"Νὰ ὑπομείνωμεν καὶ νὰ ὑπομένωμεν ἀγογγύστως τὴν βουλὴν καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ καρδίαν πιστεύουσαν καὶ ἐντελῶς εἰς αὐτὸν παραδεδομένην, νὰ λέγωμεν καὶ νὰ ἐπαναλέγωμεν: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου" .
«ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ»
ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Διὰ τῆς εὐχῆς ταύτης: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου», εὐχόμεθα ἀκόμη καὶ ζητοῦμεν, ἵνα μᾶς χορηγῆ ὁ Θεὸς ὑπομονὴν εἰς τὰς διαφόρους θλίψεις καὶ περιπετείας τοῦ βίου. Διότι πολλάκις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ἡμᾶς εἶναι νὰ δοκιμάσωμεν ποικίλας θλίψεις ἐν τῷ βίῳ ἡμῶν. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἰς πολλὰς περιστάσεις δι᾿ ἡμᾶς εἶναι νὰ πίωμεν ἀκόμη καὶ πικρὰ ποτήρια καὶ νὰ ὑποστῶμεν δοκιμασίας, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἐνίοτε, καθὼς βλέπομεν, σχίζεται ἡ καρδία τῶν ἀνθρώπων. Ναί, ὁ Θεὸς πολλάκις θέλει νά διέλθωμεν διὰ πολλῶν θλίψεων πρὶν ἤ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν βασιλείαν του, θέλει νὰ δοκιμασθῶμεν.
Τί πρέπει λοιπόν ἡμεῖς νὰ κάμωμεν εἰς τοιαύτας περιστάσεις; Νὰ γογγύσωμεν καὶ νὰ παραπονεθῶμεν; Νὰ ἐμπέσωμεν εἰς πικρὰν ἀπογοήτευσιν καὶ νὰ βυθισθῶμεν εἰς τὸ πέλαγος τῆς ἀπελπισίας; Νὰ καταστήσωμεν ὀδυνηρὰς τὰς ἡμέρας τοῦ βίου μας καὶ νὰ ποθήσωμεν, ἵνα ἔλθη τὸ ταχύτερον τὸ τέρμα τῆς ἐπιγείου σταδιοδρομίας μας, καθὼς κάμνουν πολλοὶ ἀτυχεῖς ἐκ τῶν ἀγνοούντων ἀνθρώπων; ῎Οχι, ὄχι. Μὴ γένοιτο! ᾿Αλλὰ τί λοιπόν; Νὰ ὑπομείνωμεν καὶ νὰ ὑπομένωμεν ἀγογγύστως τὴν βουλὴν καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ καρδίαν πιστεύουσαν καὶ ἐντελῶς εἰς αὐτὸν παραδεδομένην, νὰ λέγωμεν καὶ νὰ ἐπαναλέγωμεν: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Ναί. ῎Οχι μόνον ὅταν εὐτυχῆς, ἀλλὰ καὶ ὅταν δυστυχῆς, ἀδελφέ μου, ἔχεις καθῆκον νὰ λέγης πρὸς τὸν Θεόν: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Καὶ ὅταν τὰ νέφη τῶν θλίψεων ἐπικάθηνται ἐπὶ τοῦ ὁρίζοντος τῆς οἰκογενείας σου καὶ βλέπης τὴν ἀσθένειαν καὶ τὸν θάνατον νὰ εἰσορμᾶ εἰς τὸν οἶκον σου, ὅταν εὑρίσκεσαι εἰς τὴν σκληρὰν ἀνάγκην νὰ ἀποχωρίζεσαι ἀπὸ τὰς προσφιλεστέρας διὰ σὲ ὑπάρξεις καὶ νὰ συνοδεύης νεκροὺς πρὸς τὸν τάφον ἐκείνους, ἐπὶ τῶν ὁποίων πολλὰς καὶ χρυσᾶς ἐστήριξες ἐλπίδας, καὶ τότε ἔχεις καθῆκον νὰ λέγης: «Θεέ μου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Καὶ ὅταν αἱ καταιγίδες τοῦ βίου πνέουν σφοδραί, καὶ τὰ κύματα τῆς καθημερινῆς βιοπάλης σὲ περικυκλώνουν, καὶ βλέπης τὸν ἑαυτόν σου μέσα εἰς τὴν ταλαιπωρίαν καὶ τὸν πόνον καὶ ἀρχίζης νὰ δακρύης καὶ νὰ στενάζης, καθ᾿ ὅν χρόνον μάλιστα θὰ ἀκούης ἴσως ἄλλους νὰ χαίρουν καὶ νά ἀπολαύουν τῶν εὐχαριστήσεων τῆς ζωῆς, ὤ! Καὶ τότε σύ, Χριστιανὲ ἀδελφέ, καθῆκον ἔχεις νὰ κλίνης τὰ γόνατα, νὰ κύπτης τὸν εὐχένα, νὰ κινῆς τὴν γλῶσσαν, καί, μέ καρδίαν πιστεύουσαν καὶ ἀφοσιωμένην εἰς τὸν Θεόν, νὰ παρακαλῆς διὰ νὰ δίδει ὁ Θεὸς ὑπομονὴν καὶ καρτερίαν, ὥστε νὰ λέγης: «Θεέ μου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου. ᾿Αφοῦ σύ, Κύριέ μου, τὸ θέλεις καὶ τὸ διατάσσεις, ἀφοῦ σύ, ὁ Πατὴρ τῆς ἀγάπης, τὸ ἐπιτρέπεις καὶ μοῦ τὸ στέλλεις, τὸ δέχομαι καὶ δὲν ἀντιλέγω. ῎Ας γίνη ὅ,τι θέλεις καὶ ὅπως τὸ θέλεις. Γενηθήτω τὸ θέλημά σου»
᾿Από τό βιβλίο: ᾿Αρχιμ. Διονυσίου Φαραζουλῆ: «῾Ερμηνεία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς». σελ. 66. 67, ἐκδ. «Ζωῆς».
᾿Αντιγραφή: ᾿Οδυσσεύς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου