"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

῾Η ἰδεολογία τῆς διευκόλυνσης τῶν νέων-Παπαδιαμάντης γυμνός:Γώργης Γιατρομανωλάκης

᾿Οδυσσεύς τοῦ klision: Στήν παγίδα τῆς διευκόλυνσης τῶν νέων πέφτουν καί ὁρισμένοι δικοί μας ἐκκλησιαστικοί. ῞Ενας καθηγητής τῆς Φιλοσοφικῆς καί ἀσχολούμενος μέ τά λογοτεχνικά θέματα δίνει σέ ὅλους αὐτούς μιάν ἀπάντηση, τῶν ἀναλογιῶν τηρουμένων φυσικά.



Παπαδιαμάντης γυμνός

Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης απαντά στην πρόταση του Μένη Κουμανταρέα για τη μετάφραση του έργου του σκιαθίτη συγγραφέα. Και υποστηρίζει ότι ο «γυμνός και τετραχηλισμένος» Παπαδιαμάντης θα λάμπει αμετάφραστος

ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ

«Ο Μένης Κουμανταρέας δεν μεταφράζει τον Παπαδιαμάντη. Δεν μπορεί να τον μεταφράσει. Ο Μ.Κ. κάνει κάτι πρωτοφανές για τα γράμματά μας: τολμά να διορθώσει, να μαντάρει δηλαδή και να μπαλώσει γλωσσικά και υφολογικά τον Παπαδιαμάντη, τολμά ανεπιγνώστως να βάλει χέρι σε ένα τόσο παρθενικά και αθώα (μαστορικά ωστόσο) αρθρωμένο κείμενο και το βιάζει»

«εκείνος που θα εξακολουθεί να λάμπει, γεμάτος φως, στην πεζογραφία μας θα είναι, για πολλά χρόνια ακόμη, ο «γυμνός και τετραχηλισμένος» Παπαδιαμάντης. Ως έχει, φυσικά».

Στα «Βιβλία» της 27ης Ιουλίου 1997 ο πεζογράφος Μένης Κουμανταρέας (Μ.Κ.) υπακούοντας, όπως γράφει, σε μια παλιότερη επιθυμία του να μεταφράσει «στα δικά μας σύγχρονα ελληνικά» τον Παπαδιαμάντη (Π.), προς χάριν των φιλομαθών νέων, μας προσφέρει, ως δείγμα της μεταφραστικής του προσπάθειας, το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια». Ο Μ.Κ. ομολογεί ότι ως νεαρός διάβαζε τον Π. και είχε κάποιες δυσκολίες γλωσσικές, όμως, τελικά, η μουσική της γλώσσας τον αποκοίμιζε και μπορούσε να κάνει και χωρίς τις άγνωστες λέξεις. Σήμερα όμως, καθώς προφανώς τα πράγματα έχουν αλλάξει και οι νέοι μας έχουν γίνει κομμάτι αδιάφοροι και ίσως απέκτησαν λειψό μυαλό, εμείς, και μάλιστα εμείς οι πεζογράφοι, οφείλουμε να τους βοηθήσουμε να απολαύσουν τον Π. μεταφράζοντάς τον. «Επιστρέφω σε αυτό το ίδιο κείμενο» γράφει ο Μ.Κ. «με τη φροντίδα να το γυρίσω μέσα έξω, όπως ένα παλιό αρχοντικό ρούχο που τρίφτηκε μα που αντέχει πάντα να φορεθεί. Οι δυσκολίες εδώ, οφείλω να ομολογήσω, δεν είναι τόσο μεγάλες όσο σε άλλα κείμενα. Και αυτό από μια άποψη με κάνει να λυπάμαι (sic). Οπως και να 'χει, για μένα παραμένει μια πρόκληση και μια απάντηση στους καθαρολόγους και γλωσσαμύντορες, σε όλους όσοι μένουν προσκολλημένοι στους τύπους και στο παρελθόν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν παρόμοια κρούσματα (sic). Στον Π., στον Βιζυηνό αλλά και για άλλους λόγους στον Καζαντζάκη και όλους όσους σκεπάζει η ομίχλη της γλώσσας» (η υπογράμμιση δική μου).

Δεν θα σχολιάσουμε τη συλλογιστική τού Μ.Κ., αφού άλλωστε λέει τα πράγματα τόσο καθαρά. Να σημειώσουμε πάντως ότι ο Μ.Κ. «λυπήθηκε» που, μεταφράζοντας τον Π., βρήκε πως η δουλειά ήταν πιο εύκολη από όσο περίμενε. Ο Παπαδιαμάντης δηλαδή δεν του έφερε καμία αντίσταση.

Κατά καιρούς, ιδίως τα τελευταία χρόνια, πολλοί οψιμαθείς, επαγγελλόμενοι τους διδασκάλους του Γένους, επιμένουν ότι προκειμένου να μπορέσουν να μάθουν γράμματα οι νέοι μας πρέπει να κάνουμε τα πράγματα πιο εύκολα, πιο απλά, πιο καλομασημένα. Και όντως έχουν κάνει πολλά, ώστε να εφαρμοσθεί με ποικίλους τρόπους αυτή η δημοκρατική, δήθεν, ιδεολογία της διευκόλυνσης. Μέρος αυτής της «λαϊκής» εκστρατείας αποτελεί και η προσπάθεια κάποιων να μεταγλωττισθεί ο Π., ο Βιζυηνός, ο Κάλβος και φυσικά ο ακατανόητος Καβάφης. Σύμφωνα μάλιστα με αυτό το πνεύμα καθηγητές Φιλοσοφικών Σχολών ζητούν από τους φοιτητές τους, στις εξετάσεις, να «μεταφράσουν» (σε ποια άραγε γλώσσα;) στίχους από τον Ερωτόκριτο. Ολοι αυτοί οι ριζοσπάστες, όπως προκύπτει από το κείμενο του Μ.Κ., αντιπροσωπεύουν το προοδευτικό, το φωτεινό κλπ. Οι άλλοι, οι καθαρολόγοι και οι γλωσσαμύντορες, όσοι δηλαδή δεν θεωρούν αυτές τις μεταφράσεις απαραίτητες, είναι καταδικασμένοι να σαπίσουν στο σκότος, σκεπασμένοι και οι ίδιοι με την παχιά ομίχλη των παλιών ελληνικών. Το χειρότερο, αυτοί δεν αγαπούν τους νέους!

Δεν γνωρίζω σε ποιους νέους αναφέρεται ο Μ.Κ., και όσοι άλλοι αναλαμβάνουν κατά καιρούς, γεμάτοι έρωτα γι' αυτούς, να τους ποδηγετήσουν. Δεν γνωρίζω λ.χ. σε ποια σχολεία έχει διδάξει ο Μ.Κ., σε ποια λαϊκά μαγαζιά πήγε να διαβάσει Παπαδιαμάντη σε παιδιά εργατικά, κι εκείνα δεν κατάλαβαν γρυ. Γιατί οι σημερινοί νέοι, δηλαδή τα παιδιά του ελληνικού λαού που κατά χιλιάδες τελειώνουν το Γυμνάσιο και το Λύκειο (ελάχιστοι είναι όσοι μένουν έξω από τα σχολεία αυτά) παρά τα πολλά προβλήματά τους, δεν νομίζω ότι αδυνατούν να κατανοήσουν ένα κείμενο τόσο απλό γλωσσικά όπως «Ο έρωτας στα χιόνια». Μπορεί να χάσουν μία ή δύο λέξεις, όχι περισσότερες, αλλά το όλο κείμενο θα το απολαύσουν ως έχει. Πιστεύω δηλαδή ότι, αν κάποιοι νέοι, τους οποίους έχει κατά νουν ο Μ.Κ. και θέλει να βοηθήσει, δεν καταλαβαίνουν το διήγημα του Π., τότε πρέπει να μιλάμε για παθολογικώς καθυστερημένα άτομα, που δεν παίρνουν γιατρειά.

Να δούμε όμως τι βοήθεια πράγματι προσφέρει ο Μ.Κ. στους νέους «μεταφράζοντας» τον Π. και τι φως ρίχνει πάνω σε αυτό το ομιχλώδες κείμενο. Δεν θα κάνω λόγο για τη μουσική της γλώσσας, τον πολυεπίπεδο λόγο του Σκιαθίτη, τη σχέση ήχων και νοημάτων κ.ά. Θα μείνουμε στην εικόνα όπου ένας καλός ράφτης παίρνει το παλιό, τριμμένο, αρχοντικό ρούχο, το γυρνά ανάποδα και το καρικώνει με φροντίδα, όπου χρειάζεται, για να ξαναφορεθεί. Λίγα μόνο παραδείγματα. Η «πατατούκα» του μπαρμπα-Γιαννιού γίνεται «ναυτικός επενδύτης, πανωφόρι» και αλλού «πανωφοράκι»(!), η φράση «Σεβντάς είν' αυτός, δεν είναι τσορβάς» γίνεται «καημός είν' αυτός, δεν είναι χυλός»(!), τα «άσπρα» αλλάζουν σε «λεφτουδάκια», τα «μερδικά» γίνονται «μιστά»(!), η δύσκολη φράση «είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια» εξηγείται ως «είχε κρεμάσει ρολόγια με χρυσές καδένες», «εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του» = «ποτίζοντας με τον πόνο του καθετί που τραγουδούσε» (sic), «παραπονούμενος ευθύμως» = «παραπονιόταν εύθυμα», «είχε μάτια μεγάλα» = «είχε κάτι ματάρες». Τα ομιχλώδη «κοσσυβάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα» παίρνουν φως και γίνονται «κελαϊδιστά κοτσυφάκια με μαυριδερό χνούδι», η «γλώσσα» του Ησύχιου τετραχηλισμένα = πεφανερωμένα, στις φράσεις «όλα γυμνά και τετραχηλισμένα» και «γυμνός και τετραχηλισμένος» γίνεται «ξετραχηλισμένα» και «ξετραχηλισμένος», προφανώς διότι ο μη καθαρολόγος «μεταφραστής» πιστεύει ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο «τραχηλίχω» και στο «εκτραχηλίζω» ή «ξετραχηλίχω». Το δύσκολο να κατανοηθεί ρήμα «αγνίζω» γίνεται «καθαγιάζω» και οι ξεφτισμένες φράσεις «εις το πνεύμα το υποβρύχιον» και «εύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα» καρικώνονται και γίνονται «στο βυθισμένο μυαλό του» και «ένιωθε μια (sic) θέρμη φρικιαστική πάνω στο χιόνι».

Αν αυτά (και όχι μόνο αυτά) αποτελούν για τον πεζογράφο και μεταφραστή Μ.Κ. μετάφραση, τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Ο Μένης Κουμανταρέας δεν μεταφράζει τον Παπαδιαμάντη. Δεν μπορεί να τον μεταφράσει. Ο Μ.Κ. κάνει κάτι πρωτοφανές για τα γράμματά μας: τολμά να διορθώσει, να μαντάρει δηλαδή και να μπαλώσει γλωσσικά και υφολογικά τον Παπαδιαμάντη, τολμά ανεπιγνώστως να βάλει χέρι σε ένα τόσο παρθενικά και αθώα (μαστορικά ωστόσο) αρθρωμένο κείμενο και το βιάζει. Διατείνεται ότι διώχνει την ομίχλη πάνω από τη γλώσσα του Π. και δημιουργεί ρύπο, λεκτικό και λογοτεχνικό. Τολμά να αρνηθεί τη γλωσσική και υφολογική ιδιαιτερότητα του Π., πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει πως όποιο κείμενο δεν πληροί τα δικά του λεκτικά και αισθητικά γούστα πρέπει να «γυρίσει ανάποδα», να μανταριστεί και να καρικωθεί. Αλλά αυτό θα μπορούσε να το πει κάποιος και για τα δικά του κείμενα. Και το ερώτημα μένει: Γιατί άραγε ο καλλιεργημένος και ευαίσθητος Μ.Κ. διέπραξε αυτό το μείζον σφάλμα; Σε τι μπορεί το κειμενάκι αυτό να βοηθήσει τους νέους να καταλάβουν τον Π.; Ποιο το τελικό κέρδος αυτής της ακατανόητης ενέργειας που, πιστεύω, εκθέτει στα γράμματά μας τον πεζογράφο Μένη Κουμανταρέα; Δεν γνωρίζω. Γνωρίζω όμως, και δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, προοδευτικοί και μη, φιλοπρόοδοι και όχι, ότι εκείνος που θα εξακολουθεί να λάμπει, γεμάτος φως, στην πεζογραφία μας θα είναι, για πολλά χρόνια ακόμη, ο «γυμνός και τετραχηλισμένος» Παπαδιαμάντης. Ως έχει, φυσικά.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το ΒΗΜΑ, 10/08/1997 , Σελ.: S12
Κωδικός άρθρου: B12441S121
ID: 27573


Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από "ΤΟ ΒΗΜΑ", στη διεύθυνση http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12441&m=S12&aa=

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου