Νάρκη εἰς τὰ θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ἀποτελοῦν ἡ νεοπατερικὴ καὶ ἡ μεταπατερικὴ θεολογία, διότι ἡ μὲν πρώτη διακηρύσσει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται, ἁπλῶς τὰ κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ νὰ ἐντοπίζεται τὸ «πνεῦμα» των καὶ νὰ μεταφέρεται εἰς τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας (ἤτοι πῶς θὰ ὡμίλουν οἱ Πα- τέρες τῆς Ἐκκλησίας διὰ σύγχρο- να θέματα), ἡ δὲ δευτέρα θεωρεῖ ὅτι δὲν μᾶς χρειάζονται πλέον οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔζησαν εἰς ἄλλας ἐποχὰς καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν δύνανται νὰ μᾶς βοηθήσουν, διότι εἰς τὴν ἐποχήν των ἦσαν ἄλλα τὰ ὀντολογικὰ καὶ κοσμολογικὰ ἐρωτήματα. Αἱ ἀπόψεις αὗται εἶναι αἱρετικαί, διότι οὐσιαστικῶς ἀμφισβητοῦν τὴν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, ἡ ὁποία τονίζει ὅτι «πᾶσα ἡ ἀλήθεια» ἀπεκαλύφθη ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς.
Τὰ ἀνωτέρω ἐπισημαίνει εἰς τεκμηριωμένην ἀνάλυσίν του «περὶ τῆς νεοπατερικῆς, μεταπατερικῆς καὶ συναφειακῆς “θεολογίας”» ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος.
Τὴν ἀνάλυσιν, ἡ ὁποία στηρίζεται εἰς κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὴν ἀντιαιρετικὴν Παλαμικὴν Θεολογίαν τὴν ἔκαμνεν ἀρκετὰς ἑβδομάδας μετὰ τὸ συνέδριον τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος.
Τὴν ἀνάλυσιν αὐτὴν (ὑπὸ ἡμερομηνίαν 2α Αὐγούστου) ὁ «Ο.Τ.» δὲν εἶχε δημοσιεύσει, διότι τὴν προαναφερομένην ἡμερομηνίαν ὥδευε πρὸς τὸ πιεστήριον διὰ τὴν ἔκδοσιν τοῦ φύλλου πρὸ τῶν θερινῶν διακοπῶν.
Μετὰ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γλυφάδας κ. Παύλου πρὸς τὴν Ἱεραρχίαν, τὴν ὁποίαν καλεῖ νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὴν αἵρεσιν τῆς μεταπατερικῆς καὶ συναφειακῆς «θεολογίας» μᾶς ἐπεσημάνθη ἡ παράλειψις, (ὑπὸ τοῦ «Ο.Τ.» τῆς δημοσιεύσεως) τῆς ἐμπεριστατωμένης ἀναλύσεως τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασσίου κ. Ἱεροθέου. Αὕτη ἔχει ὡς ἑξῆς:
Κλονίζουν σοβαρῶς τὸ θεμέλιον τῆς σωτηρίας
«Μελετώντας κανεὶς τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, διαπιστώνει ὅτι ἡ βάση τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δόθηκε στοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστό- λους καὶ τοὺς Πατέρες διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀρχὴ τῆς πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς: “Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾽ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ…” (Ἑβρ. α´, 1).
Ἔτσι, οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ θεόπνευστοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι διατυπώνουν τὴν ἐμπειρία τους σὲ ὅρους, γιὰ νὰ τὴν διαφυλάξουν ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τὴν διαστρέβλωση
Ὁπότε, οἱ ὅροι -δόγματα εἶναι σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς παραδόσεώς μας καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ κλονίση χωρὶς νὰ χάση τὸν δρόμο πρὸς τὴν σωτηρία του.
Εἶναι σημαντικὴ ἡ φράση τῆς ἡσυχαστικῆς Συνόδου τοῦ 14ου αἰῶνος, ὅπως ἐκφράζεται στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι πορευόμαστε “κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα”.
Οἱ Ἅγιοι δὲν ἐκφράζουν δική τους θεολογία, ἀλλὰ διατυπώνουν, μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματά τους, τὴν ἀποκάλυψη τὴν ὁποία βίωσαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὄχι μόνον δὲν ὑπάρχει Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀλλὰ κλονίζεται σοβαρῶς τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ἑρμηνεύοντας τὰ ὅσα λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν ἁρπαγή του στὸν Παράδεισο, ὅπου “ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι” (Β´ Κορ. ιβ, 1–4), λέγει ὅτι αὐτὰ τὰ ρήματα εἶναι οἱ ἐλλάμψεις τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες λέγονται ἄρρητες, γιατί δὲν μποροῦν νὰ ἐκφρασθοῦν τελείως ἀπὸ αὐτούς, ποὺ δέχονται τὴν ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως, ἐπειδὴ εἶναι ὑπὲρ τὸ μέτρο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ δυνάμεως.
Ο π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μιλώντας γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ λέγει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη δίνεται στοὺς Ἁγίους μὲ ἄρρητα ρήματα καὶ οἱ Ἅγιοι τὴν ἐκφράζουν, ὅσο εἶναι δυνατόν, μὲ κτιστὰ ρήματα, νοήματα καὶ εἰκονίσματα γιὰ νὰ διδάξουν τοὺς ἀνθρώπους, προκειμένου νὰ βαδίσουν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας τους.
Γίνεται φανερὸν ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μεταφέρεται μὲ ὅρους κάθε ἐποχῆς, ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς Ἀποκαλύψεως, τοὺς πραγματικοὺς Θεολόγους, σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμό, ποὺ δίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι “οὐ παντός, ὢ οὗτοι, τὸ περὶ Θεοῦ φιλοσοφεῖν... οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον”.
Οἱ θεολόγοι αὐτοὶ –οἱ θεούμενοι– γνωρίζουν ἐκ πείρας τὸν Θεό, ἀναγνωρίζουν καὶ σέβονται τοὺς προγενεστέρους θεόπτες καὶ ἀποδέχονται τοὺς ὅρους, ποὺ ἐκεῖνοι χρησιμοποίησαν.
Ἑπομένως, ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ κάνουν, ἂν χρειασθῆ, μερικὲς ἐξωτερικὲς ἀλλαγὲς εἶναι οἱ ἀκραιφνεῖς ἐμπειρικοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν ἴδια παράδοση μὲ τοὺς προγενεστέρους Πατέρες.
Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι ὀφείλουμε ὑπακοὴ σὲ αὐτοὺς τοὺς “πείρα μεμυημένους” καὶ καθοδήγηση ἀπὸ αὐτούς.
Στὸν “Ἁγιορειτικὸ Τόμο”, ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γράφεται ὅτι τὰ δόγματα τὰ γνωρίζουν “οἱ αὐτῇ τῇ πείρᾳ μεμυημένοι”, οἱ ὁποῖοι ἀπαρνήθηκαν τὰ χρήματα, τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς κακὲς ἡδονὲς τοῦ σώματος, γιὰ χάρη τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς· βεβαίωσαν αὐτὴν τὴν ἀποταγὴ μὲ τὴν ὑποταγή τους σὲ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν προχωρήσει στὴν κατὰ Χριστὸν ἡλικία, καὶ ἀφοῦ ἔζησαν τὸν ἱερὸ ἡσυχασμὸ μὲ προσευχή, ἑνώθηκαν μὲ τὸν Θεὸ μὲ μυστικὴ ἕνωση μαζί Του καὶ ἔτσι “τὰ ὑπὲρ νοῦν ἐμυήθησαν”.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχουν τὶς δυνατότητες νὰ διατυπώσουν τὴν θεολογία. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἑνώνονται μὲ τοὺς πρώτους “τῇ πρὸς τοὺς τοιούτους αἰδοῖ καὶ πίστει καὶ στοργῇ”.
Ἄλλος τρόπος θεολογίας δὲν ὑπάρχει μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἔξω ἀπὸ αὐτὴν τὴν Θεολογία ὑπάρχει ὁ στοχασμός, ἡ συνθηματολογία καὶ ὁ λαϊκισμός.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν βλέπη “τὴν νῦν γλωσσαλγίαν καὶ τοὺς αὐθημερινοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς χειροτονητοὺς θεολόγους”, οἱ ὁποῖοι ἀρκοῦνται μόνον στὸ νὰ θέλουν νὰ εἶναι σοφοί, λέγει: “ποθῶ τὴν ἀνωτάτην φιλοσοφίαν καὶ σταθμὸν ἔσχατον ζητῶ, κατὰ τὸν Ἱερεμίαν, καὶ ἐμαυτῷ μόνῳ συγγενέσθαι βούλομαι”.
Πράγματι, σήμερα μᾶς καταλαμβάνει θλίψη, γιατί ἡ ἐποχή μας γέμισε ἀπὸ “αὐτοχειροτονήτους θεολόγους”, ποὺ διδάσκουν Κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ δημιουργοῦν σύγχυση στὸν λαό.
Αὐτὰ τὰ εἰσαγωγικὰ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ κατανοηθοῦν ὅσα θὰ ἀκολουθήσουν.
1. “Παλαμικὴ” καὶ “νεοπαλαμικὴ” θεολογία
Ὁ 14ος αἰώνας ἦταν πολὺ σημαντικὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ συναντήθηκε ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μὲ τὴν δυτικὴ σχολαστικὴ θεολογία στὰ πρόσωπα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαάμ.
Στὸν διάλογο αὐτὸ φάνηκε ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν φορεὺς καὶ ἐκφραστὴς ὁλοκλήρου τῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πρώτη περίοδο τοῦ Χριστιανισμοῦ μέχρι τὴν ἐποχή του, ἀφοῦ ἐξέφρασε τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου κ.ἄ.
Σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν περίοδο ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑνιαία, ἁπλῶς σὲ μερικὰ σημεῖα ἀλλάζει ἡ ἐξωτερικὴ διατύπωσή της ἀπὸ διάφορες ἀνάγκες.
Γι᾽ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος χαρακτηρίσθηκε καὶ παραδοσιακὸς καὶ νέος Θεολόγος.
Ἔτσι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὡς “Παλαμικὴ” Θεολογία, ἀλλὰ ὡς Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράσθηκε ἀπὸ αὐτόν.
Τὸ ἴδιο παρατηροῦμε καὶ μὲ τὴν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων.
Συνήθως, οἱ ἀπόψεις τῶν αἱρετικῶν λάμβαναν τὴν ὀνομασία ἀπὸ τὸ πρόσωπό τους, ὅπως ἀρειανισμός, νεστοριανισμός, παυλικιανισμὸς κ.λπ..
Ὁπότε, θεωρεῖται ἀστοχία νὰ ὀνομάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὡς “βασιλειανή”, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὡς “γρηγοριανή”, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὡς “χρυσοστομικὴ” κ.λπ..
Τὸ ἴδιο καὶ θεωρεῖται ἀστοχία νὰ ὀνομάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς “Παλαμικὴ” Θεολογία.
Ὅμως, κάποια στιγμὴ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ μερικοὺς ὡς “Παλαμική”.
Νομίζω δὲ ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς αὐτὸ γίνεται μὲ ἕναν σκωπτικὸ χαρακτήρα, γιὰ νὰ ὑποτιμηθῆ καὶ νὰ θεωρηθῆ ὡς κάποια ὀθνεία διδασκαλία, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπῆρχαν δὲ καὶ θεολόγοι οἱ ὁποῖοι στὸ παρελθὸν ἔγραψαν ὑποτιμητικὰ γιὰ τὴν ὅλη ἡσυχαστικὴ παράδοση ποὺ ἐξέφρασε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Στὴν συνέχεια ἐμφανίσθηκε καὶ ὁ ὅρος “νεοπαλαμικὴ” θεολογία, ὡς μιὰ προσπάθεια ἐπαναδιατύπωσης καὶ ἐπανερμηνείας τῆς Θεολογίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὰ σύγχρονα δεδομένα.
Κι αὐτὸ δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό, γιατί νομίζω ὅτι ἔτσι ἐπιχειρεῖται μιὰ ἀλλοίωση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Γιὰ παράδειγμα, ἀναλύεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ γιὰ τὴν σχέση καὶ διαφορὰ μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας, ἀλλά, συγχρόνως, ἀπορρίπτεται ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση ὡς εὐσεβιστική, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ τὴν προσωπικὴ μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι: πῶς μπορεῖ νὰ ὁμιλῆ κάποιος ἐπιστήμονας γιὰ μιὰ θεωρία, ὅταν ἀπορρίπτη τὴν πράξη, ἡ ὁποία τὴν ἐπιβεβαιώνει;
Αὐτὸ εἶναι καὶ ἀντιεπιστημονικό. Γι᾽ αὐτὸ κατὰ τὴν “συνοδικὴ διαγνώμη”, ἀφορίζονται ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν δέχονται τὴν ἡσυχστικὴ παράδοση, τὴν ὁποία ἐκφράζει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ “αὐτῷ συνάδοντες μοναχοί”.
Ἀπὸ πολλὰ χρόνια γνώριζα αὐτὴν τὴν νοοτροπία, λόγω τῆς ἐνασχολήσεώς μου μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Γι᾽ αὐτό, ὅταν θέλησα νὰ ἀναλύσω τὴν διδασκαλία του καὶ νὰ καταγράψω τὰ πολυχρόνια συμπεράσματά μου, τὸ ἔκανα ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ζωῆς τῶν ἐξαγιασμένων Ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν τὴν ἴδια ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία, ποὺ εἶχε γνωρίσει ὁ Ἅγιος Γρηγό- ριος ὁ Παλαμᾶς καὶ εἶχε βιώσει στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἔτσι τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο συνέγψα ἔχει τὸν τίτλο: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης.
Αὐτὸ προκάλεσε τὴν δυσαρέσκεια μερικῶν κύκλων, ποὺ ἐπέμεναν νὰ ἑρμηνεύουν τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ ἕναν στοχαστικό, σχολαστικὸ καὶ φιλοσοφικὸ τρόπο. Δὲν μπορεῖ, ὅμως, νὰ δῆ κανεὶς τὴν ἡσυχαστικὴ διδασκαλία ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν χῶρο, ποὺ βιώθηκε καὶ εἶναι ζωντανὴ μέχρι σήμερα.
Ἑπομένως, οἱ ὅροι “παλαμικὴ” καὶ “νεοπαλαμικὴ” θεολογία κινοῦνται ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ εἶναι ἐπικίνδυνοι γιὰ τὰ θεμέλια της Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
2. Νεοπατερικὴ καὶ μεταπατερικὴ “θεολογία”
Τὸ προηγούμενο παράδειγμα δείχνει πῶς ἐνεργοῦν καὶ συμπεριφέρονται σύγχρονοι θεολόγοι σχετικὰ μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἔχω συζητήσει μὲ ὀρθόδοξο καθηγητὴ βιβλικῆς θεολογίας, ὁ ὁποῖος διδάσκει σὲ Πανεπιστήμιο τοῦ Ἐξωτερικοῦ καὶ ἔχει ἐπηρεασθῆ κατὰ πολὺ ἀπὸ προτεσταντικὲς ἰδέες, καὶ ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, οἱ Πατέρες εἶναι τὰ σύννεφα, ποὺ καλύπτουν τὸν ἥλιο, ὁπότε πρέπει νὰ ἀπομακρύνουμε τὰ σύννεφα γιὰ νὰ φωτισθοῦμε ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι ἀντορθόδοξη. Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ δημιουργήθηκαν οἱ ὅροι “νεοπατερικὴ” καὶ “μεταπατερικὴ” θεολογία.
Στὴν ἀρχὴ δειλὰ ἐμφανίσθηκε ὁ πρῶτος ὅρος –νεο- πατερικὴ– μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται ἁπλῶς τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, ἀλλὰ νὰ ἐντοπίζεται τὸ “πνεῦμα” τους καὶ νὰ μεταφέρεται στὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας, νὰ ἐξετάζεται, δηλαδή, πῶς θὰ ὁμιλοῦσαν οἱ Πατέρες γιὰ σύγχρονα ζητήματα.
Αὐτό, παρὰ τὴν ἀγαθὴ προαίρεση μερικῶν, εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο, γιατί στὴν πραγματικότητα ὑπονομεύεται ὅλη ἡ πατερικὴ θεολγία, ὅταν ἐμπαθεῖς ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ μεταφέρουν τὸ “πνεῦμα” τῶν Πατέρων στὴν ἐποχή τους.
Ἡ αὐθεντικὴ μεταφορὰ προϋποθέτει ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρικὴ γνώση ἢ τουλάχιστον τὴν προσεγγίζουν.
Στὴν συνέχεια παρουσιάσθηκε ὁ ὅρος, μεταπατερικὴ θεολογία, ἀφοῦ θεωρεῖται ὅτι δὲν μᾶς χρειάζονται πιὰ οἱ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν σὲ ἄλλες ἐποχές, γνώρισαν ἄλλα προβλήματα, συνάντησαν ἄλλα ὀντολογικὰ καὶ κοσμολογικὰ ἐρωτήματα, “ἕνα τελείως διαφορετικὸ κοσμοείδωλο”, καί, ἑπομένως, δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν ἐποχή μας.
Νομίζω ὅτι ἡ νεοπατερικὴ καὶ μεταπατερικὴ θεολογία ὑπενθυμίζει μιὰ ἄποψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Πατερικὴ Θεολογία εἶχε ἀξία γιὰ τὴν ἐποχή της, ἐνῶ ἀργότερα ἡ δυτικὴ σχολαστικὴ θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Θεολογία καὶ ἡ θεολογία τῶν συγχρόνων θεολόγων ὑπερβαίνει καὶ τὴν Πατερικὴ καὶ τὴν σχολαστικὴ Θεολογία.
Τέτοιες ἀπόψεις ἀποτελοῦν νάρκη στὰ θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ ἄποψη περὶ προοδευτικῆς ἀποκαλύψεως τῆς Ἀληθείας, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐμβαθύνει μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου στὴν Ἀποκάλυψη, ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία τονίζει ἐμφανῶς ὅτι ἡ “πᾶσα ἀλήθεια” ἀποκαλύφθηκε ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὁπότε, δὲν ὑπάρχει ἐμβάθυνση στὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, οὔτε ὑφίσταται προοδευτικὴ φανέρωση τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τὴν “ἅπαξ” φανερωθεῖσα ἀλήθεια τὴν διατυπώνει ἀνάλογα μὲ τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς.
Στὴν ἐμφάνιση τῆς λεγομένης νεοπατερικῆς καὶ μεταπατερικῆς θεολογίας συνετέλεσαν μερικοὶ θεολόγοι, ποὺ ἐργάσθηκαν στὸν δυτικὸ χῶρο, μὲ κέντρο τὸ Παρίσι.
Ἦλθαν σὲ διάλογο μὲ τὴν δυτικὴ σκέψη καὶ προσπάθησαν νὰ ἀπαντήσουν στὰ προβλήματα, ποὺ συνάντησαν.
Χρεωστοῦμε πολλὰ σὲ αὐτοὺς τοὺς θεολόγους, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸν Βλαδίμηρο Λόσκυ, ποὺ ἔγραψαν θεολογικὰ ἔργα, χρησιμοποιώντας τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τοὺς λεγομένους νηπτικούς.
Ἀλλ᾽ ὅμως μεταξὺ αὐτῶν τῶν θεολόγων ὑπάρχουν καὶ μερικοί, ποὺ ἐξέφρασαν ἀπόψεις νεοπατερικῆς, μεταπατερικῆς καὶ συναφειακῆς θεολογίας.
Θὰ μνημονευθοῦν συνοπτικὰ μερικὲς τέτοιες ἰδέες. Γίνεται λόγος γιὰ ἕνα οἰκουμενισμό, ποὺ “θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὶς λεκτικὲς διαμάχες, γιὰ νὰ θεμελιωθεῖ πάνω σε ἕνα πειραμτικὸ ρεαλισμὸ τῆς σωτηρίας: ξανα-βυθίζοντας συστήματα καὶ ἔννοιες, ποὺ τελικὰ δὲν εἶναι παρὰ ἴχνη, μέσα στὸ σφαιρικὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, μέσα σὲ ὅ,τι καλύτερο ἔχει ἡ ἐμπειρία της”.
Συνδέεται ὁ φανατισμὸς μὲ τὴν “ὁμολογιακὴ ταυτότητα”, ἡ ὁποία “ἀποτελεῖ ἂν ὄχι τὸ σπέρμα του, τουλάχιστον τὸ χῶμα ὅπου καλλιεργεῖται” καὶ γι᾽ αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ ἀνοικοδόμηση μιᾶς οἰκίας “μὲ τὶς πόρτες ἀνοιχτές, τὴ νέα Ἱερουσαλήμ, τὴ Βασιλεία”, μέσα στὴν ὁποία θὰ χωροῦν ὅλοι.
Καὶ ὅσοι δὲν θέλουν νὰ ἐργασθοῦν γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς τέτοιας οἰκίας, θὰ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἐνῶ τὸ “κλειδὶ” τῆς οἰκίας εἶναι ὅ,τι καλύτερο ἔχει ὁ ἄλλος καὶ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἑνώνουν.
Ἐπίσης, ἐντοπίζονται κοινὰ σημεῖα “συναφειακὰ” τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμό, τὸν Ἰσλαμισμὸ καὶ τὸν Ἰνδουϊσμὸ–Βουδισμό.
Μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ ἐπιχειρηθῆ “μιὰ καινούργια πολιτισμικὴ μετάλλαξη”, καθὼς ἐπίσης, ὅπως τονίζεται, “ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ὀφείλουμε νὰ ἐργασθοῦμε πολὺ μὲ τὴν προοπτικὴ αὐτῆς τῆς συνάντησης.
Αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἐνδιαφέρον παρὰ νὰ φιλονικοῦμε μεταξύ μας”.
Τέτοιες “μεταπατερικὲς καὶ συναφειακὲς” ἰδέες μεταφέρονται κατὰ τρόπο “μεταπρατικὸ” στὴν Ἑλλάδα καὶ τίθενται εἴτε σὲ ἀντιπαράθεση πρὸς τοὺς Πατέρες, ποὺ θεωροῦνται “μουσεῖα” τοῦ παρελθόντος, εἴτε μὲ αὐτὲς παρερμηνεύονται τὰ πατερικὰ χωρία γιὰ νὰ ἐνταχθοῦν στὴν νέα νοοτροπία.
Γίνεται φανερὸς ὁ προσδιορισμὸς καὶ ἡ προοπτικὴ τῆς μετα-πατερικῆς καὶ συναφειακῆς θεολογίας, ποὺ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα συγκρητισμό, ὄχι μόνον στὸν τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ καὶ στὴν ἔκφραση τῆς πίστεως.
Ἀμφισβητεῖται μὲ αὐτὸ στὴν πραγματικότητα ἡ ὁριοθέτηση τῆς πίστεως, τὴν ὁποία ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δηλαδὴ ἀποδομεῖται ὁλόκληρη ἡ θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Πρόκειται γιὰ ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα, ποὺ πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθῆ ἐκκλησιαστικά
3. Οἱ ὅροι τῶν Οἰκ. Συνόδων καὶ οἱ ζωντανοὶ ὀργανισμοὶ
Ὅλοι μας πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν βασικὴ θέση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ ζωντανὴ πραγματικότητα, εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κοινωνία θεώσεως καί, ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία γεννᾶ Πατέρες καὶ ὄχι οἱ Πατέρες τὴν Ἐκκλησία.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάθε ἐποχὴ εἶναι πατερικὴ ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε περίοδο ἐμφανίζονται Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι “ζωντανοὶ ὀργανισμοί”.
Ὅμως, “οἱ ζωντανοὶ αὐτοὶ ὀργα- νισμοὶ” δὲν διαφοροποιοῦνται κα- θόλου ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους Πατέρες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ποὺ ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα, μιλώντας γιὰ τὴν Θεοτόκο καὶ ἐπαναλαμβάνοντας τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, “εἰ τὶς οὐ Θεοτόκον ὁμολογεῖ τὴν Ἁγίαν Παρθένον, χωρίς ἐστι τῆς θεότητος”, γράφει:
“Οὐκ ἐμὸς ὁ λόγος, καὶ ἐμὸς ὁ λόγος· κλῆρον γὰρ τοῦτον ἐκ θεολόγου πατρὸς Γρηγορίου θεολογικωτάτου δέδεγμαι”.
Δηλαδή, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς δὲν θεωρεῖ δικό του τὸν λόγο, ἀφοῦ τὸν παρέλαβε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ποὺ ἔζησε τέσσερεις αἰῶνες πρὶν ἀπὸ αὐτόν, ἀλλά, συγχρόνως, θεωρεῖ ὅτι εἶναι καὶ δικός του λόγος, ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ κληρονομιὰ – “κλῆρον θεολογικώτατον”– τὴν ὁποία παρέλαβε “ἐκ θεολόγου πατρὸς” καὶ τὴν ἐπαλήθευσε.
Ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι Θεολόγοι, ἀναγνωρίζουν τοὺς πραγματικοὺς Θεολόγους, ἀποδέχονται τὴν διδασκαλία τους, τοὺς καθιστοῦν πατέρες τους καὶ κληρονομοῦν διὰ τῆς πνευματικῆς γεννήσεως καὶ τὸν λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς ἐνθέου ζωῆς τους.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μεταδίδεται ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ παρελθὸν σὲ κάθε ἐποχή. Ὅπως ἡ βιολογικὴ ζωὴ μεταδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ἀπὸ ζωντανοὺς καὶ ὄχι νεκροὺς γονεῖς, ἔτσι καὶ ἡ ἐν Χάριτι πνευματικὴ ζωή, ἡ ἀληθινὴ Θεολογία, μεταδίδεται ἀπὸ ζωντανοὺς καὶ ὄχι νεκροὺς πνευματικοὺς ὀργανισμούς.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἀναφερόμενος στὴν ἔλλαμψη τῶν ἄνω ἀγγελικῶν δυνάμεων ἀπὸ τὸν Θεὸ “κατὰ τάξιν”, δηλαδὴ ἀπὸ “τῆς πρώτης ταξιαρχίας ἐπὶ τὴν δευτέραν καὶ ἀπὸ ταύτης ἐπὶ τὴν ἑτέ- ραν καὶ καθεξῆς”, λέγει ὅτι τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους.
“Ἀπὸ γὰρ τῶν προλαβόντων Ἁγίων οἱ κατὰ γενεὰν καὶ γενεὰν διὰ τῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐργασίας ἐρχό- μενοι Ἅγιοι, τούτοις κολλούμενοι, ὁμοίως ἐκείνοις ἐλλάμπονται”. Κολλᾶ κανεὶς στοὺς προηγηθέντες Ἁγί- ους μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντο λῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλλάμπεται, ὅπως ἐκεῖνοι.
Ἔτσι δημιουργεῖται μιὰ διαχρονικὴ ἁλυσίδα καὶ κάθε κόμβος συνδέεται μὲ τοὺς ἄλλους μὲ τὴν πίστη, τὰ ἔργα καὶ τὴν ἀγάπη.
Μὲ αὐτὴν τὴν πατερικὴ διδασκαλία ἑρμηνεύεται ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στοὺς Κορινθίους: “Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας. ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα” (Α´ Κορ. Ε´, 15).
Ὑφίσταται διαφορὰ μεταξὺ παιδαγωγῶν ἐν Χριστῷ καὶ Πατέρων ἐν Χριστῷ. Οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες γεννοῦν πνευ ματικὰ τέκνα διὰ τοῦ Εὐαγγελίου, δηλαδὴ διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ παιδαγωγοὶ ἁπλῶς διδάσκουν.
Ὅποιος ζῆ τὴν ἴδια παράδοση, ἐφαρμόζει τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς στὴν ζωή του, ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν του, γιὰ νὰ ἀποκτήση μέθεξη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀποκτᾶ κοινωνία καὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἁγίους, ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀνήκει στὴν ἴδια παράδοση.
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τῶν Πα- τέρων, ποὺ ὑπέγραψαν τὸν Ἁγιορειτικὸ Τόμο: “Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν· ταῦτα παρὰ τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβο- μεν· ταῦτα διὰ τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πείρας”.
Στὴν βιβλικοπατερικὴ παράδοση ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ Προφητῶν–Θεοπτῶν–Θεολόγων καὶ στοχαστῶν, ἀνάλογα μὲ τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ προφητείας καὶ στοχασμοῦ.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας διαλαλεῖ: “Ἰδοὺ δὴ ὁ δεσπότης Κύριος σαβαὼθ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ ἰσχύ - οντα καὶ ἰσχύουσαν... καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν” (Ἡσ. γ´, 1–2).
Τὸ κῦρος τῶν Πατέρων
Ἑρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος αὐτὸ τὸ χωρίο κάνει τὴν διάκριση μεταξὺ στοχαστοῦ καὶ Προφήτου. “Ἐνταῦθα μοι δοκεῖ λέγειν στοχαστὴν τὸν ἀπὸ συνέσεως πολλῆς τῶν μελλόντων στοχάζεσθαι, καὶ ἀπ᾽ αὐτῆς τῶν πραγμάτων τῆς πείρας”, ἐνῶ ἡ προφητεία εἶναι ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Προφῆτες.
“Ἕτερον μὲν γὰρ στοχασμός, καὶ προφητεία ἄλλο· ὁ μὲν γὰρ Πνεύματι θείῳ φθέγγεται, οὐδὲν οἴκοθεν εἰσφέ- ρων, ὁ δὲ τὰς ἀφορμὰς ἀπὸ τῶν ἤδη γεγενημένων λαμβάνων, καὶ τὴν οἰκείαν σύνεσιν διεγείρων, πολλὰ τῶν μελλόντων προορᾶ, ὡς εἰκὸς ἄνθρωπον ὄντα συνετὸν προϊδεῖν”.
Καὶ συμπεραίνει: “Ἀλλὰ πολὺ τὸ μέσον τούτου κακείνου, καὶ τοσοῦτον, ὅσον συνέσεως ἀνθρωπίνης καὶ θείας χάριτος τὸ διάφορον”.
Καὶ γιὰ νὰ τεκμηριώση αὐτὴν τὴν διάκριση χρησιμοποιεῖ τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ βασιλέως Σολομῶντος καὶ τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου. Ὁ Χριστὸς διακήρυξε στοὺς συγχρόνους Του: “οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ρηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, ἐγὼ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων” (Ματθ. κβ , 31–32).
Ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια οὔτε μιὰ ἰδεολογία, ἀλλὰ Αὐτός, ποὺ ἀναπαύεται σὲ ζῶντας ὀργανισμούς, στοὺς Ἁγίους, κατὰ τὴν λειτουργικὴ προσευχή: “Ὁ Θεὸς ὁ Ἅγιος, ὁ ἐν Ἁγίοις ἀναπαυόμενος...” καὶ κατὰ τὸν ὕμνο “ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν”.
Ἑπομένως, ὁ Θεός μας δὲν εἶναι Θεὸς τῶν στοχαστῶν καὶ φιλοσόφων, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων (ὄχι τῶν μεταπατέρων), ὁ Θεὸς τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν, ποὺ ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐποχή.
Κατὰ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἐπειδὴ εἶναι πατερική.
Γράφει: “Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πράγματι ῾ἀποστολική᾽, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης καὶ ῾πατερική᾽.
Οὐσιαστικῶς εἶναι ῾ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων᾽. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθοῦν οἱ δύο χαρακτηρισμοί.
Ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ῾πατερική᾽, εἶναι ἀληθῶς καὶ ῾ἀποστολική᾽”. Ὁ ἴδιος ἐπισημαίνει ὅτι στὴν ἐποχή μας ὕστερα ἀπὸ τόσες μελέτες “εἴμεθα διατεθειμένοι νὰ παραδεχθῶμεν τὸ αἰώνιον κῦρος τῶν ῾Πατέρων᾽”, καθὼς ἐπίσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι “῾μουσεῖον νεκρῶν ἀποθεμάτων οὔτε ὅμως ἑταιρεία ἐρευνῶν᾽.
Τὰ ἀποθέματα εἶναι ζωντανὰ –depositum juvenescens, κατὰ τὸν Ἅγιον Εἰρηναῖον.
Ἡ πίστις δὲν εἶναι κειμήλιον τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ μᾶλλον ῾ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος᾽”.
Ὁμολογεῖ δὲ ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γίνεται ἀπὸ τὴν Θεολογία, τὴν ὁποία ἐκφράζουν οἱ Ἅγιοι κάθε ἐποχῆς. “Ἡ Γραφὴ ἔχει ἀνάγκην ἑρμηνείας. Ἀποκαλύπτεται εἰς τὴν θεολογίαν.
Αὐτὸ εἶναι δυνατὸν μόνον διὰ τοῦ φορέως τῆς ζώσης ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας”.
Ἔτσι, γιὰ νὰ εἴμαστε ὀρθόδοξοι καὶ νὰ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας δὲν μᾶς χρειάζεται καμμιὰ νεοπατερική, μεταπατερικὴ καὶ συναφειακὴ θεολογία.
Μᾶς χρειάζονται δύο πράγματα: Τὸ πρῶτο, νὰ μείνουμε σταθεροί, ὅπως ἔχουμε καθῆκον, στὴν ὁρολογία τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιατί αὐτὴ ἡ ὁρολογία ἀποτελεῖ σημαντικὸ μέρος τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τὸ ἀληθινὸ καὶ αὐθεντικὸ consensus patrum, ἀλλὰ νὰ μείνουμε ἑδραῖοι καὶ στὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ποὺ δόθηκε στοὺς Πατέρες.
Καὶ τὸ δεύτερο, νὰ ἀναζητήσουμε “ζωντανοὺς ὀργανισμούς”, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέσα στὸ “πνεῦμα” τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλαδὴ βιώνουν τὶς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τῶν δογμάτων, γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγήσουν σωστὰ στὴν βίωση τοῦ δόγματος.
Δυστυχῶς, μερικοὶ ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ νεοπατερική, μεταπατερικὴ καὶ συναφειακὴ θεολογία ἔχουν πρόβλημα καὶ μὲ τὶς δύο αὐτὲς προϋποθέσεις, δηλαδὴ καὶ μὲ τοὺς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μὲ τοὺς “ζωντανοὺς ὀργανισμοὺς” τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν Θεολογία, τὴν ὁποία ἐξέφρασε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, γιατί ὁ μεγάλος αὐτὸς διδάσκαλος συνέδεσε τὴν γνήσια Ὀρθόδοξη Θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μὲ τὴν σύγχρονη ἡσυχαστικὴ παράδοση, δηλαδὴ συνέδεσε τὴν Θεολογία μὲ τὴν ἐμπειρία, τὴν καθηγητικὴ ἕδρα μὲ τὸ ἡσυχαστήριο.
Ἂν ἡ θεολογία δὲν ἐκφρασθῆ ἐμπειρικῶς, γίνεται στοχασμὸς καὶ κουράζει τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἂν ἡ ἐμπειρία δὲν στηριχθῆ στὴν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι μιὰ ἀτομικὴ εὐσέβεια, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχη “συναφειακὰ” στοιχεῖα μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἀνατολικὲς παραδόσεις.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ἐνοχλητικὸς γιὰ τοὺς στοχαστικούς, φιλοσοφοῦντες θεολόγους, ποὺ διακατέχονται ἀπὸ τὴν “στοχαστικὴ ἀναλογία”, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἀκόμη, αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, κατὰ τὴν γνώμη μου, ποὺ ἀμφισβητοῦνται ἀπὸ μερικοὺς σύγχρονες, σημαντικὲς ἁγιορειτικὲς μορφές, ὅπως ὁ π. Πορφύριος, ὁ π. Παΐσιος, ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κ.λπ..
Ἐνοχλεῖ τὴν σύγχρονη συγκρητιστικὴ θεολογία ὁ βίος καὶ ἡ διδασκαλία τῶν συγχρόνων “ζωντανῶν ὀργανισμῶν” τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Σὲ μιὰ εἰσήγησή μου, ποὺ ἔγινε στὸ παρελθὸν προκειμένου νὰ τεκμηριώσω τὴν θεωρητικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποίησα κείμενα τοῦ π. Πορφυρίου, ἑνὸς ἐξαγιασμένου Ἱερομονάχου τῆς ἐποχῆς μας.
Αἰσθάνθηκα βαθύτατη ἔκπληξη, ὅταν ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ Κληρικοί, ποὺ ἦταν παρόντες, διαφώνησαν μὲ τὴν ἀναφορά μου σὲ λόγους τοῦ π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψή τους, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ “ἰδεολογοποιεῖται” ἡ ὀρθόδοξη πίστη.
Ἡ ἔκπληξή μου ἦταν βαθύτατη, διότι ἀκόμη καὶ στὴν ἐπιστήμη ἡ ἀναφορὰ σὲ ἀνθρώπους, ποὺ παράγουν ἕνα καλλιτεχνικὸ ἢ φιλοσοφικὸ ἔργο εἶναι τεκμήριο γνησιότητος, ἐνῶ γιὰ μερικοὺς συγχρόνους θεολόγους ἡ ἀναφορὰ σὲ ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν τὴν πραγματικὴ Ὀρθόδοξη Θεολογία θεω- ρεῖται ἰδεολογοποίηση.
Ἔχω ἀπομαγνητοφωνήσει ὅλη αὐτὴν τὴν συζήτηση καὶ ἐὰν κάποτε δημοσιευθῆ, τότε θὰ ἀποκαλυφθοῦν “ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί”.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, κατὰ τὴν γνώμη μου, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐπιδιώκεται ἡ μετάφραση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ἄλλων λειτουργικῶν κειμένων καὶ στὴν πραγματικότητα ἐπιχειρεῖται “ἡ ἀπομυθοποίηση” τῆς λειτουργικῆς καὶ βιβλικοπατερικῆς γλώσσας.
Δὲν ἐξηγεῖται διαφορετικὰ ἡ προσωπικὴ ἐπίθεση μερικῶν ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ μὲ θεολογικὸ λόγο ἐκφράζουν τὸν σεβασμό τους στὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἂν ἡ λειτουργικὴ γλώσσα ἀπωλέση τὸν πατερικὸ καὶ θεολογικὸ λόγο, τότε γίνεται μιὰ “συναφειακή”, “μεταπατερικὴ” λειτουργικὴ γλώσσα, ποὺ μπορεῖ νὰ χωρέση σὲ ὅλους τοὺς σύγχρονους συγκρητισμούς.
Ἄλλωστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ὑπεραμύνονται τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων καὶ ἐπιτίθενται μὲ ἐμπά- θεια καὶ ἀπρέπεια ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ ἐκφράζουν μιὰ ἄλλη σκέψη, ἀνήκουν σ᾽ αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς “μεταπατερικῆς” καὶ “συναφειακῆς” θεολογίας.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ αὐτούς, ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἰσχὺ τῶν πατερικῶν λόγων γιὰ τὴν ἐποχή μας. Θέλουν νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερο τὸν χῶρο γιὰ κάθε στοχασμὸ καὶ συγκρητισμό.
Συμπερασματικά, θεωρῶ ὅτι ἡ μοντέρνα θεολογία, ποὺ ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἐκφράζεται μὲ βαρύγδουπους ὅρους, δῆθεν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, εἶναι ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Θεολογία της.
Εἶναι πραγματικὰ ἕνας στοχαστικὸς τρόπος θεολογίας, ἕνας λαϊκισμὸς ποὺ ἐξασκεῖται ἀπὸ “χειροτονητοὺς θεολόγους”, λόγω μιᾶς κακῆς ἑρμηνείας τοῦ “βασιλείου ἱερατεύματος”».
Ορθόδοξος Τύπος 10/12
ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου