"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

῞Οσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι (Μαρία Κατσουνάκη)



Φωτογραφία μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, ἡ φιλόλογος καθηγήτρια μέ τούς μαθητές της...


Η Ματίνα ήταν φιλόλογος σε δημόσιο γυμνάσιο, σε μια μέση, μάλλον υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Oπως πολλοί άλλοι συνάδελφοί της, σηκωνόταν κάθε πρωί για να ασκήσει το λειτούργημά της, με αγωνία και έγνοια για το μάθημα, έριχνε μάλιστα και μια τελευταία ματιά στο βιβλίο πίνοντας τον πρωινό καφέ της. Τα βράδια και οι μέρες της δεν θα τροφοδοτούσαν ποτέ ένα δημοσιογραφικό αφήγημα, δελτίο ειδήσεων ή στήλη περιοδικού. Ηταν ένας μέσος, κανονικά εργαζόμενος, έντιμος άνθρωπος, με υψηλό αίσθημα ευθύνης, ευαισθητοποιημένος κοινωνικά, με σταθερές απόψεις για τον κλάδο της και τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες απόψεις υπερασπιζόταν με σθένος. Ηταν ήσυχη, απόλυτα νομοταγής, εντελώς ξένη στο μοντέλο «τα λεφτά τα φάγαμε όλοι μαζί». Ενας συνεπής, δοτικός δημόσιος λειτουργός, με μόνη απασχόληση το σχολείο, χωρίς αφορολόγητα επιπλέον ιδιαίτερα μαθήματα, που έβλεπε τον μισθό του να συρρικνώνεται, κάποιους συναδέλφους της να αγκομαχούν και κάποιους όχι. Ηταν μέλος μιας ανώνυμης, ευσυνείδητης, αξιοπρεπούς, προβληματισμένης –όχι προβληματικής– κοινότητας (δεν έχει καταμετρηθεί και ούτε πρόκειται να καταμετρηθεί ποτέ), που αποτελεί τη στέρεη ραχοκοκαλιά κάθε κοινωνίας.


Την περασμένη Τετάρτη, μια μέρα όπως κάθε μέρα, η Ματίνα ετοιμαζόταν για το σχολείο της, αλλά όλα έμειναν στη μέση. Πέθανε από ανακοπή στα 53 της. Δεν θα μείνουμε στον θάνατο ούτε στον θρήνο της οικογένειας, των φίλων, των συναδέλφων της. Οι ανατροπές, το στιγμιαίο πάγωμα της ζωής, η απροκάλυπτη όψη του τραγικού δεν λείπουν από το βιογραφικό κανενός (σχεδόν). Στην κηδεία της, το νεκροταφείο πλημμύρισε (δεν είναι σχήμα λόγου) από μαθητές. Εφηβους με μαύρα μπλουζάκια, που κρατούσαν ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι. Διέσχισαν τη μισή Αθήνα για να φτάσουν από τη γειτονιά τους στο A΄ Nεκροταφείο. Αυτά τα παιδιά, της απαξιωμένης δημόσιας εκπαίδευσης, Ελληνες και αλλοδαποί μαζί, πορεύθηκαν σεβαστικά, συντεταγμένα, θλιμμένα, επιβάλλοντας, με αξιοζήλευτο ήθος, μεταξύ τους, την τάξη. Eνα κινητό που χτύπησε μέσα στην εκκλησία παραλίγο να προκαλέσει σύρραξη από τους γύρω ομηλίκους. Μαθητές γυμνασίου και λυκείου, μαζί, αποχαιρέτισαν την καθηγήτριά τους με λίγα λόγια. Αυτά που ήξεραν και μπόρεσαν να πουν. Καλογραμμένα, λίγο αμήχανα και τρακαρισμένα, μίλησαν για το ταξίδι, τη μνήμη που δεν χάνεται, την αγάπη και τη γνώση που κερδήθηκαν, ζέσταναν και ακολουθούν. Στο τέλος, οι φωνές τους έσπασαν, μαζί με τη φωνή της καθηγήτριας και φίλης με την όποια έπεσε η αυλαία.

Η παρουσία των μαθητών ήταν καταλύτης. Εδωσαν στη ζωή και στον θάνατο το μερίδιο που τους αναλογεί. Στο ύστατο «αντίο» ενός ανώνυμου εκπαιδευτικού κλείδωσε μια σχέση που αθόρυβα και επίπονα οικοδομήθηκε και θα εξακολουθεί να οικοδομείται. Μια σχέση ειλικρίνειας, διαθεσιμότητας, αφοσίωσης. Οσο υπάρχουν άνθρωποι, όσο υπάρχουν καθηγητές και δάσκαλοι που αφήνουν χνάρι, θα ξέρουμε πού να στραφούμε, τι να σκεφτούμε όταν η πολιορκία στενεύει και οι απώλειες πυκνώνουν.

Κάθε Ματίνα που φεύγει δεν χάνεται.
 
(Πηγή: "Καθημερινή" 2/10/10)















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου