...», σσ. 28 – 32). Καὶ ἴσως παρόμοιαι ἐπιστημονικαὶ γνῶμαι ὡδήγησαν καὶ εἰς περαιτέρω ἀνεδαφικὴν ἀπόφανσιν, ὅτι «δὲν εἶναι ἡ καθαρὴ λατρεία αὐτή, ποὺ ἦταν στοὺς πρώτους αἰῶνες» («Ο.Τ.» 2.10.09, σ. 3), ὥστε νὰ αἰσθανώμεθα τὴν ἀνάγκην ἔτι αὐθαιρετωτέρων κριτηρίων «διορθώσεως» αὐτῆς, εἰς χῶρον ὅπου αἱ μαρτυρίαι σπανίζουν.
    β´) ῾Η ἐκλαμβανομένη ὡς βυζαντινῆς ἐμπνεύσεως ἀντίληψις περὶ διακρίσεως ἱεροῦ καὶ βεβήλου («Ο.Τ.» 2.10.09, σ. 3)· «αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ στὴν πραγματικότητα ἐγκαινίασε τὸν διαχωρισμὸ ἱεροῦ καὶ βεβήλου» (καὶ ἐννοεῖται αἰτία ἡ εἰσαγωγὴ παγανιστικῶν στοιχείων εἰς τὴν Λατρείαν) μήπως καὶ αὐτὴ δὲν ἔχει ῾Αγιογραφικὴν ὑπόδειξιν; Δὲν συναντῶμεν τὴν διάκρισιν εἰς τὸ Λευϊτ. ι´ 10· ἀνὰ μέσον τῶν ἁγίων καὶ τῶν βεβήλων, ἢ εἰς τὸν ᾿Ιεζεκιὴλ κβ´ 26· ἀνὰ μέσον ἁγίου καὶ βεβήλου ἢ δὲν βεβηλοῦνται τὰ ἅγια (Λευϊτ. ιθ´ 8, Ψαλμ. ογ´ 7) ῥιπτόμενα τοῖς κυσὶ (Ματθ. ζ´ 6); Δηλαδὴ εἰς τὸν χριστιανικὸν κόσμον τὰ πάντα εἶναι ἅγια καὶ οὐδὲν βέβηλον; Δὲν χρειάζεται πρὸς ἁγιασμὸν ἡ ἐπίκλησις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δέησις; Δὲν ἰσχύει ἡ διάκρισις τῆς ΠΔ εἰς τὸν Χριστιανισμόν; ᾿Αλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ Εἰκονομαχία κατὰ τὸν ῞Ορον τῆς ἐν ῾Αγί·ω Πνεύματι Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκεῖ προσέκρουσεν, εἰς τὴν ἀθέτησιν τῆς διακρίσεως ἱεροῦ καὶ βεβήλου· ...καὶ ἀνὰ μέσον ἁγίου καὶ βεβήλου οὐ διέστειλαν, τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ῾Αγίων Αὐτοῦ ὁμοίως τοῖς ξοάνοις τῶν σατανικῶν εἰδώλων ὀνομάσαντες (Lamberz – Uphus).
    γ´) Τῆς καταφορᾶς δὲν ἐξέφυγε καὶ ὁ ὀρθόδοξος Μοναχισμός, ὁ ὁποῖος προβάλλεται ὡς παραχαράσσων τὴν εἰκόνα τῆς Εὐχαριστιακῆς πνευματικότητος τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας, διότι ἐπιμένει εἰς τὴν θεραπευτικὴν ἀποστολήν του, ἐνῶ ἡ θεραπεία δὲν εἶναι ξένη πρὸς τὴν εὐχαριστιακὴν συμμετοχὴν («ἦταν ἡ εἰσαγωγὴ τῆς θεραπευτικῆς πνευματικότητος ἀντὶ τῆς ἐκκλησιολογικῆς πνευματικότητος ποὺ ὑπῆρχε προηγουμένως μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀτομισμοῦ τοῦ αἰσθητισμοῦ...», «Ο.Τ.» 2.10.09, σ. 3, καὶ «γιὰ τὴ διαφορὰ καὶ τὴν σύγκρουση μεταξὺ εὐχαριστιακῆς καὶ “θεραπευτικῆς” πνευματικότητος ἔχουν γραφῆ πάμπολλα...», «Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6). Σημειωτέον ὅτι τὸ Βυζάντιον δὲν εὐθύνεται διὰ τὴν δημιουργίαν τοῦ ἀσκητικοῦ κινήματος, διότι τὸν ἀναχωρητικὸν βίον παρέλαβεν ἤδη ἀναπτυσσόμενον. ᾿Ηνέχθη ὅμως, ἐπεδοκίμασε καὶ ὠργάνωσε τὴν λειτουργίαν ἱερῶν μονῶν καὶ μοναστικῶν συγκροτημάτων, χωρὶς νὰ βάλλῃ κατὰ τῆς ἐκκλησιολογικῆς πνευματικότητος. Περὶ τοῦ μοναχισμοῦ ἐξεφράσθησαν μεγάλοι θεολόγοι καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐξεπορεύθησαν ὑψηλὰ ἀναστήματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ῞Αγιοι καὶ μαχηταὶ εὐαίσθητοι εἰς τὴν ἀνίχνευσιν καὶ καταπολέμησιν τῆς κακοδοξίας. ῞Ωστε πᾶσα συνηγορία ὑπὲρ αὐτοῦ θὰ ἦτο περιττὴ καὶ ἀνεπαρκής. ᾿Αλλὰ ἀφοῦ ἐπιμένωμεν ὅτι πρέπει νὰ μετρῆται ὁ Μοναχισμὸς κατὰ τὴν πεπλασμένην ἀντίθεσίν του πρὸς τὴν εὐχαριστιακὴν πνευματικότητα, ἂς μὴ παρίδωμεν ὅτι ὁ Μοναχισμὸς ἐπιμένει εἰς τὴν πνευματικὴν γυμνασίαν, τὴν ἄσκησιν καὶ τὴν κατάλληλον προετοιμασίαν, διὰ νὰ εἶναι τελικῶς ὁ πιστὸς ἄξιος κοινωνὸς αὐτοῦ τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου. ᾿Εκεῖνο τὸ δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω τοῦ ᾿Απ. Παύλου (Α´ Κορ. ια´ 28) εἶναι καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ὁ ἀσκητικὸς σκοπὸς τοῦ μοναχοῦ, διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ᾿Αποστολικῆς ῥήσεως καὶ νὰ ἔχῃ κατὰ Χρυσόστομον τοῦ συνειδότος τὴν καθαρότητα (PG 61, 233Β) ἐν ὄψει τῆς εὐχαριστιακῆς μετοχῆς. Τὸ δοκιμαζέτω εἶναι τὸ μέσον πρὸς ἀποφυγὴν τῆς καταστάσεως τῶν πολλῶν ἀσθενῶν καὶ ἀρρώστων... ᾿Αμφότερα εἶναι ἀλληλένδετα. Δὲν εἶναι ξένη ἡ ἀσκητικὴ παρουσία τοῦ Μοναχισμοῦ πρὸς τὴν εὐχαριστιακὴν πνευματικότητα, ὅπως τὴν ἐξελάμβανεν ἡ ᾿Εκκλησία. Καὶ οὔτε τὸ Βυζάντιον ἀστοχεῖ περιλαβὸν εἰς τοὺς κόλπους του καὶ τὴν μοναχικὴν πνευματικότητα (ὑπάρχει καὶ ἀπὸ αὐτῆς τῆς σκοπιᾶς πολλὴ βιβλιογραφία). ῍Η μήπως ἡ παρθενία, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, · ἐξομολόγησις ἐκ τῶν κυρίων μέσων τῆς μοναστικῆς ἀσκήσεως δὲν ἔχουν ῾Αγιογραφικὴν στήριξιν καὶ ἐντολήν; Καὶ ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ Μοναχισμὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εἰκὼν τῆς ἐν φυγῇ ᾿Εκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων τῶν διωγμῶν, μοναχοὶ ὑπηρετοῦν εἰς τὸ κοινωνικὸν ἔργον τῆς ᾿Εκκλησίας, μοναχοὶ ἀναλαμβάνουν ἀποστολικὸν ἔργον, διὰ νὰ διδάξουν τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ὁδηγήσουν ἀνθρώπους εἰς τὴν εὐχαριστιακὴν πνευματικότητα.
    δ´) Διετυπώθη ὅτι ἡ Λατρεία καὶ ἡ ῾Υμνολογία της εἶναι ἔργα ἀνθρώπινα καὶ ἄρα τρεπτὰ περιέχοντα ὑπὸ τὴν ἀνοχὴν καὶ ἀγάπην τοῦ Κυρίου «λάθη τῶν παιδιῶν Του» εὑρεθέν των «ὑπὸ τὴν πίεση ἰδιαζουσῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν» καὶ ἀναμένοντα τὴν «ἀποκατάσταση τῆς ὀρθοπραξίας, μόλις αὐτὴ καταστῆ ἐφικτὴ» καὶ ὅτι τοῦτο «εἶναι καθῆκον μας» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6). Καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναλαμβάνομεν ἡμεῖς ἄνωθεν τὴν ἱερὰν ἀποστολὴν τῆς διορθώσεως τῶν «σφαλμάτων» τῶν θεοσόφων Πατέρων, διότι διαθέτομεν ἐπιστημονικὸν καὶ μόνον ὁπλισμὸν (καὶ μάλιστα ἄλλος ἄλλον), τὸν ὁποῖον ἐκεῖνοι δὲν εἶχον, ὥστε νὰ διακρίνουν ποῖον τὸ ὑπὸ πίεσιν καθιερούμενον ἐν τῇ Λατρείᾳ καὶ τοῦτο τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιφυλάσσει εἰς ἡμᾶς τὴν ἐπιτυχίαν τῆς τελειότητος καὶ τῆς καθαρότητος τῆς Λατρείας, διότι κακῶς εἰς τὴν καθιερωμένην Λατρείαν ἡ ἀπατηλὴ «θρησκευτικότητά» μας «τὰ θέλει ὅλα “τέλεια” καὶ “καθαρά“, ὅλα σταλμένα ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὸν οὐρανό»! («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6).
    Καὶ εἰς τὴν ἀνωτέρω ὑπερφίαλον ἀξίωσιν προστίθεται καὶ τὸ ἀφοπλιστικὸν ἐπιχείρημα πρὸς ἀπομυθοποίησιν τοῦ θεοκρίτου τῆς λατρευτικῆς ὑμνωδίας ὅτι «κάθε Κυριακὴ ψάλλουμε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑωθινὰ δοξαστικά, τὰ ὁποῖα ἔγραψε ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ 6ος, δηλαδὴ κάποιος ποὺ τέλεσε τέσσαρες γάμους; (!) Καὶ ποὺ γιὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπό του καθαίρεσε τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως; (!)» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6). Δηλαδὴ ἡ ἁμαρτωλότης τοῦ ποιητοῦ τῶν ἑωθινῶν (θὰ προσθέσω καὶ ἄλλων ἀξιολόγων ὕμνων τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ συγγραφέως ὁμιλιῶν ὑψηλοῦ θεολογικοῦ περιεχομένου) ἐπηρεάζει τὸ ὀρθόδοξον καὶ τὸ ποιητικῶς παραδεκτὸν ὕφος καὶ περιεχόμενον τῶν ὕμνων τοὺς ὁποίους εἰσήγαγεν οὐχὶ ἀφελῶς ἡ ᾿Εκκλησία εἰς τὴν Λατρείαν· ἢ μήπως καὶ ἡ ᾿Εκκλησία διαπράττει σφάλματα τελοῦσα ὑπὸ ὑποτιθεμένην πίεσιν καὶ μετὰ τὴν παρέλευσιν τῶν πιεστικῶν ἀνθρώπων δὲν φροντίζει νὰ τὰ διορθώσῃ; Εἶναι δὲ καὶ τολμηρὸν νὰ ὑπαινισσώμεθα ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία ἀνέχεται εἰς τοὺς κόλπους της νὰ ρυθμίζουν τὰ τῆς Λατρείας της καὶ τὰ τῆς παραβολῆς «ζιζάνια», ὥστε «ποτὲ τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἀπολύτως καθαρὰ καὶ ἀνεπίληπτα» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6), καὶ ἄρα ὑποκείμενα εἰς τὴν ἀπαραίτητον καθαρτικήν μας χειρουργίαν.
    Πῶς γίνεται ὅμως, ἐνῶ τὰ «ζιζάνια» εἶναι σπορὰ τοῦ «ἐχθροῦ» (Ματθ. ιγ´ 25-28), ὁ ἐξ αὐτῶν Λέων ς´ (=Λέων δεσπότης) νὰ ὑμνῇ ὀρθοδόξως τὴν ῾Αγίαν Τριάδα εἰς τὸ ὑπέροχον δογματικὸν δοξαστικὸν τοῦ ῾Εσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς (Δεῦτε, λαοί, τὴν τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν...);
    ᾿Αλλ᾿ ἐφ᾿ ὅσον διεκδικοῦμεν τὴν ἁρμοδιότητα νὰ διορθώνωμεν τὰ «κακῶς ἔχοντα» τῆς λατρευτικῆς πράξεως, θὰ προέτεινα πρὸς ὁλοκλήρωσιν τῆς καθάρσεως κατὰ τὴν ἀνωτέρω ἐπισήμανσιν νὰ προβληματισθῶμεν, ἂν πρέπει νὰ ὑποδείξωμεν καὶ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν ἐν ταῖς ἀκο λουθίαις ἀναγνωσμάτων ἐκ τῶν Παλαιοδιαθηκικῶν βιβλίων τοῦ Σολομῶντος (κανονικῶν ἢ δευτεροκανονικῶν), διότι καὶ ὁ Σολομὼν ἐξέκλινε καὶ αὐτὸς εἰς ἁμαρτωλὸν βίον χείρονα ἐνδεχομένως τοῦ τοῦ Λέοντος. Τώρα ἂν αὐτὰ περιέχουν καὶ προφητείας εἰς Χριστόν, αὐτὸ τὰ κριτήριά μας ἂς τὸ παρακάμπτουν!
    ᾿Αλλὰ τὸ θέμα τίθεται γενικώτερον, διότι ὑποδεικνύεται ὅτι βαρύνει ἡ φωνὴ τῶν συγχρόνων (καὶ διατί ὄχι διεθνοῦς προβολῆς;) ἐπιστημόνων λειτουργιολόγων εἰς τὴν ρύθμισιν θεμάτων τῆς παραδεδομένης λειτουργικῆς πράξεως τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Κατηγοροῦνται οἱ ἐπικρίναντες τὰς καινοτομίας τοῦ π. Βασιλείου ἱερεῖς ὅτι προσβάλλουν «καταξιωμένους ἐπιστήμονες καὶ πιστὰ μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Ρητὰ δηλώνουν ὅτι δὲν θέλουν τοὺς λειτουργιολόγους...» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6).
    Θὰ προτείνω καὶ πάλιν ὅτι πρὸς ὁλοκλήρωσιν κατὰ τὸ αὐτὸ πνεῦμα ἐπιβάλλεται νὰ συμβουλευθῶμεν καὶ μίαν ἄλλην ὁμάδα ἐπιστημόνων, τοὺς Καινοδιαθηκολόγους, καί, διὰ νὰ εἴμεθα ἐπιστημονικῶς «ἀνεπίληπτοι», καὶ πάλιν τοὺς ἀνὰ τὸν κόσμον ἀφωσιωμένους ἐρευνητὰς τοῦ κλάδου τούτου. Σημαντικὴ μερὶς καὶ τούτων ἔχουν νὰ μᾶς ὑποδείξουν πολλὰ περὶ τροποποιήσεων τῶν παγίως καθιερωμένων ῾Αγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων ἐν τῇ Λατρείᾳ. Π.χ. θὰ μᾶς διδάξουν ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ ἀποβάλωμεν ἐκ τοῦ ῎Ορθρου τῆς Κυριακῆς τὸ Γ´ ἑωθινὸν Εὐαγγέλιον καὶ τὴν ἐξ αὐτοῦ ὑμνωδίαν, διότι ἡ περικοπὴ (Μᾶρκ. ις´ 9-20) δὲν ἀνήκει εἰς τὸ γνήσιον κατὰ Μᾶρκον (παρὰ τὰς μεμονωμένας ἀντιρρήσεις τοῦ W. R. Farmer), νὰ ἀποσύρωμεν τὴν περικοπὴν τῆς ἐπὶ μοιχείᾳ καταληφθείσης (᾿Ιω. η´ 3-11) ἀναγινωσκομένην τὴν 1ην ᾿Απριλίου, διότι δὲν ἀνήκει εἰς τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην, νὰ ἀποβάλωμεν χάριν γνησιότητος τὰς ἀναγινωσκομένας περικοπὰς ἐκ τῶν δύο πρώτων κεφαλαίων τοῦ κατὰ Λουκᾶν, διότι τὰ κεφάλαια ταῦτα εἶναι κατ᾿ αὐτοὺς πρόσθετα, μεταγενέστερα, ἀνήκοντα εἰς τὸν ἐπινοούμενον «Δευτερολουκᾶν» ἢ νὰ ἀπαλείψωμεν τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Απ. Παύλου ἀπὸ τῶν ᾿Επιστολῶν πρὸς ᾿Εφεσίους, πρὸς Κολασσαεῖς, πρὸς Θεσσαλονικεῖς Β´, πρὸς Τιμόθεον Α´, Β´, πρὸς Τίτον, πρὸς ῾Εβραίους, καὶ νὰ μὴ ἐκφωνῶμεν· Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα, καὶ ἀναλόγως νὰ πράξωμεν καὶ ἐπὶ τῶν ἀναγινωσκομένων ἐκ τῶν Καθολικῶν ᾿Επιστολῶν. Καὶ ἐπὶ τούτοις ποῖον κείμενον τῆς ΚΔ θὰ μᾶς συστήσουν διὰ τὴν Λατρείαν, τὸ τῆς 27ης κριτικῆς ἐκδόσεως, τὸ χαρακτηριζόμενον ὡς Living text τῶν παπύρων, τὸ τοῦ κώδικος Bezae ἢ θὰ μείνωμεν εἰς τὸ majority text καὶ τῆς ἐσχάτης κατ᾿ αὐτοὺς κατηγορίας τοῦ Βυζαντινοῦ τύπου; ᾿Εκκρεμεῖ καὶ ἡ ἀποκάθαρσις τῶν «πρωτοορθοδόξων» ἐπεμβάσεων, αἵτινες κατὰ ὀνομαστοὺς καινοδιαθηκολόγους ἠλλοίωσαν ἐπὶ τὸ ὀρθοδοξότερον καὶ ἀσκητικώτερον χωρία τῆς ΚΔ (Metzger, Ethrman κ.ἄ.). Καὶ τὸ ἔτι χεῖρον, ἐξ αὐτῶν θὰ μάθωμεν ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ θεολογία τῆς ΚΔ, καὶ μάλιστα ἑνὸς ἑκάστου τῶν βιβλίων αὐτῆς, καὶ ἄλλη ἡ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καὶ ὅτι μετὰ τῶν κανονικῶν πρέπει νὰ συμμελετῶνται πρὸς ὁλοκλήρωσιν τῆς κατανοήσεως αὐτῶν καὶ τὰ ἀπόκρυφα, οἷα τὸ τοῦ Πέτρου καὶ τὸ κατὰ Θωμᾶν. Καὶ ἰδοὺ στερεὰ βάσις, διὰ νὰ στηρίξωμεν τὴν ἣν ἐπιχειροῦμεν ἀναπαραγωγὴν τῆς πρωΐμου Λατρείας! Καὶ βεβαίως καὶ ἐνταῦθα οὐδαμοῦ γίνεται λόγος περὶ θεοπνευστίας τῶν Γραφῶν, περὶ ἐμπνεύσεως ἐκ τοῦ οὐρανοῦ (!), καὶ ἀναγνωρίζεται δρῶν ὁ ἔχων ἀδυναμίας ἀνθρώπινος παράγων καὶ ἡ ἐπίδρασις ἀκόμη καὶ τοῦ παγανιστικοῦ στοιχείου. Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει μήπως καὶ αὐτὸς ὁ Κανὼν τῆς ΚΔ εἶναι ἔργον ἀνθρώπινον, ὅπως καὶ ἡ λειτουργικὴ πρᾶξις, καὶ δὲν ἐπέμφθη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἄρα ἐπιδέχεται καὶ οὗτος ἐπιστημονικὰς ἀναθεωρήσεις εἰσακτέας εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν;
    ᾿Αλλ᾿ ἡ ἐν ῾Αγίω Πνεύματι (καὶ τοῦτο τοὐλάχιστον δὲν ἀμφισβητεῖται) ἀποφηναμένη Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὡς πρὸς τὰ κείμενα τῆς Θείας Λειτουργίας τηρεῖ ἀντίθετον στάσιν καὶ σέβεται ἐν κανόνι λβ´ τὴν ἐγγράφως παραδοθεῖσαν μυστικὴν ἱερουργίαν ᾿Ιακώβου τοῦ ᾿Αδελφοθέου καὶ Μ. Βασιλείου, διότι περιέχει τὴν τέλεσιν τοῦ Μυστηρίου κατὰ θεόσδοτον τάξιν, καὶ δὲν ἐπιτρέπει παραβάσεις. ᾿Αλλὰ καὶ τὸ σκανδαλίζον βυζαντινὸν τυπικόν, «Ο.Τ.» 25.9.09, σ. 4 (ἐὰν τοῦτο ἀποτελῇ «βυζαντινισμὸν») τῶν κηρῶν, τῶν κανδηλῶν, τοῦ θυμιάματος, τῶν εἰκόνων (σχετισθεισῶν ὀρθοδόξως καὶ πρὸς τὸν σεβασμὸν τῶν εἰκόνων τῶν [μισητῶν καθ᾿ ἡμᾶς] βυζαντινῶν βασιλέων), καὶ τοῦτο ἔχει τύχει συνοδικῆς καταξιώσεως καὶ ἀναγνωρίσεως τῆς ἀρχαιότητός του ἐν τῷ ῞Ορῳ τῆς Ζ´ Οἰκ. Συνόδου, ὅπου ἀναγινώσκομεν ὅτι καὶ εἰς τὰς ἁγίας Εἰκόνας, ὡς καὶ εἰς τὸν Τίμιον Σταυρόν, συνιστᾷ ἡ Σύνοδος καὶ θυμιαμάτων καὶ φώτων προσαγωγὴν πρὸς τὴν τούτων τιμὴν ποιεῖσθαι, καθὼς καὶ τοῖς ἀρχαίοις εὐσεβῶς εἴθισται. ῾Η ἱερὰ Λατρεία δὲν εἶναι χῶρος πειραματισμῶν καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκην διαλόγων πρὸς τοὺς προβληματιζομένους καὶ ἄλλοτε ἄλλα πρεσβεύοντας καὶ ἀσυμφώνους πρὸς ἀλλήλους ἐπιστήμονας. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητον ὅτι οὐδεὶς κωλύει τὴν αὐτόνομον ἐπιστημονικὴν ἔρευναν, τὴν ὁποίαν καὶ ὑπηρετοῦμεν κατὰ τὴν ἰδικήν της μεθοδολογίαν, ἀλλὰ τὴν θείαν Λατρείαν διέπουν ἄλλαι ἀρχαὶ δεδοκιμασμέναι ἱστορικῶς καὶ καθιερωμέναι δι᾿ ἄλλης διαδικασίας, ἡ ὁποία ὄντως χρειάζεται καὶ τὴν καθοδήγησιν «τοῦ Οὐρανοῦ».
    Καὶ πᾶσαι αἱ ἀνωτέρω καινοτομικαὶ εἰσηγήσεις περὶ ἐκ βάθρων ἀναμορφώσεως τῆς Λατρείας γίνονται καὶ ἐν συνδυασμ·ῶ πρὸς τὴν ἐπιμόνως ὑποστηριζομένην μετάφρασιν τῶν λειτουργικῶν κειμένων πρὸς ὁλοκλήρωσιν τῆς ἀποξενώσεως τοῦ ᾿Ορθοδόξου ῞Ελληνος ἀπὸ τῆς ἀμέσου βιώσεως τῆς ἱστορικῆς καὶ διαχρονικῆς διαστάσεως τῶν παραδεδομένων πηγῶν τῆς πνευματικῆς του τροφοδοσίας καὶ συμμορφώσεως πρὸς ὅσα οἱ σύγχρονοι ταγοὶ τῆς χρησιμοθηρικῆς μας ἐκπαιδεύσεως ὑπόπτως εἰσηγοῦνται ἐπὶ ζημίᾳ τῆς κατοχῆς ὡς ἐθνικοῦ κτήματος τῆς γλωσσικῆς συνεχείας. ῍Ας ὀρθώσῃ ἡ ᾿Εκκλησία ἀντίστασιν, ἂν μή τι ἄλλο χάριν τῆς ἐθνικῆς σημασίας τῆς ζώσης διπλῆς γλωσσικῆς παραδόσεως. Αὐτὸ τὸ ὁποῖον χρειά ζεται καὶ ὑπονοοῦν οἱ Πατέρες πρὸς κατανόησιν τῶν ἱερῶν κειμένων εἶναι ἡ ἑρμηνεία, ἡ διδασκαλία τῶν θείων ἐννοιῶν, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἀνάπτυξιν καὶ συστηματικὴν ἐργασίαν. ᾿Εδῶ ἂς ἐπιμείνωμεν.
 
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» ΑΡ. ΦΥΛ. 1818-1819
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου