"Κοκκαλωμένες ματιές απόκοσμων όντων..."
Η Ανατολή ξερνούσε, ξερνούσε…[1]
Η πρώτη μας νύχτα εδώ, συλλογίστηκε και δεν ένιωσε καμιά συγκίνηση. Μήτε λύπη μήτε χαρά. Όλα της τα αισθήματα είχαν εξαντληθεί. Η ψυχή της άδειαζε όπως αδειάζει ένα σακούλι γεμάτο ζάχαρη. Τίποτα δεν της έμεινε. Η αγωνία, η λύπη, ο φόβος είχανε ξοδευτεί εκεί πριν έρθουνε. Τώρα πια δεν την έμελε για τίποτα. Θα ζούσανε βασανισμένα, ίσως φτωχικά. Μα τι σημαίνει το πώς θα ζούσανε! Είχανε φύγει. Εκείνο ήταν το παν.[2]
Οι μυριάδες των προσφύγων, μισόγυμνοι και πειναλέοι, στοιβαζόντανε όπου υπήρχε μια στέγη διαθέσιμη, στα παλάτια των εξόριστων βασιλιάδων, στα προαύλια των εκκλησιών, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στα δημόσια κτίρια, στα μισόχτιστα σπίτια. Γυναίκες γεννούσανε, άρρωστοι βογγούσανε και ξεψυχούσανε απάνω στα πεζοδρόμια των πιο κεντρικών δρόμων, μες σε μια ακαθαρσία απερίγραπτη.[3]
Όποιος αντικρυστεί μ’ αυτό τον κόσμο, δε μοιάζει πια κι ο ίδιος με τον εαυτό του.[4]
Μια βρόμικη σάρκα χωρίς μορφή, που κολυμπούσε σε μιαν απίστευτη χλαπαταγή, σα να μην υπήρχε πράγμα που να μην ούρλιαζε, που να μην βλαστημούσε, που να μη βογγούσε, που να μην έσπρωχνε.[5]
Κοκκαλωμένες ματιές απόκοσμων όντων […] σε τραβά το ακίνητο, στεγνό βάθος των ματιών τους.[6]
Αποζητούσε το τίποτα: ένα κομμάτι ψωμί, ένα κομμάτι πανί, για να ντύσει τη γύμνια του, ένα κομμάτι σκεπή, για να αναπάψει το κουρασμένο κορμί του και να μπορέσει να κλάψει, να θρηνήσει τον εαυτό του, τους άλλους, το έχει του, το όνειρό του που έσβησε πέρα κει μακριά.[7]
–[…] Μπορεί να φύγει άλλος από το σπίτι του και να τα αφήσει σε δαύτους; Άφησε που βρωμάνε όλοι, που είναι άρρωστοι, που δεν έχουν πεντάρα. Ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι. Τι να σου κάνει κι αυτός ο τόπος! Εμείς δεν είχαμε να θρέψουμε το στρατό μας, όχι πως μας φορτώθηκαν όλοι τούτοι. […] Στα θέατρα, στους κινηματογράφους, στις εκκλησιές, στα καφενεία – σ’ όλη την Ελλάδα, παντού! Κ’ ένας κόσμος! Ο Θεός να σε φυλάει από δαύτους!
–Μα εμείς τους φέραμε! Είπε ο Άγγελος. Εμείς τους ξεσπιτώσαμε, εμείς τους ορφανέψαμε, τι θέλεις να κάμουν;
–Να μείνουν στον τόπο τους!
–Ποιο τόπο τους μολογάς; Ο τόπος τους είναι στάχτη και κούρβουλο. Το Αιγαίο κοκκίνησε. Τα ψάρια του δεν προφταίνουν να τρώνε ανθρώπους![8]
Άκουγες και φωνάζανε: «Έχασα την Ευρύκλεια!» κι άλλος εδιηγιόντανε πως επήρε το ρούχο κι άφησε το παιδί. Κι όλοι εβαστούσανε παιδιά κι ένα μπόγο κουρέλια. Που και που ήτανε κανείς που δεν εβάσταγε τίποτα. Κι ήτανε μια γυναίκα που μέρα-νύχτα εφώναζε: «Οχού, τα καστρουλάκια μου, που τ’ άφησα στο ράφι τριμμένα!». Κι αυτή, λέει, ήτανε απ’ αλλού, απ’ τα μέρη του Καυκάσου, κι άμα σάλεψε ο νους της, την πετάξανε μες σ’ ένα ρέμα με σκουπίδια, κι άμα τα τέλειωσε όλα, και δεν είχε πια τίποτα να φάει, έπεσε ανάσκελα κι επέθανε.[9]
[1] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 152. [2] Τ. Σταύρου, Οι πρώτες ρίζες, σ. 13.
[3] Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, σ. 181-182.
[4] Θ. Κορνάρος, Το ξεκίνημα μιας γενιάς, σ. 141.
[5] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 153.
[6] Θ. Κορνάρος, Το ξεκίνημα μιας γενιάς, σ. 141.
[7] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Δεκατρία χρόνια, σ. 153.
[8] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 157.
[9] Μ. Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, σ. 17.
Η πρώτη μας νύχτα εδώ, συλλογίστηκε και δεν ένιωσε καμιά συγκίνηση. Μήτε λύπη μήτε χαρά. Όλα της τα αισθήματα είχαν εξαντληθεί. Η ψυχή της άδειαζε όπως αδειάζει ένα σακούλι γεμάτο ζάχαρη. Τίποτα δεν της έμεινε. Η αγωνία, η λύπη, ο φόβος είχανε ξοδευτεί εκεί πριν έρθουνε. Τώρα πια δεν την έμελε για τίποτα. Θα ζούσανε βασανισμένα, ίσως φτωχικά. Μα τι σημαίνει το πώς θα ζούσανε! Είχανε φύγει. Εκείνο ήταν το παν.[2]
Οι μυριάδες των προσφύγων, μισόγυμνοι και πειναλέοι, στοιβαζόντανε όπου υπήρχε μια στέγη διαθέσιμη, στα παλάτια των εξόριστων βασιλιάδων, στα προαύλια των εκκλησιών, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στα δημόσια κτίρια, στα μισόχτιστα σπίτια. Γυναίκες γεννούσανε, άρρωστοι βογγούσανε και ξεψυχούσανε απάνω στα πεζοδρόμια των πιο κεντρικών δρόμων, μες σε μια ακαθαρσία απερίγραπτη.[3]
Όποιος αντικρυστεί μ’ αυτό τον κόσμο, δε μοιάζει πια κι ο ίδιος με τον εαυτό του.[4]
Μια βρόμικη σάρκα χωρίς μορφή, που κολυμπούσε σε μιαν απίστευτη χλαπαταγή, σα να μην υπήρχε πράγμα που να μην ούρλιαζε, που να μην βλαστημούσε, που να μη βογγούσε, που να μην έσπρωχνε.[5]
Κοκκαλωμένες ματιές απόκοσμων όντων […] σε τραβά το ακίνητο, στεγνό βάθος των ματιών τους.[6]
Αποζητούσε το τίποτα: ένα κομμάτι ψωμί, ένα κομμάτι πανί, για να ντύσει τη γύμνια του, ένα κομμάτι σκεπή, για να αναπάψει το κουρασμένο κορμί του και να μπορέσει να κλάψει, να θρηνήσει τον εαυτό του, τους άλλους, το έχει του, το όνειρό του που έσβησε πέρα κει μακριά.[7]
–[…] Μπορεί να φύγει άλλος από το σπίτι του και να τα αφήσει σε δαύτους; Άφησε που βρωμάνε όλοι, που είναι άρρωστοι, που δεν έχουν πεντάρα. Ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι. Τι να σου κάνει κι αυτός ο τόπος! Εμείς δεν είχαμε να θρέψουμε το στρατό μας, όχι πως μας φορτώθηκαν όλοι τούτοι. […] Στα θέατρα, στους κινηματογράφους, στις εκκλησιές, στα καφενεία – σ’ όλη την Ελλάδα, παντού! Κ’ ένας κόσμος! Ο Θεός να σε φυλάει από δαύτους!
–Μα εμείς τους φέραμε! Είπε ο Άγγελος. Εμείς τους ξεσπιτώσαμε, εμείς τους ορφανέψαμε, τι θέλεις να κάμουν;
–Να μείνουν στον τόπο τους!
–Ποιο τόπο τους μολογάς; Ο τόπος τους είναι στάχτη και κούρβουλο. Το Αιγαίο κοκκίνησε. Τα ψάρια του δεν προφταίνουν να τρώνε ανθρώπους![8]
Άκουγες και φωνάζανε: «Έχασα την Ευρύκλεια!» κι άλλος εδιηγιόντανε πως επήρε το ρούχο κι άφησε το παιδί. Κι όλοι εβαστούσανε παιδιά κι ένα μπόγο κουρέλια. Που και που ήτανε κανείς που δεν εβάσταγε τίποτα. Κι ήτανε μια γυναίκα που μέρα-νύχτα εφώναζε: «Οχού, τα καστρουλάκια μου, που τ’ άφησα στο ράφι τριμμένα!». Κι αυτή, λέει, ήτανε απ’ αλλού, απ’ τα μέρη του Καυκάσου, κι άμα σάλεψε ο νους της, την πετάξανε μες σ’ ένα ρέμα με σκουπίδια, κι άμα τα τέλειωσε όλα, και δεν είχε πια τίποτα να φάει, έπεσε ανάσκελα κι επέθανε.[9]
[1] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 152. [2] Τ. Σταύρου, Οι πρώτες ρίζες, σ. 13.
[3] Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, σ. 181-182.
[4] Θ. Κορνάρος, Το ξεκίνημα μιας γενιάς, σ. 141.
[5] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 153.
[6] Θ. Κορνάρος, Το ξεκίνημα μιας γενιάς, σ. 141.
[7] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Δεκατρία χρόνια, σ. 153.
[8] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 157.
[9] Μ. Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, σ. 17.
Πηγή:http://polianapoda.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου