"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

῎Ας τολμήσουμε! Μαρία Σωτηρίου




βδομη ρα στή Γ´ Γυμνασίου, στήν πιό πειθάρχητη τάξη τοῦ σχολείου, στό τέλος μιᾶς ἡμέρας δύσκολης, φο τό αἴτημα γιά κδρομή εἶχε πορριφθε. πως περίμενα, βρέθηκα ἀντιμέτωπη μέ τήν κορυφωμένη ργή τῶν οὕτως λλως θυμωμένων μαθητῶν μου. «Γιατί νά μήν πᾶμε κδρομή;», πετάχτηκε μέ ἀναίδεια λένη. Καί σάν νά εἶχε δοθεῖ τό σύνθημα γιά γενική πίθεση, ρχισαν λα νά χειρονομοῦν καί νά φωνάζουν συγκράτητα:«Θά κάψουμε τά ἀπουσιολόγια!», «Θά σπάσουμε τά τζάμια!», «Θά σκάσουμε τά λάστιχα τοῦ Διευθυντῆ. Αὐτός ...». Οἱ φράσεις πού κολούθησαν δέν ταν μόνο πρεπες, τανε ως βλάσφημες. Τά κοίταζα μέ παγωμένο τρόμο στήν ψυχή. Αὐτά τά πλάσματα πού βριζαν ς καί τόν ἴδιο τόν Θεό δέν ταν παρά παιδιά μόλις 15 ἐτῶν. ταν τό αὔριο τοῦ κόσμου μας, κόσμος πού τοιμάζουμε. «Τί περιμένεις;», σχολίασε μελαγχολικά μία συνάδελφος, «Μήπως χουν σπίτια νά τά μεγαλώσουνε;». «Βλέπεις κι αὐτά πού ἔχουν...», πάντησε μέ πικρή εἰρωνεία μιά λλη. «Δέ βρίσκεις κρη μέ τά σημερινά παιδιά. Ἄμα γίνεις μάνα, θά καταλάβεις».

λη τήν μέρα προσπαθοῦσα νά καταλάβω. Μ᾽ αὐτό τό θλιβερό «γιατί;» τυχε νά περνῶ κεῖνο τό βράδυ ξω πό να στέκι, ὅπου συνάζονται οἱ φηβοι· γόρια καί κορίτσια ρουφούσανε μηχανικά τά καλαμάκια τους, ἐνῶ τά μάτια χαυνωμένα καί ρθάνοιχτα, μέναν προσηλωμένα στήν τεράστια θόνη τοῦ πέναντι τοίχου. «Κοίτα, ρέ. Αὐτή...», χυδαῖα σχόλια, πρεπες χειρονομίες, λάγνα βλέμματα. Κοίταξα φευγαλέα τό πίμαχο θέαμα. Κατάλαβα... Τό πιό δημοφιλές reality τῆς τηλεόρασης.

Κατάλαβα. Μετά τό τελευταῖο χτύπημα τοῦ κουδουνιοῦ, τά παιδιά μας θά φοιτήσουν σ᾽ ἕνα λλο σχολεῖο· να σχολεῖο πού δέν ξέρει πό διαλείμματα, πού δέν παιτε καμιά προσπάθεια. Ἀρκεῖ νά πατήσεις να μικρό κουμπί γιά νά ξεδιπλωθοῦνε οἱ μαγικές σελίδες του. Μάθημα πρῶτο: τό πιό δημοφιλές reality: νεαρά κορίτσια θά κυνηγήσουνε μέ κάθε τίμημα τό ὄνειρο μιᾶς ὀμορφιᾶς πού ξαργυρώνεται... Μάθημα δεύτερο: τό πιό δημοφιλές σήριαλ πού τά νόματα τῶν πρωταγωνιστῶν του μφανίζονται σέ φελες παρομοιώσεις στίς κθέσεις τῶν δεκατριάχρονων: μιά νεαρή παρέα κρύβει στούς δεσμούς τῆς «φιλίας» μοιχεῖες, πορνεῖες, ἐγκαταλείψεις παιδιῶν, θέμιτο χρῆμα, δολοπλοκίες, δολοφονίες· νοχα μυστικά πού θά καπηλευτοῦν στό νομα τοῦ τίτλου ,τι πιό γιο, γνό καί ερό ποθεῖ νθρώπινη ψυχή· Ἐδέμ! Τό ψέμα, μοιχεία, διαφθορά· δέμ! δικός μας Παράδεισος, πόλυτη ντιστροφή.

Καί τά δάχτυλα θά παίζουν στό τηλεκοντρόλ καί τά παιδιά μας θά ἀποκοιμηθον στό φῶς τῆς τηλεόρασης· καί τήν λλη μέρα στίς σχολικές τάξεις θ᾽ ἀγγίζουμε μές στίς ψυχές ρείπια:μιά σκέψη ναρκωμένη κι ὅλο τόν κόσμο γυρισμένο νάποδα. Κάθε ξία πού χει ς τώρα συντηρήσει τή ζωή θά ἐκμηδενίζεται ς λίθια μπροστά στό θλιβερό ντίστροφο: σωτερικός πλοῦτος μπροστά στήν πολυτοποίηση τῆς μορφις, τιμιότητα στό κυνήγι τοῦ εὔκολου κέρδους, σεβασμός στήν ἀναίδεια, φοσίωση τῆς γάπης στήν λευθεριότητα τῆς δονς, πίστη στόν Θεό στή λατρεία τῶν νθρώπινων εἰδώλων. νας ντεστραμμένος κόσμος, ἕνας λλος κόσμος, ἕνας κόσμος ξένος...

Κι ἐγώ, μιά ἁπλή, σήμαντη δασκάλα νά μοχθεῖ· πῶς ν᾽ νορθώσω τά κατεσκαμμένα μέσα τους; Πῶς νά παλέψω αὐτήν τήν τραγική δικτατορία τῆς εἰκόνας ἀφοῦ μες, οἱ μεγαλύτεροι, μες, οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς τους, ἐπιλέγουμε αὐτήν τή μαστρωπό νά δίνει στά παιδιά αὐτά πού δέν προφθαίνουμε; φο οἱ διοι μας λαγνεύουμε μ᾽ αὐτήν τή μαστρωπό, ρουφοῦμε συντροφιά μέ τά παιδιά μας τήν ποφορά τῶν σκουπιδιῶν της μέσα στό χῶρο τόν πανίερο τῆς προσωπικῆς μας ἐκκλησιᾶς, μέσα στό σπιτικό πού εὐλόγησε τό γιο μυστήριο τοῦ Θεοῦ;

«Δέ βρίσκεις κρη μέ τά σημερινά παιδιά. Τί περιμένουμε;». «Τί περιμένουμε;», ἀπάντησα παναλαμβάνοντας τό γνώριμο πογοητευμένο ρώτημα.«ταν τηλεόραση παίζει στά σπίτια μας μέρα καί νύχτα, τί νά περιμένουμε;». Μέ κοίταξαν μέ κπληξη οἱ συνάδελφοι. «Δέν χεις δικο», σχολίασε κάποιος σκεφτικά. «Μά, ς εἴμαστε ρεαλιστές. Μποροῦμε νά ζήσουμε καί χωρίς τηλεόραση».

χι, δέν μποροῦμε. Ἄς εἴμαστε ρεαλιστές. Δέν μποροῦμε, γιατί μᾶς πνίγει μοναξιά κι χουμε νάγκη νά βλέπουμε να πρόσωπο ἀνθρώπινο, στω καί πίσω π τό γυαλί· γιατί στά σπίτια μας χει πέσει σιωπή κι ἔχουμε νάγκη μιά λλότρια φωνή νά πνίξει τήν κραυγή τῆς ποξένωσης· γιατί τό σῶμα μας καί ψυχή μας περιφέρονται κατάκοπα, κι χουμε νάγκη νά ξεδώσουμε, νά δραπετεύσουμε στήν ἐλαφρότητα· γιατί εἶναι φόρητο νά δοῦμε μέσα μας κι χουμε νάγκη νά κοιτοῦμε ἔξω, σο πιό ξω γίνεται· γιατί μέ δύο λέξεις χουμε νάγκη πό ναρκωτικό νά μᾶς κοιμίζει τήν δύνη μας κι τηλεόραση εἶναι τό πιό εὔκολο, φθηνό, «ἀκίνδυνο» ναρκωτικό πού βρίσκουμε.

Δέν μποροῦμε λοιπόν. Ἀκόμα καί γιά τά παιδιά μας θυσία θά μᾶς τανε βάσταχτη, γιατί μᾶς λείπει γάπη, εἰρήνη, χαρά· τό ξυγόνο τῆς ζωῆς. γάπη· εἰρήνη· χαρά: Εἶπα αὐτές τίς λέξεις τίς εὐλογημένες μέσα μου κι αὐθόρμητα θυμήθηκα τό στίχο τῆς Γραφῆς· « δέ καρπός τοῦ Πνεύματός στιν γάπη, χαρά, εἰρήνη...». γάπη, χαρά, εἰρήνη· Παράκλητος. γάπη, χαρά, εἰρήνη· Θεός. Κι νιωσα νά φωτίζεται νοῦς καί καρδιά μου, παρξή μου λόκληρη...

χ, ν μπορούσαμε μᾶλλον ἄν ποφασίζαμε ν᾽ νοίξουμε μιά χαραμάδα μές στή φυλακή τοῦ κόσμου μας, νά λευθερώσουμε τό στριμωγμένο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· μιά λιαχτίδα στά θαμπά μας σύννεφα. χ, ν τοῦ δώσουμε τό λίγο, τό ἐλάχιστο τῆς ὕπαρξής μας, να μονάχα «ἐλθέ καί σκήνωσον». κενος γαπητικά, φιλόστοργα, σάν τότε τά ψωμιά, θά πολλαπλασιάσει τό λάχιστο, θά κάνει τό λίγο μας πολύ, πολύ: τήν μπειρία τοῦ Θεοῦ· κελάρυσμα χαρᾶς βαθειᾶς καί ρεμης, πλοχωριά γάπης· μπειρία τοῦ Θεοῦ φιλί ζωῆς στήν ρημία μας.

Τότε θά κλείναμε τήν τηλεόραση. Τότε δέν θά τολμούσαμε νά τήν ἀνοίξουμε μή μᾶς ληστέψει τή χαρά.

πάρχουν κάποιοι, κάποιοι ξενιτεμένοι τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μας πού ζοῦν δίχως τηλεόραση, πού τά παιδιά τους μεγαλώνουν σορροπημένα κι τραυμάτιστα. Εἶναι οἱ ξένοι, οἱ «ἀπόκοσμοι» κι μως οἱ πιό κοντά στόν κόσμο, οἱ πλησίον του· αὐτοί πού τόν κατανοοῦν βαθιά, γιατί βαθιά τόν ἀγαποῦν, γιατί γκαλιάζουν τό λεπρό του σῶμα μέ τόν πόνο τοῦ σταυροῦ. Εἶναι αὐτοί πού βλέπουνε μιά λλη τηλεόραση μέ τή συχνότητα τοῦ Πνεύματος, τίς ὀμορφιές τῆς θεϊκῆς δέμ.

κενοι μπόρεσαν. Τό πείραμα τοῦ Παρακλήτου στή ζωή τους πέτυχε. Ὅμως τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ξέρει διακρίσεις. κλιπαρε μέ παραπονεμένες οἰμωγές στά βάθη μας.

ς τό τολμήσουμε νά δοκιμάσουμε τή θέση καί τήν ρνηση, μφίδρομα· νά νοίξουμε τούς δέκτες τοῦ Θεοῦ, νά κλείσουμε τήν τηλεόραση. Νά κλείσουμε τήν τηλεόραση, ν᾽ νοίξουμε τούς δέκτες τοῦ Θεοῦ.

Σέ σα σπίτια κλείσει τηλεόραση, τόσα παιδιά θά χουνε δικαίωμα στήν παιδικότητα· τόσο κόσμος θά ἔχει δικαίωμα στήν ἐλπίδα. ς τό δοκιμάσουμε. Γιά τίς θάνατες ψυχές μας, γιά τήν γάπη τῶν παιδιῶν πού μεγαλώνουμε. ξίζουν, τους τό φείλουμε.

Πηγή:alopsis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου