᾿Οδυσσεύς τοῦ klision: Οἱ ἀντιδράσεις ἀπό τήν πρωτάκουστη καινοτομία τῆς εἰσαγωγῆς στή θεία λατρεία τῆς Δημοτικῆς πληθαίνουν. Οἱ πιστοί στήν Πρέβεζα καί πανελληνίως ἔχουν κατασκανδαλιστεῖ. ῞Οπως πληροφορούμαστε οἱ ᾿Εκκλησίες στήν Πρέβεζα ὁλοένα καί ἀδειάζουν. Οἱ πιστοί "τρέχουν" νά ἐκκλησιαστοῦν "κανονικῶς" σέ ἐκκλησίες τῆς γειτονικῆς Μητροπόλεως ῎Αρτης. Λέμε νά ἐκκλησιαστοῦν "κανονικῶς", γιατί ἐκκλησιασμός στή "μαλλιαρή" δέν γίνεται. ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ, ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ!
(᾿Εφημ. ᾿Ορθοδ. Τύπος, 19-2-2010)
Μὲ τὴν τέλεση τῆς Θ. Λειτουρ-
γίας στὴ δημοτικὴ ἀπὸ ἱερεῖς τῆς Ἱ.
Μητρ. Πρεβέζης γεννῶνται πολλὰ
ἐρωτήματα μὲ πρώτιστον τὸ «τί
ἐστί», ποὺ εἶναι «ἀρχὴ παντὸς συλ-
λογισμοῦ καὶ πάσης ἀποδείξεως»1,
κατʼ Ἀριστοτέλην. Τί ἐστί, λοιπόν, ἡ
καινοτομία αὐτή; Εἰδικώτερον:
«Ἐρώτημα 1ον»: Τὸ νὰ ἀκούουν
οἱ Ἑλληνόφωνοι τὴ Θ. Λειτουργία
στὴ γλῶσσά τους ἀρχαϊστὶ εἶναι ἢ
δὲν εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη θ. «εὐλογία»
(= καλλιλογία, εὐπρεπὴς γλῶσσα,
ἔπαινος, ἐγκώμιον, εὐφημία, δῶ -
ρον). Ἐὰν ναί, τότε δὲν εἶναι ἡ με-
ταγλώττιση στὴ δημοτικὴ ἔκπτωσις
αὐτῆς τῆς εὐλογίας ;
«Ἐρώτημα 2ον»: Εἶναι ἢ δὲν
εἶναι ἀνυπακοὴ στὴ θ. ἐντολή, ποὺ
λέει «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς πα-
ραδόσεις»2; Εἶναι ἢ δὲν εἶναι «τιμή
Ἁγίου ἡ μίμησις Ἁγίου»; Ἀλλὰ
ποῖος Ἅγιος ἐτόλμησε ποτὲ τέτοια
μεταγλώττιση; Εἶναι ἢ δὲν εἶναι «ἱε -
ρὰ γράμματα», τὰ τῆς Θ. Λειτουρ-
γίας, «δυνάμενα σοφίσαι…εἰς σω-
τηρίαν διὰ πίστεως…»3; Εἶναι ἢ δὲν
εἶναι τὰ «γράμματα» αὐτὰ λόγος
τελετουργικὸς τέλειος, ἀπόσταγμα
σοφίας, ἐνσταλαχθὲν ἄνωθεν ἀπὸ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πρὸς τελείωσιν
ψυχῶν ἐν μυστηρίῳ ;
«Ἐρώτημα 3ον»: Τί ἐστιν ὅμως
«μυστήριον»; Τὸ Λεξικὸν μᾶς λέγει
ὅτι ἐν τῇ Κ.Δ. «θεῖον μυστήριον εἶ -
ναι τὸ ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπίνην κατά-
ληψιν». Κατὰ δὲ τὸν Ἀπ. Παῦλον ἐν
τῷ μυστηρίῳ τοῦ Χριστοῦ «εἰσι πάν-
τες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς
γνώσεως ἀπόκρυφοι»4 καὶ διὰ τὴν
ἀπόκτησίν των ἀπαιτεῖται «ἐπίγνω-
σις». Ἀλλὰ τί ἐστι «ἐπίγνωσις»; Τὸ
Λεξικὸν λέγει ὅτι εἶναι «ἐξέτασις,
ἔρευνα, διάγνωσις» (= διάκρισις καὶ
δύναμις διακρίσεως)», ἀλλὰ καὶ
«ἐντελὴς, πλήρης γνῶσις».Μὲ ἄλλα
λόγια εἶναι βαθεῖα γνῶσις, ἐμ πειρία,
βίωμα. Βεβαίως, βίωμα ἐν Χριστῷ,
δηλαδὴ ἐνσωμάτωσις εἰς τὴν Ἐκ -
κλησίαν καὶ σκληρὸς ὁδοιπορικὸς
ἀγώνας πρὸς τὴν κορυφὴν τοῦ νοη-
τοῦ Θαβὼρ διὰ τῆς «στε νῆς καὶ τε-
θλιμμένης ὁδοῦ»5, ὅπερ ση μαίνει
«κάθαρσιν – φωτισμόν – θέωσιν»
(=μέθεξιν τῶν ἀκτίστων θείων ἐνερ-
γειῶν=κοινωνίαν μὲ Ἅγ. Πνεῦμα =
ὁμοίωσιν μὲ Θεὸν κατὰ χάριν).
«Ἐρώτημα 3ον»:Εἶναι ἢ δὲν εἶναι
τὰ «ἱερὰ γράμματα» τῆς Θ. Λει-
τουργίας εἰσαγωγικά, ἀλλὰ καὶ συν-
τελεστικὰ τοῦ ὡς ἄνω βιώματος καὶ
μυστηρίου, δηλαδὴ εἶναι ἢ δὲν εἶναι
«στερεὰ τροφὴ» γιὰ τοὺς «τελεί-
ους», ἀλλὰ καὶ «γάλα» συνάμα γιὰ
τοὺς «νηπίους»6; Πόσοι καὶ πόσοι
«νήπιοι», τελείως ἀγράμματοι, καὶ
μάλιστα στὰ 400 χρόνια τῆς σκλα-
βιᾶς καὶ τῆς παχυλῆς ἀγραμματο-
σύνης δὲν ἄρχισαν μὲ τὸ «γάλα»,
πέρασαν τὶς πνευματικὲς «μεθηλι-
κιώσεις» καὶ κατέληξαν στὴν «στε-
ρεὰ τροφή»; Οὐδεὶς τότε διενοήθη
νὰ θίξη τὰ «ἱερὰ γράμματα» μὲ τὴ
σαθρὰ δικαιολογία, ποὺ χρησιμο-
ποιοῦμε σήμερα, ὅτι, δηλαδή, ἡ
«τροφὴ» δὲν τρώγεται ἢ ὅτι εἶναι
δύσπεπτη. Εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἀπαρά-
δεκτη νοθεία τῆς «τροφῆς» κάθε
ἀλλαγή, καὶ μάλιστα σήμερα, ὅπου
δὲν ὑπάρχει ἀγραμματοσύνη καὶ
ὅπου ὑπάρχει βιβλιοπλημμύρα θεο-
λογικῶν ἑρμηνευτικῶν βιβλίων; Θὰ
προσελκύση ἡ μεταγλώττισις τοὺς
«ἀλιβάνιστους», ὅπως ἰσχυρίζονται
μερικοί; Ὅταν ὅμως «ἡ γῆ» δὲν
εἶναι «ἀγαθή», ἀλλὰ εἶναι «ὁδοποιη -
μένη», «πετρώδης» ἢ «ἀκανθώ-
δης»7 θὰ τὴν ἀγαθοποιήση ἡ δημο-
τι κή; Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπεχθάνονται, ὅ -
πως ὁ διάβολος, τόσον τὸ φυσικόν,
ὅσον καὶ τὸ νοητὸ λιβάνι. Ἡ «γῆ ἡ
ἀγαθή», οἱ «κατʼ ἐπίγνωσιν χριστια-
νοί», γεμίζουν τὶς ἐκκλησίες. Αὐτοὶ
οὐδεμίαν μεταγλώττισιν χρειάζον-
ται καὶ θεωροῦν βέβηλον νοθεῖαν
πᾶσαν προσθήκην ἢ ἀφαίρεσιν εἰς
τὴν θ. λατρείαν. Νὰ γιατί τὰ «ὡ σα -
ννὰ» καὶ «ἀλληλούια» μένουν ἀμε-
τάφραστα.
«Ἐρώτημα 4ον»: Γιατί σʼ αὐτὴ τὴν
ἀρχαία γλῶσσα διετυπώθησαν κατʼ
ἐπίνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ
«ἱερὰ γράμματα» τῆς θ. λειτουργίας
καὶ γιατὶ οὐδεὶς διενοήθη ἀπὸ τοὺς
πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ κά-
νη μεταγλώττιση στὴ δημοτική ; Ὁ
κράτιστος τῶν Ἑλλήνων γλωσσο-
λόγων Γ. Ν. Χατζιδάκις, δίδει, νομί-
ζω, ἀπάντηση γράφοντας ὅτι με-
ταξὺ τῶν τελείων «Ἰαπετικῶν
γλωσσῶν» ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ εἶναι
ἡ «τελειωτάτη». Ἐπίσης, ὅτι «ἐπὶ
Ἰουστινιανοῦ ἡ γλῶσσα (ἡ καθομι-
λουμένη) εἶχεν ἀλλοιωθῆ σφόδρα
καὶ ἴσως ἦν πολὺ ὁμοιοτέρα τῇ νεω-
τέρᾳ ἢ τῇ ἀρχαίᾳ…». Ἐν τούτοις,
ὅπως ὁ ἴδιος σημειώνει, «ἀπὸ τῆς
γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος κἑξ., οἱ
γράφοντες ἀπέφευγον τὴν χρῆσιν
τῆς συγχρόνου αὐτοῖς γλώσσης,
ἐφιλοτιμοῦντο δὲ νὰ μιμῶνται κατὰ
τὸ μᾶλλον ἢ ἦτον ἀκριβῶς τοὺς δο-
κίμους Ἀττικοὺς συγγραφεῖς»8.
Πράγματι, ὁ Ἅγ. Βασίλειος, π.χ. ἀτ -
τικίζει, ὅταν ὁμιλῆται ἡ «κοινή», καὶ
ὁ Ἅγ. Γρηγό-
ριος, ὁ Θεολό-
γος, ἔγραψε τὰ θαυμάσια ποιήματά
του εἰς τὴν Ὁμηρικήν, ὅταν ὀλίγοι
τὴν καταλάβαι ναν. Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης,
ὁ Δαμασκηνός, 400 περίπου χρόνια
ἀργότερα γράφει τὶς ἰαμβικὲς κατα-
βασίες, ποὺ μόνο πεπαιδευμένοι τὶς
καταλαβαίνουν. Τὸν 14ον αἰῶνα,
ὅταν πλέον παντοῦ ὁμιλῆται ἡ δη-
μοτική, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος, ὁ Πα-
λαμᾶς, ἀττικίζει, καὶ τὸν 17ον αἰῶνα,
μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀγραμματο-
σύνης, ὁ Ἅγ. Νικόδημος, ὁ Ἁγιορεί-
της γράφει ὄχι μόνο στὴν δημοτική,
ἀλλὰ καὶ στὴν Ὁμηρική. Γιατὶ τὸ κά-
νουν αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ; Κατὰ
τὴν ταπεινή μου γνώμη, τὸ κάνουν
γιὰ παιδαγωγικοὺς λόγους. Βάλ-
λουν ψηλὰ τὸν πῆχυν γιὰ νὰ ὑψώ-
σουν πνευματικῶς τὸ ποίμνιόν τους
μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς φιλοσοφίας,
γενόμενοι ἔτσι διδάσκαλοι τῶν
ἱερῶν νοημάτων καὶ γραμμάτων συ-
νάμα. Ἡ θ. ἐντολὴ εἶναι νὰ γίνουμε
«τέλειοι», οἰκοδομούμενοι «μέχρι
καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν
ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπι-
γνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς
ἄνδρα τέλειον…»9. Ἡ τελείωσις
ὅμως πραγματοποιεῖται ἐν μυστη-
ρίῳ μὲ τέλεια διδάγματα, τέλεια
νοήματα καὶ τέλεια γλῶσσα. Οἱ Πα-
τέρες, λοιπόν, μὲ τὰ γραπτά τους
κηρύγματα διδάσκουν συνάμα καὶ
τὴ γλῶσσα τῆς φιλοσοφίας. Διότι,
κατὰ τὸν Κλήμη, τὸν Ἀλεξανδρέα, ἡ
φιλοσοφία εἶναι θεϊκὸ δῶρον πρὸς
τοὺς Ἕλληνες, σὰν διαθήκη «ὑπο-
βάθρα οὖσα τῆς κατὰ Χριστὸν φιλο-
σοφίας», «τὰς ἀκοὰς ἐθίζουσα πρὸς
τὸ κήρυγμα», οὖσα «προπαιδεία τῆς
ἀληθείας», ἀλλὰ καὶ «φραγμὸς τοῦ
ἀμπελῶνος, διακρουομένη τὰς δο-
λερὰς κατὰ τῆς ἀληθείας ἐπιβου-
λάς»10, δεδομένου ὅτι ἀπὸ τὴν «φι-
λοσοφίαν καὶ κενὴν ἀπάτην»11, δη-
λαδὴ τὴν σοφιστική, προέρχονται
καὶ ὅλες οἱ αἱρέσεις. Καὶ ἂν ἡ Δύση
ἔπεσε στὶς αἱρέσεις, ἴσως ὀφείλεται
καὶ στὴν ἀπο-
μάκρυνσή της
ἀπὸ τὴν Ἑλληνική γλῶσσα, ἡ ὁποία,
κατὰ τὰ ὡς ἄνω λεχθέντα εἶναι ὄχη-
μα τοῦ πιστοῦ πρὸς τελείωσιν, ἀλλὰ
καὶ ὅπλον συνάμα.
«Ἐρώτημα 5ον»: Ὁ Ἰουλιανὸς ὁ
Παραβάτης γιατί ἀπαγόρευσε
στοὺς Χριστιανοὺς τὴν διδασκαλία
τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν ; Καὶ οἱ ση-
μερινοὶ ὀπαδοί του γιατὶ ἔχουν
λυσσάξει ἐναντίον τῶν ἀρχαίων
Ἑλληνικῶν ; Εὐνόητον. Θέλουν νὰ
ἀχρηστεύσουν τὸ ὄχημα καὶ τὸ
ὅπλον, ποὺ προείπαμε.
Ἀνέκαθεν τὰ «ἄθεα γράμματα»,
ἔχοντας ὡς πολεμικό τους ὄχημα
τὴν δημοτική, προσπαθοῦν νὰ
ἀχρηστεύσουν τὸ θεῖον ὄχημα τῶν
«ἱερῶν γραμμάτων», γιὰ νὰ πλή-
ξουν τὴν Χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ σοφὸς καὶ ἅγιος Ποιμενάρχης
πρώην Ὕδρας μακαριστὸς Ἱερόθε-
ος ἐδημοσίευσε τὸ 2000 μίαν περι-
σπούδαστον καὶ θαυμασίως ἐμπε-
ριστατωμένην πραγματείαν Του
ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἡ ἀνεκτίμητος
διαχρονικὴ προσφορὰ τῆς Ἑλλη-
νικῆς γλώσσης πρὸς τὸ Γένος».
Ἐκεῖ, ἀφοῦ κατακρίνει τὰς γενομέ-
νας ἀλλαγὰς εἰς τὴν γλῶσσαν μας,
μεταξὺ πολλῶν ἄλλων γράφει:
«Παρήγορον εἶναι ὅτι ἡ Ἁγιωτά-
τη Ἐκκλησία παραμένει ἡ ἐσχάτη
ἔπαλξις, εἰς τὴν ὁποίαν ζῇ, ἀναπνέ-
ει καὶ κινεῖται ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Καὶ ἀποτελεῖ χρέος ἱερὸν νὰ ἐξα-
κολουθήση παραμένουσα ὡς ἔπαλ-
ξις, ἀφ ἧς θὰ κηρύσσεται, θὰ γρά-
φεται, θὰ ψάλλεται καὶ θὰ διδάσκε-
ται ἡ μία καὶ ἑνιαία Ἑλληνικὴ
γλῶσσα....Καί, ὡς ἐλέχθη, οὔτε τὰ
χριστιανικὰ γράμματα εἶναι δυ-
νατὸν νὰ κατανοηθοῦν καὶ νὰ ἐκτι-
μηθοῦν ὀρθῶς ἄνευ τῶν Ἑλλη-
νικῶν, οὔτε τὰ Ἑλληνικὰ ἄνευ τῶν
Χριστιανικῶν» 12.
«Ἐρώτημα 6ον»: Εἶναι ἢ δὲν
εἶναι ἀμφίεση τοῦ λειτουργικοῦ λό-
γου, αὐθεντικὴ καὶ ἱερά, ἡ ἀπόδο-
σίς του στὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά, κατʼ
ἀντιστοιχίαν πρὸς τὰ ὑποκρύπτον-
τα σπουδαίους συμβολισμοὺς
ἀρχαῖα ἱερὰ ἄμφια τῶν λειτουργῶν
τοῦ Κυρίου ; Πῶς θὰ μᾶς φανῆ ἂν
τὰ ἀντικαταστήσουμε καὶ αὐτὰ μὲ
σύγχρονο κουστοῦμι ;
«Ἐρώτημα 7ον»: Μήπως καλο-
προαιρέτως μέν, ἀλλʼ ἀνεπιγνώ-
στως τοῦ διαφαινομένου μελλοντι-
κοῦ κινδύνου ἡ Πρέβεζα ἔχει ἀνοί-
ξει τὴν «κερκόπορτα» τῆς τελευ-
ταίας «ἐπάλξεως»; Δὲν εἶμαι θεο-
λόγος καὶ γιʼ αὐτὸ ἔχω τέτοια ἐρω-
τήματα, ποὺ ἐνδέχεται νὰ τὰ ἔχουν
καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἡ Πρέβεζα καλὸν
εἶναι νὰ μᾶς δώση ἀπαντήσεις.
Ἀθῆναι 10/1/2010
Σημειώσεις:
1. Βλ. Ἀριστ. «Περὶ ψυχῆς» 402 Β
καὶ «Μεταφ.» 1078 Β.
2. Παύλ. 2 Θεσ. 2,15.
3. Παύλ. 2 Τιμ. 3,15.
4. Παύλ. Κολ. 2,3.
5. Ματθ. 7, 13 καὶ Λουκ. 13, 24.
6. Παύλ. Ἑβρ.5,14.
7. Ματθ. 13,7.
8. Βλ. «Σύντομος Ἐπιθεώρησις τῆς
Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης»,
σελ. α´, ε´, στ´ εἰς τὸ «ΜΕΓΑ ΛΕΞΙ-
ΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣ-
ΣΗΣ» (LIDDELL–SCOTT).
9. Παύλ. Ἐφ. 4,13.
10. P.G.9/289, 265, 284, Β.Ε.Π.Α.Δ.–
τ. 7, σ. 275.
11. Παύλ. Κολ. 2,8.
12. Βλ. «Προλεγόμενά» του στὸ
βιβλ. «ΟΣΜΗ ΕΥΩΔΙΑΣ ΠΝΕΥΜΑ-
ΤΙΚΗ», Ἀρχιμ. καὶ νῦν Μητρ. Κυθή-
ρων Σεραφείμ Στεργιούλη, Τόμ. Γ, σελ.
ρι´καὶ λα´, Ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος__
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου