A.Φωνολογικά χαρακτηριστικά
1) Διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων (εκτός από το -ρρ-), αλλά και υστερογενής διπλασιασμός απλών συμφώνων, συνήθως σε ενδοφωνηεντική θέση και στο ληκτικό τέρμα -ννω των ρημάτων (λ.χ. άλ-λος, άμ-μος, βράσ-σω, αλ-λάσ-σω – σήμ-μερα, ποτ-τέ, πίν-νω, γκρεμ-μός) ή μεταξύ λέξεων (λ.χ. απ-πέξω, ταμ μάδκια «τα μάτια»).
Σημείωση: Η ανάπτυξη υστερογενών διπλών φαίνεται ότι έχει την αφετηρία της στην ελληνιστική εποχή, όταν ακόμη διετηρείτο η προφορά των διπλών συμφώνων στον ελληνόφωνο κόσμο (άποψη Seiler και Καραναστάση).
2) Διατήρηση του τελικού -ν των ονομάτων (κυρίως) και των ρημάτων τής μεσαιωνικής Ελληνικής (λ.χ. χαρτίν, τραπέζιν, βουνόν, αιτιατική θάλασ-σαν, ταμίαν, τέθκοιαν ημέραν, ρήματα (α)δονούσεν, τραυούμεν, έλαμνεν, εν νοδκιά «είναι ομίχλη [νοτιά]»), αλλά και ανάπτυξή του σε άλλες θέσεις, χωρίς ιστορική βάση (λ.χ. πρόγραμ-μαν, γ΄ πρόσ. εξέβην).
3) Αφομοίωση του ερρίνου με τους άηχους κλειστούς φθόγγους, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό νέων διπλών συμφώνων (λ.χ. αθ-θός < ανθός, νύφ-φη < νύμφη, συχ-χωρώ < συγχωρώ, ακάθ-θα < ακάνθα). Το φαινόμενο λειτουργεί επίσης μεταξύ λέξεων (λ.χ. εδ δακ-κάν-νει «δεν δαγκώνει», εθ θέλω «δεν θέλω»). 4) Σίγηση των ενδοφωνηεντικών β, γ, δ (ηχηρών διαρκών) και κατόπιν συχνή συγχώνευση των φωνηέντων ή έκκρουση του ασθενεστέρου (λ.χ. φοούμαι «φοβούμαι», μαειρεύκω «μαγειρεύω», τριυρίζω, γάαρος < γάδαρος, ετσά < ετσιδά). 5) Εκτεταμένη ουράνωση και δασύς τσιτακισμός τού κ σε [tš], καθώς και προσθίωση του χ σε [š] προ των φωνηέντων /e, i/ (λ.χ. τšεφαλή, τšυώνιν «κυδώνι», χαρτšίν < χαλκείον, παšά <353> βd/βτ, γδ > γτ, ργ/ρχ > ρg/ρκ (λ.χ. αρκή < αρχή, αρκάντžελος < αρ-χάγγελος, κόβκω < κόβγω, γτύννω < (ε)γδύννω < εκδύω) και αφομοίωση ηχηρότητας των συμφωνικών συμπλεγμάτων χρ > γρ, φρ > βρ, φλ > βλ, θρ > δρ (λ.χ. Γριστούγεν-να, βρίσσω «σωπαίνω» < φρίττω, δρέφει «επουλώνει, γιαίνει» < θρέφει).
Β. Μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά
1) Διατήρηση των ληκτικών επιθημάτων -ουσιν και -ασιν στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα και μέλλοντα (το -ουσιν) και του αορίστου (το -ασιν). Πρόκειται για αξιοσημείωτο αρχαϊσμό τής διαλέκτου (λ.χ. κλώθουσιν, φεύκουσιν, αναστενάξασιν, εχαθήκασιν). Ωστόσο, και τα επιθήματα -ουν και -αν της Νεοελληνικής Κοινής επιδίδουν με αυξανόμενο ρυθμό.
2) Εκτεταμένη παρουσία τού ρηματικού παραγωγικού επιθήματος -ίσκω, είτε επειδή διατηρήθηκε από παλαιότερη φάση τής γλώσσας είτε από κατ’ αναλογίαν σχηματισμό με βάση το αοριστικό θέμα. Προσδίδει στο ρήμα εναρκτική ή θαμιστική σημασία (λ.χ. κριν-ίσκω, μειν-ίσκω, φαν-ίσκω «υφαίνω», ταντžυν-ίσκω < ταγγός).
3) Διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών στον παρατατικό των πρώην συνηρημένων ρημάτων (λ.χ. θωρώ: εθώρουν, εθώρες, εθώρεν…) και παραμονή τού τόνου στην προπαραλήγουσα στη μέση φωνή των προπαροξύτονων ρημάτων (λ.χ. šαίρουμαι: εšαίρουμουν, εšαίρεσουν, εšαίρετουν…, ρέουμαι < ορέγομαι: ερέουμουν, ερέεσουν, ερέετουν…, αλλάσσουμαι: αλλάσσουμουν, αλλάσσεσουν, αλλάσσετουν…, βάλλουμαι: εβάλλουμουν, εβάλλεσουν, εβάλλετουν, έρκουμαι: έρκουμουν, έρκεσουν, έρκετουν…).
4) Επίταξη του εγκλιτικού μετά το ρήμα, όπως συμβαίνει και με άλλα νησιωτικά ιδιώματα (λ.χ. έδοξέν μου «μου φάνηκε», λαχαίννει του, έωκέν μας «μας έδωσε», λαλεί του «του λέει»).
5) Χρήση τού άρθρου τα ως αναφορικής αντωνυμίας με σημασία «αυτά που, τα οποία» (λ.χ. τα γρικώ στ’ αφθιά μου, θαρρώ ζυγώνουσί με «αυτά που ακούω στα αφτιά μου, θαρρώ πως με ζυγώνουν»).
6) Χρήση τής εμφατικής άρνησης ’εν τžαι (<8217> θελ’ να > θεν’ να > εν να, για τον σχηματισμό τού διαρκούς και του στιγμιαίου μέλλοντα (λ.χ. εν να κλαίω – εν να κλάψω).
Κλίση τού ρήματος είμαι σε ενεστώτα και παρατατικό: (ενεστώτας) είμαι, εί-σαι, είναι / έναι / έν(ι), είμαστιν, είσαστιν, είναι / έναι / έν(ι), (παρατατικός) ήμουν, ήσουν, ήτουν / ήταν, ήμαστιν, ήσαστιν, ήτουν / ήταν).
Γ. Λεξιλογικά χαρακτηριστικά
Εξαιτίας των διαφόρων γλωσσικών στρωμάτων που ανά τους αιώνες συνδέθηκαν με το νησί τής Κύπρου, μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές λεξιλογικές ομάδες, πέρα από το λεξιλόγιο που είναι κοινό κτήμα με τις υπόλοιπες διαλέκτους και με την Κοινή:
1) Αρχαϊσμοί: Αξιοσημείωτος είναι ο λεξιλογικός πλούτος που διασώζει στοιχεία από την αρχαία και ελληνιστική εποχή τής Ελληνικής. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άφτω «ανάβω» (< άπτω), φτείρα «ψείρα» (< αρχ. φθείρ, -ρός), šοίρος (< χοίρος), ποζέγνω (< αρχ. ἀποζεύγνυμι), δρόπης (< ελνστ. ὑδρόφις, -εως), καμμώ «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. καμμύω), κίλλης «μικρόσωμος γάιδαρος» (λ. τής αρχ. Κυπριακής), ροθέσιν (< αρχ. ὁροθέσιον), ορτσούμαι «χορεύω» (< αρχ. ὀρχοῦμαι), ξαργκώ «μένω αδρανής» (< αρχ. ἐξαργῶ).
2) Ιδιωματισμοί: Σε αυτούς περιλαμβάνονται λέξεις και φράσεις γνωστές στον ελληνόφωνο κορμό, οι οποίες όμως έχουν αποκτήσει εντελώς διακριτή σημασία και χρήση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: γέν-νημαν ήλιου «ανατολή», χαρτωμένος «αρραβωνιασμένος» (από το χαρτί τού προικοσυμφώνου), χαρκούμαι «νομίζω» (< θαρρούμαι), στρούθος «σπουργίτης», κούκ-κουρον «παξιμάδι» (υποκορ. τού ουσ. κόκκος), μιτά μου «μαζί μου».
3) Παλαιά Γαλλικά δάνεια: Λέξεις τής παλαιάς Γαλλικής και των διαλέκτων της εισήλθαν μεταξύ τού 12ου και του 14ου αιώνα, καθιστώντας την Κυπριακή διάλεκτο μοναδική από αυτή την άποψη στον ελληνόφωνο κόσμο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: τσαέρα «καρέκλα» (< προβηγκ. chaira), τσαΐνα «αλυσίδα» (< προβηγκ. chaina), βλαντζίν «συκώτι» (< παλ. γαλλ. flanc), κουμανταρία «γλυκό κρασί τής Κύπρου» (< παλ. γαλλ. vin de commanderie «κρασί τού τάγματος Commanderie των Ιωαννιτών ιπποτών»), κουμουδκιάζω «ετοιμάζω ταφή νεκρού» (< προβηγκ. accoumoudar), κουφουρκιάζω «παρηγορώ» (< προβηγκ. coumfortar), μίζαρον «σάβανο» (< παλ. γαλλ. mise à mort).
4) Τουρκικά δάνεια: Οι τουρκικές λέξεις είναι πολυάριθμες και απαντούν προσαρμοσμένες στα μορφολογικά σχήματα της διαλέκτου. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άσκοσ-σου «μπράβο» (< așk olsun), ζατ-τίν «έτσι κι αλλιώς» (< zatî), ζϊαφέτ-τιν «συμπόσιο» (< ziyafet), καΐšιν «παγίδα» (< kayıș), κκουšμάς «κουβέντα» (< konușma), μέσελα «δηλαδή;» (< mesele).
5) Ιταλικά και Βενετικά δάνεια: Η περίοδος της Ενετοκρατίας άφησε αξιοσημείωτα ίχνη στη διάλεκτο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: βαντζάρω «προχωρώ» (< avanzare), γάρπος «καμάρι» (< garbo), ζόπ-πος «αδέξιος» (< zoppo), κάστϊον «βάσανο» (< castigo), κουρτέλ-λα «μαχαίρι» (< coltella), πιν-νιάδα «πήλινη χύτρα» (< pignada).
6) Αγγλικά δάνεια: Οι αγγλικές λέξεις έχουν εισέλθει από την περίοδο της αγγλοκρατίας και διευρύνουν έκτοτε διαρκώς την παρουσία τους στο λεξιλόγιο της διαλέκτου, πράγμα που προωθείται από τη διαρκώς ενισχυόμενη επιρροή τού αγγλόφωνου κόσμου στη νήσο. Όσες έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά υπέστησαν αξιοσημείωτη αλλοίωση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: φούρπ’ος «ποδόσφαιρο» (< football), σέντερ «αποστολέας (αλληλογραφίας)» (< sender), τšαρτšάρω «χρεώνω» (< charge), τρενάρω «εκπαιδεύω» (< train). Χαρακτηριστικός άγγλισμός είναι επίσης το ρ. απολογούμαι, που έχει αποκτήσει τη σημ. "ζητώ συγγνώμη" με επίδραση του ελληνογενούς αγγλ. apologise.
Πηγή:http://i-diadromi.blogspot.com