Πεντηκοστὴ σήμερα. Καὶ διαπερνώντας πρωτόγνωρες διακεκαυμένες ζῶνες (ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση μέχρι τὰ ἐκκλησιαστικὰ μεταφραστικὰ πειράματα) θυμόμαστε τὴν πύρινη γλῶσσα τῆς Πεντηκοστῆς ὡς τὴν συμβολικὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὴν ὁποία ἐξαγγέλλονται τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ (Πράξ. β´ 11).
Γιὰ τὴν σημασία καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς «γλώσσης» ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ παρέχει ἡ μετοχὴ «διαμεριζόμεναι». Στὸ Κοντάκιον τῆς σημερινῆς Ἑορτῆς ξεκινᾶμε ψάλλοντας: «ὅτε καταβὰς τὰς γλῶσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος…». Ἐδῶ ἐπαναλαμβάνουμε ποιητικῶς τὸ «διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη» τοῦ Δευτερονομίου (λβ´ 8). Καὶ μὲ τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ ἀνατρέχουμε στὴν Βαβέλ, τὸν ἀντίποδα τῆς Πεντηκοστῆς. Καὶ στὰ δύο γεγονότα κομβικὸ στοιχεῖο ἀποτελεῖ ἡ γλῶσσα. Ἂν τότε στὴν Βαβὲλ ὁ Θεὸς διεμέριζε τὰ ἔθνη μὲ τὴν σύγχυση καὶ διαίρεση τῶν γλωσσῶν, τώρα, στὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ πύρινη γλῶσσα τοῦ Πνεύματος διανεμομένη ἐφ᾽ ἔνα ἕκαστον καλεῖ «εἰς ἑνότητα» καὶ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (συνέχεια τοῦ Κοντακίου).
Στὴν Γένεση μαθαίνουμε (ια´ 11) πὼς σ᾽ ὅλη τὴν γῆ μιλιόταν μία γλῶσσα, μία «φωνή», παντοῦ «χεῖλος ἕν». Ἡ ἀνθρώπινη ἀλαζονεία ὅμως μὲ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ ἐπιφέρει τὴν σύγχυση. «Δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν, ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον. καὶ διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος…» (Γεν. ια´ 7-8). Ἡ ἀνθρώπινη ὑπεροψία καὶ αὐτοπεποίθηση προξενεῖ τὴν σύγχυση καὶ διαίρεση τῶν γλωσσῶν καὶ τὴν διασπορὰ τῶν ἐθνῶν.
Ἡ Βαβὲλ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλῆ «γλωσσολογικὴ» ἱστορία ἀλλὰ κυρίως μιὰ εἰκόνα τοῦ δράματος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καθὼς ἡ ἐν γένει σύγχυση ἀναφέρεται στὴν κατάλυση τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Στὴν Βαβὲλ διαδραματίζεται τελικῶς τὸ μυστήριο τῆς ἁμαρτίας. Ἀπέναντί της ὅμως ὀρθώνεται ἡ Ἱερουσαλήμ, ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, ὅπου κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὑπερνικᾶται ἡ διαίρεση καὶ ἐγκαινιάζεται ἡ ἐσχατολογικὴ ἑνότητα ἐν Πνεύματι. Ἡ «φωνὴ» (Πράξ. β´ 6) ποὺ ἀκούστηκε στὸ ὑπερῷο τῆς Ἱερουσαλήμ (Πράξ. α´ 13) τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι σημεῖο ἐσχατολογικῆς κρίσεως (Ἰωήλ, δ´ 16). Μάλιστα δὲ κατὰ τὸν προφ. Ἠσαΐα ὁ λαὸς τῶν ἐσχάτων θὰ ὁμιλεῖ μιὰ κοινὴ γλῶσσα καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ ἀναγγελθεῖ μὲ μία φωνή. (Ἠσ. ξϛ´ 18).
Στὴν ἐξιστόρηση τοῦ θεοφανικοῦ ἐκείνου γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς, ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν συγγραφέα, Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, πὼς «ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν». Mιὰ ὄχι ἐπιφανειακὴ ἀνάγνωση καθιστᾶ σαφὲς πὼς ἐπρόκειτο γιὰ θαῦμα ΑΚΟΗΣ τῶν ΑΚΡΟΑΤΩΝ καὶ ὄχι γιὰ θαῦμα ὁμιλίας. Mία φωνὴ ἀκουγόταν, ἀλλὰ ἔφθανε μὲ θαυμαστὴ ἐπενέργεια τοῦ Πνεύματος ὡς οἰκεία γλῶσσα στὰ αὐτιὰ ἀνθρώπων διαφόρων ἐθνικῶν προελεύσεων(Πράξ. β´ 8). Ἂς σημειωθεῖ δὲ πὼς λίγο μετά, ὁ ἀπ. Πέτρος θὰ ἀπευθυνθεῖ στὸ συγκεντρωμένο πλῆθος μιλώντας ἀραμαϊκά, κι ὅμως ὅλοι θὰ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΝ τὴν ὁμιλία του. Τοὺς μιλάει τὸ Πνεῦμα.
Μετὰ τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα ἴσως νὰ ἄξιζε, ἐν εἴδει συμπεράσματος, νὰ ἐπαναληφθεῖ τὸ ὑπ᾽ ἀριθμ 14 ἐρώτημα τοῦ βιβλίου: «Ναὶ ἢ ὄχι στὴν μετάφραση τῆς λειτουργικῆς γλώσσης» (ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010):
«Ἄραγε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθεῖ ἡ παραδεδομένη λειτουργικὴ γλῶσσα ὡς ἕνα αἰσθητὸ στοιχεῖο ἄρσεως καὶ “ἀποκαταστάσεως”, ὡς “φάρμακο ἀναιρετικό” τρόπον τινά, τῆς γλωσσικῆς διαιρέσεως στὴν Βαβέλ; Ἡ διαίρεση καὶ σύγχυση τῶν γλωσσῶν δὲν εἶναι ἐπαινετὴ καὶ ζηλευτὴ κατάσταση, ἀντιθέτως μᾶς μαθαίνει πὼς τὶς γλῶσσες δὲν τὶς ἔκτισε ὁ Θεὸς καὶ μᾶς θυμίζει τὴν φθορὰ ποὺ ὑπέστη τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση καὶ τὴν ἀπώθηση τῆς Xάριτος τοῦ Θεοῦ. Mιὰ γλῶσσα, ἡ βιβλική-ἐκκλησιαστικὴ ἑλληνική καὶ ὑπερεθνική-οἰκουμενική, μήπως θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει αὐτὴ τὴν διάσταση τῆς “γλωσσικῆς ἑνότητος καὶ συνεννοήσεως”;
Ἡ βιβλικὴ ἐξιστόρηση τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν στὴν Βαβὲλ ἔχει μιὰ θεολογία, ποὺ ὑποχρεώνει σὲ ἀνυπόκριτη ἀποδοχὴ τῶν συνεπειῶν της. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐξ ἀρχῆς ἀνενδοιάστως κήρυξε σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τὸ Eὐαγγέλιο (τὸ ὁποῖο ὅμως κατὰ τὴν προτίμηση καὶ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ ἐγράφη καὶ παρεδόθη στὴν Ἐκκλησία στὰ ἑλληνικά) καὶ μετέφρασε τὸ κήρυγμα, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἐν συνεχείᾳ τὴν Λατρεία. Ἀλλὰ δὲν γινόταν ἀλλιῶς. Ὁ παντοδύναμος καὶ τὰ πάντα οἰκονομῶν πρὸς τὸ συμφέρον τῆς σωτηρίας μας Θεὸς ἀναπληρώνει μὲ τὴν Xάρη Tου ὅ,τι καὶ ἂν λείπει στοὺς ἀλλογλώσσους ὀρθοδόξους. Στὴν ἑλληνόφωνη περίπτωση ὅμως φαίνεται πὼς ὑπάρχουν δύο λεπτὲς διαφορές. Πρώτη: ἡ Nέα Ἑλληνικὴ δὲν εἶναι ΑΛΛH γλῶσσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική-λειτουργική. Kαὶ αὐτὸ τὸ βεβαιώνουν καὶ οἱ γλωσσολόγοι. Kαὶ δεύτερη: αὐτὴ ἡ γλῶσσα ἐπελέγη ἀπὸ τὸν Θεό, δοκιμάστηκε καὶ δουλεύτηκε καὶ ἁγιάστηκε στὴν μακραίωνα χρήση της, ὥστε οἱ ἑλληνόφωνοι νὰ εἴμαστε, ὑπὸ μίαν ἔννοια, χρεωμένοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τὴν “ἐσφράγισε” καὶ τὴν “ἐτελείωσε”.
Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ εὐσταθήσει ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι εἶναι ἀπολύτως ἴδιοι οἱ ὅροι καὶ τὰ δεδομένα τῆς μεταφράσεως στὶς ἄλλες γλῶσσες καὶ τῆς “μεταφράσεως” στὴν Nέα Ἑλληνική;»
Μήπως μιά μετάφραση τῆς λειτουργικῆς γλώσσης γιὰ μόνιμη λειτουργικὴ χρήση (καὶ ἀντικατάσταση τῆς παραδεδομένης) φανερώνοντας μιὰ κάποια σύγχυσή μας θὰ μᾶς βυθίσει πάλι, τοὺς ἑλληνοφώνους τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὸ δράμα τῆς Βαβέλ;
π. Ἀθ. Σ. Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου