"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

«ΕΣ ΤΗΝ ΕΥΚΗΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΪΑΣ»

 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ» ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

  • Κυκλοφόρησαν εὐρέως. Θεωροῦνται ἐπιβεβαιωμένες. Ἐδῶ ἁπλῶς μεταφέρονται. Εὐθύνη ἑκάστου ἡ κριτικὴ ἀξιολόγησή τους.

Συναδελφός μου στὸ γραφεῖο, μὲ ποντιακὴ καταγωγὴ καὶ καρδία μοῦ διηγήθηκε πὼς κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ ’90 παρακολουθοῦσε ἀργὰ τὸ βράδυ κρατικὸ κανάλι. Παρουσιαζόταν ἕνα ντοκυμαντὲρ γιὰ τὴν γενοκτονία τῶν Ποντίων καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ διάφοροι ἄνθρωποι κατέθεταν τὶς μαρτυρίες τους. Κάποια στιγμὴ μίλησε ἕνας γηραιὸς κύριος ποντιακῆς καταγωγῆς μὲ κατάλευκα μαλλιά. Ἦταν καθηγητὴς πανεπιστημίου. Αὐτὸς μὲ πολλὴ συγκίνηση εἶπε τὰ ἑξῆς:
«Ἀρκετὰ χρόνια πρίν, ὅταν ἤμουν πενηντάρης μιλοῦσα μὲ μιὰ θεία μου ποὺ ἦταν γιαγιὰ πιά. Μοῦ μιλοῦσε μὲ μεγάλο παραπονο γιὰ τὴν πατρίδα μας τὸν Πόντο καὶ γιὰ τοὺς προγόνους μας. Πάνω στὴν κουβέντα τῆς εἶπα πὼς σύντομα θὰ ἔκανα ταξίδι – προσκύνημα στὸν Πόντο. Κρεμάστηκε πάνω μου καὶ μὲ παρακάλεσε μὲ λυγμούς, ὅταν πάω νὰ τῆς κάνω ἕνα χατίρι. Μοῦ διηγήθηκε ἐπακριβῶς ποῦ βρισκόταν τὸ πατρικό της σὲ χωριὸ τοῦ Πόντου. Μοῦ ἐξήγησε μὲ λεπτομέρεια τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ χωριοῦ, τοὺς δρόμους καὶ μοῦ προσδιόρισε μὲ ἀκρίβεια τὴν θέση τοῦ σπιτιοῦ. Μοῦ εἶπε μόλις τὸ βρῶ νὰ ζητήσω ἀπ’ τοὺς Τούρκους ποὺ θὰ ἔμεναν πιὰ ἐκεῖ νὰ βροῦν ἕνα κασελάκι, ποὺ εἶχε κρύψει σὲ συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ παλιοῦ ἀρχοντικοῦ. Μοῦ περιέγραψε πλήρως τὸ κασελάκι καὶ τὸ τί περιεῖχε μέσα. Ἀσημικά, παλιὰ κοσμήματα, λίρες κλπ, ἕνα μικρὸ θησαυρὸ δηλαδή. Μοῦ εἶπε νὰ τὰ ἀφήσω στοὺς Τούρκους γιὰ ἀμοιβὴ ὑπὸ τὴν προϋπόθεση νὰ μοῦ δώσουν ἕνα κρεμαστὸ σταυρὸ ποὺ εἶχε μέσα τὸ κασελάκι. Αὐτὸς ὁ σταυρὸς ἦταν ὁ βαφτιστικὸς τοῦ μικροῦ παιδιοῦ της ποὺ τὸ ἔχασε κατὰ τὴν γενοκτονία. Αὐτὴ εἶχε γλιτώσει. Εἶχε γλιτώσει μόνο τὴν ζωή της, γιατὶ ἡ χαροκαμένη ψυχή της, μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει, πῶς πέρασε μέσα στὶς πικρὲς ἀναμνήσεις ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα.
Ἔσβησε τὰ παρακαλητὰ της μέσα στὰ δάκρυα καὶ τῆς ὑποσχέθηκα νὰ κάνω ὅτι θὰ περνοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι μου, ἀλλὰ μέσα μου δὲν εἶχα πολλὲς ἐλπίδες. Πράγματι ἔκανα τὸ ταξίδι, ἔκανα ὅτι ἐπιθυμοῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ μετὰ κατευθύνθηκα γιὰ τὸ χωριὸ τῆς θείας μου. Ἡ περιγραφὴ του ἦταν τόσο λεπτομερὴς ποὺ βρῆκα τὸ σπίτι πολὺ εὔκολα. Παλιὸ λιθόκτιστο δίπατο ἀρχοντικό. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μου ἀνοιξε ἔνας Τοῦρκος λίγο μικρότερος σὲ ἡλικία ἀπὸ ἔμενα. Εὐτυχῶς ἤξερε ἄπταιστα ἀγγλικά, γιατὶ ἐτύγχανε σεβαστὸ πρόσωπο τῆς δημοσίας διοικήσεως τῆς περιοχῆς μὲ μεγάλο ἀξίωμα (Νομάρχης;) καὶ μπορούσαμε νὰ συνεννοηθοῦμε πολὺ ἄνετα. Τοῦ διηγήθηκα μὲ λεπτομέρεια ὅ,τι μοῦ εἶχε πεῖ ἡ θεία μου. γιὰ μιὰ στιγμὴ ταράχθηκε καὶ μετά μοῦ εἶπε ἀποφασιστικά. Κοίτα νὰ δεῖς, τώρα καλύτερα νὰ φύγεις γιατὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ὁμοεθνεῖς μου στὸ σπίτι καὶ δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω ἐλεύθερα. Ξαναέλα τὸ ἀπόγευμα τὴν τάδε ὥρα, ποὺ θὰ εἶμαι μόνος νὰ τὰ ποῦμε καλύτερα. Πράγματι ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε καὶ ὅταν ξαναπῆγα, μὲ ὑποδέχθηκε μέσα στὸ σπίτι πιά. Ἀφοῦ ἤπιαμε τὸν καφέ, χωρὶς νὰ μιλήσει, ἔφυγε ἀπ΄ τὸ δωμάτιο ὑποδοχῆς καὶ σὲ λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στὰ χέρια του τὸ κασελάκι τῆς θείας μου. Κυριολεκτικά μοῦ ἔπεσε τὸ φλιτζάνι τοῦ καφὲ ἀπ’ τὰ χέρια
-Ὥστε τὸ βρήκατε ἤδη, ψέλλισα σαστισμένος.
-Ναί, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ εἶμαι σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι. Πάρε το. Πιστεύω ὅτι σοῦ ἀνήκει, προσέθεσε.
-Μὰ δὲν τὸ θέλω, εἶπα διστακτικά. Μόνο τὸ σταυρουδάκι θέλω. Αὐτὸ μόνο ζήτησε ἡ θεία μου. Σᾶς παρακαλῶ, κρατῆστε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα.
-Κοίτα νὰ δεῖς, εἶπε θυμωμένα. Θὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ. Τόσα χρόνια τὰ φύλαγα, μέχρι ποὺ ἦρθες ἐσύ. Στὴ θεία σου ἀνήκουν. Νὰ τῆς τὰ πᾶς.
-Μά, τὸ σταυρουδάκι, ψέλλισα φοβισμένα
Τότε μὲ μιὰ κίνηση ἄνοιξε τὸ πουκάμισό του καὶ φάνηκε κρεμασμένο στὸ λαιμό του τό σταυρουδάκι.
-Αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σ᾽ τὸ δώσω. Δὲν μπορῶ, γιατὶ εἶναι δικό μου
Πραγματικὰ ζαλίστηκα. Δεν καταλάβαινα τί ἐννοοῦσε.
-Εἶναι δικό μου. Ἄκουσες; Εἶπε δυνατά. Εἶναι δικό μου, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι τὸ παιδί, ποὺ ἔχασε ἡ θεία σου πρὶν σαράντα χρόνια.
Ἔμεινα να τὸν κοιτῶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Βούρκωσα. Ἦταν ὁ χαμένος μου ξάδερφος. Ἔπεσα στὴν ἀγκαλιὰ του καὶ τὸν ἔσφιξα. Ἔκλαιγα μὲ ἀναφιλητά. Τὸ ἴδιο καὶ αὐτός. Ὅταν συνήλθαμε, μοῦ εἶπε:  «Δὲν ἤξερα ὅτι ἡ μητέρα μου ἔζησε. Ἔμεινα πίσω. Ἄλλοι Τοῦρκοι πήρανε τὸ σπίτι καὶ μὲ μεγαλώσανε σὰν παιδί τους. Τώρα εἶναι πεθαμένοι. Ἔχω τὴν δικιά μου οἰκογένεια ἐδῶ πιά». Τοῦ ζήτησα νὰ μὲ ἀκολουθήσει στὴν Ἑλλάδα. Νὰ δεῖ τὴν μάνα του. Ἀρνήθηκε. «Δὲν μπορῶ να γυρίσω πιά. Τὰ παιδιά μου ἔχουν μεγαλώσει. Εἶναι ἀξιωματικοὶ στὸν τουρκικὸ στρατό. Καὶ σὲ ὑψηλὲς θέσεις. ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. (σημ.: ἀπ᾽ τὴ συνέχεια τῆς διηγἠσεως θὰ φανεῖ ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ψευδόταν γιὰ νὰ προφυλάξει τὰ παιδιὰ του).
-Ἂν φύγω στην Ἑλλάδα, τὰ παιδιά μου μπορεῖ να πάθουν κακὸ ἐδῶ. Δὲν πρέπει νὰ ἔχω καμία σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα.
Ἐπέμενα καὶ τὸν παρακάλεσα νὰ ἔρθει τουλάχιστον ἕνα ταξίδι σὰν τουρίστας καὶ νὰ ἐπωφεληθεῖ γιὰ να δεῖ τὴ μάνα του καὶ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς του.
-Δὲν γίνεται, μοῦ ἀπάντησε. Γιὰ νὰ καταλάβεις, ἐδῶ ἔχω μεγάλη δημόσια θέση. ΣΑΝ ΕΜΕΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΕΔΩ. ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΕΧΩ. ΜΕ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ. Ἂν πάω στὴν Ἑλλάδα, θὰ δώσω στόχο ὅτι κάτι συμβαίνει καὶ θὰ κινδυνέψουν καὶ ἄλλοι. (Σημ. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται, ὅτι ταυτόχρονα μὲ τὸ ἀξίωμά ποὺ κατεῖχε σὰν Τοῦρκος, ἦταν καὶ τοπικὸς ἡγέτης τῶν ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ. Τὸ πιθανότερο ἦταν καὶ τὰ παιδιὰ του νὰ τὸ γνωρίζανε ἀλλὰ προφυλάσσονταν ἐξαιρετικά).
-Νὰ δώσεις πολλὰ φιλιὰ στὴ μάνα μου. Νὰ μὴ λυγίσει. Νὰ κάνει ὑπομονή. Νὰ τῆς πεῖς ὅτι θὰ συναντηθοῦμε στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Ἀγκαλιαστήκαμε καὶ πάλι καὶ χωρίσαμε δακρυσμένοι. Ἐπέστρεψα στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔτρεξα ἀμέσως μὲ τὸ κασελάκι στὴν θεία μου, γιὰ νὰ τῆς τὸ δείξω καὶ να τῆς πω τὰ φοβερὰ νέα. Ἀλλά τί δυσαρέστη ἔκπληξη μὲ περίμενε! Οἱ συγγενεῖς μου, μοῦ διηγήθηκαν, πὼς λίγο μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου γιὰ τὴν Τουρκία, ἡ θεία μου ἄφησε τὴν τελευταία της πνοή. Ἴσως ὁ καλὸς Θεὸς τὴν πῆρε κοντὰ του γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει ὅτι τόσα χρόνια ζοῦσε τὸ παιδάκι της καὶ αὐτὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει στὴν ἀγκαλιά της. Μὲ ἀρκετὰ δάκρυα εἶχε ματώσει τὴν καρδία της, τόσο καιρό. Δὲν θὰ ἄντεχε νὰ ἀκούσει κάτι τέτοιο.


  • Ὁ ἴδιος συνάδελφός μου διηγήθηκε καὶ τὴν παρακάτω μικρὴ ἱστοριούλα:

Πρὶν λίγα χρόνια ἕνα γκρουπ ἀπ᾽τὸ χωριὸ του (Μεσοποταμία Καστοριᾶς – προσφυγικὸ χωριὸ Ποντίων) πῆγε ταξίδι – προσκύνημα στὸν Πόντο. Ὅταν ἔφτασαν μὲ τὸ λεωφορεῖο, ἔκαναν στάση σὲ ἕνα κεφαλοχώρι καὶ πεζοὶ περιηγοῦνταν σὲ διάφορα σημεῖα, πλατεῖες μὲ παλιὰ σπίτια, ἐκκλησίες κλπ. Φοβήθηκαν λίγο, γιατὶ τοὺς ἀκολουθοῦσε συνέχεια ἕνας γηραιὸς Τοῦρκος. Μάλιστα τοὺς φώναζε κάτι στὰ Τουρκικά. Δὲν καταλάβαιναν καὶ ὑπέθεσαν πὼς τοὺς προκαλοῦσε. Δὲν ἀπαντοῦσαν γιὰ νὰ μὴ γίνει τίποτε. Πολλὰ μάτια ἦταν καρφωμένα συνέχεια πάνω τους ἀπ᾽ τὰ γύρω καφενεῖα. Ὅταν πῆγαν σὲ μιὰ ἐρειπωμένη ἐκκλησία, ὁ γερο- Τοῦρκος τοὺς ἀκολούθησε, ἀλλὰ στεκόταν μὲ σεβασμὸ τουλάχιστον μέσα στὸ ναό. Ὅταν βγῆκαν, τοὺς ἀκολούθησε καὶ συνέχιζε νὰ τοὺς ἐπιτιμᾶ δημόσια. Εἶχε καὶ μιὰ ἄγρια φυσιογνωμία, ποὺ τοὺς τρόμαζε πολύ. Ἔμειναν συνέχεια ὅλοι μαζὶ καὶ μερικὲς γιαγιάδες σταυροκοπήθηκαν νὰ μὴ χειροτερέψει ἡ κατάσταση. Μὰ μόλις ἔγινε αὐτό, ἔμειναν ἔκπληκτοι, γιατὶ ὁ Τοῦρκος μετὰ μόνο τοὺς ἀκολουθοῦσε, χωρὶς να φωνάζει πιά. Ἀλλὰ ἡ ἐκπλήξη κορυφώθηκε καὶ μετατράπηκε σὲ συγκίνηση, ὅταν μπῆκαν ξανὰ στὸ λεωφορεῖο γιὰ νὰ φύγουν. Λίγο προτοῦ κλείσει ἡ πόρτα, πετάχτηκε ξαφνικὰ μέσα ὁ γερο-Τοῦρκος καὶ τοὺς εἶπε δακρυσμένος μὲ γνήσια ποντιακὴ προφορά: «ΕΣ ΤΗΝ ΕΥΚΗΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΪΑΣ». Μετὰ κατέβηκε γρήγορα. Τὸ λεωφορεῖο ἔφυγε, μὲ τοὺς συγκλονισμένους ἐπιβάτες νὰ κοιτοῦν πρὸς τὰ πίσω καθὼς χανόταν μέσα στὴ σκόνη ἡ ἡρωϊκὴ φιγούρα τοῦ γερο-Ποντίου.

http://christianvivliografia.wordpress.com

1 σχόλιο: