«Ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον» (Ματθ. ιε´ 22-23).
Ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαντᾶ πάντοτε. Συχνὰ σιωπᾶ. Ἡ σιωπή, ὅμως, τοῦ Ἰησοῦ εἶναι πάντοτε πιὸ εὔγλωττη ἀπὸ τὸν λόγο του. Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀπαντᾶ γιὰ πολλοὺς λόγους:
Πρῶτον, ὅταν ὁ ἐρωτῶν δὲν εἶναι ἄξιος ἀπαντήσεως. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης διακόπτει τὴν συζήτηση, ὅταν ὁ διάλογος εἶναι ἄκαρπος.
Δεύτερον, ὁ Χριστὸς σιωπᾶ μπροστὰ στὴν ἁμαρτωλότητα τῶν ἀνθρώπων. Στὸ περιστατικὸ τῆς ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ συλληφθείσης γυναικὸς καὶ ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ἕτοιμοι νὰ τὴν λιθοβολήσουν, Ἐκεῖνος «κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν» (Ἰω. η´ 6). Τί ἔγραφε ὁ Χριστὸς στὸ χῶμα; Τίποτε. Τὸ γράψιμο αὐτὸ τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἁπλῶς ἀποτύπωση τῆς σιωπῆς του. Χαράσσοντας, μὲ τὸ δάκτυλό του τὸ χῶμα, κατανοοῦσε τὴν χοϊκότητα καὶ ἁμαρτωλότητα τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, «ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλᾶσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν» (Ψαλμ. ρβ´ 14). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἁμαρτάνει δὲν γράφει ἱστορία, χαράσσει ἁπλῶς τὴν χοϊκότητα τῆς μεταπτωτικῆς ὕπαρξής του. Οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων εἶναι καταγραφὲς πάνω στὸ χῶμα, «ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει» (Γεν. γ´ 19).
Τρίτον, ὁ Χριστὸς σιωπᾶ, γιὰ νὰ δώσει στὸν συνομιλητή του τὴν δυνατότητα νὰ ἐνισχύσει τὸ αἴτημά του…Ὅταν ἀπευθυνόμαστε στὸν Χριστό, πρέπει νὰ εἴμαστε βέβαιοι γι᾽ αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε. Ἡ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς ἀναγκάζει. Νὰ διατυπώνουμε καλύτερα καὶ ἐντονώτερα τὸ αἴτημά μας, νὰ μὴ ταλαντευόμαστε, νὰ μὴ ἀμφιβάλλουμε.
Τέταρτον, ὁ Χριστὸς σιωπᾶ, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ ἐπιμένουμε στὸ αἴτημά μας. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιδιώκει ὁ Χριστὸς εἶναι κυρίως νὰ σταθεροποιήσει τὴν σχέση μας μαζί του. Ὁ Χριστὸς δὲν σηκώνει τὸ τηλέφωνό του, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ τὸν καλοῦμε μὲ συνεχεῖς κλήσεις. Ἡ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ σταθεροποιεῖ τὴν σχέση μας μαζί του, ἐνισχύει τὴν πίστη μας, αὐξάνει τὸν πόθο μας καὶ τὴν ἀγάπη μας γι᾽ Αὐτόν. Στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, ἡ Νύμφη δὲν ἡσυχάζει, μέχρις ὅτου συναντήσει τὸν ἀγαπημένο της. Ἐκεῖνος κρύβεται στὶς φυλλωσιὲς τοῦ κήπου καὶ ἐκείνη τὸν ψάχνει: «Ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. Ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν. Ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου. Ἀναστήσομαι δὴ καὶ κυκλώσω ἐν τῇ πόλει, ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς πλατείαις καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου…μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου ἴδετε;» (γ´ 1-3). [Μητροπολ. Ἀχελώου Εὐθυμίου (Στύλιου), 100 Διάλογοι μὲ τὸν Ἰησοῦ, Ἀθῆναι, 2006.]
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου