Φωτογραφία: ῾Ο πρωτοπρεβύτερος π. ᾿Αθανάσιος Λαγουρός σέ ὁμιλία
Μάρκου Σιώτου (†), καθηγ. Παν/μίου Ἀθηνῶν
«Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κατέστησαν διὰ τῆς ἁγιότητος τῆς ζωῆς των τὴν προσωπικήν των ὑπόστασιν «ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α´ Κορ. γ´ 6 καὶ ϛ´ 19), ὄχι μόνον διεφυλάχθησαν ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀπὸ πάσης πλάνης κατὰ τὴν ἄσκησιν τοῦ ἑρμηνευτικοῦ ἔργου των, ἀλλὰ καὶ ἠξιώθησαν νὰ ἀναπτύξουν ὀρθοδόξως τὰς ἀληθείας τῆς πίστεως καὶ νὰ παγιώσουν τὴν «Ὀρθοδοξίαν» τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῆς θεοπνεύστου σκέψεώς των. Δι᾽ αὐτοὺς ἡ ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἦτο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ λειτούργημα ἱερώτατον. Διὰ τοῦτο τὸ ἐρμηνευτικὸν ἔργον αὐτῶν συνιστᾷ τὴν ἱερὰν ἑρμηνευτικὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τὸ πνεῦμα τῆς ὁποίας, τουτέστι τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος της, εἶναι πάντῃ ἀδύνατον νὰ ἀναπληρώσῃ μακρὰν αὐτῆς καὶ ἡ πλέον αὐστηρὰ ἐπιστημονικὴ ἐργασία καὶ ἑρμηνεία. Καὶ τοῦτο διότι ἡ ἀσάφεια τοῦ κειμένου τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ ἡ ἐντεῦθεν δυσκολία κατανοήσεως αὐτῶν δὲν εἶναι ἁπλῶς θέμα ἀγνοίας τῶν σχετικῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως πνευματικῆς ἱκανότητος διεισδύσεως εἰς τὸ πνεῦμα τῶν ἀληθειῶν τῆς θείας γνώσεως καὶ ἐξοικειώσεως πρὸς «τὸν νοῦν τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α´ Κορ. β´ 16. Πρβλ. Ρωμ. ια´ 34). Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ διακρίβωσις ὡρισμένων ἱστορικῶν κυρίως πραγμάτων, μὴ προσδιοριζομένων ὑπὸ τῆς ἑρμηνευτικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, οὐδόλως θίγει τὴν διδασκαλία της περὶ τῆς θεοπνευστίας τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Οὕτω κατανοεῖται ὅτι ἡ ὑπὸ ὅλων τῶν πιστῶν πνευματικὴ ἐξοικείωσις πρὸς τὰς ἀληθείας τῶν Ἁγίων Γραφῶν, διὰ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας, συνιστᾷ τὴν πλέον οὐσιαστικὴν προϋπόθεσιν τῆς κατανοήσεως τῶν ἀληθειῶν τούτων.
Ἡ παρουσιαζομένη ἐκ πρώτης ὄψεως ἀσάφεια πολλῶν ἁγιογρφικῶν χωρίων δὲν εἶναι ἀντικειμενική, ὡς εὐστόχως παρετήρησαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἁπλῶς ὑποκειμενικὴ δυσκολία τὼν ἀναγνωστῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὕτη ὀφείλεται εἰς τὴν μεγάλην πνευματικὴν ἀπόστασιν, ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξὺ τῶν ἐν πνευματικῇ πτωχείᾳ διατελούντων ἀναγνωστῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὑψηλῶν νοημάτων τοῦ ἱεροῦ κειμένου της. Κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας, ἡ ἀσάφεια αὕτη τῶν Γραφῶν αἴρεται ὁλονὲν καὶ περισσότερον διὰ τῆς αὐξανομένης κατὰ Χριστὸν πνευματικότητος τῶν Χριστιανῶν. Ἀντιστοιχεῖ δὲ ἡ ἀσάφεια αὕτη πρὸς τὸ κάλυμμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποίουν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης… Ἡ οἱαδήποτε ἀσάφεια τῶν Ἁγίων Γραφῶν πρέπει νὰ διεγείρῃ περισσότερον τὴν προσοχὴν τῶν ἀναγνωστῶν καὶ τὴν πρὸς ἄρσιν ταύτης ἀνάλογον αὐτενέργειάν των. Ὡς λέγει καὶ πάλιν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀφετηρία τῆς ὀρθῆς κατανοήσεως τῶν Ἁγίων Γραφῶν εἶναι πάντοτε ἡ πίστις εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ· «ταύτης ἄνευ οὐδὲ λαλῆσαι τι δύναται» (Ἑρμην. Ψαλμ. ριε´ 8. Migne Ε.Π. 55, 321).» Μάρκου Σιώτου (†), καθηγ. Παν/μίου Ἀθηνῶν, «Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἰς τὴν ἑλληνικὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν», σελ. 23-24, 27-28, Ἀθῆναι 1989.
Σχόλιον Πρωτοπρεσβυτέρου π. ᾿Αθανασίου Λαγουροῦ:
Κατὰ τὰ φαινόμενα, μερικὰ σημερινὰ ὀρθόδοξα ρεύματα ἔχουν καταστεῖ ἀξιότερα τῆς γραμμῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὁρκισμένα νὰ σώσουν καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τοὺς ὑπόσχονται, κατὰ τὴν τρέχουσα ἠλεκτρονικὴ κουλτούρα, πλήρη καὶ ἄνετη κατανόηση «μὲ τὸ πάτημα ἑνὸς κουμπιοῦ», «ἄμεση πρόσβαση» στὰ νοήματα τῶν ἁγιογραφικῶν καὶ λειτουργικῶν κειμένων «μὲ ἕνα τηλεχειριστήριο “μεταφράσεως”», παραμερίζοντας μπροστὰ στὴν «φαντασμαγορία» τῆς κατανοητῆς λατρείας, ἄλλου τοτέμ, οἱανδήποτε ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ προϋπόθεση. Ἀρκεῖ μόνον νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ μόνιμη λειτουργικὴ χρήση μεταφράσεως. Τίποτα ἄλλο. Νὰ μὴ κουραστοῦμε καθόλου· οὔτε ποιμένες, οὔτε ποιμαινόμενοι. Νὰ μὴ καθίσουμε νὰ ἐξηγήσουμε, νὰ μὴ ἐνδιαφερθοῦμε λιγάκι νὰ μάθουμε κάτι γι᾽ αὐτὰ τὰ δυσνόητα νοήματα καὶ πράγματα ποὺ λένε καὶ κάνουν οἱ παπάδες, νὰ μὴ ἀσχοληθοῦμε μὲ λίγη ἐπιμέλεια, νὰ μὴ κουνήσουμε τὸ δαχτυλάκι μας, μὲ «ἀνάλογον αὐτενέργειαν» καὶ ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ, ὅπως ἀναφέρει ἀνωτέρω ὁ μακαριστὸς καθηγητής.
Πρόκειται μᾶλλον γιὰ ἕνα λογικὸ σφάλμα. Ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ θεωροῦνται ὅλοι οἱ βαπτισμένοι ὀρθόδόξοι χριστιανοὶ ὡς «μεμυημένοι» ἢ «κεχειροτονημένοι» στὴν τάξη καὶ λειτουργία τῶν λαϊκῶν, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ “μεμυημένοι” νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀνίκανοι νὰ “κατανοήσουν” τὴν γλῶσσα καὶ τὰ νοήματα καὶ τὰ σύμβολα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας, δηλ. ἀνίκανοι (ἢ ἀπρόθυμοι;) νὰ ἐνταχθοῦν οὐσιαστικὰ καὶ βιωματικὰ στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο διαβεβαίωσαν (μέσῳ τὼν ἀναδόχων τους) ὅτι ἐντάσσονται συντασσόμενοι μὲ τὸν Χριστό.
Αὐτὴ ἡ ἀντίφαση, τὸ λογικὸ βραχυκύκλωμα, θὰ ἀποκαθίστατο, ἂν ἀποφασίζαμε νὰ δώσουμε ἕνα τέλος στὸν ἀπροσχημάτιστο αὐτοεμπαιγμό μας μαζὶ καὶ στὴν ὠμὴ διακωμώδηση τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων, ὅπως ἡ Κατήχηση, δηλ. ἡ Ἐξήγηση-Ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν μαζὶ μὲ τὸ Κήρυγμα, τὴ Νηστεία, τὴν Προσευχή, ποὺ περιλαμβάνονταν στὴν Ἀρχαία Προβαπτισματικὴ Προετοιμασία (Κατήχηση). Πῶς ἄραγε καταφέρνουμε νὰ ξεγελιόμαστε τόσο ἀφελῶς; Ἐνῷ ζοῦμε, βλέπουμε, ὀσφραινόμαστε, ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ἐνίοτε ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας —τὴν ὁποία ἡ Ἴδια ἡ Ἐκκλησία στὰ πλαίσια τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ΜΕΤΕΘΕΣΕ γιὰ μετὰ τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν ΑΝΕΘΕΣΕ στὴν οἰκογένεια καὶ στὸν ἀνάδοχο— ἔχει συρρικνωθεῖ, περιοριστεῖ, ἀτονήσει καὶ πλέον ἀσκεῖται οὐσιαστικὰ σχεδὸν μόνον στὰ λιγοστὰ πλαίσια ἑνὸς “μικροῦ λείμματος”, ἐν τούτοις ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν τάξη τῶν χειροτονημένων λαϊκῶν, σὰν νὰ ζούσαμε σὲ κάποιο ἰδεατὸ ἐκκλησιαστικὸ “χρυσοῦν αἰῶνα”.
Πῶς λοιπὸν μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα ξεγελιόμαστε καὶ χρησιμοποιοῦμε «διπλῆ γλῶσσα», διγλωσσία; Μία «γλῶσσα», ὅταν πρόκειται γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν κατανοοῦν τὴν «γλῶσσα τῆς 55ης προμάμμης» (ὅπως τόσο γλαφυρὰ ἐγράφη ἀπὸ ἀκαδημαϊκὴ πένα!), δηλ. τῆς Λατρείας, καὶ συγχρόνως μία ἄλλη «γλῶσσα», ὅταν πρόκειται γιὰ τοὺς ἴδιους πάλι σημερινοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ πανηγυρικῶς ἀκατήχητοι (πολλὲς φορὲς ἕως καὶ ἀδιάφοροι) παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ «δικαιοῦνται» τῶν λειτουργικῶν-ἐκκλησιολογικῶν «προνομίων» τῶν χειροτονημένων λαϊκῶν. Ἐδῶ φαίνεται νὰ χάνεται «ἡ τηλεπικοινωνιακὴ σύνδεση» μὲ τὴν λογικὴ συνέχεια καὶ συνέπεια. Ἄραγε αὐτὴ ἡ «διγλωσσία» γιὰ τὴν γλῶσσα τῆς Λατρείας καὶ τὰ συναφῆ θέματα συμβαδίζει μὲ τὴν βαπτισματικὴ καὶ μυσταγωγικὴ θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἄραγε μήπως χρειάζεται νὰ διευκρινισθεῖ ποιά ἀπὸ τὶς δύο «γλῶσσες» θὰ προτιμηθεῖ γιὰ τὴν διαπραγμάτευση τοῦ θέματος τῆς γλώσσης τῆς Λατρείας; Ἡ γλῶσσα τῆς Ξεχασμένης Κατηχήσεως ἢ ἡ γλῶσσα τῆς Λαϊκότροπης Λατρείας; Ἡ γλῶσσα τῆς προμάμμης ἢ ἡ γλῶσσα τῆς …γκουβερνάντας. Ἂς μὴ ἀστειευόμαστε.
π. Ἀθ. Σ. Λ. (24.07.10)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου