του Αρχιμ. Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου
Ιεροκήρυκος Καθεδρικοού Ναού Αθηνών
από το βιβλίο «Σύγχρονες Πνευματικές Μορφές»,
Έκδοσις Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας, 2009
Σπουδαία προσωπικότης της Ελλαδικής Εκκλησίας υπήρξεν ο αείμνηστος Διονύσιος Φαραζουλής κατά την δευτέρα δεκαετία του 20ου αιώνος. Το πνευματικό του έργον, το όποιον επετέλεσεν εντός ολίγων ετών, διότι ο Θεός τον επήρεν εις την επουράνιον Βασιλείαν Του εις ηλικίαν μόλις 38 ετών, ήταν πράγματι θαυμαστό.
Ο αοίδιμος γεννήθηκε στο Αίγιο το 1882 από αρχοντική, ευσεβή και πολύτεκνη οικογένεια, η οποία του γνώρισε «από βρέφους τα ιερά γράμματα». Αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην ιδιαιτέρα του πατρίδα ήλθε στην Αθήνα και ενεγράφη στην Νομική Σχολή.
Αργότερα μετεγράφη στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου με τον πόθο να υπηρετήσει τον Κύριον και να εργασθεί προς δόξαν του αγίου Ονόματος Του. Περισσότερον από τα επιστημονικά έργα μελετούσε την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας. Ως τριτοετής φοιτητής, μάλιστα, άρχισε να κηρύττει τις Κυριακές σε διαφόρους μικρούς Ναούς των Αθηνών και οι ακροατές του αμέσως τον εξετίμησαν, θαυμάζοντες την φυσική ευφράδεια του, την ταπεινοφροσύνη και το αγωνιστικόν του φρόνημα.
Το 1907 ανηγορεύθη διδάκτωρ της θεολογίας με τον βαθμόν «άριστα» και την 17ην Μαρτίου 1908 εκάρη Μοναχός στην ιστορική Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και τον Μάϊο του ιδίου έτους χειροτονήθηκε Διάκονος στον μικρό Ναό του Νοσοκομείου της πόλεως Αιγίου. Τον Δεκέμβριο του 1912, σε ώριμη ηλικία των 31 ετών, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στον Ναό του Αγίου Γεωργίου (Καρύτση) από τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεο και συνέχισε τα φλογερά του κηρύγματα. Κήρυττε στον ιστορικό Ιερό Ναό της Χρυσοσπηλαιωτίσσης, όπου ο λαός του Θεού τον αγάπησε και τον παρακολουθούσε τακτικότατα γιατί πραγματικά ένοιωθε να οικοδομείται και να καλλιεργείται πνευματικά από τον δόκιμο αυτό κήρυκα του Ευαγγελίου του Χριστού.
Τον Φεβρουάριο του 1919 μετετέθη από την Χρυσοσπηλιώτισσα, και διορίσθηκε από τον Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιον Γ', ως τακτικός ιεροκήρυξ στο Ναό του Αγίου Γεωργίου (Καρύτση), από όπου είχε ξεκινήσει ως Διάκονος. Όμως ο Μητροπολίτης Μελέτιος την 1ην Ιανουαρίου του 1920 τον μετέθεσε στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών για να παρακολουθούν περισσότεροι άνθρωποι τα κηρύγματα του.
Ο πρώτος άμβων της χώρας πραγματικά είχε μεγάλο ιεροκήρυκα να κηρύττει λόγον Θεού και να καλλιεργεί ψυχές πού συνέρρεαν για να τον ακούσουν. Στον Ναό αυτό, την Κυριακή της Απόκρεω, πού συνέπεσε και η εορτή της Υπαπαντής, 2 Φεβρουαρίου 1920, ο π. Διονύσιος κήρυξε για τελευταία φορά. Παρ' ότι ήτο πολύ αδιάθετος, ωμίλησε το πρωΐ και στις δυο Θείες Λειτουργίες. Το απόγευμα με πυρετό εκήρυξε πάλιν. Διησθάνθη το τέλος του και ωμίλησε περί Δευτέρας Παρουσίας. Στο μέσον διέκοψε την τελευταία ομιλία του με τους λόγους: «Εύχεσθε λοιπόν πάντες, όπως έχωμεν τέλη ειρηνικά και καλήν απολογίαν».
Από το βράδυ της ημέρας αυτής ησθένησεν από γριπώδη πνευμονία και η καρδία εξαντλήθηκε. Την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου, αφού είπε τρεις φορές το «Μνήσθητί μου, Κύριε», παρέδωσε την αγία ψυχήν του στους αγγέλους να την μεταφέρουν στα ουράνια σκηνώματα. Ο π. Διονύσιος εκοιμήθη.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι πολλά εγκωμιαστικά άρθρα δημοσιεύτηκαν και στον ημερήσιο Τύπο της εποχής. Η εφημερίς «Αθήναι» της 25-2-1920 έγραφε:
«Ο θάνατος του ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως αρχιμανδρίτου Διονυσίου Φαραζουλή, έδωσεν αφορμήν χθες να σφυγμομετρηθή το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού. Ο αποθανών κήρυξ του θείου λόγου δεν ήτο μόνον Ο ευπαίδευτος κληρικός, ο γνωρίζων μετά χαρακτηριστικής απλότητας ν' αναλύη την αλήθειαν των ευαγγελικών ρητών. Ήτο περισσότερον η εμπνευσμένη διάνοια, η θερμή πνοή, και προ πάντων ήτο ο παρατηρητικός νους, ο γνωρίζων να εξάγη ηθικά συμπεράσματα από την γύρω κοινωνικήν ζωήν. Το κήρυγμα του ήγγιζε τα μάλλον ευαίσθητους χορδάς της καρδίας του. Ο δε βίος του ήτο το ευγλωτότερον παράδειγμα. Χιλιάδες κόσμου, τας οποίας είχε κατηχήσει προς την οδόν της ψυχικής αναπλάσεως, έκλαιον χθες ως εάν επρόκειτο περί προσφιλούς των οικείου, και αι χιλιάδες αυταί συνώδευαν το λείψανον του εκλιπόντος ιερωμένου μέχρι του τάφου».
Ειδικότερα για τον π. Διονύσιο ως ιεροκήρυκα αξίζει να αναφέρουμε και το έξης περιστατικό:
Η πρώτη του επίσημος εμφάνισις και δοκιμασία ως ιεροκήρυκας έγινεν εις τον Ί. Ν. Ζωοδόχου Πηγής (οδού Ακαδημίας). Ήσαν οι πρώτοι μήνες του 1908. Ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος (Μηνόπουλος), προκειμένου να του δώσει άδεια κηρύγματος, εξεδήλωσε την διάθεση να τον κείρη αναγνώστη και με την ευκαιρία αυτή να τον ακούσει και κηρύττοντα. Ο Μητροπολίτης λειτουργούσε στον μνημονευθέντα ναό. Όταν μετά το Ευαγγέλιο παρηκολούθησε από την ωραία Πύλη το κήρυγμα του νεαρού αναγνώστου, συνηρπάγη ολόκληρος και με βαθύτατο θαυμασμό ανεφώνησε προς τον π. Ευσέβιο Ματθόπουλο, ο όποιος παρίστατο εις το ιερό Βήμα: «Νέος Μηνιάτης».
Όπως έλεγον, η φωνή του ήταν γλυκεία. Η απαγγελία του ρέουσα, διαυγής και ζωντανή. Προικισμένος με μνήμην εξαιρετική, ημπορούσεν ευχερέστατα να απομνημονεύει τους λόγους του: Γράφει ο βιογράφος του αρχιμανδρίτης π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος: «Δεν ήτο κήρυγμα απλούν ο λόγος του π. Διονυσίου. Ήτο μάλλον μία ιερά ανακοίνωσις, μία μυσταγωγία, η οποία εχειραγώγει τον νουν των ακροατών εις το ύψος των θείων αληθειών και έθετε αυτούς εις επικοινωνίαν με τον ίδιον τον Θεόν. Δεν ηυχαρίστει μόνον δια των κηρυγμάτων του, ούτε προεκάλει αισθήματα παροδικά και εφήμερα. Όταν εκήρυττε, ηλέκτριζε, συνήρπαζε, ηχμαλώτιζε προς τον Χριστόν τας ψυχάς. Ήνοιγε μάτια και αυτιά κλεισμένα προς την αλήθειαν, αφύπνιζε συνειδήσεις, ενέπνεε, εθέρμαινε, εφώτιζε τας ψυχάς με το άπλετον φως του Ευαγγελίου». Τα θέματα του αντλούσε ο π. Διονύσιος από την Αγίαν Γραφήν. Ένα δε από τα προσφιλέστατα θέματα του ήταν το περί μετανοίας. Πολλάκις έκλεινε το κήρυγμα του συνιστών αποφασιστική μετάνοια και ειλικρινή εξομολόγησιν.
Εκ των κηρυγμάτων του δημοσιεύθησαν οι λόγοι του εις την Μ. Παρασκευήν και τα συγγράμματα «Ερμηνεία της Κυριακής Προσευχής», «Χριστιανική οικογένεια» και «Ομιλίαι περί Ηθικής και Σωφροσύνης».
Αξίζει να αναφέρουμε τί έγραψαν γι' αυτόν τα τελευταία χρόνια δύο γνωστοί λογοτέχνες. Ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς στην εφημερίδα «Εστία» της 9-1-1960 έγραψε:
«Αν υπάρχη ανάγκη ιεροκηρύκων στην ύπαιθρο, δεν συζητείται! Είναι σαν να ρωτάμε, αν χρειάζωνται ιεραπόστολοι στην ζούγκλα. Υπάρχει ανάγκη ανθρώπων, πού να εξημερώσουν τ' αγρίμια, να σταλάζουν στις ψυχές τους ανθρωπινώτερα αισθήματα. Το χριστιανικό κήρυγμα είναι από τα πιο κατάλληλα γι' αυτή τη δουλειά. Αλλά πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι, πού να μπορούν να το κάμουν με τον συναρπαστικό τρόπο του αειμνήστου Διονυσίου Φαραζουλή, του ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως, κατά το 1919, πού όταν πέθανε - νεώτατος, δυστυχώς - όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα τον εθρήνησε από τα βάθη της καρδιάς του, τον επένθησε ειλικρινέστατα κι' ένοιωσε το αληθινά δυσαναπλήρωτο κενόν, πού άφινε. Ήξερε να μιλή ζωντανά αυτός - να καθηλώνη τον ακροατή του, να τον συγκινή».
Επίσης ο λογοτέχνης Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος έγραψε στις 12-6-1960 στην έφημ. «Ελευθερία»:
«Θυμάμαι το Διονύσιο Φαραζουλή, τον πρόωρα χαμένο. Εκείνο το χλωμό πρόσωπο, το γεμάτο αληθινή κατάνυξη, πού μιλούσε κάθε Κυριακή. Με πόση ζέστα, με πόση λιτότητα, με πόση γνώση, με πόση ευφυΐα έπαιρνε τα θέματα της κάθε στιγμής και τα έκανε κήρυγμα! Και με πόση προσοχή τον παρακολουθούσαν, όχι ανόητα γραΐδια και χλωρωτικοί νεανίσκοι. Όχι οι «θεοφοβούμενοι», οι εξωντωμένοι από υποκρισία, όχι εκείνοι με το βλακώδες ύφος, αλλά οι καλλιεργημένοι, οι ανήσυχοι, με τους δισταγμούς, με τις αντιρρήσεις, με τ' αντεπιχειρήματα, οι άνθρωποι της επιστήμης, της τέχνης».
Ο επιτυχέστερος βέβαια χαρακτηρισμός για το κήρυγμα και τον άνδρα είναι εκείνος του αειμνήστου Χρυσοστόμου (Παπαδοπούλου), Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Καθηγητού Πανεπιστημίου πού αποδεικνύει την προσωπικότητα του: «Ο ιεροκήρυξ Διονύσιος Φαραζουλής ό,τι ελεγεν, ήτο όπερ αυτός επίστευε και αυτός έζη... Οι ακροαταί του δεν εχώριζον τα λεγόμενα του από της προσωπικότητας του... Και έπειθε, διότι ο ίδιος ήτο πεπεισμένος περί των διδασκομένων».
πηγή:www.zoiforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου