Ο Παπα-Παρθένης, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, ήξερε περισσότερα πράματα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη βασιλεία των Ουρανών. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε και να πολυξετάζει τα μυστήρια του Θεού. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος», έλεγε συχνά, όταν τον ενοχλούσαν οι πιστοί. Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πηδάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαριά η καλογερική», έλεγε κάποτε στους δικούς του, «μα κι ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλει να ζήσει με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθεί σ’ αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν’ αυτός που ζει σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας. Όλοι μας, για «το πυρ το εξώτερον» είμαστε παπάδες και λαϊκοί, όλοι πέρα πέρα. Έτσι του είχε περάσει η ιδέα πως η σωτηρία του ανθρώπου ήτανε αδύνατη. Μα γι’ αυτό ίσα ίσα δεν του βαστούσε η καρδιά του να κακοκαρδίζει τους Χριστιανούς. Όταν έβλεπε τις γριούλες και τους γέρους στην εκκλησιά, από τον όρθρο, να σέρνουν τ’ αδύνατα κορμιά τους, να σπάζουν τα γέρικα γόνατά τους στις μετάνοιες, να λιώνουν στα πόδια για την αγάπη του Θεού και συλλογιζότανε, πως μ’ όλες τις κακοπάθειες, μ’ όλες τις νηστείες, μ’ όλα τα βάσανα, πάλι δε φύλαγαν τον νόμο του Θεού, όπως θέλουν τα Βιβλία, πάλι δύσκολα θα ’βρισκαν έλεος στη φοβερή ημέρα της Κρίσεως και οστά». Μπορεί άνθρωπος να ζήσει και να μη καταλαλήσει, να μη ζηλέψει, να μην αδικήσει τον πλησίον του, χωρίς να το θέλει καμιά φορά, να μη προδώσει, να μη βαρυγκωμήσει για την τύχη του, να μην «επιθυμήσει το πονηρόν» καμιά φορά σαν άνθρωπος, και μ’ όλα του τα γεράματα; Φοβερές αμαρτίες, συνέργειες του Σατανά, έργα του Πονηρού είναι όλη μας η ζωή. Τι να σου κάνουν οι νηστείες; «Ου τα εισερχόμενα, αλλά τα εξερχόμενα», λέει το χαρτί. Τι να σου κάνουν οι προσευχές; «Ουχί ο κράζων μοι: Κύριε! Κύριε! εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών», είπε ο Χριστός. Ο φτωχός ζηλοφθονεί το ξένο καλό. Πώς θέλεις να κρατήσει τον Δεκάλογο; Ουκ επιθυμήσεις...» Ο πλούσιος είναι πλούσιος. «Ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διελθείν δια τριμαλιάς βελόνης ή πλούσιον εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών». Όσο για τους νέους, αλλοίμονο και τρις αλλοίμονο! Ο Σατανάς τους έχει δεμένους χειροπόδαρα. «Σκεύη του Σατανά». Ασωτείες, παραλυσίες, μοιχείες, όλα τα κάνουν. Ύστερα έρχονται κι ανάβουν ένα κερί στην εκκλησιά. Καλύτερα να μην τ’ άναβαν κι αυτό. Κι αυτός ακόμα — μήπως ήθελε να κρυφθεί; — ήτανε άξιος να φέρνει το σχήμα;...
— Ήμουνα άξιος εγώ να παρουσιάζομαι στο Θυσιαστήριο του Θεού; Ας όψονται αυτοί που με παρακίνησαν, έλεγε στους δικούς του, στην παπαδιά, σε κάτι ανιψίδια του. Τι να κάνεις; «Και παπάς έγινες, Κώστα; Έτσι το ’φερε η κατάρα». Να τρώμε τις προσφορές των χριστιανών και να ντροπιάζομε την ιεροσύνη.
— Πες μου τον καλύτερο! του είπε μια μέρα η παπαδιά. Όλο τον κατακλυσμό φέρνεις...
— Αυτά είναι τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα.
Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πως ο παπάς με τον κόσμο όλα τα ’βρισκε μέλι γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό.
— Σαν είναι σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξεις τα μάτια. Να τους βάλεις «κάνονα». Ποιος ήλθε να ξαγορευθεί σε σένα και δεν τον άφησες να κοινωνήσει; Το ’χει να το κάμει ο κόσμος. Άνθρωποι που δεν κοινώνησαν εδώ και δεκαπέντε χρόνια, περίμεναν να γίνεις παπάς εσύ για να κοινωνήσουν. Βαφτίζεις και μυρώνεις. Φόρα το πετραχήλι, την ευχή κι έχει ο Θεός. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες απ’ το κελί σου περνούνε. Ο κόσμος σου ψάλλει όσα σέρνει η σκούπα. Σύρε να τ’ ακούσεις!
— Έχει και το δίκιο της η παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης στο ανιψίδι του, ένα ορφανό της αδελφής του, που το ’χε συμμαζέψει στο σπίτι του. Έχει και το δίκιο της. Μα τι να κάνεις, βρε παιδί; Τον πονεί τον κόσμο η καρδιά μου. Δεν μπορώ να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Ο Θεός είναι μεγάλος. Κανένα δε θ’ αφήσει να χαθεί. Παιδιά του είμαστε όλοι. Μα πρέπει να λέμε και το σωστό, εδώ αναμεταξύ μας, που είμαστε, την αλήθεια του Θεού πρέπει να τη λέμε. Κι ας θυμώνει η παπαδιά...
Ήτανε απάνω στο τραπέζι. Ο παπάς τραβούσε κι από μία. Του βαστούσε το ίσο και το ανιψίδι. Μόνο η παπαδιά δεν έπινε.
— Αν έπινες και καμιά, κυρά-παπαδιά, θα ’σουνε καλύτερη, είπε σε λίγο, κλείνοντας το μάτι στο ανιψίδι. Απ’ το νερό έγινες σα βατράχι. Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψει ο αστακός μέσα σου.
Ο παπάς είχε μαγειρέψει μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ’ όλο το νησί, κανένας δεν το ’φκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε».
— Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.
Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη:
— Να το πάρεις το κρασί σου στο κελί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνεις να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κιόλα.
Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα. Τα είχε ξεσκολίσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάσει. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψει στο μάγουλο...
Η παπαδιά έγινε κόκκινη σαν τον αστακό απ’ το θυμό της. Καθώς ήτανε παχιά κι αιματώδισσα, θαρρούσες πως θα σκάσει.
— Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε!
— Ο Θεός είναι μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είναι οι αμαρτίες. Η αγάπη δεν είναι κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.
Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ’ την άλλη μεριά.
— Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανιψίδι του. Μα κι εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα.
Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κι έφυγε στην άλλη κάμαρη.
Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα:
— Τσιμουδιά, είπε στο ανιψίδι του. Μπόρα είναι και θα περάσει.
Με την ώρα άνοιξε κι η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχρινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδια τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.
Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι όταν τον άκουγε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά.
— Ξέρεις τι άνθρωπος είν’ αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.
Ο Θανάσης ο Μελαχρινός καλησπέρισε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος, με το παντοτινό του χαμόγελο.
— Την ευχή σου, δέσποτα.
— Ευλογημένος να είσαι.
— Και πού είναι—καλή ώρα να ’χει—η κυρά παπαδιά; Δεν θα την ιδούμε απόψε;
Από μέσα του ήτανε ευχαριστημένος για την απουσία της παπαδιάς και κάποια ευχαρίστηση φαινότανε ζωγραφισμένη στο στεγνό πρόσωπο του, που θα ’μενε μόνος με το φίλο του. Η παπαδιά τους χαλούσε πάντα τη συζήτηση, με την γκρίνια της, έβαζε παντού το λόγο της, τους έβγαζε ξινό το λίγο κρασάκι, που τραβούσαν με την ησυχία τους και λυπότανε το λάδι που καιότανε στο λυχνάρι.
Ο Παπα-Παρθένης έκλεισε το δεξί του μάτι στο φίλο του, έκαμε μία χειρονομία τινάζοντας το ράσο του και ύστερα είπε σοβαρά:
— Την έπιασε πάλι το κεφάλι της, την ευλογημένη. Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάσει...
Ο Θανάσης ο Μελαχρινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο:
— Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώσει ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά.
Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανιψίδι του ’βαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντάς του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού. Σήκωσαν τα ποτήρια τους και τα ’φεραν στα χείλια μ’ ένα σιγαλό χαιρετισμό, χωρίς να τσουγκρίσουν τα ποτήρια. Όλ’ αυτά έγιναν με μια ησυχία μοναδική, χωρίς ήχον ή λόγο. Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.
— Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης. Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη:
— Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτηση. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»...
— Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.
— Έχεις λοιπόν την ιδέα, Πάτερ-Παρθένιε, πώς θα βρουν έλεος στην ημέρα της Κρίσεως, όσοι δεν έλαβαν το άγιον βάπτισμα της Ορθοδοξίας; Έμενα δεν το χωρεί το κεφάλι μου. Η προπατορική αμαρτία «αποπλύνεται διά του βαπτίσματος». Έτσι μας λένε τα χαρτιά.
Ο Παπα-Παρθένης αναστέναξε.
— Πώς το θέλεις, ευλογημένε; Είναι πάλι δίκιο να χαθούν τόσοι άνθρωποι, που δεν εγνώρισαν την Αλήθεια; Εκατομμύρια λαός. Να μη βρει έλεος κανένας; Τόσοι καλοί άνθρωποι, ενάρετοι, ελεήμονες, θρήσκοι, που δεν έβλαψαν τον πλησίον τους, πλάσματα του Θεού κι αυτά σαν κι εμάς; Εγώ γύρισα Φραγκιά και Ανατολή, γνώρισα λογής λογής ανθρώπους, Φράγκους, Λουθηρανούς, Σχισματικούς. Είδα χρυσούς ανθρώπους. Και Τούρκους ακόμα, Τούρκους μάλαμα, αγίους ανθρώπους, καλύτερους από μερικούς δικούς μας. Εκατομμύρια κόσμος.
— Λες λοιπόν, Πάτερ-Παρθένιε, να βρουν έλεος όλοι αυτοί;
— Τι να σου πω κι εγώ, ευλογημένε; Ο Θεός είναι μεγάλος, πολυεύσπλαχνος. Κοιτάζει την καρδιά του ανθρώπου. Δεν το είπε και ο Απόστολος: «Ουκ ένι Έλλην ή Ιουδαίος, ελεύθερος ή δούλος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός».
Ο Κυρ-Θανάσης είχε αρχίσει να πείθεται απ’ τη ρητορική και την καλοσύνη του παπά. Είχαν αδειάσει σιγαλά και το δεύτερο ποτήρι, κάποια καλοσύνη πλημμυρούσε τις ψυχές τους και είχαν διάθεση ν’ ανοίξουν τις πόρτες του Παραδείσου και να βάλουν όλο τον κόσμο μέσα.
— Ο Θεός είναι μεγάλος, είπαν κι οι δύο μ’ ένα στόμα.
— Δεν πίνεις και κανένα κρασάκι, ευλογημένε, ξαναείπε δυνατά ο Παπα-Παρθένης. Στέγνωσε το λαρύγγι μας. Κα! «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», είπε ο Προφητάναξ.
— Ευχαριστώ, Πάτερ. Δεν το ’χω πολλή διάθεση.
— Πάρε, ευλογημένε, δε θα σε πειράξει. Τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια.
— Υγεία και καλή ψυχή! Περαστικά της παπαδιάς.
— Ευχαριστώ. Να δώσει ο Θεός.
Με την ομιλία των αβαπτίστων, ο λόγος έπεσε στη Φραγκιά.
Ο Παπα-ΓΙαρθένης άρχισε να λέει για τις ταυρομαχίες, που είχε ιδεί μια φορά στη Βαρκελώνα.
— Να ιδείς, το αίμα, που λες, να τρέχει ποτάμι. Άντερα να χύνονται στο χώμα, σαν τίποτε. Και να βλέπεις τις Σπανιόλες, να χτυπάνε τα χέρια τους, να κάνουν σαν τρελές. Εβίβα, Κυρ-Θανάση, παιδί μου!
— Εβίβα, Πάτερ. Βάρβαρα πράματα.
Οι δύο φίλοι ήσαν ζωηροί, ευχαριστημένοι για τη σωτηρία των αβαπτίστων.
Άξαφνα, σαν να ’πεσε αστροπελέκι απάνω τους, βουβάθηκαν.
Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ’ το διπλανό δωμάτιο:
— Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς!
— Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος.
Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξη. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε.
— Ώρα είναι, Πάτερ, να σ’ αφήσω ν’ αναπαυθείς. Είναι κι η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες. Καλό ξημέρωμά σας, περαστικά σας, η ευχή σας.
— Καληνύχτα, παιδί μου Θανάση. Να μη μας ξεχνάς.
Τον έφερε ως τη θύρα. Ο καιρός είχε χαλάσει. Άρχισε να ψιχαλίζει. Μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή. Από το περιβόλι μια μυρουδιά από λουλούδια και βρεμένο χώμα χύθηκε στο σπίτι, μια μυρωδιά που άνοιγε την καρδιά. Ο Κυρ-Θανάσης άνοιξε την ομβρέλα του.
— Φουσκοδεντριές, παπά μου.
Και κατέβηκε σιγά-σιγά τις σκάλες.
Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κοιτάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθιά μελαγχολία. Η μυρωδιά του βρεμένου χώματος, το σιγαλό και μονότονο χτύπημα της βροχής απάνω στα κεραμίδια και το σβησμένο βουητό της θαλάσσης, που δαρμένη απ’ τη φουσκοθαλασσιά της νοτιάς αναστέναζε ακόμα απ’ το μακρινό περιγιάλι, τον μεθούσαν σα γλυκό κρασί. Γύρισε και κοίταξε το μαύρο του ράσο, τα μακριά του γένια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ’ έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια. Μια βαριά στενοχώρια του πλάκωσε την καρδιά του, το μαύρο εκείνο ρούχο τον έπνιγε, ένας φόβος παράξενος τον έπιασε, έκλεισε την πόρτα, συμμάζωξε νευρικά το κομπολόγι μες τη φούχτα του και γύρισε μέσα στην κάμαρη. Κάθισε πάλι μπροστά στο τραπέζι, μπροστά στ’ άδεια ποτήρια και άνοιξε ένα Ψαλτήρι, που βρέθηκε μπροστά του. Κάποιους συλλογισμούς ήθελε να διώξει απ’ το κεφάλι του, κάτι ζητούσε, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος τι ζητά. Πέρασε τα γυαλιά απ’ τ’ αυτιά, ξεφυτίλισε το λύχνο, που τρεμόσβηνε μ’ ένα άσχημο καπνό, κι άρχισε να διαβάζει στο πρώτο φύλλο που άνοιξε: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου...» Γύρισε άλλο φύλλο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι...» Δεν μπορούσε να προχωρήσει· ο νους του έφευγε από το βιβλίο, η καρδιά του ήτανε βαριά, ανάριες σταλαγματιές βροχής χτυπούσαν, πού και πού, απάνω στα τζάμια, που γύριζαν το μυαλό του, σαν να του κανοναρχούσαν άλλα λόγια, παράξενα. Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάει παρακάτω. Γύριζε και κοίταζε κάθε λίγο στο παράθυρο. Οι σταλαγματιές της βροχής του φαινότανε πως ήταν κάποιο χέρι που του χτυπούσε το παράθυρο και δεν τον άφηνε να διαβάσει. «... Ζώα μικρά μετά μεγάλων, εκεί πλοία διαπορεύονται...» Έκλεισε το βιβλίο και το πέταξε στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του κι έκλεισε τα μάτια του.
Πώς του ήρθε να γίνει παπάς; Ούτ’ αυτός δεν το καταλάβαινε. Ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος. Ναυτικός άνθρωπος, γεμιτζής τόσα χρόνια, μαθημένος στο πέλαγο, στην απλοχωριά, ψημένος στις φουρτούνες, στενόκαρδος πάντα στη στεριά και στα βάσανα του κόσμου, τι την ήθελε την ιεροσύνη; Να παλεύει με τη δυστυχία του κόσμου, να ζει με τα βάσανα της κακομοιριάς, να παραστέκεται στις συμφορές των ανθρώπων, να βλέπει την Κόλαση μπροστά του μέρα και νύχτα, στη ζωή και στο θάνατο. Και να ’χει και την κακολογιά του κόσμου, να ’χει και την κακολογιά της ίδιας της γυναίκας του. Να μην ξέρει ο ίδιος πώς να πιαστεί και πού να βρει άκρη. Να πάει με τον Κανόνα της εκκλησίας, να σφίξει την καρδιά του, να πει σε κληρικούς και λαϊκούς τη φοβερή αλήθεια, να τους πει πως δεν βρίσκουν έλεος και σωτηρία, να τους βάλει επιτίμια, νηστείες, μετάνοιες, να τους στερήσει την Αγία Μετάδοση, τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Μα η καρδιά του δε βαστούσε. Ποιος είναι αναμάρτητος; «Ουκ έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει». Καλύτερα να ’παιρνε αυτός την αμαρτία «πάνω του... Ν’ ακολουθήσει πάλι το παράδειγμα του Χριστού, να συχωρέσει τους αμαρτωλούς, τις κακές γυναίκες, τους παραστρατημένους, τη σάρκα την αδύνατη; Αυτό έκανε. Αυτό του έλεγε η καρδιά του. Τι βγαίνει; Η καταλαλιά του κόσμου τον έπνιγε. Του ’λεγαν πως δεν ήξερε το Νόμο του Θεού, πως ήξερε περισσότερα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Πως δεν ήταν για παπάς. Η ιδία του η γυναίκα τον καταλαλούσε:
— Όσοι είχανε χρόνια να μεταλάβουν περίμεναν να γίνεις του λόγου σου παπάς, για να πάρουν τ’ Άγια Μυστήρια. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες, εσένα περίμεναν να τους βάλεις το πετραχήλι στο κεφάλι...
Ανάθεμα την αρρώστια, που τον έριξε στη στεριά! Ας όψεται ο Δεσπότης, ο μπάρμπας του, που τον έφαγε να γίνει παπάς· ας όψεται η γυναίκα του, που ’θελε από καπετάνισσα να γίνει παπαδιά, για να τον έχει στο φουστάνι της και να τρώει τις προσφορές του κόσμου.
Κι αυτός τους άκουσε. Άκουγε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούσε να πει το όχι.
— Άκουσε, παιδί μου, του είπε ο Δεσπότης, στην περιοδεία, που τον είχε μουσαφίρη στο σπίτι. Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Οι γιατροί σου το είπανε. Είσαι νέος ακόμα, ξέρεις γράμματα,, έβγαλες το σχολαρχείο, είσαι ενάρετος άνθρωπος. Η ιεροσύνη ξέπεσε πολύ. Έχομε ανάγκη από καλούς ιερωμένους. Όλοι οι «εξώλεις και προώλεις» γινήκανε παπάδες, όλοι οι αγράμματοι, τα ξύλα τ’ απελέκητα. Ο Παπα-Δαυλής πάει να λειτουργήσει απάνω στον Προφήτη-Ηλία με τους πιστούς, και αρχίζει τη λειτουργία μισοδρομής, απάνω στο γάιδαρο. Τα ξέρεις δα! «Ευλογητός ο Θεός...» και τσινάει το γαϊδούρι, «Ντε... ρημάδι». Κι όταν φθάσει στην εκκλησιά βγάζει, τ’ Άγια και γελάει ο κόσμος μαζί του. Τα ξέρεις και του αλλουνού του προκομμένου της Αγίας Τριάδος, που τον έκαμα αργό...
Θαρρούσε πως ήταν αυτή η στιγμή που τον δασκάλευε ο Δεσπότης, που του ’λεγε τα κατορθώματα του Παπα-Σωτήρη, που βούιζε πέρα πέρα το νησί. Αγαπούσε και τ’ αστεία ο πανιερότατος και τα ’λεγε μια χαρά. «Ανάθεμα τον! Θεέ μου, συχώρεσε μου! »
— Τα ξέρεις του προκομμένου. Έβγαζε και λόγο τις μεγάλες ημέρες στους Χριστιανούς. Μια φορά έβαλε στοίχημα με κάποιον να κάμει τους μισούς Χριστιανούς να κλαίνε και τους άλλους μισούς να γελούν. Ο πειρασμός τον έσπρωξε να εμπαίξει τα θεία, χωρίς να το καταλάβει. Ανέβηκε λοιπόν απάνω στον άμβωνα, γυρίζει προς το Ιερό, κι αρχίζει να λέει τα βάσανα που περιμένουν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή. Έβγαλε και το μαντίλι του, όπως συνήθιζε, κι άρχισε να σκουπίζει τα δάκρυά του. Οι Χριστιανοί, που ήταν απ’ το μέρος του Ιερού, άρχισαν να κλαίνε κι αυτοί πικρά δάκρυα. Οι άλλοι μισοί όμως που ήσανε προς τη θύρα ήσανε ξεκαρδισμένοι στα γέλια, κρατούσαν τα σηκώτια τους. Πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα; Να σου το πω. Ο προκομμένος ο αρχιμανδρίτης εκεί που με το ένα χέρι σκούπιζε τα δάκρυα του, με το άλλο είχε σηκώσει με τρόπο το ράσο του κι έδειχνε στους άλλους μισούς τα πισινά του. Ο θεομπαίχτης! Κι όταν τον έκραξα να τον επιτιμήσω, να τον φτύσω στα μούτρα, τι θαρρείς πως είπε, ο αθεόφοβος: «Αν έδειξα τα πισινά μου, τα ’δειξα στην πόρτα και στους κολασμένους, τους αγιογδύτες. Ο Θεός έβλεπε το πρόσωπο μου». Ορίστε παπάδες, παιδί μου Παρθένη. Έχομε, σου το είπα, και σου το ξαναλέω, έχομε ανάγκη από ιερωμένους ενάρετους και σεμνούς. Ν’ ακούσεις τα λόγια μου και να κάνεις αυτό το μυστήριο.
Τον είχε μισοκαταφέρει ο Δεσπότης. Τον είχε αγγίξει στο φιλότιμο.
Η γυναίκα του απ’ το άλλο μέρος τον έτρωγε:
— Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Είναι καιρός να ησυχάσεις. Τι θα κάνεις; Ψαράς θα γίνεις να μαζεύεις πεταλίδες, για περαματζής, να σε τρώει ο ήλιος κι ο χειμώνας; Να γίνεις παπάς, να σε σέβεται και να σε προσκυνά ο κόσμος.
Τον κατάφεραν. Από μικρό παιδί στις εκκλησίες, γραμματισμένος, κανονάρχος, θρήσκος, ήξερε την τάξη της Εκκλησίας καλύτερα από τους ιερωμένους. Μια Κυριακή τον χειροτόνησε ο Δεσπότης διάκο, σε λίγο τον έκανε και παπά.
Κι άφησε τη θάλασσα. Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι, του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστια, που τον έριξε στη στεριά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους. Τι είχε το κάτω κάτω της γραφής; Μια ζαλάδα, μια λιγοψυχιά, απ’ τον καιρό που τον είχε χτυπήσει μια αντέννα στο κεφάλι. Ούτε το καταλάβαινε ο ίδιος. Οι άλλοι του το ’λεγαν, πως έπεφτε κάτω και σπάραζε. Οι γιατροί είπανε τάχα πως ήτανε σεληνιασμός, πως ναυτικός με τέτοια αρρώστια δε γίνεται, πως μπορούσε να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί, να πέσει απ’ το κατάρτι να σκοτωθεί απάνω στην κουβέρτα. Τους άκουσε και φοβήθηκε. Και να, τώρα· πάνε πέντε χρόνια κι είναι καλύτερα απ’ τον καθένα· τίποτε δεν τον πείραξε. Όλο το κακό ήτανε ν’ αφήσει τη θάλασσα, να μαραζώσει στη στεριά, να θάβει τον κόσμο, να γενεί παπάς — Θεέ μου, συχώρεσέ με. Αχ! και να ήτανε ένα πανάκι, να τον πάρει στο γιαλό, στο πέλαγο, να χορτάσει αέρα βάλσαμο, να πιει την αλμύρα με τη φούχτα του!
— Ας όψονται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε.
Έσβησε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάσει. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήσει την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος.
— Τ’ είναι πάλι τέτοια ώρα;
Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ ντουπ, ολοένα δυνατότερα, ανυπόμονα.
— Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ! Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα.
— Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα.
Πήγε μόνος κι έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χίμηξε μέσα.
— Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβεις. Τελειώνει...
Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί. Πέντε μήνες είχε παπάς και δεν του ’χε τύχει στην ενορία του τέτοιο ξαφνικό, νύχτα ώρα. Υγεία βασίλευε στο νησί. Κάνα δυο γέροι είχαν πεθάνει άξαφνα, είχανε μείνει στον τόπο, που ούτε πρόφτασαν να τους μεταλάβουν.
— Τι λες, ευλογημένε; Είμαι κι ανήμπορος. Με τάραξε θέρμη σήμερα. Πώς να κινήσω να ’ρθω, με τέτοιον καιρό;
— Για το Θεό, παπά μου. Ψυχή ανθρώπου χάνεται. Πρόφτασε!
Ήξερε πως δε θα το ξεφύγει. Συλλογιζότανε την καταλαλιά του κόσμου, συλλογιζότανε και την παπαδιά, που θα του ’ψελνε τον αναβαλλόμενο. Μα κοντοστεκότανε λίγο· ήθελε να κερδίσει καιρό, να χασομερήσει.
— Ποιος ξέρει! Ώσπου να πάω, ίσως να τον βρω και πεθαμένο! έλεγε μέσα του.
Ο άνθρωπος όμως τον έβιαζε λαχανιασμένος· τον τραβούσε απ’ το ράσο.
— Καλά, ευλογημένε, έφτασα· μην κάνεις έτσι!
Φόρεσε τα παπούτσια του, σκεπάστηκε μ’ ένα μποξά από κεφαλής, χωρίς καμηλαύκι, άρπαξε ένα κόκκινο μαντίλι με το πετραχήλι του, κλείδωσε την πόρτα απ’ όξω και κατεβήκανε τις σκάλες, μπροστά ο Αλυφαντής και πίσω ο παπάς.
Η εκκλησία ήτανε κοντά. Η βροχή είχε πάψει· πού και πού ανάριες σταλαγματιές πέφτανε από έναν ουρανό, κατάμαυρο, σαν πίσσα.
— Σύρε κι έφτασα. Να πάρω τ’ Άγια Μυστήρια. Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι.
Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμότανε πάντα.
— Και είμαι κι ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνεις όμως; Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε.
Μπήκανε στην εκκλησιά. Οι χλωμές μορφές των αγίων απάνω στο τέμπλο, με το φως των καντηλιών, αγρυπνούσαν μέσα στη σιγαλιά, με ορθάνοιχτα μάτια. Του φάνηκε πως τον κοίταζαν άγρια, με θυμό. Ένα σύγκρυο τον έπιασε. Χαμήλωσε τα μάτια του και προχώρησε. Όταν έφτασε μπροστά στο εικονοστάσι τ’ Αϊ-Νικόλα, σήκωσε τα μάτια του με θάρρος. Ο Άγιος με την άσπρη γενειάδα και το ηλιοκαμένο πρόσωπο, γλυκοθώρητος πάντα, του ’δωκε θάρρος. Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζί, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καημό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι ανασπάσθηκε. Πήρε απάνω του λίγο, του φάνηκε πως ο Άγιος του ’ριξε μία ματιά πονετική, σαν να του ’λεγε:
— Μη φοβάσαι, παιδί μου! Εγώ είμαι εδώ... Έκανε πάλι το Σταυρό του.
— Ευχαριστώ, καπετάνιο! είπε μέσα του.
Τράβηξε κατά το Ιερό. Στάθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσκύνησε, είπε κάποια λόγια μέσ’ απ’ τα χείλια του και σήκωσε τα Άγια Μυστήρια, ψηλά στο κούτελο. Τα χέρια του τρέμανε. Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς.
Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύσει. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαριά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη. Άξαφνα σαν να πνιγότανε, σαν να ζητούσε μια υστερνή βοήθεια, τινάχθηκε απάνω, άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να γαντζωθεί από κάπου. Όλοι παραμέρισαν τρομαγμένοι, ένας κρύος τρόμος τους έπιασε, σαν είδαν τα κοκαλιάρικα χέρια του να απλώνονται σαν γάντζοι στον αέρα, ζητώντας ν’ αρπάξουν κάτι τι στον αέρα, να το συνεπάρουν μαζί τους. Μια γριά τον έπιασε απ’ τις πλάτες, να του βάλει αντιστύλι. Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στριμμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρει μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά.
— Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει.
Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα. Ο γέρος έπεσε ανάσκελα, βαρύς, σαν ένα κομμάτι πέτρα.
Είχε τελειώσει.
Τα πόδια του Παπα-Παρθένη τρέμανε· όλο το κορμί του σάλευε σα φυλλοκάλαμο. Το στόμα του ήτανε στεγνό και πικρό. Ένας κρύος ιδρώτας έβρεχε τα μηλίγγια του. Του ’ρχότανε σα ζαλάδα, να πέσει κάτω. Έκανε κουράγιο και βγήκε απ’ την πόρτα. Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ’ τη στεριά, του δρόσισε το βρεμένο κούτελό του, σα βάλσαμο· συνέφερε.
— Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ’ την πόρτα. Η όψη σου είναι σαν το αγιοκέρι.
— Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κι ήρθα. Με είχε ταράξει θέρμη αποβραδίς. Σύγκρυο.
Ντρεπότανε να φανεί λιγόψυχος.
— Τι να κάνεις, παιδί μου, ξαναείπε. Βαριά η καλογερική.
Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ’ το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά. Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλιστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ’ το γυμνό κεφάλι τον παπά, σαν να τα ’φερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του.
Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγει με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια μου. Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελό του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χίμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ’ το κάσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα. Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ’ ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μες στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγότερος. Τι να κάνεις; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μανάδες, που τα ’χουν. Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ’ του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν το ’νοιωσε ποτέ.
— Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνομε στη στεριά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κι ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά.
Προσπαθούσε να διώξει απ’ τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του. Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ’ το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.
Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλιστρώντας απάνω στ’ ανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέσει απ’ τα χέρια.
— Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!
Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ’ το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι. Χίμηξε από πίσω αγριεμένο κι άρχισε να γαυγίζει άγρια. Ύστερα, σαν να του σβήσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ’ τα σκέλια κι έφυγε μακριά. Τ’ Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ’ το κεφάλι του παπά, σαν να τα ’φερνε στα φτερά του ο αέρας.
Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλίστρησαν μέσα. Έπειτα βγήκε ο Παπα-Παρθένης μοναχός του, κοκουλωμένος από κεφαλής με το βαρύ του σάλι. Χονδρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν απ’ τον ουρανό, ένας αέρας ξαφνικός τίναζε δυνατά τα κλαδιά των δένδρων, η μπόρα ήτανε έτοιμη να ξεσπάσει. Ο Παπα-Παρθένης κατηφόρισε βιαστικά το δρόμο.
Ένα βράδυ ύστερα από δύο μήνες — η άνοιξις είχε απλωθεί περίγυρα σε ουρανό, γη και θάλασσα — πολλοί συγγενείς και άλλοι δικοί ήσαν μαζεμένοι στο σπίτι του παπά. Μαζί μ’ αυτούς κι ο αγιορείτης ο ψάλτης, ο Θανάσης ο Μελαχρινός, ο πιστός του φίλος. Γελούσαν και χωράτευαν. Η παπαδιά μόνο δεν είχε διάθεση· τα είχε κατεβασμένα κι από καιρό σε καιρό αναστέναζε βαθιά. Ο παπάς ήτανε κι αυτός χλωμός, χαλασμένος, συλλογισμένος, παίζοντας ανήσυχα το κομπολόγι του, ένα μακρύ κομπολόγι από ελιοκούκουτσα του Όρους των Ελαιών, χάρισμα του φίλου του του Μελαχρινού, που έφθανε ως το πάτωμα.
Απ’ τη βραδιά που είχε πάει να κοινωνήσει τον πεθερό του Αλυφαντή, ο παπάς έπεσε στα ρούχα. Δυνατή θέρμη τον τάραξε όλη τη νύχτα, είδε κι έπαθε να συνεφέρει.
Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Οι θέρμες δεν τον άφηναν. Όλοι οι γιατροί κι οι γιάτρισσες πέρασαν από πάνω του· πήρε του κόσμου τα κινίνα, τις αψιθιές και τα μαντζούνια· κατάλυσε και τις νηστείες, πήγε ν’ αλλάξει και το αέρι του απάνω στο μοναστήρι του Προδρόμου· μα τίποτε. Η θέρμη δεν τον ξεχνούσε. Κάθε δύο, κάθε τρεις μέρες σύγκρυο και ζέστη. Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κι έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές φορές πεταγότανε να φύγει απ’ τα ρούχα του.
— Απ’ τον καιρό που πάτησα στη στεριά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.
Ο γιατρός σαν είδε κι απόειδε, είπε μια ημέρα:
— Άλλη σωτηρία δε γίνεται. Να κάνει κανένα ταξίδι. Ν’ αλλάξει το αέρι.
Η παπαδιά στραβομούριασε. Δεν της άρεσε πολύ αυτή η Ιδέα. «Είδαμε και πάθαμε, είπε μέσα της, να τον βγάλομε απ’ τη θάλασσα. Και πάλι τα ίδια;» Γύρισε και κοίταξε το γιατρό.
— Με συμπαθάς, γιατρέ μου. Οι χτικιασμένοι ξέρω που πάνε και ταξιδεύουν. Ο παπάς τέτοιο πράμα, όξω αποδώ, δεν έχει, ο Θεός να μας φυλάει. Τι να του κάνει το ταξίδι, έτσι πως βρίσκεται; Να πάει να κρυώσει να ’χομε τα χειρότερα;
Ο γιατρός επέμεινε.
— Άλλη σωτηρία δεν έχει. Να πάει να ταξιδέψει· ένα μήνα, δυο μήνες, να βγάλει τις θέρμες από πάνω του.
— Κι εγώ το καταλαβαίνω, είπε ο παπάς. Η θάλασσα θα με σώσει. Είκοσι πέντε χρόνια στη θάλασσα, κεφάλι δεν είπα ποτέ μου. Δε με σηκώνει η στεριά.
Με τα πολλά αποφασίστηκε το ταξίδι. Ήτανε να φύγει εκείνο τον καιρό και το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη. Συγγενής και χρυσός άνθρωπος ο καπετάν Βεκίλης, τι άλλο ήθελε. Τον παρακίνησε κι ο ίδιος.
— Η κάμαρη μου, δική σου είναι, παπά. Όλες σου τις αναπαύσεις θα τις έχεις. Απλοχώρια και πάστρα. Οι καιροί εφκιάξανε, άνοιξη, χαρά Θεού. Θα πάω στον Ποταμό να φορτώσω στάρι. Ύστερα θα γυρίσω στον Περαία. Από κει μπαίνεις στο βαπόρι και ξαναγυρίζεις. Ένα μήνα, ενάμιση βία.
— Ας το δοκιμάσομε κι αυτό, είπε η παπαδιά.
Το ταξίδι αποφασίσθηκε. Η παπαδιά ετοίμασε τον καλό της, του ’φκιαξε τα ρούχα του, του ζύμωσε και παξιμαδάκια με τη ζάχαρη για το ταξίδι, σαν το παλιό καιρό.
— Ποιος θα μου το ’λεγε; είπε. Ύστερα από τόσα χρόνια, να γυρίσω πάλι στα ίδια.
Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγει ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά.
Ένας μήνας είν’ αυτός. Ενάμιση βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ’ το χέρι του παπά.
— Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να δώσει πρώτα ο Θεός να καβατζάρομε την αρρώστια.
Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχρινός έβαλε το λόγο τον. Ήθελε να πειράξει τον παπά, «που ήσαν φίλοι κι αδελφοί», είπε— θυσία να γίνει ο ένας για τον άλλον—μα δεν συμφωνούσαν πάντα στις ιδέες τους.
— Εκεί στη Φραγκιά που θα πας, να μου χαιρετάς τους αβάφτιστους. Ό,τι και να μου πεις, το κεφάλι μου δεν αλλάζει. Άνθρωπος που δεν βαφτίστηκε με τους κανόνας της Ορθοδοξίας, δεν θα ’βρει έλεος, «εν ημέρα κρίσεως».
— Δεν τ’ αφήνεις αυτά, ευλογημένε, είπε ο παπάς. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Σαν ξαναγυρίσω τα ξαναλέμε.
Με την ώρα μπήκε κι ο καπετάν Βεκίλης. ψηλός, γεμάτος, ηλιοκαμένος με τα στιβάλια ως τα γόνατα.
— Παπά μου, ώρα να του δίνομε. Οι στεριές βγάλανε αέρα. Είμαστε απίκου, να σαλπάρομε.
Ύστερα γύρισε και καλησπέρισε τον κόσμο.
— Καλησπέρα σας και σας αφήνομε γεια.
— Κάτι βιαστικά, καπετάνιο;
— Ο καιρός ορίζει.
Σηκωθήκανε όλοι στο ποδάρι. Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ’ τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανιψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο.
— Να μην αργήσεις, παπά. Καλό κατευόδιο.
— Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωση.
Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της. Πήγε να πλαγιάσει, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος...
Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει.
Η καπετάνισσα τον καρτερεί.
Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανεί της παπαδιάς.
— Καιρός είναι, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν.
Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ’ τον Πειραιά. Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη, η «Ευαγγελίστρια», είχε γυρίσει απ’ τον Ποταμό. Την Τετάρτη έφθανε και το βαπόρι. Ίσα ίσα πρόφθανε ο παπάς να γυρίσει με το βαπόρι. Απ’ τον Ποταμό είχε στείλει γράμμα, ήτανε καλά, οι θέρμες τον αφήσανε, διπλός είχε γίνει. «Η θάλασσα μ’ έσωσε, γυναίκα», έγραφε. Η παπαδιά ήτανε όλο χαρά. Τον γκρίνιαζε τον παπά μα τον αγαπούσε. Σαν τον είχε κοντά της, του ’ψηνε το ψάρι στα χείλια. Σαν έλειπε, τον λαχταρούσε. Έβαλε και πλύνανε το σπίτι, συγύρισε παντού, του ’κανε χαϊμαλιά, να τον καλοδεχτεί. Την Τετάρτη ντύθηκε με τα καλά της και κτενίστηκε. Είχανε μαζευθεί κι οι συγγενείς στο σπίτι. Από κοντά κι ο Μελαχρινός. Ώρα την ώρα προσμένανε το βαπόρι. Το ανιψίδι είχε κατεβεί στο γιαλό να φέρει τα συχαρίκια.
Σε λίγο έφτασε το ανιψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα:
— Δεν ήρθε ο παπάς.
— Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδείς; είπε ο Μελαχρινός.
— Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μόλο. «Δεν είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε.
Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε.
— Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θα ’χουμε γράμμα. Δε γίνεται.
Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθισε.
Σε λίγο ένα παλικάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες.
— Μπα εσύ ’σαι, Μαθιέ; Καλώς όρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε.
Ήτανε ο γιος του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια.
— Χαιρετίσματα απ’ τον παπά, κυρά παπαδιά.
Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο. Όλοι πετάχθηκαν απάνω και τον τριγύρισαν.
— Αμ’ τι έγινε, μαθές, ο παπάς; πώς δεν ήρθε; καλά είναι; τον είδες, παιδί μου; είπε η παπαδιά.
Δεν ήξερε τι να πρωτορωτήσει.
— Καλά και καλά, άλλος τόσος! Τον είδα στον Περαία.
— Καλότυχε. Αμ’ πώς δεν ήρθε, μαθές; δεν πρόφτασε το βαπόρι;
— Θα σου γράψει, μου είπε, κυρά παπαδιά. Τώρα, λέει, φεύγει πάλι, να κάνει ένα ταξιδάκι. Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη έκανε ναύλο για την Αμβέρσα. Θα πάει μαζί να ξεσκάσει. Δεν τον άφησαν, λέει, ακόμα οι θέρμες.
— Τον ευλογημένο! είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχρινός, κλείνοντας ζερβιά το μάτι. Να πούμε την αλήθεια σαν να τ’ αρέσει καλύτερα η θάλασσα απ’ την καλογερική.
Τα λόγια του Μελαχρινού εφούρκισαν την παπαδιά. Την είχε αγγίξει εκεί που ’πρεπε.
— Αμ’ γι’ αυτό δεν ήθελα να τον αφήσω, η δυστυχισμένη. Παπάς άνθρωπος, τ’ ήθελε μες τα καράβια; Καπετάνιος με τα ράσα;
— Στα καράβια τ’ ήθελε; είπε γελώντας ο μούτσος. Μακάρι να του ’βγαιναν πολύ καπεταναίοι μπροστά. Ο καπετάν Βεκίλης τον έχει δεξί του χέρι. Αυτός του κουμαντάρει το μπάρκο, γι’ αυτό τον έφαγε να τον πάρει στην Αμβέρσα. Και πού να σας λέω και τ’ άλλα.
Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα που ’θελε να πει. Όλοι τον άκουγαν μ’ ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα.
— Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέτα του μπάρμπα μου. Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ’ ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε». Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας! Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, Κύριε!» Σαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμα;» ξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Αϊ-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνι!» Κάναμε το σταυρό μας. Τέτοιο θάμα δεν το ’χαμε ματαϊδεί. Ο λοστρόμος το ’χε ακουστά απ’ τον πατέρα του. Φτάσαμε στον Περαία μαζί με την «Ευαγγελίστρα». Ξέρετε ποιος ήτανε ο Αϊ-Νικόλας; Κύριε Ελέησον. Ήτανε ο Παπα-Παρθένης.
— Καλότυχο παιδί, πώς τα ’λες!
Κι άρχισαν τα γέλια οι γειτόνισσες.
— Να με κάψει ο Θεός αν λέω ψέματα.
Η παπαδιά δεν γελούσε· έβραζε μέσα της.
— Αυτά ήθελε, ο ευλογημένος! Αυτή ήτανε η αρρώστια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παλιά του.
Και την πήρανε τα κλάματα.
— Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είναι πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχρινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθει ο παπάς. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ’ τα χέρια του.
Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.
— Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά.
Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίσει, κάτι έκαμε να πει.
Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε.
Σαν εβγήκαν όλοι απ’ το σπίτι, αναστέναξε βαθιά.
— Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν να ’κλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.
Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδεί πια τον παπά.
— Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε...
Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κι έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμένα απ’ τα κλάματα.
Μια στιγμή έκανε να την πάρει ο ύπνος. Μόλις έκλεισε τα μάτια της της φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρει κι αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.
Άνοιξε τα μάτια της. Ένα μπουρίνι δυνατό είχε μπάσει μέσα τα τζαμόφυλλα του παραθυριού. Σηκώθηκε να κλείσει το παράθυρο. Ένα ράσο του παπά κρεμασμένο στον τοίχο ανέμιζε κι ανακατευότανε με τον αέρα, σαν άνθρωπος που σπαρταρούσε μες στο σκοτάδι. Η καρδιά της έτρεμε σαν ψάρι. Σαν ζύγωσε στο παράθυρο, την έπιασε ανατριχίλα. Ένοιωσε μαζί με τον αέρα, που ανακάτωνε τα μαλλιά της, που της ξεσκέπαζε το στήθος της, που έδερνε το πρόσωπό της με λύσσα, μια παράξενη, ανακατωμένη βοή. Γέλια, τρελά γέλια, ξεκαρδισμένα γέλια, έφταναν στ’ αυτιά της από μακριά, όλο περισσότερα, όλο δυνατότερα. Γέλια ατέλειωτα, ξεκαρδίσματα, σαν χάχανα ξελογιασμένης γυναίκας. Ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό να την πνίξει. Τα ήξερε τα γέλια αυτά. Τα ήξεραν όλες οι χήρες του νησιού. Όταν το κύμα της νοτιάς έσπαζε μες στις κουφάλες του Σταυρού, κάτω στο γιαλό, τα παράξενα, τα διαβολικά γέλια έφθαναν στα μισοούρανα. Οι καπετάνισσες τραβούσαν τα μαλλιά τους.
— Γελάει η Σκρόφα! Γελάει η ξελογιάστρα!
Έκλεισε με τρομάρα το παράθυρο. Τα γέλια την κυνηγούσαν ακόμα. Έπεσε στο σοφά σαν πεθαμένη.
— Αϊ-Νικόλα, λυπήσου με! αναστέναξε.
Μέσα στο βύθος της είδε τότε τον Άγιο με την άσπρη γενειάδα. Ζύγωσε στο σοφά πονετικός, σήκωσε το χλωμό χέρι του και της έβαλε τα δάχτυλα απάνω στα μάτια. Μια γλύκα παράξενη χύθηκε σ’ όλο της το κορμί. Αποκοιμήθηκε.
Η Σκρόφα, η ξελογιάστρα, γελούσε ακόμα, γελούσε ολοένα. Μα δεν την άκουσε πια, ούτε τώρα, ούτε ύστερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου