"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

«ΝΑΙ Ἤ ΟΧΙ ΣTΗΝ “ΜΕTΑΦΡΑΣΗ” TΗΣ ΛΕΙTΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ»- Πρωτοπρ. π. ᾿Αθανασίου Λαγουροῦ (βιβλιοκριτική ἀπό τόν Θεολόγο κ. ᾿Ηλία Καρυώτη)

 ῾Ο π. ᾿Αθανάσιος σέ ὁμιλία

(…) Πολύ σημαντικό τὸ πόνημα τοῦ  π. Ἀθανασίου Λαγουροῦ μέ τίτλο «ΝΑΙ Ἤ ΟΧΙ ΣTΗΝ “ΜΕTΑΦΡΑΣΗ” TΗΣ ΛΕΙTΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ». Tό βιβλίο ἀποτελεῖ πολύτιμη προσφορά στούς προβληματισμούς τῶν καιρῶν μας. Εἶναι μία πολύ θετική «συνεισφορά ἁπλῶν σκέψεων» στόν διάλογο πού ἔχει ἤδη ἀρχίσει γιά τή γλώσσα τῶν Λειτουργικῶν μας κειμένων. Ὁ συγγραφέας του, μέ πεντακάθαρη καί ἀφανάτιστη σκέψη, μέ δύναμη ἀποδεικτική καί ἐπιχειρήματα πειστικά, ὁδηγεῖ ἀβίαστα σέ ἀσάλευτα συμπεράσματα. Νά δοξάζουμε τόν Θεό ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, πού μᾶς χαρίζει τό εὐεργέτημα νά διδασκώμεθα ἀπό νεωτέρους! Πολλά ὠφελήθηκα ἀπό τή φρεσκάδα τῆς σκέψεως καί τό βαθύ στοχασμό τοῦ π. Ἀθανασίου. Tό πρόβλημα τῆς κατανόησης τῶν Λειτουργικῶν καί ὑμνογραφικῶν μας κειμένων –ὑπαρκτό κατά τόν συγγραφέα– δέν βρίσκεται, πράγματι, στίς λέξεις, ἀλλά στίς προθέσεις, στίς διαθέσεις καί στή θέληση. Ἀφήνω τά ἄλλα σοφά καί ὑπέροχα πού εὔστοχα ἐπισημαίνονται στή μελέτη τοῦ π. Ἀθανασίου καί μένω σ᾽ αὐτή τή θέση, γιά νά προσθέσω κάτι σχετικό καί ἀπό τή δική μου ἐμπειρία.
Πρό ἐτῶν ἤκουσα συνετό ἀρχιμανδρίτη ἱεροκήρυκα καί τώρα Μητροπολίτη, πού ὑπηρέτησε σέ νησιά ἐξορίστων τή διάρκεια τῆς δικτατορίας νά λέγη: Δικηγόρος πολυμαθής, πολιτικός ἐξόριστος, πού πάντοτε διαμαρτυρόταν γιά τήν ἀκαμψία τῆς  Ἐκκλησίας στή γλώσσα τῶν Λειτουργικῶν Κειμένων, τοῦ πρότεινε νά μεταφράσουν στή νεοελληνική τή Θεία Λειτουργία. Δέχθηκε ὁ ἐχέφρων κληρικός καί πρότεινε, σκοπίμως, μετά τή μετάφραση νά λειτουργήσουν οἱ δυό τους στό ἐκκλησάκι τοῦ στρατοπέδου, λειτουργός ἐκεῖνος καί ψάλτης ὁ νεωτεριστής δικηγόρος. Tό εἶπαν καί τό ἔκαναν. Ἔκαμαν Λειτουργία στά νέα ἑλληνικά. Σέ λίγο, ὁ δικηγόρος ψάλτης διέκοψε λέγοντας:
-Σταμάτα, πάτερ. Αὐτό δέν εἶναι Λειτουργία. Καταστρέψαμε τή φρεσκάδα τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Tά κάναμε θάλασσα. Αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνη!
Κατάλαβε ὁ δικηγόρος στήν πράξη αὐτό πού λέει στή μελέτη του ὁ π. Ἀθανάσιος. «Ἐκεῖνος πού διαμαρτύρεται πώς δέν καταλαβαίνει τί λένε στήν ἐκκλησία, δέν ἔχει ἐλπίδες νά κερδίση καί πολλά πράγματα ἀπό μία ἁπλῆ στεγνή μετάφραση». Ἐπικύρωσε τή χρυσῆ θέση τοῦ π. Ἀθανασίου ὅτι «ἡ Λειτουργία εἶναι θαῦμα ἀκοῆς καί ὄχι θαῦμα ὁμιλίας». Καί ὅτι μέ τή μετάφραση ἐπιτυγχάνεται ἴσως ἡ «κατανόηση», διακυβεύονται ὅμως ὅλα τά ἄλλα πνευματικά ἀγαθά.
Περιστατικό δεύτερο: Ὅταν ὑπηρετοῦσα ἐν ἀποσπάσει στά ἑλληνικά σχολεῖα Βελγίου, βρέθηκα γιά προσωπικούς λόγους στό ἑλληνικό Λύκειο Ντίσελντορφ τῆς Γερμανίας.  Ἐκεῖ συναντήθηκα μέ συνάδελφο φιλόλογο, πού ἀνῆκε πολιτικά στόν ἀριστερό χῶρο, καί ἄρχισε νά καταφέρεται κατά τῆς  Ἐκκλησίας γιά τήν «ἀποστεωμένη» λειτουργική γλώσσα πού ἀπευθύνεται, κατ᾽ αὐτόν, σέ «ὦτα μή ἀκουόντων». Φιλόλογος ἦταν καί μέ βεβαίωνε ὅτι δέν καταλαβαίνει οὔτε τόν ὕμνο «ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ…»  Ἐπιστρέφοντας στίς Βρυξέλλες συναντήθηκα μέ ἀγράμματες Ἑλληνίδες τοῦ Κύκλου μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, πού κάναμε στήν ἐκεῖ ἑλληνική ἐκκλησία. Ἔ, λοιπόν, αὐτές οἱ εὐσεβεῖς μετανάστριες Κυρίες μέ βεβαίωναν ὅτι δέν αἰσθάνονταν καμμιά ἀνάγκη μεταφράσεως τῆς θ. Λειτουργίας. Ἦταν γι᾽ αὐτές ὅλα κατανοητά, ὅλα θεσπέσια, ὅλα οὐράνια. Γιατί αὐτές οἱ ὀλιγογράμματες κυρίες δέν ἦταν, ὅπως θά ἔλεγε ὁ π. Ἀθανάσιος, «περαστικές» ἀπό τήν ἐκκλησία, οὔτε ἦταν μή συνειδητές χριστιανές. Ἦταν ζυμωμένες μέ τό βίωμα τῆς  Ὀρθοδόξου Λατρείας, προσοικειωμένες «τῇ τῶν ρημάτων γνώσει» καί δέν δυσκολεύονταν ἀπό ἐμπόδια γλωσσικά. Δέν ζητοῦσαν μετάφραση! Μετάφραση ζητοῦν ὄχι οἱ ἐν συνειδήσει χριστιανοί, ἀλλά οἱ «περαστικοί», πού, κι ἄν τούς διευκολύνης γλωσσικά, πάλι «περαστικοί» θά μείνουν. Tήν ζητοῦν καί τήν συζητοῦν καί κάποιοι θεολόγοι, κληρικοί ἤ λαϊκοί, πού νομίζουν πώς μποροῦν νά ἐπενδύσουν σέ «περαστικούς».
Κατάπληξη ὅμως μοῦ προκάλεσε καί τό ἀκόλουθο περιστατικό. Συνέβη στό EINDHOVEN τῆς  Ὀλλανδίας. Ἕλληνες μετανάστες γιά χρόνια, ἤξεραν καί καταλάβαιναν τά  Ὀλλανδικά τέλεια.  Ἐφημέριός τους ἦταν εὐλαβής Φλαμανδός  Ὀρθόδοξος ἱερεύς πού λειτουργοῦσε στά  Ὀλλανδικά. Οἱ μετανάστες μας ὅμως ζητοῦσαν ἐπίμονα ἀπό τή Μητρόπολη Βελγίου Ἕλληνα λειτουργό γιά νά ἀκοῦνε τή Λειτουργία στά Ἑλληνικά. Ἤθελαν τή γλώσσα τους. Κάποτε, μέ προτροπή τῆς Μητροπόλεως, βρέθηκα καί ἐγώ μαζί τους. Ἔψαλα καί κήρυξα στά Ἑλληνικά. Tό πανηγύρισαν. Ἡ χαρά τῶν συμπατριωτῶν ἦταν ἀπόλαυση γιά μένα! Μετά τή θεία Λειτουργία συναντηθήκαμε στή δίπλα αἴθουσα τῆς  Ἐνορίας γιά καφέ. Ἔτσι γίνεται στό ἐξωτερικό. Ὅταν ἐξέφρασα τήν ἀπορία μου γιατί ζητοῦν ἑλληνικά, τή στιγμή πού καταλαβαίνουν τά νοήματα στά  Ὀλλανδικά, δέχτηκα ἀπό τούς ὀλιγογράμματους, ἀλλά μή «περαστικούς» συμπατριῶτες βροχή διαμαρτυριῶν. Στά Ἑλληνικά, ἄς εἶναι καί ἀρχαῖα, ζοῦσαν τή Λειτουργία. Στά  Ὀλλανδικά καταλάβαιναν, ἀλλά δέν αἰσθάνονταν τή χάρη πού πηγάζει ἀπό ἁγιασμένες λέξεις καί φράσεις τῶν Λειτουργικῶν μας κειμένων! Αὐτά, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀξιολόγου μελέτης τοῦ π. Ἀθανασίου Σ. Λαγουροῦ.
HΛIAΣ Π. KAPYΩTHΣ, Θεολόγος
 
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ», τ. 47, AΠΡ. – ΙΟΥΝ. 2010,σελ. 27-28
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου