"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Εμπρός να ξεπαστρέψουμε τον Λόρδο Άκλιτον!




Τον Αύγουστο του 2008, ως γνωστόν, το Πεκίνο φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το κορυφαίο ανά τετραετία γεγονός για τους μεγαλεμπόρους του α(θ)λητισμού, δηλαδή την κορυφαία ευκαιρία της τετραετίας μέχρι την επόμενη Ολυμπιάδα για τρελά κέρδη. Έτσι, η ανθρωπότητα, που αντικειμενικά δεν είχε κανένα λόγο να δείχνει ιδιαίτερη κάψα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, "έπρεπε" (δηλαδή τα συμφέροντα των εμπόρων επέβαλλαν) επί μήνες να βομβαρδίζεται καθημερινά με τόνους από κάθε είδους ειδήσεις που είχαν οποιαδήποτε, μεγάλη ή μικρή, άμεση ή έμμεση, σχέση με τους αγώνες, ώστε να υποστεί τη δοκιμασία υποβολής της στην ιδέα ότι κάτι το μεγαλειώδες, τάχα, συντελείται κάθε τετραετία με αυτούς τους αγώνες και να τσιμπήσει να καταναλώσει βουλιμικά τα σχετικά προϊόντα. Όπου το «σχετικά» είναι πολύ… σχετικό… μπορεί να αγκαλιάσει τα πάντα (βλ. κόκα κόλα). Αλλά παρασύρθηκα και ξέφυγα από το θέμα που έχω σκοπό να πραγματευθώ σ' αυτή την ιστογραφή. Ας αφήσουμε λοιπόν, μάλλον για κάποια άλλη φορά, τα περί την Ολυμπιακή ιδέα, το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο», τα «citius, altius, fortius» και άλλα φληναφήματα. Τον καιρό εκείνο του Ολυμπιακού αναβρασμού, λοιπόν, εργαζόμουν ως διορθωτής σε αθλητική εφημερίδα. Γκρινιάρης και ιδιοτροπίλας καθώς είμαι, καταπώς φαίνεται, όχι μόνο δεν αισθανόμουνα άνετα μέσα στο γενικό κλίμα Ολυμπιακής ευφορίας και δεν με άγγιζε κανένα αίσθημα ψυχικής ανάτασης ή –άκουσον, άκουσον!– εθνικής υπερηφάνειας λόγω καταβολών του Ολυμπιακού ιδεώδους, αλλά ευχόμουν να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα όλη αυτή η ιστορία. Την επιθυμία μου αυτή την επέτεινε ένα γλωσσικό παράδοξο, που δεν ήταν μεν καθόλου άγνωστο μέχρι τότε, αλλά η κινεζική αύρα τού έδωσε τέτοια ώθηση, τέτοια ορμή, ώστε ν' αποκτήσει γιγάντιες διαστάσεις ή μάλλον, για να μείνουμε στις παραδόσεις της Άπω Ανατολής, ώστε το υπό συνήθεις συνθήκες απαλό αεράκι να μετατραπεί σε τυφώνα.

Περί τίνος πρόκειται; Για το φαινόμενο –γλωσσικό παράδοξο το είπα παραπάνω, περί λάθους πρόκειται– κατά το οποίο ονόματα ουσιαστικά και επίθετα, δηλαδή κλιτά μέρη του λόγου, δεν κλίνονται, αλλά κατά παράβαση των γραμματικών κανόνων παραμένουν άκλιτα, όπως δηλαδή απαντούν στην ονομαστική. Ας αναφέρω μερικά παραδείγματα, αρχίζοντας από το… Πεκίνο, μιας και η πρωτεύουσα της Κίνας, ως λέξη στην ελληνική, είχε ήδη πριν από την έναρξη των αγώνων (στο πλαίσιο των προκριματικών ίσως) καταρρίψει κάθε προηγούμενο ρεκόρ μη συμμόρφωσης προς τους κλιτικούς κανόνες, κι αυτό τότε με είχε βγάλει από τα ρούχα μου:
  • Από το καθημερινό Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνο μέχρι όποια άλλη εκδοχή μπορείτε να φανταστείτε: Η κυκλοφορία στους δρόμους του Πεκίνο, Η ατμόσφαιρα του Πεκίνο, Οι τροχονόμοι του Πεκίνο και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
  • Βέβαια, καλά να το πάθουμε οι διορθωτές, και μας άξιζε, αφού είχαμε δεχθεί στα ενμπιέικου (από το εν μπι έι: ΝΒΑ) ύφους κείμενα ως σωστούς τους τύπους: της Αριζόνα, της Καρολίνα (όχι, το Καρολάινα δεν είχε καταφέρει ακόμα να καθιερωθεί· υπάρχουν και αντιστάσεις, βλέπετε), της Μινεσότα, του Σικάγο, του Μεξικό (και Μέξικο ενίοτε, αλλά όχι Μέχικο –οι αντιστάσεις που λέγαμε…), της Νικαράγουα, της Κολομβία, της Ονδούρα, της Φιλαδέλφεια (αλλά η ομάδα της Νέας Φιλαδέλφειας για την ΑΕΚ) κ.λπ. Βέβαια. Θα σου πέσει η μύτη αν πεις της Αριζόνας. Μην κοιτάς τους άξεστους τους Ρώσους (που θα ψάχνανε ακόμα για αλφάβητο αν δεν τους είχαν φροντίσει ο Κύριλλος κι ο Μεθόδιος) που κλίνουν όλα τα ξένα ονόματα και λένε κάτι γελοία σαν του Γιώργου Μπούσου αντί για το ευπρεπές του Τζορτζ Μπους (Джорджа Буша) ή του Μπαράκου Ομπάμα (ονομαστική: ο Ομπάμας) αντί για το καλλιεπές του Μπαράκ Ομπάμα (Барака Обамы). Όταν λοιπόν τα δέχεσαι όλα αυτά, μάλλον όταν θεωρείς λάθος να κλίνεις της Αριζόνας κ.λπ., θα πρέπει για λόγους συνέπειας να θεωρήσεις σωστούς τους άκλιτους τύπους του Πεκίνο, του Λονδίνο, του Κάιρο, της Ρώμη, της Σμύρνη κ.λπ., δεν νομίζετε; Σωστά, αυτό θα 'πρεπε κατ' ανάγκη να γίνει, αν δεν υπήρχε η μέθοδος της ανακυβίστησης, κοινώς κωλοτούμπας…
  • Μ' αυτά και μ' αυτά, παραλίγο να ξεχάσω την αφορμή γι' αυτή την ιστογραφή: Οι αγροτικές κινητοποιήσεις είναι ένα από τα θέματα της επικαιρότητας. Έτσι πληροφορηθήκαμε ότι οι αγρότες έστησαν μπλόκο, μεταξύ άλλων, στα διόδια του Ρίο και στον κόμβο της Νέδα(!). Όχι, δεν έφθασαν οι αγρότες μας μέχρι το Ρίο ντε Τζανέιρο ούτε πουθενά στην Ισπανία, όπου ίσως να βρίσκεται κάποια πόλη Νέδα! Στα διόδια του Ρίου, λίγο έξω από την Πάτρα, και στον κόμβο της Νέδας, του ποταμού της Μεσσηνίας, βρέθηκαν! Παρεμπιπτόντως, η Νέδα ίσως είναι το μοναδικό θηλυκό ποτάμι, στην Ελλάδα εννοώ, γιατί στην αλλοδαπή είναι γνωστή η… Σηκουάνα (La Seine)!
  • Κι όπως άμα κοιμηθείς με στραβό, το πρωί θ' αλληθωρίζεις, έτσι και όταν συχνά πυκνά ξεπετάγονται δίπλα σου άκλιτοι τύποι κλινόμενων ονομάτων, κατά παράβαση των κανόνων της γλώσσας μας, και μάλιστα γίνονται σε πολλές περιπτώσεις αποδεκτοί –ας όψεται και το ΝΒΑ–, είναι επόμενο το γλωσσικό σου αίσθημα να αλλοιώνεται, το γλωσσικό σου αισθητήριο να αμβλύνεται και να φτάνεις να γράφεις: άρθρο της Μαρία Τάδε ή ανταπόκριση της Σοφία Δείνα. Αφήστε πια τα θηλυκά εις –υ(!): της Βίκυ της Σίσυ κ.λπ. Αλλά για τα τελευταία, βέβαια, υπάρχουν άλλου είδους ενστάσεις. Με κατάληξη –υ, δεν είναι ελληνικά· είναι ξενικά, μη ενταγμένα στο τυπικό της ελληνικής και, επομένως, ως τέτοια, άκλιτα. Το της Βίκυς μού είναι εξίσου ενοχλητικό με το της Μαρία· είναι λανθασμένα και τα δύο. Θα προτιμούσα την ένταξη αυτών των ονομάτων στο τυπικό της ελληνικής, αλλάζοντας την κατάληξή τους σε –η: η Βίκη, της Βίκης, αλλά τι να κάνεις όταν η κάτοχος του ονόματος επιλέγει την ξενότροπη(;) γραφή Βίκυ; Να της το αλλάξουμε το όνομα με το ζόρι και να το εξελληνίσουμε, δεν γίνεται. Εξάλλου οι ιδιορρυθμίες περί το όνομα δεν αποτελούν αποκλειστικά… γυναικείο προνόμιο. Μη μας διαφεύγουν τα διάφορα Λευτεράκις, Κρητικάκις κ.λπ., προϊόντα άστοχης επιλογής κατά τη γνώμη μου (και ας με συγχωρέσει ο πατέρας της ελληνικής γλωσσολογίας Γ. Χατζιδάκις), ως απροσάρμοστα στο κλιτικό σύστημα της γλώσσας μας. Βεβαίως υπάρχει αιτιολόγηση, ότι προέρχονται από τα Λευτεράκιος, Κρητικάκιος κ.λπ., αλλά αρκεί αυτό για να εισαγάγουμε άλλη μία ανωμαλία στους κλιτικούς μας κανόνες; Ο συμπαθέστατος Βασίλειος, δηλαδή, γιατί δεν μας έκανε τη ζωή μας πιο δύσκολη με κανά Βασίλεις, αλλά συμμορφώθηκε με το, έστω συμβατικό, Βασίλης; Άλλοι πάλι, αδιακρίτως φύλου, πάνε γυρεύοντας να μας μπερδεύουν, όπως ο Πάρις, ο Άδωνις, η Άλκηστις κ.λπ., κι έτσι προκύπτουν τα άκλιτα, όπως της Άλκηστις ή τα οιονεί ανώμαλα, όπως της Άλκηστης, του Πάρι, αλλά και του Πάρη, του Άδωνι, αλλά και του Άδωνη. Για την τελευταία αυτή κατηγορία ανθρωπωνυμίων η λύση είναι απλή: Δεχόμαστε στην ονομαστική και τους δύο τύπους, δηλαδή και τον αρχαιοελληνικό και τον νεοελληνικό, αλλά στις υπόλοιπες πτώσεις χρησιμοποιούμε (και κλίνουμε, εννοείται) αποκλειστικά τον νεοελληνικό τύπο. Δηλαδή, ενώ στην ονομαστική λέμε ο Πάρις και ο Πάρης, ο Άδωνις και ο Άδωνης, η Άλκηστις και η Άλκηστη, ο Φαίδων και ο Φαίδωνας, ο Ξενοφών και ο Ξενοφώντας, ο Μίνως και ο Μίνωας, η Ίρις και η Ίριδα κ.λπ., στη γενική, αντίστοιχα, λέμε του Πάρη, του Άδωνη, της Άλκηστης, του Φαίδωνα, του Ξενοφώντα, του Μίνωα, της Ίριδας κ.λπ.

Πώς λέγεται αυτό το λάθος που κάνουμε όταν μεταχειριζόμαστε στον λόγο ένα κλιτό όνομα σαν άκλιτο, χρησιμοποιώντας στη γενική πτώση (γνωστό ότι η πτώση αυτή… γενικώς μας ταλαιπωρεί) τον τύπο της ονομαστικής; Ας ψάξουμε λιγάκι, να δούμε αν υπάρχει λέξη, όρος που το αποδίδει.

Ο σχηματισμός των τύπων μιας κλιτής λέξης λέγεται, ως γνωστόν, κλίση. Αλλά η λέξη κλίση έχει κι άλλη σημασία: τη στροφή, περιστροφή ή μετατόπιση ενός αντικειμένου ως προς κάποια ευθεία ή επίπεδο ή θέση αναφοράς, π.χ.: κλίση της κολώνας ή του ιστού της σημαίας ως προς την κατακόρυφο, κλίση της στέγης ή του δρόμου ως προς το οριζόντιο επίπεδο, κλίση της κεφαλής ή του σώματος ή του οχήματος ως προς την ορθή θέση. Αντίστοιχα το ρήμα κλίνω έχει κι αυτό δύο σημασίες. Με τη σημασία του σχηματίζω τους τύπους μιας κλιτής λέξης, απαντά τόσο στην ενεργητική φωνή ως μεταβατικό (π.χ. ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να κλίνουν το ρήμα λέγω) όσο και στην παθητική φωνή, συνήθως στο γ' πρόσωπο (π.χ. η λέξη ρεπορτάζ είναι ξενική και δεν κλίνεται). Με τη σημασία του (i) γέρνω, στρέφω, περιστρέφω ή μετατοπίζω κάτι ως προς κάποια ευθεία ή επίπεδο ή θέση αναφοράς, (ii) έχω γείρει, στραφεί, περιστραφεί ή μετατοπιστεί ως προς κάποια ευθεία ή επίπεδο ή θέση αναφοράς, απαντά στην ενεργητική φωνή τόσο ως μεταβατικό (π.χ. κλίνω το σώμα μου ελαφρά προς τα εμπρός) όσο και ως αμετάβατο (π.χ. το δάπεδο της αυλής κλίνει προς τον δρόμο). Από το ρήμα κλίνω, εκτός από τη λέξη κλίση με τις δύο ως άνω διαφορετικές σημασίες, παράγονται επίσης οι λέξεις: κλίμα, κλίμακα, κλιτύς, κλίνη, –κλινής (επικλινής, ακλινής, γονυκλινής), κεκλιμένος (μετοχή παρακειμένου παθητικής, πρβλ.: αγανακτώ, αγανακτισμένος), των οποίων η σημασία έχει συνάφεια με τη σημασία γέρνω κ.λπ. του ρήματος, ως επίσης οι λέξεις: κλιτός (άκλιτος, ετερόκλιτος), κλιτικός, των οποίων η σημασία στη συνήθη σημερινή χρήση έχει συνάφεια με τη σημασία σχηματίζω τους τύπους μιας κλιτής λέξης του ρήματος. Λέγω «στη συνήθη σημερινή χρήση» και το τονίζω, διότι η μεν λέξη άκλιτος στην αρχαία είχε παράλληλα και τη σημασία ακλινής η δε λέξη κλιτός επίσης έχει παράλληλα τη σημασία κεκλιμένος, τόσο στην αρχαία όσο και σε νεότερα κείμενα. Τέλος, υπάρχει μία ακόμη λέξη, η ακλισία, για την οποία το ΛΚΝ αναφέρει: «(γραμμ.) η ιδιότητα του άκλιτου· το άκλιτο: H ~ είναι χαρακτηριστικό των επιρρημάτων», αυτό ακριβώς που ψάχναμε δηλαδή, αν και η λέξη παρουσιάζεται και με την άλλη σημασία, την κατάσταση του ακλινούς. Ο Νίκος Σαραντάκος χρησιμοποιεί τον όρο ακλισιά, πλην όχι για το γραμματικό λάθος που περιγράφω εδώ, αλλά για παρεμφερές συντακτικό λάθος, κατά το οποίο σε παρενθετικές προτάσεις στις οποίες η σύνταξη του συγκεκριμένου κειμένου επιβάλλει τη χρήση της γενικής πτώσης, αντί αυτής χρησιμοποιείται η ονομαστική, με αποτέλεσμα να βγαίνει νόημα διαφορετικό απ' αυτό που είχε κατά νου ο συντάκτης, όπως για παράδειγμα: Ο Ευγένιος Ο’Νηλ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, γιος του πασίγνωστου ρομαντικού ηθοποιού Τζέιμς Ο’Νηλ, διάσημος στον ρόλο του Κόμη του Μόντε Κρίστο. Ποιος ήταν διάσημος στον ρόλο του Κόμη του Μόντε Κρίστο; Κατά το κείμενο, ο Ευγένιος Ο’Νηλ. Αμ δε! Ήταν ο Τζέιμς Ο’Νηλ! Βλέπετε, εκείνο το ρημάδι το διάσημος έπρεπε να είχε γραφεί στη γενική: διάσημου. Δεν έγινε εδώ, όπως διαπιστώνετε, κανένα λάθος στη γραμματική κλίση ονόματος, διότι δεν επιχειρήθηκε καν να χρησιμοποιηθεί κλιτό όνομα στη γενική και, κατά λάθος, σχηματίστηκε η γενική του σαν να ήταν άκλιτο το όνομα, με τον τύπο δηλαδή της ονομαστικής. Χρησιμοποιήθηκε, κατά συντακτικό λάθος, η ονομαστική αντί της γενικής. Ωστόσο, όπως και να 'χει, ο όρος ακλισιά μ' αρέσει. Πρώτον, δεν είναι λανθασμένος, είναι ακριβώς η δόκιμη λέξη ακλισία. Δεύτερον, υπάρχουν περιπτώσεις, ιδίως αν θέλει κανείς να αρθρώσει λόγο σαρκαστικό, σκωπτικό, ειρωνικό, εκφραστικό, στις οποίες η λαϊκή εκδοχή μιας λέξης ασκεί ακαταμάχητη γοητεία στον ομιλούντα ή γράφοντα ώστε να την επιλέξει, διότι έχει πολύ μεγαλύτερη εκφραστική δύναμη (παραδείγματα: με το αρχηγιλίκι πήραν τα μυαλά του αέρα, αντί: με την αρχηγία πήραν τα μυαλά του αέρα· έμαθε δυο πράγματα και παριστάνει τον προφέσορα, αντί: έμαθε δυο πράγματα και παριστάνει τον καθηγητή).

Κάτω η ακλισιά, λοιπόν. Και η προτροπή αυτή εμμέτρως από το έπος «[...]ορδή εις το θάνατο του Λόρδου Άκλιτον», το οποίο γράφτηκε με σκοπό να μας συνεγείρει σε ιερό αγώνα για την εξολόθρευση του Λόρδου Άκλιτον:

[...]ορδή* εις το θάνατο του Λόρδου Άκλιτον [*είδος ωδής]
(Fart* to Lord Acliton's death) [*kind of art]

Ακλισιά, για λίγο πάψε
να ταλαιπωρείς τ' αφτί·
τώρα σίμωσε και μάθε
μια σταλιά γραμματική.

Και κατόπι θε να ‘ρθούνε
όσοι πράττουνε λαμπρά,
ένα χέρι να τα πούνε
με τον παλιομασκαρά,

που τη γλώσσα μας τη θέλει
να ‘χει βάρβαρη χροιά.
Γενικές, λέει, δεν ξέρει
η Αλβιόνα η γριά.

Μα της νίκης το χαμπέρι
δεν θα είναι μακριά,
αν όλοι, νέοι, γέροι,
πολεμούν την ακλισιά.

Δεν είναι τούτο πλάνη,
ξαναζούν οι γενικές!
Να μολύβια, να μελάνι,
να λογιών εκτυπωτές.

Ετικέτες ,

Aνάρτησε ο Λευτέρης-Δικαίος Παπαδέας @ 3:23 μμ

Πηγή:http://l-d-papadeas.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου