Ὅπως ἀπέδειξε ὁ ἱστορικὸς τῆς Σκιάθου Ἰω. Ν. Φραγκούλας, οἱ ἱερεῖς ποὺ ἀναφέρονται στὰ διηγήματα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, κι ἐδῶ μνημονεύω μόνο τὰ σκιαθίτικα, εἶναι πρόσωπα ὑπαρκτά. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπό τὸν πατέρα του, τὸν παπα-Ἐμμανουὴλ, μνημονεύονται στὶς σελίδες του καὶ οἱ ἄλλοι ἐφημέριοι τῶν ἐνοριῶν τῆς Σκιάθου τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ. Ὀφειλὴ ἐξάπαντος τιμητικὴ καὶ δικαία.
Οἱ ἐν λόγω ἐφημέριοι, λοιπόν, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ὑπεροψία ἤ διοικητικὲς καὶ ἄλλες ἰκανότητες, γιατὶ διακρατοῦν στὴ συνείδησή τους ὅτι εἶναι λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου καὶ ταπεινοὶ Του διάκονοι, μοναδικό τους κριτήριο εἶναι ἡ μέριμνα γιὰ τὸ ποίμνιό τους μὲ τὶς δυνάμεις ποὺ διαθέ-τουν, δίχως νὰ νοιάζονται γιὰ τὴν προσωπική τους προβολὴ καὶ τὸ γόητρό τους. Τὶ τὸ χρειάζονται, ἄλλωστε, άφοῦ δὲν προσθέτει στὴν ψυχή τους τίποτε, ἄλλο, παρὰ μονάχα τὸ δηλητήριο τῆς ἔπαρσης καὶ τοῦ ναρκισσισμοῦ; Ἥσυχα, ταπεινά, κάποτε καὶ μὲ χιοῦμορ, διαλέγονται μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς νησιῶτες, τοὺς ἐνορίτες τους, ποὺ τοὺς γνωρίζουν πολὺ καλὰ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζουν μὲ εἰλικρίνεια καὶ φιλαδελφία, δίχως κανένα ἴχνος προσποιητῆς-φαρισαϊκῆς προσέγγισης. Κι αὐτὸ τοὺς ἀναπαύει, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐνισχύει.
Παράλληλα, παρατηροῦμε καὶ τὴν ἀπουσία τοῦ κηρύγματος ἀπὸ μέρους ἐκείνων τῶν ἱερέων, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει παραίτηση ἀπό τὸ καθῆκον τῆς διδαχῆς καὶ τοῦ καταρτισμοῦ τῶν πιστῶν. Γιατὶ κήρυγμα γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἁπλοὺς καὶ ὀλιγογράμματους στὴν πλειοψηφία τους παπάδες εἶναι ἡ γνήσια λειτουργικὴ διακονία καὶ ζωή. Ὡστόσο πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι οἱ ἐν λόγω ἱερεῖς δὲν ἀφήνουν κάποιες εὐκαιρίες, γιὰ νὰ νουθετήσουν τὸ ποίμνιό τους χρησιμοποιώντας τὴ διδαχὴ, μὲ λόγια λιτὰ, χωρὶς ὑπεροψία καὶ προσπάθεια νὰ πείσουν τοὺς γύρω. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στη-ρίζονται στὸν γνήσιο ποιμαντικὸ διάλογο, μὲ σκοπὸ νὰ συνδράμουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Ἰκανὰ παραδείγματα βλέπουμε στὰ διηγήματα «Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο», «Λαμπριάτικος ψάλτης», κ.ἀ. Παραδείγματα ποὺ ἐπιτρέπουν στὸν ἀναγνώστη νὰ μαθητεύσει στὸν ἁγνὸ, ἄδολο καὶ τίμιο διάλογο, ἄσχετ᾿ ἄν τὸν ξυνίζουν φράσεις, ὅπως «- Ἔ! Πανάγο, γείτονα, δὲ ξέρουμε, βλέπω, τὶ λέμε... Ποῦ εἴμαστε ἐμεὶς ἰκανοὶ νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτά...». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ παπα-Φραγκούλη ἀπευθύνονται στὸν γείτονά του, τὸν Πανάγο τὸν καραβομαραγκό, ὅταν ἐκεῖνος, ἐν τῇ ἀφελείᾳ του ἀσφαλῶς, εἶπε πὼς ἄν ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ τὸν λειτουργήσουν, ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα θὰ ἔκανε καλωσύνη, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ μεταβοῦν στὸ δύσβατο Κάστρο. Γιὰ νὰ ἐξηγήσει στὴ συνέχεια ὁ «παλαιὸς ναυτικὸς»καὶ σημερινὸς παπᾶς, ὁ παπα-Φραγκούλης δηλαδή, ὅτι ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλὸ, καὶ γιὰ, τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ ὑγεία ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε... Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλή, κ᾿ ἔχῃ κανεὶς τὸ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἄς εἶνε καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθὸς καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα...»
Δὲ νομίζω νὰ ἔγινε ποτὲ τόσο σαφὲς καὶ παράλληλα βιωματικὸ μάθημα ὁμιλητικῆς, κηρυκτικῆς δηλ. τέχνης, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἀντιστοιχία λόγου καὶ πίστεως. Μάθημα γιὰ μᾶς τοὺς κατοπινοὺς, ποὺ ἀρεσκόμασε στὴ θήρευση λόγων καὶ ἐντυπωσιακῶν ἐκφράσεων γιὰ ἐπίδειξη.
Ὁ παπα-Διανέλλος πάλι τοῦ διηγήματος «Ἐξοχικὴ λαμπρή», ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὰ μνημόσυνα- τὸ λεγόμενο κολλυβαδικὸ ζήτημα ἐξακολουθεῖ, βλέπετε, νὰ προβληματίζει- ἐν ἡμέρᾳ, μάλιστα, συμβολικῇ, ἐκείνη τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὕστερ᾿ ἀπὸ διήγηση ποὺ εἶχε, νουθετικῷ τῶ τρόπῳ, ἀφηγηθεῖ ὁ παπα-Θεόφιλος (ὁ Μπουσιόπουλος, ἄραγε;) τονίζει μὲ σαφῆ τρόπο τὸ πόσο ὠφελοῦνται οἱ ψυχὲς ἀπό τὰ μνημόσυνα. Φυσικὰ ὄχι ἐκεῖνες τὶς τελετὲς ποὺ κατέληξαν νὰ γίνουν κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις, ἀλλὰ τὶς μυστηριακὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ ὁ εὐχαριστιακὸς-προσευχητικὸς χαρακτήρας (πρβλ. «Τὸ μυστήριον τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων» τοῦ Ἀγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου). Ἐξηγεῖ, λοιπόν, ὁ παπα-Διανέλλος, ὅτι ὁ σκοπὸς ποὺ εἰπώθηκε ἡ διηγήση ἀπό τὸν παπα-Θεόφιλο, ὅτι δηλ. κάποιος σώθηκε ἀπό τὸ θάνατο, «δὲν ἦτον νὰ δειχθῇ ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅπου εἶναι ἀποδειγμένη δι᾿ ἀπείρων θαυμάτων, ἀλλὰ νὰ φανερωθῇ μόνον ἡ δύναμις τῶν μνημοσύνων καὶ τῶν διά τοὺς νεκροὺς προσφορῶν, καὶ ὅτι τίποτε τὸ ὁποῖον θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος, τίποτε τὸ ὁποῖον προσφέρει εἰς τὸν Θεόν, εἰς τοὺς πτωχούς, καμμία καλὴ πρᾶξις, καμμία ἀρετή, καμμία ὑπομονή, κανὲν μαρτύριον, κανὲν δάκρυ, τίποτε δὲν χάνεται. Ὅλα σπείρονται εἰς γῆν ἀγαθήν, ὡς κόκκος τοῦ σίτου, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅπου ἐὰν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ ἀποθάνῃ (καὶ τοιαῦτα εἶναι τὰ κόλλυβα, τοιοῦτοι καὶ οἱ νεκροί), πολὺν καρπὸν φέρῃ». Λόγια λιτὰ, νοικοκυρεμένα, φροντισμένα νὰ νουθετοῦν, γιατὶ δὲν ἐπιζητεῖ αὐτὸς ποὺ τὰ λέει νὰ ἐντυπωσιάσει καὶ νὰ δεχθεῖ ἐπευφημεῖες καὶ χειροκροτήματα, ἀλλὰ νὰ οἰκοδομήσει καὶ νὰ συνδράμει τὶς ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Χριστός.
Οἱ ἐν λόγω ἐφημέριοι, λοιπόν, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ὑπεροψία ἤ διοικητικὲς καὶ ἄλλες ἰκανότητες, γιατὶ διακρατοῦν στὴ συνείδησή τους ὅτι εἶναι λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου καὶ ταπεινοὶ Του διάκονοι, μοναδικό τους κριτήριο εἶναι ἡ μέριμνα γιὰ τὸ ποίμνιό τους μὲ τὶς δυνάμεις ποὺ διαθέ-τουν, δίχως νὰ νοιάζονται γιὰ τὴν προσωπική τους προβολὴ καὶ τὸ γόητρό τους. Τὶ τὸ χρειάζονται, ἄλλωστε, άφοῦ δὲν προσθέτει στὴν ψυχή τους τίποτε, ἄλλο, παρὰ μονάχα τὸ δηλητήριο τῆς ἔπαρσης καὶ τοῦ ναρκισσισμοῦ; Ἥσυχα, ταπεινά, κάποτε καὶ μὲ χιοῦμορ, διαλέγονται μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς νησιῶτες, τοὺς ἐνορίτες τους, ποὺ τοὺς γνωρίζουν πολὺ καλὰ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζουν μὲ εἰλικρίνεια καὶ φιλαδελφία, δίχως κανένα ἴχνος προσποιητῆς-φαρισαϊκῆς προσέγγισης. Κι αὐτὸ τοὺς ἀναπαύει, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐνισχύει.
Παράλληλα, παρατηροῦμε καὶ τὴν ἀπουσία τοῦ κηρύγματος ἀπὸ μέρους ἐκείνων τῶν ἱερέων, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει παραίτηση ἀπό τὸ καθῆκον τῆς διδαχῆς καὶ τοῦ καταρτισμοῦ τῶν πιστῶν. Γιατὶ κήρυγμα γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἁπλοὺς καὶ ὀλιγογράμματους στὴν πλειοψηφία τους παπάδες εἶναι ἡ γνήσια λειτουργικὴ διακονία καὶ ζωή. Ὡστόσο πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι οἱ ἐν λόγω ἱερεῖς δὲν ἀφήνουν κάποιες εὐκαιρίες, γιὰ νὰ νουθετήσουν τὸ ποίμνιό τους χρησιμοποιώντας τὴ διδαχὴ, μὲ λόγια λιτὰ, χωρὶς ὑπεροψία καὶ προσπάθεια νὰ πείσουν τοὺς γύρω. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στη-ρίζονται στὸν γνήσιο ποιμαντικὸ διάλογο, μὲ σκοπὸ νὰ συνδράμουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Ἰκανὰ παραδείγματα βλέπουμε στὰ διηγήματα «Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο», «Λαμπριάτικος ψάλτης», κ.ἀ. Παραδείγματα ποὺ ἐπιτρέπουν στὸν ἀναγνώστη νὰ μαθητεύσει στὸν ἁγνὸ, ἄδολο καὶ τίμιο διάλογο, ἄσχετ᾿ ἄν τὸν ξυνίζουν φράσεις, ὅπως «- Ἔ! Πανάγο, γείτονα, δὲ ξέρουμε, βλέπω, τὶ λέμε... Ποῦ εἴμαστε ἐμεὶς ἰκανοὶ νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτά...». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ παπα-Φραγκούλη ἀπευθύνονται στὸν γείτονά του, τὸν Πανάγο τὸν καραβομαραγκό, ὅταν ἐκεῖνος, ἐν τῇ ἀφελείᾳ του ἀσφαλῶς, εἶπε πὼς ἄν ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ τὸν λειτουργήσουν, ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα θὰ ἔκανε καλωσύνη, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ μεταβοῦν στὸ δύσβατο Κάστρο. Γιὰ νὰ ἐξηγήσει στὴ συνέχεια ὁ «παλαιὸς ναυτικὸς»καὶ σημερινὸς παπᾶς, ὁ παπα-Φραγκούλης δηλαδή, ὅτι ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλὸ, καὶ γιὰ, τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ ὑγεία ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε... Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλή, κ᾿ ἔχῃ κανεὶς τὸ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἄς εἶνε καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθὸς καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα...»
Δὲ νομίζω νὰ ἔγινε ποτὲ τόσο σαφὲς καὶ παράλληλα βιωματικὸ μάθημα ὁμιλητικῆς, κηρυκτικῆς δηλ. τέχνης, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἀντιστοιχία λόγου καὶ πίστεως. Μάθημα γιὰ μᾶς τοὺς κατοπινοὺς, ποὺ ἀρεσκόμασε στὴ θήρευση λόγων καὶ ἐντυπωσιακῶν ἐκφράσεων γιὰ ἐπίδειξη.
Ὁ παπα-Διανέλλος πάλι τοῦ διηγήματος «Ἐξοχικὴ λαμπρή», ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὰ μνημόσυνα- τὸ λεγόμενο κολλυβαδικὸ ζήτημα ἐξακολουθεῖ, βλέπετε, νὰ προβληματίζει- ἐν ἡμέρᾳ, μάλιστα, συμβολικῇ, ἐκείνη τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὕστερ᾿ ἀπὸ διήγηση ποὺ εἶχε, νουθετικῷ τῶ τρόπῳ, ἀφηγηθεῖ ὁ παπα-Θεόφιλος (ὁ Μπουσιόπουλος, ἄραγε;) τονίζει μὲ σαφῆ τρόπο τὸ πόσο ὠφελοῦνται οἱ ψυχὲς ἀπό τὰ μνημόσυνα. Φυσικὰ ὄχι ἐκεῖνες τὶς τελετὲς ποὺ κατέληξαν νὰ γίνουν κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις, ἀλλὰ τὶς μυστηριακὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ ὁ εὐχαριστιακὸς-προσευχητικὸς χαρακτήρας (πρβλ. «Τὸ μυστήριον τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων» τοῦ Ἀγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου). Ἐξηγεῖ, λοιπόν, ὁ παπα-Διανέλλος, ὅτι ὁ σκοπὸς ποὺ εἰπώθηκε ἡ διηγήση ἀπό τὸν παπα-Θεόφιλο, ὅτι δηλ. κάποιος σώθηκε ἀπό τὸ θάνατο, «δὲν ἦτον νὰ δειχθῇ ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅπου εἶναι ἀποδειγμένη δι᾿ ἀπείρων θαυμάτων, ἀλλὰ νὰ φανερωθῇ μόνον ἡ δύναμις τῶν μνημοσύνων καὶ τῶν διά τοὺς νεκροὺς προσφορῶν, καὶ ὅτι τίποτε τὸ ὁποῖον θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος, τίποτε τὸ ὁποῖον προσφέρει εἰς τὸν Θεόν, εἰς τοὺς πτωχούς, καμμία καλὴ πρᾶξις, καμμία ἀρετή, καμμία ὑπομονή, κανὲν μαρτύριον, κανὲν δάκρυ, τίποτε δὲν χάνεται. Ὅλα σπείρονται εἰς γῆν ἀγαθήν, ὡς κόκκος τοῦ σίτου, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅπου ἐὰν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ ἀποθάνῃ (καὶ τοιαῦτα εἶναι τὰ κόλλυβα, τοιοῦτοι καὶ οἱ νεκροί), πολὺν καρπὸν φέρῃ». Λόγια λιτὰ, νοικοκυρεμένα, φροντισμένα νὰ νουθετοῦν, γιατὶ δὲν ἐπιζητεῖ αὐτὸς ποὺ τὰ λέει νὰ ἐντυπωσιάσει καὶ νὰ δεχθεῖ ἐπευφημεῖες καὶ χειροκροτήματα, ἀλλὰ νὰ οἰκοδομήσει καὶ νὰ συνδράμει τὶς ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Χριστός.
( Πολύτιμος σύμβουλος στὴ μελετη αὐτὴ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ καθ. Ἀνέστη Γ. Κεσελόπουλου, Ἡ λειτουργικὴ παράδοση στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1994. Ἐπίσης γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ διαλόγου βλ. τὸ πολὺ καλὸ βιβλίο τοῦ π. Φιλοθέου Φάρου, Ὁ διάλογος, Ἀκρίτας, Ἀθήνα )
Πηγή:http://agioritikoslogos.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου