"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ - ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ : ᾿Αναδηνμοσίευση ἄρθρου ἀπο τό Press time


 
Ο Ιερώνυμος «αφορίζει» την κάρτα του Πολίτη 


 ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΘΕΣΗ, ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
Ο λόγος της παρέμβασης Ιερώνυμου ήταν για να «προλάβει» τις αντιδράσεις των πιστών. Κι αυτό, γιατί την Κυριακή θα συγκεντρωθούν κληρικοί και πιστοί, έξω από τη Βουλή, για να διαμαρτυρηθούν για την κάρτα του πολίτη.

Αλλάζει πλεύση ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, δείχνοντας ότι είναι διατεθειμένος να ... «σκληρύνει» τη στάση του. Ακούγοντας τις φωνές της συντηρητικής πτέρυγας της ιεραρχίας, ο κ. Ιερώνυμος κάνει για πρώτη φορά μια δήλωση… αναμονής, για ένα θέμα που «καίει» την Εκκλησία: Την κάρτα του Πολίτη, για την οποία λέει ότι διατηρεί επιφυλάξεις και θα μιλήσει εν καιρώ.
Είναι μάλλον εντυπωσιακή η όρθωση του αναστήματος του Αρχιεπισκόπου, ιδιαίτερα για ένα θέμα, για το οποίο δεν φαινόταν διατεθειμένος να εμπλακεί. Τώρα, αντίθετα, δείχνει έτοιμος ακόμα και να συγκρουστεί με την κυβέρνηση. Γιατί, αν, ο Αρχιεπίσκοπος τελικά «αφορίσει» την κάρτα του Πολίτη, όπως του ζητούν αρκετοί Μητροπολίτες, τότε θα μπορέσει να στηρίξει τις προσφυγές πολιτών που δεν θα τη δεχτούν στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο για «καταπίεση των θρησκευτικών τους φρονημάτων»!
Έτσι, η στάση του κ. Ιερώνυμου εξελίσσεται σε «πονοκέφαλο» για την κυβέρνηση, εναντίον της οποίας - παρά τις καλές σχέσεις που έχει με τον πρωθυπουργό - έριξε τα «καρφάκια» του σε πρόσφατη συνέντευξη, μιλώντας για τη φορολόγηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας.
Το νέο χτύπημα ήρθε με ανακοίνωση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η οποία και προφανώς «γεννήθηκε» μετά από τη γιγάντωση των πιέσεων να πάρει θέση επίσημα η Εκκλησία, από τους κόλπους της. Με ανακοίνωσή της, η Αρχιεπισκοπή Αθηνών αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο κ. Ιερώνυμος «παρακολουθεί με ανύστακτο ενδιαφέρον το θέμα της “Κάρτας του Πολίτη” και συμμερίζεται τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες του πιστού λαού, έχοντας δηλώσει ήδη τις σχετικές επιφυλάξεις του». Αρκετό καιρό τώρα, ακουγόταν έντονα η άποψη, ότι ο κ. Ιερώνυμος δεν τα λέει «έξω από τα δόντια», όπως έκανε ο Μακαριστός Χριστόδουλος. Οι απόψεις αυτές εντάθηκαν, εδώ και μερικούς μήνες, από τότε δηλαδή που προέκυψε το θέμα με την κάρτα του πολίτη. Ωστόσο, με την εν λόγω ανακοίνωση αλλάζουν τα πράγματα. Επισημαίνεται ότι η τελική τοποθέτησή του, επί του θέματος, θα γίνει μετά τη διαμόρφωση όλου του νομοθετικού πλαισίου από το υπουργείο Εσωτερικών, διαβεβαιώνοντας ότι «προέχει ο απόλυτος σεβασμός στο ανεπανάληπτο και την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου».     Ο λόγος της παρέμβασης Ιερώνυμου ήταν, για να «προλάβει» τις αντιδράσεις των πιστών. Κι αυτό, γιατί την Κυριακή θα συγκεντρωθούν κληρικοί και πιστοί έξω από τη Βουλή, για να διαμαρτυρηθούν, για την κάρτα του πολίτη. Έτσι λοιπόν, αρκετοί είναι οι ψίθυροι, που θέλουν να χαρακτηρίσουν την κίνηση αυτή του Ιερώνυμου ως «προληπτική», λόγω του φόβου να μην αρχίσουν μαζικές διαμαρτυρίες και έξω από τα γραφεία της Ιερά Συνόδου.
Πάντως, ο κ. Ιερώνυμος, δείχνοντας ότι δεν χρησιμοποιεί ακραία γλώσσα, τονίζει πως «αναμένει δε, τη διαμόρφωση από το υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του όλου νομοθετικού πλαισίου, για την τελική τοποθέτησή του». Η ανακοίνωση καταλήγει ότι αυτή άλλωστε, είναι και η ξεκάθαρη στάση σύσσωμης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, η οποία με απόφαση της έχει αναθέσει στη Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων στην Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την από κοινού μελέτη των σχετικών ζητημάτων, που ανακύπτουν με την συνδρομή ειδικών επιστημόνων της Θεολογίας, της Νομικής και της Πληροφορικής.

Οι πιέσεις
Πάντως, πέρα από τη συγκέντρωση στη Βουλή που έχουν προγραμματίσει για αύριο οι πιστοί, διαμαρτυρόμενοι για την Κάρτα του Πολίτη, ο κ. Ιερώνυμος προσπαθεί να κλείσει την «πληγή», που άνοιξε στις σχέσεις του με την συντηρητική πτέρυγα της Ιεραρχίας η στάση του στο θέμα. Κι αυτό, γιατί υπάρχει κίνηση πολιτών, καθοδηγούμενη από τον πρώην υποψήφιο μητροπολίτη Αττικής - ο οποίος σημειωτέον έχει μεγάλη δύναμη - η οποία συλλέγει υπογραφές για προσφυγή στο Ευρωδικαστήριο, ώστε να μη δεχτούν την κάρτα, η οποία πιστεύουν ότι αποτελεί το «σημάδι του θηρίου», όπως περιγράφεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Η άρνηση του κ. Ιερώνυμου, να φέρει το θέμα στη Σύνοδο, για την οποία «παραπονιέται» ότι θα πρέπει να του δώσει μεγαλύτερη δύναμη και να του επιτρέψει να κάνει πράξεις, απέδειξε το αντίθετο στα μάτια των ιεραρχών, που τον επικρίνουν. Αναπόφευκτα δε, ο κ. Ιερώνυμος τέθηκε σε σύγκριση απέναντι στον Μακαριστό Χριστόδουλο, ο οποίος, όταν η κυβέρνηση είχε (με τη «βούλα» της ΕΕ) ζητήσει να μην αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες, είχε κάνει… επανάσταση. Και, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, είναι η όρθωση του αναστήματος της Εκκλησίας, που ζητούν οι Ιεράρχες, απηυδισμένοι και από την κριτική που δέχεται η Εκκλησία, το τελευταίο διάστημα.
Η κίνηση των πολιτών, άλλωστε, βρήκε σύμφωνους αρκετούς ιεράρχες και, κατόπιν επιστολών του αρχιμανδρίτη προς τον κ. Ιερώνυμο, έχει τεθεί το ζήτημα: Μήπως πρέπει η ΔΙΣ να ασχοληθεί με το θέμα, διαβάζοντας τα κείμενα που μιλάνε για το «σημάδι», να τα ερμηνεύσει και να πάρει σαφή θέση, υπέρ ή κατά της κάρτας; Αντ’ αυτού, ο κ. Ιερώνυμος είχε επιλέξει να στείλει στους πολίτες, που του ζήταγαν το μάλλον αυτονόητο, μια τυπική ευχαριστήρια επιστολή, ως απάντηση στην πρώτη που είχε λάβει, μετά από αρκετούς μήνες και αφού είχε δεχθεί… καταιγίδα επιστολών διαμαρτυρίας. Αυτό, προκάλεσε οργή. Όμως, όλα αλλάζουν…  
Σχόλιο  Ο.Π:
Καμία οργή  δεν μας προκάλεσε  η απάντηση του Μακαριωτάτου απο το στόμ ατου οποίου περιμένουμε ακόμα να ακούσουμε  ένα μεγάλο και λεβέντικο ΟΧΙ.
  ΕΝΑ ΟΧΙ  ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ  ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΥΠΟΤΑΓΗΣ  ΣΤΗΝ  ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ, ΣΤΟ  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ, ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ  ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΩΣ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

᾿Ανδρέου Κρήτης: Λόγος περί τῆς ὑποθέσεως τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου



Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή. Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτον από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.
Και με ένα λόγον, η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον, τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει. Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω, αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.
Ανέβη στον ναόν ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας. Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη από τις αρετές, και από αυτές επέρασε στις κακίες.
Πολλοί έρχονται μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.
Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν. Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».
Πράγματι αποβάλλει την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερόν, και δεν διαφέρει από τον διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφιν.
Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.
Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένην καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.
Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς (αφού εστάθη, για λίγο) πρός ἑαυτόν, εἷπε· Ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις.
Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.
Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα άλλα κακά· διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;».
Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς ἐμοῦ» λέγει ο Χριστός «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Και ο Απόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» και «οὐκ ἐγώ δέ. ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σύν ἐμοί» και «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν”. Και ο Προφήτης, «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἷκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες».
Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε να επιτελέσωμε. «Οἷδα γάρ» λέγει «ὅτι οὐ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδός αὐτοῦ, οὐδέ πορεύεται ἀνήρ κατορθῶσαι πορείαν αὐτοῦ».
Μη λοιπόν θεωρούμε ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική μας είναι μόνον η προαίρεσις για το καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ἠμπορῶ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τί γάρ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δἐ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;».
«Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι»(ὅσα ἀποκτᾶ, ὄχι ὅσα ἔχει). Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την μοιχεία την νηστεία· επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους.
Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει: «Ἐάν μή περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
«Ὁ δέ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς (είχε σταθεί πολλή ώρα), οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἷκον αὐτοῦ· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος· αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικόν Κύριον.
Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά να κατορθώνωμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας, επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.
Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί.
Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους, γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «ᾮ γάρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτῳ καί κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.
Αλλά ας μεταφέρωμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε, ίσως και την ώραν της αμαρτίας να μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε.
Γι’ αυτό εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, εδικαιώθη.
Διότι ο Θεός είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του Τελώνου, και την συντριβήν του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα.
Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά· και αν γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρείοι δοῦλοι εσμέν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».
Είναι αναγκαίον και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση, την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη: η σκιά του Βεεμώθ, κατά τον Ιώβ, στους υγρούς τόπους και στις καλαμιές και η εκτροπή από την οδό της αληθείας και του φωτός της δικαιοσύνης.
Και επειδή είναι μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον, ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.
Ας ειπούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντο χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
πηγή: Πατερικόν Κυριακοδρόμιον (Άγιον Όρος). Επιμέλεια: Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη

Πηγή:http://fdathanasiou.wordpress.com

ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ



ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Οἱ διῶκτες τῶν χριστιανῶν δέ ἔλειψαν ποτέ. Σέ ὅλους τους αἰῶνες ὑπῆρχαν, μόνο πού δέν ἀκολουθοῦσαν πάντα τήν ἴδια μέθοδο καί τό πάθος τους δέν ἦταν πάντα στόν ἴδιο βαθμό. Καί στήν ἐποχή μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού δέν ἀνέχονται τούς χριστιανούς καί μέ διάφορους τρόπους προσπαθοῦν να τούς θέσουν στό περιθώριο καί νά τούς περιφρονήσουν. Δεν θέλουν τόν λόγο τους, ἀρνοῦνται τά ἔργα τους καί ἀντιδροῦν ὅταν, λόγῳ τῶν ἱκανοτήτων καί χαρισμάτων τους, καταλαμβάνουν ὑψηλές θέσεις στό δημόσιο ἤ στόν ἰδιωτικό τομέα...

Οἱ διωκόμενοι χριστιανοί πρέπει νά εἶναι σίγουροι ὅτι βαδίζουν τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Θά ἔλεγα ὅτι οἱ διῶκτες, χωρίς βέβαια νά τό θέλουν ἤ νά τό ὑποψιάζονται, πιστοποιοῦν την ὀρθότητα τῶν ἐπιλογῶν τους καί τή γνησιότητα τῶν προθέσεών τους. Ὅμως πάντα ὁ διωγμός εἶναι πικρός καί πληγώνει τούς εὐαίσθητους χριστιανούς. Καί κανένας δέν θά τόν ἤθελε. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι γιά νά τόν ἀποφύγει πρέπει νά ἀρνηθεῖ τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδοσιακές ἀρχές τῆς Ἐκκλησίας. Παραμένει πάντα σταθερός καί ἀδιαφορεῖ τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ.

Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἄλλη κατηγορία χριστιανῶν. Εἶναι αὐτοί πού ἐκκλησιάζονται, συμμετέχουν στά μυστήρια, ἀλλά στην πραγματικότητα εἶναι συμβιβασμένοι μέ τόν ἁμαρτωλό κόσμο καί ποτέ δέν σκέφτηκαν νά ἀντιδράσουν ἤ νά ἀγωνιστοῦν, για νά ἀλλάξει ἐπί τό χριστιανικότερον ὁ κόσμος. Πρόκειται για τούς χλιαρούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι παραδόξως, ὅταν τούς δίνεται ἡ εὐκαιρία ἤ ἡ δυνατότητα, ἐμφανίζονται ὡς πρωτοπόροι πού θέλουν νά δώσουν μιά νέα πνοή στή χριστιανική διδασκαλία, ἑρμηνεύοντάς την μέ κοσμικό τρόπο καί ἀμβλύνοντας το ἠθικό κριτήριο τῶν χριστιανῶν. Μάταια ὅμως κοπιάζουν. Τά τῆς πίστεως καί τῆς ἠθικῆς θέματα παραμένουν πάντα ἴδια καί δεν ἐπιδέχονται διαστρεβλώσεις καί ἀναθεωρήσεις.

Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει ὅτι ὑπέφερε πολλούς διωγμούς, ἀλλά τον γλίτωσε ὁ Κύριος. Τήν ἴδια τύχη ἔχουν καί ὅλοι οἱ ἀληθινοί χριστιανοί: “Ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς”.


Πηγή: ('Oρθόδοξος Τύπος, 4/2/2011) Thriskeftika.blogspot.com

Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Kυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου)


Τὸ Εὐαγγελικὸ  Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς 13.02.2011.
(Λουκ. ιη΄ 10-14)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Ἀπόδοση στὰ Νέα Ἑλληνικά:
Εἶπε ὁ Κύριος τὴν ἑξῆς παραβολή: «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν εἰς τὸν ναόν, διὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦτο Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος ἐστάθηκε καὶ ἔκανε τὴν ἑξῆς προσευχὴν ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἑαυτόν του: “Θεέ, σ’ εὐχαριστῶ, διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ τελώνης. Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατον ἀπὸ ὅλα, ὅσα ἀποκτῶ”. Ὁ τελώνης ὅμως ἐστεκόταν μακρυὰ καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσῃ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀλλ’ ἐκτυποῦσε τὸ στῆθός του καὶ ἔλεγε, “Θεέ, ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλόν”. Σᾶς λέγω, ὅτι αὐτὸς κατέβηκε εἰς τὸ σπίτι του δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν παρὰ ὁ ἄλλος. Διότι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ὑψωθῇ.
Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
«Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος»
.          Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου σήμερα καὶ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε τὴν Παραβολὴ ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ δύο πρόσωπα: τὸν Φαρισαῖο καὶ τὸν τελώνη. Καὶ οἱ δύο ἀνέβηκαν στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Στὸν ἴδιο Ναὸ πῆγαν. Ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἴδια διάθεση. Τὸ ἀπέδειξαν αὐτὸ μὲ τὴ στάση τους καὶ τὰ λόγια τους. Καὶ τελικὰ ὁ τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος, συγχωρημένος, ὄχι ὅμως καὶ ὁ Φαρισαῖος. «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος». Ἂς μαθητεύσουμε λοιπὸν στὸντρόπο τῆς προσευχῆς τοῦ τελώνου, ὑπογραμμίζοντας τρία στοιχεῖα τῆς θεάρεστης προσευχῆς του.
1. ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ
.         Ὁ τελώνης ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια στεκόταν «μακρόθεν», μακριὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι». Δὲν εἶχε τὴν τόλμη ὄχι μόνο τὰ χέρια του ἀλλ’ οὔτε τὰ μάτια του νὰ ὑψώσει πρὸς τὸν οὐρανό. Μὲ κατεβασμένο τὸ βλέμμα καὶ συγκεντρωμένο τὸ νοῦ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν λυπηθεῖ γιὰ τὸ κατάντημά του. Οὔτε ἔλεγε περιττοὺς λόγους, οὔτε ἔκανε ἐπιδεικτικὲς κινήσεις, οὔτε περιέφερε τὸ βλέμμα του δεξιὰ κι ἀριστερά. Ἡ ὅλη στάση του φανέρωνε εὐλάβεια, συστολή, φόβο Θεοῦ.Ἂν ὁ τελώνης αἰσθανόταν ἔτσι στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὅλα ἦταν τύπος καὶ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας, πῶς πρέπει ἄραγε νὰ αἰσθανόμαστε ἐμεῖς μέσα στοὺς χριστιανικοὺς Ναούς μας, ὅπου φανερώνεται αὐτὸς ὁ Τριαδικὸς Θεός; Τὸ ψάλλουμε στὴν ἐκκλησία: «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν». Ἂν μέσα στὸ ναὸ συναισθανόμασταν ὅτι βρισκόμαστε στὸν οὐρανό, τότε μὲ πολὺ φόβο Θεοῦ καὶ περισσὴ εὐλάβεια θὰ πλησιάζαμε καὶ θὰ προσφέραμε τὴν ταπεινὴ λατρεία μας.
2. ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
.           Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ εἶχε ἡ προσευχή του ἦταν ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὁ τελώνης συναισθανόταν βαθιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Τὸ ὁμολογοῦσε: «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ ἔλεγε τυπικά. Αἰσθανόταν ἔνοχος καὶ ἐξαρτοῦσε τὴ σωτηρία του ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν εἰλικρινής. Γι’ αὐτό, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ τελώνης «οὐκ ἤλγησεν ἐπὶ τῇ κατηγορίᾳ, ἀλλὰ κατεδέξατο τὸ εἰρημένον μετ’ εὐγνωμοσύνης»· δὲν ἀντέδρασε στὰ περιφρονητικὰ λόγια τοῦ Φαρισαίου, οὔτε πόνεσε ἀπὸ τὴν κατηγορία, ἀλλὰ δέχθηκε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν πικρὸ λόγο, διότι πίστευε ὅτι τοῦ ἄξιζε. Τόσο μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη!Πόσο πολὺ μᾶς διδάσκει τὸ ταπεινό του φρόνημα! Μπορεῖ κι ἐμεῖς νὰ ὀνομάζουμε τὸν ἑαυτό μας ἁμαρτωλό, νὰ ἀπαγγέλλουμε στὴν προσευχή μας τὰ ἴδια λόγια «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἀλλὰ ὅταν μᾶς ὑποδείξουν ἕνα λάθος, ὅταν μᾶς κατηγορήσουν, ἀμέσως ἀντιδροῦμε καὶ στενοχωριόμαστε. Μήπως τελικὰ δὲν τὸ πιστεύουμε αὐτὸ τὸ «ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ εἰλικρίνεια κι εἶναι αὐτὴ ποὺ ἑλκύει τὴν χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
3. ΜΕΤΑΝΟΙΑ
.         Τὸ τρίτο στοιχεῖο ποὺ εἶχε ἡ προσευχή του ἦταν ἡ μετάνοια. Καὶ μάλιστα μετάνοια βαθιὰ καὶ εἰλικρινής. Ὁ τελώνης «ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Χτυποῦσε τὸ στῆθος του, διότι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ καρδιά, τὸ κέντρο ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν καὶ διαθέσεων τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν κατηγοροῦσε τοὺς ἄλλους, δὲν μετεβίβαζε εὐθύνες, οὔτε προέβαλλε δικαιολογίες γιὰ τὶς πράξεις του. Δὲν ἔλεγε «παρασύρθηκα», «εἶναι ἡ φύση τοῦ ἐπαγγέλματός μου τέτοια ποὺ μὲ ἀναγκάζει νὰ παρανομήσω» καὶ ἄλλα παρόμοια. Παραδεχόταν ὅτι αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς ἔφταιγε γιὰ τὸ κατάντημά του καὶ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ τέτοια εἰλικρινῆ διάθεση καταφεύγει στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι θὰ βρεῖ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό. «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν ́ [50] 19). Τὴν συντετριμμένη καρδιὰ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἀπορρίψει. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέχεται τὴν μετάνοια κάθε ἁμαρτωλοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τοῦ τελώνη τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
.            Καθὼς σήμερα ἀνοίγει ἡ κατανυκτικὴ περίοδος τοῦ Τριωδίου, κατὰ τὴν ὁποία ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ προσερχόμαστε στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ λατρεύσουμε τὸν Κύριο, ἂς φέρνουμε συχνὰ στὸν νοῦ μας τὴν Παραβολὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου. Κι ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν προτροπὴ τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί» ἀλλὰ «τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεὸς τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Ἂς συμμετέχουμε κι ἐμεῖς στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια γιὰ νὰ χαρίσει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ πανάγαθος Θεὸς αὐτὸ ποὺ ἔλαβε καὶ ὁ τελώνης: τὴν δικαίωση καὶ τὴν σωτηρία.
ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», τ. 2016, 01.02.2011
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΙΚΗ ΣΤΟΝ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΪ



᾿Εφημερίδα "Παρασκευή καί 13": "Φωτιές στήν ῾Ιεραρχία ἀνάβει ἡ Κάρτα τοῦ Πολίτη"



Εισαγωγικό σχόλιο απο το Ο.Π:
Όπως θα διαβάσετε  στα αποσπάσματα του άρθρου  που δημοσιεύτηκε σήμερα 11/2/11 στην εφημερίδα "Παρασκευή και 13", μέσα  σε 5 μόλις  ημέρες οι 100- 200 φανατικοί έγιναν "πάνω απο 2.500,  η πλειονότητα των οποίων ήταν μέλη ενοριών".
Αναφερόμαστε γενικά στα  ΜΜΕ,  τα οποία  προεξοφλούσαν ότι  η συγκέντρωση  εναντίον της Κάρτας του Πολίτη  και  κάθε άλλης  κάρτας- εργαλείου της παγκόσμιας ηλεκτρονικής διακυβέρνσης, θα μαζέψει  μόνο μερικούς  "φανατικούς"  που δρούν στο περιθώριο  παραεκκλησιαστικών  και παραθρησκευτικών  οργανώσεων, ή ακόμα και  "ακροδεξιά  και εθνικιστικά  στοιχεία".
Ας δούμε μερικά αποσπάσματα  απο τον εν λόγω άρθρο:





 "Φωτιές στην Ιεραρχία ανάβει η Κάρτα του Πολίτη"


Μπορεί να ξεπέρασαν  τους 2.500 αυτοί που συγκεντρώθηκαν την Κυριακή  έξω απο την Βουλή για να  διαμαρτυρηθούν  για την Κάρτα του Πολίτη, όμως  η σύνθεση  των διαδηλωτών δεν επιτρέπει  εφησυχασμούς στην Ιεραρχία  πως το θέμα  των αντιδράσεων  θα κλείσει  εύκολα  και, το σημαντικότερο, πως μερίδα πιστών  θα αφήσει  την Ιερά Σύνοδο  να χειριστεί  εν λευκώ  το ζήτημα  με την κυβέρνηση.
Αν ήταν  μόνο τα μέλη  παλαιοημερολογιτικών  οργανώσεων  ή του γνωστού αρχιμανδρίτη Νεκτάριου Μουλατσιώτη απο την μονή  των "παπαροκάδων" στο Τρίκορφο της Φωκίδας, τότε  εύκολα  θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί  η ιστορία  αυτή  με τις γνωστές κριτικές  γιατις ομάδες των "σκληρών" που δεν χάνουν  ευκαιρία να αντιπολιτεύονται  την επίσημη Εκκλησία.
Όμως την Κυριακή  στο Σύνταγμα βρέθηκαν  και γνωστοί κληρικοί  της επίσημης Εκκλησίας  που ο λόγος τους  πιάνει στους πιστούς ,όπως ο ιερέας  Σαράντης Σαράντος  απο την μητρόπολη Κηφησίας ,Αμαρουσίου  και Ωρωπού  μαζί με μέλη  ενοριών  που αποτελούσαν και την πλειονότητα  των συγκεντρωμένων.
Διαβάστηκαν επίσης μηνύματα συμπαράστασης  που έστειλαν δύο μητροπολίτες, οι  Αιτωλίας Κοσμάς  και Γόρτυνος Ιερεμίας. 
Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε  και τους μητροπολίτες  που μπορεί να μην έστειλαν μήνυμα , αλλά έχουν  κατά καιρούς  εκφράσει δημόσια  τις αντιρρήσεις  ή και απλώς  τις επιφυλάξεις τους (Θεσσαλονίκης,Λαρίσης, Αλεξανδρουπόλεως, Καλαβρύτων, Κονίτσης,Πειραιώς, Κηφησίας, Αργολίδος, Μεσογαίας, Πατρών, και άλλοι), τότε ο Αρχιεπίσκοπος  αλλά και η κυβέρνηση θα πρέπει να προσέξουν πολύ, ώστε να μην  ανάψει  ακόμη μια φωτιά  μέσα σε όλες τις άλλες....

Τὰ μαῦρα κούτσουρα / Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος





Σοβαρὸς καὶ ἀρχαϊκός, γαλανὸς καὶ ἀνοιχτοπρόσωπος ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου, μὲ τὰς πλατείας χειρίδας, τὴν κεντητὴν ζώνην, καὶ τὰ στιλπνὰ πανοβράκια του, ἐσύχναζε καθ᾿ ἑκάστην εἰς τὸ Κιόσκι... ἐντὸς τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κάστρου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὸ μικρὸν τζαμί, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο διὰ τὸν τύπον ἐκεῖ, τάχα διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τοῦ μοναδικοῦ Ἀγᾶ, ὅστις εὑρίσκετο ὡς σημεῖον συνδέσμου καὶ ὑποταγῆς ἐφ᾿ ὅλης τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἐσυναθροίζοντο ὅλοι οἱ προεστοί, πρόκριτοι καὶ δημογέροντες τοῦ τόπου, διὰ νὰ καπνίζουν τὸ μακρὸν τσιμπούκι, νὰ πίνουν τὸ σερμπέτι, καὶ νὰ συζητοῦν ὡς μεγάλα κεφάλια, τὰ συμφέροντα ὅλης τῆς κοινότητος. Ἐσχάτως μόνον τὸ σερμπέτι ἤρχισε ν᾿ ἀντικαθιστᾷ ὁ καφές, τὸν ὁποῖον ἐκόμισε πρῶτος, ἐπιστρέψας ἄρτι ἐκ τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ κὺρ Ἀλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, μεγαλέμπορος καὶ πρῶτος προεστὼς τοῦ Κάστρου.

Συνήθως οἱ προεστοὶ ἦσαν βραχυλόγοι. Ἔσφιγγον τὰ χείλη, καὶ δυσκόλως ἔφευγε λόγος τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων των. Ἔμεναν πάντοτε ἀμφίῤῥοποι, καὶ δὲν ἐξεφράζοντο ποτὲ ἀρκετὰ σαφῶς διὰ πᾶν ζήτημα. Ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου ἔλεγε μόνος του εἰς μίαν ἡμέραν τόσα λόγια, ὅσα δὲν ἔλεγαν εἰς δέκα συνεδριάσεις ὅλοι ὁμοῦ οἱ προεστοί. Πλήν, μὲ ὅλην τὴν στωμυλίαν ταύτην, κανὲν ὑποκείμενον δὲν ἐσαφηνίζετο. Οὔτε ὁ λέγων ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ ἀκριβῶς τί ἔλεγεν, οὔτε οἱ ἀκροαταί του ἐνόουν εὐκρινῶς τί ἤθελεν ὁ ἀγορητὴς νὰ εἴπῃ.

Ἐκεῖνο τὸ Σάββατον, ὁποὺ ὁ κὺρ Δημητράκης ἐπέστρεφεν οἴκαδε περὶ τὴν μεσημβρίαν, σοβαρὸς καὶ γαλήνιος, σκεπτικὸς εἰς ὅλον τὸν δρόμον, εἶχε συζητηθῆ θέμα πολὺ εὐγενὲς εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὴν συνάθροισιν τῶν προεστῶν. Ἐπρόκειτο περὶ παίδων ἀγωγῆς, καὶ μάλιστα περὶ τῆς διαγωγῆς τῶν ἐφήβων καὶ νεανίσκων, ἐκείνου τοῦ καιροῦ, μεσοῦντος τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος. Δύο ἢ τρεῖς νέοι, τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ἀπὸ καλὰς οἰκίας ὁπωσοῦν, εἶχον ἐκτραπῆ τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ εἶχον ἐξωκείλει εἰς θορυβώδεις κώμους τὴν νύκτα, μὲ βιολιὰ καὶ μὲ λαγοῦτα, καὶ μὲ λίαν ζωηρὰ καὶ ξανοιχτὰ ᾄσματα. Μίαν λέξιν εἶχεν εἰπεῖ μετὰ γενικότητος ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.

-Δὲν πᾶμε καλά.

-Ξωκείλαμε, ἐπρόσθεσεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλη.

-Μπατάραμε-πέσαμ ὄξου, ἐπέφερεν ὁ καπετὰν Πέτρος ὁ Μαυρογιαλής.

-Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔλειψε, συνεπέρανεν ὁ Σακελλάριος ὁ παπαΖαχαρίας.

Καὶ ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε στωμύλος ν᾿ ἀναπτύσσῃ τὸ ζήτημα.

-Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἤρχισε μὲ ὕφος σχεδὸν καλογηρικόν, πρέπει νὰ ξέρουμε, πὼς ὅλοι μεῖς εἴμαστε σὰ μιὰ οἰκογένεια ἀγαπημένη ἀπὸ πατέρα κι ἀπὸ μάννα, ὅλοι ἀδέρφια εἴμαστε. Πατέρας μας εἶναι ὁ Θεός, μάννα μας εἶν᾿ ἡ γῆς. Καὶ λοιπόν, ἐπειδὴς εἴμαστε ὅλοι ἀδέρφια, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε ὅλοι ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μίαν μητέρα τὴν γῆς, πρέπει νὰ εἴμεθα ἀγαπημένοι καὶ τιμημένοι, ὡσὰν μία οἰκογένεια ποὺ εἴμαστε. Τὶ λέγει τὸ ἱερὸ Βαγγέλιο; «Ἀγαπήσῃς τὸν πλησίο σου ὡς σεαυτόν». Ἐπειδὴς ὁ πλησίος, ὁ γείτονας σου, εἶναι ἀδελφός, μὲ τὸ νὰ ἔχῃ ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μία μάννα, τὴν γῆς, ἤγουν θὰ πῇ πὼς εἶναι σὰν ἀδερφός σου, σωστὸς ἀδερφός σου. Καὶ τὶ λέγει πάλιν. «Ὃ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μὴ ποιήσῃς». Ἑταῖρος, μοῦ ἔλεγε ὁ Λογιώτατος ὁ γυιός μου, ἑταῖρος θὰ πῇ σύντροφος, φίλος. Πῶς μπορεῖς νὰ κάμῃς κακὸ στὸν ἀδερφό σου, στὸν σύντροφό σου, στὸ φίλο σου; Ἤγουν, διὰ νὰ καταλάβετε καλά, πατέρες, τὶ λέγω, θέλεις ἐσὺ νἄρχωνται νὰ κάνουν πατινάδες ἀποκάτω στὰ παράθυρά σου τὴν νύκτα;

-Δὲν τὰ λὲς καὶ τόσο βαθιὰ ἑλληνικά, καταλάβαμε, εἶπεν ὁ πρῶτος λαλήσας, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.

-Ἀγκαλά, κὺρ Δημητράκη, κι ὁ γυιός σου, καθὼς ἔμαθα, ὁ Ἀγάλλος, ἦταν ἀπὸ διαβάτ᾿ κι αὐτός, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέῤῥος, ἦταν μαζὶ μὲ τὸ τσοῦρμο.

-Ποιό τσοῦρμο, καπετὰν Πέῤῥο· στὸ καράβι εἶν᾿ ὁ νοῦ σ᾿;

-Μαζί μ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν τὴν πατινάδα, ἡρμήνευσεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Κι γὼ τ᾿ ἄκουσα, κὺρ Δημητράκη.

-Τί λές, παπά;

-«Τὸ ναί, ναί, καὶ τὸ οὐ, οὐ», ἐπέμεινεν ὁ παπάς. Καλλίτερα νὰ τὰ λέμε μπροστά, κὺρ Δημητράκη. Νὰ μὴ γνέφῃ τινας «ὀφθαλμῷ μετὰ δόλου», λέγει ὁ σοφὸς Σολομών. «Ὁ ἐλέγχων μετὰ παῤῥησίας εἰρηνοποιεῖ».

-Ἐγὼ τώρα τ᾿ ἀκούω αὐτό, ἐπανέλαβε κατηφὴς ὁ κὺρ Δημητράκης.

-Γιατὶ στερνὰ τὰ μαθαίνει ὅλα κεῖνος, ὅπου ἔπρεπε πρῶτος νὰ τὰ ξέρῃ, εἶπεν ὁ παπάς. «Καὶ ἔσονται οἱ πρῶτοι ἔσχατοι».

-Ἔ! καὶ τὶ νὰ κάμῃ, σὰ σᾶς ἀκούει καὶ σᾶς! ἔκραξεν ἀνυπόμονος ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος. Μπορεῖ νὰ μνουχίσῃ τὸν γυιό του;

Κι ἐκάγχασεν ὀλίγον φορτικῶς [προπετῶς].

-Καλλίτερα νὰ τὸν πανδρέψῃ, εἶπεν ὁ παπάς. Ἔχουμε κορίτσια στὸ χωριό. Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀνηψιά μου, ἡ Οὐρανίτσα τοῦ Θωμᾶ Κουμπῆ;

-Καλὴ καὶ ἄξια, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέῤῥος.

-Καλά θὰ τὸν πανδρέψω, εἶπεν ἀποφασιστικὸς ὁ κὺρ Δημητράκης. Σοῦ δίνω τὸ λόγο μου, παπά μου.

Ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸν ἱερέα. Εἶτα ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι, καὶ ἀπῆλθεν ὁρμητικός.
* * *
-Ἄκουσε, τὶ σοῦ λέει ὁ ἀφέντης σου, ἔλεγεν ἡ γριὰ Ἀρετή, ἡ Δημητράκαινα, πρὸς τὸν υἱόν της, τὸν πρωτότοκον Ἀγάλλον.

-Ἔδωκα τὸ λόγο μου στὸν παπά-Ζαχαρία, ἐπανέλαβε πολλάκις ὁ κὺρ Δημητράκης.

-Κι ἐγὼ εἶχα ῥίξει τὸ μάτι μου στὴν κόρη τῆς Γλεζίτσας, στὴ Σκόπελο, ἐπέμενεν ἄκαμπτος ὁ Ἀγάλλος.

Ὁ Ἀγάλλος ἦτο 22 ἐτῶν, ὑψηλὸς καὶ εὔμορφος, γαλανός, ὅπως ὁ πατήρ του. Εἶχεν ἀρχίσει ἀπὸ τριῶν ἐτῶν νὰ κάμνῃ ταξίδια ἐπάνω στὸν Ποταμόν, εἰς τὴν Βλαχίαν, κι ἐκεῖθεν εἶχεν ἐπανακάμψει πρὸ ὀλίγων μηνῶν, φέρων ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων, ὡς πρωτόλεια, εἰς τοὺς γονεῖς του. Εἶχε κρατήσει πέντ᾿ ἓξ διὰ νὰ εὐθυμήσῃ μὲ τοὺς φίλους του.

Πρὶν φθάσῃ εἰς τὸ Κάστρον, εἶχε ξεμβαρκάρει κατ᾿ ἀνατολὰς εἰς τὴν ἀντικρυνὴν νῆσον, κι ἐκεῖ εἶχεν ἰδεῖ τὴν ὡραίαν, λεπτοφυῆ, ὠχράν, λευκὴν καὶ σχεδὸν μεταξωτήν, εἰς συγγενικὴν οἰκίαν, διότι εἶχε πρωτεξαδέλφους ἐξ ἀγχιστείας, καθότι ἐγίνοντο τότε συχναὶ ἀγχιστεῖαι μεταξὺ τῶν ἐγκρίτων οἰκογενειῶν τῶν δύο νήσων. Καὶ ὁ Ἀγάλλος εἶχεν ἐρωτευθῆ τὴν γαλαζοαίματην, τὴν κιτρίνην καὶ σχεδὸν διαφανῆ κόρην.

Ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε νὰ διηγῆται μακρὸν συναξάρι περὶ ὑπακοῆς καὶ ἀπειθείας τέκνων καὶ ὅτι «εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων». Ὁ Ἀγάλλος μόλις ἤκουεν. Ἡ γριὰ Ἀρετὴ πρόχνυ καθημένη, περιβάλλουσα μὲ συμπεπλεγμένας χεῖρας τὰ δύο γόνατα, ἔσειεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ἐπέθετεν ὀξείας καὶ περισπωμένας εἰς τὸ λεκτικὸν τοῦ συζύγου της.

Τέλος ὁ κὺρ Δημητράκης εἶπε:

-Θέλεις νἄχῃς τὴν κατάρα μου;

-Ὄχι, ἀφέντη, εἶπεν ὁ νέος.

-Σοῦ λέω, ἔδωκα τὸν λόγο μου.

-Κι ἐγὼ ἔδωκα τὴν καρδιά μου.

-Ἄκουσε τὶ σοῦ λέει ὁ κύριός σου, παιδί μ᾿, Ἀγάλλο μ᾿, εἶπεν ἡ Ἀρετή.

-Τὸν ἀκούω, μάννα· μά, ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν θὰ γίνῃ.

-Δέν σοῦ εἶπα, «εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι»... παιδί μου; ἐπανέλαβε δευτέραν φορὰν ὁ γέρος.

-Μοῦ τὸ εἶπες, ἀφέντη· μὰ λέει κι αὐτό: «Πατέρες μερίζουσιν οἴκους καὶ ὕπαρξιν τέκνοις· παρὰ δὲ Κυρίου ἁρμόζεται ἀνδρὶ γυνή».

Ἂν καὶ δὲν ἦτο τόσον σοφὸς ὅσον ὁ Λογιώτατος, ἤξευρε ῥητά.

-Θὰ σὲ ἀποκληρώσω.

Παρῆλθον ὀλίγαι ἡμέραι. Εἶχεν ἐμβῆ ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἐπανήρχετο ἡ ἄνοιξις, κι ὁ Ἀγάλλος ἡτοιμάζετο νὰ πλεύσῃ διὰ τὴν Προποντίδα καὶ τὸν Βόσπορον, κι ἐκεῖθεν διὰ τὸν Δούναβιν. Ὅταν ἐζήτησε τὴν πατρικὴν εὐλογίαν, ὁ κὺρ Δημητράκης τοῦ εἶπεν:

-Ἂς εἶναι, παιδί μου· ἐσὺ θὰ μὲ γεροκομήσῃς.

Καὶ ὅταν ἐφίλησε τὴν δεξιὰν τῆς μητρός του, ἡ Ἀρετὴ τοῦ εἶπε:

-Τά χεράκια σου θὰ μὲ θάψουνε.
* * *
Διέτριψε μίαν ἑβδομάδα καὶ πλέον εἰς τὴν ἀντικρυνὴν νῆσον, ὅπου ἐπῆγε νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν μεταξωτὴν κόρην τὴν γαλαζοαίματην, τὴν Γκλεζώ, θυγατέρα τῆς Γκλεζίτσας, καταγομένης ἀπὸ τὸ αἷμα τὸ Τσιρωνέϊκον, ἐξ εὐγενῶν Βενετῶν φυγάδων.

Τὴν ἐπαύριον, ἀφοῦ ἐμίσεψεν ὁ Ἀγάλλος, ὁ κὺρ Δημητράκης, ὅταν ἐπῆγεν, ὡς συνήθως, εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὸ μέσον τῶν προεστῶν, ἐστράφη πρὸς τὸν παπὰ-Ζαχαρίαν τὸν Σακελλάριον καὶ τοῦ εἶπε:

-Σοῦ δίνω, παπά, στὴν ἀνεψιά σου τὴν Οὐρανίτσα τὸν Λογιώτατον, ἐπειδὴ ὁ Ἀγάλλος δὲν ἠθέλησε νὰ μ᾿ ἀκούσῃ.

-Καλά, κὺρ Δημητράκη· ὡς ἐπιτρόπος τῆς κόρης, σοῦ λέγω ὅτι εἶναι δεκτόν.

Ὁ Ἐπιφάνιος ἦτο δευτεροτόκος υἱὸς τοῦ Δημητράκη, τὸν ὁποῖον αὐτὸς εἶχεν ἐπονομάσει Λογιώτατον, καὶ τὸ ἐπίθετον αὐτὸ ἐκόλλησεν ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔμεινεν.

Ὁ νέος εἶχε σπουδάσει στ᾿ Ἀμπελάκια, στὰ Γιάννενα καὶ κάπου ἀλλοῦ, ὅπου τὸν εἶχε στείλει ὁ πατήρ του. Φαίνεται ὅτι ἦτο καλὸς ἑλληνιστής, καὶ πονήματά τινα κατέλιπεν, ἔμμετρα καὶ πεζά, ἐξ ὧν ἓν μόνον φυλλάδιον εἶχε τυπωθῆ ἐν Βενετίᾳ, ζῶντος τοῦ συγγραφέως.

Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἔγινεν ἡ μνηστεία, καὶ μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν ὁ γάμος. Ὁ Ἐπιφάνιος ἐπῆρε τὴν γυναῖκά του, κι ἐπῆγεν ὡς διδάσκαλος εἰς τὴν Ὕδραν, ὅπου διέτριψεν ἔτη πολλά, μεταξὺ τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ´ καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος, διδάσκων τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα. Ὑπέγραφε δὲ συνήθως Στέφανος (ἀντὶ τοῦ Ἐπιφάνιος) Δημητριάδης.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἀγάλλος διέμεινεν ἐπὶ πέντε ἔτη εἰς Βλαχίαν, κι ἔγραφεν ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς μῆνας πρὸς τοὺς γονεῖς του, εἰς τὴν νῆσον. Πότε τὰ γράμματα παρέπιπτον κι ἐχάνοντο, πότε ἔφθανον εἰς χεῖρας τοῦ πατρός του. Ὁ Δημητράκης, συνήθως, οὔτε ἔστελλεν ἀπάντησιν, καὶ διότι εἶχε γογγύσει ἡ καρδιά του κατὰ τοῦ Ἀγάλλου, καὶ διότι δὲν εἶχε πλέον γραμματικόν, ὅστις νὰ τοῦ συντάξῃ ἐπιστολήν. Ὁ Λογιώτατος ἔλειπε χρονικῶς εἰς τὴν Ὕδραν. Εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν Λογιώτατον δὲν ἔστελλε γράμματα, ἀλλὰ μόνον στοματικὰ χαιρετίσματα, ὁπωσοῦν συχνὰ -διὰ μέσου ἁλιέων καὶ σπογγοθηρῶν, πλεόντων ἀπὸ τοῦ Σαρωνικοῦ εἰς τὰς βορεινὰς νήσους, καὶ τἀνάπαλιν· κάποτε καὶ διὰ μοναχῶν ταξιδιωτῶν, ἐξ Ἁγίου Ὄρους ἐρχομένων, οἵτινες, ἀφοῦ ἐπεσκέπτοντο τὰ ἐπὶ τῆς νήσου Μονύδρια, τὴν Παναγίτσαν τῆς Κεχριᾶς τὴν θαυματουργόν, τὴν Καστριώτισσαν, τὸν Πρόδρομον τὸν Κρυφόν, τὸν ἄλλον τὸν Ἀσέληνον, κτλ., κατηυθύνοντο εἶτα εἰς Ὕδραν, διὰ νὰ ἴδωσι τὰς ἐκεῖ μονὰς καὶ τοὺς μονάζοντας, καὶ εἶτα ἔφθανον μέχρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καὶ τῆς Ἁγίας Λαύρας, εἰς τὰ βορειοδυτικὰ τοῦ Μορέως.

Ὅταν εἰς τὸ τέλος τῶν πέντε ἐτῶν ὁ Ἀγάλλος ἐκίνησεν ἀπὸ τὸν Ποταμὸν διὰ νὰ κατέλθῃ εἰς τὴν Προποντίδα καὶ ἐξέλθῃ εἰς τὴν Ἄσπρην Θάλασσαν, ἠγνόει πολλὰ ἄλλα πράγματα ἐν τῷ μεταξὺ ἐπισυμβάντα, ἀλλὰ καὶ τὸν γάμον τοῦ Ἐπιφανίου μετὰ τῆς Οὐρανίτσας. Καὶ ὅμως ἐκ φήμης εἶχεν ἀκούσει ὅτι εἷς Λογιώτατος καλούμενος, νέος ἀπὸ βορεινὴν νῆσον προερχόμενος, ἦτο διδάσκαλος εἰς τὴν Ὕδραν· ἀλλ᾿ ἡ φήμη δὲν ἦτο ἀρκετὰ φωτισμένη, ὥστε νὰ τὸν πληροφορήσῃ, ἂν ὁ Λογιώτατος ἐκεῖνος εἶχε γυναῖκα, καὶ ποίαν καὶ πόθεν. Ὁ Ἀγάλλος ἔφερε μαζί του ὄχι ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων αὐτὴν τὴν φοράν.

Μετὰ ἕνα μῆνα ἀπὸ τὸν μισεμόν του ἐκ τῆς Βλαχίας ἔφθασεν εἰς τὸν ὡραῖον τόπον, εἰς τὴν πατρίδα τῆς φαρφουρίνης Γκλεζῶς· ἐμελέτα νὰ μείνῃ αὐτόθι ὀλίγας ἡμέρας, εἶτα νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν πατρίδα του ἀντικρύ, νὰ ἐξευμενίσῃ τοὺς γονεῖς του μὲ πᾶσαν θυσίαν, νὰ τοὺς πείσῃ νὰ ἔλθουν εἰς τὸν γάμον [του] καὶ νὰ ἐπανέλθῃ ἄγων αὐτοὺς πλησίον τῆς μνηστῆς του. Ὁ γάμος θὰ ἐτελεῖτο πανηγυρικῶς, μὲ τὰς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, δώδεκα παπάδων, ἀπὸ δώδεκα ἐνοριακὰς ἐκκλησίας, καὶ τῶν γονέων, καὶ τῆς πενθερᾶς του τῆς Γκλεζίτσας, καὶ τόσων ἄλλων παρανύμφων, κηδεστῶν, ἀγχιστέων καὶ φίλων.
* * *

Ὅταν ἀπεβιβάσθη ὁ Ἀγάλλος, κι ἐπάτησε τὸν πόδα εἰς τὴν ξυλίνην ἀποβάθραν τῆς ἀνόρμου ἐσοχῆς [ἀγκάλης] τοῦ αἰγιαλοῦ -τὴν κατεσκεύαζον [τὴν ἀποβάθραν] ξυλίνην, ἐπειδὴ κατὰ τὸν χειμῶνα τὰ κύματα τοῦ βοῤῥᾶ τὴν κατέστρεφον, καὶ πᾶσαν ἄνοιξιν τὴν ἀνεκαίνιζον πάλιν- ἀόριστον νέφος λύπης καὶ κατηφείας (τοῦ ἐφάνη ὅτι) ἐπεπόλαζεν [ἐπλανᾶτο] εἰς ὅλην τὴν παραθαλάσσιον. Τὰ πρόσωπα, ὅσα ἄλλοτε ἔτρεχον μετὰ χαρᾶς νὰ τὸν ὑποδεχθῶσι καὶ νὰ τὸν χαιρετήσωσι, σκαιὰ καὶ ψυχρά, δὲν ἔτρεχον μετὰ προθυμίας εἰς συνάντησίν του. Δύο ἢ τρεῖς γνώριμοι, φίλοι, ἢ συγγενεῖς τῆς μνηστῆς του, τοῦ εἶπον «καλῶς ὥρισες» μὲ μελαγχολικόν τινα τρόπον, ὡς νὰ τὸν ὤκτειρον. Ἐφαίνοντο ὅτι εἰς πέντε ἔτη ὅλοι οἱ νέοι εἶχον γηράσει, ὡς νὰ εἶχε παρέλθει εἰκοσαετία, καὶ ὅλοι οἱ ὡρίμου ἡλικίας εἶχον γίνει ψυχροὶ καὶ δύσκαμπτοι, ὡς παγωμένα σκέλεθρα.

Ὁ Ἀγάλλος ὑπωπτεύθη, ὅτι ἡ μνηστή του τὸν εἶχεν ἀρνηθῆ, καὶ εἶχε προτιμήσει ἄλλον. Ἠσθάνθη εἰς τὸ στῆθος του αἰφνίδιον πλῆγμα ὡς δικόπου μαχαίρας· ἡ μία ἀκωκὴ τὸν ἔπληττεν εἰς τὸ αἴσθημα, ἡ ἄλλη -ἥτις πιθανὸν νὰ ἦτο καὶ ἡ ὀξυτέρα- εἰς τὴν φιλαυτίαν του.

-Τί γίνεται τὸ Γκλεζώ, καλὰ εἶναι; ἐτόλμησε νὰ ἐρωτήσῃ τὸν κὺρ Φόλην, ἕνα θεῖον τῆς κόρης, ὅστις ἦτο συγχρόνως καὶ τοῦ ἰδίου συγγενής, ἀπὸ τὴν παλαιοτέραν ἀγχιστείαν, ἥτις προϋπῆρχε μεταξὺ τῶν οἰκογενειῶν των.

-Ἔ, ὑπομονή, κουράγιο· τὶ νὰ κάμουμε, εἶπεν εἰς ἀπάντησιν ὁ γερο-Φόλης.

-Τί ὑπομονή, κουράγιο; ἐπανέλαβεν ἐν ἀπορίᾳ ὁ Ἀγάλλος.

-Αὐτὰ ἔχει ὁ κόσμος, ἀπήντησεν ὁ Φόλης.

-Τό ξέρω, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος· μόνο πές μου τὶ τρέχει;

-Ζωὴ σὲ λόγου σου, εἶπε πάλιν ὁ ἄλλος.

-Πέθανε ἡ Γκλεζώ;

-Δέν ἀπέθανε ἀκόμα· πεθαίνει.

Τῷ ὄντι ἡ νεᾶνις ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ὠχρά, διαφανής, μεταξωτή, εἶχε κρυολογήσει εἰς τὴν ἐξοχὴν τὸ περασμένον φθινόπωρον, ὅπου ἐπῆγε κι ἔμεινε δύο-τρεῖς ἡμέρας εἰς τὸ ἰδιόκτητον καλύβι τῆς οἰκογενείας, ἐκ φιλοτιμίας βοηθοῦσα τὰς ἐργατίνας εἰς τὸ μάζεμα τῶν ἐλαιῶν, ἀκόμα καὶ ὑπηρετοῦσα εἰς τὴν ἔκθλιψιν τοῦ ἐλαίου, εἰς τὸ πατητήρι, τὸ ὁποῖον ὑπῆρχεν εἰς τὸ κατώγι τῆς μικρᾶς ἐπαύλεως. Δὲν ἤκουσε τὰς νουθεσίας τῆς μητρός της, ἥτις τὴν εἶχεν ἀκριβὴν καὶ πολυζήτητον. Εἶχεν ἀκούσει, ὅτι εἰς τὴν ἄλλην νῆσον, εἰς τὴν πατρίδα τοῦ ἀῤῥαβωνιαστικοῦ της, δὲν τὸ εἶχαν εἰς ἐντροπὴν αἱ γυναῖκες τῶν καλλιτέρων οἰκογενειῶν νὰ βοηθῶσιν εἰς τοιαύτας ἐργασίας, κι ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὰς μιμηθῇ, διὰ νὰ δείξῃ εἰς τὴν πενθερὰν καὶ τὰς ἀνδραδέλφας της, ὅταν ἔμελλε νὰ πλεύσῃ μὲ τὸν Ἀγάλλον ἀντικρύ, στὸ Κάστρον, ὅτι αὐτή, ἂς ἦτον καὶ γαλαζοαίματη, ἐπεθύμει νὰ εἶναι χρήσιμος καὶ ἐργατική, ὅπως ἐκεῖναι. Τέλος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν ἄῤῥωστη. Ἡ μήτηρ της, ἀνήσυχος, τὴν ἐπεμελήθη τρυφερά. Ὅλαι αἱ γιάτρισσαι τῆς πόλεως μὲ τὰ φάρμακα καὶ τὰ ματζούνια ἐτέθησαν εἰς ἐνέργειαν. Ἀλλ ἡ φύσις δὲν ἐβοήθει, καὶ ἡ κόρη ἐχειροτέρευε. Παρῆλθεν ὁ χειμών, καὶ ἤλπιζεν ἡ Γκλεζίτσα, ὅτι μὲ τὴν ἀνατολὴν τῆς ἀνοίξεως (ἐτρώθη τὸ φθινόπωρον, εἰσέβαλεν ὁ χειμὼν) θὰ ἐδυνάμωνε ἡ μεταξωτὴ κόρη. Εἰς μάτην. Ἡ γλυκεῖα νεᾶνις ἐχειροτέρευσεν, ἀπήρχετο τὸ περίβλημα, κι ἐγίνετο ψυχή. Καὶ τέλος, τὸν Ἀπρίλιον, ὀλίγον μετὰ τὸ Πάσχα, ὅταν ἔφθασεν ὁ Ἀγάλλος, τὸ ἄνθος ἐφυλλοῤῥόησε, κι ἔγειρε, κι ἐμαράνθη.
* * *
Ἀφοῦ ἔκλαυσεν ὡς παιδίον, κι ἐθρήνησεν ὡς γυνὴ ὁ Ἀγάλλος, κι ἔβρεξε μὲ δάκρυα τὸ χῶμα, δευτέραν καὶ τρίτην ἡμέραν μετὰ τὴν ταφήν, συγχρόνως εἶπε μέσα του:

-Δέν πάω ἐγὼ τώρα ν ἀῤῥαβωνισθῶ τὴν Οὐρανίτσα, διὰ νὰ πάρω τὴν εὐχὴν τῶν γονέων μου; Ἰδοὺ φῶς φανερά, καθὼς εἶπεν ὁ πατέρας, δὲν ἠμπόρεσα νὰ θεμελιώσω σπίτι, χωρὶς τὴν εὐχή τους.

Ὁ γέρο-Φόλης καὶ οἱ συγγενεῖς τῆς τεθνεώσης τὸν ἐλυπήθησαν, καὶ τοῦ εἶχαν ναυλώσει πέραμα διὰ νὰ τὸν στείλουν πέραν, νὰ ὑπάγῃ νὰ λησμονήσῃ, νὰ παρηγορηθῇ, καὶ νὰ μὴν ὑγραίνῃ καθημερινῶς τὸ χῶμα τοῦ νεοσκαφοῦς τάφου. Ὁ Ἀγάλλος τοὺς ἀπεχαιρέτησεν, ἐπεβιβάσθη, καὶ εἰς ὀλίγας ὥρας ἔφθασεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον. Ἀπεβιβάσθη εἰς τὸ Ξάνεμον, εἰς ἕνα βορειοανατολικὸν λιμένα· ἐβάδισε δύο ὥρας, συνοδευόμενος ἀπὸ δύο ἀγωγιάτας μὲ τοὺς ἡμιόνους των, φέροντας τὴν μικρὰν ἀποσκευήν του, κι ἔφθασεν εἰς τὸ Κάστρον. Ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης ἐφάνη σώτειρα καὶ ὑγιαντική. Ἐπαρουσιάσθη εἰς τοὺς γονεῖς του, κι εἶπε:

-Καλά μοῦ λέγατε, δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιώσῃ τινὰς ἀπάνω στὴν ἄμμο. Τὸ Γκλεζὼ πέθανε. Λοιπόν, ἀφέντη, εἶμ᾿ ἕτοιμος μὲ τὴν εὐχή σου νὰ πάρω τὴν Οὐρανίτσα· ἰδοὺ λαβὲ τὸ δακτυλίδι νὰ τῆς στείλῃς δι᾿ ἀῤῥαβῶνα.

-Τί λές, παιδί μου; Ἡ Οὐρανίτσα τώρα ἔχει δυὸ παιδιά, ἀνήψια σου. Βρίσκεται στὴν Ὕδρα μὲ τὸν ἀδερφό σου.

-Τὸν ἀδερφό μου... Τὴν ἐπῆρε ὁ Μπιφάνης γυναῖκα;

-Τί ἤθελες νὰ κάμω; Ἀφοῦ εἶχα δώσει τὸ λόγο μου... Δὲν μὲ ἄκουσες ἐσύ, ὁ Μπιφάνης ἔκαμε ὑπακοή.

Καὶ πάλιν ὁ Ἀγάλλος ἠσθάνθη κρυφίαν ἀνασκίρτησιν· εἰς τὸ φανερόν, ἐκρέμασε τὸ κεφάλι κι εἶπε:

-Καλά, τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίνονται.

Ἐξῆλθε νὰ περιπατήσῃ ἀνὰ τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ Κάστρου, διέσχισε κατὰ μῆκος τὰς συνοικίας, ἔφθασεν ἕως τῆς Ἀναγκιᾶς τὸ κανόνι, εἰς τὴν ὑψηλὴν βορειοτέραν ἄκραν, καὶ μέσα του ἐμελετοῦσε κι ἔλεγε:

-Καλά, ἐγὼ τώρα τὶ νὰ κάμω; Ἢ πρέπει νὰ βρῶ νύφη ἢ νὰ καλογερέψω.

Ἐστάθη πολλὴν ὥραν ἐκεῖ, ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ μακροῦ πελωρίου κανονίου, ῥεμβάζων, ἀγναντεύων τὸ βαθὺ γαλανὸν πέλαγος, καὶ τὰ ἄσπρα πετρώδη νησιά, κατοικίας τῶν θαλασσαετῶν καὶ τῶν γλάρων, ἀκούων τὸν ῥόγχον τῶν κυμάτων εἰς τοὺς πόδας τοῦ κάστρου, ὅπου εἶναι γιγαντιαῖος μονοκόμματος βράχος μὲ δέκα σπιθαμὲς χῶμα, στρωμένον ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ τῆς κυματοειδοῦς πτυχῆς του, ὡς πεντακοσίας ὀργυιὰς ὕψος ἀπὸ τῆς θαλάσσης. Ἔβλεπε πλῆθος παιδιὰ νὰ παίζουν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ χωρὶς φόβον καὶ χωρὶς ἓν ἐξ αὐτῶν νὰ κυλισθῇ ποτε τὸν κατήφορον. Ἀλλά, ὡς εἶδος παιδικῆς γυμναστικῆς, κατωλίσθαινον εἰς τὴν Γλίστραν, ἥτις κατήρχετο διαγωνίως ἐκεῖ πρὸς χαμηλὸν ἐπίπεδον, σχεδὸν σύῤῥιζα στὸν κρημνόν· πέτρα πελεκημένη, λεία, ὡς πέντε ὀργυιὰς τὸ μῆκος τὸ κατωφερές. Ἄλλα [πάλιν] προσέπαιζον εἰς τὴν Ἀλτανοῦ, τὴν μυθώδη Σπηλιάν, ἥτις ἦτο ἀντικρὺ ἐπὶ τῆς πρώτης νησῖδος, ἀποτείνοντα τὰς εἰθισμένας ταύτας ἐρωτήσεις, καὶ δεχόμενα τῆς Ἠχοῦς τὰς ἀμυδρὰς καὶ παλμώδεις ἀπάντησεις:

-Ἀλτανοῦ!

-Οὐ, ου, οὔ!

-Ἔχεις παιδιά;

-Ἀ, α, ἄ!

Ἐκεῖ καθὼς ἔστρεφεν ὁ Ἀγάλλος τὸ βλέμμα, μίαν [φορὰν] ἔξω πρὸς τὸ πέλαγος καὶ μίαν πρὸς τὰ ἔσω τοῦ Κάστρου, ἓν παράθυρον ἀπὸ μίαν οἰκίαν, ἀντικρὺ στὸ κανόνι, ἠνοίχθη μὲ τριγμόν, ὡς ἐξ ἐσκωριασμένων στροφέων ἐκ τῆς ὑγρασίας τοῦ βοῤῥᾶ καὶ τῆς ἀνερχομένης διηνεκῶς ἅλμης τῶν κυμάτων εἰς τὴν θαλασσογείτονα ἐκείνην ἀκτήν, ὅπου διηνεκῶς διεξήγετο ἡ πάλη τῶν στοιχείων. Ὁ Ἀγάλλος ἔστρεψε τὸ βλέμμα καὶ εἶδεν ὡραίαν ὄψιν νεαρὰς γυναικός, τῆς ὁποίας τὸ βλέμμα ἐπὶ στιγμὴν ἔπεσε τυχαίως ἐπάνω του. Ἡ νεᾶνις ἐστερέωσε ταχέως τὰ παραθυρόφυλλα ἐπὶ τοῦ τοίχου, μὲ τοὺς συνήθεις σιδηροῦς μύλους [τὰ στηρίγματά των] καὶ ἀπεσύρθη τάχιστα εἰς τὸ ἔσω τῆς οἰκίας. Δὲν τὴν εἶδε πλέον, ἂν καὶ πολλάκις ἐπανέφερε πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ βλέμμα.

Συγχρόνως μία γριὰ κυρτὴ ἐπέρασεν ἔμπροσθέν του, τὸν ἐγνώρισε, καὶ τοῦ εἶπε: «Καλῶς ὥρ᾿σες». Ὁ Ἀγάλλος τὴν ἐνθυμήθη.

-Δὲν εἶσαι ἡ Μανιά; τῆς εἶπε. Τὸ Γηρακὼ τῆς Κατερίνας, ποὺ σὲ λένε κοινῶς Μανιά;

-Ναί.

-Δὲν μοῦ λές, Μανιά, ποία εἶν᾿ αὐτὴ ἡ κόρη ποῦ βγῆκε τώρα, κι ἄνοιξε τὸ παραθύρι κεῖνο;

-Εἶναι ἡ Λ... τῆς Μ...

-Πανδρεμένη;

-Ἀῤῥαβωνιασμένη ὀχτὼ χρόνια.

-Πῶς αὐτό;

-Ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος, ὁ πιστικός της, βρίσκεται στὸ Μισήρι· ἐκεῖ εἶναι πραματευτής.

-Ἄ!...

Ὁ Ἀγάλλος διελογίσθη καὶ ἀνεπόλησεν. Ἐνθυμήθη τὸν Γιαννάκην τὸν Δράκον, ἐκεῖνον ποὺ ἔλεγεν ἡ γριά. Παιδιά, ἦσαν συμμαθηταὶ εἰς τὸ σχολεῖον τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Δασκαλάκη, ὅπου ἐμάνθανον ὁμοῦ τὰ κολλυβογράμματα, ἐκεῖνος δὲ ἦτο ὣς δύο χρόνια πρεσβύτερος αὐτοῦ. Τώρα εἶχε τόσα χρόνια νὰ τὸν ἰδῇ, ὅσα εἶπεν ἡ Μανιά, καὶ σχεδὸν τὸν εἶχε ξεχάσει.

-Καὶ τὴν ἔχει ἀῤῥαβωνιασμένην; ἐπανέλαβε κάπως ἐνθέρμως ὁ Ἀγάλλος.

-Ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια.

-Καὶ βρίσκεται στὸ Μισήρι;

-Σοῦ εἶπα, στὸ Μισήρι.

-Καὶ δὲν ξανἆρθε ἀπὸ τότε ποὺ «ἔδεσαν τὶς πανδρειές»;

-Δὲν ξανἆρθε, παιδάκι μ᾿.

-Καὶ δὲν τῆς στέλνει γράμματα;

-Κάποτε τῆς ἔστελνε. Ὕστερα ἔπαψε. Θαῤῥῶ πὼς ἔχει καιρὸ νὰ λάβῃ γράμμα.

-Κι αὐτὴ τὸν καρτερεῖ ἀκόμα;

-Τὸν καρτερεῖ.

-Ὣς πότε;

-Ἄχ! παιδάκι μ᾿, μὴ μ᾿ ἐρωτᾷς πολλά. Ἡ ᾿πομονὴ ποὔχουμε ἡμεῖς οἱ γυναῖκες εἶναι μεγάλο πρᾶμα.

-Καλά, νὰ μὲ συμπαθᾶς, Μανιά, εἶπεν ἐν συναισθήσει ὁ Ἀγάλλος.

Εἶτα, μετὰ μίαν στιγμήν, εὐθύμως τὴν ἠρώτησε:

-Εἶσαι γειτόνισσα ἐδῶ κοντά;

-Εἶμαι, παιδάκι μ᾿. Τὸ σπιτάκι ἐκεῖνο, ποὺ βλέπεις δίπλα, εἶναι τὸ δικό μου. Παραθύρι μὲ παραθύρι σμίγουμε. Ἄνδρας μπορεῖ νὰ πηδήσῃ τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὰ δύο παράθυρα.

Βεβαίως, τυχαίως τὰ ἔλεγεν αὐτὰ ἡ Μανιά. Ἀλλ᾿ ἦτο ὡς νὰ ἔῤῥιπτε προσανάμματα εἰς τὴν σκέψιν ἢ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ νέου. Ὁ Ἀγάλλος ἀπεχαιρέτησε τὴν γραῖαν καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν πατρικὴν οἰκίαν του, εἰς τὴν χαμηλὴν πτυχὴν τοῦ ἐδάφους, ἀνάμεσα εἰς τὸν Χριστόν, τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, καὶ τὸν Ἅϊ-Νικόλαν, ὅπου ἦσαν ὅλα τ᾿ ἀρχοντόσπιτα.

Τὴν ἐπαύριον διωργάνωσε μικρὸν κῶμον ἀνὰ τὴν ὑψηλὴν συνοικίαν τῆς Ἀναγκιᾶς, ὅπου αὐτοσχεδίασεν ὀλίγα δίστιχα, καὶ τὰ ἔμαθεν εἰς τοὺς συγκωμαστάς του νὰ τὰ τραγῳδήσουν ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς Λ...

Ἀπὸ τὸ Κάστρο ὡς τὴ Βλαχιά, στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ τόπι

δὲν εἶναι χῶρες καὶ χωριά, ὅρη, βουνὰ καὶ τόποι.

Γιὰ σὲ πονεῖ ἡ καρδούλα μου, καὶ στὸ Μισήρι μὴ διαβῇς,

κι ὁ νοῦς σ᾿ ἐδῶ νὰ μένῃ, ψυχὴ λησμονημένη.
* * *
Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ἐσχεδίασεν ἐκδρομήν, μετὰ δύο ἢ τριῶν φίλων του, εἰς τὰ ἔξω, πρὸς τ᾿ ἀνατολικὰ μέρη τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐλειτουργήθησαν εἰς τὸν Πύργον, ὁποῦ ἦτο παλαιὸν σεβάσμιον παρεκκλῆσι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐστρώθησαν εἰς τὴν βρύσιν τῆς Ἀβρακῆς, ὀλίγον ἀνήφορον ὑψηλότερα, εἰς τ᾿ ἄνω τοῦ ῥεύματος, κι ἔφαγαν ἐκεῖ ἕνα πετεινὸν ψημένον στὴν σούβλαν, κι ἤρχισαν νὰ λέγουν τὸ ᾆσμα. Ἐκεῖ κατὰ περίεργον σύμπτωσιν παρουσιάζεται ἡ γριὰ Μανιά. Φαίνεται ὅτι εἶχεν ὑπάγει, ἐν συνοδείᾳ μὲ ἄλλας γυναῖκας ἐκεῖ, διὰ ν᾿ ἀνάψουν τὰ κανδήλια καὶ διὰ νὰ ἴδουν τὰ ἐκεῖ κτήματα, χωράφια ἔρημα, ὁποὺ τὰ κατεπάτουν ἐν ἀκολασίᾳ οἱ γείτονες Α. ἢ Β.

-Ὥρα καλή σας, παιδάκια μ᾿. Πετεινὸ φάγατε; Εὔχομαι, Ἀγάλλο, ἀρχοντόπουλό μου, γλήγορα νὰ τὸν φᾷς κι ἀγκαλιαστὸν μὲ τὴν κόττα.

Τοῦτο ἐσήμαινε εὐχὴν περὶ προσεχοῦς ἀῤῥαβῶνος ἢ γάμου.

-Ἀπ᾿ τὸ στόμα σ᾿ κὶ σ᾿ τ᾿ Θεοῦ τ᾿ αὐτί, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος, ἐπειδὴ ἐμβῆκεν ἀμέσως στὸ νόημα.

Ἡ γραῖα ἔπαιζε τὰ μάτια της, ἔνευε δὲ πονηρῶς, ὅτι κάτι ἤθελε νὰ τοῦ πῇ. Ὁ Ἀγάλλος εὗρε πρόφασιν, καὶ ἀπεμακρύνθη δεκαπέντε βήματα ἀπὸ τὴν συντροφιάν του, ἔφθασε δὲ εἰς πυκνὴν λόχμην, δίπλα εἰς μικρὸν ῥυάκιον, τὸ ὁποῖον ἔσκαζεν ἐπὶ τοῦ ὄχθου εἰς τοὺς πόδας τοῦ βράχου, κι ἐκεῖ ἐκάθησεν ἐν ῥεμβασμῶ, τάχα διὰ νὰ εὕρῃ δροσιὰν καὶ πρόσκαιρον μοναξίαν.

Ἡ γριὰ Μανιά, ὅπου ἤξευρε καλῶς τὰ μονοπάτια, ἐπῆγεν ἀπὸ ἄλλον δρομίσκον καὶ τὸν ἐντάμωσε.

-Καλῶς σ᾿ ηὗρα, γιόκα μ᾿. Τὰ εἶπα τῆς Λ...

-Τί τῆς εἶπες;

-Τὰ ὅσα μοὖπες.

-Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τῆς πῇς τίποτε.

-Κι ἐγὼ δὲν τῆς εἶπα τίποτε παραπάνω. Τὸ πὼς ἀρωτοῦσες γι᾿ αὐτὴν καὶ τὸν πιστικόν της, καὶ πὼς τὸν καρτερεῖ δέκα χρόνια, πότε νἄρθῃ.

-Καὶ τὶ ἄλλο θὰ τῆς πῇς, γριὰ Γηρακώ;

-Τὸ πὼς ὁ Ἀγάλλος εἶναι καλὸς ἀπ᾿ τοὺς καλούς, πρῶτο σόϊ. Καὶ τὶ μαντάτα ἔχει ἀπ᾿ τὸν Δράκον, ποὺ τὸν ἀπαντέχει χρόνους καὶ καιρούς.

-Τὶ μαντάτα; ἠρώτησεν ὁ Ἀγάλλος, παρανοήσας τὴν φράσιν τῆς γραίας.

-Τί διάφορο ἔχει μαθές. Φωτιὰ π᾿ τὸν ἔ!... Πέτρα ἔῤῥιξε πίσω, ἀγυρισιά του γίνηκε, τόσα χρόνια, μήτε γράμμα μήτ᾿ ἀπηλογιά.

Τὴν νύκτα, ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ Κάστρο οἱ εὐθυμοῦντες φίλοι, πατινάδα ἠκούσθη πάλιν περὶ τὴν συνοικίαν τῆς Ἀναγκιᾶς. Μεταξὺ τῶν ψαλέντων ᾀσμάτων, ὁ Ἀγάλλος αὐτοσχεδίασε τὸ ἑξῆς:

Στὴν Ἀφρικὴ εἶν᾿ ἕνα νερό, καινούργιο συντριβάνι,

ποιὸς ἔχει ἀγάπη στὴν καρδιὰ ἂς πᾶ νὰ πιῇ, νὰ γιάνῃ.
* * *
Τὴν πρωΐαν εἰς τὸ Κιόσκι μακρὸς λόγος ἔγινεν εἰς τὸ σύνηθες συμβούλιον τῶν προεστῶν, σχετικῶς μὲ τὴν διαγωγὴν τῆς νεολαίας, καὶ μάλιστα περὶ τοῦ ἄρτι παλιννοστήσαντος υἱοῦ τοῦ κὺρ Δημητράκη.

-Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, ἄρχοντες, εἶπεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλη, οἱ νέοι τούτου τοῦ καιροῦ ἄλλαξαν πλέον τὰ φερσίματά τους καὶ τὴν διαγωγή τους. Ὅσοι μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τίς Βλαχίες κι ἀπὸ ἄλλα μέρη, ἔμαθαν ἐκεῖ ἄλλα καμώματα, κι ἄλλους τρόπους, κι αὐτὰ τὰ καμώματα τὰ μαθαίνουν καὶ στοὺς ἄλλους συνομηλίκους τους, τοὺς ἐδῶ. Τὶ τὰ θέλετε; Αὐτὸ εἶναι πρᾶμα ποὺ κολλάει σὰν ψώρα. Μιὰ ψιλὴ σκέπη, μιὰ τσίπα, εἶναι ὅλη τοῦ ἀνθρώπου ἡ ντροπή. Ἅμα πάῃ ἡ τσίπα, πάει πλέον ἠθικὴ καὶ γνώση. Οἱ νέοι μας ἀθετοῦν τὴν Διαθήκην, καθὼς λέει ὁ σοφὸς Σολομών. Εἶναι ἀσύνθετοι καὶ ἄσπονδοι.

-Ἔτσ᾿ εἶναι, κὺρ Φραγκούλη, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέῤῥος ὁ Μαυρογιαλής. Μπάττ᾿ ἀποδὼς, μπάττ᾿ ἀποκεῖ, τὸ καράβι πέφτει ὄρτσα λαμπάντα. Ἕνα παγανίδι χρειάζεται μοναχά, γιὰ νὰ τὸ καϊνατίσῃ.

-Καὶ τὶ θὰ πῇ ἀσύνθετοι καὶ ἄσπονδοι, κὺρ Φραγκούλη; ἠρώτησεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Βαθειὰ ἑλληνικὰ μᾶς εἶπες σήμερα. Κι ὁ λογιώτατος, ὁ γυιὸς τοῦ συμπεθέρου ἐδῶ (δείξας τὸν κὺρ Δημητράκην), βρίσκεται στὴν Ὕδρα, δὲν εἶν᾿ ἐδῶ γιὰ νὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσῃ.

-Ἀσύνθετοι εἶναι κεῖνοι ποὺ δὲν στέκουν στὸν λόγον τους, παπα-Ζαχαρία· καὶ ἄσπονδοι εἶν᾿ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν ὅρκους καὶ συμφωνίες. Κι ἂν θέλῃς νὰ ξέρῃς, παπά μου, ἄκουσε τί λέει ὁ Ἐκκλησιαστής: «Τὸν καθαιροῦντα φραγμόν, δήξεται αὐτὸν ὄφις»· ὁποῖος χαλνάει φράχτη τὸ φίδι θὰ τὸν φάῃ.

-Καὶ ποιόν φράχτη, σὲ παρακαλῶ, κὺρ Φραγκούλη, χάλασ᾿ ὁ γυιός μου; -ἠρώτησε μὲ πεῖσμα ὁ κὺρ Δημητρακης- γιατὶ ἐνόησα καλά, μὴ μοῦ τὸ ἀρνεῖσαι, πὼς τἄχεις μὲ τὸ γυιό μου.

-Ἕνας ἀῤῥαβῶνας μιᾶς κόρης εἶναι φράχτης, εἶπεν ὁ Φραγκούλης. Ἡ Λ... εἶναι ἀῤῥαβωνιασμένη μὲ τὸν Γιαννάκη τὸν Δράκο, ὁ γυιός σου πάει καὶ τῆς κάνει πατινάδα, ἀπέναντ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια της, καὶ λοιπὸν θέλει νὰ χαλάσῃ τὸν φράχτη.

-Λοιπὸν ἀκούσατε, πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἐπῆρε δρόμον νὰ εἴπῃ ὁ κὺρ Δημητράκης, ὁ γυιός μου ὁ Ἀγάλλος, παγαινάμενος εἰς τὴν Βλαχίαν, δὲν ἠθέλησε νὰ πάρῃ κείνην ποὺ τοῦ ἔλεγα, θυμᾶσθε· ἐγὼ πάλι, ὡς καλὸς γονιός, τῆς ἔδωκα τὸν γυιό μου τὸν Λογιώτατο. Ἐπιστρέφοντας ὁ γυιὸς ὁ μεγάλος ἀπὸ τὴν Βλαχία, καὶ παγαινάμενος στὴν Σκόπελο, ηὗρε κείνην ποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τοῦ κεφαλιοῦ του πεθαμένη, κι ἦλθεν ἐδῶ μὲ πένθος μεγάλο καὶ μὲ λύπησι, κι ἐπειδὴ τὸν ἔτυπτεν ἡ συνείδησίς του, ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν λόγο μου, νὰ πάρῃ τὴν Οὐρανίτσα, μὴ ξεύροντας πὼς ἐγὼ τὴν εἶχα δώσει τοῦ γυιοῦ μου τοῦ Λογιωτάτου. Καὶ τότε ὁ Ἀγάλλος, γιὰ νὰ ξεχάσῃ τὸν καημόν του, ὡς νέος ποὺ εἶναι, ἔκαμε ζέφκι, ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ Κάστρο, μὲ τοὺς φίλους του, καὶ παγαινάμενοι στὴν Ἀβρακῆ ἔφαγαν κι ἤπιαν, καὶ στὸ γυρισμό τους θὰ εἶπαν κἂν᾿ δύο τραγούδια μὲς στὸ χωριὸ τὴν νύκτα. Τώρα, ἂν τὰ τραγούδια τὰ εἶπαν ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς, ἐλπίζω ὅτι θὰ πέρασαν κάτω ἀπὸ πολλὰ παραθύρια κι ἐτραγούδησαν.

-Κι ἔπειτα ἐκεῖ στῆς Ἀναγκιᾶς, ἐπρόσθεσεν ὡς καλὸς ἐμβαλωματὴς καὶ ὡς ἰσοπεδικὸν ἐργαλεῖον [μιστρὶ] ὁ παπα-Ζαχαρίας, ἐκεῖ πάνω εἶναι ψηλά, ξέφαντο τὸ μέρος. Βέβαια ἐκεῖ θὰ ἐσταμάτησαν, διὰ ν᾿ ἀναψυχθοῦν καὶ ἀναπνεύσουν πελαγίσιον ἀέρα.

-Γειά σου, παπα-Σακελλάριε, εἶσαι βλέπω καλὸ μιστρί, εἶπεν ὁ κὺρ Πέῤῥος. Ἀκόμα καὶ γιὰ μαλαχτάρι νὰ σ᾿ εἶχα θὰ μοῦ ἔκανες, ἂν εἶχα γιὰ πιλάγωμα τὸ καράβι, στὸ καρινάγιο.

-Ὡς τόσον, ἐγὼ σᾶς ὑποσκέβομαι ἀνίσως κι ἔγινε παρατιμονία, ὅπως θὰ ἔλεες τοῦ λόου σου, καπετὰν Μαυρογιαλή, πῶς δὲν θὰ ξαναγίνῃ.

Τὸ δειλινόν, ὅταν εἶδεν ὁ Δημητράκης τὸν υἱόν του, τοῦ εἶπε:

-Ἄκουσα, κὺρ Ἀγάλλο, πῶς πῆγες κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρα καποιανῆς, κι ἔκαμες πατινάδα. Τώρα δὲν εἶσαι μικρός, εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ᾿ τὸν ἀδερφό σου τὸν νοικοκυρεμένο. Κοντεύεις νὰ τριανταρίσῃς.

-Ἀλήθεια, ἀφέντη, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος.

Καὶ ὅταν ἐνύχτωσε, διηυθύνθη διὰ πλαγίου δρομίσκου πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἀναγκιᾶς. Ἐκεῖ ηὗρε μίαν θύραν ἀνοιχτὴν καὶ εἰσῆλθεν. Ἦτο μικρὰ οἰκία ἀνώγειος, ὅπου ἐκατοίκει τὸ Γηρακὼ τῆς Κατερίνας, ἡ λεγομένη Μανιά. Ἦτο χήρα καὶ ἀτεκνωμένη, κι ἐνδιεφέρετο δι᾿ ὅλας τὰς ἀλλοτρίας ὑποθέσεις, καὶ μάλιστα διὰ πανδρολογήματα, προξενιές, κι ἐνίοτε ἀνδρογυνοχωρισιές.

-Καλησπέρα, Μανιά.

-Καλῶς τὸ παιδί μου.

-Αὐτὸ εἶναι τὸ παραθυράκι ποὺ ἔλεγες;

-Ναί.

-Ὁποὺ μπορεῖ ἕνας ἄνδρας νὰ πηδήσῃ;

-Αὐτό.

-Ὁ πατέρας μου τώρα μοῦ εἶπε, πὼς «πῆγα ἀπὸ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς», καὶ δὲν ξέρω πῶς, μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ αὐτὸ τὸ παραθυράκι, ποὺ μοῦ εἶπες τὴν πρώτη βραδιὰ ποὺ ἐνταμωθήκαμε. Μπορεῖ, λές, νὰ τὸ πηδήσῃ ἕνας ἄνδρας;

-Μπορεῖ.

Ὁ Ἀγάλλος ἔδωκεν ἓν νόμισμα εἰς τὴν γραῖαν. Ἐκείνη ἐπῆγε ν᾿ ἀγοράσῃ τρόφιμα ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καπηλεῖον. Εἰς τὸ διάστημα ὁποὺ ἔλειψεν ἡ Μανιά, ἐπὶ δέκα λεπτά, ὁ ἀποφασιστικὸς νέος περιειργάσθη μὲ βαθεῖαν προσοχὴν τὸ ἀντικρυνὸν παράθυρον, διαγωνίως κείμενον, καθότι αἱ δύο οἰκίαι ἔσμιγον κατ᾿ ὀξεῖαν γωνίαν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἦτο κλειστόν. Ἐσχεδίασε πῶς ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀνοίξῃ. Διὰ βίας, ἢ διὰ δόλου. Διὰ ῥήξεως ἢ κάλλιον δι᾿ ἀπάτης: λόγου χάριν, ἂν ἡ γραῖα ἔκραζε μὲ κλαυθμηρὰν φωνὴν τὴν νεαράν της γειτόνισσαν, καὶ τὴν παρεκάλει ν᾿ ἀνοίξῃ, διὰ νὰ τῆς ζητήσῃ, ὡς ἐν ὥρᾳ ἀνάγκης, κάτι, οἷον ἓν πυρεῖον, διὰ ν᾿ ἄναψῃ τὸ σβυσμένον κανδήλι, ἐπειδὴ ἦτο παράωρα, κι εἶχε λησμονήσει ν᾿ ἀγοράσῃ ἐνωρίς. Ἡ Μανιὰ ἐπέστρεψε, φέρουσα τὰ ὀψώνια. Ὁ νέος ἐδείπνησε μαζί της, κι ἔμειν᾿ ἐκεῖ μέχρι πρώτου λαλίσματος τοῦ πετεινοῦ.

Ὅλα τ᾿ ἀνωτέρω ὑποδειχθέντα, τὰ εἶχε σκεφθῆ ἡ γραῖα πολὺ πρωιμώτερα καὶ λογικώτερα ἢ ὁ Ἀγάλλος. Ἡ Λ... εἰς τὰς πρώτας ἐξηγήσεις τῆς Μανιᾶς εἶχεν ἀπαντήσει πολὺ ψυχρά, εἶπε δηλαδὴ ῥητῶς ὅτι αὐτὴ ἀνῆκεν εἰς τὸν ἀῤῥαβωνιαστικόν της καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἔπαιρνε ἄλλον, ἂν ἐκεῖνος τὴν ἐγκατέλιπεν.

Ἡ Μανιὰ ἐξύπνησε τὴν γειτόνισσάν της πρόωρα, μὲ ἐπικλήσεις καὶ φωνὰς πόνου. Ἐκείνη ἐξύπνησε, τὴν ἐλυπήθη, καὶ ἤνοιξε τὸ παραθυρόν της. Ἡ γραῖα τῆς ἐζήτησε μὲ κομμένην φωνὴν «ἕνα κόμπο-ῥακί», νὰ βάλῃ στὸ στόμα της, διὰ νὰ «πιασθῇ ἡ ψυχή της», ἐπειδὴ τῆς εἶχε «λυθῆ ὁ ἀφαλός της» ἀπὸ ἕνα «σφάχτην», δριμὺν πόνον ποὺ τὴν ἔπιασεν ἔξαφνα σ᾿ ὅλα τὰ σωθικά της, ἀπὸ τὸ «χουλιαράκι» της καὶ κάτω. Ἤξευρε καλῶς, ὅτι τῆς εὑρίσκετο ῥακί. Εἶχε διὰ πούλημα στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ἔκαμνε πολὺ ῥακὶ ἀπ᾿ τ᾿ ἀμπέλι της. Ἔζη μοναχή, μὲ τὴν παραλυτικὴν μητέρα της, ἥτις δὲν τῆς ἐχρησίμευεν εἰμὴ διὰ συντροφίαν, καὶ διὰ νὰ ἔχῃ ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον νὰ ὑπηρετῇ, διότι ἄλλως ἡ ζωή της θὰ ἦτο κακὴ καὶ ἔρημος.
* * *
Τὴν πρωΐαν ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου ἠκούσθη εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ὅτι ὁ Ἀγάλλος εἶχε «χαλάσει τὸν φράχτην», ὅπως ἔλεγεν ὁ Φραγκούλης. Ὁ φράχτης ἦτο τὸ παράθυρον, τὸ ὁποῖον διεσκέλισε καὶ ὑπερεπήδησεν. Ὅλον τὸ Κάστρον ἐβόησε κατὰ τοῦ τολμητίου.

Ὁ νέος τὸ εἶχε πράξει μὲ «καλὴν προαίρεσιν», καθὼς τὸν ἐδικαιολόγει εἰς τὴν συνέλευσιν τοῦ Κιοσκίου, αὐθημερόν, ὁ πατήρ του.Ἦτο ἀνάγκη νὰ [τὴν] ἐκθέσῃ ὁπωσοῦν εἰς τὰ ὄμματα καὶ τὰ στόματα τοῦ κόσμου, ὥστε ν᾿ ἀποφασίσῃ ὀψέποτε αὕτη νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν ἄκαρπον μνηστῆρα, ὅστις ἐμπορεύετο εἰς τὴν Αἴγυπτον καιροὺς καὶ χρόνια, καὶ εἶχε ῥίξει «πέτραν ὀπίσω του», ὅπως ἔλεγεν ἡ γριὰ τὸ Γηρακώ, ἡ Μανιά, καὶ εἶχε γίνει ἀγυρισά του -φωτιὰ π᾿ τόν ἔ!- καὶ δὲν τῆς ἔστελλε «γράμμα, μήτ᾿ ἀπηλογιά». Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἤρκει νὰ ἔλεγεν ἡ κόρη τὸ Ναί, αὐτὸς θὰ τὴν ἐστεφανώνετο «ἀποκάτω ἀπ᾿ τὰ στέφανα τῶν προφητῶν, καταμεσῆς στὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει».

Καὶ οὕτως θὰ ἔμελλε βεβαίως νὰ γίνῃ, ἐὰν ἡ θεία Πρόνοια δὲν ᾠκονόμει ἄλλως τὰ πράγματα. Τὴν πρωΐαν τῆς ἄλλης ἡμέρας ἐξημέρωνε Κυριακήν, καὶ ἔκπαγλος εἴδησις ἠκούσθη ἀνὰ τὸ χωρίον. Ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος, ὁ ξενιτευμένος ἀῤῥαβωνιαστικὸς τῆς Λ..., ἔφθασε κάτω εἰς τὸν μεσημβρινὸν λιμένα, εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν τῆς νήσου, ὅπου ἦτο ἐπίνειον, μὲ ὀλίγα νεώρια καὶ μαγαζία. Τὴν εἴδησιν ἔφεραν ἐκεῖθεν ἐλθόντες κάτοικοι τοῦ Κάστρου, ὅπου εἶχον καταβῆ διὰ νὰ πουλήσουν κηπουρικὰ προϊόντα, τρεῖς ὥρας δρόμον, ἀπὸ τὰ Μποστάνια, τὰ κείμενα κατὰ τὴν δυτικὴν πλαγιάν, ἀριστερόθεν τοῦ Κάστρου.

Πῶς ὁ Γιαννάκης δὲν ἦλθε μίαν ἡμέραν πρίν, προτοῦ νὰ πηδήσῃ ὁ Ἀγάλλος τὸ παράθυρον; Καὶ πῶς δὲν ἔφθασε μίαν ἡμέραν ὕστερον, ἀφοῦ τὴν Κυριακὴν ἡτοιμάζετο νὰ στεφανωθῇ ὁ Ἀγάλλος ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει ἀποκάτω ἀπὸ τὸ στεφάνι τῶν προφητῶν, καταμεσὶς στὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ; Γράφει [λοιπὸν] ὁ Θεὸς δράματα;

Ὁ Ἀγάλλος τὸ ἔμαθε, κι ἔμεινεν ἐμβρόντητος ἐπ᾿ ὀλίγας στιγμάς. Ταχέως ὅμως συνῆλθε, κι ἔτρεξε νὰ εὕρῃ τὸν παπα-Ζαχαρίαν, τὸν Σακελλάριον. Ὁ σκοπὸς του ἦτο νὰ κατορθώσῃ νὰ τελεσθῇ ὁ γάμος πρὶν φθάσῃ ἡ εἴδησις διὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Δράκου εἰς τὰ ὦτα τῆς Λ... καὶ πρὶν αὐτὸς φθάσῃ στὸ Κάστρον. Τοῦτο θὰ ἦτο ἀπηλπισμένον καὶ σπασμωδικὸν διάβημα, καὶ ἂν δὲν εἶχε μάθει ἡ κόρη τὸν ἐρχομὸν τοῦ μνηστῆρος. Ἀλλ᾿ ὅμως, καὶ τοῦτο οὐδὲν τὸ παράδοξον, ἡ Λ... εἶχε μάθει τὴν εἴδησιν ἀκριβῶς δέκα λεπτὰ πρὶν τὴν μάθῃ ὁ Ἀγάλλος.

Διότι δὲν ὑπῆρχε μόνη ἡ Μανιὰ γραῖα εἰς τὸ χωρίον. Ἦτο ἡ γριὰ Κομνιανάκαινα, κατοικοῦσα εἰς μικρὰν καλύβην ἀμέσως ἐντὸς τῆς πύλης τοῦ φρουρίου. Αὐτὴ πρώτη ἤκουσε τὸ μαντάτον ἀπὸ τοὺς δύο παραγυιοὺς τοῦ κηπουροῦ, τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Ἄγγουρα, ὁποὺ ἐμβῆκαν τὸ βράδυ στὸ Κάστρον. Ὄχι ὅτι εἰς αὐτὴν πρώτην τὸ εἶπαν, ἀλλ᾿ αὐτὴ πρώτη τὸ ἤκουσε, πρὶν καταλάβῃ καλὰ ὁ πορτάρης τῆς σιδηρᾶς πύλης, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ εἶπαν. Εὐτυχῶς δὲν ἦτο τελείως κωφή, ἤκουε καλὰ ἀπὸ τὸ ἓν ὠτίον. Εἶχε πάρει τὴν ῥόκαν της, καθὼς ἐβασίλεψεν ἀντικρὺ στὰ κυανὰ καὶ τὰ ῥόδινα τοῦ Πηλίου ὁ ἥλιος τῆς Κυριακῆς, ὅπου ἔπαυε πλέον ἡ κανονισμένη ἀργία, κι ἐκάθησε κάτω ἀπὸ τὴν Μεγάλην Ταράτσα, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν τὸ σύνηθες χάσμα (ὀπὴν) ἄνω τῆς φλιᾶς τῆς σιδερόπορτας, διὰ νὰ ζεματίζουν τοὺς κλέφτας, καὶ ἐμάζευε δροσιὰν ἀπὸ τὸ βουνὸν εἰς τὸν κόλπον της, κι ἀπὸ τοὺς γιαλούς, καὶ διήκουσε τὸ νέον, τὸ ὁποῖον ἐν σπουδῇ καὶ ἀκρατήτως μετέδωκαν τὰ δύο κοπέλλια τοῦ κηπουροῦ εἰς τὸν γέρο-Κώσταν τὸν πυλωρόν.

-Καλά, τρεχᾶτε νὰ πάρτε τὰ σχαρίκια, ἀπάνω στὴς Ἀναγκιᾶς, νὰ τὸ πῆτε τῆς Χ... καὶ τῆς κόρης της, εἶπεν ὁ πορτάρης, ἀφοῦ οἱ δύο ἀγροδίαιτοι νέοι εἶπαν καὶ ξαναεῖπαν τὴν εἴδησιν, καὶ αὐτὸς μόλις ἐκατάλαβε τί ἤθελον νὰ εἴπουν.

Ἡ γριὰ Κομνιανάκαινα εἶχε χώσει τὴν ῥόκαν ὑπὸ τὴν τραχηλιὰν της, κι ἐποδάρωσε κι ἔτρεξεν ἀπνευστὶ πρὸς τὴν ἐπάνω συνοικίαν. Μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ ἔφθασε πετάμενη, ὡς κουρούνα, κι ἐφώναξε κάτω ἀπὸ τὸ μικρὸν πρόστοον τῆς οἰκίας τῆς Λ...

-Τὰ σχαρίκια, Λ..., ἦρθε ὁ ἀῤῥαβωνιαστικός σου· ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος ἔφθασε.

Ἡ Λ... δὲν ἐπίστευε τὰ ὦτα της, ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν ἔμενεν ὡς ἀπολιθωμένη.

Τὴν πρωΐαν ἔφθασεν εἰς τὸ Κάστρον ὁ μνηστήρ, ὁ ξενιτευμένος. Ὁ Γιαννάκης δὲν ἔφερε καμμίαν δυσκολίαν, ὡς ἔμαθε τὰ συμβάντα. Ἔῤῥιψε τὰ βάρη ὅλα στὸν Ἀγάλλον, κι εἶπεν, ὅτι ἤξευρε τὴν ἀῤῥαβωνιαστικήν του ὡς πιστὴν καὶ ἀφωσιωμένην, καὶ ὅτι, ἂν ἔπταισε τίποτε ἐκείνη, αὐτὸς τὸ ἀναλαμβάνει ὡς ἴδιον πταῖσμα του.

Ὁ Γιαννάκης εἶχε φέρει, ὡς ἔλεγαν, δύο χιλιάδες τάλληρα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Ἄνθρωπος πραματευτής, τόσον εὔπορος, δὲν ἔπρεπε νὰ λεπτολογῇ διὰ μικρὰ πράγματα. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τὴν Πέμπτην, συνέπιπτεν ἑορτή, τῆς Ἀναλήψεως, περὶ τὰ τέλη Μαΐου, ἦτο δὲ ἀκριβῶς νέα σελήνη καὶ ὁ γάμος (τοῦ Γιαννάκη Δράκου καὶ τῆς Λ...) ἐτελέσθη τὴν ἑσπέραν τῆς Πέμπτης ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει, καταμεσὶς στὸν Χριστόν, ὑποκάτω ἀπ᾿ τὸ στεφάνι τοῦ μεγάλου πολυελαίου, πρὶν φύγῃ ἀκόμη ὁ Ἀγάλλος διὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
* * *
Μετὰ πολλοὺς χρόνους, ὅταν ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ δράματος, τὰ μὲν ἀπῆλθον, τὰ δὲ ἐγήρασαν -μετὰ εἴκοσι περίπου ἔτη- ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὸ Ὄρος ὁ Ἀλύπας, ἱερομόναχος καὶ πνευματικός. Εἶχεν ἀσκητεύσει τόσα χρόνια εἰς τὰ Κατουνάκια, κατὰ τὰς δυτικομεσημβρινὰς ὑπωρείας τοῦ Ἄθωνος. Εἶτα εἶχεν ἀποθάνει ὁ γέροντάς του, αὐτὸς δὲ ἐπώλησε τὴν ἀσκητικὴν καλύβην, κι ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον του.

Τὸ γηραιὸν ἀνδρόγυνον ἐπέζη ἀκόμη, ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου κι ἡ γραῖα Ἀρετή. Ὁ παπα-Ἀλύπας ἐπῆγε κι ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς εἰς τὸ νεόκτιστον σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

Ἐξελέγη τέταρτος ἡγούμενος μετὰ τὸν Νήφωνα καὶ τὸν Γρηγόριον, τοὺς κτήτορας· ὁ δεύτερος ἦτο ἐντόπιος καὶ μακρυνὸς συγγενὴς του, υἱὸς τοῦ ἄρχοντος Χατζησταμάτη, οἵτινες εἶχον ἀποθάνει πρὸ τοῦ 1821, καὶ μετὰ τὸν Φλαβιανόν, ἀπελθόντα πρὸς καιρὸν ἐκ τῆς Μονῆς ἕνεκα τῶν ἀνωμαλιῶν καὶ τῶν περιστάσεων. Ὡς ἡγούμενος διέπρεψε, κι ἐφημίσθη μάλιστα τὸ Ἀλυπιακὸν μοσχάτον, ὁποὺ αὐτὸς περιτέχνως τὸ κατεσκεύαζεν. Ἦτο φερωνύμως κατάλληλον διὰ ν᾿ ἀνακουφίζῃ τὰς λύπας, τοὺς καημοὺς καὶ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ γραῖα Ἀρετὴ ἀπέθανε, καὶ ὁ γυιός της ὁ Ἀλύπας τὴν ἔθαψε «μὲ τὰ χεράκια του» ὡς ἱερεὺς καὶ ὡς υἱός, ὅπως αὐτὴ ηὐχήθη.Ὁ κὺρ Δημητράκης, ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ πανωπροίκια εἰς τὰς θυγατέρας του τὰς ὑπάνδρους, ἔδωκεν ἱκανὰ κι εἰς τὸν Ἐπιφάνιον, ὅστις εἶχεν ἔλθει ἐκ τῆς Ὕδρας πρὸ πολλοῦ καὶ μετήρχετο τὸ διδασκαλικὸν ἐπάγγελμα εἰς τὸν τόπον, ἐμοίρασε δὲ καί τινα εἰς τοὺς πτωχούς, ἐκράτησεν ἀκόμη ὀλίγα διὰ τὸν ἑαυτόν του κι ἐπῆγε κι ἐκοινοβίασεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, διὰ νὰ γηροκομηθῇ πλησίον τοῦ υἱοῦ του Ἀγάλλου, ὅπως πάλαι εἶχε προείπει. Ἐκάρη, καὶ ὠνομάσθη Δαυΐδ.

Μετὰ χρόνους ὕστερον, ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοῦ Ἐπιφανίου, τοῦ Λογιωτάτου, Δημήτριος, ἀφοῦ ἔμεινεν ὀλίγα ἔτη εἰς τὸ Ῥωσικὸν μοναστῆρι, εἰς τὸν Ἄθωνα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα του. Οὗτος ἔμελλέ ποτε νὰ φημισθῇ ἀργότερα ὡς Διονύσιος ὁ Γέροντας καὶ ὡς πνευματικός. Πλὴν τότε, ὅταν ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν θεῖον του, Ἀλύπαν, μόλις εἰκοσιπενταετής, ἐκαλεῖτο Δανιὴλ ἱεροδιάκονος, μοναχός.

Ὅταν τὸν εἶδεν ἔξαφνα ὁ θεῖος του, μὲ λύπην καὶ πόνον ἀνέκραξε:

-Μαῦρο κούτσουρο ἐγώ, μαῦρο κούτσουρο ἐσύ.

(1912)



Πηγή/Έκδοση:Ἅπαντα, τόμος 4, ἐκδόσεις Δόμος

Χρ.Έκδοσης:1985
Διαδίκτυο:http://www.agiazoni.gr