Διάβαζε τον ψαλμό ΞΘ’, όταν άκουσε τη βροχή που είχε πιάσει.
-Βρέχει, σκέφτηκε. Περίεργο! Δε φαινόταν από νωρίς πως ήτανε για βροχή ο καιρός.
Διέκοψε απότομα τους συλλογισμούς του. Η βροχή ήταν ένα εξωτερικό γεγονός και δεν άξιζε να διακόψει τον ψαλμό γι’ αυτήν. Ξανάρχισε τον ψαλμό:
«μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριόν σου, εγώ δε πτωχός ειμί και πένης, ο Θεός βοηθησόν μοι».
Έξω η βροχή δυνάμωνε ολοένα.
Είχε δύο βδομάδες περίπου που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτήν τη συνοικία. Ήτανε η πρώτη του ενορία. Η αλήθεια είναι πως είχε ζητήσει ο ίδιος να τοποθετηθεί σε λαϊκή συνοικία. Είχε πει στους αρμοδίους:
- Θα ήθελα να αρχίσω το στάδιό μου ως εφημέριος σε μία λαϊκή συνοικία.
Οι δύο αυτές λέξεις «λαϊκή συνοικία» χτυπούσανε μέσα του με παράξενο ήχο. «Είμαι ένας ρομαντικός, φαίνεται», συλλογιζότανε καμιά φορά. Ήτανε νέος και δεν είχε ως τότε την ευκαιρία να γνωρίσει τη ζωή από πολλές πλευρές. Η οικογένειά του, μια μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας του, τραπεζικός υπάλληλος. Είχε πεθάνει πρόπερσι. Από αυτόν είχε κληρονομήσει τον φόβο του Θεού και την αφοσίωση στις εντολές Του. Γράφτηκε στη Θεολογική σχολή, τελειώνοντας το γυμνάσιο, και το όνειρό του ήτανε να γίνει ιερεύς. Να υπηρετήσει έτσι το Θεό. Να φέρει κοντά στον Ποιμένα όσα μπορούσε περισσότερα «απολωλότα πρόβατα».
Από τη διπλανή κάμαρα ακουγότανε η βαριά ανάσα της γυναίκας του. Η πόρτα ήτανε μισάνοιχτη.
Δύο βδομάδες μονάχα είχε σ’ αυτήν τη συνοικία, όμως είχε κιόλας την ευκαιρία να διαπιστώσει πως οι ενορίτες του, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε μακριά από το δρόμο του Θεού. Ιδίως από την άποψη ηθών, η κατάσταση απελπιστική. Ωστόσο ο ίδιος δεν απελπιζότανε. Την περασμένη Κυριακή είχε μιλήσει στη μικρή Εκκλησία πάνω στο θέμα των ηθών. Πύρινος ο λόγος του. Έκανε μεγάλη εντύπωση. Και κατάστρωνε το σχέδιό του, που θα το έβαζε σ’ εφαρμογή το συντομότερο. Είχε έρθει κιόλας σ’ επαφή με μερικούς ευσεβείς ενορίτες, μέλη μιας χριστιανικής οργάνωσης, που ήτανε κι αυτοί σύμφωνοι πως η διαφθορά είχε προχωρήσει πολύ στη συνοικία τους.
- Οι εγκόσμιοι πειρασμοί κυριαρχούν εις την συνοικίαν μας, είπε, σε μια συγκέντρωση που κάνανε, ο μεγαλύτερος μπακάλης της γειτονιάς, που ήταν εξέχον μέλος της χριστιανικής οργάνωσης. (Στην Κατοχή, είχε πλουτίσει με τη μαύρη αγορά αλλά τούτο δεν είχε σημασία για τη χριστιανική οργάνωση. Έτερον εκάτερον…)
- Η σάρξ! Πετάχτηκε ένας άλλος, έμπορος ψιλικών. Προπαντός, η σάρξ!
Η φωνή του είχε τόνο υστερικό.
- Επιμένω επί της σαρκός! συνέχισε, και το καρύδι στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε.
- Και εγώ επιμένω επί του αλκοολισμού! είπε κάποιος άλλος.
Ο καθένας είχε κάτι και σ’ αυτό επέμενε. Ο εφημέριος τους τούς ησύχασε, και καταλήξανε όλοι στο συμπέρασμα πως πρέπει να προχωρήσουν με σχέδιο μελετημένο καλά, για να κατατροπώσουν τη διαφθορά.
Διάβαζε τώρα τον ψαλμό Ος΄. Ρεύτηκε την ψαρόσουπα που είχε φάει πριν από λίγο. Η γυναίκα του την πετύχαινε πολύ.
Η βροχή συνεχιζόταν με την ίδια ένταση.
Ξαφνικά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
- Ανοίχτε! μια φωνή που του φάνηκε παιδική.
Έριξε το παλτό του, γιατί ήτανε με τα νυχτικά του, άνοιξε. Μπήκε ένα αγόρι, ίσαμε δώδεκα χρονώ, μούσκεμα από τη βροχή.
- Τι συμβαίνει; το ρώτησε.
- Με έστειλε η μάνα μου, είναι ένας πεθαμένος, λέει, και να κάνεις γρήγορα να τον μεταλάβεις, λέει, γιατί όπου νάναι πεθαίνει.
Του έδωσε μια πετσέτα να σκουπιστεί.
- Δε βαριέσαι, έκανε το παιδί και την άφησε.
Ήθελε να ντυθεί. Στην κρεβατοκάμαρα κοιμόταν η γυναίκα του, φοβότανε μη την ξυπνήσει.
- Γύρισε το κεφάλι σου στον τοίχο, είπε του παιδιού για να περάσει το παντελόνι του.
Το είδε που κρυφοκοίταζε.
- Φοβερή εξαχρείωσις! συλλογίστηκε
Βγήκανε, τέλος, οι δυό τους. Θα πέρναγε από την Εκκλησία να πάρει το δισκοπότηρο. Είχε αφήσει ένα σημείωμα, δύο λόγια στη γυναίκα του, μην ξυπνήσει και δεν τον δει και τρομάξει.
Η βροχή έπεφτε πάντα δυνατή. Μπροστά πήγαινε το παιδί.
- Που μένει; το ρώτησε.
- Παρακάτω.
Το παιδί δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Βάδιζε μπροστά και η βροχή το χτυπούσε. Ακολουθούσε αυτός, βαστώντας το δισκοπότηρο σφιχτά στο στήθος του.
Βαδίζοντας, η σκέψη του δούλευε. Ήταν η πρώτη φορά που θα κοινωνούσε ετοιμοθάνατο. Ήτανε φυσικό νάναι συγκινημένος. Και μάλιστα, που τύχαινε η πρώτη αυτή φορά νάναι σε μια περιοχή οπού οι άνθρωποι είχανε ξεχάσει το Θεό και ζούσανε στην αμαρτία.
Προσευχήθηκε, περπατώντας, και ζήτησε από το Θεό να του δώσει δύναμη, κείνη τη νύχτα, να φέρει κοντά του ένα «απολωλός πρόβατον».
Το παιδί βούλιαξε σε μια λακκούβα γεμάτη νερό.
- Τα κέρατά σου, δήμαρχε! βλαστήμησε.
Συλλογίστηκε πως έπρεπε να του κάνει την παρατήρηση για τις βλαστήμιες που έλεγε κάθε τόσο. Θα του μιλούσε αργότερα.
- Εδώ ‘μαστε, είπε το παιδί.
Το δωμάτιο, 3 Χ 3 περίπου, ήτανε στο βάθος της αυλής. Κι ο άνθρωπος ήτανε μόνος εκεί, στο σιδερένιο κρεβάτι, το κεφάλι του και το ένα χέρι, το αριστερό, έξω από την κουβέρτα.
Από ένα άλλο δωμάτιο ακουγότανε γραμμόφωνο.
- Έχει γούστο να πέθανε κιόλας, είπε το παιδί.
Δεν προχώρησε όμως. Στάθηκε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταζε.
Μια λάμπα πετρελαίου, πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, έριχνε λιγοστό φώς. Στο γυαλί της μια φουρκέτα.
Έκλεισε την ομπρέλα του. Άφησε το δισκοπότηρο στο τραπέζι κι έσκυψε πάνω στον άνθρωπο. Ήταν ακίνητος, με κλειστά μάτια. Ίσαμε εξήντα χρονώ. Όμως, δεν είχε πεθάνει. Ανάσαινε.
Η βροχή εξακολουθούσε, πιο δυνατή. Κείνη τη στιγμή, τον είδε και άνοιξε τα μάτια του. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Ο άνθρωπος ξανάκλεισε τα μάτια κι έπεσε στο λήθαργο του.
- Δεν πέθανε, είπε το παιδί από τη γωνιά.
- Όχι, είπε αυτός.
Γίνηκε σιωπή. Σε λίγο ρώτησε:
- Μόνος του είναι;
- Ναι.
- Είναι καιρός που αρρώστησε;
- Είναι.
- Τι έχει;
Το παιδί ήθελε να πει «πείνα», δεν είπε τίποτα. Του φάνηκε παράξενο που ο παπάς δεν είχε καταλάβει ακόμα τι έτρεχε κει μέσα, που δεν είχε καταλάβει τι αρρώστια είχε ο άνθρωπος. Δεν ήταν βέβαια παρών ο παπάς τις προάλλες που ήρθε ο γιατρός και είπε: «Δεν γίνεται τίποτα. Είναι πολύ εξαντλημένος. Είναι πολύ αργά.»
Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο είχε μερικά έπιπλα, το σιδερένιο κρεβάτι, το τραπέζι, μια καρέκλα και ένα ντουλάπι.
Ήταν κι ένα ημερολόγιο στον τοίχο. Έδειχνε Πέμπτη, 10 Ιουλίου, ενώ ήτανε Νοέμβρης.
Ήτανε ακόμα ένα κάδρο που παρίστανε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Κι ένα δίπλωμα απονομής πολεμικού μεταλλίου, σε κάδρο, μαζί με το μετάλλιο.
Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του.
-Ήρθες; είπε.
Η φωνή του έβγαινε με πολύν κόπο από μέσα του.
- Ναι, είπε. Ήρθα.
- Γιατί φοράς μαύρα; ρώτησε ο άνθρωπος.
Κοίταξε το παιδί. Η ανάσα του ανθρώπου γινόταν ολοένα και πιο βαριά.
- Ήθελα να σου μιλήσω, είπε, κι έσκυψε πάνω στο κατακίτρινο πρόσωπο.
Να, τώρα θα του έλεγε για το Θεό, για την αιωνιότητα. Όμως ο άνθρωπος έκλεισε ξανά τα μάτια του.
Το γραμμόφωνο στο διπλανό δωμάτιο έπαιζε πάντα. Το παιδί στεκότανε σαν απολιθωμένο στο βάθος.
Ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του ανθρώπου. Ήτανε ιδρωμένο. Ένας ιδρώτας παγωμένος.
Πήρε το δισκοπότηρο από το τραπέζι. Έγνεψε του παιδιού, που ήρθε κοντά και τον ανασήκωσε λίγο. Άνοιξε τα μάτια του.
Έβαλε μετάληψη στη λαβίδα.
- Έλα, είπε.
Μισάνοιξε το στόμα του.
Πήγε να πει αυτός:
- Εις το όνομα του Πατρός…
Δεν πρόλαβε να μιλήσει.
- Δώσ’ μου! είπε ο άνθρωπος, προτού καταπιεί καλά καλά.
Τον κοίταξε.
- Δώσ’ μου!
Το στόμα του, μισάνοιχτο, περίμενε. Κι αυτός που ήταν έτοιμος να πει για την αιωνιότητα! Μια σύγχυση ήτανε μέσα του.
- Δώσ’ μου!
Κάτι ξέσπασε μες στο στήθος του, μια στοργή, μια τρυφερότητα, σαν πατέρας ένοιωθε που ταΐζει το παιδί του που πεινάει. Άρχισε να δίνει τη μία κουταλιά ύστερ’ από την άλλη.
Τα μάτια του ανθρώπου ήταν αλλιώτικα τώρα. Τα μάτια του παιδιού ήταν αλλιώτικα τώρα.
Η βροχή έπεφτε πάντα. Το γραμμόφωνο έπαιζε πάντα.
- Θεέ μου! είπε ο άνθρωπος.
Δεν είπε τίποτα αυτός.