"᾿Εγώ εἰμί τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος" (᾿Αποκ. κβ΄, 13)

Κείμενα γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα στή διαχρονική της μορφή, ἄρθρα ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ καί διδαχῆς, ἄρθρα γιά τήν ῾Ελλάδα μας πού μᾶς πληγώνει...


Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΑΟΡΑΤΟ ΑΣΚΗΤΗ



"Ἦταν μία ἀνδρικὴ ἐνθουσιώδης φωνή, ποὺ φώναζε ἐκστατικὰ σχεδόν, μέσα στὴν σιγαλιὰ τῆς νύκτας καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πανόραμα τοῦ οὐρανίου στερεώματος: «Δόξα σοι ὁ Θεός», «Κύριε σῶσον τὸν κόσμο σου"


 

 

Μιὰ ἐμπειρία στὸ Ἅγιον Ὄρος
ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΠΡΩΤΑΤΟΝ» (Ἅγ. Ὄρος)
τεῦχ. 119, ΙΟΥΛ.-ΑΥΓ. 2010

 


Σχετικῶς µὲ τὸ γεγονὸς ποὺ ζήσαµε στὸ Κελλὶ τοῦ Προφήτου Δανιήλ, παραθέτουµε παρακάτω τὴν καταγραφὴ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, πιστεύοντας πὼς ἀξίζει νὰ γνωστοποιηθεῖ καὶ σὲ ἄλλους.
'Εξ ἀρχῆς θέλουµε νὰ διευκρινίσουµε ὅτι ἔχουµε τὴν βεβαιότητα ὅτι δὲν λέµε κάτι πρωτάκουστο ἢ ὅτι τὰ παρακάτω ἀποτελοῦν µία ἀξεπέραστη πνευµατικὴ ἐµπειρία στὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας». Ἀντιθέτως, γνωρίζουµε ὅτι εἶναι µία µαρτυρία ἀπὸ τὶς πολλές, ἡ ὁποία ἂν ἴσως καὶ δὲν ἔχει τὴν ἰσχὺ νὰ ἐπιβεβαιώσει ἀκράδαντα τὴν παράδοση γιὰ τοὺς ἐρηµίτες καὶ ἀόρατους ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι ὅµως µία ἐπιπλέον ἐπανάληψη αὐτῆς τῆς παραδόσεως, καὶ τὸ βασικότερο, ὅτι ἐξ ἅπαντος ἀποτελεῖ µία βέβαιη µαρτυρία τῆς ζωῆς τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, ποὺ συνεχίζει τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Πρὸ δύο ἐτῶν περίπου, ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Ξενοφῶντος µᾶς «παραχώρησε» τὸ ἀρχαῖο καὶ ἐγκαταλελειµµένο Κελλὶ της - τοῦ Ἁγίου Προφήτου Δανιὴλ καὶ τῶν τριῶν Παίδων. Αὐτὸ τὸ Κελλὶ βρίσκεται σὲ μία ἐρημικὴ τοποθεσία πάνω στὸ βουνό, ἀνατολικὰ τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος καὶ βόρεια τῆς Σκήτης Ξενοφῶντος. Δὲν γειτνιάζει μὲ κανένα ἄλλο Κελλί, παρὰ μόνο μὲ ἕνα ἐρειπωμένο, ἐπ' ὀνόματι τῆς  Ἁγίας Τριάδος, οὔτε κὰν φαίνεται ἄλλο Κελλὶ ἢ Σκήτη ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο οἴκημα, στὸ ὁποῖο νὰ μαρτυρεῖται ἢ νὰ δικαιολογεῖται ἀνθρώπινη παρουσία. Τὸ μόνο, ποὺ εἶναι ὁρατό, εἶναι τὸ βόρειο ἄκρο καὶ οἱ τροῦλοι τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος, ποὺ εἶναι κτισμένη στὶς ἐκβολὲς ἑνὸς χειμάρρου, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σὲ μακρινὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ Κελλί. Ὅποιος βρίσκεται στὴν αὐλὴ ἢ τὸν ἐξώστη -ἁπλωταριὰ τοῦ Προφήτη Δανιὴλ ἔχει μία πανοραμικὴ θέα ὅλου σχεδὸν τοῦ φαραγγιοῦ, ἀπὸ τὰ ἀνατολικά, ποὺ εἶναι τὰ Δοχειαρίτικα σύνορα, μέχρι τὰ δυτικά - τὴν θάλασσα. Ἡ ἠρεμία δὲ καὶ ἡ ἡσυχία ποὺ ἔχει τὸ Κελλὶ εἶναι χαρακτηριστική, καὶ μόνο κατὰ τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ καλοκαίρι διακόπτεται ἀπὸ τὶς ἀσταμάτητες λαλιὲς τῶν ἀηδονιῶν καὶ τῶν ἄλλων ὠδικῶν πτηνῶν.
  Ἐκεῖ βρεθήκαμε, γιὰ μία ἀκόμη φορά, καὶ ἐμεῖς, οἱ φιλοξενούμενοι τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος καὶ ἔνοικοι τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ Κελλίου. Ἡ παραμονή μας διήρκησε λίγες ἡμέρες, ἀλλὰ εἶχε μεγάλη εὐλογία, μία ἐμπειρία ποὺ δὲν ὑπολογίζαμε νὰ ἀξιωθοῦμε ποτέ. Ἂς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Στὶς 21 Ἀπριλίου 2010 (παλ. ἡμ.), προπαραμονὲς τῆς πανηγύρεως τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος, ποὺ τιμᾶται ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, βρεθήκαμε στὸ Κελλὶ τοῦ Προφήτη Δανιήλ. Εἴχαμε φθάσει κατὰ τὸ μεσημέρι, καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀνάπαυση καὶ τακτοποίηση τῶν πραγμάτων μας, ὁ Γέροντας πρότεινε νὰ πᾶμε ἕνα μικρὸ περίπατο. Κατηφορίσαμε καὶ κατόπιν ἀκολουθήσαμε τὸν ἀδιέξοδο δρόμο ποὺ ἀρχίζει στὴν πρώτη στροφὴ καὶ ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ πρὸς τὰ Δοχειαρίτικα. Δὲν ἀπομακρυνθήκαμε πολύ, διότι ἤδη εἶχε σουρουπώσει ἀρκετά. Σὲ ἕνα σημεῖο τῆς διαδρομῆς μας, ἕνας ἀπὸ τὴν ὁμάδα μας, θέλοντας νὰ συμπεράνει τὸ βάθος τοῦ φαραγγιοῦ ποὺ βρισκόταν μπροστά μας ἔριξε τρεῖς πέτρες, ἀρκετὰ μεγάλες, πρὸς τὸ φαράγγι. Οἱ δύο λαϊκοὶ ποὺ βρίσκονταν στὴν παρέα, ἄδραξαν τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀστειευτοῦν μὲ τὴν ἐπιπόλαιη αὐτὴ πράξη λέγοντας πὼς ἴσως κάποιος ἐρημίτης ἀσκητὴς νὰ ἦταν δέκτης αὐτοῦ τοῦ πετροβολητοῦ. Ὁ Γέροντας, ἀποσιωπώντας τὴν κωμικὴ πλευρὰ τoῦ θέματος, ἀναφέρθηκε στὴν ὕπαρξη τῶν ἐρημιτῶν καὶ τῶν ἀοράτων ἀσκητῶν, στὶς ἀναφορὲς γύρω ἀπὸ διάφορα σχετικὰ συμβάντα, καὶ ἄφησε τὸν καθένα ἐλεύθερο νὰ ἀποδεχθεῖ ἢ ὄχι αὐτὴ τὴν παλιὰ ἁγιορείτικη παράδοση γιὰ τοὺς γυμνοὺς καὶ ἀόρατους ἀσκητὲς ποὺ ζοῦν στὶς ἐρημιὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Ὅταν ἐπιστρέψαμε στὸ Κελλί, εἶχε ἤδη σκοτεινιάσει. Προσπαθήσαμε νὰ βάλουμε μπρὸς τὴν πετρελαιογεννήτρια, ἀλλὰ παρὰ τὶς ἐπίμονες προσπάθειές μας ἐπὶ μισὴ ὥρα περίπου, τὸ μηχάνημα δὲν λειτούργησε, καὶ ἔτσι μείναμε «ἀναγκαστικὰ» μὲ τὰ κεριὰ καὶ τὴν λάμπα πετρελαίου (ἐκ τῶν ὑστέρων σκεφτήκαμε ὅτι δὲν ἦταν ἕνα γεγονὸς τυχαῖο).
Ἡ νύχτα εἶχε πέσει γιὰ τὰ καλά, τὰ ἀστέρια ἦταν εὐδιάκριτα, παρὰ τὴν ἐλαφριὰ συννεφιὰ ποὺ εἶχε ὁ οὐρανός, καὶ τὰ ἀηδόνια εἶχαν παραιτηθεῖ πλέον ἀπὸ τὸ ὁλοήμερο κελάηδημά τους. Ἡ σιωπὴ σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ ἦταν πιὸ αἰσθητὴ τώρα, μετὰ τὴν πρόσφατη παύση, παρὰ τὰ μεσάνυχτα. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀποσυρθεῖ στὸ κελλί του, καὶ τὰ ἄλλα τρία πρόσωπα κάθισαν μπροστὰ στὴν ἐξώπορτα τοῦ Κελλιοῦ καὶ μιλοῦσαν. Καθὼς μιλοῦσαν, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς διέκρινε καὶ μία ἄλλη - δεύτερη φωνή, μακρινὴ καὶ ἀκαθόριστη, καὶ μὴ θέλοντας νὰ διακόψει τὸν συνομιλητή του ἀρχικὰ δὲν ἀντέδρασε. Ἐφ᾽ ὅσον ὅμως αὐτὴ ἡ φωνὴ συνεχιζόταν ἤδη γιὰ πέμπτο λεπτό, παίρνοντας θάρρος διέκοψε αὐτὸν ποὺ μιλοῦσε ρωτώντας τὸν ἕναν: «ἀκοῦς κάτι;». Ἀφοῦ συγκέντρωσαν καὶ οἱ δύο τὴν προσοχή τους, ἄκουσαν μιὰ φωνὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χειμάρρου. Ἦταν μία ἀνδρικὴ ἐνθουσιώδης φωνή, ποὺ φώναζε ἐκστατικὰ σχεδόν, μέσα στὴν σιγαλιὰ τῆς νύκτας καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πανόραμα τοῦ οὐρανίου στερεώματος: «Δόξα σοι ὁ Θεός», «Κύριε σῶσον τὸν κόσμο σου». Τὰ ἐπανελάμβανε συνεχῶς καὶ μεγαλόφωνα, καθὼς καὶ ἄλλα λόγια, τὰ ὁποῖα ἐξ αἰτίας τῆς ἀποστάσεως καὶ τοῦ ἀντίλαλου ἦταν ἀκαθόριστα. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὕφος τῆς φωνῆς ἦταν κάτι σὰν εὐχαριστία καὶ δοξολογία στὸν Θεὸ καθὼς καὶ ἱκεσία γιὰ τὸ ἔλεός Του. Τὸ ἄκουσε κατόπιν καὶ ὁ ἄλλος λαϊκός, ποὺ ἦταν στὴν παρέα. Καὶ οἱ τρεῖς ἀκούγαμε ἕνα ἄνθρωπο, ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ «πουθενά», νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό. Γρήγορα εἰδοποιήθηκε καὶ ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος ἄκουσε αὐτὸν τὸν ἄγνωστο νὰ δοξολογεῖ ἀκατάπαυστα, καθαρότατα τὸν Θεό. Στὴν συνέχεια καὶ γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα ὁ ἄγνωστος ἔπαυσε τὴν μεγαλόφωνη προσευχή του.
Ὅλοι ἀποσυρθήκαμε στὰ κελλιά μας. Ὁ καθένας κράτησε τὴν δική του στάση ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴν ἀναπάντεχη ἐμπειρία, καὶ κατάκοποι καθὼς ἤμασταν, γρήγορα ἀποκοιμηθήκαμε ὅλοι. Ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος κάθισε στὴν ἁπλωταριὰ ἀναμένοντας νὰ ἀκροαστεῖ μία ἀκόμα φορὰ τὸν ἄγνωστο προσευχητή. Καὶ ὄντως μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα περίπου μισῆς ὥρας τὸν ἄκουσε πάλι. Αὐτὴ τὴν φορὰ ἔψαλε μεγαλόφωνα ἀναστάσιμους ὕμνους. Καὶ αὐτὸ ποὺ μπόρεσε ὁ Γέροντας νὰ διακρίνει ἦταν τὸ τροπάριο τῆς πρώτης ᾠδῆς τοῦ κανόνα τοῦ Πάσχα «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις…», καθὼς καὶ ἄλλες προσευχές, ὅπως «Κύριε σῶσε τὸν κόσμο σου», καὶ ἄλλα.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὅλοι κοιτάξαμε πρὸς τὴν πλευρά, ἀπ' ὅπου ἐρχόταν ἡ χθεσινοβραδυνὴ φωνή, προσπαθώντας νὰ καταλάβουμε τὸ ἀκριβὲς σημεῖο ποὺ βρισκόταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἢ κάποιο σημάδι τῆς παρουσίας του. Γρήγορα ὅμως καταλάβαμε ὅτι κοπιάζουμε μάταια καὶ παραιτηθήκαμε ἀπὸ τὴν προσπάθειά μας. Ἔμεινε ὅμως μέσα στὴν ψυχή μας ἡ περιέργεια νὰ μάθουμε ἂν τυχὸν ὑπάρχει κάποιο Κελλὶ στὴν περιοχὴ αὐτή, ποὺ νὰ εἶναι ἀδιόρατο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ δικοῦ μας Κελλίου. Κατεβήκαμε στὴν Μονὴ γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἀγρυπνίας πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου καὶ ὁ Γέροντάς μας συνάντησε τὸν π. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἔχει γνώση τοῦ χώρου καὶ πολὺ ἀγάπη γιὰ τὸν Προφήτη Δανιὴλ καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι χωρὶς τὸν π. Σεραφεὶμ δὲν θὰ γίνονταν καὶ πολλὰ πράγματα. Τὸν ρώτησε σχετικά, ἂν ὑπάρχει ἐκεῖ κοντὰ κάποιο Κελλὶ καὶ τοῦ ἀνέφερε τὸ γεγονός. Μᾶς διαβεβαίωσε πὼς ὄχι μόνο Κελλὶ δὲν ὑπάρχει ἀλλὰ καὶ ἡ ἁπλὴ παρουσία ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου εἶναι ἂν ὄχι ἀδύνατη, τουλάχιστον ἀδικαιολόγητη ἐξ αἰτίας τῆς πυκνῆς βλάστησης καὶ τοῦ ἀπροσπέλαστου τῆς περιοχῆς.
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὁ καθένας κράτησε μέσα στὴν ψυχή του τὴν ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἑνὸς ἀνθρώπου μέσα στὴν ἀπόλυτη ἐρημιά, ἀνυποψίαστου γιὰ τὴν δική μας παρουσία, ποὺ φώναζε ἐνθουσιασμένος καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό. Καὶ ἀπὸ τοὺς ἀόρατους ἀσκητὲς νὰ μὴν ἦταν, μόνο καὶ μόνο αὐτὴ ἡ ἐγκάρδια προσευχή του τὴν νύκτα στὴν μέση τοῦ δάσους, μᾶς ἔδωσε τὸ μήνυμα ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε.
Συμπληρωματικὰ νὰ προσθέσουμε ὅτι ἡ γεννήτρια, ἂν λειτουργοῦσε τὸ βράδυ, θὰ ἦταν σίγουρα ἀνασταλτικὴ αἰτία γιὰ τὴν αὐθόρµητη καὶ ἐξωστρεφῆ ἐκδήλωση τοῦ ἀγνώστου, διότι ἐξ αἰτίας τοῦ θορύβου καὶ τῶν φώτων θὰ γινόταν ἡ παρουσία µας πέρα γιὰ πέρα αἰσθητή. Καὶ αὐτὴ ἡ γνώµη γίνεται πιὸ ἰσχυρή, ἂν λάβουµε ὑπ᾽ ὄψη µας τὸ παράδοξο, ὅτι τὴν ἄλλη ἡµέρα τὸ πρωὶ πῆρε ἀµέσως µπροστά.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἰδιαίτερη «ἐµπειρία µας» κατὰ τὴν τελευταία ἐπίσκεψή µας στὸ Ἅγιον Ὅρος. Σᾶς τὴν παραθέτουµε, ὅπως ἀκριβῶς τὴ ζήσαµε (…)



Ἱεροδιάκονος Σιλουανὸς
Λευκάδα, 14.05.10


 Πηγή-Στοιχειοθεσία: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου