"Φεύγει ο Ρόμελ. Άρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν’ ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ’ τον Απρίλη του ‘41
(Δημήτρης Ψαθᾶς)
Δημήτρης Ψαθᾶς
“Θα”
“Θα”. Ευλογημένος να είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε πρώτος αυτό το μονοσύλλαβο. Από όλους τους χρόνους και τις κλίσεις των ρημάτων ο μέλλων είναι εκείνος που φορτώνεται ευχαρίστως και αίρει με υπομονή τις ελπίδες και τα όνειρά μας. Χωρίς το “θα” η ζωή μας θα ήταν αβάσταχτο φορτίο.
“ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ” Εκδόσεις ΜΑΡΗ
“Ο Μπενίτος, κυρά μου”
Ο Δημήτρης Ψαθάς περιγράφει με εύθυμο τρόπο τις θετικές συνέπειες που είχε στην κατεχόμενη Ελλάδα η πτώση του Μουσολίνι: Συγκλονίζεται η ζωή μας απ’ το πέσιμο του Ντούτσε. Κατρακυλά η λίρα. Πέφτουν οι τιμές. Σβήνουν με βία τα χαρτάκια οι μπακάληδες και γράφουν στα είδη τους τιμές καινούριες. Φωνές στους δρόμους. Έπεσε! Έπεσε! Το λάδι, το ψωμί, το κρέας, το τυρί, τα ζαρζαβατικά ακολουθούν τον Ντούτσε στην ορμητική του πτώση. Ως και τα κολοκυθάκια νιώσανε το πέσιμό του και συγκλονίστηκαν βαθιά. Έπεσε! Έπεσε! Άλλοι ψωνίζουν. Άλλοι περιμένουν. Άλλοι κοιτάνε και γελούν. Βλέπω μια γριούλα που άρπαξε τ’ άδειο μπουκάλι του λαδιού και χύθηκε στους δρόμους. “Γιατί παιδί μου πέσαν όλα;” “Ο Μπενίτος, κυρά μου, ο Μπενίτος”. “Ο Μπενίτος τα έριξε;” “Ο Μπενίτος, κυρά μου, ο Μπενίτος”. “Ο Θεός να του δίνει χρόνια, γιε μου, που μας ρήμαξαν οι μαυραγορίτες. Να κι ένας άνθρωπος που έκανε καλό στον κόσμο. Ο Θεός να τον βλογάει τον χριστιανό και να του δίνει διπλά απ’ ό,τι έχει κάνει”.
“ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
“Βάστα, Ρόμελ!”
Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τη δύσκολη θέση που βρέθηκαν οι μαυραγορίτες της κατοχής μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν:
-Βάστα, Ρόμελ! Αντιλαλούν οι δρόμοι.
-Βάστα, Ρόμελ! Ωρύονται οι άνθρωποι.
-Βάστα, Ρόμελ!
Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Μας έχει συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Δεν θέλουμε, άλλωστε, πολύ. Τι έτρεχε; Έγινε θαύμα. Η πρώτη μεγάλη κι αποφασιστική νίκη των συμμάχων: Ελ Αλαμέιν. Έκαναν την επίθεσή τους οι Εγγλέζοι και τσάκισαν τον Γερμανό στρατάρχη, που πήρε τα βρεμένα του και φεύγει. Γύρισε το φύλλο η Ιστορία. Ο πόλεμος μπαίνει σε καινούργια φάση. Ελ Αλαμέιν. Ο ήλιος που βγήκε ανάμεσα απ’ τα μαύρα σύννεφα φωτίζει με πλούσιο φως όλους τους λαούς που στενάζουν κάτω απ’ την μπότα του χιτλερισμού. Φεύγει ο Ρόμελ. Κι ο αντίλαλος της φευγάλας του φτάνει ως την Αθήνα και βάζει σε τρόμο τους μαυραγορίτες:
-Βάστα, Ρόμελ! Είναι η σαρκαστική επίκληση της μαρίδας προς τον Γερμανό στρατάρχη που κλόνισε στη φευγάλα του και το φρούριο της μαύρης αγοράς. Φεύγει ο Ρόμελ. Άρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν’ ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ’ τον Απρίλη του ‘41.
-Έσπασε, έσπασε η μαύρη! Βλέπει ο κόσμος φασόλια στους δρόμους! Ρεβύθια στα πεζοδρόμια! Πατάτες στα καροτσάκια! Άλλοι γελούν. Άλλοι φωνάζουν. Άλλοι φιλιούνται. Γυναικούλες στέκονται μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο θαύμα, δακρύζουν και σταυροκοπιούνται: “Αμήν, Παναγίτσα μου, δόξα σοι ο Θεός που αξιώθηκαν τα μάτια μας να δουν τόσο μεγάλη μέρα”.
-Βάστα, Ρόμελ! Ωρύονται οι άνθρωποι.
-Βάστα, Ρόμελ!
Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Μας έχει συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Δεν θέλουμε, άλλωστε, πολύ. Τι έτρεχε; Έγινε θαύμα. Η πρώτη μεγάλη κι αποφασιστική νίκη των συμμάχων: Ελ Αλαμέιν. Έκαναν την επίθεσή τους οι Εγγλέζοι και τσάκισαν τον Γερμανό στρατάρχη, που πήρε τα βρεμένα του και φεύγει. Γύρισε το φύλλο η Ιστορία. Ο πόλεμος μπαίνει σε καινούργια φάση. Ελ Αλαμέιν. Ο ήλιος που βγήκε ανάμεσα απ’ τα μαύρα σύννεφα φωτίζει με πλούσιο φως όλους τους λαούς που στενάζουν κάτω απ’ την μπότα του χιτλερισμού. Φεύγει ο Ρόμελ. Κι ο αντίλαλος της φευγάλας του φτάνει ως την Αθήνα και βάζει σε τρόμο τους μαυραγορίτες:
-Βάστα, Ρόμελ! Είναι η σαρκαστική επίκληση της μαρίδας προς τον Γερμανό στρατάρχη που κλόνισε στη φευγάλα του και το φρούριο της μαύρης αγοράς. Φεύγει ο Ρόμελ. Άρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν’ ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ’ τον Απρίλη του ‘41.
-Έσπασε, έσπασε η μαύρη! Βλέπει ο κόσμος φασόλια στους δρόμους! Ρεβύθια στα πεζοδρόμια! Πατάτες στα καροτσάκια! Άλλοι γελούν. Άλλοι φωνάζουν. Άλλοι φιλιούνται. Γυναικούλες στέκονται μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο θαύμα, δακρύζουν και σταυροκοπιούνται: “Αμήν, Παναγίτσα μου, δόξα σοι ο Θεός που αξιώθηκαν τα μάτια μας να δουν τόσο μεγάλη μέρα”.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
“Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς”
Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:
Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
¹Ο Ν. Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης από τον Δημήτρη Ψαθά.
“ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
Πηγή:http://logomnimon.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου