Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα Παρὸν τῆς Κυριακῆς, 12-04-2009
Ὑπάρχει δὲ συνοχὴ καὶ συνέχεια στὰ ἀναγιγνωσκόμενα, ἀδόμενα καὶ τελούμενα στὴ Λατρεία, ποὺ ἀποδυναμώνεται ὅμως μὲ τὴν ἀποσπασματικότητα τῆς μετοχῆς, σ᾿ ἀντίθεση μὲ τὴν μοναστικὴ λειτουργικὴ πράξη. Ἡ καταφυγὴ τῶν φιλακολούθων στὰ μοναστήρια αὐτὲς τὶς μέρες, καὶ μάλιστα τὰ ἁγιορείτικα, αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει: τὴν δυνατότητᾳ βιώσεως ὅλου του φάσματος τῆς προσφερόμενης, ἀπὸ τὴν λατρείᾳ, ἀνακεφαλαιώσεως τῆς σωτηρίας ἀνθρώπου καὶ κόσμου.
Ἡ παροντοποίηση τῶν συνδεομένων μὲ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ ἱστορικῶν σωτηριωδῶν γεγονότων πραγματοποιεῖται μὲ τὰ δρώμενα (λιτάνευση τῆς εἰκόνας τοῦ Νυμφίου, τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Ἐπιταφίου, Ἀποκαθήλωση), ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ βασικότερο μέσον της ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας, τὸν λόγο τοῦ ὕμνου καὶ τὸ μουσικὸ ἔνδυμά του, τὸν ὑπέροχο αὐτὸ διφυῆ φορέα καὶ ἐκφραστὴ τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Ὁ λειτουργικὸς ὕμνος συνιστᾷ τὴν καρδιὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, διότι οἱ δυνατότητες ποὺ προσφέρει ὁ ποιητικὸς λόγος καθιστοῦν τὴν ὑμνογραφία τὸ προσφορότερο μέσο γιὰ τὴν μυσταγωγία τοῦ σώματος-συνάξεως.
Ὁ ὕμνος μεταβάλλει τὴν λατρεία σὲ ἀσίγαστο στόμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ποὺ δίνει καθημερινὰ τὴν μαρτυρία καὶ ὁμολογία τῆς πίστεώς της, τῆς ἐμπειρίας τῆς σωτηρίας της. Ποιητικὸς ὅμως λόγος καὶ μελῳδία συνάπτονται στὸν ὀρθόδοξο λειτουργικὸ ὕμνο ἐμπροϋπόθετα, ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστικὴ Τέχνη στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει ποτὲ αὐτόνομα καὶ αὐθυπόστατα, ἀλλὰ λειτουργικὰ καὶ διακονικά, προσφέροντας μέσα γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας. Ἡ Τέχνη τῆς Ὀρθοδοξίας κινεῖται στὸ μεταίχμιο κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, γεφυρώνοντας χαρισματικὰ τὴν ἀπόστασή τους ὡς ἱστορικὴ σάρκα τῆς θεανθρώπινης πραγματικότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι ὁ Ὕμνος, ὡς λόγος πατερικός, γίνεται ποιμαντικὸ μέσο γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Προσφέρει τὴν θεογνωσίᾳ καὶ θεολογία τῆς καθαρμένης καὶ φωτισμένης ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καρδιᾶς τῶν Ἁγίων, ποὺ θεολογώντας ποιητικά, βλάπτουν τὸν κάλαμο στὰ νάματα τῆς πίστεώς τους καὶ στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας τους. Μεγάλοι Πατέρες καὶ Μητέρες μᾶς εἶναι ποιητὲς καὶ μελῳδοὶ τῶν ὕμνων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ, Μᾶρκος Ὑδροῦντος, Ἀνδρέας Κρήτης, Κασσιανὴ ἢ Κασσία εἶναι τὰ γνωστότερα ὀνόματα, ποὺ μετασκευάζουν σὲ «τραγούδι» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ «Θεο-λογία» τὴν πνευματικὴ-καρδιακὴ ἐμπειρία τους.
Ἂν ὅμως ὁ ὑμνογραφικὸς λόγος εἶναι φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μουσικὴ (μελῳδία) εἶναι τὸ κατάλληλο ἔνδυμά της. Ὑπάρχει γιὰ τὸν λόγο, «τῶν ρημάτων τὴν δύναμιν» καὶ ὄχι ὡς αὐθυπόστατο καλλιτεχνικὸ μέσο. Στόχος της δὲν εἶναι ἡ τέρψη ἢ ἡ συναισθηματικὴ διέγερση ἀλλὰ ἡ ὑποβοήθηση τοῦ λόγου γιὰ νὰ διεισδύσει στὰ βάθη τῆς ὕπαρξης, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη καὶ αὐτομεμψία. Δὲν εἶναι μουσικὴ ἀκροάματος («οὐκ ἔστι θέατρον ἡ Ἐκκλησία, ἵνα πρὸς τέρψιν ἀκούωμεν», παρατηρεῖ ὁ Ἱ. Χρυσόστομος), ἀλλὰ λειτουργική. Διακονεῖ τὸ μυστήριο τοῦ ἔνσαρκου Λόγου, ἐπενδύοντας τὸν θεολογικὸ λόγο, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα νὰ «πλέκει» εἰς τὸν Θεῖον Λόγο-Χριστὸ «ἐκ λόγων μελῳδίαν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βρῆκαν στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Ὀρθοδοξίας, ποτὲ θέση τὰ μουσικὰ ὄργανα. Στὴν Ἐκκλησία, «ὄργανον» γλυκύφθογγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ὁ πιστὸς («Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος», κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιον), μὲ τὴν καθαρὴ ἀπὸ πάθη καρδιά του.
Χωρὶς τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄλλωστε, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει κανεὶς τὰ γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τοῦ Πάσχα. Προχωρώντας γιὰ τὴν «τελετὴ» τῆς Ἀναστάσεως, τὴν νύχτᾳ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, θὰ ψάλουμε. «...καὶ ἡμᾶς τοὺς εὐσεβεῖς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδία Σὲ δοξάζειν». Εἶναι ἡ «καλὴ καρδιά», γιὰ τὴν ὁποία εὔχεται ὁ λαός μας στὰ πανηγύρια καὶ στὶς χαρές του, ὑψώνοντας τὸ κρασοπότηρο. Γιατί, χωρὶς «καλὴ καρδιὰ» δὲν ὑπάρχει δυνατότητα κοινωνίας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ χωρὶς «καθαρὰν καρδίαν» χάνεται ἡ δυνατότητα μετοχῆς στὴν Ἄκτιστη Θεία Χάρη.
Αὐτὲς εἶναι οἱ ἐκκλησιολογικὲς καὶ θεολογικὲς ἀρχές, ποὺ διέπουν τὸν ὑμνογραφικὸ λόγο (καὶ) τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τὴν μουσικὴ-μελῳδία του, καθιερωμένες ἀπὸ τὴν ἁγιοπνευματικὴ συνείδηση, ταυτιζόμενη μὲ τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς - ὅλοι μας δηλαδὴ- μετέχει μὲ κατάνυξη καὶ συμψάλλει τὰ βασικὰ τροπάρια («Ἰδοὺ Ὁ Νυμφίος ἔρχεται ...», «Τὸν νυμφῶνά Σου βλέπω...», τὰ «Ἐγκώμια» τοῦ Ἐπιταφίου κ.ἄ.π.). Ἀπὸ τὴν στιγμή, ποὺ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα χάνει τὴν δυνατότητᾳ παρακολούθησης τοῦ ὑμνογραφικοῦ λόγου καὶ τῆς συμψαλμῳδίας, ἐλέγχεται ἡ (ἐνίοτε μὴ θεολογοῦσα) ψαλτικὴ τέχνη, ποὺ ἀποβαίνει περισσότερο «τέχνη» καὶ λιγότερο διακονικὸ ἔνδυμα τοῦ λόγου. Τότε σκοπὸς γίνεται τὸ ἀκρόαμα καὶ ὄχι ἡ κατανυκτικὴ συμμετοχή. Ἔτσι, ὅμως, «δυτικοποιεῖται» ἡ ἐκκλησιαστικὴ Τέχνη καὶ ἐκκοσμικεύεται ἡ Λατρεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου