"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Γέροντος Παϊσίου τοῦ ῾Αγιορείτου: 1)«Νά ἀφεθοῦμε στήν Θεία πρόνοια» 2) «Ό Θεός ἀξιοποιεῖ τά πάντα γιά τό καλό»


Λόγοι Β΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
 Ή πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο
«Νά αφεθούμε στην Θεία πρόνοια»

Όποιος παρακολουθεί τις ευεργεσίες τοΰ Θεού, μαθαίνει νά εξαρτά τον εαυτό του άπό την θεία πρόνοια. Νιώθει μετά σάν το μωρό στην κούνια πού, αν το άφήση γιά λίγο ή μητέρα του, αρχίζει νά κλαίη, μέχρι νά τρέξη πάλι κοντά του.
Αν άφεθή κανείς στον Θεό, είναι μεγάλη υπόθεση. Όταν πρωτοπήγα στην Ιερά Μονή Στομίου, δεν είχα πού νά μείνω. Όλο το μοναστήρι ήταν γεμάτο μπάζα.
Βρήκα μιά γωνιά κοντά στην μάνδρα, έβαλα κάτι άπό πάνω, γιά νά τήν σκεπάσω λίγο, και έκεϊ περνούσα τά βράδυα καθιστός, γιατί δεν χωρούσα νά ξαπλώσω.
Μιά μέρα ήρθε ένας γνωστός μου ιερομόναχος καί μού λέει: «Καλά, πώς μένεις εδώ;». «Γιατί, του λέω, οι κοσμικοί είχαν περισσότερα άπό μας; Όταν είπαν στον Κανάρη, τότε πού ζήτησε δάνειο, "δεν έχεις Πατρίδα", εκείνος είπε: "Θά αποκτήσουμε Πατρίδα".
Αν κοσμικός άνθρωπος είχε τέτοια πίστη, εμείς νά μήν έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό; Αφού ή Παναγία οικονόμησε νά βρεθώ εδώ, δέν θά φροντίση γιά το μοναστήρι της, όταν ερθη ή ώρα;». Καί πράγματι, πώς τά οικονόμησε σιγά-σιγά όλα ή Παναγία!
Θυμάμαι, όταν ερριχναν οί μάστορες το μπετόν, γιά νά φτιάξουν τήν πλάκα στά κελλιά πού είχαν καή, δέν έφθασαν τά τσιμέντα. Υπολειπόταν το ένα τρίτο, γιά νά τελείωση ή πλάκα. Έρχονται οί μάστορες καί μού λένε: «Τά τσιμέντα τελειώνουν.
Νά αραιώσουμε τό μπετόν, γιά νά φθάση γιά όλη τήν πλάκα». «Όχι, τους λέω, συνεχίστε κανονικά». Νά φέρουμε άλλα δεν γινόταν, γιατί τά ζώα ήταν στον κάμπο. Έπρεπε νά πάνε οι μάστορες δυο ώρες ώς την Κόνιτσα και δυο ώρες ώς τον κάμπο, στά χωράφια, γιά νά βρουν ζώα.
Πότε νά πάνε, πότε νά γυρίσουν. Ύστερα, οι άνθρωποι είχαν τις δουλειές τους· δεν μπορούσαν νά
έρθουν άλλη μέρα. Βλέπω, είχαν ρίξει τά δύο τρίτα της πλάκας. Μπήκα στο εκκλησάκι και λέω: «Τί θα γίνη τώρα, Παναγία μου; Σέ παρακαλώ, βοήθησε μας». Μετά βγήκα έξω...
- Καί τί έγινε, Γέροντα;
- Καί ή πλάκα τελείωσε καί τά τσιμέντα περίσσεψαν!
- Οι μάστορες το κατάλαβαν;
- Πώς δέν τό κατάλαβαν. Είναι μερικές φορές πολύ μεγάλη ή βοήθεια του Θεού καί της Παναγίας!

«Ό Θεός αξιοποιεί τά πάντα γιά τό καλό»

- Γέροντα, μερικές φορές ξεκινάμε νά κάνουμε μιά δουλειά καί παρουσιάζονται ένα σωρό εμπόδια. Πώς θά καταλάβουμε αν τά εμπόδια είναι άπό τον Θεό;
- Νά εξετάσουμε αν φταίμε εμείς. Αν δέν φταίμε, τό εμπόδιο θά είναι άπό τον Θεό γιά τό καλό μας. Γι' αυτό δέν πρέπει κανείς νά στενοχωριέται, αν δέν έγινε ή δουλειά ή αν καθυστέρησε νά τελείωση.
Μιά φορά κατέβαινα βιαστικός άπό τήν Ιερά Μονή Στομίου, νά πάω στην Κόνιτσα γιά μιά επείγουσα δουλειά. Σέ ένα δύσκολο σημείο του δρόμου - Γολγοθά τό έλεγα - συνάντησα έναν γνωστό του μοναστηριού, τον μπαρμπα-Άναστάση, μέ τρία ζώα φορτωμένα.
Άπό τήν πολλή ανηφόρα είχαν άναποδογυρισθή τά σαμάρια τους καί ένα ζώο ήταν κοντά στον γκρεμό καί κόντευε νά πέση κάτω. «Ό Θεός σ' έστειλε, Πάτερ», μου είπε ό μπαρμπα-Άναστάσης.
Τον βοήθησα νά τά ξεφορτώσουμε καί να τά ξαναφορτώσουμε, τά βάλαμε και στον δρόμο και τον άφησα. Όταν προχώρησα αρκετά, έφθασα σε ένα σημείο όπου μόλις πριν λίγο είχε γίνει κατολίσθηση σε μήκος τριακόσια μέτρα και είχε φαγωθη το μονοπάτι.
Δένδρα καί πέτρες είχαν κατεβή στό ποτάμι. Αν δεν καθυστερούσα, θα βρισκόμουν εκεί την ώρα ακριβώς που έγινε ή κατολίσθηση. «Μπαρμπα-Άναστάση, είπα, μ' έσωσες. Ό Θεός σ' έστειλε». Ό Χριστός από ψηλά βλέπει τον καθένα μας πώς ενεργεί καί ξέρει πώς και πότε θά ένεργήση γιά το καλό μας.
Ξέρει πώς καί που θά μας οδήγηση, αρκεί εμείς να ζητούμε βοήθεια, νά του λέμε τις επιθυμίες μας καί νά αφήνουμε Εκείνον όλα νά τά κανονίζη. Έγώ, όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Φιλόθεου, ήθελα νά πάω στην έρημο· σκεφτόμουν νά φύγω σέ ένα ερημονήσι.
Είχα συμφωνήσει μάλιστα με έναν βαρκάρη νά ερθη νά με πάη, άλλα τελικά δεν ήρθε. Ήταν οικονομία Θεοΰ, γιατί ήμουν ακόμη άπειρος καί θά πάθαινα μεγάλη ζημιά στό ερημονήσι· θά με αφάνιζαν οί δαίμονες.
Άφοϋ δεν μπόρεσα νά πάω εκεί, στράφηκα προς τά Κατουνάκια. Αγάπησα τήν έρημο τών Κατουνακίων καί προσευχόμουν καί ετοιμαζόμουν νά πάω εκεί. Ήθελα νά άσκητέψω κοντά στον Γερο-Πέτρο[1], έναν πολύ πνευματικό Πατέρα.
Μου συνέβη όμως ένα γεγονός πού με ανάγκασε νά πάω στην Κόνιτσα καί όχι στά Κατουνάκια. Ένα βράδυ μετά το Απόδειπνο είχα άποσυρθή στό κελλί μου καί προσευχόμουν ως αργά. Κατά τις ένδεκα τήν νύχτα ξάπλωσα νά ησυχάσω λίγο.
Μιάμιση ή ώρα ξύπνησα με το σήμαντρο της μονής πού μας καλούσε στον Ναό. 'Έκανα νά σηκωθώ, αλλά ήταν αδύνατο. Μιά αόρατη δύναμη μέ κρατούσε ακίνητο. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Έμεινα καθηλωμένος στο κρεββάτι μέχρι τις δώδεκα τό μεσημέρι.
Μπορούσα να προσεύχωμαι, νά σκέφτωμαι, άλλα δεν μπορούσα νά κινηθώ καθόλου. Ένώ βρισκόμουν σ' αυτήν τήν κατάσταση, είδα σάν σέ τηλεόραση άπό τήν μιά μεριά τά Κατουνάκια και άπό τήν άλλη τήν Μονή Στομίου στην Κόνιτσα.
Έγώ με λαχτάρα γύρισα τά μάτια μου προς τά Κατουνάκια. Μιά φωνή τότε - ήταν της Παναγίας - μου είπε καθαρά: «Δεν θά πάς στά Κατουνάκια· θά πάς στην Μονή Στομίου». «Παναγία μου, έγώ έρημο Σου ζητούσα και Έσύ με στέλνεις στον κόσμο;», είπα.
Ακουσα ξανά τήν ϊδια φωνή νά μοΰ λέη αυστηρά: «Θά πάς νά συνάντησης τό τάδε πρόσωπο, τό όποιο θά σέ βοηθήση πολύ». Αμέσως λύθηκα άπό εκείνο τό αόρατο δέσιμο και πλημμύρισε ή καρδιά μου άπό τήν θεία Χάρη.
Μετά πήγα και τό είπα στον Πνευματικό. «Αυτό είναι τό θέλημα τοϋ Θεού, μού είπε ό Πνευματικός. Μήν κάνης όμως λόγο γιά τό γεγονός. Πές πώςγιά λόγους υγείας -έβγαζα αίμα εκείνη τήν εποχή - θά χρειασθή νά βγής άπό τό Όρος και πήγαινε».
Άλλο ήθελα έγώ, άλλα ό Θεός είχε τό σχέδιο Του. Σκέφθηκα ότι ήταν θέλημα Θεού νά ανακαινίσω αυτό τό μοναστήρι, και έτσι θά εκπληρωνόταν και ένα τάμα πού είχα κάνει στην Παναγία, όταν υπηρετούσα στον στρατό, τότε μέ τον πόλεμο.
«Παναγία μου, είχα πει τότε, βοήθησε με νά γίνω καλόγερος και θά δουλέψω τρία χρόνια νά Σου φτιάξω πάλι τό καμένο Σου μοναστήρι». Όπως αποδείχθηκε όμως έκ των υστέρων, ό κύριος λόγος πού ή Παναγία μέ έστειλε έκει ήταν, γιά νά βοηθηθούν οι ογδόντα οικογένειες πού είχαν γίνει προ- τεσταντικές νά επιστρέψουν στην Όρθοδοξία.
Ό Θεός συχνά επιτρέπει νά γίνη αυτό πού είναι γιά τό συμφέρον τών πολλών. Δέν κάνει ποτέ ένα καλό μόνο του, άλλα τρία-τέσσερα καλά μαζί.
Ούτε ποτέ επιτρέπει νά γίνη ένα κακό, έάν δέν βγουν άπό αυτό πολλά καλά. Όλα τά αξιοποιεί γιά όφελος μας, και τά στραβά και τά επικίνδυνα.
Τό καλό μέ τό κακό είναι ανακατεμένα· καλά θα ήταν νά είναι χωρισμένα, άλλα μπαίνουν τά προσωπικά συμφέροντα και ανακατεύονται.
Ό Θεός όμως και αυτό τό μπερδεμένο τό αξιοποιεί. Γι' αυτό πρέπει νά πιστεύουμε ότι ό Θεός επιτρέπει νά γίνεται μόνον ο,τι μπορεί νά βγή σε καλό, γιατί αγαπά τό πλάσμα Του. Μπορεί λ.χ. νά έπιτρέψη έναν μικρό πειρασμό, γιά νά μας προστατέψη άπό έναν μεγαλύτερο.
Μιά φορά στο Αγιον Όρος ένας λαϊκός πήγε σε κάποιο πανηγύρι σε ένα μοναστήρι. "Ήπιε λίγο και μέθυσε. Όταν έφυγε άπό τό μοναστήρι, έπεσε κάτω, και καθώς χιόνιζε, τον σκέπασε τό χιόνι. Άπό την σπιρτάδα πού είχε ή αναπνοή του άνοιξε μιά τρύπα στό χιόνι.
Κάποια στιγμή περνούσε ένας άπό εκεί καί είδε την τρύπα. «Τί είναι 'δώ, πηγή;», αναρωτήθηκε. Χτυπάει μέ τό μπαστούνι, «ώχ!» φώναξε ό μεθυσμένος, καί έτσι οικονόμησε ό Θεός νά σωθή.

1. Βλ. Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Άγιορεΐται Πατέρες και Αγιορείτικα, σ. 64-73.

Απόσπασμα από τις σελίδες  253 -257 του βιβλίου:

            ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
                              ΛΟΓΟΙ  Β΄      
                ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
                  ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
       «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
                ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ   


Πηγή: http://anavaseis.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου