Σχόλιο ᾿Οδυσσέως: ῞Οποιος εἶχε τήν εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά γνωρίσει τόν μακαριστό Γέροντα ᾿Ιάκωβο Τσαλίκη, δέν μπορεῖ νά τόν ξεχάσει. ῏Ηταν πραγματικά ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος. Πατοῦσε στή γῆ, ἀλλά ταυτόχρονα βρισκόταν στόν οὐρανό, ἐπικοινωνοῦσε μέ τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καί μέ τούς ἁγίους. ῾Η προσευχή του εἶχε μεγάλη παρρησία ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Καί σήμερα, πιστεύουμε ἀκράδαντα, ἄν τό ἐπικαλούμαστε μέ πίστη καί θέρμη καρδίας, θά ἀνταποκριθεῖ στά δίκαια αἰτήματά μας. ῾Η πατρίδα μας τόν ἔχει τόσο ἀνάγκη. ῞Αγιε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν....
Ὁ ἠγούµενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ὁσιακὴ καὶ µαρτυρική του ζωὴ πολλὰ χαρίσµατα. Ὁλόκληρος ὁ βίος του ἦταν µιὰ συνεχὴς µυσταγωγία, µὲ ἀποκορύφωµα τὴν θεία λειτουργία. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ὅπως ὁ ἴδιος διηγόταν «ἄγγελοι γέµιζαν τὸν ἱερὸ χῶρο», δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, λειτουργοῦσαν µαζί του ! Ἔβλεπε τὰ νεανικά τους πρόσωπα, ἔνιωθε τὰ φτερὰ τους ν᾽ ἀγγίζουν ἐπάνω του. «Ἄχ, πάτερ µου, ἔλεγε σὲ κάποιον ὑποτακτικό του, ἂν βλέπατε τί γίνεται τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ, ὅταν ὁ ἱερέας διαβάζει τὴν εὐχή, θὰ φεύγατε ὅλοι. Ἄγγελοι ἀνεβαίνουν καὶ κατεβαίνουν καὶ συχνὰ αἰσθάνοµαι τὶς φτεροῦγες τους νὰ χτυπᾶνε στοὺς ὤµους µου! Πολλὲς φορὲς ἐπίσης εἶδε Ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους στὴν ἁγία Τράπεζα, νὰ κρατᾶνε τὸ σῶµα τοῦ Κυρίου».
Τὸ 1961 ὁ π. Ἰάκωβος, µαζὶ µὲ τὸν τότε ἠγούµενο Νικόδηµο, ἀποφάσισαν νὰ χτίσουν ἕνα ἐκκλησάκι πρὸς τιμὴν τῶν ἀρχαγγέλωv Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Ὁ ἡγούμενος διάλεξε τὸν τόπο καὶ ὁριοθέτησε τὴν περιοχή.
Τὴν ἴδια νύχτα ἐμφανίζεται στὸν π. Ἰάκωβο ἕνας ψηλὸς ἀξιωματικὸς μὲ χρυσὸ σπαθί, ξανθὸς καὶ ὡραῖος, καὶ τοῦ λέει:
- Εἶμαι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ χτιστεῖ ὁ ναός μου ἐκεῖ ποὺ σημαδέψατε, ἀλλὰ ἐδῶ ποὺ θὰ σᾶς δείξω.
Κι ἀμέσως ἔσκυψε καὶ μετέφερε τὰ πασσαλάκια τοῦ ἡγουμένου σ᾽ ἄλλη περιοχή, ὅπου τὰ βρῆκε τὸ πρωὶ ὁ π. Ἰάκωβος.
Τὸ παρεκκλήσι θὰ χτιζότανμε λάσπη καὶ ἄχυρα, γιατί δὲν ὑπῆρχαν ἄλλα ὑλικά. Τὴν ἄλλη νύχτα ἐμφανίζονται δύο ἀξιωματικοὶ μὲ χρυσὰ σπαθιὰ στὸν π. Ἰάκωβο καὶ τοῦ λένε:
- Εἴμαστε οἱ ἀρχάγγελoι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Νὰ πεῖς στὸν γέροντά σου, ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ χτιστεῖ τὸ σπίτι μας μὲ λάσπη καὶ ἄχυρα, ἀλλὰ μὲ ἄμμο, ἀσβέστη καὶ ξύλα. Στὴν σκεπὴ νὰ βάλετε κεραμίδια.
- Αὐτὰ τὰ ὑλικά, δικαιολογήθηκε ὁ π. Ἰάκωβος, δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ ψηλὰ στὸ βουνό. Δρόμος καλὸς γιὰ νὰ μεταφερθοῦν δὲν ὑπάρχει καὶ ἡ φτώχεια εἶναι μεγάλη.
– Μὴ στενοχωριέσαι, ἐπέμειναν οἱ ἀρχάγγελοι.
Θὰ φροντίσουμε γιὰ ὅλα ἐμεῖς. Τὴ νύχτα θὰ βρέξει καὶ τὸ ρέμα θὰ κατεβάσει πολλὴ ἄμμο. Τὰ ὑπόλοιπα ὑλικὰ θὰ τὰ δωρίσουν εὐσεβεῖς χριστιανοί.
Πραγματικά, ἔγιναν ὅλα ὅπως τὰ εἶχαν πεῖ οἱ ἀρχάγγελοι.
Τὴν ἴδια νύχτα ἐμφανίζεται στὸν π. Ἰάκωβο ἕνας ψηλὸς ἀξιωματικὸς μὲ χρυσὸ σπαθί, ξανθὸς καὶ ὡραῖος, καὶ τοῦ λέει:
- Εἶμαι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ χτιστεῖ ὁ ναός μου ἐκεῖ ποὺ σημαδέψατε, ἀλλὰ ἐδῶ ποὺ θὰ σᾶς δείξω.
Κι ἀμέσως ἔσκυψε καὶ μετέφερε τὰ πασσαλάκια τοῦ ἡγουμένου σ᾽ ἄλλη περιοχή, ὅπου τὰ βρῆκε τὸ πρωὶ ὁ π. Ἰάκωβος.
Τὸ παρεκκλήσι θὰ χτιζότανμε λάσπη καὶ ἄχυρα, γιατί δὲν ὑπῆρχαν ἄλλα ὑλικά. Τὴν ἄλλη νύχτα ἐμφανίζονται δύο ἀξιωματικοὶ μὲ χρυσὰ σπαθιὰ στὸν π. Ἰάκωβο καὶ τοῦ λένε:
- Εἴμαστε οἱ ἀρχάγγελoι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Νὰ πεῖς στὸν γέροντά σου, ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ χτιστεῖ τὸ σπίτι μας μὲ λάσπη καὶ ἄχυρα, ἀλλὰ μὲ ἄμμο, ἀσβέστη καὶ ξύλα. Στὴν σκεπὴ νὰ βάλετε κεραμίδια.
- Αὐτὰ τὰ ὑλικά, δικαιολογήθηκε ὁ π. Ἰάκωβος, δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ ψηλὰ στὸ βουνό. Δρόμος καλὸς γιὰ νὰ μεταφερθοῦν δὲν ὑπάρχει καὶ ἡ φτώχεια εἶναι μεγάλη.
– Μὴ στενοχωριέσαι, ἐπέμειναν οἱ ἀρχάγγελοι.
Θὰ φροντίσουμε γιὰ ὅλα ἐμεῖς. Τὴ νύχτα θὰ βρέξει καὶ τὸ ρέμα θὰ κατεβάσει πολλὴ ἄμμο. Τὰ ὑπόλοιπα ὑλικὰ θὰ τὰ δωρίσουν εὐσεβεῖς χριστιανοί.
Πραγματικά, ἔγιναν ὅλα ὅπως τὰ εἶχαν πεῖ οἱ ἀρχάγγελοι.
ΠΗΓΗ: Στυλ. Παπαδοπούλου, Ὁ μακαριστὸς π. Ἰάκωβος Τσαλίκης, ἔκδ. Πατέρων Ἱ. Μονῆς Ὁσ. Δαβίδ, Ἀθῆναι 1992.
Στοιχειοθεσία: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»
Στοιχειοθεσία: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου